Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Η ΑΠΌΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ 2

 



Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πηγαίνοντας ν αγοράσει πηλό κόκκινο ή λευκό.
Του άρεσε ο πηλός. Η επαφή με το χώμα με τη γη. Στην ουσία από αυτό ζούσε. Τη σημειολογία την είχε παρατήσει σε κάποιες άκρες του μυαλού του. Εξάλλου στην Ελλάδα ποιος ήξερε τι είναι η σημειολογία; Τρίχες. Κάτι αφηρημένο, κάτι που δεν υπήρχε για τους πολλούς αλλά τίποτε τέτοιο δεν τον ενδιέφερε, νοώντας πως η σκέψη των πολλών για την ύπαρξη των πραγμάτων, δεν τον άγγιξε ποτέ. Όταν επέστρεψε από το Χιούστον, που ποτέ δεν παινεύτηκε πως τέλειωσε το πανεπιστήμιο όπως οι περισσότεροι έκαναν, παρατήρησε πως η ζωή στην Ελλάδα ήταν σκιώδης. Στην κατοχή του είχε ένα σπίτι στο Λυκαβηττό, κληρονομιά από τους γονείς του, ένα κατάστημα στο κέντρο της πόλης που νοίκιαζε κι ένα δικό του χώρο εργασίας περίπου τριακοσίων τετραγωνικών, όσο χρειαζόταν για ν αναπτύξει την αγγειοπλαστική του. Εκεί μέσα ήταν όλη η ζωή του Ντίνου Βελεμέντη. Ένας χώρος που θύμιζε αρχαϊκό εργαστήρι. Κροντήρια, κούροι και κόρες, πιάτα, θρύψαλα, κομμάτια από αγαλματένια κορμιά, τερακότες, λευκές, κόκκινες, βαμμένα ή ατέλειωτα, προτομές αντρών και γυναικών, γέμιζαν αυτά τα τετραγωνικά που είχε λατρέψει όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. Σιγά, καημένε! Του λεγε συχνά η Μαριλένα που δεν ήθελε να λατρεύει τίποτε περισσότερο από εκείνη αλλά όμως αυτός, τότε μούτρωνε. Όχι πως έβγαζε λεφτά από αυτή τη δουλειά. Ίσα- ίσα, ξόδευε. Όλα τα υλικά ήταν ακριβά, από το ρεύμα που έκαιγε για τους δυο μεγάλους φούρνους που τους έλεγε χαϊδευτικά τα μεγάλα καμίνια, μέχρι τα πινέλα, τα χρώματα, οι πορσελάνες, όλα του κόστιζαν μια περιουσία. Αλλά…

