Πολύ μ αρέσουν τα σκυλιά που τα φωνάζουν τ αφεντικά τους κι αυτά δεν ακούνε.
Χρυσαφικά του ήλιου, καινούργια ανάσα, μεγάλη απόφαση για κάποιον που αγαπούσε τη ζωή, σαν εμένα που δεν έδινα ποτέ λογαριασμό σε κανέναν, να κυνηγήσω ένα άλλο όνειρο.
Ο Στεφάν περνούσε τον καιρό του με κάτι κυρίες. Πλούσιος, αριστοκράτης, γλεντζές, ασχημάντρας. Ήταν παντρεμένος αλλά δε μιλούσε ποτέ γι αυτό. Τα εν οίκω μη εν δήμω, έλεγε και εκλεινε το θέμα.
-Είναι μια πολύ περήφανη, μου είπε ξαφνικά μια μέρα. Ακατάδεκτη. Χρύσα τη λένε. Να της δώσω το τηλέφωνο σου; με ρώτησε και με κοίταζε ερευνητικά.
-Γιατί το δικό μου; γέλασα. Και είσαι σίγουρος πως θα μου τηλεφωνήσει;
-Ναι, άμα της περιγράψω πόσο όμορφος είσαι θα σε πάρει σίγουρα, είναι η γυναικεία περιέργεια.
Το ύφος του δεν έκρυβε καμιά ειρωνεία.
-Μόνο εσύ μπορείς να της σπάσεις τα μούτρα! επειδή είναι όμορφη εμάς δε μας καταδέχεται! Εξ άλλου δεν κάνουν όλες οι γυναίκες για όλους τους άντρες.
Χαμογέλασα με κάποια αυταρέσκεια αν και δεν είχα ποτέ αμφιβολίες για το ποιος ήμουν-ένα σκυλί που δεν άκουγε κανέναν. Ο Στεφάν κατά βάθος δε φαινόταν να με ζηλεύει. Απλά ήταν ελαφρώς περιπαιχτικός γύρω από τους όμορφους.
-Δεν έχει καμιά σημασία η ομορφιά, έλεγα εγώ ψεύτικα.
-Έχει πολύ μεγάλη σημασία μάγκα! είναι σπουδαίο να είσαι όμορφος, ωραίος! κι εσύ είσαι! κρίμα που δεν είμαι κι εγώ! Να δώσω το τηλέφωνο σου της ακατάδεχτης;
-Εντάξει, είπα. Δος το και δεν ήξερα τι μπορούσε να συμβεί με αυτή μου την κίνηση.
Το βράδυ ήρθε αργό. Ντύθηκα κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, καλός είσαι μη κοιτάζεσαι! με είχε συμβουλεύσει η τελευταία γυναίκα που έζησα μαζί της τρία χρόνια. Με ζήλευε, όχι πολύ αλλά καμιά φορά η λίγη ζήλια τονώνει το αίσθημα ανωτερότητας που υπάρχει σε όλους τους ωραίους άντρες σαν εμένα. Έφυγε όμως, με παράτησε και ήταν η μοναδική που το είχε κάνει αυτό. Είσαι πολύ όμορφος! δεν αντέχεσαι, γι αυτό φεύγω. Καλή τύχη μάγκα! Έτσι μ αποχαιρέτησε ένα πρωινό στην άσφαλτο.
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη δεν έλεγε όλη την αλήθεια, πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα πυκνά, ρούσα μαλλιά και βγήκα. Που θα πήγαινα; κανένας δε με περίμενε απόψε και μάλλον θα κατέληγα στη γνωστή παρέα στο μπαρ του Αρμόδιου. Χρόνια πήγαινα εκεί, ωραία ήταν. Πειράγματα με τους φίλους αντροπαρέα αλλά και πολλές γυναίκες. Όμορφες, πουτάνες. Μεθυσμένες, μερικές μαστουρωμένες, τις είχα βαρεθεί.
Μηχανικά κατευθύνθηκα προς τα εκεί, που να πήγαινα; πολλά χρήματα δεν κυκλοφορούσα τελευταία, άρα ήταν μια βολική λύση ο Αρμόδιος, που μόλις με είδε να κάθομαι στη μπάρα, έσπρωξε προς το μέρος μου μια Κικάο, την αγαπημένη μου μπύρα. Ανταλλάξαμε μια φιλική ματιά, με συμπαθούσε ο Αρμόδιος που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης αλλά ένεκα της ονομασίας του μαγαζιού σχεδόν κανείς δεν τον ήξερε με το πραγματικό του. Από την άκρη της μπάρας με χαιρέτησε η Ντόνα, γυναίκα μιας βραδιάς. Της χαμογέλασα. Είχαμε κοιμηθεί μια βραδιά μαζί.
