Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Η ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΙΣΧΝΏΝ

 

 


 ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΑΠΌ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΟ

λίγο πιο πέρα. Εκεί κάθεται ο παππούς του. Ο παππούς Σένσι. Γύρω στα ογδόντα, καλοζωισμένος, κοντοστούπης με αετίσιο μάτι, στραβό χαμόγελο, φρύδια συνεχώς κατεβασμένα. Σπάνια χαμογελάει και ξέρει σχεδόν τα πάντα. Ο Σενσιβέιλ αγαπάει παθολογικά τον παππού Σένσι, δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο. Ούτε μάνα, ούτε πατέρα. Όταν ρωτάει τον παππού για την καταγωγή του, εκείνος σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. Όταν πεθάνω θα σου πω, του λέει. Δηλαδή ποτέ, αφού αυτοί οι ήρωες είναι αθάνατοι.
Ο Σενσιβέιλ φτάνει κοντά στον παππού που σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτάζει απορημένα.
-Πάλι χάζευες στη λίμνη; Του χαμογελάει.
-Δε χάζευα παππού, σκεφτόμουν.
-Τι σκεφτόσουν; Τη Μάριον; Αυτή δεν πρόκειται να σου τη δώσει ποτέ η Αντριάνα.
-Γιατί παππού; Αυτό είναι άδικο. Όχι, δε σκεφτόμουν μόνο αυτό, επανέρχεται στο θέμα. Ο αρχηγός μου ανάθεσε καινούρια αποστολή.
Η φωνή του ακούγεται ευχάριστα. Είναι ζεστή, ανθρώπου που νοιάζεται για τους άλλους.
-Α, ενδιαφέρον;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη..
-Την Κοζάνη;
-Ναι, είναι εκεί ένας τοπικός άρχοντας από τους παλιούς Βλάχους, που καταπιέζει τους μικροκτηματίες. Έχω όλον τον φάκελο με τις ενημερώσεις στο γραφείο. Ήρθα να σε χαιρετήσω, μπορεί να λείψω πολλές μέρες, ίσως βδομάδες, η υπόθεση φαίνεται αρκετά σκοτεινή..
-Ότι και να είναι, είμαι σίγουρος πως θα την φέρεις εις πέρας. Να πας στο καλό Σενσιβέιλ.  Χαιρετιούνται σφίγγοντας  τα στιβαρά τους χέρια.
4

Ο Σενσιβέιλ περπάτησε μέχρι το σπίτι της αγαπημένης του Μάριον.  Έπρεπε να την χαιρετήσει και  να φύγει, ο χρόνος είχε αρχίσει να τον πιέζει. Έφτασε την ώρα που έλλειπε η κακιά πεθερά του, η ανελέητη Αντριάνα που ήθελε να του ρημάξει τη ζωή.
-Έλα Μάριον, πάμε να φύγουμε προτού έρθει η μάνα σου και  μας αρχίσει με το σκουπόξυλο! Της φώναξε από την εξώπορτα.
Άλλο που δεν ήθελε η χοντρούλα Μάριον, να είναι παρέα μαζί του! Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που θα έκανε τα πάντα γι αυτόν, ακόμα και να πεθάνει, τόση ήταν η αγάπη της.
-Που πάμε Σένσι;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη, άργησα κι ο αρχηγός θα φωνάζει. Έλα μαζί μου μέχρι το σπίτι, έπειτα παίρνω τα πράγματα μου και σε αφήνω ξανά εδώ.
-Πάμε!, είπε και η Μάριον.
Περπάτησαν χαρούμενοι στο δρόμο, το σπίτι του ήταν κοντά. Στα κεντρικά φανάρια έκαναν την απαιτούμενη καλή πράξη για να τους πάνε καλά τα πράγματα. Ένας οδηγός πολυτελέστατης μερσεντές αρνιόταν να αφήσει έναν φτωχάνθρωπο να του καθαρίσει τα τζάμια. Ο Σενσιβέιλ επέβαλλε την πράξη, βοηθώντας και ο ίδιος στον καθαρισμό και επιδεικνύοντας την ταυτότητα του μπάτσου, ενώ η Μάριον τον παρακολουθούσε εκστασιασμένη. Πάντα της άρεσαν αυτά που έκανε ο αιώνιος αρραβωνιαστικός της. Ο καθαριστής τζαμιών αυτοκινήτων τους ευχαρίστησε δακρυσμένος.
Οι δυο τους έφτασαν γοργά στο σπίτι, ο Σενσιβέιλ ετοίμασε τη βαλίτσα του, αποχαιρέτησε τα ντουβάρια, μπήκαν στο ετοιμοπόλεμο Σμάρτ. Γελώντας χαρούμενοι κίνησαν ξανά για το σπίτι της Μάριον.

