Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Η ΓΥΝΑΊΚΑ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΈΝΟΥ ΔΡΌΜΟΥ

 


Όταν ήμουν μικρός, μέχρι δεκαοχτώ, είκοσι χρονών, ερωτευόμουν εύκολα.Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια, στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την πλάκα της αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε, αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα λουλούδια και τις αγάπες; Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι» την έστησα και περίμενα ώρες να βγει. Όταν κάποτε, επιτέλους κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιούμε ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα περισσότερο θάρρος. Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές. Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα δυνατά μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς, με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγώ σ αγαπώ! Είσαι ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα. Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη, μια κούραση, από τα όσα είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ένοιαζε τίποτε, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω, συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια, να της χαϊδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε.
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω, μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τ όνομα της δεν ήξερα.
 
Από τα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΟΥ. [Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΕΝΟΥ ΔΡΟΜΟΥ]

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΙΣΤΙΚΟΥ ΧΡΌΝΟΥ

 

 


Καλοκαίρι προχωρούσε στις φούριες του. Αύγουστος μήνας του δυο χιλιάδες έντεκα. Τι σημασία έχει ο χρόνος; Ας δεχτώ πως έχει και γι΄αυτό τον σημειώνω. Όπως σημειώνω πως είναι ο πρώτος Αύγουστος που θα έμενα στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι πως αυτό, παλιότερα θα με στεναχωρούσε, τώρα όμως που έχω καταλάβει καλύτερα τον κόσμο μας δε μου καίγεται καρφί. Συμβιβάστηκα με πολλά πράγματα και ιδέες, όπως και με τη δουλειά μου. Πωλητής σε βιβλιοπωλείο, έγινα στα είκοσι μου χρόνια, πωλητής σε βιβλιοπωλείο παρέμενα και στα σαράντα πέντε μου. Τις μέρες αυτές, που η Αθήνα είναι άδεια, όλα μου φαίνονται καλύτερα. Δεν πα να σκάει ο τζίτζικας; Εγώ θα σέρνω τα βήματα μου στον λόφο του Στρέφη, στον Λυκαβηττό κι αλλού. Α, ρε, ωραία Αθήνα! Και μου άρεσε,ακόμα περισσότερο αυτό τον καιρό στο βιβλιοπωλείο, γιατί ένα μήνα θα εργαζόμουν μόνος. Ο κύριος Βακαλόπουλος με την κυρία του, ιδιοκτήτες του βιβλιοπωλείου θα πήγαιναν διακοπές στα Καμμένα Βούρλα. Α, τι ωραία η ζωή χωρίς αφεντικά! Και η δουλειά με ρέγουλα. Εκλεκτή πελατεία. Τους εξυπηρετούσα λοιπόν και με το παραπάνω γιατί ήμουν πλήρως καταρτισμένος σε όλα τα θέματα. Ιστορία, Λογοτεχνία, ιδιαίτερα δε με έπιανε κανείς. Όλες τις ώρες, τόσα χρόνια εκεί μέσα, διάβαζα μετά μανίας. Τι να διαβάσω αυτόν τον καιρό; με ρώτησε ο Αρτέμης, μανιώδης αναγνώστης αστυνομικών. Να διαβάσεις, Μαρή, Γιάννη Μαρή και του χωσα το έγκλημα στο Κολωνάκι. Ποιος είναι αυτός; μούτρωσε στην αρχή γιατί ο Αρτέμης είναι νέος γύρω στα είκοσι. Πάρε να διαβάσεις και θα με θυμηθείς, του είπα και του φόρτωσα όλον τον Μαρή που είχε ξεμείνει. Ήμουν καλός στη δουλειά μου και γι αυτό με εκτιμούσαν οι Βακαλόπουλοι και όχι μόνο.