Ο ήλιος χτύπησε απέναντι την τρελή αμυγδαλιά. Έριξε φως στα ροδόασπρα άνθη, τύφλωσε ανάμεσα από τα ψηλά κτήρια το δικό του φως, να δει καλύτερα τι υπάρχει ανάμεσα μας. Ανάμεσα στο κορμί, στο πνεύμα, τις πέτρες και τη λευκή αντίσταση της  τρελής. Είναι η μυγδαλιά τρελή; μήπως δεν ξέρει τι κάνει; Γιατί να είναι τόσο βιαστική; [όσο η ζωή μας]. Γιατί δεν περιμένει τα άλλα καρποφόρα;
Το φως συνέχιζε να τον χτυπάει κατάμουτρα κι απέναντι στο άσπρο. Το ροζ είναι ελάχιστο και οι μέλισσες κάνουν τη δουλειά τους. Παίρνουν τη γύρη; φτιάχνουν τη γύρη; που να θυμάται. Δεν είναι πολλές, ίσως δυο-τρεις αυτό το πρωινό. Αργότερα θα έρθουν περσότερες, σκέφτεται: « κι εγώ θα ανοίξω επιτέλους την πόρτα του κήπου. Δεν είναι δικός μου, ούτε η Μυγδαλιά είναι δικιά μου. Τίποτα δεν είναι δικό μου εκτός από το φως του ήλιου.»
Πριν από το δάσος δεν υπήρχε πνοή, δεν υπήρχε τίποτε. Γι αυτό είχε μπει εκεί, για να δει έναν κόσμο αλλιώτικο. Να δει τα δέντρα, τα λουλούδια, το χώμα, πριν από το πρώτο φιλί μας με τον ήλιο. Τις πυκνές βελανιδιές, τα ανοιχτοπράσινα πεύκα, τον σκουρόχρωμο κισσό που πνίγει νοσηρά τον κόσμο μας-υπάρχει κι αυτός όπως και οι σκιές και το φως. Όταν μπαίνεις στο δάσος πριν την ανατολή του ήλιου, αυτό ήταν το φιλί του ήλιου που αντάμωσε αργότερα στο ξέφωτο, στο λιβάδι με τις παπαρούνες. Τις άσπρες και τις κίτρινες μαργαρίτες, τα μοβ μανουσάκια, τα λευκά ζουμπούλια, όλα τα λουλούδια που μύριζαν έρωτα, αυτή τη μυστική συμφωνία ανθρώπου και θροίσματος ανέμου. Πάντα κάπως έτσι σφύριζε την Άνοιξη μόνο, ο αέρας. Σαν να επικοινωνούσε με το μυαλό του, σα να μεθούσε και το ήξερε πάντα λίγο προτού βγει στο ξέφωτο γι αυτό έτρεχε μαζί με το αέρι, σα να κυνηγούσε κάποιο αόρατο άσπρο άλογο και μια γυναίκα. Γιατί και η Άνοιξη γυναίκα ήταν όπως κι αυτά τα αρχαία δέντρα, τα δυνατά δέντρα που του έδιναν μια άλλη δύναμη ψυχής. Κι όταν έλεγε ψυχή δεν εννοούσε κάποιο αθάνατο μέρος του, που θα συνέχιζε να ζει και μετά το θάνατο του. Η ψυχή μπορούσε απλά να είναι ο νους, ο εγκέφαλος, όμως κάτι άλλο, ίσως μια απόδειξη της μοναδικότητας του ήθελε να μεταδώσει με τον όρο ψυχή.
Το πράσινο αέριζε αυτόν τον κόσμο, με έναν τρόπο που μόνο η Άνοιξη μπορούσε να το κάνει. Μυρίζει η Άνοιξη;
Είναι απίστευτο, να το νιώθεις ακόμα κι όταν είσαι κλεισμένος σε τσιμεντούπολεις. Και ο Ντίνος Βελεμέντης ένιωθε έτσι, όλες τις Άνοιξες της ζωής του. Στο κενό της ατμόσφαιρας, στο μουντό συνήθως χρώμα της μοναξιάς- α, αυτό το θαλερό ημίφως του ξυπνήματος, οι χρυσές ανταύγειες του απογεύματος, το μέσα που γινόταν έξω, το ξέφωτο που είχε φτάσει τώρα. Και λέγοντας ξέφωτο δεν εννοούσε υποχρεωτικά το άνοιγμα ενός χώρου στο δάσος. Όχι, εννοούσε το ξέφωτο του μυαλού του, το άνοιγμα σε ένα χώρο που το μπλε, ξεχώριζε άπλετα από τις σκιές και η μάθηση του για τη ζωή γινόταν κάτι ακαθόριστο μεν οριακά δε ξεκάθαρο: Ήταν το μοναδικό πλάσμα πάνω στη γη που μπορούσε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό.

συνεχίζεται

 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Η ΑΠΌΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ

 

 



ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ



Εκεί που οι βράχοι κόβονται με το μαχαίρι η θάλασσα δε νικιέται.

