Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΡΑΝΙΟ..

 

 

Η πόλη ήταν καθισμένη πάνω στη θάλασσα. Ένας μεγάλος υδάτινος κύκλος, έκλεινε απο παντού τα σπίτια της, απο την ανατολή έως νοτιοδυτικά. Μικρός δεν μπορούσε ποτέ να προσανατολιστεί, του έλεγαν Ανατολή κι έδειχμνε τη Δύση. Μα και μεγάλος τα πράγματα δεν είχαν καλυτερέψει. Απ τον Βορρά ερχόταν ένα κύμα δάσους απο πεύκα λες και έπεφταν καπέλο στο κεφάλι της. Ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη, με ατέλειωτες βροχές απο το Φθινόπωρο που άρχιζε το σχολείο, μέχρι τον Μάιο που τέλειωνε, το νερό έπεφτε με τη σκάφη. Η υγρασία τσάκιζε τα κόκκαλα και η ομίχλη την τύλιγε μ αυτό το γκριζόασπρο σεντόνι, που άμα το έβλεπες απο μακριά, ποτέ δεν ήξερες τι έκρυβε μέσα του. Ο Θόδωρας την αγαπούσε αυτή την πόλη. Εκεί είχε γεννηθεί. Εκεί είχε χτυπήσει τα γόνατά του σε όλους τους βράχους της, είχε πιει νερό απ όλες τις βρύσες, είχε παίξει μπάλα στις αλάνες αλλά και στο γήπεδο και ήταν καλός παίχτης, μπορούσε να γινει ποδοσφαιριστής, αφού δεν ήταν καλός μαθητής, αλλά δεν έγινε.

Ακούμπησε τη βρεγμένη τσάντα στο τοιχάκι του αυλόγυρου της εκκλησίας που βρισκόταν μέσα στα πεύκα, στο βορεινό τμήμα της πόλης. Το χερούλι της είχε σπάσει, άνοιξε και τα βιβλία ξεχύθηκαν κάτω. Μαθηματικά, Όμηρος, αρχαίο κείμενο,Κοσμογονία, Ιστορία. Τους έδωσε μερικές κλωτσιές κι ύστερα τα ξαναμάζεψε, καθώς οι ψιχάλες της βροχής είχαν αραιώσει, ώσπου σταμάτησαν εντελώς.Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν τα βιβλία, ποιοι τα γραφαν και γιατί τον ταλαιπωρούσαν μ όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα. Μόνο η Ιστορία του άρεσε, μπορούσε να διαβάζει ώρες ατέλειωτες. Αλλά άμα του μιλούσες για μαθηματικά, ανατρίχιαζε σαν τη γάτα κι έβγαζε φουσκάλες στο δέρμα του. Πως είχε καταφέρει να περάσει τέσσερις τάξεις, φέτος πήγαινε στη βου Λυκείου, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται αλλά εφέτος μάλλον δε θα την έβγαζε καθαρή με αυτον τον καινούριο μαθηματικό, τον Χίτλερ που ήταν και γυμνασιάρχης. Τόσα χρόνια καθάριζε με δέκα, δέκα και μισό. Ποτέ παραπάνω. Αλλα και ο γενικός του δεν ήταν πάνω απο δωδεκα ποτέ. Μεγάλωνε λίγο εξ αιτίας που έπαιρνε είκοσι στην Ιστορία και την γυμναστική

Είχε ανέβει στο βουναλάκι με την μικρή εκκλησία για να σκεφτεί την κατάσταση και πως θα την βόλευε. Θα τον έδιωχναν δια παντός απο τα σχολεία. Το παράπτωμα του ήταν ασυγχώρητο και όχι τίποτε άλλο αλλά είχε πάρει και τη Νίκη στο λαιμό του. Ο Γυμνασιάρχης, ο αρχικαθίκης όπως τον έλεγε ο συγκαθήμενος του στο τελευταίο θρανίο, ο πιο χοντρός της τάξης, όλες οι τάξεις είχαν τον χοντρό τους απαραίτητα, είχε βαλθεί να εξοντώσε όλους όσους κάθονταν στα τελευταία θρανία. Εννοείται σε όλες τις τάξεις, σε όλα τα τμήματα. Ο Θόδωρας πήγαινε στο έψιλον δυο, η Νίκη στο έψιλον ένα. Το παράπτωμά τους ήταν βαρύ. Είχαν κλέψει λουλούδια και κρίνα απο τον απαγορευμένο κήπο. Τον κήπο που ήταν ένα υπερυψωμένο μεγάλο παρτέρι με όλων των ειδών τα λουλούδια, που έκοβαν μόνο για τις Εθνικες επετείους και άλλες φορές όταν ερχόταν κανένας επίσημος της κυβέρνησης  του πρόσφεραν μια ανθοδέσμη τιμης ένεκεν για τα σπουδαία έργα που είχε κάνει.. Η Νίκη, η κοπέλα του, είχε ζηλέψει κι εκείνος ορκίστηκε πως θα της μάζευε μια νύχτα, λουλούδια απο το παρτέρι για να της δείξει την αγάπη του. Τελικά την είχε πάρει μαζί του εκείνο το βράδυ και μπήκαν τυχαία για να ξεφύγουν απο το άγρυπνο μάτι του Θεολόγου Αληλούια, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τους συνέλαβε απο το αφτί την ώρα που έκοβαν τα απαγορευμένα ρόδα, εκείνος ο αγάμητος Αληλούιας που είχε στραβώσει το τσαγούλι του απο το αγαπάτε τον θεό και τα αλελούια που είχε συνέχεια στο στόμα του αλλά πως φαίνεται, ο θεός δεν αγαπούσε αυτόν και του είχε δώσει ένα μικρό εγκεφαλικό, γι αυτό είχε στραβώσει, μα αυτά δεν είχαν σημασία τώρα. Τώρα έπρεπε να ετοιμάσουν την απολογία τους. Έτσι είχε διατάξει με σφιγμένα τα δόντια ο Χίτλερ.
-Να δούμε τώρα ποιος θα σας σώσει Τσανόπουλε! Και σένα και την Αλεξιάδου: Σας περιμένουμε
  να απολογηθείτε στο συμβούλιο των καθηγητών [ ώχ, ώχ..]
Τσανόπουλος ήταν το επίθετό του και Αλεξιάδου της Νίκης και αν το μάθαινε ο πατέρας της που ήταν και Δήμαρχος, ο Θόδωρας έπρεπε να εξαφανιστεί απο τη μικρή πόλη, όπως εξαφανίστηκαν οι Νεάντερταλ πριν απο τριάντα χιλιάδες χρόνια, για να μείνουμε εμείς οι χόμο σάπιενς που δεν ξέρουμε πότε θα εξαφανιστούμε, θυμήθηκε τα λόγια της καθηγήτριας της Ιστορίας, κυρίας Μωσιάδου, που πιθανώς ήταν οι μόνοι μαζί με τον γυμναστή, που θα τους υπερασπιζόταν στο συμβούλιο. Ίσως να τους βοηθούσε και ο Ντελίριους. Αυτός ο τρελάκιας ο φυσικός, που έλεγε πως ανακάλυψε πρώτος το νόμο της βαρύτητας. Μόλις έμπαινε στην τάξη, διάλεγε τον πιο μακρύ διάδρομο κι άρχιζε να βηματίζει κανένα δεκάλεπτο, αμίλητος, ενω στην τάξη γινόταν χάβρα Ιουδαίων. Ο Θόδωρας με τουςάλλους στο τελευταίο θρανίο, μέχρι τσιγάρο άναβαν. Έβλεπε καμια φορά τον καπνό ο Ντελίριους και ο Θώδωρας του δειχνε ένα φύλο χαρτιού που είχε πάρει φωτιά. Να το σβήσω; ρωτούσε. Σβήστο παιδί μου! φώναζε ο Ντελίριους κι άρχιζε ένα ατέλειωτο μονόλογο, πως τον κυνηγούσαν οι Αμερικάνοι, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι. Αυτός ήταν ο Ντελίριους που ήταν καλό ανθρωπάκ κατα βάθος και μάλλον θα τους υπερασπιζόταν, συλλογίστηκε.