Εκείνο λοιπόν το απόγευμα της Πέμπτης, είχα πολύ κίνηση. Δεν είχα σταματήσει ούτε λεπτό. Πουλούσα, εξηγούσα, χτυπούσα τις αποδείξεις στην ταμειακή, έτρεχα σαν τον Βέγγο. Ανάμεσα στους άλλους πελάτες μπήκε και μια πολύ καλοντυμένη κυρία, γύρω στα πενήντα, όμορφη και πρόσεξα πως κρατούσε κάποιο χαρτοφύλακα, πέτσινο μαζί με την τσάντα της. Έκανε τον γύρο του μαγαζιού και εγώ την παρακολουθούσα με την άκρη του γαλάζιου μου ματιού. Ναι, έχω πολύ ωραία γαλάζια μάτια, ίσως το πιο ωραίο που έχεις επάνω σου, μου έλεγε και η αιώνια αρραβωνιαστικιά μου. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, μου παραπονιόταν, τι θα γίνει με μας; Περίμενε να πιάσω το προπό! της χαμογελούσα γλυκά. Ωστόσο, η μεγαλοκυρία διάλεξε κάποιον Φρόιντ, κάποιον Μποντλέρ, τα άνθη του κακού, και ήρθε χαμογελαστή-μα τόσο χαμογελαστή!- στο ταμείο. Άστραφτε ολόκληρη. Ορίστε, αυτά θα πάρω και τ ακούμπησε στον πάγκο. Χτύπησα τις τιμές, δεν της έκανα έκπτωση, δεν ζήτησε και σ΄αυτές τις περιπτώσεις είχα τα ποσοστά μου. Έπαιρνα εγώ την έκπτωση. Έτσι, η χαμογελαστή κυρία αφού πήρε τα πακέτα της, έκανε μια βόλτα ακόμη στους πάγκους και φεύγοντας με χαιρέτησε από την πόρτα. Γεια, της έγνεψα κι εγώ. Τι μ ένοιαζε; Τίποτε και κουρασμένος αλλά ευτυχισμένος έκλεισα κάποτε γύρω στις εννέα το κατάστημα. Πήρα τους δρόμους των Εξαρχείων με τα πόδια. Ανέβηκα την Μπενάκη και σκεφτόμουν πως είχα αργήσει λίγο και η αρραβωνιαστικιά μου, η Ντίνα-εμένα με λένε Τάσο- θα είχε τσατιστεί να με περιμένει στην ταβέρνα του Άμα λάχει. Επιτάχυνα το βήμα μου κι έφτασα λαχανιασμένος. Κατέβηκα τα σκαλιά, μπήκα στην αυλή, την είδα. ΄Όμορφη που ήταν κάτω από τις κληματαριές! Α, ήταν όμορφη η Ντίνα. Έφτασα κοντά της με ένα φιλί, καθίσαμε και με κοίταζε στο προφίλ μου. Τι, συμβαίνει; της μειδίασα χωρίς να στρέψω. Πάλι με έστησες, παραπονέθηκε. Ε, αυτό είναι το λιγότερο, τι έκανες με την τράπεζα;Τζίφος, μου αποκρίθηκε. Τα δάνεια τα κόψανε επ αορίστου χρόνου. Πρέπει να βρούμε αλλού τις δέκα χιλιάδες. Που να τις βρούμε; κλαψούρισα. Δεν ξέρω, μου απάντησε. Κι έτσι, παραγγείλαμε ότι εκλεκτό είχε ο Άμα λάχεις, ήπιαμε και δυο καράφες κρασί να ξεχάσουμε τον πόνο μας. Τα λεφτά του δανείου τα χρειαζόμασταν για να κάνουμε τον γάμο μας. Μόλις ήπιαμε τα πρώτα ποτηράκια, θαρρέψαμε, πήραμε αισιοδοξία. Δε, βαριέσαι αγάπη μου κάτι θα γίνει και με μας, αειντε γεια μας της είπα και ξεχαστήκαμε.

