Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΜΌΝΟΣ

 





Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω.
Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα
Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο
κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο
μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα
σκούρα ες; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς.
Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα
μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε
τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά,
περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη
σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα
το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα.
Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα
μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά
στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί,
να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή
έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ
να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα
έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα
μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα
τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους
κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο.
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να
με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου.
Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές
άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται
στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που
με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε
  είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο.
στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό
μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα
την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα
κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαπό. Μόνος μου.



 


Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΠΛΕ ΣΚΟΤΆΔΙ

 


Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα, να μην κουβαλάω πολλά πράγματα, μόνο τα
σαντάλια μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία παραμάσχαλα. Έφευγα για
όπου μου άρεσε. Ένα τέτοιο μέρος που με συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η
Αίγινα. Έτσι, λοιπόν από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία
μου, την κοπάνισα. Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο κατάστρωμα παρέα με τους
γλάρους, το μπλέ και μια σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε
να φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το καφεδάκι, έσπαγα κανένα
χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος, νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά. Απέναντι μου
ένας τύπος ψηλόλιγνος, παληκαρι, φοιτητής φαινόταν με μια κιθάρα στον ώμο του
κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι, αποφάσισε να την ξεκρεμάσει για να χαϊδέψει τις
χορδές της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα, έτσι πρέπει να είναι τα δάχτυλα των
κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν άνοιξε το
σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε. Άρχισα να πίνω κι εκείνος να
παίζει. Συντραγουδήσαμε. Κι μετά όλο το βαπόρο μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα
είχε γίνει ένα κουβάρι μαζί μας! Άλλο που δεν ήθελαν οι τουρίστριες! Χόρευαν
ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι και ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το βαπόρο, στην προβλήτα,
ανάμεσα από πολύ κόσμο προσπάθησα να συνεννοηθώ με το Θόδωρα που θα
βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει για τέτοιον άνθρωπο. Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε στο
σκοτάδι. Τι υπονοούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκα
αλλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα , κάπως άβολα θυμάμαι. Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα. Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ, πήγα στο περίπτερο
να πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε τα ρέστα, δεν τον ρωτάω, σκέφτηκα.
Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του η άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Γέλασα.
Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν να πίνει
ούζο στο σκοτάδι της υποψίας μιας άλλης ζωής.







 

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΟΥΚΟΎΤΣΙ

 

 


Πέταξα το κουκούτσι απ το παράθυρο στο δρόμο. Κύλησε κάμποσο
καθώς το παρατηρούσα, ώσπου σταμάτησε. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσει.
Ήθελα να πάει λίγο παρακάτω ή να κινείται συνέχεια, έτσι θα μου έδινε την
εντύπωση πως κάτι γίνεται , πως κάτι υπάρχει αυτό το ήσυχο πρωινό που όλα
έμοιαζαν όμορφα και ευτυχισμένα. Ύστερα κοίταξα τη ζωή μου για λίγο. Για λίγο
σκέφτηκα κάτι παράξενα πράγματα που έχω κάνει, μικρά ή μεγάλα. Τι ωραία θα
ήταν να έπαιρνα τους δρόμους!
Και γιατί όχι;. Κατέβηκα από το μπαλκόνι μου πιασμένος από τα φυτά του κήπου,
ω ήταν εύκολο, άρα και οι κλέφτες μπορούν ν ανέβουν αλλά δε με ένοιαξε,
ξανασκέφτηκα, ας υπάρχουν κι αυτοί είπα κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο και
έναν ήλιο που μόλις γεννιόταν και ήθελε να μου τυφλώσει τα μάτια. Βγήκα στο
δρόμο, περπάτησα λίγο με τα χέρια στη μέση, είναι δύσκολο να περπατάς έτσι,
δηλαδή χωρίς να κουνάς τα χέρια σου κανονικά-αριστερό χέρι, δεξί πόδι και όχι
όπως είχα δει μερικούς παλιά, δεξί χέρι, δεξί πόδι. Στην άλλη γωνία που κοίταζα
το σπασμένο πεζοδρόμιο ένας ποντικός πετάχτηκε όμορφος να κάνει κι αυτός τη
βόλτα του, γιαλπ, γιαλπ γιάλπ, του φώναξα κι εξαφανίστηκε κατατρομαγμένος
ενώ δεν ήθελα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου είδα ένα ποδήλατο, κόκκινο,
αστραφτερό και πήγα προς τα εκεί. Το είδα λυμένο, παραξενεύτηκα που δεν είχε
κλειδαριές, κοίταξα γύρω μου με υποψία. Κανείς. Κανένας. Κανενέστατος.
Έπιασα το τιμόνι, ανέβηκα στη σέλα, ω είχα να κάνω ποδήλατο από παιδί, τι ωραία! Πάτησα τα πετάλια, έφυγα στην κατηφόρα προσεκτικά, στην αρχή αλλά σιγά-σιγά
πήρα φόρα κι έτρεξα σαν τον άνεμο. Α! τι ωραία, έλεγα κι ένιωθα μέσα μου κι από
έξω μου. Κίνηση δεν είχε καθόλου, μόνος μου ήμουν αυτό το πρωινό και βάλθηκα
να κάνω τα παλιά κόλπα μου. Σηκώθηκα ορθοπεταλιές στην κατηφόρα, γύρισα
ανάποδα στη σέλα, έτρεξα ανάποδα, ο δρόμος ίσιωσε, γύρισα μπροστά, άφησα
τα χέρια να κάνω μαγκιές. Ναι, τα χέρια στην έκταση, είναι δύσκολο να το πετύχεις
αλλά εγώ τα κατάφερνα και χαμογελούσα, ώσπου μου ήρθε ο τοίχος στη μάπα. Το πρόσωπο μου στράβωσε στον σκληρό σοβά, το τιμόνι έγινε τσακλακούδουνο,
ο τροχός μπήκε μέσα, ξεφούσκωσε η αλυσσίδα κι εγώ με ένα σπασμένο δόντι στο
χέρι, σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα όταν ήμουν στο μπαλκόνι μου και κοίταζα
το κουκούτσι που είχα πετάξει να κατρακυλάει στην άβυσσο.

