Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

ΚΌΚΚΙΝΟ ΣΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ.

 

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

 

Απόγευμα Πέμπτης ήταν και δεν είχα καμιά διάθεση να ζωγραφίσω. Έτσι πήρα τους δρόμους και γύριζα άσκοπα. Ανέβηκα την Σκουφά, προς το Κολωνάκι, ενώ κόσμος πολύς διάβαινε, πέρα-δώθε αλλά εγώ δεν τους έβλεπα. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά, δεν είναι τίποτε, απλώς δεν χρειάζεται να τους βλέπεις ιδιαίτερα εγώ, που είχα κατά ου χιλιάδες πρόσωπα που ζωγράφιζα τόσα χρόνια.
Ο ζωγράφος είπα μέσα μου, δεν είναι πάντα χρώματα, σχέδια και πινέλα. Είναι πάνω απ όλα σκέψη. Είναι ιδέα. Κι εγώ που πλησίαζα τώρα τα πενήντα, όλο πιο συχνά έκανα απολογισμό, τι έκανα , τι θα κάνω  για την προσφορά μου στο ανθρώπινο είδος. Απογοητευμένος δεν έπρεπε να ήμουν, ίσα-ίσα η φύση με προίκισε με αυτό το χάρισμα αλλά ούτε και μπορούσα να της το ανταποδώσω. Ένιωθα ελαφρά ανήμπορος γι’ αυτό. Όσο για την ίδια μου την εφήμερη ζωή, λεφτά δεν είχα κάνει πολλά, ούτε καμιά σπουδαία καριέρα αλλά ζούσα καλά εγώ και η οικογένεια μου, η γυναίκα μου, η Στέλλα, τα δυο μου παιδιά μεγάλα τώρα πια, ταχτοποιημένα.
Φτάνοντας στην πλατεία Κολωνακίου σκέφτηκα να καθίσω κάπου , να πιω μια μπύρα ή έναν καφέ. ΤΟ αλκοόλ το απέφευγα συνήθως επειδή κάνει κακό στην διαύγεια της σκέψης ιδιαίτερα εν ώρα εργασίας αλλά  μια μπυρίτσα που και που την  έπινα. Έτσι αποφάσισα να πιω μια μπύρα, λίγο  παραπάνω απ’ την πλατεία  σε ένα σνακ-μπαρ. Κάθισα λοιπόν ,παράγγειλα την μπύρα μου και την έπινα συνεχίζοντας να σκέφτομαι σκόρπια για την ζωή μου.
Απέναντί μου, μετά από λίγο ήρθε και κάθισε ένας νεαρός. Ή καλύτερα, ένας ωραίος νεανίας. Βολεύτηκε με σίγουρες κινήσεις στο τραπέζι του, έριξε μια ματιά ανωτερότητας στο γύρο. Παράγγειλε ουίσκι ή βότκα. Δεν θυμάμαι. Πάντως φαινόταν να απολαμβάνει το ποτό του και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν ξέρω γιατί αλλά το μέσα τους δεν μου άρεσε. Μάλλον , για να λέω αλήθειες ένιωσα κάποιον αόριστο φόβο. Έναν παράξενο φόβο χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος.
Στην πρώτη ανταλλαγή της ματιάς, διέκρινα κάτι υποτιμητικό και ενοχλημένος γύρισα πίσω  απ’ την πλάτη μου, μήπως κοιτάζει κάποιον άλλον. Πίσω μου όμως δεν ήταν κανείς. Άρα, εμένα κοίταζε έτσι. «Δε βαριέσαι» συλλογίστηκα. «Ποιος ξέρει τι προβλήματα να έχει» και δεν έδωσα συνέχεια. Εγώ, έτσι κι αλλιώς δεν τον ήξερα. Τι μπορεί να ζητούσε από μένα ένας άγνωστος νεανίας; Και μάλιστα τόσο ωραίος;
Ήμουν λίγο σκόρπιος αλλά δεν ξέρω γιατί, μου άρεσε η ώρα και σαν είδα να αδειάζει η μπύρα, παράγγειλα μια δεύτερη και πίνοντας ξέχασα για λίγο τον νεαρό. Όχι όμως για περισσότερο από δυο-τρία λεπτά. Τα μάτια μας συναντήθηκαν πάλι όσο κι αν προσπάθησα να το αποφύγω. Δεν γινόταν. Ήταν ακριβώς απέναντί μου και το βλέμμα του, συνέχιζε να είναι υποτιμητικό και ταυτόχρονα ειρωνικό. Πάλι εγώ είπα να μην δώσω σημασία, ούτε ιδιαιτερότητα. Σκεφτόμουν βέβαια, τι διάολο να ήθελε, εγώ ομοφυλόφιλος δεν ήμουν, ούτε έμοιαζα αλλά ούτε κι αυτός, παρ’ ότι ήταν ένας πανέμορφος νεανίας.