Την άλλη μέρα, μαχμουρλής και λίγο μπαϊλντισμένος από την χτεσινή κρασοκατάνυξη, άργησα ν ανοίξω το μαγαζί. Αλλά ευτυχώς οι Βακαλόπουλοι δεν ήταν εδώ. Τακτοποίησα ,συγύρισα, έκανα και μια μικρή καθαριότητα. Κάθισα ύστερα ν απολαύσω τον καφέ μου με πέντε τσιγάρα. Τόσα, ναι, πέντε. Ήμουν πίσω απ το ταμείο, όταν την είδα να μπαίνει φουριόζα. Ήταν η χτεσινοβραδινή καλοντυμένη μεγαλοκυρία. Αχ, καλημέρα σας, έκανε πάντα γελαστή. Καλημέρα, της απάντησα αινιγματικά και σηκώθηκα. Αχ τι έπαθα αγαπητέ μου -τι πάθατε εγώ- έχασα τον χαρτοφύλακα μου με τις δέκα χιλιάδες μέσα. Μήπως τον άφησα εδώ; κι άρχισε να κοιτάζει γύρω. Μα, τι λέτε; άνοιξα τα μάτια μου. Ε δω δεν νομίζω να αφήσατε κάτι και τις τελευταίες μου λέξεις τις έλεγα αργά καθώς το μάτι μου είχε πέσει στον μαύρο χαρτοφύλακα που βρισκόταν ανάμεσα από κάποιους μαύρους μεγάλους τόμους της παλιάς εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου και έξυσα αμήχανος το πίσω του κεφαλιού μου. Σίγουρα; ρωτούσε η χαμογελαστή κυρία. Να κοιτάξουμε, να ψάξουμε, δεν είναι τίποτα καλέ αλλά να είχα και το μπλοκ επιταγών μέσα, αλλά το ακύρωσα πήγα πρωί-πρωί στην τράπεζα.. και χαχαχα, δεν με νοιάζει αλλά ας κοιτάξουμε κι εδώ.. λέτε και σεις που φαίνεστε τίμιος κύριος. Αν το βρίσκατε δεν θα μου το επιστρέφατε; Ναι, βέβαια, μα τι λέτε, έκανα εγώ και προσπαθούσα να την πηγαίνω αντίθετα από εκεί που έβλεπα τον μαύρο χαρτοφύλακα που θα μου έλυνε το μαύρο χρόνιο πρόβλημά μου. Αρχίσαμε να ψάχνουμε, να εδώ πήρα τον Φρόιντ, εδώ τα άνθη του κακού του Μποντλέρ, συμπλήρωνα εγώ και τι να σας πω κυρία μου αν ήταν εδώ θα το είχα βρει γιατί κάθε Παρασκευή πρωί κάνουνε γενική ταχτοποίηση, λυπάμαι πολύ, δεν ξέρετε πόσο θα χαρώ να τον βρείτε, ναι, ε; είχατε τόσα λεφτά μέσα; Σιγά τα λεφτά καλέ! έκανε η κυρία και στριφογύρισε την τσάντα της πάνω και γύρω από το πρόσωπο μου, στον αέρα. Σιγά τα λεφτά! πάω να φύγω δεν είναι τίποτα εδώ, εξάλλου εσείς και με κοίταξε λάγνα στα μάτια, ναι εσείς φαίνεστε τόσο τίμιος. Αν βρείτε κάτι, να πάρτε την κάρτα μου και τηλεφωνήστε μου. Τηλεφωνήστε μου έτσι κι αλλιώς! κι έφυγε αφήνοντας με σύξυλο. Εγώ, έτρεξα στην έξοδο, κοίταξα δεξιά-αριστερά, την είδα, την παρακολούθησα που χανόταν μέσα στην ζέστη του Αυγούστου. Δεν έκανα τίποτα βιαστικό. Χάιδεψα το πηγούνι μου ευχαριστημένος. Κοίταξα τον ήλιο με μισό μάτι που μου χαμογελούσε κατακόκκινος. Του χαμογέλασα κι εγώ.

Στα παράθυρα κρεμασμένοι στρατιώτες και ναύτες αποχαιρετούν τις ερωμένες που έκλαιγαν. Τώρα μόνο οι Αλβανοί κλαίνε. Γιατί το κλάμα θέλει συγκίνηση. Να συγκινηθείς επειδή φεύγει ταξίδι ο γιος. Πάει στα ξένα. Από το χωριό στας Αθήνας. Πολύ μακριά. Όμως εσύ είσαι σε ένα σταθμό με μια βαλίτσα στο χέρι, τα εισιτήρια πληρωμένα για το άγνωστο. Κανείς δε σε περιμένει. Σε όλον τον κόσμο τη ζωή σου ρήμαξες.

ΤΕΛΟΣ

 

 

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

ΤΟ ΤΈΛΟς Ή ΤΗΝ ΑΡΧΉ;

 