Η βροχή είχε σταματήσει εντελώς όταν έφτασε η Νίκη. Ήταν φοβισμένη και κάθισε λίγο μακριά του. Άφησε τα βιβλία της κι αυτή στο πεζούλι. Έπεσαν κιμαυτά κάτω. Ο Θόδωρας δεν τα κλώτσησε, τα μάζεψε και τα ξανάβαλε στην τσάντα της, ενω η Νίκη έκλαιγε σιγανά. Αυτος πήγε κοντά της, ένιωθε πως έπρεπε να την προστατέψει αλλά κι αυτός ένα παιδί ήταν. Τι να έκανε; Την πήρε συνεσταλμένα στην αγκαλιά κι ακούμπησε τα χείλη του στα βρεγμένα της μάγουλα και λίγο στο στόμα. Δεν είχαν φιληθεί πολλές φορές. Η Νίκη τον φίλησε κι αυτή, σκούπισε τα δάκρυα και τον κοίταξε στα μάτια.

-Το ξέρει όλη η πόλη, του είπε.
Ο Θόδωρας απογοητεύτηκε. Σκέφτηκε εκείνη τη μέρα πως δεν επρόκειτο να συμφωνήσουν ποτέ όλοι οι άνθρωποι.
-Εγώ λέω να μην πάμε, είπε ξαφνικά η Νίκη. Να φύγουμε πάνω στο ψηλότερο βουνό. Δε θα μας βρούνε ποτέ.
Ο Θόδωρας την κοίταξε αποσβολωμένος. Όχι, σκέφτηκε, δε θα το έκαναν αυτό. Αν έκαναν κάτι τέτοιο, της είπε, θα ήταν σα να παραδέχονταν κάποια ενοχή.

Η μικρή πόλη είχε χάσει την ησυχία της. Το γεγονός της καταπάτησης του κήπου, κυκλοφορούσε απο στόμα σε στόμα. όλοι ήξεραν κι όλοι είχαν πάρει την απόφαση τους. Στα καφενεία οι γέροι έλεγαν πως ποτε δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο παράπτωμα στην πόλη τους εδω και έναν αιώνα, όπως τους είχαν μιλήσει γι αυτό οι παλιότεροι γέροντες που τώρα είχαν πεθάνει. Την ημέρα της απολογίας, ο Ντελίριος σταμάτησε να πηγαινοέρχεται και να λέει πως τον κυνηγούσαν οι Αμερικάνοι, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι. Ο αγάμητος θεολόγος ο Αληλούιας, είχε στήσει την πυρά και ήταν έτοιμος με τον Χίτλερ ν απολαύσουν το θέαμα. Το κοινό περίμενε εξω απο το γραφείο των καθηγητών που συνεδρίαζαν, για ν ακούσει την απόφαση. Διψούσε για αίμα. Ο Χίτλερ είπε, πως θύμωνε πολύ μ αυτούς που ήθελαν ν αλλάξουν τον κόσμο. Τι είχε ο κόσμος..μια χαρά ήταν και γι αυτό έπρεπε να τιμωρηθούν με την αυστηρότερη ποινή. Έπρεπε να εκλείψουν δια παντός, για να συνετιστούν και οι άλλοι. Ο Ντελίριους ψέλλισε πως δεν ήταν δίκαιο αυτό κι ο Αγάμητος Αληλούιας του απάντησε με ένα μισητό, εσύ να σκάσεις! Οι άλλοι καθηγητές παρακολουθούσαν εμβρόντητοι,δεν είχαν τι να πουν, τι να κάνουν ότι έλεγε ο Χίτλερ έπρεπε να γίνει. Μόνο η κυρία Μωσιάδου, η καθηγήτρια Ιστορίας προσπάθησε ν αποδώσει το γεγονός σε τυχαία σύμπτωση, τέτοιες που συμβαίνουν άπειρες στο πέρασμα του χρόνου και ο Ντελίριους δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Δίδαξε πως η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο μοιάζει σαν εκείνη του του σκλάβου με του αφέντη, όπου σκλάβος είναι φυσικά ο άνθρωπος και αφέντης ο χρόνος. Όλοι έμειναν άφωνοι αλλά και όλοι ψήφισαν πως ο χρόνος δεν έπαιζε κανένα ρόλο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εδω, το γεγονός ήταν καθοριστικό και αδειάσειστο. Καταπάτησαν ή δεν καταπάτησαν τον κήπο με τα απαγορευμένα άνθη; Ναί, όλοι μαζί. Μπήκαν κρυφά το βράδυ, άρα στο σκοτάδι δεν κρύβει πάντα ένοχους; Ναι, όλοι μαζί Έχουμε ορίσει νόμους κύριοι, επέμενε ο Χίτλερ. Κιαν σήμερα δεν αποδώσουμε δικαιοσύνη, αύριο όλοι οι μαθητές θ ανέβουν στις έδρες, θα μας πάρουν απο το χέρι τις κιμωλίες και τον χάρακα. Και ποιοί μαθητές; Αυτοί που κάθονται στο τελευταίο θρανίο, οι τελευταίοι, οι κάκιστοι θα συμπαρασύρουν και τους ενάρετους. Όχι, κύριοι δεν θα αφήσουμε δυο τσογλάνια ν αμαυρώσουν την φήμη του σχολείου μας.