5

Φτάνοντας κατέβηκε να αποχαιρετιστούν και την ώρα που φιλιόντουσαν κατέφτασε η Αντριάνα με το σκουπόξυλο και τον Πάρε-φύγε, τον αδέσποτο σκύλο της που κι αυτός με τη σειρά του δε χώνευε τον Σενσιβέιλ. Όλο του γαύγιζε, του ορμούσε πάνω, παρ όλα όσα κόκαλα κι αν του είχε προσφέρει ο δυστυχισμένος μπάτσος. Έτσι και τώρα, έγινε το μάλε-βράσε, τον έφεραν  πέντε στροφές γύρω από το Σμάρτ, μέχρι να προλάβει ν ανοίξει την πόρτα, να χωθεί μέσα ιδρωμένος και να πάρει το δρόμο της μοναξιάς, γυρίζοντας μόνο μια φορά το κεφάλι του να κοιτάξει την Μάριον που μαλλιοτραβιόταν με τη μάνα της και τον αβάσταχτο σκύλο που τον έλεγαν Πάρε-φύγε.

 

Η Κοζάνη είναι μια όμορφη πόλη, αραγμένη στους πρόποδες του Βέρμιου και της οροσειράς των Πιερίων, όπου το χειμώνα ρίχνει πολύ χιόνι, το κρύο είναι αβάσταχτο και οι άνθρωποι δύσκολα ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους τέτοιες μέρες. Είναι μια παλιά πόλη με ιστορία- υπάρχει και η νεκρόπολη από την εποχή του σιδήρου- αυτήν θα την επισκεπτόταν ο Σενσιβέιλ άμα τελείωνε την αποστολή του, οπωσδήποτε, επειδή του άρεσε η Ιστορία. Το πρώτο της όνομα ήταν Κόσδιανη, μετά έγινε Κόζιανη, μέχρι να πάρει τη σημερινή της ονομασία. Είχε χτιστεί από Ηπειρώτες άποικους και σύμφωνα με ένα σουλτανικό φιρμάνι το 1528 αριθμούσε 91 σπίτια 23 εργένηδες, 15 χήρες! Κοίτα τι μετρούσαν οι Αχμέτηδες, σκέφτηκε  πίνοντας το αγαπημένο του αναψυκτικό,- δεν έπινε ποτέ αλκοόλ κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που δεν τον χώνευε η Αντριάνα αφού αυτή κατέβαζε το καταπέτασμα. Μετρούσαν τους εργένηδες  και τις χήρες! Για τα ορφανά ούτε κουβέντα.
Διαβάζοντας κάποια ενημερωτικά  φυλλάδια στην αρχή, έμαθε αρκετά αλλά δεν του αρκούσαν. Ύστερα, αργά το απόγευμα αφού έφαγε και ξεκουράστηκε, επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη. Ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη, η δεύτερη μεγαλύτερη μετά από αυτή της Αθήνας. Εκεί γνώρισε τον ευγενέστατο ευπατρίδη, γόνο παλιάς αρχοντικής οικογένειας με το όνομα Τράντας.
-Ο μεγαλύτερος ήρωας της Κοζάνης είναι  ο Χαρίσιος Τράντας, μην ακούτε τι θα σας πούνε αγαπητέ Σενσιβέιλ. Εγώ θα σας ενημερώσω για την ιστορία της πόλης, όλοι οι άλλοι θα θελήσουν να σας εξαπατήσουν
«Γιατί θα το κάνουν αυτό;» πήγε να ρωτήσει αλλά ο Αλκιβιάδης Τράντας ήταν χείμαρρος. Δεν τον άφησε να πει λέξη. Του μίλησε για τις επιφανείς οικογένειες Λασσάνη και Βούρκα, για τις πλατείες που ήταν αφιερωμένες στο όνομα τους, ώσπου έφτασε και στην Κοβεντάρειο βιβλιοθήκη, αυτή που βρισκόταν τώρα οι δυο τους και κουβέντιαζαν.
-Υπάρχουν εδώ 38 χειρόγραφα και 315 κώδικες! Τον πληροφόρησε. Άπειροι τόμοι βιβλίων που όρεξη να έχει κάποιος να διαβάζει. Υπάρχουν ακόμα και 17 σωζόμενα πρωτότυπα της χάρτας του Ρήγα Φεραίου..
-17;..τον έκοψε κοιτάζοντας τον με υποψία ο μπάτσος Σένσιβέιλ.
-Ε, ναι, χμ… το ξέρεις ε; έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος του. Δεν είναι πια 17, κάποιος  αχρείος έκλεψε το πιο αξιόλογο από αυτά. Αλλά για συγνώμη, εσείς που το ξέρετε;  Έκανε σαστισμένος ο απόγονος των Τρανταίων.
Ο Σένσιβέιλ χωρίς χρονοτριβή του έδειξε το δοξασμένο σήμα των ομοσπονδιακών. Ύστερα έκλεισε το δεξί μάτι κι άρχισε να σκέφτεται τον κλέφτη της χάρτας του Ρήγα Φεραίου.