Εγώ γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος είναι ο φονικότερος που έγινε πάνω στη γη. Πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς. Η Ελλάδα είχε περίπου 80.000 νεκρούς σε αντιστοιχία η Ρωσία πάνω από δέκα εκατομμύρια. Τριάντα χώρες ενεπλάκησαν με πρώτους τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες, τους Ρώσους, τους Άγγλους κι αργότερα τους Αμερικάνους.
Έχουν περάσει περίπου 70 χρόνια από την έναρξη αυτής της παγκόσμιας τραγωδίας κι εμείς, οι επόμενες γενιές που έζησαν μόνο τον απόηχο του, έληξε με την ρίψη των δυο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, με νικητές τους Αμερικάνους και τους Ρώσους με τους λεγόμενους συμμάχους. Φυσικά αν δεν είχαμε τη ρίψη των πυρινικών ίσως να πολεμούσαμε ακόμα. Έκανε δηλαδή κάποιο μεγάλο καλό μετά το μεγάλο κακό η ανακάλυψη της ατομικής βόμβας από τον Αινστάιν, τον Οπενχάιμερ και τον Μπράουν που βασικά ο πρώτος φοβόταν απόλυτα για αυτή του τη συμμετοχή.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Αυτό το ΟΧΙ που φέρεται να είπε ο Μεταξάς, κατ εμένα τον είπε δια μέσου των συμφερόντων της αποικιοκρατικής δύναμης που λέγεται Αγγλία αλλά και πάλι έχει την αξία του. Οι Έλληνες πολέμησαν με την πλευρά των συμμάχων, νίκησαν την Ιταλία, υπέκυψαν στην σιδερόφραχτη Γερμανία, πολέμησαν σαν ήρωες, είπε και ο Τσώρτσιλ αυτό το γνωστό οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, για να αποδώσει τιμή σε μας αλλά αμέσως μετά δημιούργησε τον Ελληνικό εμφύλιο με όλα τα κακά συνακόλουθα του.
Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ καλός. Οι άνθρωποι όμως συνεχίζουν να πολεμάνε αδιάκοπα και, όσο και αντιμιλιταριστικό να είναι αυτό το κείμενο, όσο αντιπολεμικά άρθρα κι αν έχουν γραφεί και συνεχίζουν να γράφονται, οι άνθρωποι θα πολεμάνε αδιάκοπα. Ποια είναι η βασικότερη αιτία ενός πολέμου; χρειάζεται μόνο ένας Χίτλερ για να ματοκυλήσει την ανθρωπότητα και γιατί η δύναμη των λαών δεν μπορεί ν αποτρέψει τα σχέδια ενός παράφρονα κατά πολλούς ή μιας ιδιοφυίας από άλλους; Νομίζω πως ο κόσμος είναι αδύναμος και η λεγόμενη μάζα συμπαρασύρεται από λίγους που διοικούν αυτόν τον κόσμο. Αν πας στρατιώτης κι αρνηθείς να πολεμήσεις θα σε σκοτώσουν οι συνστρατιώτες σου. Θα σε πουν δειλό επειδή δε θέλεις να σκοτώσεις! η τέλεια παραλογία. Κατά βάση δε θα πολεμούσα ποτέ. Αυτά τα χτισμένα ιδανικά των εκάστοτε αρχηγών δε με αφορούν. Υποστηρικτικά, λένε πως αφού ο άλλος έρχεται να σου πάρει το σπίτι, πρέπει ν αμυνθείς και αφού αμύνεσαι, έχει αρχίσει ο πόλεμος για σένα. Λογικά εκεί σηκώνεις τα όπλα. Για το σπίτι, την οικογένεια, την πατρίδα. Και αντε πάλι από την αρχή. Μπορεί όμως ένας πόλεμος να είναι δίκαιος; στην ουσία όσοι το λένε εξαπατούνται, όλοι οι πόλεμοι έχουν οικονομικό κίνητρο και ως εκ τούτου και ο Δεύτερος παγκόσμιος. Η μισαλοδοξία των ηγετών παίζει το ρόλο της αλλά όχι τον πρώτο αφού άμα δε συμφωνήσουν οι ακολουθοι τίποτε δεν πρόκειται να γίνει απ όσα ευελπιστεί ο κάθε ηγέτης.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Βέβαια, εμείς δεν ξέρουμε τι είναι ένας πόλεμος, τον γνωρίζουμε από τα βιβλία, από την τηλεόραση και δεν ξέρουμε ή δεν αισθανθήκαμε ποτέ τι είναι να σφυρίζουν οι σφαίρες γύρω σου, να πέφτουν οι χειροβομβίδες, να βουτάνε τ αεροπλάνα πάνω απ το κεφάλι σου, να βλέπεις τους συνάδελφους ακρωτηριασμένους, τους φίλους να πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί κι έτσι ομιλούμε εκ του ασφαλούς χωρίς να υπολογίζουμε την στυγνή πραγματικότητα ενός πολέμου, ενός όχι ή ενός ναι, στον εχθρό, σ αυτή την ανόητη έλευση του πολέμου, όπως όλοι παραδεχόμαστε αλλά αρνούμαστε να μη συμμετέχουμε, να μη συνεχίζουμε αυτή την μωρή πραγματικότητα ενός πολέμου.

