Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

ΤΙ ΚΆΝΕΙ Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΑΜΊΣΕΙ;



Αν η ζωή τελικά είναι δυο-τρία πραγματάκια που δεν τα απολαμβάνεις, αξίζει να ζεις; Και ποια είναι αυτά; Πρώτον ας πούμε ο έρωτας που δεν τον βρήκες ποτέ όπως ήθελες και κουράστηκες να τον ψάχνεις. Ύστερα οι απολαύσεις που είναι πλέον άπιαστες και δεν τις πιάνεις. Τρίτον που η αγάπη έγινε σκουπίδι στα χείλη όλων. Ύστερα η προσφορά και η αλληλεγγύη στο ανθρώπινο γένος που είναι εκμεταλλεύσιμη.

Ε, τώρα! έχουμε πει όλα τα σπουδαία. Πείτε κάτι που δεν το χουμε πει.

Τι ρήμα το μισώ! Δύσκολο να το πεις. Σε πρόσωπα, σε πράγματα. σε αφηρημένες έννοιες. "Ανέκαθεν μισούσα τη ζωγραφική" είπε ο Χάουαρντ Χότζκιν, Άγγλος ζωγράφος, διακεκριμένος, που πέθανε, χθες, σήμερα, αύριο. Η ζωγραφική μισείται όταν δεν σου αποδίδει, όταν ο ζωγράφος δεν αναγνωρίζεται. Ο Παύλος Κούφαλης, μέγιστος μη αναγνωρισμένος Έλλην ζωγράφος, στα πενήντα του, είπε, πως θα του κοπούν τα χέρια αν ξαναζωγράφιζε!.

Αν η γυναίκα ήταν άμμος θα την είχατε πηδήξει όλοι σήμερα. Αν ήταν βουνό, θα το χατε δρασκελίσει. Επειδή όμως είναι δέντρο, πείτε μας πως λέγεται το μικρό δακτυλάκι της.

Από τις μεγαλύτερες μαλακίες που έχω ακούσει: η φύση δεν έπλασε κανέναν τσαγκάρη ή σιδερά. [Οι Έλληνες έτρεφαν περιφρόνηση για την εργασία] παρόμοια επαγγέλματα ξεφτιλίζουν τους ανθρώπους που τα ασκούν, τους υποβιβάζουν στην κατάσταση των χυδαίων μισθοφόρων και των ανώνυμων άθλιων, που γι αυτό ακριβώς στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα. [Πολιτεία Πλάτωνος]. Και ο Πολ Λαφαργκ, συγκροτημένος προπαγανδιστής του Μαρξισμού κατά τον Λένιν, που υποστήριζε το δικαίωμα στην τεμπελιά. Και μετά μου λες να σέβομαι τη σκέψη μεγάλων ανδρών. Άιντε γαμηθείτε ρε! ο άνθρωπος χωρίς εργασία είναι μηδέν. Πλιάτσικας σπικιν.

Ο γενναίος πρέπει να είναι κατά βάση ρηξικέλευθος, αρνητής των κακών και μπροστάρης. Αυτός που δεν επαφίεται στα εύκολα, που αντιδράει στην αδικία, που μάχεται για το καλό των πολλών αψηφώντας τη δικιά του ζωή. Ο γενναίος πρέπει να παίρνει αποφάσεις υπέρ των πολλών, να στέκεται απέναντι σε ότι επιβουλεύεται την ελευθερία, την ισότητα, την ισονομία των ανθρώπων. Βλέπετε να υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι;

Η ωραιότης της ζωγραφικής τέχνης είναι εξήγησις μεταξύ έρωτος και φιλοσοφίας ανάγνωσμα.

Χαμόγελο ζωής, οι άνθρωποι ντυμένοι είναι πιο ωραίοι. Γυμνά είναι τα όνειρά τους-αυτά ζωγραφίζω, τα όνειρα του κόσμου. Μια γυναίκα χαμένη ένας άντρας βυθισμένος στο αλκοόλ, δεν τον νοιάζει τι συμβαίνει γύρω του. Η γάτα δεν είναι καθενός.

Έχει σημασία τι είπαν ορισμένοι άνθρωποι κάποτε. Τα σχόλια, οι σκέψεις, οι συλλογισμοί, τα συναισθήματα που προκάλεσαν κάποιες γραφές, σκέψεις, ο θυμός, η οργή, ο φθόνος, η κακία, η κολακεία. Νομίζω πως περισσότερη αξία έχουν εκείνα που γίνονται εν βρασμώ γιατί δείχνουν το ποιόν και τον χαραχτήρα εκείνου που τα εξεσφενδονίζει...

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Η ΑΠΕΙΡΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΆΤΣΑΣ



Όψη άντρα, ίσον ανδρ-οπος. Και, εξ ου, άνθρωπος.

Αυτή η όψη, η εικόνα, η μορφή του καθενός ανθρώπου, που είναι μοναδική! στον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων, των ζωντανών και των νεκρών, πως γίνεται όλη αυτή η διαφορετικότητα; αυτή η απειρότητα, για να χρησιμοποιήσω μια αδόκιμη λέξη, του σχήματος του προσώπου των ανθρώπων; απίστευτο δεν είναι να μην υπάρχει πουθενά το απόλυτο όμοιο; ούτε μια ίδια φάτσα; και πως χωράνε στην αιωνιότητα;-άρα, σημαίνει πως τα πάντα είναι ατελείωτα, όχι μόνο το σύμπαν.


Το ξέρατε πως και οι καρακάξες αναγνωρίζουν την εικόνα τους στον καθρέφτη, εκτός από τον άνθρωπο και τα δελφίνια, τις όρκες, τους ελέφαντες, τους γορίλες, τους χιμπατζήδες και ίσως κανα δυο ακόμα που μου διαφεύγουν; γιατί όμως και οι καρακάξες; τι διαφορετικότητα έχουν και τι ομοιότητα προς τα θρυλικότερα θηλαστικά; δηλαδή η κάθε μια καρακάξα είναι διαφορετική από την άλλη; εγώ πάντως όλες καρακάξες τις βλέπω, όπως και τους Γιαπωνέζους όλους Γιαπωνέζους τους βλέπω αλλά δεν είναι, κάπου αλλάζει η απόσταση μεταξύ μύτης και ματιών, κάποιοι έχουν μεγαλύτερο αφτί, κάποιοι δεν έχουν σχιστά μάτια.
Πολλές φορές, ζωγραφίζοντας πρόσωπα, άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέρους, προσπάθησα να εξομοιώσω κάποιους αλλά φευ! κανείς δε μοιάζει με κανέναν, και ας πούμε πως το γυναικείο φύλο, που λέμε πως είναι το ωραίο φύλο,  να μοιάζουν τα μέλη του, τουλάχιστον ως προς την ομορφιά, μεταξύ τους. Είδα τόσα πολλά πρόσωπα, ανάποδα, στραβά, μορφές που δεν περίμενα πως θα έβλεπα, ασύλληπτες όψεις που καμιά φαντασία [ζωγράφου ή συγγραφέα] μπορεί να εικονίσει. Τόσα παράξενα μάτια, φρύδια και στόματα, αλλόκοτα αφτιά και πηγούνια που να συμπληρώνουν ολόκληρες και απίθανες μορφές, φάτσες, που, κατα γενικότερη ομολογία, άσχημες, δεν το περίμενα να υπάρχουν τόσο άσχημες γυναικείες μορφές, και φυσικά και το αντίστοιχο σε παιδιά και άντρες.
Κάτι θέλω να βγάλω μ αυτές μου τις σκέψεις, έψαξα κάμποσο, βιβλία, εικόνες, σκέψεις άλλων αλλά δεν είναι και τόσο διαφωτιστικές ως προς την τελική εξήγηση γιατί να υπάρχει και πως, αυτή η απεραντοσύνη των όψεων των ανθρώπων. Και πως χωράει δηλαδή μέσα στο όλο και γιατί να μην είμαστε από ένα καλούπι, ακριβώς ίδιοι, ταμάμ και θα μου πεις, εύλογα, τότε πως θα ξεχωρίζαμε ο ένας τον άλλον [αν και οι περισσότεροι άνθρωποι, λένε, δεν ξεχωρίζουν από τα χαρακτηριστικά του προσώπου, όσο από την κορμοστασιά, το ύψος, το περπάτημα] για να μπορούν να συνομιλούν, να γνωρίζονται κτλ. Κι ύστερα πόσους ανθρώπινες μορφές μπορείς να συγκρατήσεις; να γράψεις στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου έτσι που να φέρνεις την εικόνα τους άμεσα μπροστά στα μάτια σου; νομίζω πολύ λίγους. Τους γονείς, τα αδέρφια, μερικούς παιδικούς φίλους, πολλές συντρόφισσες του κρεβατιού είναι απίστευτα δύσκολο να τις φέρεις μπροστά σου όσο κι αν προσπαθείς να θυμηθείς κάτι από τα μάτια τους, τα χείλη, το σύνολο της εικόνας τους-ποιο εύκολο είναι να σου έχει εντυπωθεί ο Κολοκοτρώνης, ή ο Τσε παρά αυτές που στο κάτω της γραφής κοιμήθηκες μαζί τους, τις είδες κατάφατσα!
Και καθόμαστε τώρα εμείς και ψάχνουμε να βρούμε, μις Ελλάς, μις Υφήλιος, τις ομορφότερες, τους γοητευτικότερους, όταν αυτή η όψη των ανθρώπων είναι ασύλληπτη σε αριθμούς, έτσι που να σκέφτεσαι πως δεν έχει κανένα νόημα πως είναι φτιαγμένη η φάτσα μας: σαν τέρατος ή ωραιότητος.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