 

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΠΕΦΉΦΑΝΟΣ ΉΧΟΣ

 


ΗΧΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Ο ήχος του γυναικείου περπατήματος
είναι αλλιώτικος¨ εγώ τον καταλαβαίνω.
Το τακούνι της γυναίκας
χτυπάει σαν βόλι στο μάτι του άντρα
Όχι στο αφτί
στο μάτι
Ο ήχος του τακουνιού είναι περήφανος
εγώ τον καταλαβαίνω
Σαν το γυμνό αγάμητο γυναικείο σώμα
χτυπάει στο πλακόστρωτο κι από μακριά
οι άντρες σηκώνουν τα βλέφαρα
ν’ αφουγκραστούν τον γυναικείο ήχο που
μυρίζει μουνίλα
Ο ήχος
Ανάλογα το ύψος
ο ήχος της γυναίκας ακούγεται
γρήγορος, κοφτός, ανήσυχος.
Από μακριά τον καταλαβαίνω
αυτόν τον ήχο του γυναικείου
τακουνιού στον πεζόδρομο.
Είναι μονόδρομος
Χωρίς τον ήχο της γυναίκας δεν ζεις

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

ΧΑΜΌΓΕΛΟ ΑΠΟΤΥΧΊΑΣ

 


 

Μίλα καλά, μίλα ωραίαααα!
Κατηφόρισα χτες προς την πλατεία Ομονοίας. Καθώς είχα λίγο χρόνο για χάσιμο, σκέφτηκα, μετά από πόσα χρόνια δε θυμάμαι, να κάνω πεζός τον κύκλο της. Μπήκα από τη στοά της Πατησίων και μου φάνηκε πως δεν έχει αλλάξει τίποτε. Ίδιοι άνθρωποι, ίδιοι α βαβά αβανταδόροι, προσπαθούν να σε σπρώξουν στα μαγαζιά τους. Δίπλα στο προποτζίδικο οι απίστευτοι παπατζήδες μαζί με τους κουστουμαρισμένους παίχτες του προπό, του Τζόκερ του κινο. Αυτοί του κινο ξεχωρίζουν, είναι φτωχομπατίρηδες που προσπαθούν να κονομήσουν το μεροκάματο, οι άλλοι του Ιπποδρόμου με τις γραβάτες και το ψεύτικο χαμόγελο της επιτυχίας στα χείλη, είναι άλλου είδους απατεωνίσκοι.
Βγαίνοντας από τη στοά προς την πλευρά της Δώρου και μπροστά από το πρώην καφενείον ΤΟ ΝΕΟΝ, είδα καινούργιες καφετέριες, ανθρώπους να κάθονται να κουβεντιάζουν σαν τα παλιά. Καλούτσικα ήταν! Έφτασα μέχρι την 3ης Σεπτεμβρίου, κοίταξα μέσα προς τα εκεί που ήταν παλιά το συντριβάνι και έπεφταν οι φίλαθλοι των ομάδων τους μετά τις νίκες, κάποιοι εργάτες, εργολάβοι κλπ διόρθωναν, φύτευαν. Προχωρώντας προς την Πειραιώς και την Αθηνάς που συνεχίζουν να υπάρχουν μερικά απ τα παλιά εμπορικά, παρατήρησα πως δεν έχει πράσινο αυτή πλατεία. Καθόλου πράσινο. Από τις ελάχιστες πλατείες που έχω δει με τόσο λίγο πράσινο. Τι σόι πλατεία είναι αυτή; Και μάλιστα από τις μεγαλύτερες-ονομαστότερες της χώρας;
Επέστρεψα προς την Δώρου, πίσω της, όπου υπάρχει ακόμα το παλιό εστιατόριο, διάβαινα ανάμεσα από τα τραπέζια όπου κάμποσοι έτρωγαν το μεσημεριανό τους. Οπότε, σκάει μύτη ένας τύπος παλιός, βγαλμένος λες από τις παλιές επιθεωρήσεις κι αρχίζει να τραγουδάει:
Μίλα καλά, μίλα ωραίαααα!
Οι άνθρωποι τρώνε μίλα ωραίααααααα!
Τον παρατηρούσα μέχρι να βγει από τα τραπεζάκια που γύρισε πίσω και βλέποντας πως ήταν έξω από το βεληνεκές τους, άλλαξε τραγούδι πηδώντας δεξιά-αριστερά σαν κατσίκι:
Στ αρχίδια μου τα δυο
που ναι σαν καμπαναριό!
Στ αρχίδια μου τα δυο
πάω πίσω στο χωριό!
Κι ανέμιζε το λευκό πουκάμισο γύρω από το γυμνό, ιδρωμένο κορμί του.