-Τι θέλεις; Του έγνεψα με το βλέμμα, δεν μίλησα, ούτε αυτός. «Θα σου πω σε λίγο» έγνεψε με ανάλογο βλέμμα και το ύφος του είχε αρχίσει να γίνεται σκοτεινό.
Κανονικά έπρεπε να φοβηθώ. Έπρεπε να σηκωθώ να φύγω και το σκέφτηκα… αλλά, τι διάολο, έτσι θα το έβαζα στα πόδια; Εγώ δεν θυμάμαι να είχα βλάψει κανέναν  γι αυτό ούτε και φοβόμουν. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας με το σκοτεινό βλέμμα, παράγγειλε ένα ποτό ακόμα. Ουίσκι ή βότκα, δεν θυμάμαι. Ύστερα, κρατώντας το ποτήρι στο χέρι του, ήρθε στο τραπέζι μου.
-Στην υγειά σου, μου είπε τείνοντας το ποτήρι.
Αμήχανος, τσούγκρισα.
-Εσύ δεν είσαι ο Τσιβγήρας;. Ο Βασίλης Τσιβγήρας ο ζωγράφος;;
-Εσύ ποιος είσαι; Αντιρώτησα γνέφοντας ναι.
-Καραβατζίδης Αντώνιο.
-Χαίρω πολύ, ακολούθησα το σκοτεινό του ύφος. Και τι θέλεις ;
-Χρειάζεται να θέλω κάτι; Με περιέπαιξε, μισογελώντας ψεύτικα.
-Είναι σίγουρο ότι κάτι θέλεις αλλά τι;
-Λοιπόν, έκανε με απειλητικό ύφος τώρα, θέλω να ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα.
-Γιατί θα πεθάνω;
-…θα ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα με το αίμα μου, συνέχισε απτόητος. Θα έρθω στο εργαστήριο σου αύριο το βράδυ. Θα ανοίξω τις φλέβες μου, έχω καλό αίμα και με αυτό θα φτιάξεις ότι θα σου πω. Ύστερα θα σε σκοτώσω.
-Ελπίζω να μην μιλάς σοβαρά, προσπάθησα να ελαφρύνω την κατάσταση.
-Μιλάω πολύ σοβαρά. Αύριο το βράδυ θα είμαι στο εργαστήρι σου να με περιμένεις.
Κοίταξα γύρω μου ψιλοαναστατωμένος. Κόσμος αρκετός υπήρχε, δεν ήμουν μόνος, κάποιος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας είχε σηκωθεί.
-Σύμφωνοι; Με ρώτησε κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια και καθώς εγώ δεν απαντούσα, αποχώρησε με στητά, όρθια βήματα.
 Τον παρακολούθησα με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε στην γωνία. Εξαφανίστηκε. «Άλλο και τούτο..» μονολόγησα και τσιμπήθηκα λίγο να δω αν ήμουν ξύπνιος, πετάζοντας μπρος και έξω το κάτω χείλος απορημένος.
-Να σου πω… πήγα να μιλήσω στο γκαρσόνι.
-Παρακαλώ.. ρώτησε ευγενικά.
Τι να του έλεγα;
-Μου φέρνεις μια μπύρα ακόμα, ψέλλισα πραγματικά σαν να μην άκουγα ούτε εγώ την φωνή μου.
-Αμέσως, απάντησε.
Μου έφερε την μπύρα, την ήπια και ψιλοσυνήλθα. Δεν γαμιέται, σκέφτηκα. Ένας τρελός νεανίας ήταν και τίποτα παραπάνω. Σιγά μην ερχόταν αύριο στο εργαστήρι. Ποιος ξέρει πόσοι ανόητοι κυκλοφορούν και μάλιστα Καραβατζίδηδες.
-Καραβατζίδης; αναρωτήθηκα δυνατά
-Τι είπατε; Πετάχτηκε το γκαρσόν, ενώ μερικοί θαμώνες με κοίταζαν παράξενα.
-Τίποτα, ψέλλισα ωχρός. Τι σας χρωστάω, συνέχισα σύγκριος και αφού πλήρωσα κατηφόρισα την Σκουφά, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. «Ώστε Καραβατζίδης» μονολόγησα φτάνοντας έξω από το σπίτι μου στα Εξάρχεια. «Από τον Καραβάτζιο. Τον υποχθόνιο συνάδελφο της Αναγέννησης, που είχε διαπράξει και φόνο»! Ανοίγοντας την πόρτα, σκέφτηκα πως μπορεί να έλεγε αλήθεια. Άρα, έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, να προφυλαχτώ.