Δεν είχα προλάβει να κατεβάσω μια γουλιά από τη μπύρα όταν χτύπησε το κινητό. Το άνοιξα, άγνωστος αριθμός.
-Ποιος είναι; ρώτησα.
-Είμαι η Χρύσα, άκουσα μια ωραία φωνή.
Αστραπιαία θυμήθηκα τον φίλο μου Στεφάν.
-Έλα στο μπαρ του Αρμόδιου, είπα κι έκλεισα.
-Τι σόι άνθρωπος είσαι; σούφρωσε τα χείλια του ο Αρμόδιος από μέσα. Είναι αναγκαίο να ξέρει η κοπέλα το μπαρ μου;
Γάτος ήταν, πως κατάλαβε πως ήταν κοπέλα;
Δεν του απάντησα, τι να του λεγα, τα πιανε όλα στον αέρα. Κατέβασα μια γουλιά Κικάο, η Ντόνα ήρθε κοντά μου.
-Τι κάνεις όμορφε;
Την κοίταξα λοξά. Έφυγε.
Όταν έφτασε η Χρύσα έμεινα εμβρόντητος αλλά προσπάθησα να μη το δείξω. Πανέμορφη, δεν υπάρχουν λόγια για να την περιγράψω.
-Είμαι η Χρύσα, είπε και με κοίταζε στα μάτια.
-Πως με αναγνώρισες; ρώτησα.
-Μου είπε ο Στεφάν πως είσαι ο πιο ωραίος της παρέας, γι αυτό ήρθα, αλλιώς δε θα με έβλεπες ποτέ.
Σμίκρυνε ο κόσμος μου, έγινε μια σταλιά, αυτή η γυναίκα θα είναι η καταστροφή σου, μουρμούρισε πίσω μου ο Αρμόδιος την ώρα που φεύγαμε αλλά εγώ τον κοίταξε επιτιμητικά, δεν έδωσα και πολύ σημασία στα λόγια του, εξ άλλου δεν ήμουν πολύ εύκαιρος στα προφητικά λόγια. Απλά τον ρώτησα αν την ήξερε.
-Όχι, δεν την ξέρω. Κανείς δεν την ξέρει αλλά εσύ καλά θα κάνεις να την αποφεύγεις, μοιάζει επικίνδυνη, άκου και μένα κάτι ξέρω κι εγώ από γυναίκες. Και μάλλον παντρεμένη.
Παντρεμένη; πως του ήρθε και ρώτησα τη Χρύσα γι αυτό.
-Όχι, βέβαια! είπε γελαστά και μ έπεισε.
Όλοι οι άντρες παινεύονται πως ξέρουν πολλά για τις γυναίκες κι εγώ κάτι παραπάνω, έλεγα κι ύστερα από μια μέρα συναντήθηκα με τη Χρύσα, δεν άντεχα μακριά της, ούτε κι αυτή και ήρθε στο δωμάτιο φορώντας ένα πέπλο λευκό, νεράιδα σωστή, κινήθηκε με χάρη, απέθεσε όλες τις αλήθειες της στο δικό μου γυμνό κορμί κι εγώ την αγάπησα, πως γίνεται αυτό; από την πρώτη στιγμή κι εκείνη δεν ήξερε ν απαντήσει.
-Θα σ αγαπώ πάντα! φώναξε.
-Κι εγώ! φώναζα στο άδειο δωμάτιο όταν έλειπε κι αντηχούσαν οι τοίχοι.
Πέρασαν δυο βδομάδες, όλη η χαρά του κόσμου πάνω μας.
Με τον Στεφάν δεν είχαμε συναντηθεί, σα να μη βιαζόμουν να βρεθούμε, να τα πούμε, δεν τον ήξερα και τόσο καλά, τελευταία κάναμε παρέα. Τον πήρα τηλέφωνο ήρθε κεφάτος στου Αρμόδιου. Χωρίς να του πω τίποτε, το κατάλαβε.
-Έλα ρε! μη μου πεις πως την έρριξες; πω,πω! είσαι πρώτος μάγκας, το βλέπω στο πρόσωπο σου, μου είπε γελώντας. Περνάς καλά ε, τυχερέ! κερνάς απόψε, όλα δικά σου..όμως βοήθησα κι εγώ, για πες μου; πες μου λεπτομέρειες ρε μπαγάσα πως την κατάφερες.. δε θα τη φέρεις στην παρέα..να της κάνω καζούρα..