 

ΑΧΥΡΟΧΑΛΒΆΔΕΣ

 

Ερώτηση κρίσεως-έτσι έλεγε ο καθηγητής ιστορίας: Ο κόσμος όπως είναι ή όπως θέλουμε να είναι; Ποτέ δεν μπόρεσε να μας ξεκαθαρίσει κι εγώ, έπεφτα μια από εδώ και μια από εκεί. Όπως είναι δε μας αρέσει. Να τον αλλάξουμε δεν μπορούμε.
Προσπαθώ να καταλάβω, τι ωθεί τον άνθρωπο. Αυτό το σπρώξιμο, να πηγαίνει συνέχεια παραπέρα. Η Γη είναι πια γνωστή, ο Δυτικός άνθρωπος σάρωσε τα πάντα. Το κίνητρο του προγόνου ήταν η πείνα και το κίνητρο του επιγόνου, πάλι η πείνα. Χρειάζεται να τρώμε. Ακόμα και πετρέλαιο.
Μπορείς να γκρεμίσεις τον κόσμο αλλά θα τον ξαναφτιάξουν οι ανόητοι.
 

Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή που φαίνονται και είναι αντίξοα.
Δυο από αυτά είναι η εναντιότητα των ανθρώπων για ιδέες που παράγουν άλλοι και τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται εξ αυτών
Οι στοχασμοί μου ξεγυμνώνονται στη σιωπή. Περί των αδυνάτων λόγος. Δεν θα δευτερολογήσω, η επιμονή μου στο κυνήγι της ωραιότητος εξαντλήθηκε. Το ωραίον είναι αντικειμενικόν. Άμα δεν ξέρεις κιθάρα μην την εγγιζεις.
ανώτατη διαδικασία γνώσης, γραφή και ζωγραφία.
Δεν έχει σημασία εδώ ο γενναίος άντρας είναι χωρίς γένια. Περιττόν να πω πως χρειάζεται να ξαναδιαβάσεις το κείμενο. Οι αιχμές είναι σπουδαίες. Η γενική όψη του κόσμου δεν αλλοιώνει το αποτέλεσμα, πως πρέπει να ξεφύγουμε από αρρωστημένες καταστάσεις και αντιλήψεις. Η τέχνη στρέφεται κατά παντός. Το καταλαβαίνω, μα είναι απλοϊκό. Δεν υπάρχει ούτε το δέντρο, ούτε το δάσος. Οι καταλληλότεροι των ανθρώπων, δεν μπορούν ν απαντήσουν.Ο Πικαμπιά είχε μετατρέψει το φως σε χρώματα. Η πιο ωραία κατάσταση είναι τα χρώματα. Ο σεξπηρ, έβαλε χρώμα στο λόγο.
Μπορώ πάντα να το μελετήσω καλύτερα. Το σθένος ανήκει στους εξέχοντες. Και στις εξέχουσες. Οι γυναίκες φέρνουν καινούριες θεωρίες στην δημιουργία του σύμπαντος.
Εδώ υπεισέρχεται, ο κανόνας των δεξιοτήτων των ανθρώπων. Ο εγκέφαλος κάποιων άλλων που γίνεται σαφέστατα ανόητος καθ΄υμάς, νοητός προς άλλους. Η επιτηδειότητα της κατανόησης, το ανήμπορο της θέλησης του ενός. Η φιλοσοφία του όλου για το ανήμπορο. Πιο απλά γίνεται: δεν κάνουν οι μυγες μέλι, που συναναστρέφεται με την αδικία της ύπαρξης.
Δεν ξέρω γιατί τα κάνω όλα αυτά. Μπορεί να είμαι ένα τίποτα. Ούτε ξέρω γιατί ζωγράφισα τη ζωή σας και τη δική μου. Παραμύθι.
Λοιπόν, είναι μια ώρα καλή. Αραχτοί και λάιτ ζούμε τις ευτυχισμένες μας στιγμές. Έχω μια ψευτοδιάθεση για γέλιο, χαμογελάω πίσω απ την οθόνη. Σας βλέπω. Υπάρχουν πολλά προβλήματα, το εξής ένα: Που θα γαμήσουμε απόψε.
Κανένας δεν έφτασε παραπέρα τα μικρά μας δάχτυλα
κανένας δε φύτεψε την ανυπομονησία, τον πηλό τον κόκκινο πηλό
στα μάτια ανθρώπων που δεν ήξεραν τίποτε απο την αλήθεια.
Από τον θάνατο που μας περιμένει σε μια οξεία γωνία, για να δει πόσο ανυποψίαστοι είμαστε.
Φίλοι μου αγαπημένοι! Είμαστε ένα καράβι ακυβέρνητο. Ένα σπασμένο καράβι φίλες αγαπημένες. Πρέπει να βρούμε τη δύναμη να το ρυμουλκήσουμε στο λιμάνι. Κουράγιο σε όλους, σε όσους προσπαθούν και αγαπάνε αυτόν τον τόπο. Κουράγιο περισσότερο σε όσους διαβούν κάτω από τα όρια της φτώχειας, σ αυτούς που δεν έχουν δουλειά και ψάχνουν ένα κομμάτι ψωμί στην κυριολεξία. Οι έχοντες να σκεφτούν καλύτερα και να βοηθούν με όποιον τρόπο μπορούν.
Μαζεύω κάτι κουκιά ρε αχυροχαλβάδες για να τα φάτε, επειδή από τα κουκιά παθαίνεις ενός είδους δηλητηρίαση. Τίποτε άλλο δε συμβαίνει παρά μονάχα ψιλολαμογιές και αναλυτές του κώλου, παρά μονάχα μια κουκίαση που έσπειραν αυτοί.
οι σκέψεις μου στο περιθώριο