Η επόμενη μέρα, ήταν Παρασκευή. Μαύρη Παρασκευή. Μοιρολάτρης δεν ήμουν ούτε προκαταλήψεις έχω αλλά σκοτεινός ο νους του ανθρώπου, σκοτεινό το παρελθόν και το μέλλον. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι έπρεπε να κάνω. Να πήγαινα στην Αστυνομία; Είχα έναν φίλο, μικρομπάτσο δηλαδή στο τμήμα των Εξαρχείων αλλά τι να τους έλεγα; Μάλλον θα γελούσαν μαζί μου. Θα με έπαιρναν για ασόβαρο. Πως ζυγιάζω από την ελαφριά.
Ο Καραβατζίδης το πανέμορφο τέρας, είχε πει πως θα ερχόταν το βράδυ. Και εντάξει, σκέφτηκα, πες πως ήρθε  Θ άνοιγε τις φλέβες του κι εγώ θα ανακάτωνα την παλέτα μου με αίμα και χρώμα. Τι θα ζωγράφιζα; Κι έπειτα ένας πίνακας θέλει μέρες ,μήνες και χρόνια για να τελειώσει…αυτός πότε θα με σκότωνε; Εγώ μπορούσα να μην τελειώσω ποτέ τον πίνακα, άσε που αυτός μπορούσε να πεθάνει από αιμορραγία!
Με αυτή την σκέψη έφτασα κατά τις δώδεκα-δωδεκάμισι στο εργαστήρι. Έφτιαξα καφέ, άναψα την πίπα μου, φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς. Κάθισα μπροστά στο καβαλέτο όπου είχα μισοτελειωμένο το πορτρέτο ενός Δημάρχου. Πεθαμένος ήταν αλλά η παραγγελία είχε δοθεί από εναπομείναντες συγγενείς.. Ήταν μια καλοπληρωμένη δουλειά.
Πήρα τα σωληνάρια με τα χρώματα, τοποθέτησα τα βασικά στην παλέτα, κόκκινο, κίτρινο μπλε, δίπλα-δίπλα. Παραδίπλα, ώχρα και λευκό. Ανακάτεψα κόκκινο ώχρα λίγο κίτρινο και λευκό. Τα χρώματα της σάρκας. Αυτά ολοκληρώνουν την σάρκα. Εγώ συνήθως, πρόσθετα λίγο μπλε. Ελάχιστο. Στην ουσία πράσινο αλλά αφού υπήρχε το κίτρινο το χρώμα της σάρκας γινόταν όπως ήθελες αλλά όταν ζωγραφίζεις, το δύσκολο είναι στην αρχή, μέχρι να πιάσεις τον ρυθμό, το νόημα  γιατί ζωγραφίζεις και για ποιον, τις ελαχιστότατες αποχρώσεις. Κάθε μια πινελιά πρέπει να είναι προσεκτική. Αλλιώτικα θα διορθώνεις συνέχεια. Κι αυτό δεν μου άρεσε ποτέ, πόσο μάλλον τώρα. Ασυγκέντωτος καθώς ήμουν ακόμα,μια τέτοια αδέξια πινελιά, μου ξέφυγε στην αριστερή παρειά του Δημάρχου. Μισοβλαστήμησα προσθέτοντας λίγο άσπρο για να δώσω τον τόνο του εξογκώματος. Τραβήχτηκα λίγο πίσω, μισόκλεισα το μάτι να δω το αποτέλεσμα. Μου φάνηκε πως το δεξιό ζυγωματικό ήταν έτοιμο να πεταχτεί έξω. «Θα το διορθώσω» ηρέμησα ανακατεύοντας πάλι τα χρώματα της σάρκας στην παλέτα μου. Έτσι, σιγά-σιγά, ίνα την ίνα διόρθωνα την φάτσα του Δημάρχου, σύμφωνα με την φωτογραφία που είχα τσιτωμένη πάνω στον καμβά. Η ώρα περνούσε κι εγώ καρφωμένος στη δουλειά και στα πινέλα μου, έπιασα τον ρυθμό που ήθελα.
Τώρα οι αποχρώσεις του φωτός πάνω στον καμβά, στο πρόσωπο του Δημάρχου, έτρεχαν ασταμάτητα. Δούλευα πυρετωδώς. Τραβιόμουν πίσω, διόρθωνα τις λεπτομέρειες, αφουγκραζόμουν την οσμή ενός πεθαμένου ανθρώπου, καταλάβαινα ποιος ήταν τι είχε κάμει, είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα πορτρέτο, όχι με αφέλεια, στα θολά, στο πρόσωπο πρέπει να διαφαίνεται το μέσα, η ψίχα, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Κάποια στιγμή, κουρασμένος τα παράτησα για λίγο.
Στο εργαστήρι φρόντιζα να υπάρχουν πάντα φρούτα. Πάνω στον πάγκο μια φρουτιέρα δέσποζε του χώρου, για τις νεκρές φύσεις, κορόιδευα τον εαυτό μου, γεμάτη από δαμάσκηνα, σταφύλια της οργής, σύκα της Ιουδαίας, μήλα του Αδάμ, πορτοκάλια, ανάλογα την εποχή. Στα μεσοδιαστήματα της δουλειάς, έπαιρνα ένα φρούτο και το έτρωγα για ν αλλάξει η γεύση από το κωλοτσιμπούκι που το έκανε φαρμάκι.
Έτσι και σήμερα.
Πήρα ένα μήλο και το μαχαίρι να το καθαρίσω, ενώ εξέταζα το πορτρέτο με μάτι μισό όπως κάνουμε εμείς οι ζωγράφοι. Απρόσεχτος καθώς ήμουν μου ξέφυγε μια μαχαιριά, κάτω από την φλούδα του μήλου κι έσκαψε βαθιά τον αριστερό δείχτη. Το αίμα μου πετάχτηκε, πιτσίλισε το πορτρέτο, το δάπεδο. Νευριασμένος ακούμπησα το μήλο και το μαχαίρι στο γραφείο. Πήρα μια χαρτοπετσέτα, την τύλιξα γύρω από τον δείχτη να σταματήσει το αίμα. Και κοίταζα μια το αίμα μια τα πινέλα. Ξαφνικά, ασυλλόγιστα, βούτηξα τα πινέλα κι άρχισα να δουλεύω τις πιτσιλιές του φρέσκου αίματος πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, μπέρδεψα την ώχρα, το κίτρινο, το λίγο μπλε με το πραγματικό κόκκινο, το κόκκινο του αίματος το κόκκινο της  φωτιάς, το κόκκινο του ήλιου όταν βασιλεύει πίσω από τα μπλε απογευματινά βουνά, δε φαινόταν τίποτε, δεν άλλαζε τίποτε, κανείς δεν θα καταλάβαινε το αίμα μου πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, πάνω στο πρόσωπο μιας εξουσίας, που βρισκόταν απέναντι σε μια άλλη εξουσία, αίμακυλούσε, αίμα έτρεχε από τον δείχτη η σχισμή ήταν βαθιά, κι εγώ με το πινέλο στο δεξί αντίχειρα και δείχτη μάζευα λίγο-λίγο το αίμα που στέρευε, σκούπιζα το ιδρωμένο μου πρόσωπο, κοίταζα τις ανταύγειες του αιμάτου και μαρμάρωνα, σκότωνα τις μικρές θελήσεις των ανθρώπων., τίποτα δεν άλλαζε ζωγραφίζοντας τον κόσμο με το αίμα, ίσα-ίσα το πρόσωπο του Δημάρχου, το πρόσωπο το δικό μου και το πρόσωπο του Καραβατζίδη, έμπλεκαν σε μια ωραία συμφωνία, ίσως Εαρινή, μπορεί και Καλοκαιρινή, πάντως πάνω στον καμβά, το αίμα δεν φαινόταν, μόνον οι Χημικοί και οι αναλυτές πινάκων μπορεί να το καταλάβαιναν αλλά αυτό θα γινόταν αργότερα. Πολύ αργότερα. Όταν εγώ θα είχα πεθάνει.