 

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΙΜΠΡΕΣΑΡΙΟΣ

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά.

 

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

ΕΙΣ ΈΠΑΚΡΟΝ

 

 

Πέρναγε κάποιος που έπαιρνε
τα μέτρα για τους άστεγους
επειδή ο κόσμος τελείωνε για μερικούς
αυτός δήλωνε μαζί με τους απεργούς
πως τα μέτρα δεν επαρκούσαν
Επειδή όμως το έπακρον της νιότης
διαρκούσε μόνο μισόν αιώνα
ο πράσινος κώλος της διπλανής κυρίας
δεν αρκούσε στον επελαύνοντα νεανία

 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Η ΣΥΓΝΏΜΗ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΏΡΟΥ

 



Κάποιος είπε πως μια θάλασσα περνά
η αγάπη μου συγνώμη δε ζητά
τα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό
πάντα εσένα ήθελα μα πίσω δε γυρνώ.

 

Μα εσύ είπες πως μια θάλασσα νικάς
Αφού όλο το Φθινόπωρο θα μ αγαπάς
Τα φύλλα έπεσαν ξανά κάτω στη γη
κι εμείς μείναμε άφωνοι μες τη σιγή

 

Κάποιος είπε πως τα δέντρα μας μισούν
ένας άνεμος που τον εφώναζαν σιμούν
Όλο το Φθινόπωρο είπα θα σ αγαπώ
δε φυτρώνουν όνειρα χωρίς νερό.

 

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

΄ΈΝΑΣ ΣΤΟΥς ΔΥΟ

 


 

Προβοκάτσια, ξέρεις τι είναι ρε; μου λέει.
-Ε, χμ, ναι κάτι ξέρω, λέω.
-Προβοκάτσια είναι πολιτικός και στρατιωτικός όρος..
-Δεν είναι βίαιη, προκλητική και δόλια ενέργεια;
Με κοιτάει με μισό μάτι.
-Είναι Λατινογενής όρος και προσβλέπει στην σύγχυση, στη βία, απέναντι σε πρόσωπα, ομάδες, συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο.
-Φτάνει ρε μαλάκα, του λέω. Μη με γεμίζεις μύγες. Εγώ ξέρω πως η προβοκάτσια αποσκοπεί στον κοινωνικό αποπροσανατολισμό. Αυτό ξέρω. Δεν είναι αλήθεια;
-Κι αυτό είναι αλήθεια. Αλλά πρέπει να ξέρεις πως οι προβοκάτορες δημιουργούν ψευδείς ειδήσεις, υιοθετούν απόψεις με στόχο να πλήξουν, να βλάψουν, να εκδικηθούν.
-Ποιους να εκδικηθούν;
-Τους αντιπάλους, συνεχίζει απτόητος ο μαλάκας. [σηκώνει το πρόσωπο στον ουρανό] Το ισχυρότερο όπλο της μαχητικής προπαγάνδας είναι η προβοκάτσια που μπορεί να επηρεάσει την ψυχολογία της μάζας και να την οδηγήσει σε overkill..
-Ε, σιγά ρε! Όουπ, πήρες φόρα. Τι είναι αυτό το οβερ.. πως το πες;
-Τι να σου πω, ρε που είσαι όρνιο! με κοιτάζει με οίκτο. Ούτε Αγγλικά δεν ξέρεις ρε κακομοίρη που τα μιλάει και η κουτσή Μαριώ.
-Ποια είναι αυτή; τον μπερδεύω,
-Η Μαριώ; συνέρχεται. Άσε με ρε να σου εξηγήσω. Λοιπόν οβερκιλλ είναι η βίαιη δράση που μπορεί να καταστεί επικίνδυνη σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που διανύουμε τώρα.
-Χτες δηλαδή έγινε προβοκάτσια;
-Εμ τι θες να έγινε; με κοιτάζει αφ υψηλού υπεροπτικά. Σίγουρο, εκατό τοις εκατό. Μπάτσοι ντυμένοι κουκουλοφόροι δημιούργησαν αυτό που είδατε, με σκοπό να διαλύσουν τους αγανακτισμένους. Την μάζα. Σ αυτή που ανήκεις και συ.
-Είμαι μάζα εγώ;
-Ε, τι είσαι! [με κοιτάζει με σιχασιά]
-Και το κράτος; Το κράτος μου δεν με προστατεύει; Δηλαδή το κράτος η επίσημη Ελλάδα χτες, θες να πεις η κυβέρνηση ο Μητσοτάκης και λοιποί έδωσαν τέτοιες εντολές; Μα αυτό δεν είναι κράτος.
-Κάνεις λάθος. Αυτό είναι το κράτος. όπως όλα σου τα μάθανε στραβά, έτσι έμαθες κι αυτό. Μπούφος γεννήθηκες κορυδαλλός θα πεθάνεις.
-Γιατί Κορυδαλλός παρακαλώ;
-Είπα εγώ Κορυδαλλό;
-Τώρα δεν είπες;
-Ε, ναι, εκεί πρέπει να τους πάνε όλους αυτούς. Στον Κορυδαλλό. Όλους και προπάντων τους προβοκάτορες.
-Δηλαδή ο ένας στους δυο Έλληνες είναι προβοκάτορας; ρωτάω γελώντας
-Ναι ρε τι γελάς; Ο ένας στου δύο. Εσύ κι εγώ.
-Μα εγώ είμαι ο εαυτό σου. Το μέσα σου. Δεν είμαστε δυο.
-Δυο είμαστε μη γελιέσαι. Γι αυτό έχουμε διχογνωμία και δεν συμφωνούμε ποτέ σαν λαός. Δεν συμφωνούμε ούτε με τον εαυτό μας.