ΤΑ ΦΑΣΌΛΙΑ ΤΗΣ ΡΊΖΑΣ


Τα περισσότερα σ αυτό τον κόσμο είναι μάταια τόσο που δεν μπορείς να πεις δε βαριέσαι αδερφέ, έτσι είναι η ζωή και, το μεσημέρι αυτό δεν έκανα μαύρες σκέψεις για τη ζωή μας, παρά ήμουνα χαρούμενος, και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας να καθαρίσω τα φασόλια που είχα μαζέψει χτες στο μποστάνι, αυτά τα ψυχανθή που μας έφεραν από τη Νότια Αμερική, που εμείς εδώ τα παρομοιάζουμε με το κρέας του φτωχού, πως αλλιώς να κοροιδέψεις το πλήθος των πεινασμένων, αν και πραγματικά είναι νόστιμο φαγητό αν είναι και καλομαγειρεμένο, οπότε, έβαλα τα φασολάκια στο τρυπητό και άρχισα να τα καθαρίζω, κόβοντας με το μαχαιράκι προσεκτικά τις μύτες και ξεσποριάζοντας όσα είχαν κιτρινίσει και σκληρύνει και δεν μπορώ να πω, παρα είμαι σοβαρός όταν καθαρίζω φασολάκια, αναθυμούνενος τη μάνα μου που όταν έκανε αυτή τη δουλειά, τραγουδούσε και ανάμεσα μου δεινε συμβουλές για τη ζωή και πως έπρεπε κι εγώ να μάθω να μαγειρεύω επειδή ποτέ δεν ξέρεις αν θα έχεις μια γυναίκα να σου μαγειρεύει, να, έτσι πρέπει να ξεσποριάζεις τα σκληρά φασόλια και να μην τα πετάς επειδή βαριέσαι και να θυμάσαι πως είναι ωραίο γύρω από τα χλωρά φασόλια είναι ωραίο να υπάρχουν και αυτά, κι εγώ δε βαριόμουν, ούτε τώρα βαριέμαι να κάνω αυτή τη δουλειά, γνωρίζοντας πως θα απολαύσω μια ωραία μερίδα φαγητού, βέβαια είναι κουραστικό αλλά τι να κάνεις δεν τα έχουμε όλα έτοιμα στη ζωή, σκέφτηκα τελειώνοντας το καθάρισμα και σηκώθηκα να τα πλύνω τουλάχιστον τρεις φορές, κι αυτό από τη μάνα μου το ξέρω, χωρίς να λέω πως είμαι μυγιάγχιχτος, τα ξέβγαλα με καθαρό νερό, ετοίμασα το κρεμύδι, το άνηθο, μαιντανό, σκόρδο και ντομάτα, μοσχοβόλησαν, ωραία μυρωδιά, δοκίμασα το αλάτι, δε ρίχνω πολύ, έβαλα και δυο πιπεριές, η μια μικρούλα καυτερή, όλα πήγαιναν μια χαρά, έρριξα και τα φασόλια, καπάκωσα σε χαμηλή φωτιά και τα άφησα να βράσουν τρία τέταρτα με μια ώρα.
Βέβαια, κάποια στιγμή ενδιάμεσα τα δοκίμαζα να έχω άποψη για το πως πήγαινε το βράσιμο τους, έφτιαξα και μια φραπεδιά, άραξα στον καναπε ρίχνοντας ματιές σε ενα βιβλίο για ποδόσφαιρο, χαλαρά να μη με πάρει ο μεσημεριανός ύπνος και κάψω το φαί, κάψω τα φασολάκια μου και δεν έχω τίποτε άλλο να φάω, δεν είπαμε αυτό είναι το κρέας του φτωχού; και πως τελικά δεν είναι όλα μάταια σ αυτόν τον κόσμο κι άνοιξα την τηλεόραση, ξαναβλέποντας τα γκολ του Χαρικέιν, σκέφτηκα τι βλακεία έκανα που δεν τον έπαιξα να βγει πρώτος σκόρερ, θα κέρδιζα οπωσδήποτε λίγο περισσότερο κρέας του φτωχού αλλά για στάσου! στάσου διάολε κάτι μυρίζε! κάτι τσίκνισε και πετάγομαι πάνω να προλάβω τη συμφορά αλλά που να προλάβω, τα φασολάκια μου είχαν γίνει κάρβουνο, βούτηξα την κατσαρόλα, μισικάηκα, τραβήχτηκα να μην πάθω και ενός κακού μύρια έπονται, μη καώ κι από πάνω, κατάλαβες, πάει το κρέας του φτωχού, μαύρισε, το πέταξα στην άβυσσο, το άδειασα στα σκουπίδια και μόνο που δεν έκλαψα παίρνοντας τους δρόμους να βρω κανένα εστιατόριο, γιατί δεν μπορούσα να μείνω και νηστικός, δυο μέτρα άνθρωπος που λένε.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Η ΚΙΝΈΖΑ ΓΟΥΈΝΤΙ