Το κοινό, για μια στιγμή, έμεινε μετέωρο, αναποφάσιστο, καθώς ο Θόδωρας με την Νίκη εμφανίστηκαν στο κορυφαίο  σκαλοπάτι, προς την έξοδο απο το γραφείο των συνεδριάσεων, πιασμένοι χέρι-χέρι. Δεν τους άφησαν ν απολογηθούν. Τι να πείτε; τους επιτέθηκε ο Χίτλερ; Δεν έχετε να πείτε τίποτε. Τα ξέρουμε όλα. Πηγαίνετε. Η απόφαση θα ανακοινωθεί σε μισή ώρα. Να, πάλι ο χρόνος του Ντελίριου. Ο Χρόνος και ο σκλάβος άνθρωπος. Για μισή ώρα, όλος ο κόσμος θα περίμενε με αγωνία ν ακούσει την απόφαση του αφέντη. Κι ο κόσμος έμεινε ακούνητος σε μια προηγούμενη στάση, με την αγωνία αποτυπωμένη στα μούτρα τους,πως θα περνούσε τόσος χρόνος, πως θα περνούσε αυτη η μισή ώρα μέχρι να μάθουν την απόφαση. Δε μιλούσε κανείς. Απέραντη ησυχία. Η εικόνα πάγωσε. Ο Θόδωρας με την Νίκη, έμειναν στο πιο ψηλό σκαλί, πιασμένοι απ το χέρι. Το ύφος του Θόδωρα έβλεπε μακριά πέρα τη θάλασσα και της Νίκης ήταν στραμμένο σ΄αυτό το προφίλ του. Το κοινό τους έβλεπε ανφας. Πρόσεξαν πως το δεξί χέρι της Νίκης ήταν ματωμένο. Όπως και το πρόσωπο του Γυμνασιάρχη [ ήταν απο τη γροθιά της Νίκης] που βγήκε ν ανακοινώσει την απόφαση. Ένοχοι, είπε. Το κοινό ξεκόλλησε απο την παγωμένη εικόνα. Η οχλαγωγία ξεχύθηκε στη μικρή πόλη. Όλοι σήκωσαν το δεξί χέρι, μπουνιά στον αέρα,η ιαχή ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου: Θάνατος στους παραβάτες! Η μισή ώρα είχε περάσει, ο χρόνος δεν είχε σημασία τώρα.  Όχι, φώναξε ο Χίτλερ. Η απόφαση μας που βγήκε κατα πλειοψηφία δώδεκα προς τρία, είναι τρία χρόνια εξορία. Και εκδίωξη δια παντός απο την πόλη. Να, οχρόνος πάλι, να ο αφέντης του ανθρώπου. Τρία χρόνια εξορίας στα απέναντι νησάκια, όχι μαζί, ο καθένας χωριστά αλλα και να βλέπονται μεταξύ τους. Αναμεσά τους μια στενή λουρίδα νερού γεμάτοι καρχαρίες.

Η βάρκα που θα τους ταξίδευε, έφτασε στην προκυμαία. Ο Θόδωρας κρατώντας πάντα απο το χέρι τη Νίκη, μ ένα τσιγάρο-γόπα, κολλημένο στα χείλη του, χάραξε μισό, ειρωνικό χαμόγελο. Η Νίκη χαμογελούσε κι αυτή, τα μάτια της στραφτάλιζαν στο κενό της ατμόσφαιρας. Το πλήθος ούρλιαζε, η Αστυνομία τους πρόσεχε, υπήρχε κίνδυνος να τους λυντσάρουν. 

Μπήκαν στην βάρκα μόνοι τους, πήραν τα κουπιά κι άρχισαν να λάμνουν προς τα μέσα. Προς τα εκεί που η θάλασσα δεν τελειώνει.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ, ΟΧΙ ΑΣΤΕΙΑ..

 



Αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τα μάτια ήταν σίγουρο.Το άλλο σίγουρο ήταν τα μάτια της που με κοίταζαν μια ζωή με ένα «θέλω».Το κατάλαβα γρήγορα πως η Αλέκα θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στο θάνατο αν δεν περνούσε το δικό της. Πως ήταν αυτή; Μια γυναίκα πραγματικά εντυπωσιακή, από την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ μόνοι μας, τα μάτια της παιχνίδιζαν στιγμιαία με θέληση να γίνεται το δικό της. Εγωισμός του θανατά, μειωμένη αίσθηση του κινδύνου, σαν η ζωή να ήταν παιχνίδι, τίποτε άλλο. Ακόμα και τώρα που προσπαθώ να σημειώσω ακριβώς το περίγραμμα του προσώπου της ανατριχιάζω. Ήταν τρελή; Δεν μπόρεσα ποτέ να βάλω όρια στην τρέλα και στη λογική. Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται συνέχεια σ αυτή την κόψη του ξυραφιού, ακριβώς επάνω. Συνήθως πέφτουν απ την πλευρά της τρέλας. Αυτό δεν ήταν μακριά από την Αλέκα. Θα μου πεις τώρα, γιατί εγώ έκανα την πάπια και συνέχεια έβγαζα τον εαυτό μου απέξω. Μπορεί να έχεις δίκιο, κατα βάθος είχα εξομολογηθεί στον εαυτό μου πως την ήθελα αλλά ήταν αδερφή της γυναίκας μου, παντρεμένη με τον βλάχο, καλό παιδί ο Σπύρος, ζούσε στον κόσμο του και την λάτρευε. Λάτρευε την Αλέκα που τον είχε παντρευτεί από συμφέρο, του είχε κάνει δυο παιδιά, του καθόταν στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, μέχρι να τελειώσει, μετρώντας ως το δέκα. Ύστερα πεταγόταν επάνω κι έπαιρνε τους δρόμους.
-Που θα πας ρε Αλέκα; τη ρωτούσε αυτός μερικές φορές κλαίγοντας
-Πως κάνεις έτσι; μια βόλτα για καφέ.
Έφευγε και επέστρεφε όποτε ήθελε. Ήθελε να ζήσει. Αυτό μου είπε εκείνη την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ. Δε με νοιάζει τίποτε, σκοτείνιασε το πρόσωπο της. Ε, πως, προσπάθησα να την προσγειώσω. Έχεις άντρα, παιδιά, υποχρεώσεις... κι έσκασε στα γέλια. Με έκανες κι ανατρίχιασα, να κοίτα την τρίχα μου; κάγκελο έγινε! Και σήκωσε το μανίκι να φανούν οι ξανθές τρίχες στα χέρια της. Σου αρέσουν; συνέχισε προσπαθώντας να βρει τα μάτια μου. Κοίταξα πρώτα τις τρίχες που άστραφταν στο Καλοκαιρινό φως, γύρισα το πρόσωπο μου στο γαλάζιο. Μου άρεσε αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω και νευρίαζα που μου άρεσε. Είδες κάτι μυστήρια πράγματα που μας συμβαίνουν; Αυτές οι ηθικές υστεροβουλίες, τα σκαμπανεβάσματα των ανθρώπινων κανόνων, οι κάθετες τομές που δίχαζαν τον νου, στο τι πρέπει να κάνουμε, ποιους πρέπει ν αγαπάμε και ποιους όχι, ποιους να ερωτευόμαστε και ποιους όχι με είχαν βάλει πολλές φορές σε κόντρα με το μέσα μου. Ύστερα έστρεψα πάνω της. Χαμογέλασα με νόημα να ξεφύγω, με τρόπο πως δεν ήταν ανάγκη να γίνει κάτι μεταξύ μας. Θα πάμε για τένις; Ρώτησα για να την φέρω σε μια άλλη της τρέλα, αυτή του τένις. Παίζαμε τένις με μανία, οι κόντρες μας τα Σαββατοκύριακα ήταν ατέλειωτες, όπως ατέλειωτο συνεχιζόταν το παιχνίδι της αναμονής για το πότε θα βρισκόμασταν στο κρεβάτι. Εγώ το φοβόμουν, φοβόμουν την κατάσταση που μπορούσε να γίνει έκρυθμη, να ξεφύγει, να εκτροχιαστεί αλλά δεν της έλεγα τίποτε κάθε φορά που μάθαινα από τα υπονοούμενα της γυναίκας μου πως η Αλέκα είχε πάει με κάποιον άλλον ή πως απατούσε τον Σπύρο και απορούσα με τον εαυτό μου που δε με ένοιαζε, που δε νευρίαζα, ενώ στη γενικότερη συμπεριφορά μου καυτηρίαζα αυτές τις καταστάσεις και ήμουν καθαρά εναντίον των γυναικών που απατούσαν τους συντρόφους τους. Η γυναίκα μου το είχε καμάρι για την υποδειγματική  συζυγική μου ταυτότητα. Εγώ όμως τις έκανα τις δουλειές μου. Κρυβόμουν δε γινόταν αλλιώς μα δεν άφηνα τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Δεν μπορεί; Δεν μπορεί εσύ να πηγαίνεις μόνο με την Κατερίνα; Μου λεγε η Αλέκα. Κατερίνα λένε τη γυναίκα μου. Με κοιτούσε πάνω από το φιλέ του τένις όταν συναντιόμασταν μαζέψουμε τα μπαλάκια, η Αλέκα. Και τότε προσπαθούσε να με αγγίξει με το σώμα της, με τα μεγάλα κατάξανθα μαλλιά της, με τους ιδρωμένους ώμους και πολλές φορές το κατάφερνε. Με έμπλεκε σιγά-σιγά στο δίχτυ της μαζί μ αυτό του φιλέ και στο νου μου ήρθε ένα τρομερό βράδυ. Θα ήταν τρεις-τέσσερις τη νύχτα όταν ξύπνησα από το χτύπημα του τηλεφώνου. Πρόλαβε και το σήκωσε η Κατερίνα. Ήταν ο Σπύρος που φώναζε, έκλαιγε, έλεγε ελάτε, ελάτε να την πάρετε, είναι τρελή. Η Κατερίνα έκλεισε τη συσκευή, σήκω, μου είπε, πάμε. Δεν είχα καμιά όρεξη για τέτοια πράγματα. Κατά βάθος συμπονούσα αυτόν τον Σπύρο με όσα τραβούσε από την Αλέκα αλλά ο ρόλος του παρηγορητή δε μου πήγαινε καθόλου. Αρκετές φορές, όταν πίναμε καμιά μπύρα προσπαθούσε να μου μιλάει για το πρόβλημα του. Δεν το απέφευγα, του λεγα πως συμφωνούσα μαζί του, πως κάτι έπρεπε να γίνει, μα πάντα βγάζαμε το συμπέρασμα και πιο πολύ εκείνος, που κουνούσε το κεφάλι του με πικρία και έλεγε πως δεν πρόκειται να βάλει μυαλό η Αλέκα, γιατί αυτή ήταν το παντοτινό  πρόβλημα. Βγήκαμε έξω στο κρύο, τουρτουρίσαμε και βλαστήμησα την ώρα που πήρα την απόφαση να πάω. Μην κάνεις έτσι, αδέρφια μας είναι, άκουσα τη γυναίκα μου στο σκοτάδι κι αναλογίστηκα, τι σόι αδέρφια είμασταν κι αν με ένοιαζε εμένα τι κάνει ο Σπύρος με την Αλέκα. Στην ουσία δεν έπρεπε να με νοιάζει αλλά δεν ξέρω πως, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, νιώθεις κάπως για αυτούς τους ανθρώπους που σέρνονται γύρω σου . Σα να είναι αλλιώτικοι από τους ξένους, ίσως γιατί και εσύ περιμένεις κάτι από αυτούς. Είσαι αφελής, έλεγε η Αλέκα. Αδέρφια, νύφες και κουραφέξαλα. Δεν υπάρχουν αυτά, όλα είναι ίδια.