7 συνεχίζεται

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

ΦΙΛΜ ΌΧΙ ΝΟΥΑΡ

 


Περίπου το 1980 είχε εκδοθεί το πρώτο μου βιβλίο κι έκανε κάποια μικρή αίσθηση στο χώρο. Διατηρούσα τότε ένα βιβλιοπωλείο με τον μεγάλο μου αδερφό, κάπου στην οδό Αρματολών και Κλεφτών, πίσω από το γήπεδο του παναθηναϊκού. Από εκεί πέρασε μια μέρα σαν πελάτης ο Νίκος Παπαμαλής ο σκηνοθέτης και μεταξύ άλλων αγόρασε και το δικό μου βιβλίο. Ήταν ένας χαμογελαστός άνθρωπος κοντά στα πενήντα και τίποτε δεν μου έδειξε πως αυτή η γνωριμία θα ήταν αυτό που λέμε γνωριμία ζωής. Γιατί, αμέσως την επόμενη με επισκέφτηκε και μου πρότεινε να γράψω ένα σενάριο! Μάλιστα είχε και τον τίτλο: Φυλακές ανηλίκων. Του είπα πως ήταν πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση αλλά δεν είχα επιχειρήσει μέχρι τότε κάτι τέτοιο και πως μου διέφευγαν οι τεχνικές αυτής της γραφής. Ο Νίκος είπε πως αυτό δεν ήταν πρόβλημα και πως από μένα ήθελε να γράψω μια ιστορία γύρω από αυτό το θέμα σα να γράφω την περίληψη ενός μυθιστορήματος, τις σκηνές και τους διαλόγους των ηρώων και με έπεισε να το επιχειρήσω. Εξ άλλου ήταν στη μέση η αμοιβή γιατί, το βιβλιοπωλείο δεν πήγαινε καλά-πράγματι τον Φεβρουάριο του 1982 το κλείσαμε και μας απόμειναν μόνο τα χρέη κι ευτυχώς ένα ψιλικατζίδικο που αγόρασε ο μεγάλος μου αδερφός για να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του. Εγώ μετακόμισα με ότι είχα σ ένα εργαστήρι ζωγραφικής στου Γκύζη. Άρχισε φτώχεια και μπατιριλίκι. Ατσίγαροι γυρνούσαμε με τον Στέλιο Κατσίκα, που είχε σπουδάσει σημειολογία στην Ιταλία αλλά ήθελε να κάνει καριέρα ηθοποιού ή σκηνοθέτη. Ο Στέλιος ήταν ομοφυλόφιλος αλλά στην αρχή τουλάχιστον ήταν αξιοπρεπής γιατί αργότερα άρχισε να ντύνεται σα γυναίκα και να κατεβαίνει στην Συγγρού. Προς το παρόν κρατούσε μια θετική στάση κι εγώ του έλεγα πως δε μας ενδιαφέρουν τα ερωτικά του καθενός μας.

Ένα τέτοιο απόγευμα που δεν είχαμε μία, καθόμασταν στο εργαστήρι και κλαίγαμε τη μοίρα μας, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Νίκος Παπαμαλής και ούτε λίγο, ούτε πολύ με καλούσε να πάω στα γραφεία της Γκρέκα- φίλμ για να υπογράψω συμβόλαιο για το σενάριο. Έφυγα δρομέως για την Εμμανουήλ Μπενάκη και Ακαδημίας όπου στην είσοδο με περίμενε ο Παπαμαλής χαμογελαστός και ανεβήκαμε. Θυμάμαι πως είχα ένα περίεργο θάρρος και μια αξιόλογη αυτοπεποίθηση κι όταν διασχίζαμε ένα μεγάλο διάδρομο σχετικά πλατύ, παρατηρούσα τις πανέμορφες γυναίκες που καθόταν πίσω από ένα γραφείο, σχεδόν χωρίς να κάνουν τίποτε!
-Τι είναι αυτές; ψιθύρισα στο αυτί του Νίκου. Που κυκλοφορούν αυτά τα κορίτσια;
-Δεν κυκλοφορούν, μου απάντησε. Τις κυκλοφορούμε εμείς με τον Λεφάκη. Διάλεξε μια και θα πάμε στα μπουζούκια.