 

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

ΠΟΙΗΜΑ

 

 

Δεν πήρα τίποτα μαζί μου
Ούτε το μαύρο τζιν που σου άρεσε τόσο
Ούτε την λύπη σου που έφευγα.
Σκέφτηκα μονάχα πως το Καλοκαίρι
Θα βρισκα μια καινούρια αγάπη
..κι έπειτα, λίγος είναι ο τόπος
μπορεί να χαθούμε σε τόσο λίγο τόπο;
Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους.
Δεν πήρα επίτηδες τίποτε μαζί μου
επειδή ήταν σίγουρο πως θα ξαναγυρίσω
-το μαύρο τζιν σχισμένο στο δεξί γόνατο
μην ξεχάσεις να το ράψεις-
αν και πάντα μου άρεσαν οι σχισμές
εκεί που κρύβουν οι άνθρωποι τις ανημπόριες τους.
Δεν πήρα τίποτε μαζί μου.
 
ΠΟΙΗΣΗ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

 

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΎΡΙΟ

 


Είχα διαβάσει πρώτα ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ. ΄Υστερα έπιασα τον ΟΔΥΣΣΕΑ. Τον παράτησα μετά από κάποιο βαθμό δυσχέρειας. Ήμουν μικρός και ο σουρρεαλισμός μου φαινόταν δύσκολος, ακαταλαβίστικος. Προτιμούσα τα ρεαλιστικά - κλασσικά κείμενα. Ουγκώ, Σαίξπηρ. Μπαλζάκ, Μικρό ήρωα, Μάσκα, ότι εύρισκα μπροστά μου αλλά από σουρρεαλισμό, νόμιζα πως με κοροιδεύουν αυτοί οι συγγραφείς. Ύστερα από λίγα χρόνια κι αφού είχα σχεδόν ξεμπερδέψει με όλη τη λεγόμενη κλασσική λογοτεχνία, ξαναγύρισα στον μαγευτικό κόσμο των ονείρων του υπερρεαλισμού. Άνοιξα τον ΟΔΥΣΣΕΑ του Τζόυς αυτού του μαγευτικού συγγραφέα και τρελάθηκα.
Μπα, ποιος είναι ο τύπος με το αδιάβροχο; Κοίτα ντύσιμο, ωραία πράματα! Τι ετοιμάζεται να φάει; Μη λες τίποτα. Είναι δυναμωτικός ζωμός, στο ορκίζομαι. Πράγματι το έχει μεγάλη ανάγκη. Γνωρίζεις τα Ρούσσικα τσαρούχια; Το γέρο σκουληκιάρη του Ρίτσμοντ; Όλο φούρκα! Νόμιζε ότι είχε ένα καντάρι μολύβι στην ξερή του. Απατηλή παραφροσύνη....
...Έπ! βουλώστε τον καταπιώνα σας, πλαάφ! πλαάφ! Πήρε φωτιά. Νατους που έρχονται. Οι πυροσβέστες! Στρίβουμε. Απ την οδό Μάουντ. Εσύ δε θάρθεις; Τρέχουμε, τριποδισμός, καλπασμός. Πφφάφ! [Απ τον Οδυσσέα, τυχαία αποσπάσματα]