-Ρε συ, κάτσε να κουβεντιάσουμε λίγο σοβαρά..
-Άιντε λέγε.
-Πιστεύεις πως αυτός ο Τράμπ κυβερνάει τον κόσμο;
-Την αλήθεια;
-Ε, ναι ρε μάπα! Την αλήθεια.
-Όχι.
-Και τότε τι γίνεται;
-Τίποτα ρε φίλε. Η Αμερική δε χρειάζεται πρόεδρο. Ο Τράμπ είναι κάτι σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είναι εκεί για να λέει αυτά που του υποδείχνουν οι πολυεθνικές. Μην είσαι κορόιδο!
-Γιατί με υποτιμάς ρε!
-Γιατί είσαι κορόιδο, γι αυτό. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός ο Μερντοχ χώρισε με κάποια Κινέζα.
-Τι λες μωρέ! Ποιος είναι ο Μέρντοχ;
-Αφού είσαι αδιάβαστος ρε νούμερο. Δεν ξέρεις τον Μέρντοχ και μου κάνεις τον έξυπνο. Ογδόντα φεύγα μεγιστάνας του τύπου. Και η Κινέζα Γουέντι σαραντάχρονη περίπου, χώρισαν.
-Ε και τι με νοιάζει εμένα;
-Καλά. Εσένα δε σε νοιάζει τίποτε, κάνει μουτρωμένος. Ε, γιατί θέλεις να κουβεντιάσουμε;
-Τον Αλέξανδρο Ρήγα τον ξέρεις;
-Τι με ρωτάς; Πρέπει να τον ξέρω κι αυτόν;
-Όχι, είχε μια συνέντευξη και είπε πως η επανάσταση θα έρθει μόνο μετά την απόλυτη εξαθλίωση.
-Άρα δεν είναι τώρα; με αγωνία.
-Όχι, δεν είναι τώρα. Προς το παρόν φαίνεται πως κερδίζει αυτός ο χοντροκέφαλος, ο Βενιζέλος..
-Τι λες ρε μούργο; [του χώνω μια μπουνιά, διπλώνεται χάμω.] Θα ζήσουμε πάλι με τους Βενιζελοπασοκικούς;
-Τι βαράς ρε; Επειδή σου είπα την αλήθεια, [σηκώνεται, κλαίει, τον λυπάμαι.]
-Εγώ πάντως είμαι με την ΕΡΤ ...[τον εξετάζω περίεργα]
-Ρε δεν πρόκειται να βάλεις μυαλό, του λεω. Ποια ΕΡΤ; Προχτές δε μου λεγες πως εκεί γίνεται της πουτάνας; πως πέφτει μεγάλη ρεμούλα, πως διασπαθίζεται το χρήμα του Ελληνικού λαού; Τώρα τι μου το αλλάζεις;
-Ναι αλλά δυομισι χιλιάδες άνεργοι..
-Ποιοι άνεργοι βρε μαλάκα; Δε θα πάρουν την αποζημίωση τους; Δε θα τους ξαναπάρουν στις δουλειές τους; Ποιον θα πάρουν εμένα; Αυτοί που κάνουν την κατάληψη του μεγάρου είναι τα λίγα κορόιδα, τους υπόλοιπους καρφί δεν τους καίγεται. Έχουν κάνει τη μπάζα τους. Ξέρεις κανέναν δημοσιογράφο χαζό;
-Όχι αλλά..
-Τι αλλά βρε νούμερο; Ξέρεις ότι ο Μαυροκεφαλίδης παίρνει πεντακόσιες χιλιάδες ευρό το χρόνο και δεν του φτάνουν;
-Τι λες μωρέ; Ποιος είναι πάλι αυτός; Μου επιτίθεται. Εγώ δεν θα πάρω μια ολόκληρη ζωή τόσα λεφτά ....
-Μπασκετμπολίστας, του λέω ήρεμα.
-Θα πάω να γίνω κι εγώ, μου απαντάει κλαίγοντας.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

ΌΤΙ ΥΠΆΡΧΕΙ ΜΈΣΑ ΜΟΥ



Εκτιμώ τους ανθρώπους που έχουν να πουν κάτι με σαφήνεια. Τους φίλους που δεν επιδίδονται σε ανόητες κριτικές, σε εγωιστικές παρορμήσεις. Δυστυχώς δεν προλαβαίνω την αντιπαράθεση προτού φτάσει στα άκρα. Μερικοί είναι απίστευτα εγωπαθείς, εγωκεντρικοί και ξερόλες. Να τους χαίρεστε.

Καθένας ασχολείται με ότι του ταιριάζει. Πλουραλισμός. Μια έννοια που αρμόζει απόλυτα στον καιρό μας. Άμα κοιτάξεις στις οθόνες θα δεις πως αυξήθηκαν οι κανονικοί εραστές. Αυτό θα πει ανωμαλία στο σύστημα.

Πάντως οι σημερινοί άνθρωποι έρχονται και φεύγουν πολύ εύκολα από κοντά μας. Μου φαίνονται όλοι πολύ βιαστικοί. Κάτι ψάχνουν σε μας, σε μένα σε σένα, δεν το βρίσκουν, νόμιζαν άλλα, φεύγουν. Σαν χρυσοθήρες στο Ελντοράντο.

Αν ένας άνθρωπος βρεθεί κατώτερος από το ύψος του, νομίζω πως δεν επανέρχεται. [Είναι αυτό που λέμε, ξέπεσες στα μάτια μου.]

Ο εγωισμός είναι τελικά ελάττωμα ή προτέρημα; Σύμφωνα με του Δαρβινιστές είναι η μεγαλύτερη αρετή των ικανοτέρων. Στην δε φύση, ο εγωισμός σπάει καρύδια. Μου αρέσει που είσαστε καλοί εγωιστές.
Είμαστε όλοι ίσοι και έχουμε τα ίδια δικαιώματα στη ζωή. Το πιστεύετε αλήθεια αυτό;


Αλλά για να τονώσουμε και το ηθικό των εναπομεινάντων, θα πρέπει να ρισκάρουμε την άποψη πως, ο ανθρώπινος πολιτισμός ποτέ δεν έχει φτάσει στο σημερινό επίπεδο. Άποψη που πρέπει να δεχτούμε αξιωματικά και Ιστορικά τεκμηριωμένη. Όλοι οι προηγούμενοι πολιτισμοί ήταν χειρότερα άγριοι, χειρότερα βάρβαροι ακόμα και ο λεγόμενος μέγιστος τρόπος ζωής των αρχαίων Αθηναίων.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 42 [ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ]