Ο Μιχάλης Λεφάκης ήταν ο επιχειρηματίας πίσω από τη ΓΚΡΕΚΑ Φίλμ που μας περίμενε στο γραφείο του. Συμφώνησε να δοκιμάσουμε το πείραμα κι έμοιαζε πως ήταν φίλος με τον Παπαμαλή και του δειχνε εμπιστοσύνη. Εγώ επέμενα πως στο συμβόλαιο όπου όρισαν την αμοιβή μου 150.000 δραχμές, έπρεπε να λάβω μια προκαταβολή και θυμάμαι πως ο Λεφάκης άνοιξε πελώρια τα μάτια του! μα θα δώσουμε προκαταβολή για να μας γράψουν σενάριο; απόρησε. Εγώ χωρίς προκαταβολή δε γράφω αράδα! επέμενα. Οπότε με την επέμβαση του Νίκου η γραμματέας μαζί με το έντυπο συμβόλαιο έφερε και πενήντα χιλιάδες. Υπέγραψα το συμβόλαιο και απ ότι μου έχουν πει διάφοροι του επαγγέλματος που γνώριζαν πολλά περί τον Ελληνικό κινηματογράφο, ήμουν ο πρώτος συγγραφέας που πήρε προκαταβολή για να γράψω σενάριο και πως έπρεπε αυτό το συμβόλαιο να το κάνω κορνίζα!
Φύγαμε με τον Νίκο κι αφού συμφωνήσαμε να έχουμε στενή συνεργασία από δω και στο εξής, χωρίσαμε. Εγώ καβάλησα τη μηχανή μου και χαρούμενος με τα πενήντα στην τσέπη έφτασα στο εργαστήρι στου Γκύζη που με περίμενε ο Στέλιος. Μόλις ακούμπησα τη δέσμη με τα πενήντα χιλιάρικα στο γραφείο του φυγε το κεφάλι! Εγώ έβγαλα από τη μέσα τσέπη του μπουφάν ένα κονιάκ Μεταξά και δυο πακέτα τσιγάρα, έβαλα σε δυο πλαστικά ποτήρια και του είπα να πιούμε στην καινούρια καριέρα που ανοιγόταν μπροστά μου κι ενώ του εξηγούσα θυμάμαι πως ήταν πολύ ενθουσιασμένος κι όλο μπράβο αγόρι μου! μπράβο ρε φίλε, μου έλεγε καθώς κατεβάζαμε το Μεταξά.

Καριέρα στον Ελληνικό κινηματογράφο δεν έκανα, είτε γιατί αφ ενός είχε αρχίσει να φθίνει και άλλαζαν τα πράγματα στο είδος αυτό, είτε γιατί στην πρώτη μου κιόλας ταινία ήρθα σε ρήξη με τους ιθύνοντες, Λεφάκη και τους περί αυτόν, επειδή δεν ήθελα να κάνω μια "φτηνή"ταινία, επέμενα πως έπρεπε να πάμε φέστιβαλ Θεσσαλονίκης, ενώ προσπαθούσα ν αλλάξω το στόρι και να μη βγει αυτό που τελικά παρουσίασαν σ αυτή την ταινία, με τον τίτλο φυλακές ανηλίκων, όταν εγώ είχα αποχωρήσει.

[Το συμβόλαιο δεν το κανα κορνίζα αλλά κάπου κυκλοφορεί στα συρτάρια, το βρήκα κι έτσι το έβγαλα μια φωτογραφία να υπάρχει και να μου θυμίζει μια αποτυχία μου.]

Δείτε λιγότερα

 

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

OΜΠΑΤΣΟς ΤΟΥ ΣΕΝΣΙΒΕΙΛ

 


