Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2022

ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΤΟΥ ΔΡΌΜΟΥ 2

 

 


Στεκόταν κάμποση ώρα εκεί, στη μέση του δρόμου, αναποφάσιστη. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να κλάψει ή να μισήσει τον εαυτό της.  Σήκωσε το άσπρο χέρι το έβαλε ανάμεσα στα κατάμαυρα μαλλιά της. Μαλλιά απαλά χαϊδεμένα απ τη μάνα της. Χρόνια την θυμάται από παιδί να την αγγίζει  και να της ψέλνει την αξία μιας τίμιας ζωής. Ήταν ποτέ τίμια η ζωή;
Η Νέλλη Στερνίου δεν είχε πάρει ποτέ μια οριστική απάντηση σ αυτό το ερώτημα, αν και έγερνε προς την αρνητική θέση. Όχι, δεν ήταν τίμια αυτή η ζωή.

Μπήκε την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά το σίδερο του έγδαρε τον ώμο αλλά πρόλαβε. Πρόλαβε το τρένο για την Κηφισιά. Ιδρωμένος, έψαξε για μια θέση μέρα μεσημέρι. Τη βρήκε, βολεύτηκε, κοίταξε γύρω του, λίγος κόσμος, λίγοι άνθρωποι αλλά και πολύς να ήταν δεν τον ένοιαζε, ότι έψαχνε να βρει στη ζωή του είχε πάει στράφι. Όχι δεν ήταν απελπισμένος ο Παύλος Δεμίρης, φωτορεπόρτερ το επάγγελμα, πάντα κουβαλούσε μια φωτογραφική μηχανή στον ώμο του, είχε αποκρυσταλλωμένες απόψεις. Δε θα γινόταν αυτός έρμαιο των πιθανοτήτων.
Κουβαλούσε την ισχυρή θέληση, μια από αυτές, πως έπρεπε να βρει τη σωστή, μια αληθινή γυναίκα να την κάνει σύντροφο του. Όχι μεσοβέζικες καταστάσεις σαν αυτές που είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του, γιατί στα τριανταπέντε σου χρόνια δεν δικαιούσαι να κάνεις κι άλλες βλακείες. Έτσι έλεγε στον εαυτό του και στους φίλους που τον παρότρυναν να κάνει μια σχέση. Σχέση, άλλη μανιώδης λέξη αυτή. Τι θα πει σχέση;
Κι έτσι έμενε μόνος του καιρό τώρα, ίσως δυο χρόνια.
-
Δυο χρόνια! Είναι πολύς καιρός, του είπε ο απέναντι. Δυο χρόνια χωρίς γυναίκα; απόρεσε. Πως γίνεται αυτό;
-
Άλλοι έχουν μείνει και δέκα χρόνια, του ανταπάντησε.
-
Εγώ θα βρω αυτό που θέλω! φώναξε ο Παύλος. Ούρλιαξε.
Όσοι τον άκουσαν θορυβήθηκαν. Δεν περίμεναν να ήταν τόσο τρελός. Να ψάχνει μέσα στον ανόητο κόσμο να βρει τη μοναδική, την τέλεια γυναίκα για να την κάνει σύντροφο του ή αλλιώς θα έμενε μόνος μια ζωή.
Ωστόσο το τρένο έτρεχε, πλησίαζε στο τέρμα, εκεί στην Κηφισιά όπου έπρεπε να πάρει μερικά πλάνα για τις ανάγκες της δουλειάς του. Ήταν για ένα άρθρο του Κυριακάτικου φύλλου περί την μπουρζουαζία κι αυτός έπρεπε θα φωτογράφιζε μερικά από τα σπίτια των πλουσίων. Ήταν θεόμουρλος κι αυτός και ο αρχισυντάκτης αλλά τι τον ένοιαζε; Του άρεσε η δουλειά του αλλά μέχρι εκεί. Δε θα γινόταν ποτέ σκλάβος κανενός πράγματος, κανενός ανθρώπου, κανενός θεού.