ΤΕΛΟΣ

 

 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

ΑΠΌ ΣΥΝΉΘΕΙΑ ΗΛΊΘΙΟΣ!

 

Μωρέ μαλάκα, για να υπάρξεις καλύτερος των πραγμάτων πρέπει να μη συνεχίζεις να είσαι κομπλεξικός. Βγες απ το καβούκι σου, μη κρύβεσαι, πες μερικά πράγματα όπως είναι, πες ότι παίζεις μαλακία πρωί, μεσημέρι, βράδυ, δεν είναι και κακό να ομολογήσεις πως είσαι δολοφόνος του ωραίου, πως είσαι άπληστος, τότε μπορεί να μη σε κακοκαρδίσουμε, παρ ότι συνεχίζουμε να αντιπαθούμε τους καθ έξιν ηλίθιους.
Διάβασα τον Γουίτ πολύ μικρός, Κάρυλ Τσέσμαν. Ποιος να τον ξέρει. Μωρέ μαλάκα, είδες πως μπορείς να γίνεις αντιπαθής; είδες ότι ο κόσμος είναι κάτι άλλο τελικά απ αυτό που νομίζεις; απ αυτό που έχεις μέσα στο μουνή σου; είναι όντως εκπληκτικό να γυμνάζεις τους μύες σου, συμφωνώ ο χρόνος σου αρχίζει από τώρα!
Τώρα που θ αρχίσεις ν αρθρώνεις, φοβερό το αρθρώνεις; τρία-τέσσερα σύμφωνα στη σειρά, υπάρχουν κάποιοι που μας συνπάθησαν για την ωραία μύτη μας-ωραίο τον συν και τα λοιπά, μόνο ο Κατσίκας και ο Δήμου Χρήστος έπαιζαν ωραία μπάλα, η κυρία Ιωάννα υπήρξε ή υπάρχει ωραία, δύσκολο να είσαι ή να γεννήθηκες ωραίος χωρίς εναντιότητα; χωρίς μια πράξη; χωρίς να υποθέσουμε πόσο βάναυσος είναι ο χρόνος της ομορφιάς και της καλότητας; γιατί χωρίς καλότητα δεν υπάρχει ομορφιά, ότι και να μου πεις. Τα χαραχτηριστικά του ωραίου δεν κρύβονται πίσω από καμιά μάσκα, τι θέλω να σου πω ρε; βγες απ το καβούκι σου, πες μερικά πράγματα όπως είναι, ο χρόνος σου μετράει από τώρα, μαζί κουβεντιάζουμε όσο κι αν νομίζεις πως δε σε ξέρω.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Η ΑΓΡΙΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΊΑΣ

 

Εδώ που ήταν κάποτε νεραϊδοφωλιές
Τώρα κρώζουν γεράκια.
Ρήμωσαν και τα Εξάρχεια. Στην Καλλιδρομίου μόνο κάτι μαύροι ανειδίκευτοι σέρνουν στα καροτσάκια τους ότι τσίγκινο και μαζί τα πτώματα των λευκών όπως στην κατοχή. Απάνω στο λόφο του Στρέφη μόνο Αλβανοί παίζουν τόπι και κάτι Αρμένιοι κάθε απόγευμα αράζουν το αυτοκίνητο τους καπνίζοντας ομαδικά μπάφο.
Ονειρεύονται των Ελλήνων τον τάφο.

 Η αγριότητα της ησυχίας. Κάθε Αύγουστο αυτοί που μένουμε πίσω λέμε τα ίδια τετριμμένα πράγματα. Άδειασε η Αθήνα, πιο άδεια δεν ήταν ποτέ, που πήγαν όλοι; Που τα βρίσκουν τα λεφτά και πάνε διακοπές...χαχαχα! κανένας δεν ξέρει πως οι Έλληνες πάντα έχουν- οι μισοί τουλάχιστον.
Η αγριότητα της ησυχίας μ αρέσει και δε μ αρέσει γιατί όταν κυκλοφορείς σε μέρη πολυσύχναστα και τα βλέπεις έρημα σου κάνει ένα κλικ αλλιώτικο, πολλοί λένε πως τους αρέσει, εμένα δεν μπορώ να πω πως με συναρπάζει, μια ζωή μέσα στον κόσμο αν ήθελα να γίνω ερημίτης θα πήγαινα σε κανένα ξωκκλήσι... φτου! φτού!
Γιατί να σου αρέσει η έρημη Αθήνα;
Αφού είμαι εδώ, ανοίγω τα χρώματα μου στο εργαστήρι και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη σύνθεση της ντυστοπίας, οπότε μέσα στην αγριότητα του κόσμου μπαίνει ένας Βούλγαρος και με ρωτάει αν μπορεί να μου πει κάτι για την γυναίκα του που τον παράτησε με ένα παιδί στην πλάτη.
Τον κοιτάζω με σουβλερή αθωότητα.
-Όχι, του λέω δεν μπορείς να μου πεις τίποτα για τη γυναίκα σου που σε παράτησε.
-Μια μπύρα έχει; μου λέει παρακαλώντας.
Του δίνω μια μπύρα αμίλητος. Αυτός φεύγει και μου αφήνει ανοιχτή τη σήτα που έχω βάλει στην πόρτα για τα γαμοέντομα. Δεν τον κυνηγάω να του πάρω τη μπύρα πίσω. Πάω και κλείνω ήσυχα τη σήτα και επιστρέφω στην αγριότητα της dystopia. Κάπως έτσι είναι τον Αύγουστο η Αθήνα της ερημιάς.