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

ΣΤΗΝ ΆΣΠΡΗ ΓΩΝΊΑ

 


Καθόταν στη γωνιά του κι άναβε το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου. Μάλιστα
επειδή δεν είχε φωτιά, σπίρτα, αναπτήρα, ίσκα και τα
λοιπά, άναβε απ το τελευταίο, λίγο προτού κάψει την κιτρινισμένη
του απ΄την νικοτίνη, ψυχή, λίγο προτού πάρουν φωτιά τα
ωχριασμένα μουστάκια του. Έπινε μαύρη ρετσίνα, τράβαγε γ
eρές ρουφηξιές θανάτου,
στόχευε την καρδιά του και δεν του καίγονταν
καρφί, αν πέθαινε τώρα απ το φούμο, απ τον καρκίνο του..
πνεύματος, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο γιατρός. Θα πεθάνεις, κακομοίρη του είπε
και κάπνιζε τον στριφτό μαύρο καπνό του κι
αυτός. Κάποια στιγμή, το τσιγάρο έπεσε καταγής κι ο γέρος
χώθηκε με μιας κάτω από το τραπέζι, κάτω απ τις καρέκλες, κάτω
απ τον εαυτό του, βούτηξε τη γόπα και την ρούφηξε ενώ τα μάτια
του τσουρουφλιζόταν απ την ξευτίλα του ποτού και του τσιγάρου.
Όταν ανορθώθηκε, τραγουδούσε τα ποτά και τα τσιγάρα κι αμέσως,
το καθισμένος στο απόμερο παγκάκι, το τσιγάρο έχει πέσει καταγής, χαμογελώντας,
σαν να ήξερε πως όλος ο κόσμος ήταν δικός του, και μονολόγησε πως όποιος έχει
υπάρξει καπνιστής και
 το κοψε, κάποια
μέρα θα ξαναφουμάρει ο διάολος να σκάσει
 Στις Δημοκρατικές
κοινωνίες, δεν επιτρέπονται οι ολικές απαγορεύσεις, έλεγε στην
οθόνη, ο καθηγητής εγκληματολογίας, Γ.Πανούσης,
μιλώντας για
την απαγόρευση του τσιγάρου, κι ο γέρων περηφανεύτηκε,
ανάβοντας με την στουρναρόπετρα, αυτή τη φορά το τελευταίο
τσιγάρο, το τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό, μια ζωή θα σ
αγαπώ, πως ακόμα και οι θεοί συμφωνούσαν μαζί του, άρα και ο καθηγητής, που
ήξερε τόσα πράγματα, τι διάλο καθηγητής θα ήταν
αλλιώς, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο του τσιγάρο στην
πραγματικότητα, αφού σε λίγο είχε πεθάνει, είχε
 γείρει, με βλέμμα
άδειο, πάνω στο τραπέζι, ενώ το τσιγάρο του έκαιγε το μυαλό,
του έκαιγε τα σπάργανα του νου.

 

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

Ι-ΔΑΝΕΙΚΉ ΖΩΉ 2

 

 


Ι-δανεική ζωή.
Χωρίς γυναίκας παρέα
μόνος δίχως χρήμα,
χωρίς το χάδι μιας χαριτωμένης εταίρας
στην ιστορία έγραφε σημάδι
πως αλίμονο δεν μπορούσα να τα πω όλα
αλλά τίποτε δεν είναι καλύτερο

Θα έλεγε κάποιος πως δεν ήξερε τίποτε
ούτε έμαθε ποτέ
να αρνηθεί ή να μην αρνηθεί;

Την ιδανική ζωή που του χάρισαν
-εύκολο είναι να πεις πως τίποτε δε χαρίζεται
και δύσκολο να πάρεις πίσω το λόγο σου.

