Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΙΣΤΙΚΟΥ ΧΡΌΝΟΥ

 

 


Καλοκαίρι προχωρούσε στις φούριες του. Αύγουστος μήνας του δυο χιλιάδες έντεκα. Τι σημασία έχει ο χρόνος; Ας δεχτώ πως έχει και γι΄αυτό τον σημειώνω. Όπως σημειώνω πως είναι ο πρώτος Αύγουστος που θα έμενα στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι πως αυτό, παλιότερα θα με στεναχωρούσε, τώρα όμως που έχω καταλάβει καλύτερα τον κόσμο μας δε μου καίγεται καρφί. Συμβιβάστηκα με πολλά πράγματα και ιδέες, όπως και με τη δουλειά μου. Πωλητής σε βιβλιοπωλείο, έγινα στα είκοσι μου χρόνια, πωλητής σε βιβλιοπωλείο παρέμενα και στα σαράντα πέντε μου. Τις μέρες αυτές, που η Αθήνα είναι άδεια, όλα μου φαίνονται καλύτερα. Δεν πα να σκάει ο τζίτζικας; Εγώ θα σέρνω τα βήματα μου στον λόφο του Στρέφη, στον Λυκαβηττό κι αλλού. Α, ρε, ωραία Αθήνα! Και μου άρεσε,ακόμα περισσότερο αυτό τον καιρό στο βιβλιοπωλείο, γιατί ένα μήνα θα εργαζόμουν μόνος. Ο κύριος Βακαλόπουλος με την κυρία του, ιδιοκτήτες του βιβλιοπωλείου θα πήγαιναν διακοπές στα Καμμένα Βούρλα. Α, τι ωραία η ζωή χωρίς αφεντικά! Και η δουλειά με ρέγουλα. Εκλεκτή πελατεία. Τους εξυπηρετούσα λοιπόν και με το παραπάνω γιατί ήμουν πλήρως καταρτισμένος σε όλα τα θέματα. Ιστορία, Λογοτεχνία, ιδιαίτερα δε με έπιανε κανείς. Όλες τις ώρες, τόσα χρόνια εκεί μέσα, διάβαζα μετά μανίας. Τι να διαβάσω αυτόν τον καιρό; με ρώτησε ο Αρτέμης, μανιώδης αναγνώστης αστυνομικών. Να διαβάσεις, Μαρή, Γιάννη Μαρή και του χωσα το έγκλημα στο Κολωνάκι. Ποιος είναι αυτός; μούτρωσε στην αρχή γιατί ο Αρτέμης είναι νέος γύρω στα είκοσι. Πάρε να διαβάσεις και θα με θυμηθείς, του είπα και του φόρτωσα όλον τον Μαρή που είχε ξεμείνει. Ήμουν καλός στη δουλειά μου και γι αυτό με εκτιμούσαν οι Βακαλόπουλοι και όχι μόνο.