Βέβαια, το όλα είναι ίδια, είναι μια κουβέντα, γι αυτό εγώ δεν τα ισοπέδωνα όλα, δεν ήταν όλα ίδια, πώς να το κάνουμε, μου φαινόταν αδιανόητο.
Φτάσαμε και βρήκαμε ένα σπίτι σε πολεμική εξέγερση. Η Αλέκα και ο Σπύρος βρίσκονταν σε δυο μέτρα απόσταση, ματωμένοι και οι δυο. Ο Σπύρος είχε γρατσουνιές στο μάγουλο, η Αλέκα σχισμένο το κάτω χείλος. Έτρεχε αίμα καυτό, φούσκωνε παραπάνω από όσο ήταν κανονικό. Τα μάτια της άγρια, έσχιζαν το μισοσκόταδο, πέταγαν φωτιές και αν ήταν δυνατόν ήθελε να τον σκοτώσει. Ο Σπύρος τα μπέρδευε, έλεγε ακατάληπτα λόγια. Πιάστε τη ρε παιδιά, είναι για δέσιμο, εγω δε φταίω, τι να κάμω, θα τη στείλω στη μάνα της, αλλά έχω δυο παιδιά- το κοριτσάκι και το αγοράκι τα είχαν κλειδώσει στο δωμάτιο τους να μη βλέπουν τις σκηνές τουλάχιστον. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη μέση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ άγρια. Η Αλέκα βούτηξε μια γυάλινη πιατέλα και προσπαθούσε να του ορμήσει, ήταν εντελώς έξω από τα μυαλά της. Πούστη θα σε σκοτώσω! φώναζε, τόλμησες να με χτυπήσεις εμένα! Τι σου κανα ρε πούστη;
Κάποια στιγμή ηρέμησαν. Κάθισαν ο ένας στο τραπέζι και η άλλη έκλαιγε κουλουριασμένη στον καναπέ που είχε γεμίσει αίματα. Τι έγινε ρε παιδιά, τι θα γίνει, θα σκοτωθείτε; Καλύτερα να χωρίσετε, δεν είναι πράγματα αυτά, είπα εγω. Ο Σπύρος επέμενε πως η Αλέκα είχε πηδηχτεί εκείνο το απόγευμα, ότι την είχε παρακολουθήσει ο ίδιος, η Αλέκα δεν απαντούσε σ αυτό και δεν ήθελε να χωρίσει όταν και ο Σπύρος κάπως μουδιασμένα αναφερόταν στο χωρισμό. Άκρη δεν έβγαινε. Η Κατερίνα προσπάθησε να τους συμβιβάσει, πήρε την Αλέκα στο άλλο δωμάτιο να τα πούνε, έμεινα με το Σπύρο στην τραπεζαρία να τραβάει τα μαλλιά του. Τι να κάνω ρε φίλε; Πες μου τι θα έκανες εσύ, με ρωτούσε συνέχεια.
-Θες την αλήθεια; Τον κοίταξα σοβαρά στα μάτια
Έγνεψε ναι.
-Εγώ θα την είχα χωρίσει  ή καλύτερα δε θα την είχα παντρευτεί ποτέ. Πρέπει να χωρίσεις, αυτή είναι η γνώμη μου. Η τώρα ή αργότερα αυτό θα γίνει, γι αυτό λέω να το πάρεις απόφαση.
-Δεν μπορώ μωρέ, είναι τα παιδιά..την αγαπάω κιόλας…τι να πω… μισόκλαιγε. Μού ρχεται να τη σκοτώσω!
-Τι λες ρε; Είναι πράγματα αυτά; Εμείς πάμε να φύγουμε.
Σηκώθηκα, φώναξα τη γυναίκα μου, πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ να βρω άκρη μ αυτούς εδώ είπα κλείνοντας την πόρτα πισω μου κι ο Σπύρος μας κατευόδωνε, λέγοντας εντάξει ρε παιδιά δεν είναι τίποτε, θα περάσει! Εγώ έπιανα το κεφάλι μου με συμφορά κι ανάμεσα σ όλα τα άλλα,μη σε ξαναδώ να πίνεις καφέ ή ποτό με την Αλέκα, μου σφύριξε η γυναίκα μου κι εγω ανταριάστηκα αλλά δεν άνοιξα αυτή την κουβέντα, έβλεπα πως τα πράγματα πήγαιναν κατευθείαν σε αδιέξοδα, επειδή εκείνη η κρυφή μου επιθυμία δεν είχε κοπάσει ποτέ, πράγμα που με νευρίαζε ακόμα περισσότερο αφού εγώ ποτέ στο παρελθόν δεν είχα επιθυμήσει τη γυναίκα ενός άλλου και μάλιστα μια τέτοια γυναίκα σαν την Αλέκα που ήταν σίγουρο πως πήγαινε με πολλούς. Δεν το είχε τίποτε δηλαδή αν της άρεσε κάποιος, μου το είχε πει αυτό ανοιχτά, πολλές φορές  και στο μυαλό μου ήρθε πάλι αυτός ο κακομοίρης ο Σπύρος. Δεν πίστεψα πως κάποτε θα εκπλήρωνε την απειλή του αλλά που ξέρεις; Όλα να τα περιμένεις από κάτι τέτοιους ανθρώπους και το είπα στην Αλέκα μετά από αρκετό καιρό που τα πράγματα είχαν ησυχάσει κάπως μεταξύ τους. Κι όταν ήταν έτσι τα πράγματα, ποτέ δε μιλούσαν για την κατάσταση τους, λες και δεν έτρεχε τίποτε, λες και όλα πήγαιναν μια χαρά. Αλλά εγώ ήξερα πως όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα. Όταν σε ένα ζευγάρι γίνουν τέτοιες καταστάσεις και ανταλλάξουν λόγια βαριά, βρισιές και ξύλο, ποτέ δε θα τα βρουν. Δυο πράγματα δεν ξεχνιούνται, μου λεγε κάποιος φίλος: Το γαμίσι και το ξύλο και το σκεφτόμουν μερικές φορές αν είχε δίκιο και έκλεινα προς τη μεριά πως, ναι, έτσι πρέπει να είναι αυτά τα δυο πράγματα δεν λησμονιούνται. Και εμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, μου είχε καρφωθεί να πάω μια φορά με την Αλέκα. Τώρα το γιατί, σιγά-σιγά το διωχνα απ το μυαλό, δεν ήθελα να το εξετάζω. Απλά είχα υπολογίσει να το κάνω όταν θα χώριζαν. Οπότε θα είχα λιγότερες τύψεις ή καθόλου. Ξανασκέφτηκα βέβαια πως ήταν αδερφή της γυναίκας μου αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία αφού η Αλέκα το παράγραφε. Άρα, μπορούσα να το παραγράψω κι εγώ. Το γιατί ήθελα να το κάνω, δεν ήταν μόνο πως η Αλέκα ήταν μια εντυπωσιακή, πανέμορφη γυναίκα, κι άλλες πολλές τέτοιες μπορούσα πανεύκολα να έχω, όμως διαβόλου κάλτσα σαν κι αυτήν δεν εύρισκες εύκολα και τέλος πάντων δεν μπορούσα να το εξηγήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που με τραβούσε σα μαγνήτης κοντά της. Σιωπηλά την ήθελα αλλά δεν θα έπεφτα και στο γκρεμό. Μόνο να ευχαριστιόμασταν μια δυο φορές αυτό το πάθος και να φύγει. Έτσι σκεφτόμουν.