Το χέρι μιας χαριτωμένης εταίρας
το σφυρί και το καλέμι
με νόημα εξηγούσε το αλάνθαστο αίμα
απλούστερα γιατί δεν είναι για χόρταση η ζωή
και η άρνηση
-δε θέλω να κατηφορίζω άλλο έτσι
μα πως να το κάνεις;

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

ΠΩΣ ΟΙ ΑΡΧΑΊΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΓΝΏΡΙΖΑΝ ΠΩς Ο ΌΛΥΜΠΟΣ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΨΗΛΌΤΕΡΟ ΒΟΥΝΌ;

 


 

ΓΙΑΤΙ ΚΥΛΑΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ 

Από μικρό παιδί, θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθεται πάνω από
ένα ρυάκι και να κοιτάζω τη ροή του. Μου έκανε εντύπωση
αυτό
το τρέξιμο του νερού και σκεφτόμουν πόσο είναι το νερό
της γης
και γιατί κυλάει το ρυάκι. Γιατί κυλάει το νερό και προς τα που.
[ Βασανιστικά σκεφτόμουν γιατί δεν πηγαίνει τον ανήφορο].
Όταν μεγάλωσα, έμαθα πως το νερό κυλάει εξ αιτίας της
ελκτικής
δύναμης που λέγεται βαρύτητα. Η εξήγηση ελευθέρωσε
ένα μέρος
της αγωνίας μου, μα όχι όλο. Σκέφτομαι τώρα, γιατί το
νερό να
καλύπτει το 70% της γης. Κι ακόμα, αναρωτιόμουν τότε,
αν η γη
κινείται από μόνη της, νοώντας πως οι δυνάμεις της
είναι μέσα
στον πυρήνα. Αργότερα πάλι έμαθα πως κινείται εξ
αιτίας των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων που ασκούνται
εξωτερικά από
αυτήν, μα πάντα το ρυάκι κυλάει στο μυαλό μου. Σήμερα,
σκέφτομαι πως είμαστε φτιαγμένοι από αστρική σκόνη-
κι εμείς τσακωνόμαστε αν ανήκουμε στην Ευρώπη- που
"κύλησε" εδώ,
πριν από πέντε δισεκατομμύρια χρόνια, κι ο χρόνος μεγαλώνει
κατά ένα δευτερόλεπτο το γήινο εικοσιτετράωρο. Πάντα με
απασχολούσαν αυτές οι φυσικές λεπτομέρειες- όχι αυτή καθ
αυτή η φυσική με τους μαθηματικούς τύπους-όσον αφορά την
θεωρητική πρόσβαση στην επιστήμη της φυσικής.
Η φιλοσοφία,
δηλαδή της φυσικής.
Αργότερα πάλι, έμαθα πολλά πράγματα, προσπαθώντας
μέσα από
την μελέτη, να βρω διέξοδο σε ερωτήματα τέτοια.
Η παλινδρόμηση
των κενών δημιουργούσε συνέχεια απορίες και φοβόμουν
το νερό,
σαν κυρίαρχο μέρος της ζωής μας. Συνειδητά, απλώνομαι
πάνω
από αυτό, επιπλέω σ΄αυτή τη συνείδηση πως πάνω από τους
νόμους υπάρχει, το σύμπαν που δεν μπορεί να κινηθεί έξω από
αυτήν. Βέβαια, η ξηρά, το μέρος που κατοικούμε μας δίνει
περισσότερη σιγουριά. Γη, θεωρούμε το χώμα, τα βουνά, τις
πεδιάδες. Και μου έρχεται στο νου να ρωτήσω πως οι Αρχαίοι
Έλληνες γνώριζαν ότι ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό.







 

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ, ΠΑΛΙΆ ΓΟΗΤΕΊΑ

 