Όταν έφτασα στο ποτάμι, περπάτησα δίπλα στην καινούργια γέφυρα που είχε μισογκρεμιστεί, πάλι. Έτσι δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι. Πλησίασα κάποιον εργάτη και τον ρώτησα από πού θα διάβαινα, και, αφού γέλασε, μου είπε πως σε αυτό το σημείο μόνο κολυμπώντας θα περνούσα. «Αλλά τα νερά είναι ορμητικά,» του είπα, «δεν ξέρω κολύμπι… «Τι να σου κάνω; πήγαινε παραπάνω στον πόρο» είπε βαριεστημένα και γύρισε στη δουλειά του.
Βάδισα πλάι στην όχθη μέχρι πέρα την παλιά γέφυρα κι ανέβηκα πάνω της. Πήγα μέχρι τη μέση, στο ύψος που είχε κοπεί, στάθηκα κοιτάζοντας το απέναντι κομμάτι. Σκέφτηκα να πηδήξω, μέτρησα τις δυνάμεις μου. Πήρα φόρα να κάμω μια δοκιμή, κώλωσα, παρά λίγο να τσακιστώ στο κενό- την τελευταία στιγμή κρατήθηκα πισωγυρίζοντας. Φοβισμένος, κάθισα και κοίταζα το βάθος του νερού. «Πω, πω! Τι πήγα να πάθω!» σκέφτηκα. Παρατήρησα πόσο μεγάλο πήδημα έπρεπε να κάνω και ομολόγησα αφού ησύχασα κάπως, πως φτηνά την γλίτωσα και πως ήταν αδύνατο να γίνει αυτό. Κανένας άνθρωπος δε θα το κατάφερνε, ακόμα και ο καλύτερος άλτης του κόσμου. Να, λοιπόν γιατί οι άνθρωποι έφτιαχναν γέφυρες. Τις έφτιαχναν για να ενώσουν τις τύχες τους, να ανταμώνουν για αγάπη ή για πόλεμο. Για πόλεμο, το πιθανότερο- εγώ, γιατί πήγαινα; Γιατί ήθελα να περάσω αυτό το ποτάμι; Τι ήταν απέναντι; Μήπως θα ήταν καλύτερα;
Προσπάθησα να ερευνήσω με το μάτι, όσο μπορούσα τον τόπο και είδα τα ίδια πράγματα που ήταν κι από εδώ. Ε, τότε καλύτερα να μείνω! Αναπόδιασα. Τι δουλειά είχα απέναντι αφού κι εκεί δε θα άλλαζε τίποτε; Αλά αμέσως μετάνιωσα. Έπρεπε να πάω γιατί με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κάπου, λίγο πιο πάνω από την παλιά γέφυρα, είναι το αγρόκτημα, που έμενε, μου είχε πει και έβγαλα ένα παλιό, τριμμένο χαρτί που μου είχε κάνει το σχεδιάγραμμα για να μελετήσω τον τόπο.. Δεν κατάλαβα και πολλά, συμπέρασμα δεν έβγαινε, μπερδεμένο ήταν κι αυτό, όπως το κεφάλι του Ντάφλου αλλά θα το έβρισκα. Αρκεί να είχα μια γέφυρα. Να έστηνα εγώ μια γέφυρα με χορτόσκοινα και κρεμασμένος να διάβαινα αντίπερα. Φαντάστηκα κιόλας τον εαυτό μου κρεμασμένο στο κενό, πάνω από το νερό, πάνω από τον κόσμο και τα χέρια μου λύγισαν. Δε θα μπορούσα να κρατηθώ άλλο, θα έπεφτα με παφλασμό στα κύματα και δεν θα ξανάβγαινα.
Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάμω, έπρεπε να βρω άλλον τρόπο- κοίτα πόσο άξιζε μια γέφυρα! Όλος ο κόσμος γεμάτος τέτοιες ήταν και εδώ που χρειαζόταν μια, δεν υπήρχε.» Δε βαριέσαι, θα πάω παραπάνω, στον πόρο, Έτσι δεν είπε εκείνος ο εργάτης; Θα πάω»
Πήρα την άκρη-άκρη κι αυτό μου θύμισε ένα τραγουδάκι, ένα παλιό μοιρολόι κι άρχισα να το τραγουδάω. «Την άκρη- άκρη πήγαινα, τη άκρη το ποτάμι. Βρίσκω του Νάσου τα μαλλιά, του Νάσου τις πλεξούδες, μαλλιά που είν το κεφάλι σας» και τα λοιπά. Όλο το ίδιο έλεγα, δεν το θυμόμουν παρακάτω αλλά πρέπει να έλεγε κάτι σαν μαλλιά που είναι το κεφάλι σας, κορμί που η κεφαλή σας. Κάτι τέτοιο θα έλεγε και θυμόμουν που το τραγουδούσε η μάνα μου αλλά δεν έσκασα και πολύ. Τα τραγούδια που αγαπούσα τα είχα ξεχάσει προ πολλού και τα καινούργια, ήταν δύσκολο να τα μάθεις αν δεν τα αγαπούσες.
Το μονοπάτι ανέβαινε φιδίσιο, χωματερό, ανάμεσα από πλατάνια και ιτιές. Η φωνή μου αντιβούιζε ανάμεσα από πολλούς ήχους. Όπως το κελάηδισμα των πουλιών, το κελάρυσμα του νερού, το θρόισμα των φύλλων. Μέχρι να φτάσω στο διάσελο, τραγουδούσα. Εκεί σταμάτησα. Έτρεξα όλο το ίσιωμα με δύναμη να φτάσω στην όχθη του ποταμού και να κοιτάξω με λαχτάρα το ύψος του νερού. Πράγματι ήταν ρηχό, μέχρι το γόνατο θα έφτανε και αυτό ήταν σε λίγα σημεία. Στα περισσότερα μέχρι το κότσι.
Ευχαριστημένος κάθισα στην όχθη, έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μάζεψα το παντελόνι μέχρι τα γόνατα και με τα παπούτσια στο χέρι-αυτό είναι που λένε μας έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι- μπήκα στο νερό. Κάποια χαραμάδα χαράς που δεν ξέρω από πού ερχόταν, διάβηκε μέσα μου. «Ίσως αυτό να είναι το ποτάμι που έλεγε ο πατέρας μου» είπα και στάθηκα λίγο πριν από τη μέση να κοιτάζω στο βάθος, στη στροφή, ώσπου έφτανε το μάτι. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Εκείνος έλεγε πως είναι ευθεία, χωρίς ιτιές και πλατάνια στις όχθες του, μόνο σκόνη και γυαλιστερές πέτρες. Όχι δεν ήταν αυτό και ίσως να μην υπήρχε τελικά εκείνο το ποτάμι του πατέρα μου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και ξαναπροχωρώντας εκεί που βάθαινε, λίγο πάνω από το γόνατο, δεν πρόσεξα. Γλίστρησα κι έπεσα. Βούλιαξα, μου έφυγαν τα παπούτσια με τις κάλτσες από τα χέρια, πάει, τα πήρε το ρέμα. Χωρίς να σκεφτώ όρμισα, αφού ανασηκώθηκα να τα πιάσω προτού φτάσουν στο βαθύ. Δεν το κατόρθωσα αν και το χέρι μου τα πλησίασε στον πόντο. Μέχρι να το αντιληφθώ, είδα με τρόμο πως είχα μπει για τα καλά στο βαθύ. Κολυμπούσα ενώ με παρέσερνε το ορμητικό ρεύμα, τα παπούτσια είχαν χαθεί από τα μάτια μου αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι αυτά; Εδώ κινδύνευε η ζωή μου, η ζωή ολάκερη αυτό μου έλειπε να σκέφτομαι τα παπούτσια! Με άρπαξε μια δίνη, μια σοίρα με κατέβασε στο βάθος, πάει, τέλειωσα, σκέφτηκα. Ήταν γραφτό να πεθάνω, να πνιγώ. Αυτή ήταν η μοίρα μου για μένα που δεν πίστευα τέτοια πράγματα αλλά με ξανάβγαλε λίγο παρακάτω στην επιφάνεια αφού όμως είχα πιει κάμποσο νερό. Γιατί να μη γίνει έτσι; Πρόλαβα να σκεφτώ. Το υπαρξιακό μου πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο, άρα