Είχε έρθει η Άνοιξη, τα λουλούδια άνθιζαν, η φύση μοίραζε απλόχερα τους πόθους της και μαζί με αυτούς ανέβαιναν και οι άλλοι πόθοι: οι έρωτες και τα ανθρώπινα πάθη. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για τέννις όλοι μαζί. Κι ύστερα για κανένα ουζάκι στην παραλία. Όταν μέναμε μόνοι με τον Σπύρο άρχιζε να με τριβιλίζει, έτσι η Αλέκα αλλιώς η Αλέκα, ξέρω πως συνεχίζει να πηδιέται μ αυτόν ή με τον άλλον. Είσαι σίγουρος; Άνοιγα τα μάτια μου εγώ. Ε, καλά τώρα, επέμενε, αφού τους έχω πιάσει. Επ, αυτοφόρω ; συνέχιζα εγώ. Όχι, αλλά σχεδόν, τι να σου λέω τώρα. Και για δε χωρίζεις; Την αγαπάω, με αποτελείωνε.
Εκείνο τον Απρίλη, είχε πάει ταξίδι για δουλειές στο εξωτερικό, με πήρε τηλέφωνο να μου το υπενθυμίσει η Αλέκα. Θα πάμε για τένις; Με ρώτησε και κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα της. Δεν ξέρω πως αλλά το κατάλαβα πως θα κάναμε έρωτα. Πως θα τελείωνε κι αυτό το μαρτύριο. Πράγματι μόλις συναντηθήκαμε κάναμε σαν τρελοί, μόνο που δεν φιληθήκαμε μπροστά στον κόσμο. Κοντράραμε τα μάτια και τα σώματα μας πάνω στο φιλέ που μας χώριζε μέχρι να τελειώσουμε τα γκέιμς και τα σετ. Με νίκησε. Ήταν σπουδαία παίχτρια. Μούσκεμα στον ιδρώτα και οι δυο, παρατήσαμε πετσέτες, τσάντες, τζιμπράγκαλα, λες και είχαμε συνεννοηθεί χωρίς να μιλήσουμε γι αυτό, πήγαμε στην έρημη παραλία. Πέσαμε στην άμμο σαν θηρία που ήθελε ο ένας να φάει τον άλλον, κάναμε τι κάναμε κι αμέσως μετάνιωσα. Σηκώθηκα και της είπα πως αυτό ήταν σαν να μην έγινε. Μη φοβάσαι! Γέλασε. Εσύ να το ξεχάσεις, για μένα είναι εύκολο. Και φύγαμε ο ένας εδώ κι άλλος εκεί. Όμως δεν το ξεχάσαμε, συνεχίζαμε να συναντιόμαστε ερωτικά κι κάθε φορά λέγαμε τα ίδια. Φυσικά κανένας δεν μας είχε πάρει χαμπάρι, ο Σπύρος συνέχιζε να μου λέει τα παράπονα του, η γυναίκα μου να μην κάνω παρέα με την Αλέκα, εγώ της απαντούσα, ζηλεύεις την αδερφή σου; Και εκεί τέλειωνε το πράγμα. Όχι, ακριβώς, εκεί άρχιζε για μένα που καθόμουν ώρες και συλλογιζόμουν τι κάθαρμα ήμουν και πόσο υποκριτές μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήρθε το Καλοκαίρι, σιωπηλά συμφωνήσαμε να αραιώσουμε, πράγμα που έγινε. Και να δεις που πραγματικά νόμιζα πως δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Όλα γίνονταν φυσιολογικά, όπως ήταν πριν γίνουν. Είχαμε αποκρύψει στα κατάβαθα της ψυχής μας το γεγονός. Τέτοιοι άνθρωποι ήμασταν. Κι εμένα και της Αλέκας, το έδειχνε αυτό, μας άρεσε που το είχαμε κρύψει τόσο καλά. Βέβαια το πάθος μας είχε σκουριάσει. Ούτε εγώ την ήθελα πια, ούτε εκείνη εμένα. Είχαμε γίνει φίλοι. Δυο φίλοι καθάρματα. Η Αλέκα συνέχιζε το δρόμο της πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ένα βράδυ, την πέτυχα σε κάποιο μπαράκι, με έναν νεαρό που τον έδιωξε μόλις με είδε. Πήγα κοντά της ήταν μεθυσμένη στουπί. Τα μάτια της γυάλιζαν η βότκα έτρεμε στα χέρια της.
-Κάτσε, μου είπε. Κάτσε όμορφε να τα πούμε.
Της χαμογέλασα, με λύπησε αλλά κι εγώ ήμουν πιωμένος. Όχι τόσο όσο εκείνη, είναι αλήθεια πως τις γυναίκες τις πιάνει πιο εύκολα το ποτό.
-Τι νομίζεις πως είναι ο κόσμος ρε μάγκα; Ποτέ δε με έλεγε γαμπρέ ή με το όνομα μου. Αυτός έλεγε και με έδειχνε όταν ήθελε ν αναφερθεί σε μένα στην παρέα. Τίποτε δεν είναι. Γαμηθήκαμε! Και τι έγινε; Τέλειωσε ο κόσμος; Χαχαχα, αστείος είσαι; Άκου φίλε, προσπαθούσε να σοβαρευτεί. Εγώ είμαι ότι θέλω. Εγώ δεν κρέμομαι απ τα αρχίδια κανενός Σπύρου, αλλά δε θα χαραμίσω τη ζωή μου, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Για κοίταξε με!
Σηκώθηκε επάνω, κι άνοιξε το στήθος της. Έσκισε το λινό φόρεμα που φορούσε. Ο κόσμος γύρισε κατά εκεί, ένα αααα, ακούστηκε θαυμαστικά, την Αλέκα δεν την ένοιαξε, νόμιζε πως ήμασταν μόνο εμείς οι δυο εκεί.
-Κοίταξε με ρε μάγκα και πες μου! Δεν είμαι η ομορφότερη; Κάνω εγώ για τα μούτρα ενός άντρα; Όποιος κι αν είναι αυτός. Κοιτάξτε με όλοι ρε: φώναξε γύρω κι άφησε το φόρεμα να κυλίσει χάμω στο δάπεδο μένοντας εντελώς γυμνή. Δε φορούσε τίποτε άλλο, το ήξερα αυτό, το έκανε συχνά, έβγαινε χωρίς κυλόττα. Το ααααα τώρα έγινε συρμός έγινε πέλαγος, όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω μας. Χιλιάδες μάτια την κοίταζαν ολόγυμνη, να παραπατάει σα να έπαιζε σε μια σκηνή θεάτρου. Τα μάτια των θεατών γούρλωσαν, άντρες γυναίκες, θαμώνες του μπάρ όρμησαν να την φάνε. Άρχισαν να την βρίζουν οι γυναίκες ήθελαν να έρθει η Αστυνομία, την έσπρωχναν, την χαστούκιζαν κι εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, χαμένος μέσα σ αυτήν την άβυσσο της πραγματικότητας, χαμένος μέσα σ αυτή την ωμή βία του ανθρώπινου είδους, μάτωσα τα χείλια μου προσπάθησα να της πιάσω το χέρι δεν το κατάφερα. Το ανθρώπινο σμήνος την παρέσυρε στο σκοτάδι, σβαρνίστηκε το λευκό της σώμα στα σκαλιά, κατακρημνίστηκε γύρω από το αίμα της αξιοπρέπειας ενός κατακερματισμένου κόσμου.