Στις αρχές του 1900 να γράφει τέτοια πράγματα; Βέβαια η μεγάλη άνθιση του σουρρεαλισμού τότε αρχίζει. Η Οδύσσεια του κυρίου Μπλούμ αρχίζει μια μέρα- την 16η Ιουνίου 1904- είναι ο μυθιστορηματικός χρόνος του Οδυσσέα κατα τον Τζόυς. 800σελίδες για ένα εικοσιτετράωρο. Ο Τζόυς που είχε άλλα εννέα αδέρφια γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882. Πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει γιατρός αλλά σε ένα χρόνο τα παράτησε και γύρισε στο Δουβλίνο. Έκτοτε άρχισε μια πορεία αυτοεξορίας που θα διαρκέσει μέχρι το θάνατο του. Κάνει διάφορες δουλειές βιοποριστικές και για να δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο συναντά τεράστιες δυσκολίες. Πάνω από σαράντα εκδοτικοί οίκοι τον είχαν απορρίψει. Ναι, παντού σε όλο τον κόσμο οι εκδότες την ίδια μούρη έχουν. Ο Τζόυς πέθανε στη Ζυρίχη το 1941. Σήμερα τα βιβλία του εκδίδονται σε όλον τον κόσμο. Συνήθης μοίρα των μεγάλων συγγραφέων.
Τι μου ήρθε σήμερα με τον Μπλούμ; Με τον Τζόυς ήθελα να πω, ή τον Στήβεν, που τελικά κατεβαίνει και στον΄Άδη, συναντάει την Κίρκη ταις Λαιστρυγόναις και ταις Κύκλωπαις; Τίποτε σπουδαίο, βρέχει ασταμάτητα και ο σκύλος μου αρρώστησε. Το άτομο που κάθισε απέναντι μου ήτο ένας μεμψίμοιρος κόλαξ, κοκαλιάρης, με ένα τεράστιο μυτερό πηγούνι, πελώριο στόμα, στρογγύλους οφθαλμούς, βελονωτά μαλλιά και γένεια μαύρα, κατάμαυρα, μπλάκ, πολύ μπλάκ, Αφρικάνος δεν ήταν, μάλλον Ευρωπαίος χλιδέστατος, κοκκινισμένος στα μούτρα από τη μπύρα, το ουίσκι ή ότι άλλο έβρισκε μπροστά του. Ο σκύλος μου τελικά ψόφησε, Τα κακάρωσε δεν έχω άλλον σκύλο, ούτε θα αγοράσω, αφού ο Αζώρ πέθανε χτες το πρωί και δεν ξέρω πότε θα τελειώσω την ανάγνωση του Οδυσσέα. Μα δεν τελειώνει ποτέ αυτή η ανάγνωση με πληροφόρησε ένας αναγνώστης του ιδίου θέματος με μένα. Είναι ένα ατέλειωτο βιβλίο, συνέχισε κι εγώ τον παράτησα στην άκρη του γκρεμού να σπαρταράει κάτω και πίσω από τις σελίδες του Οδυσσέα. Καλημέρα σας.
 
Από τη ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, το τελευταίο μου μυθιστόρημα.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΈΚΡΥΒΕ

 

 

 



 

