Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

ΜΙΑ ΑΡΧΉ

 


Μυθιστόρημα

Τρομοκράτης δεν ήταν η σωστή λέξη. Κι ο ανακριτής έψαχνε πάντα με μανία για το σωστό. Σωστά γινόταν αυτό που του έμαθαν. Σωστό, όμως, ήταν και κείνο που δε γνώριζε. Τρομοκράτης, επέμενε, δεν ήταν η σωστή απόδοση. Τρόμο-κρατεί.

Ιδεοκράτης θα ήταν καλύτερα.
Ο τρόμος έχει μια άλλη σημασία. Προέρχεται από τον φόβο, που δεν ήταν αποτυπωμένος στο πρόσωπο κανενός τρομοκράτη. 
Ιδέα του ήταν και την πίστευε. Ιδέες όμως υπήρχαν πολλές.

Η Ελλάδα έσκαγε το πρόσωπο της στο μισό φεγγάρι του πρωινού, όταν τα βήματα του αγουροξυπνημένου ανακριτή, ακολουθούσαν τον ρυθμό μιας ζεστής μέρας του Οκτώβρη.

Την Ελλάδα που αγαπούσε "μοιρολατρικά" ο ανακριτής, μπορεί και παθολογικά, του την είχαν μάθει σαν μια όμορφη κόρη, απ όταν ήταν μικρός. Όλα τα πράγματα όταν είμαστε μικροί μοιάζουν όμορφα. Είναι όμορφα! Είναι ωραία!
Την έδειχναν, πάντα μ εκείνο το κοντάρι με τη γαλανόλευκη, τα λευκά μπράτσα που γύρω τους τυλιγόταν το μυστηριώδες πέπλο της λευκότητας και το στιβαρό, αγέρωχο βλέμμα που έδειχνε την αποφασιστικότητα, ίσως όλων εκείνων που υπήρχαν πίσω απ αυτήν.
Θα ήταν μια ωραία αρχή. Αν, κι έτσι τα πράγματα γίνονται πιο γρήγορα, θα ήταν μια ωραία αρχή. Η άλλη θα ήταν να ξεκινήσουμε με τον Νίκο Καζάρμα. Αλλά εκείνος τούτη την ώρα θα κοιμόταν βαθιά. Τι έχουν να πουν οι άνθρωποι που κοιμούνται; Τίποτε. Μόνο όνειρα. Και τα όνειρα δεν είναι ποτέ αληθινά.
Το όνειρο που έβλεπε ο Καζάρμας ήταν χαμογελαστό. Βρισκόταν, λέει, μέσα σε ένα ραφείο, αν και σήμερα δεν πηγαίνουν οι άνδρες σ ένα ραφείο, αυτός προβάριζε εκεί, ένα γυαλιστερό μαύρο ή μπλε κουστούμι, που θα του χρειαζόταν για κάποιες επίσημες βραδιές. Όμως, αμέσως μετά, το κουστούμι γινόταν πάνω του, φόρμα αθλητική. Μια καινούργια φόρμα, κόκκινη και άσπρη. Ήταν τα χρώματα του. Τώρα το ραφείο είχε γίνει γήπεδο, καταπράσινο, κερκίδες δεν υπήρχαν αλλά κόσμος ήταν αρκετός έξω από τα κάγκελα, σα να περίμενε μόνον αυτόν, που ακολουθώντας τους συμπαίχτες του, βγήκε από την καταπακτή των αποδυτηρίων, χαμογελαστός.
Του άρεσε αυτή η ώρα. Όπως του άρεσε και το ποδόσφαιρο. Έπαιζε με μανία, από μικρός ήθελε να γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής και τώρα του δινόταν αυτή η ευκαιρία να κάνει τα πρώτα βήματα. Έβγαινε  με μια ομάδα από τα αποδυτήρια, φορώντας στην πλάτη του το νούμερο δέκα που ήταν και το αγαπημένο του.
Και το παιχνίδι άρχισε ξαφνικά-αυτός όμως δεν μπορούσε ν ακουμπήσει τη μπάλα. Όλο ερχόταν κοντά του με καλοζυγισμένες πάσες  που θα μπορούσε εύκολα να τις κοντρολάρει και ν αρχίσει τις περίτεχνες ντρίπλες του αλλά, τίποτε. Μόλις προσπαθούσε να την αγγίξει, εκείνη έφευγε σα να την παρέσερνε ο αγέρας. Την πήγαινε σε άλλους, συμπαίχτες ή αντιπάλους.
Δεν ήξερε τι να κάνει κι ένιωθε σα μικρό παιδί έτοιμο να βάλει τα κλάματα, όμως δεν το κανε. Απλά συνέχιζε να τρέχει πίσω από τη μπάλα που την πήγαινε όπου ήθελε ο άνεμος.
Τα όνειρα όμως δεν τελειώνουν πουθενά κι ο Νίκος Καζάρμας, γύρισε ανάσκελα, προχωρώντας γοργά για το καινούργιο.
Κι ο ανακριτής παρ όλα αυτά, προχωρούσε αργά. Σαν τον σαλίγκαρο που γυρίζει πίσω, μόλις τα κέρατα του συναντήσουν ένα εμπόδιο, σκέφτηκε και θυμήθηκε τον νεαρό. "Γαμιέσαι κερατά!" του είχε πει κατάμουτρα την περασμένη βδομάδα, την πρώτη στιγμή που τον έφεραν στο γραφείο του και τον κοίταξε κατ ευθείαν στα μάτια. Κι αυτός πετάχτηκε πάνω. Αγρίεψε, έσμιξε τα φρύδια, ύστερα κάθισε πάλι, ηρέμησε. Είχε προλάβει να σκεφτεί, πως ήταν, μονάχα, ένας ηλίθιος νεαρός, με γαλάζια, πιο ηλίθια μάτια.
Τον είχαν φέρει εκεί, γιατί έκανε μάτι στη σκοτωμένη φοιτήτρια. Κι αργότερα, είπαν πως αυτός την είχε σκοτώσει. Μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν. "Όμως δε φαινόταν εύκολο πράγμα" μονολόγησε προχωρώντας ακόμα πιο βαθιά στο στενό σοκάκι σε μικρή απόσταση από τον ουρανοξύστη, εκεί, όπου στον δέκατο τρίτο όροφο και στο δέκατο τρίτο γραφείο, τον περίμενε η πρωινή καρέκλα [την αγαπούσε την καρέκλα του] και ο γλυκός-πολύ γλυκός, πρωινός τούρκικος καφές.
Προληπτικός δεν ήταν με τα νούμερα, μόνο τις μαύρες γάτες φοβόταν. Αν τύχαινε και του κοβε καμιά τον δρόμο, ήταν ικανός να γυρίσει σπίτι του και να μείνει άρρωστος, μισή βδομάδα.