Εκείνο λοιπόν το απόγευμα της Πέμπτης, είχα πολύ κίνηση. Δεν είχα σταματήσει ούτε λεπτό. Πουλούσα, εξηγούσα, χτυπούσα τις αποδείξεις στην ταμειακή, έτρεχα σαν τον Βέγγο. Ανάμεσα στους άλλους πελάτες μπήκε και μια πολύ καλοντυμένη κυρία, γύρω στα πενήντα, όμορφη και πρόσεξα πως κρατούσε κάποιο χαρτοφύλακα, πέτσινο μαζί με την τσάντα της. Έκανε τον γύρο του μαγαζιού και εγώ την παρακολουθούσα με την άκρη του γαλάζιου μου ματιού. Ναι, έχω πολύ ωραία γαλάζια μάτια, ίσως το πιο ωραίο που έχεις επάνω σου, μου έλεγε και η αιώνια αρραβωνιαστικιά μου. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, μου παραπονιόταν, τι θα γίνει με μας; Περίμενε να πιάσω το προπό! της χαμογελούσα γλυκά. Ωστόσο, η μεγαλοκυρία διάλεξε κάποιον Φρόιντ, κάποιον Μποντλέρ, τα άνθη του κακού, και ήρθε χαμογελαστή-μα τόσο χαμογελαστή!- στο ταμείο. Άστραφτε ολόκληρη. Ορίστε, αυτά θα πάρω και τ ακούμπησε στον πάγκο. Χτύπησα τις τιμές, δεν της έκανα έκπτωση, δεν ζήτησε και σ΄αυτές τις περιπτώσεις είχα τα ποσοστά μου. Έπαιρνα εγώ την έκπτωση. Έτσι, η χαμογελαστή κυρία αφού πήρε τα πακέτα της, έκανε μια βόλτα ακόμη στους πάγκους και φεύγοντας με χαιρέτησε από την πόρτα. Γεια, της έγνεψα κι εγώ. Τι μ ένοιαζε; Τίποτε και κουρασμένος αλλά ευτυχισμένος έκλεισα κάποτε γύρω στις εννέα το κατάστημα. Πήρα τους δρόμους των Εξαρχείων με τα πόδια. Ανέβηκα την Μπενάκη και σκεφτόμουν πως είχα αργήσει λίγο και η αρραβωνιαστικιά μου, η Ντίνα-εμένα με λένε Τάσο- θα είχε τσατιστεί να με περιμένει στην ταβέρνα του Άμα λάχει. Επιτάχυνα το βήμα μου κι έφτασα λαχανιασμένος. Κατέβηκα τα σκαλιά, μπήκα στην αυλή, την είδα. ΄Όμορφη που ήταν κάτω από τις κληματαριές! Α, ήταν όμορφη η Ντίνα. Έφτασα κοντά της με ένα φιλί, καθίσαμε και με κοίταζε στο προφίλ μου. Τι, συμβαίνει; της μειδίασα χωρίς να στρέψω. Πάλι με έστησες, παραπονέθηκε. Ε, αυτό είναι το λιγότερο, τι έκανες με την τράπεζα;Τζίφος, μου αποκρίθηκε. Τα δάνεια τα κόψανε επ αορίστου χρόνου. Πρέπει να βρούμε αλλού τις δέκα χιλιάδες. Που να τις βρούμε; κλαψούρισα. Δεν ξέρω, μου απάντησε. Κι έτσι, παραγγείλαμε ότι εκλεκτό είχε ο Άμα λάχεις, ήπιαμε και δυο καράφες κρασί να ξεχάσουμε τον πόνο μας. Τα λεφτά του δανείου τα χρειαζόμασταν για να κάνουμε τον γάμο μας. Μόλις ήπιαμε τα πρώτα ποτηράκια, θαρρέψαμε, πήραμε αισιοδοξία. Δε, βαριέσαι αγάπη μου κάτι θα γίνει και με μας, αειντε γεια μας της είπα και ξεχαστήκαμε.