Τελος

 

 

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ

 


ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

 

Είχα να λάβω γράμμα πολλά χρόνια. Ίσως από τότε που βγήκαν τα κινητά-δέκα πέντε χρόνια πριν. Έτσι δεν έστελνε κανένας γράμματα πια. Μόνο μηνύματα, η-μέηλ, φαξ .
Γι’ αυτό, όταν μου ήρθε η ειδοποίηση για συστημένο γράμμα απόρεσα και με κάποια δόση αγωνίας, έτρεξα στο ταχυδρομείο. Δυστυχώς το γράμμα το είχε μαζί του ο ταχυδρόμος και θα μπορούσα να το πάρω την άλλη μέρα ή αν ήθελα να περιμένω μέχρι τις δυο που επέστρεφαν οι ταχυδρόμοι. Αυτό μου είπε μια χοντρή υπάλληλος και χαμογελούσε.
-Γιατί χαμογελάτε; Ρώτησα εγώ που είχα τις δικές μου αγωνίες.
-Είναι μέσα στα πλαίσια της ευπρέπειας, μου απάντησε. Υπάρχει διαταγή από τους ανωτέρους που λέει πως οι υπάλληλοι, εμείς δηλαδή, πρέπει να είμαστε ευχάριστοι, στο ύφος, σε όλες μας τις συναλλαγές με τους πελάτες. Σας ευχαριστώ.
Προφανώς ικανοποιημένος από την συμπεριφορά αλλά όχι από την εξυπηρέτηση, καβάλησα το αυτόματο μηχανάκι που χρησιμοποιώ για τις μετακινήσεις μου μέσα στην πόλη και επέστρεψα στην δουλειά μου.
Διατηρούσα ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο της μικρής επαρχιακής πόλης, χρόνια τώρα. Είχα και μια υπάλληλο την Νίκη, σαρανταπεντάρα του ραφιού, σχεδόν από τότε που άνοιξα το μαγαζί. Μεσόκοπη, παλαβιάρα, διαβαστερή, ήταν πλήρως ενημερωμένη για όλα τα σχετικά γύρω από την δουλειά μας. Ειδικά για την λογοτεχνία, δεν της ξέφευγε τίτλος και συγγραφέας.
-Το ποτάμι, είναι σίγουρα τίτλος διηγήματος του Σαμαράκη αλλά πρέπει να θυμηθώ και τον τίτλο της συλλογής, έλεγε σε έναν συνταξιούχο, την ώρα που έμπαινα
-Θυμάστε σεις κύριε Τάκη; Απευθύνθηκε σε μένα.
-Στο «Διαβατήριο» είπα με βεβαιότητα.
-Δεν είναι στο Διαβατήριο έκανε με σιγουριά.
-Τότε στο «Λάθος» αναρωτήθηκε περισσότερο ο συνταξιούχος
-Το «Λάθος» είναι μυθιστόρημα, κύριε. Άρα δεν είναι εκεί, αλλά θα το βρούμε μην στεναχωριέστε. Περάστε το απόγευμα ή αύριο καλύτερα, ολοκλήρωσε.