καλύτερα να μην κάνω καμιά προσπάθεια να σωθώ. Θα ήταν κι αυτό κάτι σαν μια ιδανική αυτοχειρία γιατί τώρα το έβλεπα πως μπορούσα να σωθώ καθώς είχα γαντζωθεί σε έναν κορμό δέντρου και πήγαινα ιλιγγιωδώς όμως ανάλογα με τις κινήσεις του νερού. Όχι, θα τον άφηνα. Θα τον άφηνα τον κορμό, καλύτερα να πνιγώ, καλύτερα να πεθάνω και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα είχα μια δικαιολογία πως δεν αυτοκτόνησα αλλά με πήρε το ποτάμι. Έτσι όλοι θα έλεγαν την άλλη μέρα και θα πρόσθεταν πως κρίμα το παλικάρι, κρίμα στον άνθρωπο που πνίγηκε, νέος ήταν ακόμα στα σαράντα πέντε του. Θα έκλαιγαν και λίγοι, αν με βρίσκανε, αν έβρισκαν το κουφάρι μου στη θάλασσα όπου σίγουρα θα με ξερνούσε το ποτάμι. «Δεν έχει νόημα να ζεις έτσι!» βούιξε πάλι στο κεφάλι μου πιο ορμητική από το νερό η σκέψη μου. «Εκτός κι αν θέλεις ν αλλάξεις αλά δεν έχεις τα κότσια να το παραδεχτείς. Ο θάνατος είναι η ιδανικότερη λύση αλλά τώρα εσύ τρέμεις. Παλιά έλεγες καλύτερα ένα πιστόλι στον κρόταφο, ναι, αυτό φαινόταν πιο ανώδυνο αλλά τώρα εδώ μέσα γιατί να πνιγείς;»
 Πως είναι όταν πνίγεται κανείς; Εκείνη τη στιγμή του κρακ ήθελα να καταλάβω που δίνεις μια και φεύγεις μαζί με τον άνεμο, μαζί με το νερό, τις χαρές που ήθελες και δε θα τις ξανάβρισκες ποτέ τώρα πια, όπως τον κορμό του δέντρου που ήταν η σωτηρία μου κι εγώ το είχα παρατήσει στη δική του μοίρα.
Με ξαναπήραν οι δίνες, με έχωσαν κατάβαθα, πιάστηκε το πόδι μου σε ένα ριζάρι πλατάνου, εκεί θα έμενα. Να, το τέλος ερχόταν, ένας πόνος στο στήθος, στο κλειστό στόμα που σε λίγο θα ορμούσε μέσα του ο ποταμός. Θα γέμιζε το στόμα μου, στο λαιμό θα κατηφόριζε σα χείμαρρος που φτάνει σε καταρράκτη, νερό, ακατάσχετο νερό. Νερό… νερό… νερό… μα ναι… να, η μνήμη τεράστια, το πόδι μου ξεφεύγει από το ριζάρι μια δύναμη άλλη με ξαναβγάζει στην επιφάνεια, ανάσκελα, ημιθανάτιο στην αντίπερα όχθη. Κάπου ήθελα να πιαστώ, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, δεν είναι κάποιος εδώ; Να μου δώσει ένα χέρι θεέ μου, εγώ που δεν πίστευα σε θεούς, να σωθώ, να γλιτώσω. Ένα χέρι να με τραβήξει στη στεριά σε ένα ποτάμι ξερό, χωρίς νερό, μόνο χαλίκια και γυαλιστερή σκόνη!
Και τότε το ένιωσα.
Κάποιος με έπιασε από τον ώμο, από την πλάτη, από τα μαλλιά. Με έσυρε να με σώσει, άκουγα τις φωνές του, την αγωνία του έτσι που με είχε ξαπλώσει μπρούμυτα κι εκείνος από πάνω μου με το κεφάλι του να έχει γεμίσει αίματα, τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες- και χάθηκα. Έσβησα μ αυτή την τελευταία σκέψη. Ένας γλυκός ύπνος με πήρε σε μια απέραντη κοιλάδα. Φωτεινή.
Μια ευτυχισμένη πολιτεία, καταπράσινη, λουλουδιασμένη φάνηκε σε έναν παράξενο τόπο, μυστηριακό με ένα σπίτι στην μια άκρη της περιποιημένο με κηπάρι, φυτεμένο από μια γυναίκα που έσκυβε και μάζευε λαχανικά, ενώ εγώ στεκόμουν στην εξώθυρα με ένα παιδί στα χέρια να χαμογελάμε στον ήλιο.
Αλλά κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ίδιος ήλιος χαμογελούσε. Η γλύκα από το παράξενο όνειρο στο παράξενο σπίτι και τη γιαγιά απέναντι να παρακολουθεί τους σταλακτίτες, εμένα που κρυβόμουν αργότερα γυμνός στην αγκαλιά μιας επίσης γυμνής κοπέλας και κάποιοι ήθελαν να μας βάλουν φωτιά. Φωτιά σαν αυτή που όταν είχα κλειστά τα μάτια με έριχνε ο ήλιος μέσα σε ένα πορτοκαλί απέραντο, ώσπου άκουσα τη φωνή κάποιου, σαν γνώριμου από παλιά. «Ξύπνησες; Ξύπνα!» μου έλεγε. «Ξύπνα, δεν κάνει να κοιμάσαι, εγώ σε γλίτωσα, σε γλίτωσα είσαι φίλος μου, εγώ σε γλίτωσα δε με θυμάσαι;»
Μου ήρθε να γελάσω ή να κλάψω με τον τρόπο που μιλούσε η τσιριχτή φωνή αλλά νόμιζα πως κάποιος με κορόιδευε κι όταν, επί τέλους άνοιξα κάποτε τα μάτια μου, ξέφυγα από το πορτοκαλί που με τύφλωνε και είδα τον Φοράδα σκυμμένο επάνω μου χλομό και κίτρινο από το φόβο του.
Μόλις είδε που ανασηκώθηκα και συναντήθηκαν τα μάτια μας, τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, πήδηξε επάνω φωνάζοντας:
-Ζει! Εγώ τον έσωσα… ζει!
Πήγα κοντά του, τον αγκάλιασα κι αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του.
-Γιατί με έσωσες; Τον ρώτησα σοβαρά μισοκλείνοντας τα μάτια. Ποιος σου είπε ότι ήθελα να γλιτώσω;
Μούτρωσε, πέταξε τα χοντρά του χείλη έξω. Στεναχωρήθηκε, πήγε να βάλει τα κλάματα με αυτά που του έλεγα. Τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη και μέσα μου σκεπτόμουν που στο διάολο βρέθηκε εκεί, εγώ τον είχα ξεχάσει στη Ζάκυνθο ή στα Κύθηρα δε θυμόμουν και καλά αλλά θα μου πεις τέτοια ώρα τέτοια λόγια και έτσι τον ρώτησα πως είχε βρεθεί εκεί.
-Φτιάχνω καράβια! Μου είπε και με αποσβόλωσε. Να, δες! Και μου έδειξε μια σκαλισμένη πευκόφλουδα, ενώ ταυτόχρονα με ρώτησε που είναι η Λουτσία.
-Που είναι η γυναίκα σου; που την άφησες; Αυτή με αγαπούσε δε σου είπα πως κάποτε θα σου την πάρω;
-Ναι Φοράδα, μου την πήρες. Δεν υπάρχει πια, σκοτείνιασε. Για πες μου όμως ξέρεις κανέναν Ντάφλο εδώ πέρα;
-Ξέρω, ξέρω!  είναι φίλος μου, έλα να σε πάω αλλά πέθανε η γυναίκα του και είναι λυπημένος.
-Πέθανε η Έλεν; ξαφνιάστηκα. Μου ήρθε πολύ απότομο.
-Ναι… πέθανε κλαψούρισε ο Φοράδας, έπεσε από τον βράχο.
Ήμουν που ήμουν κατάκοπος από την περιπέτεια του νερού, αρρώστησα πιο πολύ με αυτό που άκουγα καθώς προχωρούσαμε για το αγρόκτημα. «Πως έγινε;» τον ρώτησα, «Δεν ξέρω ξερόκλαψε. «Ο Ντάφλος είπε πως έπεσε από τον γκρεμό κι έπειτα την έθαψαν πέρα στο νεκροταφείο. Εγώ δεν πάω εκεί γιατί φοβάμαι.» «Καλά» του είπα και δε μιλήσαμε άλλο μέχρι να φτάσουμε στο αγρόκτημα του Ντάφλου.