Σκλάβος. Απίστευτη λέξη. Απίστευτη η ουσία της. Τι σημαίνει να είσαι σκλάβος; Δούλος; Όλοι είμαστε σκλάβοι! κατέληξε σε μια συμφωνία με τον εαυτό του. Σκλάβοι των ουσιών. Του αλκοόλ, της ηρωίνης, του κορμιού. Η Νέλλη τα είχε όλα. Όλα αυτά, ίσως και άλλα.
Συνοφρυωμένος κατέβηκε  στα λουλούδια της Κηφισιάς. Τα κοίταξε και τότε την είδε. Τον είδε κι αυτή κατεβάζοντας επιτέλους το χέρι από τα μαύρα μαλλιά της.
Η αινιγματική Νέλλη τρεμόπαιξε τα δικά της λουλουδένια μάτια, δεν τα κατέβασε, της άρεσε να τον ψάξει βαθειά. Πως κοιτάμε καμιά φορά με το παιχνιδιάρικο ύφος να τριβελίζει μέσα στο φως του άλλου; Πως αγαπάμε από την πρώτη στιγμή αυτό το βλέμμα που κάτι ζητάει, κάτι αγαπάει, κάτι θέλει και δεν το γνωρίζουμε γιατί γίνεται;
Φαίνεται να ήταν αυτή ή τουλάχιστον της έμοιαζε.
-
Πάμε κάπου; πρότεινε κι η Νέλλη έγνεψε ναι.
-
Ναι, γιατί όχι;
Και συμφώνησαν. Κάθισαν στο πουθενά, στο κάπου. Έψαξαν ο εις τον άλλον. Η άλλη αυτόν, κοιτάχτηκαν ώρες στα μάτια, αυτός την ήθελε πιο πολύ, εκείνη δεν καιγόταν ενώ το τραγούδι έλεγε ποιος έχει λόγο στην αγάπη. Φίλιππος Πλιάτσικας ή κάτι τέτοιος. Η Νέλλη αρνήθηκε πεισματικά να γίνει ταίρι του ίσως πάνω από δυο χρόνια. Έπαιζε, ήθελε, κάτι δεν της πήγαινε κι ο Παύλος απόκαμε. Όταν βρήκε αυτό που ήθελε εκείνο δεν τον ήθελε. Όχι ακριβώς αλλά γιατί; Που ήταν η τραγωδία; ποιος σκότωσε τον Οιδίποδα; ηλίθια ερώτηση αλλά πάει. Πηγαίνει.
Πολλές φορές το βλέμμα της ήταν απλανές, έμοιαζε με εκείνο των ανθρώπων που παίρνουν ουσίες κι Παύλος  σιχαινόταν αυτά τα πράγματα. Λες; αναρωτιόταν και δεν ήθελε να το πιστέψει αλλά πιστεύεις δεν πιστεύεις εσύ, τα πράγματα έχουν την δική τους σειρά, έξω από τις βουλές σου.
-
Και την έχασες; Άκουσε για πολλοστή φορά τον φίλο του τον Βαγγέλη να τον ρωτά.
Αυτός σκυθρώπιασε. Ηλίθιος κι αυτός ο Βαγγέλης.
Σκυθρώπιασε. Τι σκατολέξη ήταν αυτή; Ίσως να είχαν περάσει δυο χρόνια ακόμα από τότε και θα ήταν απαράδεχτο να μην είχε βρει μια άλλη να του αρέσει
-
Ξέρεις, έχασα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους εξ αιτίας της, του απάντησε κι ο Βαγγέλης έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Ανοιχτό. Μηδέν ολοστρόγγυλο. Γιατί τι άλλο μπορούσε να κάνει; Σιγά που χάθηκε ο κόσμος για μια Νέλλη! Έλα όμως που χάνεται ο κόσμος για μια Νέλλη ... λιγοστεύει επικίνδυνα η οθόνη, μικραίνουν οι απαντήσεις, οι λύσεις ... και τότε;