Ο απαλός ήχος εκείνου του πρωινού που έκανε το ταξίδι προς το Βορά, ο Ντίνος Βελεμέντης ήταν από τα καλύτερα που του είχαν συμβεί. Αυτή η φράση με τους βράχους και τη θάλασσα που δε νικιέται, ήταν σφηνωμένη όλη τη νύχτα στο μυαλό του. Γιατί δε νικιέται η θάλασσα; Αναρωτήθηκε δυνατά καθώς είχε καθίσει στη θέση του, μέσα στο τρένο που ταξίδευε από το κέντρο για το Μαρούσι.
Δεν ήταν μακριά. Συνήθως σ αυτά τα ταξίδια δεν καθόταν, δεν ήθελε να στερήσει τη θέση από κάποιους αδύνατους αλλά εκείνη τη μέρα αποφάσισε ν απολαύσει τη μικρή διαδρομή καθιστός.
Ο Ντίνος Βελεμέντης ήταν ένας αγγειοπλάστης το επάγγελμα- άνθρωπος βαρεμένος κατά τους άλλους, τους πολλούς, που δεν ήξεραν και πολλά πράγματα για τη ζωή του. Όμως αυτός πίστευε πως είχε να προσφέρει πολλά στη ζωή. Μεγαλωμένος μέσα σε μια αστική οικογένεια, μοναχογιός, γύρω στα σαράντα, άνθρωπος της κουλτούρας, ασκούσε μια γοητεία στον περίγυρο του. Όλοι έλεγαν πως ήταν σπουδαίο μυαλό, μα αυτός δε ζήλευε τίποτε παραπέρα από τη γνώση του, την ευστροφία του για την ανθρώπινη ύλη. Χρησιμοποιούσε αυτό το «ανθρώπινη ύλη» για να υποδείξει τη μάζα του υπερπληθυσμού του πλανήτη, από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερική και δήλωνε αμέτοχος στη συμφορά που βάραινε τον κόσμο από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά.

Είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο του Χιούστον σπουδάζοντας εκεί σημειολογία, πριν από πολλά χρόνια. Τα φοιτητικά χρόνια που έλεγε ή καυχιόταν πως ήταν τα καλύτερα στη ζωή του ανθρώπου κι αργότερα, όταν είχε παντρευτεί τη Μαριλένα μια εξίσου βαρεμένη μ αυτόν Κερκυραία, λογίστρια των ηθικών αρχών του ανθρώπου, πίστευε ακράδαντα πως ούτε τα βράχια κόβονταν στα δυο, ούτε πως η θάλασσα νικιέται.
Η σκέψη αυτή τον βασάνιζε χρόνια. Η εξέλιξη των ειδών του Ντάρβιν δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αντιρρήσεων αλλά θα ξεκινούσε έτσι: Όχι, δεν καταγόμαστε από τους πιθήκους. Η πρώτη, σθεναρή αντίρρηση είναι πως κανένα από τα γνωστά είδη πιθήκων δε μετεξελίσσεται σε άνθρωπο. Ο χιμπατζής παραμένει χιμπατζής, ο
  ουρακοτάγκος, ουρακοτάγκος και ούτω καθεξής. Είναι πολύ απλό να σκεφτούμε εδώ πως μόνο ένα είδος πίθηκου, αυτό που ονομάζουμε άνθρωπο εξελίχτηκε σε άνθρωπο, άρα αυτό αναιρεί άμεσα την καταγωγή μας από το συγκεκριμένο είδος. Ούτε ξαδέρφια μας είναι οι πίθηκοι, ούτε καθόλου τέτοια πράγματα. Οι άνθρωποι υπάρχουν πάνω στη γη περίπου τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια, μιλάμε για αριθμό που και συμπαντικά είναι ικανός, και τίποτα δε μεταμορφώνει πια την εικόνα του: ήθελε να πει, πως με την εμφάνιση του ανθρώπου τελείωσε ο νόμος της εξέλιξης των ειδών; Και εφόσον όλα τα είδη δε μετεξελίσσονται σε άλλο, το λιοντάρι σε αλεπού, το ψάρι σε πουλί, θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι το τελειότερο των ειδών; Και από απόψεως λογικής και μορφής και ότι άλλο συνεπάγεται με αυτό;
Είχε μια σκέψη διαφορετική αν και υπήρχε φυσικά σαν άθεος, που θα πηγαίνει κάπως προς τους ιδεολόγους: ο άνθρωπος υπήρχε πάντα και δεν είναι προϊόν καμιάς εξέλιξης. Οι κλιματικές συνθήκες οι φυσικές καταστροφές, τον έκαναν άλλοτε πρωτόγονο κι άλλοτε πολιτισμένο. Αν εξετάσουμε τη δική μας ιστορία δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια, είναι μηδαμινή μπροστά στα τέσσερα δισεκατομμύρια που υπάρχουμε εδώ πάνω. Τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε να προδικάσουμε ακριβώς ποιος ήταν ο πολιτισμός πριν εκατό χιλιάδες χρόνια πριν; Όχι.
Και επανερχόταν στο βασικό ερώτημα. Καταγόμαστε από τον πίθηκο; Η απάντηση είναι όχι. Ούτε όμως μας έσπειρε κάποιος θεός. Πως όμως θα εξηγήσουμε τη στασιμότητα της τελειοποίησης του είδους των ανθρώπων; Και μη του έλεγε κανένας πως δεν είμαστε ίδιοι εδώ και χιλιάδες χρόνια θα το απέρριπτε. Έχουμε πάντα δυο μάτια, δυο πόδια, πέντε αισθήσεις και μια μορφή που την αλλάζουμε μόνο εμείς, επεμβαίνοντας στη φύση μας. Η ίδια από μόνη της δεν αλλάζει τη μορφή και τον εγκέφαλο μας, ούτε μας πάει στο καλύτερο ή στο χειρότερο, αυτό αναγκαία δεν υπάρχει στη φύση, δηλαδή το καλό και το κακό [ Καλό για το λιοντάρι είναι
 να φάει την αντιλόπη, κακό είναι για την αντιλόπη να φαγωθεί] Ο πίθηκος που είναι όντως ένα άσχημο ζώο και δεν μπορεί να συγκριθεί με τον άνθρωπο, όπως φυσικά και κανένα άλλο ζώο. Οποιεσδήποτε συγκρίσεις σ αυτό, καταντούν έξω από τη λογική του ανθρώπου. Βεβαίως τα ζώα έχουν μόνο ένστικτο,  το καθένα λίγο περισσότερο και το άλλο λίγο χειρότερο, η σύγκριση όμως με τον άνθρωπο είναι ανεπανόρθωτα συντριπτική : Ο άνθρωπος είναι το τέλειο ον που γνωρίζουμε σ αυτόν τον γήινο πολιτισμό. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο και θα διαφωνούσε εδώ με τον Μίλαν Κούντερα που λέει: Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας [η πιο ουσιαστική κρυμμένη ώστε να μη τη βλέπουμε] έγκειται στη σχέση του ανθρώπου με όσους είναι στο έλεος του: τα ζώα.
Και γιατί να μην είναι στο έλεος του τα ζώα; Με την έννοια να τα λυπάται που και που και να τα αφήνει να ζήσουν λίγο παραπάνω;
Ο Ντίνος Βελεμέντης δε λυπόταν τα ζώα, μόνο τους ανθρώπους και από αυτούς όχι όλους. Τα ζώα δεν αποτελούν το μεγαλύτερο υπηρετικό προσωπικό του ανθρώπου από καταβολής λογικής; Κανένα ζώο δε μοιάζει στον άνθρωπο είτε το θέλετε, είτε όχι. Αυτός όσο έζησε δήλωνε αυτή τη διαφορά. Με την άποψη πως ο κόσμος μας, είναι κόσμος ικανοτήτων, έβγαζε το συμπέρασμα για την τεράστια διαφορετικότητα του από τον πίθηκο.

 

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

ΝΑ ΥΠΟΤΆΞΕΙΣ ΤΗΝ ΎΛΗ

 

 