OΜΠΑΤΣΟς ΤΟΥ ΣΕΝΣΙΒΕΙΛ

1
Ένα χάρτινο αεροπλάνο φτιαγμένο με τέχνη πετάει πάνω από μια γαλάζια λίμνη. Τα χρώματα γαλάζια, πράσινα και άσπρα. Στην άκρη της λίμνης πάνω στο μοναδικό γκρίζο βράχο, κάθεται με ακουμπισμένο  τον αγκώνα του δεξιού χεριού σε ένα υποθετικό τραπέζι και την παλάμη να αγκαλιάζει το απίστευτα λεπτό του πρόσωπο, ο μπάτσος του Σενσιβέιλ.  Έχει μια ωραιότητα χυμένη στο πρόσωπο,  ατενίζει το χάρτινο αεροπλάνο να συνεχίζει να πετάει πάνω και γύρω από τη λίμνη, έχει  μια γλυκύτητα που σπάνια μπορείς να τη συναντήσεις σε άλλο πρόσωπο και μάλιστα άνθρωπο του νόμου. Γιατί τέτοιος είναι ο ήρωας μας. Ένας δαιμόνιος υποστηρικτής του δίκαιου, με μάτια πάντα ανοιχτά, έτοιμος να επιβάλλει παντού το νόμο.
Ο Σενσιβέιλ είναι εικοσιπέντε χρονών, το όνομα του το έδωσε ο παππούς, όταν τον βρήκε παρατημένο σε μια πόρτα, κάποιο σκοτεινό βράδυ που ο θεός έδερνε τον κόσμο αλύπητα με τις βροχές του. Ψηλός, περίπου στο ένα ενενήντα  τέσσερα, η μύτη του σχεδόν πιο  μεγάλη από του Πινόκιο αλλά κυρτή και ευθεία έτσι που να σχηματίζει  ορθή γωνία. Στα χείλη του χαραγμένο το χαμόγελο της επιτυχίας, της σιγουριάς, είναι ο άνθρωπος της εμπιστοσύνης. Αν και οι άνθρωποι του σιναφιού του είναι συνήθως σκληροί, ο Σενσιβέιλ, αντίθετα, είναι ρομαντικός, λεπτός στους τρόπους, ευγενικός. Τα χέρια του, το μπράτσο και ο βραχίονας, δεν είναι αυτό που λέμε γεροδεμένα. Καταλήγουν σε μια πολύ μεγάλη παλάμη. Λες και δεν ανήκει σ αυτά τα μπράτσα, σ αυτούς τους βραχίονες. Δάχτυλα χοντρά, δυνατά σαν  τανάλιες, θα μπορούσαν εύκολα να θρυψαλιάσουν έναν κορμό δέντρου. Η μεγάλη δύναμη του βρίσκεται στα χέρια του και στο μοναδικό κι αλάνθαστο  τριανταοχτάρι που φοράει πάντα κάτω  από  τη μασχάλη.
Καθώς κοιτάζει τα ωραία χρώματα γύρω του, το αεροπλάνο έπεσε τελικά στη λίμνη, δεν πρόλαβε να το πιάσει αλλά θα έφτιαχνε άλλο, γιατί δικό του ήταν. Αυτή ήταν και μια από τις τρεις μοναδικές εμμονές που είχε ο Σενσιβέιλ: έφτιαχνε μανιωδώς αεροπλάνα! Η άλλη ήταν  το μπάσκετ  και Τρίτη η Μάριον, η χοντρή αρραβωνιαστικιά του. Μη φανταστείτε καμιά τεράστια χοντρή, απλά μια συμπαθέστατη χοντρούλα, μετρίου αναστήματος, ευέλικτη,  με σπινθηροβόλα μάτια, ντυμένη πάντα στο σικ. Το ίδιο ωραία ντυμένος πάντα, είναι  και ο Σένσιβέιλ. Αυτός φοράει πάντα μια φανέλα λευκή, κοντομάνικη, το Χειμώνα ρίχνει μια λαδί καπαρντίνα πάνω της. Τα πανταλόνια του συγκρατούνται από τιράντες ιδίου χρώματος, οι κάλτσες άσπρες, τα παπούτσια, λουστρίνια πολύ αιχμηρά, συνήθως χρώματος ραφ.
Όταν περπατάνε αγκαζέ είναι ένα απίστευτα ταιριαστό ζευγάρι. Ο Σένσιβέιλ περπατά στητός, καμαρωτός, καθώς η Μάριον του κρατάει το μπράτσο και ευτυχισμένη λικνίζεται στο πλάι του.
Το μόνο εμπόδιο στην ευτυχία τους είναι η μητέρα της Μάριον η θηριώδης Αντριάνα που δε λέει να δεχτεί ένα μπάτσο για γαμπρό της. «Εσένα σε γέννησα να πάρεις από εφοπλιστή και πάνω!» της τονίζει συνέχεια και κυνηγάει τον Σενσιβέιλ με το σκουπόξυλο όποτε τον συναντάει. Η Μάριον είναι κι αυτή γύρω στα εικοσιπέντε, δηλαδή συνομήλικη του. Ξέχασα να σας πω πως όλοι οι ήρωες μας δεν μεγαλώνουν ποτέ. Μένουν πάντα στην ίδια ηλικία που τους πρωτοσυναντάμε.
Ο Σενσιβέιλ κάποια στιγμή αποφασίζει να συνέλθει από το ονειροπόλημα. Σηκώνεται, προχωράει προς το παγκάκι που βρίσκεται

 

 

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΠΙΟ ΘΛΙΒΕΡΌ ΑΝΘΡΏΠΙΝΟ ΕΊΔΟΣ

 


 