Εμένα, για να πω την μαύρη αλήθεια μου, ούτε κρύο ούτε ζέστη μου έκανε το ποιος έγραψε τι. Είχα προ πολλού ξεπεράσει το κόμπλεξ της πολυμάθειας κι έβλεπα το βιβλίο μόνο σαν εμπόρευμα. Ή πατάτες πωλούσα ή χαλβά το ίδιο μου έκανε.
-Τα βιβλία, είπε η Νίκη είναι διαφορετικό είδος. Πρέπει να τα
αγαπάμε, να τα σεβόμαστε. Κι εσείς κύριε Τάκη που είστε λεπτός άνθρωπος δεν πρέπει να σκέφτεστε έτσι.
-Πως σκέφτομαι; Ενοχλήθηκα που καταλάβαινε τις σκέψεις μου.
-Ε, πως, τόσα χρόνια σας ξέρω..πήρατε εκείνο το συστημένο; Άλλαξε κουβέντα.
-Όχι.
-Κρίμα.
-Γιατί κρίμα; Τι σε στεναχωρεί εσένα που δεν το πήρα;
-Ε, πως, τόσα χρόνια σας ξέρω. Κι έπειτα είναι ωραίο να λαμβάνει κανείς επιστολές. Να παίρνεις τον φάκελο και να βλέπεις τα’ όνομα σου, κάτω από το προς: Κον  Καμπερόπουλο Τάκη, είπε όλο το όνομα μου.
Κι ενώ εγώ συνέχιζα να την κοιτάζω έκπληκτος συμπλήρωσε:
-Εσείς κύριε Καμπερόπουλε είστε ευαίσθητος άνθρωπος γι’ αυτό σας στέλνουν επιστολές..ενώ εμένα…
-Θέλεις να λάβεις κι εσύ γράμμα;
-Ωραία θα ήταν, κούνησε το κεφάλι της σχεδόν δακρυσμένη.


Κάπως έτσι τελείωσε η κουβέντα μας εκείνο το μεσημέρι με την Νίκη που ήταν διαβαστερή και της άρεσαν οι επιστολές. Κουρασμένος όπως ήμουν σταμάτησα στο διπλανό εστιατόριο να τσιμπήσω κάτι. Έκανε ζέστη πολύ κι ένας κατακόκκινος ήλιος τσουρούφλιζε το σύμπαν.
-Κάνει πολύ ζέστη, μου είπε το γκαρσόν.
-Ναι, κάνει, είπα
-Και πεινάτε μ΄αυτή τη ζέστη;
-Δεν πρέπει;
-Εγώ μ’ αυτή τη ζέστη δεν τρώω τίποτε. Κι απορώ με τους ανθρώπους που τρώνε με τέτοια ζέστη. Τέλος πάντων τι να σας φέρω σήμερα; Γεμιστά και φέτα. Νερό εμφιαλωμένο, ξέρω είπε κι έφυγε χωρίς να με κοιτάξει.
Γύρισε με μια σαλάτα χωριάτικη στο ένα χέρι και στο άλλο ένα πιάτο με μπάμιες. Τα ακούμπησε στο τραπέζι ατάραχος
-Τέλος τα γεμιστά. Ο υδράργυρος σκαρφάλωσε στους σαρανταδύο, είπε.
-Σκαρφάλωσε; Ρώτησα.
-Σκαρφάλωσε, βεβαίωσε και χώθηκε στο μαγαζί.
Άρχισα να τρώω τις μπάμιες μου και σκέφτηκα πως καλύτερα ήταν που μου είχε φέρει μπάμιες. Είχα χρόνια να φάω και θυμήθηκα που όταν τις μαγείρευε η συχωρεμένη η μάνα μου, «πάλι μύξες θα φάμε;» την ρωτούσα κι εκείνη μου έλεγε τότε
πως οι μπάμιες ήταν το καλύτερο φαγητό, ένα κι ένα για το στομάχι. Ας λες εσύ πως είναι μύξες…
Παρ’ όλα αυτά, με τον καιρό, τις συνήθισα τις μύξες. Αρκεί να μην ήταν πολύ τσαλαβουτημένες και μεγάλες. Έχετε φάει ποτέ μεγάλες μπάμιες; Με τα σπόρια να τρέχουν από δω κι από εκεί στο πιάτο; Σκέτη απόλαυση.
Εργένης καθώς ήμουν, δεν βιαζόμουν να πάω πουθενά. Έτρωγα και σκεφτόμουν την τρισάθλια ζωή μου. Τόσα χρόνια δεν είχα τολμήσει να νυμφευτώ. Τώρα που πενηντάριζα, αναλογιζόμουν πως είχα κάνει λάθος. Αν είχα μια γυναικούλα να με περιμένει στο σπίτι… κανένα κουτσούβελο να αλυχτάει ανάμεσα στα πόδια μας…Αλλά δυστυχώς όλα αυτά τώρα ήταν όνειρα απατηλά.
Περιουσία είχα φτιάξει. Το μαγαζί ήταν δικό μου, όπως και το σπίτι. Είχα κουραστεί βέβαια, αλλά τίποτε δεν γίνεται σ’ αυτή την ζωή χωρίς κούραση. Όμως πάντα κάτι μου έλειπε…καλύτερα να είχα ένα παιδί παρά σπίτια,μαγαζιά.
-Τι τα θες, ήρθε το γκαρσόν προς το μέρος μου, συνωμοτικά. Καλύτερα που δεν έχεις παιδιά κύριε Καμπερόπουλε. Να, ρώτα εμένα που έχω εφτά.
-Εφτάάάά!!
-Εφτά και τρία που έχασα, δέκα.
-Δεν το ξερα…
-Που να το ξέρεις. Γι αυτό σου λέω, καλύτερα. Σκέψου το και θα με θυμηθείς, κούνησε τον δείχτη του κι έφυγε μελαγχολικός, αδυσώπητος.