Ο φίλος μου ο Ντάφλος. Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα μα ψυχή Αστραπόγιαννου. Πόσα χρόνια είχα να τον δω; Πέντε-έξι, ίσως παραπάνω.
Καθώς τον παρατηρούσα από την εξώθυρα, αυτός δε με είχε αντιληφτεί, γέμισα μονομιάς με μνήμες από τότε που ήμασταν παιδιά στις αλάνες του Αγίου Αρτεμίου. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο με τα μανίκια ανασηκωμένα στα μπράτσα, καθαρό. Στο αριστερό του χέρι μια μαύρη λουρίδα περιβραχιόνιο του πένθους για τον θάνατο της γυναίκας του. Θα ήταν απόγευμα τώρα και ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες ακτίνες του, κατάφατσα προς εμάς κι ανάμεσα μας. Τα μαλλιά του Ντάφλου κάτασπρα, μεγάλα, ανέμιζαν στο σιγανό αεράκι. Φαινόταν θλιμμένος, απόμακρος, καθισμένος στο πεζούλι, έξω από την παράγκα του- γιατί, παράγκα ήταν αυτό που έβλεπα κι αυτός, σίγουρα θα το ονόμαζε παλάτι
Μόλις με αντιλήφτηκε δεν έκαμε καμιά κίνηση με το σώμα. Γύρισε μόνο το κεφάλι και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Κοιταχτήκαμε κάμποσο από αυτή την απόσταση λες και ψάχναμε κάτι. Κάτι που δεν το ξέραμε αλλά απλώς το νιώθαμε. Σα να μην είχαμε ανάγκη να πούμε λόγια, κάποια λόγια χαιρετισμού, κάποιες κουβέντες σαν αυτές που λένε οι άνθρωποι σε ανάλογες περιστάσεις: Τι κάνεις; Πως είσαι; Που χάθηκες τόσον καιρό και πως βρέθηκες εδώ. Εμείς δεν είπαμε τίποτα τέτοια γιατί και εγώ και εκείνος νιώθαμε πως δεν είχε φύγει ποτέ από τη σκέψη μας, η ύπαρξη μας. Αλλά ούτε αγκαλιαστήκαμε μετά τη χειραψία. Κρατούσαμε μόνο τα χέρια μας σφιγμένα και μισοχαμογελάσαμε κάποτε. Ύστερα με τράβηξε να μπούμε μέσα.
-Έλα μαχαραγιά, μου είπε.
Η φωνή του ήταν βραχνή, σκονισμένη από τον καιρό, από τις ταλαιπωρίες της ζωής του.
Μπήκαμε μέσα στην αραχνιασμένη παράγκα και το εσωτερικό της μου έδειξε το αδιέξοδο της ζωής. Το νο γουέι.
Ο Ντάφλος έπιασε δυο κούπες ξύλινες, πήρε το μπουκάλι με το τσίπουρο, τις γέμισε. Με χέρι που έτρεμε μου έδωσε τη μια και καθίσαμε σε δυο τσακισμένες καρέκλες, ο ένας απέναντι στον άλλον. Οι δυο τελευταίοι ήρωες στο ημίφως και ενώ κατέβαζε το τσίπουρο, δεν άντεξε. Είδα τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Δεν άντεξα κι εγώ και μας πήραν τα κλάματα για όσα ζήσαμε και για όσα υπήρχαν στον κόσμο μας. Μεγάλοι άντρες εμείς τώρα πια, να κλαίμε σα μωρά παιδιά αλλά ήταν μια συγκίνηση που δεν μπορούσα να την καθορίσω, λες και ο κόμπος βούλιαζε στο λαιμό και δε θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να είχα κλάψει τόσο πολύ.
Η ανάγκη όμως να δούμε τα πράγματα όπως ήταν, στέγνωσε κάποτε τα δάκρυα και νιώσαμε λίγο καλύτερα. Ο Ντάφλος ανασηκώθηκε με την κούπα στο χέρι, κάθισε λίγο απόμερα μου.
-Ήρθες λοιπόν, πέρα από το ποτάμι, είπε.
Κι εγώ τότε το συνειδητοποίησα. «Πέρα από το ποτάμι!» μονολόγησα και ρίγησα. Τι θα έκαμα εδώ; Σε αυτή την ερημιά, παρέα με τον Ντάφλο και τον Φοράδα; Τι θα ζωγράφιζα; Τον εαυτό μου ή εκείνους; Εμένα η πόλη με κυνηγούσε και οι άνθρωποι μου φάνηκαν πολύ μακρινοί.
-Να ζήσεις εδώ! Μίλησε ο Ντάφλος λες και είχε καταλάβει τις σκέψεις μου.
-Αυτή είναι Αμβράζη η κληρονομιά σου Η πέτσα της γης σ αυτή τη μεριά του κόσμου, σου ανήκει και μη προσπαθήσεις να χτίσεις αυτό το γιοφύρι. Εδώ, καθώς βλέπεις, τελειώνει το όνειρο, δεν πρόκειται να φτιάξουμε μια καλύτερη ζωή. Οι απέναντι θα έρθουν όμως πάλι. Θα βρουν τον τρόπο να έρθουν, να είσαι σίγουρος γι αυτό..
Σταμάτησε για λίγο. Έστριβε ένα τσιγάρο και προσπαθούσε να ψηλαφίσει το σκοτάδι που είχε αρχίσει από ώρα να γίνεται βαρύ. Βαρύ σκοτάδι, σκέφτηκα, τι λέξεις χρησιμοποιούσα για να φτιάξω μια άλλη πραγματικότητα κι έτσι δεν έλεγα τίποτε. Όχι ότι δεν είχα να πω αλλά ήθελα να τον ακούω να μιλάει. Να μιλάει έτσι ο Ντάφλος, να φιλοσοφεί και το βλεπα πως μιλούσε μέσα από τη διεύρυνση συνείδησης που είχε επέλθει από το αλκοόλ.
-Πιες και συ, μου είπε. Δε θυμάσαι που σου τα λεγα; Και γέλασε.
Έπειτα άναψε ένα φως
-Να βλεπόμαστε, είπε. Πως έγινε έτσι, ξαφνικά σκοτάδι;
Στο φως ένιωσα λίγο καλύτερα και εκείνος με ρώτησε πως πέρασα το ποτάμι. Απέφυγα να του μιλήσω εκείνη την ώρα, δεν ήθελα να μπω ξανά στο νερό κι έτσι τον κοίταξα καχύποπτα. Τον ρώτησα για τον θάνατο της Έλεν.
-Την αγαπούσες και συ, το ξέρω αυτό. Πάει όμως, τέλειωσε. Είχε διαγράψει από καιρό τον κύκλο της. Έπεσε από τα βράχια, τι να σου πω… έπεσε.
Κατάλαβε πως δε με έπειθε, αγκομάχησε, στένεψε τα μάτια, πήγε κάτι άλλο να πει, σα να δυσανασχέτησε που έδειχνα να μην τον πιστεύω και μούγκρισε.
-Τι τα θέλεις Αμβράζη! Έτσι είναι η ζωή: άλλοι ζούνε κι άλλοι πεθαίνουν! Μη με ρωτάς περισσότρα.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα αλλά ούτε και ο Ντάφλος, πιστεύω. Στριφογύριζαν στο μυαλό μου σαν ενοχλητικές μύγες οι σκέψεις μου για όλα. Το ένα, το άλλο, το πέρα από το ποτάμι, η πέτσα της γης, ο θάνατος την Έλεν Νασοπούλου. Αυτός ο τελευταίος, ειδικά, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα.. Κάτι άλλο θα είχε γίνει που ο Ντάφλος το έκρυβε επιμελώς αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Κι έτσι, κάποια στιγμή τα αρνήθηκα όλα. Η ώρα θα ήταν πέντε το πρωί που αποκοιμήθηκα βαρύς σα μολύβι.
Δε θυμάμαι να είδα κανένα όνειρο- και τι όνειρο να έβλεπα;
Αχρείαστα μου φαινόταν όλα τα όνειρα και όταν κάποτε ξύπνησα από το σκούντημα του Ντάφλου, έκανα κανένα πεντάλεπτο για να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι.
Ένας ήλιος παράξενος τρύπωνε εκτυφλωτικά στην παράγκα και η μυρουδιά του καφέ που έψηνε ο φίλος μου, με έκαναν να σηκωθώ, νιώθοντας όμως ακόμα βαρύς, καταπονημένος.
Ήπιαμε τον καφέ, κάναμε δυο-τρία απανωτά τσιγάρα αμίλητοι στην αυλή. Ύστερα, χωρίς να μιλήσουμε πάλι, πήραμε το μονοπάτι προς το ποτάμι, εκεί που έφτιαχναν την καινούρια γέφυρα. Αυτή που έστηναν και ξανάπεφτε σα να ήταν στοιχειωμένη. Σα να ήταν η γέφυρα του παραμυθιού.
Όταν φτάσαμε κοντά, είδαμε πως επικρατούσε μια λευκή ησυχία. Μόνο δυο-τρεις εργάτες κυκλοφορούσαν ανόρεχτα, πάνω- κάτω.
Ωστόσο δίπλα από το ίσιωμα κι απέναντι μας ακριβώς, εμφανίστηκαν στον ορίζοντα οι τρεις φιγούρες της εξουσίας: Ο Αστυνόμος, ο Παππάς, ο Δάσκαλος. Ο ένας πίσω από τον άλλον κι ύστερα σε παράταξη να έχουν στη μέση τον Αστυνόμο που σήκωνε απειλητικά το χέρι του δείχνοντας τον Ντάφλο.
Γύρισα και πρόσεξα το πρόσωπο του φίλου μου σε προφίλ. Μου φάνηκε πέτρινο. Το ίδιο και η φωνή του.
-Αν μπορείτε, ελάτε απέναντι! τους φώναξε.

ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 41




Η φτώχεια που ήθελε την καλοπέραση της, τα πλούτη που αγαπούσαν μερικοί άνθρωποι, η αγάπη και ο τρόπος να γίνει καλύτερη  η ζωή, η εναγώνια προσπάθεια μου να καταλάβω μερικά από αυτά, ίσως λίγα περισσότερα απ όσα μπορούσα κι έτσι έχανα όλη αυτή την πραγματικότητα, τους φίλους, τους αδερφούς, ότι είχα και δεν είχα, τη γυναίκα που αγαπούσα και είχα διώξει, αλήθεια γιατί μετανιώνουμε τόσο εύκολα; Όλα αυτά ή μερικά από αυτά με έκαναν να μην αναγνωρίζω ή τουλάχιστον να μη καταλαβαίνω τι ήταν τελικά ο Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Μέρες και μήνες μετά τη φουρτούνα και την συμφορά του χωρισμού έκανα να συνέλθω, γιατί, συνέχεια σκεφτόμουν πόσο μου έλειπε, τώρα πια που τίποτα δε φαινόταν ικανό να τη φέρει πίσω.
Κάποιο βράδυ, μέσα στο γενικό συνονθύλευμα της ζωής μου, ανάμεσα από κραιπάλη, άνοστες γυναίκες, καινούργιους ζητιάνους της φιλίας μου, την πήρα τηλέφωνο και μου το κλεισε. «Δε σε ξέρω» μου είπε. «Δεν ξέρω κανέναν σαν εσένα.» Κλικ!
Αν θυμάμαι καλά, θα ήμουν γερά πιωμένος και περιγέλασα αλλά αργότερα μελαγχόλησα τόσο πολύ με εκείνο το «δεν ξέρω κανέναν σαν εσένα» που ήπια κι άλλο. Κι ύστερα πήρα νυχτιάτικα τους δρόμους. Πάντα τους δρόμους έπαιρνα κι όπου με έβγαζαν. Για τη δουλειά δεν είχα πια κουράγιο, ούτε ζωγράφιζα ούτε έκανα κάτι άλλο. Σπαταλούσα μόνο ότι είχα και δεν είχα, έπινα, γυρνούσα, διασκέδαζα με γυναίκες της μιας νύχτας. Αλήθεια, αυτές ποτέ δεν τις βλέπεις μέρα, μυστήριο πράμα, λες και φοβούνται το φως, όπως οι νυχτερίδες, έτσι είπα σε μια Ντίνα που πρόλαβε να με αγαπήσει. Να έρθεις και καμιά μέρα να βρεθούμε! Ήρθε και ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα. Από τότε όσες φορές την συνάντησα ήτανε νύχτα. Μεσάνυχτα.
Από το πατρικό μου σπίτι περνούσα σπάνια. Σπανιότατα. Σα να είχα ξεχάσει πως είχα έναν πατέρα και μια μητέρα, κατάκοιτους σχεδόν γονείς, ανήμποροι να ψευτοζούνε με τις ψωροσυντάξεις, αμίλητοι πια στις μοναξιές τους. Φαίνεται, πάντως πως θα μάθαιναν τα κατορθώματα μου, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο και τα λοιπά, επειδή όποιος θέλει να μάθει, μαθαίνει κι επειδή πάντα θα υπάρχουν οι καλοθελητές πληροφοριοδότες, ειδικά όταν πρόκειται για το λεγόμενο κακό
Σιγά-σιγά, λιγόστευαν τα χρήματα που είχα συμμαζέψει, οι τραπεζικοί μου λογαριασμοί άδειαζαν, το βλεπα με λύπη που θα καταντούσα σε βάθος χρόνου αλλά μυαλό δεν έβαζα.  Γύριζα στα καταγώγια της πόλης των Αθηνών, μερόνυχτα, στα μπαρ, με εφήμερους περιπατητές, φιλόσοφους, άφραγκους, ασίγαρους, όλα τα α και αγαπούσα αυτόν τον τρόπο που ζούσα. Έλεγα μάλιστα αδιόρθωτα, εγωιστικά πως δεν αλλάζω, δεν πρόκειται ν αλλάξω! Έτσι θα ζούσα από τούδε και εντεύθεν κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως, αφού είχα επιλέξει αυτή την ακολουθία, γιατί τώρα μετάνιωνα οικτρά; Λίγες φορές, ελάχιστες, αποφάσιζα με το νου πως θα ξαναφτιάξουν τα πράγματα, αλλά ο Θεοφάνης που έβλεπε την κατρακύλα μου, μία από τις πέντε ή έξι φορές που συναντηθήκαμε στο εργαστήρι, μου το είπε ξεκάθαρα: «Δεν πας καλά. Δεν ξέρω τι έχεις πάθει αλλά αν είσαι τόσο κακός εγωιστής θα πας χαμένος!» Αυτή τη πρώτη φορά ήταν σχετικά ελαστικός απέναντι μου. Την επόμενη μου είπε φανερά ενοχλημένος να μην ξαναπάω εκεί και πως έληξε η συνεργασία μας.
Για όλα αυτά που μου είπε, είχε δίκιο ο άνθρωπος. Τι να με έκανε πια; Στην αγορά είχα πέσει στα αζήτητα, κανένας πια δε μιλούσε για τον ζωγράφο Αμβράζη-Αντώνιο-Αλμύρα. Στους δρόμους δε με χαιρετούσαν, δε με ήξεραν πια, ούτε ποιος ήμουν, ούτε που πήγαινα. Είχαν εξουδετερώσει το αντίκτυπο μου και με συνέθλιβε η ανικανότητα μου να επανέλθω. Είχα αλλάξει και φυσιογνωμικά, εντάξει πάντα με μούσι αλλά τώρα ήταν γένια απεριποίητα και τα μαλλιά μου ήταν δεμένη  μεγάλη κοτσίδα στην πλάτη, αλλά αυτό έλεγα δεν είχε σημασία. Σημασία είχε που όταν έπιανα το πινέλο για να ζωγραφίσω, το χέρι μου μισότρεμε, το μυαλό μου κουνούσε, διασαλευόταν η ακινησία της ύπαρξης κι εγώ στεκόμουν σε μια οπτασία  περασμένης ζωής στο διάφανο και το έβαζα στα πόδια κυνηγημένος από αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω: τη συνέχεια. Ποια θα ήταν αυτή αν μη τι άλλο όχι διαφορετική από τη διάγνωση του Θεοφάνη, ήταν εύκολο να τη δεις αλλά εγώ δεν την έβλεπα.
Ο Θεοφάνης στην τελευταία μας συνάντηση, όταν πια είχαν τελειώσει όλα τα λεφτά μου, πήγα να του ζητήσω δανεικά και μόνο που δε με κυνήγησε, δε μου έριξε καπέλο, πίνακες, παλέτες, καβαλέτα.