ΚΡΑΤΑ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ [ΑΠΡΑΓΜΆΤΩΣΗ]

 

Η ΛΕΜΟΝΙΑ

Έκλεψα δυο λεμόνια από τη λεμονιά και μου είπε πως δεν έχουμε να πούμε τίποτα, εμείς οι δύο. Ξέρεις τι μου κάνει τη ζημιά ρε φίλε; όχι που δυο οι άνθρωποι χωρίζουν,- τουλάχιστον αυτοί που δεν αγαπιούνται, που σκοτώνονται, καλά κάνουν. Τη ζημιά μου την κάνει που χωρίζουν κι αυτοί που αγαπιούνται! Αυτό είναι το χειρότερο, το πιο οδυνηρό φίλη μου. Γίνεται αυτό; Κι όμως συμβαίνει πάρα πολλές φορές στο μεσοβέζικο Δυτικό πολιτισμό μας. Ο αναγκαστικός χωρισμός δυο ανθρώπων που αγαπιούνται έχει συνήθως οικονομικά κίνητρα. Διαφορά κοινωνικών τάξεων και τα λοιπά. Πως όμως γίνεται αυτό; όπως ένα κορμός δέντρου σχίζεται στα δύο από το τσεκούρι του ξυλοκόπου. Έτσι φαντάζομαι πως θα νιώθουν αυτοί που χωρίζουν ενώ αγαπιούνται. Κι αυτός ο πόνος του χωρισμού όπως και να είναι πονάει. Τις περισσότερες φορές, έστω για τον ένα από τους δυο, γίνεται δράμα. Οι πρώτες ώρες, οι πρώτες βδομάδες είναι αβάσταχτα σκληρές. Δε θέλεις ούτε να ζήσεις ούτε να πεθάνεις. Κι ορισμένοι δεν αντέχουν, πεθαίνουν.

 Δε θέλω τα μεγάλα χτίρια,
τράπεζες, πολυεθνικές

θέλω να τρώω μονάχα ρύζι

Το γκρίζο βλέμμα του Οδυσσέα
έλιωσε στην άσφαλτο.

 

 ΑΣΠΡΟ ΧΑΡΤΙ

 Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες

το άσπρο χαρτί.
ΓΙΩΡΓΟς ΣΕΦΕΡΗΣ

Άσπρο, όπως το χρώμα της ημέρας
αυτό το φως που μπλέκεται με το γαλάζιο κρύο
Δυο άνθρωποι γυρισμένοι πλάτη με πλάτη
στηρίζονται με ίση δύναμη ο ένας στον άλλον
Δεν ξέρουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου
δυο φίλοι ή δυο εραστές καμωμένοι από τον ήλιο της υπομονής
κοίταζαν πέρα, το ίδιο κενό
άσπρο,  άσπρο,  άσπρο. Λες δε θα γυρίσουν ποτέ να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον
πλάτη με πλάτη από εκεί που ξεκίνησαν
πάντα ο δρόμος κι η αρετή τους εμπόδιζαν
Μα πιο πολύ η αρετή να μη πατήσουν τα λουλούδια
να αφήσουν τον κόσμο να μεγαλώνει
όπου να φτάσει. Λες και γνωρίζονταν από παιδιά
δεν έστριψαν  ούτε μια φορά το βλέμμα λοξά, πίσω
μόνο το μυαλό τους χρειάζονταν, τη δύναμη να στηρίζει ο ένας τον άλλον
Δυο εραστές ή δυο φίλοι πίεζαν με ίση αντίσταση
το άσπρο, το άσπρο, το άσπρο
να πάει παραπέρα την ευτυχία που ένιωθαν ακουμπισμένοι ο ένας στην πλάτη του άλλου.

Ότι έδωσαν και ότι πήραν
λογαριάζοντας ο ένας τη χαρά του άλλου.

 

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

ΜΑΡΊΑ Η ΠΙΚΡΉ



Η επαφή μοιάζει με τη φακή, ειδικά το Καλοκαίρι είναι πολύ βαριά. Να χρησιμοποιήσεις τις καλύτερες λέξεις γι αυτό-γιατί θα έχει ενδιαφέρον τέτοια ιστορία; περπατώντας αργά στην προκυμαία, είναι σαν να μην περιμένεις τίποτε.
Μια γυναίκα άνοιξε την πόρτα, μπήκε και στάθηκε μετέωρη στη μέση του μεγάλου δωματίου. Την παρατήρησε αν και ήταν κάπως μεγάλη η απόσταση, τα μάτια τους συναντήθηκαν.
-Σε ζηλεύω, που έχεις χρόνο για να με διαβάσεις, είπε ο ξυλουργός που όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει, κόντευε τα πενήντα τρία, δεν έχανε τίποτε από την αντρική του γοητεία και τη σωματική ακεραιότητα.
-Να χρησιμοποιήσεις τις καλύτερες λέξεις! επανέλαβε η Μαρία Πικρή.
-Δεν υπάρχουν καλύτερες λέξεις από το σ αγαπώ, σήμερα, απάντησε, σκυφτός στα καφενεία.
Όμως η αφορμή ποια ήταν; και τι νόημα θα είχε μια ακόμα γυναίκα; περίεργο μου φαίνεται, κάτι κρύβεται, δεν μπορεί να είναι τόσο απλό, σκέφτηκε το απόγευμα που μπήκε, κουβαλώντας στην πλάτη τον ήλιο του Καλοκαιριού. Δύσκολο πράγμα η λογοτεχνία κι όταν την αφήνεις γι αρκετό καιρό, σε ξεχνάει κι αυτή-μούδιασε, δεν ήταν σκέψη αυτή, κάτι άλλο, εκτός από το σ αγαπώ, ένα σ αγαπώ, μόνο του δε λέει τίποτε.
-Εγώ μόνο αυτό ήθελα, επέμενε.
Κοιτάχτηκαν ξανά στα μάτια. Όταν δυο άνθρωποι μπορούν να κοιτάζονται στα μάτια, ενώνεται η θάλασσα με τη στεριά.
-Μ αρέσει η θάλασσα, είπε αυτή.
-Κι εμένα η στεριά! φώναξε αυτός.
-Γι αυτό ταιριάζουμε! τυλίχτηκε σαν σάρπα, γύρω από το λαιμό του. Είμαι η θάλασσα και είσαι η στεριά. Είσαι το βουνό κι εγώ η πεδιάδα!
Για να γράψεις ερωτικό διήγημα, πρέπει να έχεις ορμές, να θέλεις κι εσύ να φιλήσεις την αναγνώστρια, στο πρόχειρο κάποιο άλλο ρήμα είχε χρησιμοποιηθεί, πιθανώς να γαμήσεις την αναγνώστρια, ωραίο κι αυτό αλλά η Πικρή Μαρία, είπε πως, αυτά τα δυο είναι το ίδιο, κι  επειδή στα Εβραίικα Μαρία σημαίνει πικρή, επέμενε πως αρκούσαν οι δυο τους για να γκρεμίσουν τον κόσμο.
-Δε χάρηκες που με βρήκες; ανασήκωσε το βλέμμα από τα πόδια της, όπου κυλούσαν χρώματα.
Φορούσε ένα εμπριμέ φόρεμα, λινό, με πλήθος μικρά λουλούδια, στο άσπρο, με πράσινο και ώχρα. Ταιριαστά χρώματα αλλά μαζί με το θλιβερό θέαμα μιας φανερής πραγματικότητας, προϋπέθεταν το εύκολο τέλος. Ένα κρεβάτι δυο παθιασμένα κορμιά να κυλιούνται χωρίς υποσχέσεις.
-Αυτό είναι! το βρήκα! αναφώνησε η Μαρία.
-Που ντο; δικό μου είναι! πετάχτηκε ανόητα ο ξυλουργός σαν τον Σταυρίδη σε ταινία του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου.
-Αυτό, το χωρίς υποσχέσεις! απάντησε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει-συνέχισε να ενατενίζει στο μέλλον. Ξέρεις τι είναι να μην υπόσχεσαι τίποτα; λευτερώνεσαι, αδειάζεις, μένεις μόνος με τον εαυτό σου. Αυτόν που μόνο, πραγματικά αγαπάς.
-Ούτε εμένα μου αρέσουν οι υποσχέσεις, κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε γυμνός απέναντι τον ολόσωμο καθρέφτη, αποφεύγοντας ν απαντήσει στο ποιον πραγματικά αγαπούσε, αν και το σκέφτηκε.
-Το πιο βαρετό πράγμα στον έρωτα είναι αυτό το βγάλε και ξαναφόρεσε τα ρούχα, είπε καθώς φορούσε την κιλότα της.