Τελειώνοντας αυτό το παραλήρημα, ο συγγραφέας, ανασαίνει βαριά. Ήθελε να τα πει όλα και κουράστηκε. Πέφτει αποκαμωμένος σε μια ξεχασμένη καρέκλα, μοναχικός και εχέμυθος. Ο σκηνοθέτης τον
κοιτάζει περίεργα. Μόνο η πουτάνα η ιστορία τον συλλυπιέται.
"Υπάρχει για σένα το μέγεθος της ιστορίας," του ψιθυρίζει. "Ποιος
άλλος έχει αυτή τη χάρη;" Ο σκηνοθέτης διαφωνεί με αυτή την
άποψη, δυσανασχετεί. "Οι συγγραφείς," επιμένει, "δεν πρέπει να
είναι και ήρωες". Ήρωες είναι ο Αχιλλέας και ο Έκτορας αλλά όχι ο Όμηρος. Ο συγγραφέας που κοιμάται βαθειά ευτυχισμένος, δεν
ανοίγει τα μάτια του. Κοντινό πλάνο στο πρόσωπο του.
Οι τυραννισμένες ρυτίδες του, γεμίζουν την οθόνη. Με φλας μπακ, ανακαλύπτουμε τα όνειρο του: Ένας εξαίσιος κόσμος, γεμάτος
ανισότητες, ένα παιδί του δρόμου, βρίσκει το ξεροκόμματο του και
το τρώει με βουλιμία. Ένας ποδεμένος που λύνει τα κορδόνια των παπουτσιών του και τα δίνει σε έναν ξυπόλυτο. [Αυτό είναι κλεμμένο απ το ΑΜΕΡΙΚΑ-ΑΜΕΡΙΚΑ, του Ελία Καζάν]. Μια γλυκιά μελωδία, παιγμένη από μια μπάντα σαλτιμπάγκων μουσικών, απλώνεται
πάνω και μέσα στην οθόνη. Είναι σημαντική η διάρκεια της. Ίσως
πάνω από πέντε λεπτά. Η σκηνή επαναλαμβάνεται τρείς φορές μέχρι
να την εμπεδώσουν οι ηθοποιοί. Το πλάνο κλείνει, με ζουμ-άουτ, επανερχόμαστε στην πραγματικότητα. Η κάμερα κινείται γρήγορα
στους δρόμους μιας πολύβουης πόλης. Του Νιου Μέξικο ή της
Αθήνας. Κόσμος πάει κι έρχεται. Αυτοκίνητα, χειράμαξες,
αχθοφόροι, παντός είδους Κινέζοι. Ανάμεσα τους ο πρωταγωνιστής
Α, τρεκλίζει με ένα μπουκάλι βότκα ή τεκίλα στο χέρι. Μοιάζει με
τον Νίκο Κούρκουλο, στο κοινωνία ώρα μηδέν. Με σημάδια στο
πρόσωπο, με λεριασμένα ρούχα, σχισμένα. Αξύριστος, ταλαιπωρη-
μένος αλλά είναι ωραίος! Ο θεατής μένει κεραυνοβολημένος στην εμφάνιση του. Πόσο θα ήθελε να ήταν ο ίδιος! Να περνούσε αυτά
που τραβάει ο πρωταγωνιστής. Η νοσταλγία του τσακίζει τα κόκαλα.
Οι γυναίκες κλαίνε αναφιλητά. Πως κατάντησε έτσι! Τελικά ο Α κατορθώνει να μπει σ ένα μπαρ. Σωριάζεται σε μια καρέκλα. Σ ένα
σκαμπό, σε ότι βρίσκει. Πάντως σωριάζεται. Από την άλλη πόρτα
μπαίνει ο Β πρωταγωνιστής, αγκαλιά με μια άγνωστη. Πλησιάζουν, κοιτάζουν με συμφορά τον Α, στέκονται από πάνω του.
"Τι μπορούμε να κάνουμε γι αυτόν; Είναι ένας κατεστραμμένος πρωταγωνιστής. Τον εγκατέλειψε η γυναίκα του, τον παράτησαν
τα παιδιά του, δεν έχει καμιά ελπίδα πια στον κόσμο. Γιατί να ζήσει;" Η άγνωστη του χαϊδεύει τα μαλλιά. Ο Α, ανατινάζεται, με σκοτεινό
βλέμμα, μουγκρίζει: "Φύγετε απο εδώ! Πάρτε δρόμο!" και
ρουφώντας την μπουκάλα ξαναπέφτει με τα μούτρα στο τραπέζι.
Οι άλλοι ανασηκώνουν τους ώμους και φεύγουν.

 

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ΜΟΥΡΌΧΑΒΛΟΙ

 


 