Τράβηξα την κουρτίνα να δω τον κόσμο.
Και πίσω απ την κουρτίνα άνοιξε μια άλλη. Μια άλλη. Πειθαρχώ. Φτιάχνω ισοζύγιο μεταξύ επιθυμίας και δύναμης.
Άνοιξα την κουρτίνα με απείθεια. Ποια είναι η ουσία αυτού του κόσμου;
Να υποτάξεις την ύλη.
Πολύ δύσκολο για μένα,που κινούμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κάποιες στιγμές νομίζω πως είμαι θεός και κάποιες άλλες φύλλο τρεμάμενο.
Πάνω απ όλα όμως στέκει η αρετή και η πειθαρχία, που μαζί με τη γενναιότητα στέκουν τεράστια εμπόδια στην καθυπόταξη της ύλης. Να σκεφτώ καλύτερα από τους προγόνους, να ξεπεράσω το νου του ανθρώπου που μπορεί να συλλαμβάνει μονάχα τα φαινόμενα.
Ανοίγω την κουρτίνα, στέκομαι πίσω απ το παράθυρο. Βλέπω τον κόσμο, είναι ένα φως απέραντο-παρ όλα αυτά εγώ βρίσκομαι σε μια άβυσσο. Εδώ έρχεται η αβεβαιότητα, δε στηρίζομαι πουθενά, το περβάζι είναι έτοιμο να πέσει, τρέμουν συνθέμελα οι νόμοι και οι εξουσίες μου. Άραγε ότι έφτιαξα ήταν μηδαμινό, πίσω απ την κουρτίνα, κρύβεται η ολιγότητα της ύπαρξης, ο χρόνος που δε φτάνει να εξηγήσω μόνος μου τον κόσμο. Η σκληρότητα του απάνθρωπου ποτίζει τον νωτιαίο μυαλό, η ανάγκη γίνεται πιο αισχρή απ την αγάπη, απ την ελευθερία. Δεν είμαι ελεύθερος. Ανεξάρτητος να κάνω ότι θέλω. Αισθάνομαι συνέχεια πεινασμένος σαν τον Τάνταλο, κουρασμένος σαν τον Σίσυφο, ανήμπορος να συλλάβω την αλήθεια. Την αλήθεια που θα εκφράζει το απόλυτο. Ήρθα εδώ από ένα απόλυτο σκοτάδι. Θα καταλήξω σε ένα εξ ίσου απόλυτο σκοτάδι.
Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες του ανθρώπου. Η ακεραιότητα αυτής της συνύπαρξης δεν μπορεί να ελευθερώσει τον νου.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου με τίτλο Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.

 

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2022

ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΤΟΥ ΔΡΌΜΟΥ 2

 

 


Στεκόταν κάμποση ώρα εκεί, στη μέση του δρόμου, αναποφάσιστη. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να κλάψει ή να μισήσει τον εαυτό της.  Σήκωσε το άσπρο χέρι το έβαλε ανάμεσα στα κατάμαυρα μαλλιά της. Μαλλιά απαλά χαϊδεμένα απ τη μάνα της. Χρόνια την θυμάται από παιδί να την αγγίζει  και να της ψέλνει την αξία μιας τίμιας ζωής. Ήταν ποτέ τίμια η ζωή;
Η Νέλλη Στερνίου δεν είχε πάρει ποτέ μια οριστική απάντηση σ αυτό το ερώτημα, αν και έγερνε προς την αρνητική θέση. Όχι, δεν ήταν τίμια αυτή η ζωή.