Ήταν εκεί και η αδερφή του, η Κάθριν, που κάποτε με είχε ερωτευθεί. Ξεραμένη, κατάβαφη, κωλαράκια μπλε ανούσια , με κέρασε προτού έρθει ο Θεοφάνης. Μου ξαναθύμισε πως εκείνη με ήθελε ακόμη, εγώ τρελάθηκα περισσότερο με την τρέλα που κουβαλούσε, Και τα έλεγε όλα αυτά σοβαρά η Κάθριν. Έλεγε πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, αλλά δεν έγινε ποτέ επειδή έφταιγα εγώ και πως τώρα μπορούσα να επανορθώσω. Εγώ χαμογελούσα δεν ήξερα τι να της πω, να της χαλάσω ένα ψεύτικο όνειρο αλλά όταν ήρθε ο Θεοφάνης και με είδε σ αυτή την κατάντια με τα λερωμένα κι ασιδέρωτα ρούχα-αλήθεια τι είχαν γίνει τόσα ρούχα, τόσα παλτά, τόσα παντελόνια, γραβάτες;- αυτός που ήταν ένα φιλήσυχο ανθρωπάκι, αγρίεψε.
-Κοίτα ρε πως κατάντησε! Δε ντρέπεσαι καθόλου; Που έπρεπε να έχεις τον κόσμο στα πόδια σου; Πήγαινε και μη ξανάρθεις! Από μένα δεν έχεις να κερδίσεις τίποτε έτσι που κατάντησες.
Αλλά εμένα δε με ενδιέφερε η γνώμη του. Δε με ενδιέφερε η γνώμη κανενός και παρ ότι δεν αγαπούσα αυτόν τον εαυτό μου, τραβούσα μέσα σ αυτή τη μιζέρια. Χτύπησα κάμποσες πόρτες ακόμη, που κάποτε είχα ευεργετήσει, όμως είναι γνωστό το αποτέλεσμα σ αυτές τις περιπτώσεις. Κανένας δε σε θέλει. Ψεύτικες υποσχέσεις, ανόρεχτα έως βλαβερά πειράματα, απέναντι στη θρυλούμενη συμπόνια και κοινωνικότητα των ανθρώπων. Αυτοί αν ήταν εύκολο θα ήθελαν να με ποδοπατήσουν, στο γκρεμό να με έβλεπαν, να μου έδιναν μια κλωτσιά παραπάνω.
Έτσι αναγκάστηκα να πουλήσω και το αυτοκίνητο μου, αυτό πια μου είχε απομείνει, καθώς δεν μπορούσα να το συντηρώ κιόλας.. Το πούλησα για μερικές εκατοντάδες χιλιάρικα ενώ το είχα αγοράσει εκατομμύρια.
Για λίγο νόμισα πως κάτι θα γίνει, έκανα κάποιες ψεύτικες προσπάθειες να βρω δουλειά αλλά μετά από κανένα μήνα άκαρπων δοκιμασιών τα παράτησα πάλι. Τίποτα δε γινόταν Φαίνεται πως δεν μπορούσα να δώσω το απαιτούμενο ενδιαφέρον κι έτσι η ζωγραφική και η ζωή μου πήγαιναν στράφι . Τη ζωγραφική μάλλον θα την είχα διαγράψει εντελώς. Για να πω την αλήθεια, μόλις σκεφτόμουν πινέλα, χρώματα, καβαλέτα, με έπιανε πανικός.
Μια μέρα, απόγευμα μπορεί να ήταν, δε θυμάμαι καλά, πήρε το μάτι μου σαν οπτασία, την Λουτσία, αγκαλιά με κάποιον άντρα. Ήταν αυτή; Αγκαλιάζονταν, έτρεχαν, γελαστοί σε ένα πάρκο, γεμάτο δέντρα, παγκάκια, λουλούδια κι ένα πλήθος ανθρώπων γύρω τους. Έμοιαζαν όλοι ευτυχισμένοι, πιο πολύ η Λουτσία, ξένοιαστη στη μέση ενός γαλάζιου κόσμου.
Τότε λυπήθηκα πολύ. Ζήλεψα αν και ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Θα ήταν όμως αλήθεια επειδή η Λουτσία δεν ήταν από τις γυναίκες που θα έμεναν για πολύ καιρό μόνες. Αλίμονο! Η πιο ανόητη σκέψη όλων των εραστών είναι αυτή: πως κάποτε θα γύριζε πίσω. Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ όσο κι αν αυτό φαινόταν ηλίθιο. Αν ήταν δυνατόν! Η πιο ανόητη σκέψη μου ήταν πως θα με περίμενε ξανά. Τόσο απίθανο ήταν αυτό που σκεφτόμουν και παρ όλα αυτά, όσο κι αν ήθελα να το ξεχάσω, δεν μπορούσα. «Μην είσαι βλάκας Αμβράζη» έλεγα στον εαυτό μου «Η ζήλια είναι επώδυνο συναίσθημα αλλά αφού εσύ την έδιωξες, τι ήθελες να κάνει;» «Θα μπορούσε να περιμένει!» επέμενε με πείσμα ο εαυτός μου και ο πόνος μαζί με τη λύπη γινόταν τεράστιος. Αναθυμόμουν τι είχα και τι έχασα, στον ύπνο μου πεταγόμουν επάνω, ρίχνοντας όλα τα βάρη στον εαυτό μου. Το πρόσωπο της η περπατησιά, το κορμί της έρχονταν συνέχεια μπρος μου. Τίποτα όμως δεν ήταν  ικανό να γυρίσει πίσω- το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, ηχούσαν στα αφτιά μου οι κουβέντες του πατέρα μου και των φίλων που επέμεναν πως δεν έπρεπε να κάνω αυτό το θλιβερό λάθος.
Αργότερα κακόπεσα ακόμα περισσότερο.
Χωρίς σκοπούς και στόχους, κανένας δε ζει, το ήξερα, το ψυχανεμιζόμουν και κάπου προσπαθούσα να πάρω κουράγιο. Τέλειωσαν όμως όλα κάποτε. Και τα χρήματα και οι σκέψεις, άδειασαν σε μια μεγάλη θάλασσα.
Βούλιαξα.
Στο κενό, μετέωρος, πως έπρεπε να κάνω κάτι αλλά τι;
Περπατώντας στον υπόγειο σιδηρόδρομο-πως είχα βρεθεί εκεί;- ζήτησα τσιγάρο από κάποιον καλοντυμένο κύριο. Με κοίταξε με λύπηση, προτείνοντας μου ολόκληρο το πακέτο. «Ο Αμβράζης δεν είσαι;» είπε. Εγώ έγνεψα όχι. «Δεν είσαι ο ζωγράφος Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας;» επέμενε και με κοίταζε στα μάτια χωρίς ν αφήνει το πακέτο. «Όχι κύριε, σας είπα δεν είμαι, ίσως να του μοιάζω, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο που λέτε. Θα μου δώσετε το τσιγάρο;» «Πάρε όλο το πακέτο!» χαμογέλασε κι έφυγε.
Εγώ κάθισα δίπλα στις ράγες, άναψα τσιγάρο, χλωμός στο κλάμα. Έκλαψα πολύ μα πάλι δεν έβγαινε τίποτα. Ότι φοβόμουν ξαναγυρνούσε μέσα μου κι αυτό ήταν πιο πολύ ο θάνατος.. Τριγύριζε σαν μέλισσα, βούιζε στο κεφάλι μου η φωνή του και τρομαγμένος μπήκα στο τρένο. Είχα αποφασίσει να πάω στον Ντάφλο, στον φίλο ου τον Ντάφλο που ήξερα πως ήταν πέρα από το ποτάμι. Όταν είχε φύγει, μου είχε πει, πως όποτε ήθελα, μπορούσα να πάω! «Άνευ δεύτερης κουβέντας! Μη το σκεφτείς καθόλου συνάδελφε! Εγώ θα σε περιμένω,» είχε τελειώσει.

συνεχίζεται

ΜΙΑ ΦΟΡΆ ΚΙ ΈΑΝ ΚΑΙΡΌ

    ΑΥΤΉ Η ΧΏΡΑ ΜΈΝΕΙ... Ωραία μέρα, σκέφτηκα. Πραγματικά Ανοιξιάτικη και ανηφόρισα την Σκουφά, να πάω στο Κολωνάκι να πιω τον καφέ μου. Τι ...