η αρχή από τον ΘΕΌ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

ΈΝΑ ΜΑΚΡΎ ΠΟΤΆΜΙ

 


Είναι ένα μακρύ ποτάμι στην ευθεία η ζωή. Όσο χάνεται το μάτι σου, ευθεία. Δεν υπάρχουν λεύκες, ούτε ιτιές στις όχθες του. Άσπρο χαλίκι μονάχα, που στο βάθος γίνεται ρύζι, γυαλιστερή σκόνη. Στη θάλασσα που φτάνει η απλωσιά του, μεγαλώνει το νόημα της ζωής. Έτσι είναι, μια ευθεία, μου λεγε πάντα ο πατέρας μου. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα τότε, όταν ήταν νέος- όλοι είμαστε νέοι κάποτε. Καβάλα σε μια φοράδα, να τρέχει τον κατήφορο στον κάμπο. Άσπρη κι αυτή με λίγες γκρίζες βούλες στα πλευρά.
Ήταν τα παλιά χρόνια. Γεμάτα από  καλντερίμια, σκαρπιά και σκίνα, λερωμένα να σβαρνίζονται στην παχυλή σκόνη. Οι άνθρωποι, μουντζουρωμένοι, χολωμένοι και απλοί. Έπιναν τα ούζα τους σε βρώμικα καφενεία και κάπνιζαν οι γέροι τις τσιμπούκες τους, αραχτοί, σε κόσμους που δεν τους έφτανε ο νους.
Χαμογελούσαν και οι κοπελιές στο δρόμο, μουλωχτά συνήθως, πίσω από το λευκό χνούδι της κρυμμένης αξιοπρέπειας. Τις έβλεπε έτσι ο Ντάφλος και το μάτι του γυάλιζε. Πόσο θα ήταν τότε; Είκοσι τρία -εικοσιτέσσερα, μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος. Ψυχή Αστραπόγιαννου.  Σαν από τότε φαινόταν τι θα κουβαλούσε μέχρι εδώ.. Εγώ ήμουν πιο μικρός, τέλειωνα το γυμνάσιο και τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά στις αλάνες, να τριγυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί. Κάναμε παρέα και υπήρχε μια παράξενη έλξη φιλίας, ένα δέσιμο συμπάθειας μεταξύ μας.
Ο πατέρας μου δεν τον συμπαθούσε. Είναι αλήτης, μου έλεγε, δε θα πάει καλά στη ζωή του να μου το θυμηθείς. Τι θέλεις εσύ μαζί του; Θα καταστραφείς κακομοίρη μου. Κοίταζε τις σπουδές και τίποτε άλλο. Έχεις καιρό για τέτοια πράγματα.
Τι τέτοια πράγματα; Συλλογιζόμουν εγώ απορημένος.
Ερχόταν λοιπόν, ο Ντάφλος στην εξώπορτα- μέναμε τότε σε μια μονοκατοικία με αυλή στον Άγιο Αρτέμιο. «Έει, Αχρηστόπουλε! Μου φώναζε. Άιντε πάμε!
Τον άκουγε έτσι ο πατέρας μου κι ανταριαζόταν. Στραβομουτσούνιαζε αλλά δεν έλεγε τίποτε. Σπάνια, καμιά φορά, απαντούσε στην καλημέρα που του απηύθυνε ο Ντάφλος, πάντα χαμογελαστός.
-Δε με συμπαθεί και πολύ, μου είπε μια μέρα. Αμβράζη, το καταλαβαίνω που δε με συμπαθεί αλλά δεν του έχω κάνει και τίποτε. Πες μου εσύ του έχω κάνει τίποτε; Γέρασε όμως πολύ ο Μπάρμπα-Φώτης και ξεκούτιανε από το πολύ ούζο.
Εμένα με φώναζε Αμβράζη. Σπάνια με το μικρό μου όνομα και το μητρικό: Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας! Έλεγε καμιά φορά φωναχτά το όνομα μου και ρουφούσε τη μύτη του. Τρία ονόματα, τι να τα κάνεις; Ένα και να φτάνει: Ντάφλος!
Τουναντίον, ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για το όνομα μας. «Αμβράζης» έλεγε και κορδωνόταν. «Είμαστε παλιό, αρχοντικό σόι εμείς, όχι παίξε-γέλασε.»