Μπήκε την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά το σίδερο του έγδαρε τον ώμο αλλά πρόλαβε. Πρόλαβε το τρένο για την Κηφισιά. Ιδρωμένος, έψαξε για μια θέση μέρα μεσημέρι. Τη βρήκε, βολεύτηκε, κοίταξε γύρω του, λίγος κόσμος, λίγοι άνθρωποι αλλά και πολύς να ήταν δεν τον ένοιαζε, ότι έψαχνε να βρει στη ζωή του είχε πάει στράφι. Όχι δεν ήταν απελπισμένος ο Παύλος Δεμίρης, φωτορεπόρτερ το επάγγελμα, πάντα κουβαλούσε μια φωτογραφική μηχανή στον ώμο του, είχε αποκρυσταλλωμένες απόψεις. Δε θα γινόταν αυτός έρμαιο των πιθανοτήτων.
Κουβαλούσε την ισχυρή θέληση, μια από αυτές, πως έπρεπε να βρει τη σωστή, μια αληθινή γυναίκα να την κάνει σύντροφο του. Όχι μεσοβέζικες καταστάσεις σαν αυτές που είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του, γιατί στα τριανταπέντε σου χρόνια δεν δικαιούσαι να κάνεις κι άλλες βλακείες. Έτσι έλεγε στον εαυτό του και στους φίλους που τον παρότρυναν να κάνει μια σχέση. Σχέση, άλλη μανιώδης λέξη αυτή. Τι θα πει σχέση;
Κι έτσι έμενε μόνος του καιρό τώρα, ίσως δυο χρόνια.
-
Δυο χρόνια! Είναι πολύς καιρός, του είπε ο απέναντι. Δυο χρόνια χωρίς γυναίκα; απόρεσε. Πως γίνεται αυτό;
-
Άλλοι έχουν μείνει και δέκα χρόνια, του ανταπάντησε.
-
Εγώ θα βρω αυτό που θέλω! φώναξε ο Παύλος. Ούρλιαξε.
Όσοι τον άκουσαν θορυβήθηκαν. Δεν περίμεναν να ήταν τόσο τρελός. Να ψάχνει μέσα στον ανόητο κόσμο να βρει τη μοναδική, την τέλεια γυναίκα για να την κάνει σύντροφο του ή αλλιώς θα έμενε μόνος μια ζωή.
Ωστόσο το τρένο έτρεχε, πλησίαζε στο τέρμα, εκεί στην Κηφισιά όπου έπρεπε να πάρει μερικά πλάνα για τις ανάγκες της δουλειάς του. Ήταν για ένα άρθρο του Κυριακάτικου φύλλου περί την μπουρζουαζία κι αυτός έπρεπε θα φωτογράφιζε μερικά από τα σπίτια των πλουσίων. Ήταν θεόμουρλος κι αυτός και ο αρχισυντάκτης αλλά τι τον ένοιαζε; Του άρεσε η δουλειά του αλλά μέχρι εκεί. Δε θα γινόταν ποτέ σκλάβος κανενός πράγματος, κανενός ανθρώπου, κανενός θεού.
Σκλάβος. Απίστευτη λέξη. Απίστευτη η ουσία της. Τι σημαίνει να είσαι σκλάβος; Δούλος; Όλοι είμαστε σκλάβοι! κατέληξε σε μια συμφωνία με τον εαυτό του. Σκλάβοι των ουσιών. Του αλκοόλ, της ηρωίνης, του κορμιού. Η Νέλλη τα είχε όλα. Όλα αυτά, ίσως και άλλα.
Συνοφρυωμένος κατέβηκε  στα λουλούδια της Κηφισιάς. Τα κοίταξε και τότε την είδε. Τον είδε κι αυτή κατεβάζοντας επιτέλους το χέρι από τα μαύρα μαλλιά της.
Η αινιγματική Νέλλη τρεμόπαιξε τα δικά της λουλουδένια μάτια, δεν τα κατέβασε, της άρεσε να τον ψάξει βαθειά. Πως κοιτάμε καμιά φορά με το παιχνιδιάρικο ύφος να τριβελίζει μέσα στο φως του άλλου; Πως αγαπάμε από την πρώτη στιγμή αυτό το βλέμμα που κάτι ζητάει, κάτι αγαπάει, κάτι θέλει και δεν το γνωρίζουμε γιατί γίνεται;
Φαίνεται να ήταν αυτή ή τουλάχιστον της έμοιαζε.
-
Πάμε κάπου; πρότεινε κι η Νέλλη έγνεψε ναι.
-
Ναι, γιατί όχι;
Και συμφώνησαν. Κάθισαν στο πουθενά, στο κάπου. Έψαξαν ο εις τον άλλον. Η άλλη αυτόν, κοιτάχτηκαν ώρες στα μάτια, αυτός την ήθελε πιο πολύ, εκείνη δεν καιγόταν ενώ το τραγούδι έλεγε ποιος έχει λόγο στην αγάπη. Φίλιππος Πλιάτσικας ή κάτι τέτοιος. Η Νέλλη αρνήθηκε πεισματικά να γίνει ταίρι του ίσως πάνω από δυο χρόνια. Έπαιζε, ήθελε, κάτι δεν της πήγαινε κι ο Παύλος απόκαμε. Όταν βρήκε αυτό που ήθελε εκείνο δεν τον ήθελε. Όχι ακριβώς αλλά γιατί; Που ήταν η τραγωδία; ποιος σκότωσε τον Οιδίποδα; ηλίθια ερώτηση αλλά πάει. Πηγαίνει.
Πολλές φορές το βλέμμα της ήταν απλανές, έμοιαζε με εκείνο των ανθρώπων που παίρνουν ουσίες κι Παύλος  σιχαινόταν αυτά τα πράγματα. Λες; αναρωτιόταν και δεν ήθελε να το πιστέψει αλλά πιστεύεις δεν πιστεύεις εσύ, τα πράγματα έχουν την δική τους σειρά, έξω από τις βουλές σου.
-
Και την έχασες; Άκουσε για πολλοστή φορά τον φίλο του τον Βαγγέλη να τον ρωτά.
Αυτός σκυθρώπιασε. Ηλίθιος κι αυτός ο Βαγγέλης.
Σκυθρώπιασε. Τι σκατολέξη ήταν αυτή; Ίσως να είχαν περάσει δυο χρόνια ακόμα από τότε και θα ήταν απαράδεχτο να μην είχε βρει μια άλλη να του αρέσει
-
Ξέρεις, έχασα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους εξ αιτίας της, του απάντησε κι ο Βαγγέλης έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Ανοιχτό. Μηδέν ολοστρόγγυλο. Γιατί τι άλλο μπορούσε να κάνει; Σιγά που χάθηκε ο κόσμος για μια Νέλλη! Έλα όμως που χάνεται ο κόσμος για μια Νέλλη ... λιγοστεύει επικίνδυνα η οθόνη, μικραίνουν οι απαντήσεις, οι λύσεις ... και τότε;