Η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, ήταν τόσο μικρή, ίσως, εφτά ή οχτώ χρονών, ένα κορίτσι της γειτονιάς με αχτένιστα μαλλιά, μεγάλα μάτια, απορημένα, πράσινα με λίγο κόκκινο στις άκρες, συνήθως μουντζούρικο πρόσωπο με εξογκωμένα τα μήλα, τις παρειές και μου λεγε τότε ο πατέρας, με άγριο, βλοσυρό ύφος, σαν να κρυβε κάποιο μυστικό αυτό του ύφος, πως, δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα, είσαι μόνο εννιά χρονών, ήμουν ένα χρόνο μεγαλύτερος από την Σταυρούλα αλλά εγώ ένιωθα έντονα την επιθυμία να είμαι μαζί της, στα στενά, πίσω από τις ακακίες, να της πιάνω το χέρι και να κοιταζόμαστε ώρες στα μάτια, δεν ξέραμε και τι άλλο να κάναμε, η Σταυρούλα δεν μιλούσε ή μιλούσε σπάνια, δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά κι όταν εγώ έπαιζα, γιατί εμένα μου άρεσαν όλα τα παιχνίδια, ερχόταν και καθόταν μόνη στο πεζούλι της αλάνας, κι έκλαιγε που ήταν μόνη κι εγώ από τότε σκεφτόμουν τι είναι η μοναξιά, η μοναξιά του καθενός είναι η μοίρα του, έγραψα τόσο μικρός και ζωγράφισα σε μια μικρούλα πέτρα, με μια άλλη πέτρα, την Σταυρούλα που της την χάρισα και την έχει ακόμα φαντάζομαι, και χαμογέλασε, χαμογελούσε, τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα, που άρχισε να γίνεται γυναίκα, το μικρό της στήθος μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε και μένα η απαυτή μου κι όποτε την συναντούσα, προσπαθούσα να κρύψω το φούσκωμα του παντελονιού αλλά είναι μερικά πράγματα που δεν κρύβονται, γι αυτό κοκκίνιζα αλλά ούτε ντρεπόμουν ούτε φοβόμουν αφού η επιθυμία γινόταν σφοδρή, τόσο που τις νύχτες, τις απέραντες νύχτες, ξυπνούσα μούσκεμα ανάμεσα στα σκέλια, με μια απίστευτη γλύκα αλλά και λίγο ντροπή που η μητέρα μου τα έβλεπε και μια μέρα με κοίταζε με χαραγμένο ένα χαμόγελο στο ωραίο της πρόσωπο, ήταν πολύ όμορφη η μητέρα, κρατώντας το λεριασμένο σωβρακάκι μου και δεν είπε τίποτε, τι να λεγε, κατάλαβε πως γινόμουν άντρας, έτσι ένιωθα κι εγώ μια μικρή περηφάνια, μέσα στη βροχή, μια ραγδαία καταιγίδα που μας έπιασε στον δρόμο που τρέχαμε με την Σταυρούλα, ώσπου σταματήσαμε σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, πίσω από τις ακακίες, μπήκαμε μέσα με τα νερά να τρέχουν πάνω μας, τα όνειρα να παιδεύονται, οι πρώτες λέξεις που θα πεις εκεί, δεν βγαίνουν, πόσο μάλλον όταν είσαι δεκατριών χρονών και θέλεις να κάνεις έρωτα, να δεις για πρώτη φορά το εφηβαίο και το γυμνό στήθος μιας γυναίκας, που ήταν τόσο κοντά μου και με ήθελε κι αυτή, όσο κι εγώ, η Σταυρούλα κι εγώ ο Αντόνιος, έτσι με φώναζαν όλοι και μου άρεσε, μόνοι μέσα σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, με την βροχή να σέρνεται, τώρα ήσυχα, τόσο που φοβήθηκα μήπως τώρα θα ήθελε να φύγουμε και χωρίς να το καταλάβω την φίλησα στο στόμα, έτσι που είχε μείνει μισάνοιχτο να με κοιτάζει και με φίλησε κι εκείνη είναι αλήθεια λίγο άτσαλα, αυτό το κατάλαβα μετά αλλά, τότε λίγο με ένοιαξε αφού η ανάσα της, η ανάσα ενός κοριτσιού δεκατριών χρονών, ήταν, δεν ξέρω ακόμα να δώσω με κάποιες λέξεις, το άρωμα που μου έχει μείνει στο μυαλό πάντοτε όταν την φέρνω κοντά μου, ανασκαλεύοντας το παρελθόν μου, ψάχνοντας να καταλάβω, πως ήταν εκείνη η πρώτη αγκαλιά, μιας σμίξης που έγινε βιαστικά, σαν να μην έπρεπε, σαν να ήταν κάτι που δεν έπρεπε να κάνουμε, ήταν μια αμαρτία θα έλεγε ο παππάς αλλά η Σταυρούλα ένιωσε πολύ ευτυχισμένη, αμίλητη σε ένα χρόνο νεκρό, με ένα γελάκι να σκάει στα ωραία της χείλη, κι εμένα να μου αρέσει, να νιώθω απίστευτα γεμάτος, μια χαρά ξεπηδούσε από το στήθος, το στήθος ενός παιδιού που μεγάλωνε και γινόταν άντρας, ενώ το λίγο κόκκινο, πηχτό αίμα, αίμα κι επιθυμία, σκουπιζόταν, όπως σκουπιζόταν, κι έκαιγε, τσουρούφλιζε μια απίστευτη επιθυμία, πάλι η επιθυμία, τον νου να είμαστε πάντα μαζί, κι αφού το ξερα, δεν ξέρω πως, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, αφού γνώριζα από τότε την αιώνια πραγματικότητα μου.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...