Παλιό αρχοντικό σόι, έλεγα κι εγώ σαρδόνια από μέσα μου. Τώρα τι είμαστε; Παλιό φτωχικό, απαντούσα, με μόνους εναπομείναντες, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου κι εμένα.
Το Αλμύρας βέβαια, ο πατέρας μου, ούτε που καταδεχόταν να το πιάσει στο στόμα του. Ήταν παρακατιανό το σόι της μάνας μου και σώπαινε. Παρ όλα αυτά, εγώ το είχα γράψει  και στην ταυτότητα μου. «Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας.» Κάτι μου έλεγε αυτό το Αλμύρας.
Εν πάση περιπτώσει, που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, πιάναμε τους δρόμους με το Ντάφλο κι όπου μας έβγαζαν. Ο Ντάφλος πείραζε όλες τις κοπέλες που μας τύχαιναν μπροστά μας. Και είχε ένα κέφι ο αφιλότιμος!
-Γεια σου κουκλάρα! Ήταν το προσφιλές του πείραγμα. Για σου μανάρι μου, συνέχιζε αν έβλεπε κανένα πονηρό γελάκι και να ένα χαμόγελο ο ίδιος μέχρι εκεί πέρα.
Δεν ήταν άσχημος. Παρ όλη την ασουλουπωσιά του, είχε μια γοητεία. Ιδιαίτερα όταν τα πινε και τα πινε πολύ ο άτιμος. Μου φώναζε και μένα, «ρούφα ρε!» αλλά που εγώ. Σπάνια έπινα κανένα ουζάκι, τις περισσότερες φορές πορτοκαλάδα. «Θα κιτρινίσεις κακομοίρη μου!» σάρκαζε ο Ντάφλος και με σεργιανούσε στα καφενεία, στις καφετέριες, στις λέσχες, παντού. Λεφτά δεν είχαμε, πως τα βόλευε, ακόμα παραξενεύομαι. Ήταν το Καλοκαίρι που είχα τελειώσει το γυμνάσιο κι έπιασα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο. Το μέλλον μου διαγραφόταν δυσοίωνο, καλά έλεγε ο πατέρας μου. Και δικαιώθηκε όταν το Σεπτέμβριο απέτυχα στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Να πάω στην Καλών Τεχνών.
Ο Ντάφλος με κορόιδευε. «Άιντε ρε ζωγράφε της πυρκαγιάς! Νομίζεις πως επειδή φτιάχνεις δυο σκίτσα και κάτι κάνεις. Εδώ είναι τα λεφτά ρέ! Να βρεις μια τρύπα να τρυπώσεις, να κάνεις σιρμαγιά, κονόμα.. δε στα λέει αυτά ο Μπάρμπα-Φώτης;»
Άμα με έβλεπε παραπονεμένο άλλαζε τροπάρι. «Εντάξει ρε, ένα αστείο κάναμε, θα βρεις άλλο τρόπο εσύ να κάνεις αυτό που θέλεις. Σε ξέρω εγώ δε σε ξέρω, εγώ σε έχω γεννήσει. Δεν πειράζει που σε κόψανε οι κερατάδες. Θα βρεις εσύ τι θα κάνεις»,
Είχε πάει δυο-τρία χρόνια  στο γυμνάσιο, στην πρώτη- Δευτέρα απ ότι μου έλεγε και μετά τα παράτησε. Μπήκε στο μεροκάματο, όπου εύρισκε, στο πεζοδρόμιο, στα καπηλειά, στις ταβέρνες, παντού. Έκοβε το μυαλό του, σπίρτο μοναχό.
όταν λοιπόν, έμαθα πως παντρεύεται τη Μαγδαληνή του Σταυρέα, έμεινα. Για να μην πω αλληθώρισα. Και το έπαθα αυτό επειδή δεν το περίμενα. Ήξερα πως είχε άλλες αντιλήψεις για το γάμο και τη ζωή. «Δεν παντρεύομαι εγώ,» έλεγε «Εγώ θέλω να τη ζήσω τη ζωή και να τη γλεντήσω πρώτα. Ύστερα βλέπουμε».
Τι τον έσπρωξε να κάνει αυτή την κουτουράδα;
Θες η φτώχεια, θες η μάνα του- ο πατέρας του δε ζούσε- που του πιπίλιζε συνέχεια το μυαλό να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί; Θες πως ο ίδιος λιγουρεύτηκε τις εκατόν πενήντα λίρες που του έταξε ο κουνιάδος του ο Σταυρέας, τελικά το είχε πάρει απόφαση. Θα παντρευόταν την άσχημη Μαγδαληνή.