-Έτυχε, είπα. Όχι ακόμα, τα πράγματα είναι σοβαρά..
-Δηλαδή; μ έκοψε με αλλιώτικο ύφος.
-Τίποτε, ξέχνα το είναι νωρίς ακόμα, θα δούμε στο μέλλον. Μπορεί να την παντρευτώ..
Ο Στεφάν έσκασε στα γέλια.
-Γιατί γελάς; τον ρώτησα. Που βλέπεις το αστείο;
Κάτι είχε αρχίσει να μη μ αρέσει στο ύφος του, χωρίς να φαίνεται ικανή αιτία να χαλάσει τη φιλία μας αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Ποτέ δεν ξέρεις όπως επαναλάμβανε συχνά η Χρύσα.
-Τι εννοείς μ αυτό; τη ρωτούσα.
Τρεμόπαιζε τα βλέφαρα. Σκοτείνιαζε.
Καθόμασταν τότε στη βεράντα του σπιτιού μου, πίναμε ένα ποτό μετά από τον έρωτα, καπνίζαμε τσιγάρο,ήμασταν δυο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Και είχε περάσει ένας μήνας μόνο. Ένας μήνας που φαινόταν χρόνος.
-Είδες πως χάνεται ο χρόνος όταν αγαπάς; ω! σε λατρεύω! φώναξε δίπλα μου.
-Ναι! απάντησα. Έτσι είναι, όταν αγαπάς δεν υπάρχει χρόνος.
Και την άλλη μέρα πήγα και αγόρασα ένα δαχτυλίδι. Το ίδιο βράδυ της έκανα πρόταση γάμου στο μπαρ του Αρμόδιου. Η Χρύσα ξέσπασε στα γέλια. Γελούσε απίστευτα, και πιάνοντας το μέτωπο οπισθοχώρισε προς την έξοδο, έφυγε. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή την εικόνα και το γέλιο της.
-Είδες; το είδες αυτό; έγινε αλήθεια; με ρωτούσε ο Αρμόδιος και όλοι οι πελάτες είχαν νεκρώσει σε μια στιγμή ακίνητη. Τίποτε δεν κινιόταν κι εγώ με το δαχτυλίδι στο χέρι, μετέωρος, αδύνατο να εξηγήσω, βγήκα έξω, πήρα τους δρόμους στο σκοτάδι της νύχτας αλλά και της ανθρώπινης παράνοιας. Από τότε δεν την ξαναείδα..
Όταν συναντήθηκα με τον Στεφάν στο δρόμο, μου χαμογέλασε περιπαιχτικά. Περπατήσαμε λίγο στο πάρκο.
-Κανονικά έπρεπε να σου κάνω μήνυση για μοιχεία! είπε στρυφνά. Για να καταλάβεις πως δεν είναι όλες οι γυναίκες για σένα επειδή είσαι όμορφος. Να πληρώσω και δυο μπράβους να σου στραπατσάρουν εσαεί την ωραία σου φάτσα αλλά σε συμπαθώ ρε μάγκα, μη νομίζεις, ας πήγες με τη γυναίκα μου...αλλά, ξέρεις τι τους έκαναν τους μοιχούς στην Αρχαία Ελλάδα; Επί Δράκοντος του εκτελούσαν σαν δέντρα., αργότερα τους έχωναν από ένα καρότο ξέρεις που, ύστερα τους κούρευαν, τη μοιχαλίδα μπορούσε να την προσβάλλει ο καθένας, της έσκιζαν τα ρούχα, την έβριζαν, την ξευτέλιζαν! Στην εποχή μας καταργήθηκαν όλα αυτά αλλά παραμένει όμως μια σοβαρή αιτία διαζυγίου κι εγώ έπρεπε να χωρίσω με τη Χρύσα που μου είχε κάνει το βίο αβίωτο. Σ ευχαριστώ μάγκα για τη βόηθεια σου.
-Και γιατί διάλεξες εμένα; ρώτησα. Πως ήξερες πως θα ενδώσω και πόσο μάλλον ότι η Χρύσα θα με ερωτευόταν;
-Ε, το ήξερα πως θα γίνει έτσι, το ήξερα. Είστε και οι δυο μεγάλα ψώνια, κατάλαβες; Καλή τύχη μάγκα, είσαι από αυτούς που ερωτεύονται οι γυναίκες, γι αυτό.