Μια εικόνα του κόσμου μας είναι τα σπίτια. Τα σπίτια που συχνάζουν άντρες για να δουν ή να κάνουν κάτι με ότι υπάρχει εκεί μέσα. Μια τσατσά, μια πουτάνα, ένας ταβατζής. [Το αίμα να κυλάει στην άσφαλτο, γιατί με πας αλλού; γιατί πας με άλλον; Έτσι σου αρέσει;]
Ο Παύλος Δεμίρης άρχισε αυτές τις επισκέψεις από τότε που έβγαλε οριστικό συμπέρασμα πως δεν υπάρχει η τέλεια γυναίκα που έψαχνε. Κι έτσι αυτός ο ευκαιριακός έρωτας με ξένα κορμιά, απλά κορμιά στο σκοτάδι ή στο ημίφως, αγκαλιές που δεν χρειάζονται φιλιά, αν σε φιλήσει μια πόρνη στα χείλη θα πει πως σ αγαπά κι αν σ αγαπήσει μια πουτάνα θα είσαι σπάνιος άντρας κι έτσι, όταν κατέβηκε τα δυο ή τρία σκαλιά του σπιτιού, κάθισε στο σαλονάκι μαζί με άλλους και περίμενε όπως ανάγγειλε η τσατσά πως θα εμφανιζόταν το κορίτσι. Η κοπέλα μας. Πίσω απ την κουρτίνα παραμόνευε ο ταβατζής, η δόση, τα ναρκωτικά, το σώμα που δεν καταλαβαίνει, το μυαλό που είναι αόριστο, ο μύθος πως χρειαζόμαστε ένα αιδοίο, ένα καυλί κι όταν επιτέλους βγήκε στη σκηνή το κορίτσι, η Νέλλη Στερνίου, δεν έγινε κανένας σεισμός, ούτε έπεσαν κάποια σπίτια, απλά το μετέωρο βλέμμα, η γρήγορη κίνηση του Παύλου να φύγει, να φύγει, να πάει κάπου μακριά για να μη τη σκοτώσει, αυτή ήταν η πρόωρη πρώτη σκέψη του και όλα τα γιατί γένηκαν πελώρια στην ψυχή του, η Νέλλη τον ακολούθησε στο δρόμο, στην άσφαλτο, να του εξηγήσει ήθελε, δεν έφταιγε αυτή, τα ναρκωτικά, η δόση, τα εύκολα λεφτά, η φτώχεια, ω! δεν μπορούσε, δεν την άντεχε τη φτώχεια.

Ο Παύλος Δεμίρης στάθηκε αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαύρα μαλλιά του. Μαύρα. Κατάμαυρα.











































 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΚΩΛΌΧΑΡΤΟ

 


Πάντα σου έλειπαν τα λίγα
Το κωλόχαρτο για να πιάσεις δουλειά
Το κρασί λίγο, το ψωμί λίγο
Το χαρτί στην τουαλέτα, το κρεμμύδι για τη σαλάτα
Οι φωνές για την τρελή, δίπλα στη μοναξιά
-η μοναξιά ήταν πολλή.
Α, ρε Γιάννη κι εσύ!
Οι γρίλιες μικρές για να κοιτάξεις έξω
το νερό που κυλούσε στο ρυάκι
ποτέ δε γινόταν κρασί.
Το κωλόχαρτο τέλειωνε, η φυλακή μίκραινε
δεν έβγαινες ποτέ απο εκεί. Εκεί!
Πίσω απ τα σίδερα- μέσα απ΄τα σίδερα
Άσε, από αγάπη πάντα είχαμε λίγη
με το χιλιοστόγραμμο, στάχτη από καμένα κορμιά
χόβολη από αλισβερίσια-το κωλόχαρτο! Το κωλόχαρτο! Το κωλόχαρτο...
Ναι, το ψέμα ήταν πολύ
Χόρταινες από το βλέμμα του ψεύτη
που είχε πολύ ψωμί, πολύ τυρί, πολύ αγάπη.
Εμεις δεν είχαμε τίποτε
Ψίχουλα έπεφταν καταγής, έχεις φάει ποτέ τη μπουκιά που σου πεσε;
Α, ρε Γιάννη κι εσύ...Πάντα έλειπε το κωλόχαρτο.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ηθική

 