Άλλο πράμα κι αυτός ο Σταυρέας. Προϊστάμενος στην Εθνική τράπεζα, έκανε το σκατό παξιμάδι για να προικίσει τις τρεις αδελφές του. Τη Μαγδαληνή, την Καίτη και την Αννούλα. Η πρώτη ήταν άσχημη, η Μαγδαληνή, αυτή που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Κοντόχοντρη, ασουλούπωτη, μύτη μεγάλη, μισοστρουμπουλή. Μαλλιά μαύρα, γεμάτα ψαλίδα, προς το καστανό στις άκρες, ίσια σαν πράσα. Αλλά αυτό που  την ασχήμαινε περισσότερο ήταν οι χοντράδες της. Ποτέ δεν κατάλαβα πως πήγε να παντρευτεί μια τόσο χαζή γυναίκα ο Ντάφλος. Μόνο για το τι αγόραζε στη Λαϊκή μιλούσε και για το πόσο κοστίζουν σήμερα οι αγκινάρες. Κι ύστερα γελούσε στα χαμένα. Οι άλλες ήταν ομορφούλες. Με πρώτη και καλύτερη τη Καίτη. Γύρω στα είκοσι, ξανθιά, γαλανή- δυο χρόνια μεγαλύτερη μου. Σπαθάτη ματιά, περίγυρος θηλυκάδας. Την πρώτη φορά που τη γνώρισα, μου φυγε το μυαλό. Με κοίταζε όμως σα να μου έλεγε πως ήμουν μικρός. Εγώ παρ όλα αυτά, εκείνο το βλέμμα της ποτέ δε θα το ξεχάσω. Ήταν μια καλή αντίληψη κι αυτή για τη ζωή- αργότερα θα καταλάβαινα τι σήμαινε για μένα.
Η Αννούλα ήταν η πιο μικρή. Δεκαπέντε χρονών, με βυζάκια πεταχτά, μικρούλικα, βελονωτά. Αν τα άγγιζες, νόμιζες πως θα σε τρυπήσουν. Μόνο το βλέμμα της ήταν λίγο απλανές, λες και χανόταν τις πιο πολλές φορές στο άπειρο.
Τη Μαγδαληνή τόλμησε και την έφερε μια μέρα στην καφετέρια ο Ντάφλος. Είχε ντυθεί και φτιασιδωθεί αλλά και πάλι κρυφόγελα και αλλαξοματιές προκάλεσε στην παρέα. Ο Ντάφλος, βέβαια, αγριοκοίταξε μερικούς κι έτσι έληξε το θέμα. Ήρθε στο τραπέζι μου και μου τη σύστησε σαν αρραβωνιαστικιά του.
Χρόνια προς το τέλος της δεκαετίας του εξήντα ήταν. Μεσουρανούσε η χούντα, οι συνταγματάρχες, στη μόδα οι καμπάνες και τα πολύχρωμα, εφαρμοστά πουκάμισα. Τσιτωμένα παντελόνια φορούσαν αδιάκριτα, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τέτοια φορούσε και η Μαγδαληνή και την έκανα ακόμα πιο γελοία. Μόνο τα χοντρά της πόδια και τα ψηλά τακούνια να έβλεπες, έφτανε. Μου θύμισε τον κακομοίρη βιβλιοπώλη των Εξαρχείων που δούλευα. Μια μέρα που άλλαξε παντελόνι στο μαγαζί και τον πήρε το μάτι μου, έσκασα στα γέλια, πίσω από τον πάγκο. Κοντός σα λεμονιά, είχε βγάλει το παλιό παντελόνι της δουλειάς και προσπαθούσε να φορέσει το καλό που σερνόταν είκοσι πόντους στο σκονισμένο δάπεδο και το πατούσε με τα πόδια του. Ύστερα, αφού κατάφερε να το φορέσει, ψήλωσε είκοσι πόντους.
Ο Ντάφλος όλα αυτά τα κορόιδευε αν και έκανε τα ίδια και αυτός. Είχε όμως τον τρόπο του, να δείχνει πιο αρσενικός αν και είχε μεγάλα μαλλιά και καμπάνες.
Στην αρχή δεν τον πίστεψα αλλά μετά από ένα μήνα που έγιναν επίσημοι αρραβώνες, σκέφτηκα να του πω καμιά κουβέντα και με πρόλαβε.
-Είναι τα γραμμάτια για το σπίτι, μου είπε. Θα μας το πάρουν.  