Εμένα πάντως δεν μου γύριζε το κεφάλι. Το είχα πάρει απόφαση να νυμφευτώ. Έτσι κι αλλιώς, τα κότσια μου κρατούσαν ακόμα. Πενήντα χρονών ήταν μια καλή ηλικία, σκεφτόμουν. Τη νύφη που θα εύρισκα…
Κι επειδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει πολλά σκαλοπάτια μνήμης, μου ήρθε στο μυαλό το γράμμα. Ποιος να μου το είχε στείλει; Και μάλιστα συστημένο; Λες να ήταν από καμιά γυναίκα; Από μια άγνωστη γυναίκα; Μπορεί όμως, να ήταν κι από κάποιον φίλο. Κάποιον φίλο από τα παλιά που θα με είχε θυμηθεί ξαφνικά. Μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν. Ναι, κάτι τέτοιο θα ήταν.
Στη σκέψη αυτή, δυσανασχέτησα. Πλήρωσα βαριεστημένος τον λογαριασμό μου στο αδυσώπητο γκαρσόνι κι έφυγα εξ ίσου βαριεστημένος για το σπίτι μου, την ερημιά μου.
Ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού, άνοιξα την τηλεόραση να με πάρει ο ύπνος.. Κοιμήθηκα όλο το απόγευμα μια και δεν είχα δουλειά. Δευτέρα ήταν και τα μαγαζιά έμεναν κλειστά τα απογεύματα.

Την άλλη μέρα η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να πάρω το γράμμα. Το πήρα αμήχανος από τα χέρια της χοντρής κι ευγενικής υπαλλήλου που μουρμούρισε κάτι σαν»είδατε που ανυπομονούσατε; Ορίστε το γράμμα.»
Βγήκα με τον κίτρινο φάκελο παραμάσχαλα. Κατευθύνθηκα προς ένα απόμερο καφενείο στην άκρη της πόλης. Παράγγειλα καφέ, μοσχομύρισα τον κίτρινο φάκελο. Τον άνοιξα βιαστικά κι άρχισα να διαβάζω:
« Αγαπητέ φίλε
Σε φιλώ με πόνο.
Τίποτε δεν αξίζει στην ζωή χωρίς την γοητεία του έρωτα. Χωρίς την επιθυμία να γνωρίσεις το πάθος, την ζήλια. Ξέρεις τι θα πει πάθος;. Τι θα πει ζήλια;
Αν αγαπήσεις μια γυναίκα, θα τρέμεις για το που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή και τι κάνει ανά πάσα  στιγμή… Τότε λοιπόν έρχεται μαζί, όλο το παραμύθι της ζωής. Η ανάγκη και η γοητεία του κυνηγιού. Για να υπάρχεις, είναι ανάγκη να κυνηγάς ή να σε κυνηγάνε. Αυτό δεν είπαν οι σοφοί; Πώς όλα κυλάνε και τίποτα δεν μένει ασταμάτητο. Άκου τώρα λέξεις που θα σου πω για να σε βάλω στο πνεύμα: Δημοκρατία, θέατρο, μαθηματικά, δόξα. Η αίγλη αυτών των λέξεων συνεχίζει να μας τρυπάει τα’ αφτιά από τότε που γεννήθηκαν οι πέτρες.. Κανένας ημίθεος δεν γλίτωσε από αυτές. Βέβαια, είναι πιο πολλές οι λέξεις αλλά αν ξεκινήσουμε από αυτές θα καταλήγουμε στην αιώνια φιλοσοφία. Στο δέντρο του ανθρώπου. Στο κίνητρο. Στον σκοπό. Χωρίς κίνητρο, στην ουσία δεν γίνεται τίποτε. Εγώ για να σου δώσω να καταλάβεις, ήμουν ένας πετυχημένος βιβλιοπώλης. Μετά έγινα εκδότης κι ύστερα μεγαλοεκδότης. Παντρεύτηκα τρεις φορές, τρεις διάσημες γυναίκες. Έκανα από δύο-τρία παιδιά με την καθεμιά- μπορεί και περισσότερα, δεν θυμάμαι.
Αναγκάστηκα να μάθω πολλά πράγματα. Για την Δημοκρατία, την πολιτική,, το χρήμα, το ψέμα και την αλήθεια, την συνέχεια της ζωής. Εσένα μπορεί να σου φαίνονται ανώφελα αλλά δεν είναι. Σου έχει δώσει ποτέ ένα χαστούκι μια γυναίκα, ένα παιδί, έτσι που να σου έρθει ο ουρανός σφοντύλι; Ή να κλαίει η ερωμένη σου επειδή την απατάς με την γυναίκα σου; Θα μου πεις εν κατακλείδι πως όλα γυρνάνε στον έρωτα στην γοητεία του δύο. Μπορεί.
Οι λόγοι που σου γράφω τούτο το γράμμα είναι πολλοί. Ο
κυριότερος ένας: Να ξυπνήσεις! Να δεις την ζωή με άλλο μάτι, από άλλη κουμπότρυπα Βέβαια στα λέω όλα αυτά ανακατεμένα αλλά καταλαβαίνεις εσύ Η αθλιότητα της ύπαρξης, η ύπαρξη της εξαλλοσύνης είναι το μετριότερο όριο της ματαιοδοξίας.
Όταν λοιπόν ήμουν παιδί, κυνηγούσα πεταλούδες. Στην αρχή ασπρόμαυρες, ύστερα χρωματιστές, πολύχρωμες με φτερά από βελούδο, μαλακές σαν το χνούδι έφηβης γυναίκας. Αυτές οι πεταλούδες της νεανικής μου ηλικίας φτερούγισαν. Από κάμπιες έγιναν αγάπη. Έγιναν έρωτες στον αστραφτερό ορίζοντα.
Αυτές τις πεταλούδες στο γαλάζιο-λευκό, δεν θα τις ξεχάσω ποτέ.
Αργότερα, μεγαλώνοντας, χώθηκα μέσα στο δάσος. Μέσα στο πράσινο. Υπήρχαν δρόμοι που δεν ήθελα να τελειώνουν ποτέ. Λιβάδια με απέραντη ευτυχία. Κυλούσε το νερό από γάργαρες πηγές, έπινα και δεν χόρταινα. Βύζαινα και  πάλι διψούσα. Αυτή είναι η ευτυχία: Να διψάς. Να πίνεις από κάθε ποτάμι.
Κανένα ποτάμι δεν ξέφυγε από το στήθος μου, κανένα πουλί που να μην κελάηδησε στην παλάμη μου. Υπήρχαν όμως και κάτι νύχτες σκοτεινές που δεν ήξερα τι να κάμω. Πως θα κοιμόμουν σε τέτοιο σκοτάδι;
Το σκοτάδι ήταν στο μυαλό μου. Ο φόβος στα έγκατα του στήθους, εκεί που κατοικεί η καρδιά. Φοβόμουν πολύ αλλά τι να κανα;
Κρατιόμουν από το σίδερο ανάμεσα από το κάγκελο και το μεδούλι. Από τα ρινίσματα του ήχου της ψυχής κι έτρεμα μη και τελειώσουν κάποτε αυτές οι νύχτες.
Οι νύχτες που σκεφτόμουν ότι ήμουν αθάνατος.

Σε φιλώ με πόνο

                                                                Τάκης Καμπερόπουλος

                                                                Υ.Γ. Σε άλλο γράμμα περισσότερα.

 

 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΊΣ

    ΟΙ ΕΛΛΗΝΕς ΣΥΓΓΡΑΦΕΙς ΓΡΑΦΟΥΝ ΜΠΟΥΡΔΕς Συγνώμη αλλά υπάρχουν κακοί συγγραφείς. Κάποιοι δουλεύουν στην τοπική εφημερίδα σας, γράφοντας κρ...