Τι με κοιτάς απορημένος ρε καραγκιόζη; Έμεινες κάγκελο με ανοιχτά τα μάτια; Δεν την ξέρεις την παγκόσμια ημέρα της φτώχειας; Θα σου την πω εγώ στατιστικά. Ένα παιδί πεθαίνει κάθε τρία δευτερόλεπτα από την πείνα. Ένα δις άνθρωποι ζουν σε βαθιά φτώχεια παγκόσμια, δηλαδή ο ένας στους τρεις. Απόλυτη φτώχεια ορίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερο από ένα καθορισμένο ποσό δολαρίων την ημέρα. Ιδανικό ποσοστό της απόλυτης φτώχειας το 0%. Ο δείκτης της φτώχειας ορίζεται κάτω από τα 5000 ευρώ το χρόνο. Το επίπεδο της ανεργίας είναι σχετικό με τον δείχτη της φτώχειας. Στην Ελλάδα η επίσημη ανεργία αγγίζει το 30%. Ανεπίσημα το 50%. Το 1/3 των Ελλήνων ζει με λιγότερο από 300 ευρώ το μήνα και το 60% ζει με το φόβο πως θα ξυπνήσουν μια μέρα φτωχοί.
Αυτά είναι μια πολύ μικρή σταχυολόγηση αριθμών για να καταλάβεις απορημένε σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι, για να καταλάβεις πως κάποιος πρέπει να υποφέρει για να περνάμε εμείς καλά!
Η πιο θανατηφόρα μορφή βίας είναι η φτώχεια, είπε ο Γκάντι. Εγώ λέω πως αν συνεχιστεί η αύξηση των φτωχών στην Ελλάδα ο κίνδυνος για απειλή της κοινωνικής συνοχής είναι εμφανής, που σημαίνει μουρόχαβλε πως θα γίνει πόλεμος. Πόλεμος που θα τον επιδιώξουν οι φτωχοί. Αυτή είναι η βία που φέρνει η φτώχεια και επισήμανε ο μεγάλος Γκάντι που δυστυχώς δεν μπόρεσε να σώσει την Ινδία από την απόλυτη φτώχεια. Στην Αμερική δεν υπάρχει φτωχός με την παγκόσμια έννοια του όρου, η Κίνα ανεβαίνει επίπεδα ιλιγγιωδώς, στη Σουηδία οι φτωχοί παίρνουν το ίδιο εισόδημα με τις ΗΠΑ, όλα αυτά είναι κουραφέξαλα για τους φτωχούς όλου του κόσμου που ζούνε με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα.
Αυτά είναι μερικά συμπεράσματα για την παγκόσμια φτώχεια μας. Καλημέρα πλούσιοι όλου του κόσμου.

 

ΑΝΆΠΟΔΟΣ ΚΌΣΜΟΣ

 



 Έκανα τα μαλλιά μου κότσο, έτσι για
ν αλλάξω χαραχτήρα
 και  βγήκα έξω στις
έξι ακριβώς. Φόρεσα ένα εφαρμοστό κολάν, κατηφόρισα την Ιπποκράτους με το μυαλό
μου στο μέσα της γης. Κοίταξα γύρω μου
και προσπέρασα τους δεκαπέντε
περίεργους ταβατζήδες, αδιάφορα και σε
όσους με κοίταζαν περίεργα έβγαλα τη
γλώσσα έξω. Όχι, που να το παινευτώ
αλλά γυμνασμένος που είμαι έβαλα τις
παλάμες μου στο έδαφος, σηκώθηκα κάθετος κι άρχισα να περπατάω,
έτσι με αυτόν τον τρόπο. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα και από δω και πέρα έτσι θα βάδιζα κι έτσι θα
 έβλεπα τον κόσμο.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

ΑΤΈΛΕΙΩΤΗ ΖΩΉ

 


Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου. 

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

ΔΙΑΚΟΠΈΣ ΣΤΟ ΛΥΚΑΒΗΤΤΌ

 