Η αρχή
ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ ανέκδοτο μυθιστόρημα μου

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

ΤΟ ΑΠΌΛΥΤΟ ΚΑΚΌ

 


Ευκαιρία να καταλάβουν πολλοί και ιδιαίτερα αυτοί που άρχουν, πως η ζωή είναι για όλους τους ανθρώπους ισότιμη και πως κανένα ζώο δεν είναι ανώτερο από το άλλο. Ουδέν κακό αμιγές του καλού, έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες και, φαίνεται απόλυτα σ αυτήν την τραγωδιακή κατάσταση που περνάει ο πλανήτης γη, νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που γίνεται κατ αυτό τον τρόπο, όχι φυσικά πως δεν έχουν περάσει παρόμοιες ή και χειρότερες καταστάσεις για τον άνθρωπο αλλά αυτή τη φορά ο πιο επικίνδυνος ιός δεν είναι ο κορωνιος ή όπως αλλιώς μπορεί να τον ονομάσουν οι Αμερικάνοι και οι απανταχού Αυστραλοπίθηκοι. Είναι αυτό που θέλουν να περάσουν απόλυτα στον κόσμο: είσαι κρατούμενος, είσαι δέσμιος και ανά πάσα στιγμή σε κάνουμε ότι θέλουμε. Αρκεί μια λέξη τους στον παγκόσμιο ιστό και θα διαλυθεί το παν!
Το απόλυτο κακό δε φαίνεται να υπάρχει ούτε σ αυτή την περίπτωση που λογικά είναι ο πανικός και οι λέξεις. Αν σε τροφοδοτώ ανά πέντε λεπτά και σε βομβαρδίζω με κακά νέα, θα σπάσεις! [δεν είμαι υπέρ της αποσιώπησης αλλά ούτε και υπέρ της ασυδοσίας] Τα εν οίκω μη εν δήμω, έλεγαν πάλι οι σοφοί και είχαν απόλυτο δίκιο αλλά εμείς που να το τηρήσουμε; για ποιο λόγο μεταφέρουμε αυτή την απίστευτη ψυχολογική βία; οι άνθρωποι όταν ευημερούν ξεχνούν εύκολα τις δυστυχίες κι αυτό είναι φυσικό, κανένας δε θέλει να είναι άρρωστος, κανένας δε θέλει να είναι φτωχός κι ανήμπορος, όλοι θέλουν να παίζουν, να γαμιούνται, να χαίρονται τις χαρές της ζωής, ανέμελοι κι ευτυχισμένοι όσο το επιτρέπει ο ανιδιοτελής σκοπός και ο καλύτερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ είναι εύκολο να πεθάνει μέσα σε λίγες αράδες λέξεων! ο Τσόμσκι κάπου υπερασπίζεται πως όλα αυτά είναι φτιαχτά. Τοποθετημένα από ανθρώπους που έχουν άλλους ορισμούς από αυτούς που καταλαβαίνει ο μέσος ή και ο ανώτερος σημερινός χόμο. Δυσκολεύομαι να πιστέψω σε ένα τέτοιο στημένο παιχνίδι, στην ουσία, αποτρέψαμε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο με την ανακάλυψη της ατομικής βόμβας, φαντάσου σύγκριση διακόσιες χιλιάδες νεκροί σε δυο λεπτά στη Χιροσίμα και τώρα μια ψιλογρίπη θερίζει τον κόσμο! ο Τσόμσκι πιθανώς έχει δίκιο είναι όλα φτιαγμένα από αυτές τις αόρατες αρχές που αιώνια βασανίζουν το ανθρώπινο είδος. Και να σου πω την αλήθεια, περισσότερο θα μας βόλευε ν ανακαλύψουμε το ψέμα τους, παρά να χάσουμε λίγους γέρους ακόμα από αυτή τη γρίπη.
Στην πραγματικότητα, κι όταν πέθανε ακόμα και ο Περικλής από τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα, οι άνθρωποι αντιστέκονται στα συμβάντα. Είναι αναγκασμένοι να επιβιώσουν πάνω και κάθε από όλες τις απώλειες. Ο σύγχρονος άνθρωπος, εμείς, ζούσαμε και ζούμε σε μια τυχερή συγκυρία καταστάσεων, τουλάχιστον εβδομηντα χρόνια χωρίς παγκόσμιο πόλεμο-γίναμε ανέγγιχτοι κι ακόμα χειρότερα ευάλωτα τα παιδιά μας που μεγαλώνουν μέσα σε μια αχαλίνωτη τεχνολογική εξέλιξη.
Δεν υπάρχει κατακλείδι σ αυτή ή την άλλη συμφορά του ανθρώπινου είδους, ασφαλώς δε θα καταστραφούμε από μια γρίπη, κάποιοι θα προλάβουν, ίσως τον επόμενο ιό, όμως θα παραμένει ανεξίτηλος ο θάνατος κι αυτών που επινόησαν να καταπιέζουν και να ιεροσυλούν πάνω στα νεκρά σώματα.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