Ξεχάσαμε από πότε ήμασταν ελεύθεροι. Μας μπέρδεψαν τα ψέματα και οι αλήθειες τους
φυλάκισαν με μάσκες τα ωραία πρόσωπα μας, -ίσως το πιο ύπουλο ψυχολογικό όπλο που χρησιμοποιήθηκε ποτέ
Ζωγραφίζω γιατί δεν μπορώ να επαναστατήσω
Αυτό το έργο το ονόμασα ΤΟ ΠΙΟ ΘΛΙΒΕΡΌ ΑΝΘΡΏΠΙΝΟ ΕΊΔΟΣ κι αυτοί ονομάζουν αυτή την κατάσταση, μεγάλη επανεκκίνηση.
Χρυσοπέταλα κι αν σου φορέσουν, πέταλα θα είναι με καρφιά
Ξέχασα κι εγώ πότε ήμουν ελεύθερος, ίσως μόνο όταν ήμουν παιδί- γράφω και όχι δεν ξεσπώ στο χαρτί. Μοιράζομαι κάτι μαζί σας που χρόνια κουβεντιάζουμε και πιστεύω πως με τους πολλούς συμφωνήσαμε να έχουμε μια κοινή λογική προτού μας φορέσουν άλλα προσωπεία από αυτά που ξεκινήσαμε εδώ μέσα και λυπάμαι που δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε επειδή ο εχθρός είναι αμείλικτος, αδυσώπητος, κακός. Ίσως ο χειρότερος που θα αντιμετωπίσουμε ποτέ: Ο ΦΌΒΟΣ
Στο πρώτο μου βιβλίο τους ΙΚΈΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ που το γραψα σχεδόν είκοσι χρονών, υπάρχει αυτή η φράση: ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο φόβος!
Η αμηχανία μου γέννησε αυτόν τον πίνακα, σα να μην ήθελα να φτιάξω κάτι, σα να μη θέλω πια να ζωγραφίζω, αφού δεν έχω να πω τίποτε στους συνανθρώπους και περισσότερο ανίκανος να πολεμήσω αυτούς που μας έφεραν στην ολέθρια κατάσταση.

 

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

ντιρινταμ

 


Πόσο αξίζει ένας καφές και φύγαμε
Δε σας γουστάρω ρε μαλάκες
Στην άλλη άκρη τη ζωή την πήγατε
και ψάχνετε γι΄ατάκες.
Νταμ, ντίρι νταμ, ντιριντάμ, ντιμ...ντάμ!
Νταμ, ντιριντάμ..ντιμ, νταμ!
Πικρό τσιγάρο το σ΄αγαπώ στην άκρη του δρόμου
Φαντάρος που γύρισε και δεν θα ξαναπάει
Μικρή η ζωή, το φιλί, τα σ΄αγαπώ τα λάικ, επ΄ώμου
Κερδισμένος, χαμένος, είναι αυτός που γαμάει;
Νταμ, ντιριτάάάάμ...ντιριντάμ, μτιριντάμ!
Ντιρρρρι...νταμ.
Πόσο αξίζει ένας καφές και πήγαμε
στην άλλη άκρη της ζωής, μαλάκες.
Πάντα να ξέρεις το κακό προσμένει
εσέ που τίποτα δεν σε περιμένει
Δεν μπορώ χωρίς τσιγάρο μαλάκα, ντιρινταμ
μου πότισε το χείλι η νικοτίνη
Μοιάζω λίγο με τον Ροζέ Βαν Ντ΄αμ
Γνώρισα κάποτε τη σκοτοδίνη.
Νταμ ντιριντάμ και νταμ και νταμ
Ντα ντιριντάμ.΄
Πόσο κοστίζει ένας καφές στην άκρη του κόσμου;
Δεν μπορώ να σε διώξω απ΄το μυαλό μου Χρυσάνθη
Στέγνωσε, το φιλί, η υποψία, αν θελεις, δός μου
Νταμ,νταμ, ντιριντάμ, νικοτίνη πίκρα και άνθη.
Τραγούδα όσο θέλεις το ντιριντάμ
είναι ένα τραγούδι απ΄την άκρη του κόσμου.
Νταμ, νταμ,νταμ, ντιριντάμ. Νταμ ντιριντάμ.
 
Σατιρική ποίηση Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ! ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ! ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ.

 


 

Ο ταχυδρόμος ερχόταν Χειμώνες- Καλοκαίρια στο Άγριο καβάλα σε ένα ψωραλέο άλογο, σαν τον Ροτσινάλντι του Δον Κιχώτη,  κόκκινο, με μικρό κεφάλι, και ο ίδιος έμοιαζε σαν τον Δον Κιχώτη, το δενε έξω από το καφενείο, και φώναζε από το μεγάφωνο, Ταχυδρόμος! Ταχυδρόμος! Κι έτρεχαν τότε οι νοικοκυρές να παραλάβουν τα γράμματα, τις επιταγές, και τις ειδοποιήσεις για δέματα που θα παραλάμβαναν από την κωμόπολη, αυτά δεν μπορούσε να τα κουβαλάει ο ταχυδρόμος Δήμος, ναι Δήμο τον έλεγαν και μια φορά τον ρώτησα πως δε φοβάται στις ερημιές να κουβαλάει τόσο χρήμα και πως ακόμα δεν τον είχαν ληστέψει και απόρεσε, με κοίταξε όπως με κοίταξε, μου χάιδεψε το κεφάλι, με αγαπούσε.