ΤΕΛΟΣ
Χρυσαφικά του ήλιου, καινούργια ανάσα, μεγάλη απόφαση για κάποιον που αγαπούσε τη ζωή, σαν εμένα που δεν έδινα ποτέ λογαριασμό σε κανέναν, να κυνηγήσω ένα άλλο όνειρο.
Ο Στεφάν περνούσε τον καιρό του με κάτι κυρίες. Πλούσιος, αριστοκράτης, γλεντζές, ασχημάντρας. Ήταν παντρεμένος αλλά δε μιλούσε ποτέ γι αυτό. Τα εν οίκω μη εν δήμω, έλεγε και εκλεινε το θέμα.
-Είναι μια πολύ περήφανη, μου είπε ξαφνικά μια μέρα. Ακατάδεκτη. Χρύσα τη λένε. Να της δώσω το τηλέφωνο σου; με ρώτησε και με κοίταζε ερευνητικά.
-Γιατί το δικό μου; γέλασα. Και είσαι σίγουρος πως θα μου τηλεφωνήσει;
-Ναι, άμα της περιγράψω πόσο όμορφος είσαι θα σε πάρει σίγουρα, είναι η γυναικεία περιέργεια.
Το ύφος του δεν έκρυβε καμιά ειρωνεία.
-Μόνο εσύ μπορείς να της σπάσεις τα μούτρα! επειδή είναι όμορφη εμάς δε μας καταδέχεται! Εξ άλλου δεν κάνουν όλες οι γυναίκες για όλους τους άντρες.
Χαμογέλασα με κάποια αυταρέσκεια αν και δεν είχα ποτέ αμφιβολίες για το ποιος ήμουν-ένα σκυλί που δεν άκουγε κανέναν. Ο Στεφάν κατά βάθος δε φαινόταν να με ζηλεύει. Απλά ήταν ελαφρώς περιπαιχτικός γύρω από τους όμορφους.
-Δεν έχει καμιά σημασία η ομορφιά, έλεγα εγώ ψεύτικα.
-Έχει πολύ μεγάλη σημασία μάγκα! είναι σπουδαίο να είσαι όμορφος, ωραίος! κι εσύ είσαι! κρίμα που δεν είμαι κι εγώ! Να δώσω το τηλέφωνο σου της ακατάδεχτης;
-Εντάξει, είπα. Δος το και δεν ήξερα τι μπορούσε να συμβεί με αυτή μου την κίνηση.
Το βράδυ ήρθε αργό. Ντύθηκα κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, καλός είσαι μη κοιτάζεσαι! με είχε συμβουλεύσει η τελευταία γυναίκα που έζησα μαζί της τρία χρόνια. Με ζήλευε, όχι πολύ αλλά καμιά φορά η λίγη ζήλια τονώνει το αίσθημα ανωτερότητας που υπάρχει σε όλους τους ωραίους άντρες σαν εμένα. Έφυγε όμως, με παράτησε και ήταν η μοναδική που το είχε κάνει αυτό. Είσαι πολύ όμορφος! δεν αντέχεσαι, γι αυτό φεύγω. Καλή τύχη μάγκα! Έτσι μ αποχαιρέτησε ένα πρωινό στην άσφαλτο.
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη δεν έλεγε όλη την αλήθεια, πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα πυκνά, ρούσα μαλλιά και βγήκα. Που θα πήγαινα; κανένας δε με περίμενε απόψε και μάλλον θα κατέληγα στη γνωστή παρέα στο μπαρ του Αρμόδιου. Χρόνια πήγαινα εκεί, ωραία ήταν. Πειράγματα με τους φίλους αντροπαρέα αλλά και πολλές γυναίκες. Όμορφες, πουτάνες. Μεθυσμένες, μερικές μαστουρωμένες, τις είχα βαρεθεί.
Μηχανικά κατευθύνθηκα προς τα εκεί, που να πήγαινα; πολλά χρήματα δεν κυκλοφορούσα τελευταία, άρα ήταν μια βολική λύση ο Αρμόδιος, που μόλις με είδε να κάθομαι στη μπάρα, έσπρωξε προς το μέρος μου μια Κικάο, την αγαπημένη μου μπύρα. Ανταλλάξαμε μια φιλική ματιά, με συμπαθούσε ο Αρμόδιος που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης αλλά ένεκα της ονομασίας του μαγαζιού σχεδόν κανείς δεν τον ήξερε με το πραγματικό του. Από την άκρη της μπάρας με χαιρέτησε η Ντόνα, γυναίκα μιας βραδιάς. Της χαμογέλασα. Είχαμε κοιμηθεί μια βραδιά μαζί.
