Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΠΑΛΙΑ ΜΕ ΕΛΕΓΑΝ ΤΑΣΟ



Είχα αποφασίσει να το πάρω εκείνο το δώρο για τον εαυτό μου. Τόσα χρόνια έκανα δώρα στους άλλους, καιρός ήταν να κάνω ένα και σε μένα τώρα που έβγαινα στη σύνταξη. Τόσα χρόνια καφετζής, είχα δικό μου καφενείο κι έτσι είχα αποκτήσει πολλούς φίλους, καλούς ,κακούς και άσχημους-άσχημος ήμουν κι εγω αλλά όχι τόσο. Τα μαλλιά μου ήταν ακόμα μαύρα και τα χτένιζα χωρίστρα δεξιά, έβαζα και ζελέ. Καμιά φορά, άφηνα κι ένα περιποιημένο μουσάκι και γενικά ήμουν ένας μοντέρνος καφετζής παρά τα εξήντα μου χρόνια. Χρόνια που δεν κατάφερα να παντρευτώ, γιατί, γυναίκες γνώρισα πολλές, αλλά μια μου ξίνιζε και μια δεν ήθελε να πάρει καφετζή, ήθελε να πάρει ταξιδιώτη, νιο, ταξιδευτή, κι έτσι εμεινα στο ράφι. Μια χαρά περνούσα κι αφού το είχα αποφασίσει για εκείνο το δώρο, πήγα μια μέρα, μια Δευτέρα μια Τρίτη στο κατάστημα. Ήταν ένα ιδιόμορφο κατάστημα, με είδη δώρων για παράξενους πελάτες με ιδιαίτερα γούστα, κάπου στο Κολωνάκι, αν και πάντα αναρωτιόμουν γιατι δεν γράφεται με ωμέγα το πρώτο. Μπήκα μέσα ευγενικός και κύριος. Ζήτησα το βαλιτσάκι που είχα διαλέξει. Η κυρία μου το έβγαλε απ τη βιτρίνα, λέγοντας πως τα προιόντα τους ήταν μοναδικά. Δεν υπήρχε δεύτερο για κανένα είδος τους. Πλήρωσα χίλια ευρώ αλλά τι με ένοιαζε, λεφτά είχα να φάνε και οι αρκούδες. Πήρα το βαλιτσάκι μου, χαρούμενος, με ένα στριφούτσικο γέλιο, πάντα μου άρεσε να γελάω έτσι. Βγήκα στην Σκουφά, κατηφόρισα στα Εξάρχεια και σκεφτόμουν τι καλά που είχα κάνει. Έφτασα στο σπίτι μου, τοποθέτησα το βαλιτσάκι σε περίοπτη θέση. Είπα να φτιάξω κάτι να φάω, μπήκα στην κουζίνα, που την είχα πάντα καθαρή, παρ΄ότι τόσα χρόνια εργένης. Α, ήμουν ένας περιποιημένος άνθρωπος με τάξη στη ζωή του. Δε μου άρεσαν οι τσαπατσουλιές. Τα πάντα έλαμπαν μέσα στο σπίτι μου, όπως και στη ζωή μου κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό. Το σήκωσα, ήταν η τελευταία γυναίκα μου η όμορφη Σούλα. Γύρισα στο σαλόνι, άναψα με τον πανάκριβο αναπτήρα μου ένα πούρο Αβάνας και βάλε. Κάθισα στον καναπέ να μιλήσω μαζί της, να την απολαύσω που είχε μια βελούδινη φωνή, όταν ήθελε να μου ζητήσει κάτι. Ευτυχώς αυτη τη φορά ήθελε μόνο να πάμε για φαγητό έξω. Κάπου στη Γλυφάδα θα προτιμούσε, συνέχισε κρυστάλλινα, στο διάφανο τύμπανο του αφτιού μου. Μεσημεράκι πλησίαζε, ωραία της είπα, πάμε εκεί για ψαράκι. Συμφωνήσαμε και σε λίγο, οδηγώντας την σπορ Μερσεντές, έπιασα την Συγγρού, ύστερα παραλιακή, με τον ήλιο να τσουρουφλίζει τις χρυσές ανταύγειες στα μαλλιά της Σούλας που άστραφτε κι αυτή μέσα σε μια μεγάλη ευτυχία, που ήταν μαζί μου κι εγώ μαζί της. Αράξαμε στη Λωξάνδρα, πάντα μας άρεσε αυτη η ταβέρνα. Παραγγείλαμε αστακό, ένα Γαλλικό, ροζέ κρασί κι όλα ήταν τόσο ωραία στην παράξενη ζωή μας.