Είναι το χρήμα και η αγάπη μαζί
Κανένας δεν κλέβει τον κόπο των φτωχών
Ω! ναι κανένας, γιατί οι φτωχοί είναι τίμιοι.
Οι φτωχοί είναι τίμιοι.
Τότε έφεραν και το τηλέφωνο,  στο Άγριο, τοποθέτησαν μια συσκευή στο καφενείο κι όποιον καλούσαν τον φώναζε από το μεγάφωνο ο Βασίλης Πλιάτσικας.
-Ο Σπύρο Νωριάδης στο τηλέφωνο! ο Σπύρο-Νωριάδης στο τηλέφωνο!
Αυτός ήταν εφ όρου ζωής γραμματέας, δημόσιος υπάλληλος, είχε κόψει τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του παίζοντας με μια ξεχασμένη χειροβομβίδα., μιλούσε τσαλαπατημένη καθαρεύουσα, έχομεν χρέος προς τους συμπολίτας μας, έλεγε, να αλληλοβοηθούμαστε, πρέπον να πάμε απαξάπαντες εις την προσωπικήν εργασίαν, να επιδιορθώσουμε την ατραπόν, οι αγράμματοι έτριβαν τα μάτια τους, θαύμαζαν την γλωσσομάθεια του, εγώ χαμογελούσα, δεν τον περιέπαιζα, ούτε τον διόρθωνα για τις κοτσάνες του και έτρεχα κι εγώ στην προσωπική εργασία, ένα άτομο από κάθε σπίτι έπρεπε να προσφέρει όποτε υπήρχε ανάγκη και θυμάμαι την πρώτη φορά που βοήθησα να πλατύνουμε το δρόμο από τη δημοσιά μέχρι την πλατεία, νιώθοντας περήφανος που εκπροσωπούσα την οικογένεια μου, μπράβο παιδί μου, είπε και η μητέρα, έτσι να κάνεις, οι φτωχοί είναι τίμιοι, αλλά τα λεφτά χρειάζονται, δεν είδες τον Τηλέμαχο που αγόρασε και κούρσα; Και ναι, είχε φέρει μια κούρσα ο Τηλέμαχος Καραδήμος που την μετέτρεψε σε ταξί, πανέξυπνος, ρουφιανοκλέφτης, φραγκοσφαγέας, έβγαζε από παντού λίρες, αργότερα θα γινόταν και παπάς αλλά είχαμε πλέον και ταξί στο Άγριο, τι άλλο θέλαμε; Ερχόταν που και που, τα Καλοκαίρια  και υπαίθριος κινηματογράφος στην πλατεία, έστηναν ένα πανί για οθόνη και τη μηχανή να προβάλλει συνήθως επίκαιρα, ασπρόμαυρες κινούμενες εικόνες, που προέβαλαν την χούντα των συνταγματαρχών που κυβερνούσαν την Ελλάδα, ο Παπαδόπουλος, ο Πατακός και οι άλλοι.
-Εσύ με ποιους είσαι; Ρώτησα μια μέρα τον χαζο-Βαγγελη που ετοιμαζόταν να παντρευτεί με τη Σόφω.
-Εγώ; Με τη Σόφω! Μου απάντησε.
-Όχι, λέω για τη χούντα…
-Δεν την ξέρω, ποιος θα την παντρευτεί αυτή; Γούρλωσε τα ματάκια του.
Τον κοίταζα με λύπη, ήξερα κι ένα θανάσιμο μυστικό, είχα δει ένα σούρουπο τον  Φίλιππα Νωριάδη, τον αδερφό του γραμματέα, που είχε ανοίξει το καινούργιο ελαιοτριβείο, μέσα εκεί να ξεπαρθενεύει τη Σόφω, που έκλαιγε, μέσα εκεί ανάμεσα από σακιά και μηχανές που μετέτρεπαν τις ελιές σε λάδι και θυμόμουν που είχα ακούσει πως τον είχε μεγάλον, το κρυφόλεγαν οι γυναίκες στα κουτσομπολιά τους και οι άντρες όταν περηφανεύονταν για τον τέτοιο τους κι ερχόταν στο νου μου ένα μεγάλο πουλί, το δικό μου δεν είχε μεγαλώσει ακόμα και φοβόμουν για την κακομοίρα τη Σόφω, μια κακομούτσουνη, βρώμικη δεκαεφτάχρονη, εγγονιά της μάγισσας.
Δεν είπα τίποτε στον χαζό-Βαγγέλη, τι να του έλεγα, ας παντρευόταν την Σόφω, ας έκαναν παιδιά κι ας την πηδούσε και ο λαδέμπορας δεν έτρεχε τίποτε, η ζωή έτρεχε και κάθε γάμος στο Άγριο ήταν σημαντικό γεγονός, αφού μαζεύονταν όλο το χωριό για να ευχηθεί, να προσφέρει δώρα, να γλεντήσει με τους κλαριτζήδες και τα ντέφια που ηχούσαν τρεις μέρες σε βουνά και καταράχια με τη φωνή του αοιδού!
Σήμερα γάμος γίνεται
σήμερα πανηγύρι.
Παντρεύουνε την κοπελιά
της παίρνουνε τη γύρι.
Ο χαζό- Βαγγέλης είχε φορέσει ή του είχαν φορέσει το κουστούμι που έπλεε μέσα του, στραβοκανής, λεπτεπίλεπτος, τα ματάκια του λαμπίριζαν, τα μεγάλα αφτιά του πεταγόντουσαν πέρα, μύσταξ περιποιημένος, γελούσαν όλοι, μόνο η γριά μάγισσα έκλαιγε σε μιαν άκρη, η Σόφω ντυμένη νύφη έσερνε το χορό του Ησαΐα, έσερνε το χορό του θανάτου που κυβερνούσε τα σωθικά της, χόρευε νύφη, μέχρι τα μεσάνυχτα που έσκισε το νυφικό, φόρεσε ένα κατακόκκινο φόρεμα και τράβηξε πέρα για τις κωμοπόλεις.