ΧΑΜΌΓΕΛΟ ΓΥΝΑΊΚΑΣ

 


τοπίο ενός προσώπου
 
σκάβοντας πίσω από τα ματιά, μέσα από το βλέφαρο της ζωής
ζύγισα το χρυσάφι με τη σάρκα
πως κάποτε είναι όλα καλύτερα
το χαμόγελο της γυναίκας, όπως στόμα αφίλητο και ο ζωγράφος
τεχνίτης
μέρησα τις γωνίες της ανατομίας ενός έρωτα
πίσω από το θεληματικό πηγούνι
τα μάγουλα αστείρευτης νεότητας
με τα νύχια να γδέρνουν το φώς, τα μαλλιά σπαθίζοντας τον κίτρινο αγέρα
χάρις την απορία του χαμόγελου ή της τρύπιας παλάμης μου
ξαναζύγισα το χρυσάφι με τη σάρκα και βρήκα λειψό το ζύγι από αίμα
όπως το βλέμμα στένευε ν αντικρύσει το πρώτο φως του ήλιου.

 

ΚΑΝΈΝΑΣ ΚΑΛΌΣ ΖΩΓΡΆΦΟΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΤΈΤΣΗΣ

 Ζωγράφισε τη βασίλισσα Ελισάβετ σαν τραβεστί και δεν τον εκτέλεσαν οι Εγγλέζοι.

Αν δεν πουλήσεις τρέλα στη ζωγραφική τότε δεν είσαι καλός ζωγράφος


 

 

 

 

 

 

 

 

 

κανένας καλός ζωγράφος δεν είναι τέτσης

επίσης κανένας στεφανίδης δε βγάζει λεφτά αν δεν είναι λιγούρης

 

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

ΠΑΚΙΣΤΆΝΑΣ

 


Πακιστανός τις γαρ, περιφέρετο μεν εις κάδον τινά, εν μέρει και περί τας δειλινάς ώρας προτού ο ήλιος δύσει, ωμίλει δε εν τω άμα και ες το κινητόν εν ώ γέγραφε τηλεσημικά. Ύστερον έρριπτε τους οφθαλμούς εις το βάθος του κάδου εκτιμών το εν λόγω εμπόρευμα ό θα ήτο αρκετό δια το σημερινό του γεύμα μετά της συμβίας του ήν τώρα συνωμίλει ανέτως περί τον σκουπιδοτενεκέν.
Η ώρα θα είχεν παρέλθει περί της ημισείας ότε εμφανώς χαρούμενος, τοποθέτησε την συσκευήν της τηλεσημίας εν τινί θύλακα και ήρχεσεν την εργασίαν του μετά μεγάλης αφοσιώσεως.
Πόθεν όμως ενεφανίσθη άλλος τις εξ Ασίας ορμώμενος, όστις ήτο έμπλεος νεύρων και επετέθη κατά του Πακιστανού ανδρός; Ουδείς αντελήφθη. Έγινε το μάλε βράσε, αίματα έτρεχον από τα παρειάς των, σχίστηκαν τα ιμάτιά των μέχρι να ομοφωνήσουν για να μοιράσουν τα πλούσια απορρίμματα.
[Έστι δε αύτη η γαία εις ην συνέβησαν τα παραπάνω, πατρίς αντρών τε και σπουδαίων, οίτινες δόξαν μεγάλην εκόμισαν αλλ αυτήν μόνο οι απόγονοι συνεκράτησαν.]

 

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

ΌΛΑ ΕΊΝΑΙ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΆ

 