Την άλλη μέρα, μαχμουρλής και λίγο μπαϊλντισμένος από την χτεσινή κρασοκατάνυξη, άργησα ν ανοίξω το μαγαζί. Αλλά ευτυχώς οι Βακαλόπουλοι δεν ήταν εδώ. Τακτοποίησα ,συγύρισα, έκανα και μια μικρή καθαριότητα. Κάθισα ύστερα ν απολαύσω τον καφέ μου με πέντε τσιγάρα. Τόσα, ναι, πέντε. Ήμουν πίσω απ το ταμείο, όταν την είδα να μπαίνει φουριόζα. Ήταν η χτεσινοβραδινή καλοντυμένη μεγαλοκυρία. Αχ, καλημέρα σας, έκανε πάντα γελαστή. Καλημέρα, της απάντησα αινιγματικά και σηκώθηκα. Αχ τι έπαθα αγαπητέ μου -τι πάθατε εγώ- έχασα τον χαρτοφύλακα μου με τις δέκα χιλιάδες μέσα. Μήπως τον άφησα εδώ; κι άρχισε να κοιτάζει γύρω. Μα, τι λέτε; άνοιξα τα μάτια μου. Ε δω δεν νομίζω να αφήσατε κάτι και τις τελευταίες μου λέξεις τις έλεγα αργά καθώς το μάτι μου είχε πέσει στον μαύρο χαρτοφύλακα που βρισκόταν ανάμεσα από κάποιους μαύρους μεγάλους τόμους της παλιάς εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου και έξυσα αμήχανος το πίσω του κεφαλιού μου. Σίγουρα; ρωτούσε η χαμογελαστή κυρία. Να κοιτάξουμε, να ψάξουμε, δεν είναι τίποτα καλέ αλλά να είχα και το μπλοκ επιταγών μέσα, αλλά το ακύρωσα πήγα πρωί-πρωί στην τράπεζα.. και χαχαχα, δεν με νοιάζει αλλά ας κοιτάξουμε κι εδώ.. λέτε και σεις που φαίνεστε τίμιος κύριος. Αν το βρίσκατε δεν θα μου το επιστρέφατε; Ναι, βέβαια, μα τι λέτε, έκανα εγώ και προσπαθούσα να την πηγαίνω αντίθετα από εκεί που έβλεπα τον μαύρο χαρτοφύλακα που θα μου έλυνε το μαύρο χρόνιο πρόβλημά μου. Αρχίσαμε να ψάχνουμε, να εδώ πήρα τον Φρόιντ, εδώ τα άνθη του κακού του Μποντλέρ, συμπλήρωνα εγώ και τι να σας πω κυρία μου αν ήταν εδώ θα το είχα βρει γιατί κάθε Παρασκευή πρωί κάνουνε γενική ταχτοποίηση, λυπάμαι πολύ, δεν ξέρετε πόσο θα χαρώ να τον βρείτε, ναι, ε; είχατε τόσα λεφτά μέσα; Σιγά τα λεφτά καλέ! έκανε η κυρία και στριφογύρισε την τσάντα της πάνω και γύρω από το πρόσωπο μου, στον αέρα. Σιγά τα λεφτά! πάω να φύγω δεν είναι τίποτα εδώ, εξάλλου εσείς και με κοίταξε λάγνα στα μάτια, ναι εσείς φαίνεστε τόσο τίμιος. Αν βρείτε κάτι, να πάρτε την κάρτα μου και τηλεφωνήστε μου. Τηλεφωνήστε μου έτσι κι αλλιώς! κι έφυγε αφήνοντας με σύξυλο. Εγώ, έτρεξα στην έξοδο, κοίταξα δεξιά-αριστερά, την είδα, την παρακολούθησα που χανόταν μέσα στην ζέστη του Αυγούστου. Δεν έκανα τίποτα βιαστικό. Χάιδεψα το πηγούνι μου ευχαριστημένος. Κοίταξα τον ήλιο με μισό μάτι που μου χαμογελούσε κατακόκκινος. Του χαμογέλασα κι εγώ.

Στα παράθυρα κρεμασμένοι στρατιώτες και ναύτες αποχαιρετούν τις ερωμένες που έκλαιγαν. Τώρα μόνο οι Αλβανοί κλαίνε. Γιατί το κλάμα θέλει συγκίνηση. Να συγκινηθείς επειδή φεύγει ταξίδι ο γιος. Πάει στα ξένα. Από το χωριό στας Αθήνας. Πολύ μακριά. Όμως εσύ είσαι σε ένα σταθμό με μια βαλίτσα στο χέρι, τα εισιτήρια πληρωμένα για το άγνωστο. Κανείς δε σε περιμένει. Σε όλον τον κόσμο τη ζωή σου ρήμαξες.

ΤΕΛΟΣ

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...