Μια εικόνα του κόσμου μας είναι τα σπίτια. Τα σπίτια που συχνάζουν άντρες για να δουν ή να κάνουν κάτι με ότι υπάρχει εκεί μέσα. Μια τσατσά, μια πουτάνα, ένας ταβατζής. [Το αίμα να κυλάει στην άσφαλτο, γιατί με πας αλλού; γιατί πας με άλλον; Έτσι σου αρέσει;]
Ο Παύλος Δεμίρης άρχισε αυτές τις επισκέψεις από τότε που έβγαλε οριστικό συμπέρασμα πως δεν υπάρχει η τέλεια γυναίκα που έψαχνε. Κι έτσι αυτός ο ευκαιριακός έρωτας με ξένα κορμιά, απλά κορμιά στο σκοτάδι ή στο ημίφως, αγκαλιές που δεν χρειάζονται φιλιά, αν σε φιλήσει μια πόρνη στα χείλη θα πει πως σ αγαπά κι αν σ αγαπήσει μια πουτάνα θα είσαι σπάνιος άντρας κι έτσι, όταν κατέβηκε τα δυο ή τρία σκαλιά του σπιτιού, κάθισε στο σαλονάκι μαζί με άλλους και περίμενε όπως ανάγγειλε η τσατσά πως θα εμφανιζόταν το κορίτσι. Η κοπέλα μας. Πίσω απ την κουρτίνα παραμόνευε ο ταβατζής, η δόση, τα ναρκωτικά, το σώμα που δεν καταλαβαίνει, το μυαλό που είναι αόριστο, ο μύθος πως χρειαζόμαστε ένα αιδοίο, ένα καυλί κι όταν επιτέλους βγήκε στη σκηνή το κορίτσι, η Νέλλη Στερνίου, δεν έγινε κανένας σεισμός, ούτε έπεσαν κάποια σπίτια, απλά το μετέωρο βλέμμα, η γρήγορη κίνηση του Παύλου να φύγει, να φύγει, να πάει κάπου μακριά για να μη τη σκοτώσει, αυτή ήταν η πρόωρη πρώτη σκέψη του και όλα τα γιατί γένηκαν πελώρια στην ψυχή του, η Νέλλη τον ακολούθησε στο δρόμο, στην άσφαλτο, να του εξηγήσει ήθελε, δεν έφταιγε αυτή, τα ναρκωτικά, η δόση, τα εύκολα λεφτά, η φτώχεια, ω! δεν μπορούσε, δεν την άντεχε τη φτώχεια.

Ο Παύλος Δεμίρης στάθηκε αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαύρα μαλλιά του. Μαύρα. Κατάμαυρα.











































 

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...