Δεν είχα προλάβει να κατεβάσω μια γουλιά από τη μπύρα όταν χτύπησε το κινητό. Το άνοιξα, άγνωστος αριθμός.
-Ποιος είναι; ρώτησα.
-Είμαι η Χρύσα, άκουσα μια ωραία φωνή.
Αστραπιαία θυμήθηκα τον φίλο μου Στεφάν.
-Έλα στο μπαρ του Αρμόδιου, είπα κι έκλεισα.
-Τι σόι άνθρωπος είσαι; σούφρωσε τα χείλια του ο Αρμόδιος από μέσα. Είναι αναγκαίο να ξέρει η κοπέλα το μπαρ μου;
Γάτος ήταν, πως κατάλαβε πως ήταν κοπέλα;
Δεν του απάντησα, τι να του λεγα, τα πιανε όλα στον αέρα. Κατέβασα μια γουλιά Κικάο, η Ντόνα ήρθε κοντά μου.
-Τι κάνεις όμορφε;
Την κοίταξα λοξά. Έφυγε.
Όταν έφτασε η Χρύσα έμεινα εμβρόντητος αλλά προσπάθησα να μη το δείξω. Πανέμορφη, δεν υπάρχουν λόγια για να την περιγράψω.
-Είμαι η Χρύσα, είπε και με κοίταζε στα μάτια.
-Πως με αναγνώρισες; ρώτησα.
-Μου είπε ο Στεφάν πως είσαι ο πιο ωραίος της παρέας, γι αυτό ήρθα, αλλιώς δε θα με έβλεπες ποτέ.
Σμίκρυνε ο κόσμος μου, έγινε μια σταλιά, αυτή η γυναίκα θα είναι η καταστροφή σου, μουρμούρισε πίσω μου ο Αρμόδιος την ώρα που φεύγαμε αλλά εγώ τον κοίταξε επιτιμητικά, δεν έδωσα και πολύ σημασία στα λόγια του, εξ άλλου δεν ήμουν πολύ εύκαιρος στα προφητικά λόγια. Απλά τον ρώτησα αν την ήξερε.
-Όχι, δεν την ξέρω. Κανείς δεν την ξέρει αλλά εσύ καλά θα κάνεις να την αποφεύγεις, μοιάζει επικίνδυνη, άκου και μένα κάτι ξέρω κι εγώ από γυναίκες. Και μάλλον παντρεμένη.
Παντρεμένη; πως του ήρθε και ρώτησα τη Χρύσα γι αυτό.
-Όχι, βέβαια! είπε γελαστά και μ έπεισε.
Όλοι οι άντρες παινεύονται πως ξέρουν πολλά για τις γυναίκες κι εγώ κάτι παραπάνω, έλεγα κι ύστερα από μια μέρα συναντήθηκα με τη Χρύσα, δεν άντεχα μακριά της, ούτε κι αυτή και ήρθε στο δωμάτιο φορώντας ένα πέπλο λευκό, νεράιδα σωστή, κινήθηκε με χάρη, απέθεσε όλες τις αλήθειες της στο δικό μου γυμνό κορμί κι εγώ την αγάπησα, πως γίνεται αυτό; από την πρώτη στιγμή κι εκείνη δεν ήξερε ν απαντήσει.
-Θα σ αγαπώ πάντα! φώναξε.
-Κι εγώ! φώναζα στο άδειο δωμάτιο όταν έλειπε κι αντηχούσαν οι τοίχοι.
Πέρασαν δυο βδομάδες, όλη η χαρά του κόσμου πάνω μας.
Με τον Στεφάν δεν είχαμε συναντηθεί, σα να μη βιαζόμουν να βρεθούμε, να τα πούμε, δεν τον ήξερα και τόσο καλά, τελευταία κάναμε παρέα. Τον πήρα τηλέφωνο ήρθε κεφάτος στου Αρμόδιου. Χωρίς να του πω τίποτε, το κατάλαβε.
-Έλα ρε! μη μου πεις πως την έρριξες; πω,πω! είσαι πρώτος μάγκας, το βλέπω στο πρόσωπο σου, μου είπε γελώντας. Περνάς καλά ε, τυχερέ! κερνάς απόψε, όλα δικά σου..όμως βοήθησα κι εγώ, για πες μου; πες μου λεπτομέρειες ρε μπαγάσα πως την κατάφερες.. δε θα τη φέρεις στην παρέα..να της κάνω καζούρα..