 Απο εκείνη τη μέρα, πέρασαν άλλες τόσες, ώσπου να θελήσω να χρησιμοποιήσω το δώρο μου. Θυμάμαι ήταν Σάββατο πρωί, όχι πολύ νωρίς, γύρω στις δέκα και περιποιόμουν το μούσι μου. Ήταν μια δουλειά που την βαριόμουν και συνήθως πήγαινα στον μπαρμπέρη μου αλλά εκείνο το πρωί δεν πήγα. Σκεφτόμουν να πήγαινα κανένα ταξιδάκι αναψυχής ή όχι, γιατί τα ταξίδια αναψυχής που έμοιαζαν αγύριστα αλλά κι αυτό ήταν μια ιδέα. Τέλειωσα με το ξύρισμα, ντύθικα το καλύτερο κουστούμι μου, πήρα το βαλιτσάκι, βγήκα. Περπάτησα, δεν ήθελα να πάρω τη μερσεντές, εξάλλου κοντα θα πήγαινα. Έφτασα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, κατηφόρησα προς την Πατησίων. Εκεί στην συνδρομή, πέρασα τα φανάρια και παρατήρησα το τοπίο να διαλέξω το μέρος που ήθελα. Εκεί στη μέση, ανάμεσα στις λουρίδες ήταν καλά, ομολόγησα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα εκεί κι άνοιξα το βαλιτσάκι. Το είχα βέβαια ξαναανοίξει και ήξερα τη χρήση του. Εξάλλου γι αυτό τον σκοπό το είχα πληρώσει ένα χιλιάρικο. Έβγαλα με προσοχή, πρώτα το μικρό βελούδινο με επίχρυσα ποδαράκια, καθισματάκι, το άνοιξα και το στησα στην άσφαλτο. Κάθισα πάνω του με το βαλιτσάκι στα γόνατα κι άρχισα να βγάζω τα υπόλοιπα σύνεργα. Ένα τραπεζάκι με επίσης επίχρυσα πόδια που τοποθέτησα μπρος μου. Ύστερα, ξετύλιξα τον πιο ακριβό τζιβέ που είχα χρησιμοποιήσει ποτέ μου, είπαμε σαράντα χρόνια καφετζής ήμουν. Ένα γκαζάκι με αυτόματο άναμα, ,ενα χρυσό κουταλάκι, καφε Μεξικάνικο, απο τα βάθη της Γκουανταλαχάρας, ζάχαρη Μαδαγασκάρης, τα βαλα με προσοχή στο τραπέζι, ενώ ο κόσμος, και τα αυτοκίνητα άρχισαν ήδη να με περιεργάζονται. Αδιάφορος, εγώ, συνέχιζα τη δουλειά μου. Άναψα το αυτόματο γκαζάκι, έρριξα το νερό,τον καφέ, τη ζάχαρη. Ανακάτευα ευχαριστημένος κι ώσπου να γίνει ο καφές, ξετύλιξα του πούρο Αβάνας που λέγαμε, να το ανάψω μόλις πιω την πρώτη γουλιά. Πράγμα που έγινε σε τρία λεπτά. Άδειασα τον αχνιστό καφέ στο χρυσό φλυτζάνι απο ψηλά, για να κάνει πενήντα τρεις φουσκάλες,πάντα έτσι μου άρεσε  κι άναψα επιτέλους το πούρο Αβάνας, βάζοντας το πόδι μου πανητό. Περίμενα να κρυώσει λίγο ο καφες, τράβηξα μια προσεγμένη γουλιά να μην καώ, ρούφηξα και μια γερη τζούρα απο το πούρο Αβάνας και κοίταξα πέρα στον ουρανό σαν ευτυχισμένος μπέμπης. Γύρω μου, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί κι έλεγαν διάφορα. Μπράβο ρε μεγάλε,έλεγε κάποιος, φτιάξε μου κι έναν βαρύ γλυκό ρε Τάσο-παλιά με λέγαν Τάσο- έλεγε ο άλλος. Τα αυτοκίνητα κορνάριζαν, γυναίκες τσίριζαν, τα παιδιά γέλαγαν, τα ζώα έκλαιγαν, γινόταν γενικά πανικός και στην παραζάλη, ένας φώναξε φύγε Τάσο, έρχονται οι μπάτσοι αλλά εμένα δε με ένοιαζε. Σταυροπόδι, με τη χρυσή αλυσσίδα να λάμπει στο πλάι του παντελονιού μου, απολάμβανα τον πιο ωραίο καφέ της ζωής μου. Τι ωραία ζωή! Σας έχω γραμμένους στ΄αρχίδια μου, σκέφτηκα μια στιγμή και δεν μετάνιωσα. Ώσπου σε λίγο ακούστηκε η σειρήνα του περιπολικού, να χαλάει το ωραίο σκηνικό, ουρλιάζοντας δαιμονισμένα, πάντα οι σειρήνες, ηχούν δαιμονισμένα όταν πρόκειται να συλλάβουν έναν παράνομο σαν εμένα, που παλιά με λέγαν Τάσο και που η εξουσία φτάνοντας, εισαγγελέας, μπάτσος, παππάς και τα λοιπά, με ήθελε ζωντανό για να απολογηθώ γι αυτήν μου την κακούργα πράξη και όχι μόνο αλλά και για όλα όσα είχα κάνει πριν, όσα θα έκανα αργότερα, όσα είχαν κάνει άλλοι, να τα φορτώσουν σε μένα τον αθώο καφετζή της πάνω γειτονιάς, που μέ πήραν παραμάσχαλα, με πέταξαν με όλα τα τζιμπράγκαλα μου στο πίσω κάθισμα, μου έβαλαν χειροπέδες, κατάσχεσαν το μοναδικό δώρο που είχα κάνει στον εαυτό μου, με τύλιξαν σε μια μαύρη κόλλα ,άσπρο χαρτί, μαύρισαν και το λευκό ποινικό μου μητρώο και απο τότε τυρραγνιέμαι στα σκοτάδια της ανθρώπινης εξουσίας.
ΤΕΛΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...