 

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ από την ΣΥΜΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ανέκδοτο μυθιστόρημα μου

 

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

ΚΑΤΡΑΚΎΛΙΣΕ ΠΆΛΙ

 


 

ΠΛΗΓΗ  ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ

 

Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, Νωρίς ήταν, ακόμα δεν είχε πάει επτά. Φθινόπωρο. τέλειωνε ο Σεπτέμβρης, ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου.
Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα. Μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα.
Σαν είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε την μηχανή του κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω. «Πολύ νωρίς ακόμη» σκέφτηκε περνώντας  ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση. Γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφη. Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο. Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούραιναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου.
Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στην μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή, μπροστά στην είσοδο και μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Η σχεδόν άδεια. Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού, που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; Πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Κάθισε σε ένα σκαπώ. Όταν την έφερε, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια του στον καθρέφτη, πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν πολύ όμορφη όμως και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ. Διέκρινε, μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ’ ότι δεν είχε σηκωθεί για να την δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρισε. Την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; Τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; Τον ρώτησε με ενδιαφέρον.
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.
Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε. Στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις. Τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δεν γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες. Του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού , την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;

Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρεσε.
-Πήγαινε με σπίτι, σε παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω,  είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν’ ανέβεις στην μηχανή;
Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν’ ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέκτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε, «μπορείς;»
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.
Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα ναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο…
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί…Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε τα πονεμένα οπίσθια της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις…
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί.
-Θα σου πω..
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου.
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν…
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! Επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! Βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα.
Πράγματι, είχε αρχίσει να ψιλοσυνέρχεται. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Είσαι πολύ όμορφη, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα ναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημπόρια τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν.
-Έχεις δίκιο κι εγώ έτσι νιώθω. Αλλά και συ είσαι καλός. Καλός και όμορφος.
Την χάιδεψε στα μαλλιά, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα.

Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά το ξύλο με τη σάρκα. Ανακάτεψε τις τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας, την τρύπα να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε από μέσα της, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του έρωτα στα μάτια τους.
-Δεν το πιστεύω, της είπε.
-Ούτε εγώ, το πιστεύω, του απάντησε.
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις; Και σηκώθηκε ολόγυμνος.
Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο. Και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Του έδωσε  μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; Τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό. Από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
 -Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε δικιά του.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα.
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι…
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! Άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! Έκανε. Πολύ ωραία.Θα μου απαγγείλεις;
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας.
-Ότι θέλεις.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ. Την διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.
Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με την γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής.
 Η Μιράντα έτρεξε κοντά του. Τον τύλιξε απ τον λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η ανυπαρξία. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;

Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.

-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!

Παράτησε τον λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.Την σήκωσε προσεκτικά, σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει.Τόσο διάφανη ήταν. Την φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το πέος να εισχωρεί στο υγρό αιδοίο. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.

Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως, ήταν και εκείνη. Η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον, για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον, που την γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης.

Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι’ αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.

Αυτός, είχε μεθύσει από την ζωή και την Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...