-Μου άρεσε η μεταμφίεση των γυναικών, είπα στον Τούμα, το παίξιμο του Σαίξπηρ και με κοίταζε ξαφνιασμένος.
-Δεν το έχω διαβάσει, φέρτο εδώ. Με κοίταξε με μάτια παράξενο μίσους, δεν ήταν άνθρωπος αυτός, ήταν σκουλήκι φαρμακερό, έχιδνα που σφύριζε έριχνε το φαρμάκι του απέναντι στη βάρβαρη ζωή των χωρικών ή και της Ελλάδας που ήθελε να την αλλάξει, όταν το διάβασε και μου το επέστρεψε, μου είπε πως είχα δίκιο κι αρχίσαμε κάτι άλλο, κάτι σαν να με δίδασκε την ηθοποιία, με ανέβασε πάνω στο θρανίο να απαγγείλω, κάθε μου λέξη τη διόρθωνε, ορθοφωνώντας, αν και η δική του φωνή ήταν ξερή, καθαρή όμως και η δικιά μου άλλαζε χρώματα από εκείνη τη μέρα που πήγαινα στην εκκλησία σαν ψαλτόπαιδο με τον Παπά-Σπύρο να μου διδάσκει τους ύμνους, με ήχους πλάγιους, πρώτους και δεύτερους, ώσπου ένα απόγευμα συνάντησα τον γιο του, έναν αρχιμάστορα της φωνής να ψέλνει στο δάσος, τον Γιώργο Καραδήμο, μια αλλιώτικη φυσιογνωμία, μια σπάνια φωνή, ένα ταλέντο αξεπέραστο, παβουγαδικεζονι άκουγα από πάνω του και δεν κουνήθηκε από την παρουσία μου, αφού με είδε, κατάλαβε πως ήμουν εγώ, δεν πειράχτηκε, αλλά μια-δυο μελλοντικές κόντρες υπήρξαν μεταξύ μας που άλλα περίμενα να γίνει κι άλλα έγινε, εισαγγελέας παρ Αρείω πάγο, αυτός που ήταν ένα κάποιο ίνδαλμα για τη μικρή κοινωνία του Άγριου και όλοι τον είχαν σαν πρότυπο.
συνεχίζεται