 Ερημιά. Τόση ερημιά ποτέ δεν την είχα. Μέσα και έξω μου. Αυτόν τον Δεκαπενταύγουστο έμεινα μόνος στην Αθήνα. Ξεκίνησα λοιπόν μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους χωρίς σαφή προσανατολισμό. Στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, κάτι κρυβόταν αλλά δεν μπορούσα ν αναγνωρίσω. Βάδισα προς την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας αδιάφορος, σχεδόν κενός, όπως ήταν η Αθήνα όλη. Δεν κρατούσα τίποτε στα χέρια μου, ήθελα να πιω έναν καφέ κάπου ψηλά, να δω τον κόσμο από ψηλά, όπως τον έβλεπα τότε παιδί από τον Λυκαβηττό. Ναι, από παιδί είχα να πάω. Ίσως από τότε με τη Μαρία. Ναι, τότε ήταν που μας πήρε η κατηφόρα αγκαλιασμένους σφιχτά, σχεδόν μισόγυμνοι γλιστρούσαμε στις πευκοβελόνες-τι να γίνεται Μαρία;- και πέσαμε μέσα στα βάτα. Γεμίσαμε αγκάθια μα γελούσαμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εικόνα αυτή. Αλλά τώρα δεν υπήρχε η Μαρία. Κι εγώ βάδιζα μεσημεριάτικα, με τον ήλιο κατά μέτωπο στην Ακαδημίας. Ήταν τόση η ερημιά που ούτε κάθε πεντακόσια μέτρα συναντούσες άνθρωπο. Έτσι, μπορούσες να κατουρήσεις άνετα στο δρόμο, στα πεζοδρόμια, στις βιτρίνες, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Ο ήχος του κάτουρου, λες και διασπούσε τα ντουβάρια, ακουγόταν παντού εκκωφαντικός -στην ερημια ο ήχος μεγαλώνει- τα βήματα μου αντηχούσαν επίσης σαν πυροβολισμοί. Κράπ! Κράπ, κράπ! Κοίταξα πίσω και είχα την εντύπωση πως κάποιος με ακολουθούσε. Κανείς. Μετά από διακόσια βήματα, ξανά τα ίδια. Τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος αφού είχα ακούσει τα βήματα του. Τίποτα. Αυτός που με κυνηγούσε δε φαινόταν, ήταν αόρατος. Έστησα χάμω το αυτί μου στην άσφαλτο. Ησυχία. Αφού εγω δεν περπατούσα, δεν ακουγόταν τίποτα. Κι έπειτα ποιος να με ακολουθεί και γιατί; Για ποιο λόγο; Μήπως είχαν μαντέψει τις προθέσεις μου να κάνω διακοπές στο Λυκαβηττό και προσπαθούσαν να με αποτρέψουν; Μπορεί. Σηκώθηκα όμως και συνέχισα το δρόμο μου. Πέρασα από την πλατεία Κολωνακίου. Ψυχή. Τα περίπτερα όλα κλειστά. Οι καφετέριες αμπαρωμένες. Λοξοδρόμησα κατά τη Δεξαμενή, άλλες αναμνήσεις, καθώς τα τζιτζίκια άρχισαν να με πυροβολούν. Κάτι ήταν κι αυτό. Σιγά- σιγά μπήκα μέσα στα πεύκα, προτίμησα τα μονοπάτια από τη δημοσιά. Ξεραΐλα κι αποπνιξία, μούσκεψα στον ιδρώτα, πνίγηκα στο κουρνιαχτό του απόηχου της μεγάλης πόλης που για λίγο είχα χάσει από τα μάτια μου. Για λίγο, γιατί όταν έφτασα ψηλά, μόνος μου-απίστευτο πράγμα! δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί. Μόνο εγώ κι ένα ελαφρύ αεράκι που ευτυχώς άρχισε να φυσάει εκείνη την μεσημεριάτικη ώρα. Πήγα προς την βορεινή πλευρά και ως δια μαγείας ένας μαυρούκος πωλούσε νερά και αναψυκτικά. Σεν ποιον πωλούσε; Δίπλα του ένας βρώμικος και κοκαλιασμένος σκύλος, γουργούριζε από την πείνα κι από την αφόρητη ζέστη. Πήρα ένα νερό αλλάξαμε μια ματιά με τον μαύρο-αυτοί οι μαύροι, κοιτάζουν αλλιώτικα απ τους λευκούς- και πήγα στις διόπτρες να κοιτάξω κάτω και γύρω στην Αθήνα, όπως έκανα τότε παιδί. Μέσα σ αυτό το χαύνο περιβάλλον, σ αυτή την ασπρισμένη ατμόσφαιρα που περιέβαλε την τεράστια πόλη, σκέφτηκα πως δεν κοιμόταν και δεν έμενε κανένας άνθρωπος. Είχαν φύγει όλοι με μιας. Λες και θα γινόταν σεισμός, λες και θα έπεφτε αρρώστια, άφησαν τα υπάρχοντα τους και πήγαν κατά διαόλου μεριά. Μπορεί να μη γύριζαν ποτέ. Κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Πάντα είχα έμμονες ιδέες αλλά τώρα τελευταία το παράκανα. Παράτησα τις διόπτρες, έτσι κι αλλιώς το θέαμα ήταν οικτρό και κατηφόρισα από την άλλη μεριά, προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μπήκα μέσα στο δάσος κι αυτός που με ακολουθούσε έκρυψε τα χωμάτινα βήματα του. Σταμάτησα κάτω από τα μεγάλα πεύκα, κοίταξα γύρω, είδα ένα μέρος που έκανε για να ξαπλώσω. Την έπεσα εκεί ανάμεσα στα χόρτα και κοιμήθηκα μέχρι που σκοτείνιασε ο κόσμος.



 

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

ΟΙ ΜΟΓΓΟΛΟΙ ΕΊΝΑΙ ΠΙΟ ΈΞΥΠΝΟΙ ΑΠ ΤΟΥς ΈΛΛΗΝΕΣ;

 


Οι Μογγόλοι έχουν υψηλότερο μέσο όρο νοημοσύνης από τους Έλληνες! [Αν και δεν πιστεύω σ αυτή την αθλιότητα που λέει πως, όποιος αναγνωρίζει συγκρίσιμα, μαθηματικά σχήματα, είναι πιο έξυπνος από τους άλλους.]
Οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, για μένα, καθορίζουν το iq των ανθρώπων και, ίσως μόνον αυτές διαρθρώνουν το ποιόν, το ήθος του.
Νοήμων είναι αυτός που καταλαβαίνει, που αντιλαμβάνεται, που έχει αντίληψη, όχι αυτός που ξέρει μαθηματικά.
Οι περισσότερες μαθηματικές ευφυΐες που έχω γνωρίσει δεν μπορούσαν ν αρθρώσουν λέξη. [Κοινώς Μογγόλοι.]
Φυσικά, ο Όμηρος είχε ανώτερο iq από τον Steven Hoking.
Ο Όμηρος γνώριζε από ηρωισμό, πόνο, εκδίκηση, θάνατο, αγάπη, εγκατάλειψη, θλίψη, αυταπάρνηση, σεβασμό. Ακόμα και ο γελαστός Einstein, τι νοήμων υπήρξε σ αυτά;]


 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...