Έπεσε πρώτα μια σταγόνα. Μια σταγόνα στη θάλλασα.
Άνοιξε τον κύκλο της, μικρό στην αρχή, μεγάλωνε σύντομα
έσβηνε όπως ακριβώς σβήνει ένας κύκλος της ζωής. Όπως τελειώνει ένα Καλοκαίρι κι έρχεται το Φθινόπωρο, η πιο
γλυκιά εποχή του χρόνου.
Αυτή τη μοναχική σταγόνα πάνω στο βαθυγάλαζο, στο
σκούρο χρώμα μιας θάλασσας σχεδόν παραπονεμένης, την παρατηρούσα καθισμένος στα βράχια της χθεσινής
παραλίας. Είχε αρχίσει, σχεδόν το σούρουπο και οι μοβ
ανταύγειες στο βάθος της Δύσης γλύκαιναν την όψη ενός
κόσμου που ήθελε να ζήσει έτσι αλλά δεν τον άφηναν.
Ν απολαύσει τις μικρές στιγμές της σταγόνας, τον παφλασμό,
το ανασήκωμα του νερού, πλίτς! το συντρόφευμα μιας κόρης
στην αγάπη, ενός παιδιού στην άκρη να παίζει με το τόπι,
να μια ζωή ευτυχισμένη για όσους ήξεραν να την
απολαύσουν για όσους γνώριζαν πως η σταγόνα διαρκεί
όσο μια ζωή.
Η βροχή έπεσε απαλά, πράγμα παράξενο γι αρχές
Φθινοπώρου, ένα πολύ μακρινό μπουμπουνητό, υποχθόνιο,
μου υπενθύμισε τις σκληρές και καλά κρυμμένες υποσχέσεις
της φύσης για τιμωρίες. Οι αστραπές τύφλωναν τον ορίζοντα
με ένα φως που έλεγες δε θα έρθει ποτέ εδώ.
Όταν άρχισε η βροχή έλυσα τα μαλλιά μου να βραχούν
καλύτερα. Οι σταγόνες που έγιναν πολλές τώρα, κύλισαν στο πρόσωπο μου, στο κορμί μου καθώς ήμουν γυμνός,
ολόγυμνος στην άδεια πλέον παραλία. Δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος, μόνο το πυκνό σκοτάδι και η βροχή μου έλεγαν
πως υπάρχω. Αυτή η απείθαρχη μοναξιά και η γνώση πως
ένα αντρικό κορμί περπατούσε μόνο του στη βρεγμένη άμμο,
μου έδινε τη χαρά πως έκανα κάτι σπουδαίο. Κάτι που δεν
μπορούν ή δε θέλουν να κάμουν οι άλλοι.
Οι σταγόνες δυνάμωσαν αρκετά, πάνω στην επιφάνεια του
μαύρου της θάλασσας πιτσιλούσαν σαν μικροί καλικάντζαροι,
όμοια με μικρούς ήρωες των κόμικς όταν βούτηξα στο νερό
της βροχής και της θάλασσας.
Θα έφευγα πολύ μακριά μαζί τους.

 

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Η ΜΟΝΑΞΙΆ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑΣ

 


 

 