Ακόμα και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι έχουν τις στιγμές που πράττουν σαν βλάκες ή νιώθουν έτσι.

Πήγαν για μεσημεριανό φαγητό στην άκρη μιας θάλασσας. Παράγγειλαν αστακό, σαλάτα κι ένα κόκκινο κρασί. Ήταν χαρούμενοι, ένας καταγάλανος ουρανός στραφτάλιζε τις ακτίνες του ήλιου κι αυτοί ήταν ευτυχισμένοι ανάμεσα τους.
Η αγωνία του τι θα συμβεί σ αυτούς τους δυο ήρωες είναι πρόδηλη στη μοναδική αναγνώστρια που καθόταν απέναντι τους. Μια όμορφη ξανθιά που έτρωγε τον δικό της αστακό και χαμογελούσε αινιγματικά. Όταν χαμογελούν αινιγματικά οι γυναίκες, μελετούν την επόμενη κίνηση που συνήθως θέλουν να είναι ματ.
-Σε ποιον χαμογελάει αυτή; ανασήκωσε το βλέμμα της η Μαρία και τον παρατήρησε εξεταστικά.
-Τι σημασία έχει;
-Την ξέρεις;
-Ναι, είναι η γυναίκα μου.
-Είσαι παντρεμένος;  άνοιξε τα μάτια της έτοιμη να σηκωθεί να φύγει.
-Ήμουν, παραδέχτηκε. Τι σημασία έχει αυτό; Εμείς οι δυο δεν συμφωνήσαμε να μην έχουμε υποσχέσεις και άρα δεσμεύσεις, μεταξύ μας;
-Ωραία! συμφώνησε αλλά τι θέλει τέτοια ώρα εδώ απέναντι μας για να μας τη χαλάσει; πάμε να φύγουμε!
-Έτυχε, απάντησε ήσυχα. Μη σε νοιάζει, δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στον καθένα να τρώει σ αυτό το μέρος.
-Ναι, αλλά αυτή δεν είναι ο καθένας. Είναι η πρώην γυναίκα σου! πείσμωσε η Μαρία και πέταξε τα πιάτα και το τραπεζομάντιλο στο δάπεδο κι ύστερα έτρεξε πέρα προς την αμμουδιά.
Ο ξυλουργός έμεινε άφωνος πιτσιλισμένος από τα αποφάγια και το κρασί. Αμήχανος, πλήρωσε το λογαριασμό στο σαστισμένο γκαρσόν που του επέστρεφε τα ρέστα κοιτάζοντας τον με ανοιχτό το στόμα, όπως και οι περισσότεροι θαμώνες, εκτός από την πρώην γυναίκα του που έκλαιγε με μεγάλα δάκρυα σα να του λεγε πως δεν έφταιγε αυτή και πως λυπόταν για το ατυχές γεγονός.
Αυτός έκλεισε το ανοιχτό στόμα του γκαρσονιού και του είπε πιάσε μου ένα μπουκάλι κρασί, και καθώς το έφερε στο δευτερόλεπτο το πήρε κι ξεκίνησε τρέχοντας για την αμμουδιά να προλάβει τη Μαρία. Την έφτασε και την ανάγκασε να σταματήσει κάτω από τα αρμυρίκια.
συνεχίζεται

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΉ ΝΩΡΊΤΕΡΑ



  Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, νωρίς ήταν ακόμα δεν είχε πάει επτά. Άνοιξη ίσα που τέλειωνε ο Μάρτης, τέλειωνε  ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου, για όσους ξέρουν από Μάρτιους ...

Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα και σα είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε τη μηχανή  κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα, πέρα από το νου. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω, έπεσε στην ανασφάλεια του είδους. «Πολύ νωρίς ακόμη για αγάπες» σκέφτηκε περνώντας  ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση αλλά αυτός γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφ και φτάνοντας
Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο.
Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούραιναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου όπου κανείς δεν ήθελε να φύγει.

Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στη μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή μπροστά στην είσοδο,  μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Ή σχεδόν άδεια.
Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού,  που έμοιαζε με τον Στίβεν Μπλούμ, και που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Πήρε τη μπύρα και κάθισε σε ένα σκαμπό. [Καθίζω με γιώτα το θυμήθηκε, όλα τα εις ίζω με γιώτα.]  Όταν την έφερε, μια στιγμή νωρίτερα, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια  στον καθρέφτη  πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Γυναίκα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Και του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν όμως πολύ όμορφη και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ και διέκρινε μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ' ότι δεν είχε σηκωθεί για να τη δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρις και την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; τον ρώτησε με ενδιαφέρον. Μοιάζει με την Οφηλία..
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, όχι δεν είναι η Οφηλία, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.

Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε- στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις αλλά τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δε γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες, του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;
Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρησε.
-Πήγαινε με σπίτι, παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω,  είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν' ανέβεις στην μηχανή;

Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν' ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι' αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέχτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου, γαμώ το! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε,"μπορείς;"
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.

Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα κωλοναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο ...
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ΄έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί ...Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε κάτι της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις ...
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί, χωρίς λογική.
-Θα σου πω.. η παραλογία του είδους μας είναι η αγάπη.
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου, που πήγαν;
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν ... μου θυμίζεις τον Κούρκουλο στο Ορατότης μηδέν!
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα, απλά έκανε κάποιο τσιγάρο που και που, χαχα, σαρκαστικός Οιδίπους. Αυτόν που τον πονάνε τα πόδια; Ή που δεν έχει πόδια;
Πράγματι, είχε αρχίσει να συνέρχεται, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Προσπάθησε να ψάξει τα μάτια της ή κοιτάχτηκαν στα μάτια, πάντως εκείνη, ω, πάντα εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια του κόσμου.
-Είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα κωλοναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημπόρια τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν. Αλλά εσύ είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα.
-Έχεις δίκιο έτσι νιώθω. Μια κούκλα.  Αλλά και συ είσαι καλός! Καλός και όμορφος.
Τη χάιδεψε στα μαλλιά, για λόγους που αυτός ήξερε κι αυτή της άρεσε, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα. Να γαμηθεί. Περίεργο αυτό για μια τέτοια γυναίκα, τέτοια  ώρα να θέλει. Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά. Ανακάτεψε τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας κάτι από μέσα της, την είσοδο να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της Σαντορίνης καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε απ τον κόλπο, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του ταβανιού που ήταν σκούρο προς το μπλε, όπως τα μάτια της στα μάτια του.
-Δεν το πιστεύω πως έχεις μάτια μπλε, της είπε.
-Ούτε εγώ το πιστεύω, του απάντησε.
Τι δεν πίστευε;
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις;  σηκώθηκε ολόγυμνος. Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Πάντα οι γυναίκες θέλουν να κρύψουν αυτό που θέλουν να δείξουν.
Του έδωσε  μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι. Σπάνιο ποτό.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
-Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε γαμήσει.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα. Είμαι κάποιος ξυλουργός
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι ...
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! έκανε. Πολύ ωραία. Θα μου απαγγείλεις; Η απαγγελία μοιάζει με δέντρο.
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας, ίσως Έλλης Λαμπέτης
-Ότι θέλεις. Μη μου διαβάσεις μόνο Φόκνερ είχε μια μεγάλη απέχθεια για τον Φόκνερ εκείνο το βράδυ, την άλλη μέρα μπορεί να άλλαζε το μότο.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ, τη  διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.

Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με τη γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής. Κλεμμένο πιθανώς από κάποιον μεγάλο εραστή της γλώσσας.

Η Μιράντα έτρεξε κοντά του- δε μ αρέσει τα όνομα αλλά τι να κάνουμε, δε βρήκα άλλο πρόχειρο γι αυτή την ηρωίδα κι αυτή τον τύλιξε μελαγχολικά απ το λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η σκόνη. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;
Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.
-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!
Παράτησε το λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.
Τη σήκωσε προσεκτικά  σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει, τόσο διάφανη ήταν. Τη φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Κι ύστερα, αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το ύφος να εισχωρεί στο υγρό. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.

Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως ήταν και εκείνη, η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον που τη γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης. Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι' αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.

Αυτός είχε μεθύσει από την ζωή και τη Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.

 ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Η ΑΘΛΙΌΤΗΤΑ μιας σκέψης

ΌΤΙ ΥΠΆΡΧΕΙ ΑΠΌ ΜΌΝΟ ΤΟΥ [Αυτός ο πίνακας μου κατεστράφη, έμεινε μόνο η εικόνα του]


Γιατί εξερράγη επτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, τρία τρισεκατομμύρια χρόνια πριν, το σύμπαν! απίστευτη αηδία, σκεπτικιστικής άποψης. Πρώτα πρέπει να απαντήσουμε τι ήταν προτού εκραγεί και μετά να βρούμε τις αιτίες και ύστερα τι νόημα έχει μια τέτοια έκρηξη, αν υποθέσουμε πως τα πάντα έχουν μια θέση σ αυτό το άπειρο [Αϊνστάιν] και μια, οπωσδήποτε, ωφελιμιστική απόδειξη, αφού τίποτε δε γίνεται χωρίς κάποια αιτία, σ αυτόν τον κόσμο. Λογικά δεν κατέχει καμία από τις παραπάνω υποθέσεις και τεκμηριώσεις, αυτή η αποκαλούμενη έκρηξη [ μπιγκ-μπάγκ]. Πρώτα-πρώτα τι υπήρχε γύρω από αυτή τη μπάλα των πέντε κιλών, τόση ήταν η συρρίκνωση όλου αυτού που δεν τελειώνει πουθενά! δεν είναι παραμύθι για παιδιά αυτό; κι αν αυτό που υπήρχε γύρω της ήταν απόλυτο κενό-υπάρχει το απόλυτο κενό;- που κατά τη γνώμη των υποστηρικτών της μεγάλης έκρηξης, αυτό το κενό γέμισε με όλα τ αστέρια, τους γαλαξίες, τις νόβες, τις άσπρες και τις μαύρες τρύπες του διαστήματος και τέλος πάντων ακόμα και μ εμάς που αποτελούμε το μεγαλείο αυτής της έκρηξης, σαν αποτέλεσμα και σαν επιθυμητό αντικείμενο, όχι παιδί ενός θεού, αν και η θεωρία αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη ενός θεού που στάθηκε έξω από το σύμπαν τη συγκεκριμένη στιγμή και έφτιαξε όλα όσα βλέπουμε, και όσα δεν ακούμε.
Καμιά έκρηξη τέτοιας μορφής δεν έγινε ούτε τρία τρισεκατομμύρια χρόνια, ούτε ποτέ στο διηνεκές-τοπικές εκρήξεις παντός είδους, μικρές, μεγάλες, τεράστιες που εμείς δεν μπορούμε να τις συλλάβουμε συνέβησαν και συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή αλλά η μια και μοναδική δεν έγινε ποτέ γιατί αντιβαίνει στον ισχυρότερο νόμο της ύλης και της αντιύλης που λέει πως αυτή η ίδια η ύλη, δεν δημιουργείται και δεν καταστρέφεται ολοσχερώς, παρά αλλάζει μορφές στο άπειρο.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