Επιστρέφοντας ένα σούρουπο από την εκκλησία που βρισκόταν λίγο έξω από χωριό, ίσως χίλια μέτρα χωρίς σπίτια ανάμεσα τους, είχα μια πρώτη μεγάλη κόντρα με τον Παπά-Σπύρο, βαδίζοντας αργά, μετρώντας ο ένας τα βήματα του άλλου, δεν ήξερα αν μ αγαπούσε ή μονάχα τη βολή του ήθελε, ένα παπαδοπαίδι με καθαρή φωνή, αυτός να βγαίνει στην ωραία πύλη και να μου δείχνει την ακολουθία των ήχων με φωνή και χέρια κι εγώ στο μανουάλι ν ακολουθώ τον τρόπο του, έτσι περπατώντας μεταξύ Άγριου και θεού, του είπα πως εγώ δεν πίστευα σε τίποτε απ όλα αυτά, δεν τρόμαξε, ίσως το περίμενε, δεν έλεγε μεγάλα λόγια, έκανε ένα καθήκον περισσότερο σαν νεκροθάφτης, δεν ήταν υπέρμαχος της ορθοδοξίας αν και Καραδήμος, καταλάβαινε την εξουσία του, ίσως με μια απάθεια για τα πάθη της Χρισιανοσύνης, λίγο άθεος μου φάνηκε αλλά δεν μπορούσε να το υπερασπιστεί, δεν ήταν διαβασμένος πέρα από τα εκκλησιαστικά βιβλία, αμόρφωτος, γομάρι, όχι το δέμας, παρ όλα αυτά δίκαιος όσο μπορούσε.
-Δεν πιστεύεις στο θεό; Με ρώτησε.
-Όχι, του απάντησα σταθερά. Τουλάχιστον δεν πιστεύω στον δικό σας θεό. Μπορεί ο Βούδας να είναι καλύτερος θεός. Ακόμα καλύτερος ο Δίας.
-Σε έναν άλλο θεό; Έσκυψε ως Αριστοτέλης προς το δεξί μου ώμο συμβουλευτικά, τότε κατάλαβα πως με σεβόταν και πάντα ήμουν συμβατικός απέναντί του, επειδή καταλάβαινα την παραδεχτικότητα του να μην μπορεί ν αλλάξει τον κόσμο και παρέμενε στα καθεστώτα και από τότε δεν του ξαναφίλησα ποτέ το χέρι, νιώθοντας πως ήταν μια υποκρισία ή κάτι άλλο, γιατί να φιλάμε το χέρι του παπά; Ακόμα και του Παπαφλέσσα αυτού του οργισμένου επαναστάτη, που είχε αρχίσει να με συναρπάζει με την φλογερότητα του, κάνοντας ήδη την Ιστορία της Ελληνικής επανάστασης στο σχολείο, στην Πέμπτη τάξη πια, άριστος μαθητής ενός εξαίσιου δάσκαλου που έπαιζε στα δάχτυλά του την εξουσία του, ντυμένος πάντα με τη γραβάτα και τα κουστούμια που τα σιδέρωνε επιμελώς η χοντρή γυναίκα του αλλά τι άλλο θα ήταν η ζωή μου χωρίς τον Παπαφλέσσα και τον Κολοκοτρώνη που δεν τον μίσησα ή δεν τον αγάπησα ποτέ σαν τον Κανάρη μα δεν έφταιγε ο Γέρος του Μωριά, μόνο, για όσα συνέβηκαν τότε και ίσως ο Μάρκο Μπότσαρης να γινόταν πιο αρεστός με τον ξαφνικό του θάνατο, άραγε πόσα πράγματα να έρχονται στο νου κινώντας αυτές τις μνήμες και αργότερα ούτε τον Αντρούτσο θα συμπονούσα σαν αίτιο του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Στερεοελλαδιτών και Πελοπονήσιων με ανάμεσό τους τον αντιπαθητικό στη φάτσα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, και το βδελυρό, όπως έλεγαν, Κωλέττη, και εξίσου μεγάλη κόντρα αναπτύχτηκε δυο σημαντικές στιγμές μεταξύ εμένα και του Γιώργου Καραδήμου που σπούδαζε ήδη στην Ακαδημία, που είχε φιλοτεχνήσει ένα σκίτσο ίσως του Γεννάδιου, ή με μολύβι και ο Τούμας το είχε κρεμάσει σαν πρότυπο στον τοίχο της αίθουσας να το βλέπουμε όλα τα παιδιά σαν υπόδειγμα ζωγραφικής, δε λέω, είχε έναν καλούτσικο τρόπο σκίασης, μα αχνό, σαν μια αντιγραφή και δεν τον παραδέχτηκα σαν ζωγράφο, πράγμα που δεν έγινε ποτέ, παρά μόνο ένας φτωχός εισαγγελέας, αυτός ένα τεράστιο μέγεθος της φωνής, έψελνε ήδη στην μητρόπολη παρέα με τους Δεσποτάδες αλλά μέχρις εκεί, τίποτε άλλο μια καρικατούρα, ενός γνήσιου Καραδήμου που έκανε παρέα με τον Νικηφόρο Τάτση και τον αδερφό μου τον Σωτήρη Πλιάτσικα, ξεσπώντας ή χαραμίζοντας ατέλειωτες ώρες σε ανέκδοτα και ανούσιες ιστορίες και ήταν και ο Θόδωρας του Κώσταγιάνη, μια παράδοξη ιστορία ενός μελιστάλλακτου έφηβου που συντάραξε αργότερα το Άγριο με την αυτοκτονία του, και ο δε Νικηφόρος, παράξενη μορφή, που ήθελε να γίνει δημοσιογράφος, ρεπόρτερ και τα λοιπά, απάρτιζαν κάτι από τα ινδάλματα των νέων του Άγριου, μεταξύ αυτών και τρεις γυναίκες, πανέμορφες συνομίλικες, την αδερφή μου Έφη, την Γιαννούλα Καραδήμου και την Αγαθή του Τάτση, έτσι που μια μέρα συνέλαβα τον Αντώνη στο δάσος να ακολουθεί την Γιαννούλα, πανέξυπνη γυναίκα που χαραμίστηκε με κάποιον που δεν της έπρεπε, κόρη του παπά, μελαχρινή, και ο Αντώνης που ήδη είχε μεγαλώσει η πόσθη του να την ακολουθεί στο δάσος κάνοντας άσεμνες κινήσεις με το μπράτσο του, την έχω ακριβώς αυτή την εικόνα καθώς ήμουν ανεβασμένος στη συκιά, στην ασπρούλα συκιά του θείου που σπάνια πήγαινα επειδή ήταν απαγορευτικό να κλέβεις, στο Άγριο οι κλέφτες τιμωρούνταν με δυο ημέρες στο κατώι και αξίζει εδώ να πω, πριν αρχίσει ο μεγάλος μου έρωτας με τη Λεφτερία από το γένος των Μπαβαραίων που μας θεωρούσαν παρακατιανό σόι, αλλά εμάς μας άρεσε πολύ να κοιταζόμαστε στα μάτια και να πιανόμαστε από τα χέρια όταν συναντιόμασταν.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...