Ώ, έως φιλοσοφείν
Ας προσπαθήσουμε να πούμε μερικές αλήθειες. Η πρώτη λέει πως ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει και ούτε μαθαίνει καμιά αλήθεια. Άρα, πίσω από αυτό θα είναι πάντα ένα τραγικό ον. Προσπαθήστε να ισομοιράσετε εδώ, την ζωή ενός νεογνού που πέθανε λίγο μετά την γέννα, ενός έφηβου Αφρικανού που ζει στην έρημο, ενός ηλίθιου μεγιστάνα Αμερικανού μεσήλικα κι ενός Ρώσου επιστήμονα που τέλειωσε τη ζωή του από Πάρκινσον σε ηλικία 92 ετών. Ποιος από αυτούς κατάλαβε κάτι ή περισσότερα; Το νεογνό, έζησε μερικά λεπτά, ίσως και μερικές ώρες γι΄αυτό είμαστε σίγουροι πως δεν έμαθε καμιά αλήθεια. Ο έφηβος Αφρικανός, που ζει στην έρημο, γνωρίζει μόνο την καμήλα του. Αυτή είναι ο θεός και ο τάφος του. Δεν υπάρχουν γι αυτόν κανένας Βούδας και κανένας Χριστός αφού δεν τους γνωρίζει. Δεν τους δίδαξε κανείς σ΄αυτόν, αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια: Ότι δεν γνωρίζουμε δεν υπάρχει. Η όαση του Αφρικανού, δεν εμπεριέχει καμιά πλήξη Ευρωπαίων ή Αλβανών που ήλθαν να εργαστούν στην Ελλάδα ή και αλλού, χωρίς να τους νοιάζει ποτέ ποιος κυβερνάει την Ελλάδα. Δεν ξέρουν τίποτα και ούτε τους ενδιαφέρει να μάθουν. Η ζωή αυτών των ανθρώπων ουδεμία σχέση έχει με την νόηση. Πίσω από αυτό, δέχομαι σαν αξίωμα, πως το σύνολο των ανθρώπων, δεν μπορεί να συλλάβει καμιά αλήθεια. Όποιος έχει αντίρρηση να την εκφράσει ευθέως. Ο Αμερικανός ηλίθιος μεγιστάνας που οικονόμησε χρήμα, δημιουργώντας αλυσίδα σούπερ μάρκετ, ξέρει τίποτα πάρα πέρα από αυτό; Καζίνο, ουίσκι και όλος ο κόσμος είναι δικός του. Να κάνει παιδιά, να κάνει εγγόνια, ν αφήσει κληρονόμους, να πεθάνει κύριος, επειδή νομίζει πως κύριος είναι αυτός που έχει λεφτά. Και ερχόμαστε τώρα στον εννενήνταδυάχρονο Ρώσο πανεπιστήμονα που τέλειωσε τη ζωή του σε κάποιο υπερσύγχρονο νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Τι έγινε μ αυτόν; Μια ζωή πίσω απ τα θρανία, μελέτες διατριβές, θεωρίες, πρακτική.
Ο Ρώσος πανεπιστήμονας ήταν πίσω από τα θρανία μια ζωή. Μια ζωή στερημένη ερωτικά, ένα άψυχο παρελθόν, ένα αβέβαιο χημικό μέλλον. Θα μπορούσε να ήταν και αλλιώς, όπως ακριβώς σκεφτήκατε. Όπως θέλετε εσείς άλλωστε υπάρχουν άπειροι Ρώσοι πανεπιστήμονες. Η ζωή τους στηριγμένη στο κέρδος της γνώσης. Η ζωή των άλλων στηριγμένη στη γνώση του καθηγητή, ένα απίστευτο τυχαίο γεγονός. Ή μια απίστευτη συγκυρία καταστάσεων για το ποιος έγινε τι, ποιος γεννήθηκε που. Και ποιος πέθανε κάτω από πόσες και ποιες συνθήκες. Αν δηλαδή ήσουν ένας Τούρκος που πέθανε από το σπαθί του Νικηταρά η ένας τυχαίος Ούννος που σκοτώθηκε στη μάχη των Εθνών, ποιο ήταν το αποκομιδείν σου από αυτή τη ζωή; Αν περνώντας το δρόμο σε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο και μείνεις ανάπηρος, κουλός, γκαβός και όλα τα συναφή και τελικά πεθαίνεις από το τσίμπημα μιας πεταλούδας,-εκατομμύρια πεθαίνουν το χρόνο από τσιμπήματα εντόμων- δεν έχει σημασία αν είσαι γέρων ή νέος, όλα αυτά μοιάζουν ασήμαντα μπροστά στην έκρηξη μιας βόμβας στη Χιροσίμα όπου πέθαναν ακαριαία διακόσιες χιλιάδες γιαπωνέζοι, σε ένα λεπτό και οι Αμερικάνοι θα πουν τι αξία έχει η ζωή ενός Γιαπωνέζου και αντίθετα.
Οι τέσσερις άνθρωποι μου πέθαναν. Κανείς δεν τους θυμάται πια. Κανείς από αυτούς δεν γνώρισε καμιά αλήθεια. Σκεφτείτε τον εαυτό σας και ποιες αλήθειες ανακαλύψατε για τη ζωή. Απαντήστε ειλικρινά όμως, όχι κουραφέξαλα.
Και ξαναγυρίζουμε πάλι στους τέσσερις σαν ομάδα, την οποία επέλεξα τυχαία. Υπάρχουν άπειρες τέτοιες αναφορές και καταστάσεις. Στην ουσία, πιθανότατα, κανείς άνθρωπος δε γνωρίζει γιατί έζησε. Όποιος απαντήσει θετικά σε αυτό-ότι ξέρει- θα θεωρηθεί τουλάχιστον αναξιοπρεπής. Η ζωή των ανθρώπων είναι μια αλυσιδωτή συγκυρία συμπτώσεων. Σκεφτείτε πόσοι ειδών θάνατοι υπάρχουν. Το νεογνό έζησε έναν από αυτούς. Ο Αφρικανός έφηβος πέθανε υπερασπιζόμενος την καμήλα του από ριπές όπλων που πούλησε ο Αμερικανός μεσήλικας επιχειρηματίας, στην κατασκευή των οποίων μετείχε ο Ρώσος πανεπιστήμονας. Υπάρχουν λοιπόν άπειρες τέτοιες υποθέσεις. Η κεντρική ιδέα μου, εδώ, είναι ν αποδείξω πως κανείς δεν συλλαμβάνει την αλήθεια. Δεν θα πάω στη μεταφυσική να ψάξω δικαιολογίες και νομίζω πως το μέγιστο των αστών το γνωρίζει αυτό αλλά δεν το παραδέχεται για διάφορους λόγους και αιτίες. Οι περισσότεροι των αστών, που ζούνε λέγοντας τα ίδια πράγματα κάθε μέρα. Καλημέρα. Έλα να πιούμε καφέ. Γιατί άργησες και όταν φεύγει δεν ξέρει τι άλλο να του πει.
Είπα πως η τοποθέτηση αυτών των ανθρώπων εδώ, είναι εντελώς τυχαία ερριμμένη. Στις τέσσερις αυτές κατηγορίες μπορούν να ενταχτούν χιλιάδες υποκατηγορίες. Η βασικότερη αιτία της μη αναγνώρισης, έστω μιας αιτίας, της ύπαρξης μιας αλήθειας, είναι η αγνωσία. Αλλά τι νόημα θα έχει η γνώση να είναι κάτοχος των πολλών; Υποτίθεται πως σήμερα είναι αλλά το πλείστο των πολλών δεν θέλει να ξέρει τι γίνεται, πέρα από την οικογένεια του, το παιδί τους και που θα το θάψουν. Υπάρχει μια ανοησία στην ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. Αιτία χωρίς αιτία. Άλλα ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν επιδέχεται άρνηση, η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν γυρίζει πίσω, κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει να πεθάνεις.

 

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...