ΠΟΥ ΣΕ ΞΈΡΩ ΡΕ ΦΊΛΕ

 

Αφού δεν πεθαίνεις, πρέπει να παίρνεις αποφάσεις. Σκέψου εσύ, όσο θέλεις.
Πως θα τους χωρέσουμε όλους στο μυαλό μας; Δεν χωράνε στην τσέπη μας, έχουν άλλους λόγους να υπάρχουν. Η τσέπη μου έγινε στενή λωρίδα αίματος. Βάνω εκεί τα χέρια μου και γεμίζουν αίμα. Ψάχνω τα κέρματα που μου έκλεψαν.Γιατί; εγώ είμαι ένας δικός σας άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για να με δικάσετε, όμως μερικοί με κοιτάνε με μάτι θολό. Που σε ξέρω ρε φίλε;..

Δε βγαίνει τίποτε με το να γίνεις σοφός. Χάνεις την αξιοπρέπεια σου.

οι γυναίκες κυκλοφορούν με προκλητικά κολάν-πιο προκλητικό από το γυμνό, σαρκικό ντύσιμο, προτείνω και οι άντρες να κυκλοφορούν με μαύρα κολάν. [Κυριακή πρωί στην Αθήνα, ο κόσμος μας είναι βελούδινος, απαλός σαν χνούδι νεογέννητου κάκτου, κάποιοι ετοιμάζονται να λουστούν στην πράσινη θάλασσα κι εγώ δοκιμάζω το ελικόπτερο για καινούριες πτήσεις.]

Δεν είναι θέμα κούρασης Άννα. Αλλά ψαξίματος, Δε μιλώ μόνο για την προσωπική έχθρα, μα και για κείνη που φτάνει ολόκληρους λαούς να μισούνται μεταξύ τους. Ρώτα έναν Έλληνα αν έχει ξεπεράσει την έχθρα εναντίον των Τούρκων και εμένα να μου περάσεις φτερό στη μύτη αν το παραδεχτεί. Ορισμένες ενδείξεις με κάνουν να πιστεύω αν και δε θέλω πως έχουμε έμφυτη την έχθρα.

Όχι, είναι λίγο εγωιστικό αυτό το δίνω και δεν παίρνω- έχουμε πάθει μια μαλακομπούκωση, προσπαθώντας να μη δυσαρεστήσουμε κανέναν.

Για μένα παντού φαίνεσαι ποιος είσαι. Αυτά που ανεβάζεις δείχνουν τον προβληματισμό σου και γενικότερα την εικόνα που έχεις και στην πραγματική κοινωνία.

Απλά ήξερα από τότε τι με περιμένει. Η εικόνα είναι μια απομίμηση εποχής. Η μητέρα μου με κοτσίδες, ύφος αιχμηρό-για όσα δεν έγιναν όπως έπρεπε- μια γυναίκα με πυγμή, με πείσμα, όμορφη όσο ποτέ, το βλέμμα απίστευτο στο δικό μου, δεν έχω να πω κάτι άλλο για εκείνη που με γέννησε. Ο πατέρας βλοσυρός, ως έπρεπε, μια κοινωνία περασμένων ηθών, που εμείς απλά την βλέπουμε πάλι σαν παραμύθι, όπως θα βλέπουν οι επόμενοι εμάς.

Μ αρέσει το ύφος μου, η ειρωνεία για την κοινωνία που δε θα γινόταν τίποτε, δε θα άλλαζε τίποτε.

Άδεια σελίδα ημερολογίου
φαντάζομαι
πως έπαψα να σ αγαπώ

Στις σημειώσεις υπήρχες

όπως μια μουντζούρα

καμωμένη από άθλιο ζωγράφο.

[απόσπασμα από την ποιητική του Κ.Π]

Είμαστε όλοι ίσοι και έχουμε τα ίδια δικαιώματα στη ζωή. Το πιστεύετε αλήθεια αυτό;

Έχουμε μπλέξει άγρια. Δυστυχώς. Έχουμε μπλέξει στα συναισθήματα. Αυτό είναι το χείριστο. Κάτι μας λείπει συνέχεια, δε νομίζω πως είναι μόνο τα λεφτά- γιατί αυτά δε φέρνουν την ευτυχία. Τώρα θα μου πεις Πλιάτσικα, άσε τις αηδίες με τα λεφτά τα κάνεις όλα! Είναι έτσι όμως;

Η ΑΠΌΛΥΤΗ ΣΥμΦΩΝΊΑ

  ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ.. ...αλευροπίτουρες, τελειώσαν τα ψέμματα.Σήμερα δεν θα σας κατεβάσω από το τρένο. Απλά θα σας ρίξω στ...