-Έτυχε, είπα. Όχι ακόμα, τα πράγματα είναι σοβαρά..
-Δηλαδή; μ έκοψε με αλλιώτικο ύφος.
-Τίποτε, ξέχνα το είναι νωρίς ακόμα, θα δούμε στο μέλλον. Μπορεί να την παντρευτώ..
Ο Στεφάν έσκασε στα γέλια.
-Γιατί γελάς; τον ρώτησα. Που βλέπεις το αστείο;
Κάτι είχε αρχίσει να μη μ αρέσει στο ύφος του, χωρίς να φαίνεται ικανή αιτία να χαλάσει τη φιλία μας αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Ποτέ δεν ξέρεις όπως επαναλάμβανε συχνά η Χρύσα.
-Τι εννοείς μ αυτό; τη ρωτούσα.
Τρεμόπαιζε τα βλέφαρα. Σκοτείνιαζε.
Καθόμασταν τότε στη βεράντα του σπιτιού μου, πίναμε ένα ποτό μετά από τον έρωτα, καπνίζαμε τσιγάρο,ήμασταν δυο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Και είχε περάσει ένας μήνας μόνο. Ένας μήνας που φαινόταν χρόνος.
-Είδες πως χάνεται ο χρόνος όταν αγαπάς; ω! σε λατρεύω! φώναξε δίπλα μου.
-Ναι! απάντησα. Έτσι είναι, όταν αγαπάς δεν υπάρχει χρόνος.
Και την άλλη μέρα πήγα και αγόρασα ένα δαχτυλίδι. Το ίδιο βράδυ της έκανα πρόταση γάμου στο μπαρ του Αρμόδιου. Η Χρύσα ξέσπασε στα γέλια. Γελούσε απίστευτα, και πιάνοντας το μέτωπο οπισθοχώρισε προς την έξοδο, έφυγε. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή την εικόνα και το γέλιο της.
-Είδες; το είδες αυτό; έγινε αλήθεια; με ρωτούσε ο Αρμόδιος και όλοι οι πελάτες είχαν νεκρώσει σε μια στιγμή ακίνητη. Τίποτε δεν κινιόταν κι εγώ με το δαχτυλίδι στο χέρι, μετέωρος, αδύνατο να εξηγήσω, βγήκα έξω, πήρα τους δρόμους στο σκοτάδι της νύχτας αλλά και της ανθρώπινης παράνοιας. Από τότε δεν την ξαναείδα..
Όταν συναντήθηκα με τον Στεφάν στο δρόμο, μου χαμογέλασε περιπαιχτικά. Περπατήσαμε λίγο στο πάρκο.
-Κανονικά έπρεπε να σου κάνω μήνυση για μοιχεία! είπε στρυφνά. Για να καταλάβεις πως δεν είναι όλες οι γυναίκες για σένα επειδή είσαι όμορφος. Να πληρώσω και δυο μπράβους να σου στραπατσάρουν εσαεί την ωραία σου φάτσα αλλά σε συμπαθώ ρε μάγκα, μη νομίζεις, ας πήγες με τη γυναίκα μου...αλλά, ξέρεις τι τους έκαναν τους μοιχούς στην Αρχαία Ελλάδα; Επί Δράκοντος του εκτελούσαν σαν δέντρα., αργότερα τους έχωναν από ένα καρότο ξέρεις που, ύστερα τους κούρευαν, τη μοιχαλίδα μπορούσε να την προσβάλλει ο καθένας, της έσκιζαν τα ρούχα, την έβριζαν, την ξευτέλιζαν! Στην εποχή μας καταργήθηκαν όλα αυτά αλλά παραμένει όμως μια σοβαρή αιτία διαζυγίου κι εγώ έπρεπε να χωρίσω με τη Χρύσα που μου είχε κάνει το βίο αβίωτο. Σ ευχαριστώ μάγκα για τη βόηθεια σου.
-Και γιατί διάλεξες εμένα; ρώτησα. Πως ήξερες πως θα ενδώσω και πόσο μάλλον ότι η Χρύσα θα με ερωτευόταν;
-Ε, το ήξερα πως θα γίνει έτσι, το ήξερα. Είστε και οι δυο μεγάλα ψώνια, κατάλαβες; Καλή τύχη μάγκα, είσαι από αυτούς που ερωτεύονται οι γυναίκες, γι αυτό.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου