Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΒΡΑΣΕ ΧΟΡΤΑ.

 


ΜΕΤΑΞΥ ΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΜΟΥ

-Ξέσπασε, σου λέω και κοιτάς πέρα.
-Καταιγίδα; γυρνάς το κεφάλι
-Όχι, ρε μαλάκα, δεν είναι καταιγίδα, είναι μπόρα

-Και γιατί με βρίζεις; Έχει διαφορά;

-Ε, ναι ρε, άλλο καταιγίδα άλλο μπόρα

-Για να το λες εσύ..

-Να σου πω κάτι ρε μάγκα; Να πουμε...

-Τι να μου πεις; όλο κάτι θέλεις να μου πεις και δεν το λες! Εξ άλλου δεν έχουμε

να πούμε τίποτα εμείς οι δυό..

-Βρε ήθελα να σου πω πως ξέσπασε φωτιά..

-Ξεσπάει η φωτιά; Η φωτιά, πιάνει, ανάβει καίει..

-Εντάξει, είναι σε πλήρη εξέλιξη η πυρκαγιά...

-Χου, χου! ξεσπάει σε γέλια. Σε πλήρη εξέλιξη η πυρκαγιά! Τι είναι ρε και
εξελίσσεται η πυρκαγιά. Στις ειδήσεις το άκουσες και το εξελίσσεις ρε μάπα;
Ξέρεις τι σημαίνει εξελίσσω;

-Ναι, αναπτύσσω, μεταμορφώνω, ξετυλίγω.

-Μπράβο ρε... και σε τι μεταμορφώνεται η φωτιά;

-Σε καρούλι, λέω σιγανά

-Άσε ρε και με νευριάζεις πρωί- πρωί και με πιάνει κε..κε..κε..

-..δισμός, συμπληρώνω και τον χτυπάω στην πλάτη. Να μη νευριάζεις
-Δε.. δε... δε..
-..μπορείς; συμπληρώνω

-Ννννν... αί.. Άσε γιατί… βρα.. βρα.. βρα..

-Βρακί; του λέω

-Ό.. χι.

-Βράχος;

-Ό... χι

-Βραβείο! θριαμβεύω και μου ρίχνεις φάπα

-Ό.. χι... ρεεεε βου.... ρλο

--Βρα... δεν ξεκίνησες;

-Νννν... αι

-Βράζεις;

-Αυ... αυ... τό! Βραζω.

-Από τα νεύρα σου;

-Ό.. .χι

-Από πυρετό;

-Ό... χι...

-Τι βράζεις μωρέ πούστη! και τρέχω κατά πέρα..

-Βρά.. βρα... βρα.. ζω... χό... χό... ρτα! Τι ήθελες να βράσω, ρε αρχι.. μα.... μα.. .μα...

-Άστο, του λέω το βράζεις αύριο και το βάζω στα πόδια μην κολλήσω το

μι... μι.. μι... κρόβιο.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΡΝΗΤΙΚΉ ΆΡΝΗΣΗ

 

 


Οιονεί τα μάτια των φίλων να ρωτούν
Γιατί δεν πήγα μπροστά
εννοώντας γιατί δεν έκανα λεφτά

Κάτι σαν ξένοι εις το καφενείο μειδιούν ειρωνικώς
-οποία λύπη-
προκοπή θεωρούν μόνο το χρήμα
τίποτε άλλο δεν αξίζει γι αυτούς.


 

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟς ΧΑΜΟΥΡΑΜΠΙ

 


Η ζωή δεν είναι για λύπηση. Η ζωή είναι για τη χαρά, όχι για την αγωνία του αύριο-
αν θα έχουμε να φάμε. Τη ζωή, λοιπόν μερικοί άνθρωποι την κάνουν για κλάματα.
Συνέχεια τους βλέπεις μουτρωμένους, συνέχεια θέλουν ν αποθηκεύουν χρήμα.
Είναι να τους λυπάσαι τέτοιους ανθρώπους, ποτέ δε θα νιώσουν λέφτεροι,
θα πεθάνουν με το σάβανο γεμάτο λεφτά… και;  Δε μοιρολατρώ, σκέφτομαι άλλους
τρόπους που θα έκαναν τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Το χρήμα πάντως δεν τα
κατάφερε, ούτε και η γκλαμουριά, η υποτιθέμενη ανωτερότητα ορισμένων που το
παίζουν αφ υψηλού. Η ορισμένες που σε κοιτάνε από την πλευρά της χλίδας,
σαν να θέλουν να σε υποβιβάσουν πως τάχα είναι χλιδάτες, και σε κοιτάνε σαν
την μαντάμ Σουσού, σε βλέπουν παρακατιανό! Αυτές οι ξιπασμένες μούρες
που ο κώλος τους νομίζουν πως χέζει χρυσάφι κι έχουν έναν παπαγάλο τον
Χαμουραμπί- έτσι τον φωνάζουν τα ψώνια! Αλλά οι μισές δεν ξέρουν , ούτε
σκέφτηκαν να μάθουν τι ήταν ο Χαμουραμπί. Αυτοί οι άνθρωποι είναι για κλάματα,
δυστυχισμένοι από τη μανία της τάχα ανωτερότητας, κομπλεξαρισμένοι στα ψυχικά
σύνδρομα της μειονεξίας. Αυτούς δεν τους πάω με τίποτα και είναι πολλοί εδώ μέσα,
στο διαδίκτυο, στο δρόμο, στη γειτονιά. Μόνο το συμφέρον τους νοιάζει και πως θα
σε υποβιβάσουν. Πφ! Σε κοιτάνε σαν την ξιπασμένη κότα!
Λες και τους ξίνισε το ρύζι.

 

 

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΟΥΝΌ..ΧΑ!ΧΑ!ΧΑ!

 


Μόνο που τους βλέπεις σου  ρχεται να σκάσεις στα γέλια.
Είναι μερικοί άνθρωποι, ανεκδιήγητοι, αστείοι. Όλα τα βλέπουν
αστεία και νομίζω τώρα δεν υπάρχουν τέτοιοι.
 Το μούτρο τους,
η κοψιά τους σε προδιαθέτει, λες τώρα θα την πει. Ένας τέτοιος
ήταν ο φίλος μου ο Άιδονίδης. Κοντός, χοντρός, ασουλούπωτος,
με στραβά πόδια, πονηρούτσικο μούτρο- οι ωραίοι δεν βγάζουν
χιούμορ. Είναι σαν να έπαιζε κωμωδία ο Κούρκουλος. Τέλος
πάντων ο Περικλέτος, έτσι τον φωνάζαμε τον Αιδονίδη, κανείς
δεν θυμόταν το κανονικό του, έπαιζε με τη ζωή σαν τη γάτα με
το ποντίκι. Είχα μείνει άνεργος εκείνο τον καιρό και γύριζα
άσκοπα στην Καλλιθέα και αλλού. Σποραδικά τα Σαββατο-
κύριακα δούλευα γκαρσόν στου Μπάρμπα -Γιάννη, ερχόταν
και ο Περικλέτος, πίναμε καφέδες στις πλατείες. Εμ, τι το πέρασες,
εδω Μαυρόπουλε, παράδεισο; δε γαμιέται, μη νοιάζεσαι, μου λεγε
ξύνοντας
το πονηρό του μούτρο γελώντας. Όλο γελούσε, που το
βρισκε το κέφι; δεν τον είχα δει ποτέ σοβαρό, ακόμα και σε μια
κηδεία που είχαμε πάει, γελούσε. Κινδυνέψαμε να γίνουμε νούμερα,
σαράντα
χρονών σοβαροί άνθρωποι με γραββάτα. Αλλά πως να
γλίτωνα από τον Περικλέτο; και δεν το θελα κιόλας, γούσταρα τις
πλάκες του. Μια μέρα, εκει που περπατούσαμε στην πλατεία
γύρω- γύρω μήπως βρούμε κανα δεκάρικο, κάνει έτσι και σκάει
μια σφαλιάρα σε ένα μπροστινό μας που ήταν και γορίλας.
Γυρνάει εκείνος ξαφνιασμένος πιάνοντας τον πονεμένο σβέρκο
του έτοιμος να τον φάει. Α, ρε φίλε, του είπε ανοίγοντας τα μάτια,
δεν ξέρεις πόσο μοιάζεις με έναν φίλο μου! Όποτε τον βρίσκω
του ρίχνω σφαλιάρες΄! συγνώμη, τι να σου πω; Τι να κανε κι ο
γορίλας; έφαγε τη σφαλιάρα του κι έφυγε απορημένος. Έχεις
αλήθεια τέτοιον φίλο; τον περιέπαιξα. Ποιος εγώ; δε με πιστεύεις;
να, σου ορκίζομαι στη ζωή της μάνας μου. Τι να του λεγα;
Η μάνα του είχε πεθάνει χρόνια. Μια άλλη μέρα, με πήρε τηλέφωνο.
Πάμε να φάμε , μου λέει. Σου κάνω το τραπέζι Μαυρόπουλε,
γιατί σε λίγο σε βλέπω να γίνεις μαυροπούλι από την πείνα.
Ντύσου, βάλε κουστούμι, γραβάτα και τα λοιπά. Θα σε πάω στο
Δελφοί, στο Σύνταγμα. Το Δελφοί ήταν ένα αριστοκρατικό
εστιατόριο, άλφα κατηγορίας.. Ας πάω, είπα κι έβαλα τα καλά μου.
Συναντηθήκαμε και ο Περικλέτος έμοιαζε με Αμερικανάκι,
ντυμένος στα παρδαλά. Πουκάμισο σαν τραπεζομάντιλο με
κίτρινα και μπλε τετραγωνάκια, γραβάτα κοκκινόμαυρη κι αυτή
με τετραγωνάκια,
ριγέ παντελόνι, αχνογάλαζο, γκρίζο σακάκι και ρεπούμπλικο.
Σαν σταυρόλεξο είσαι;
του είπα και με κοίταζε λοξά κρατώντας ένα κουτί τυλιγμένο
με χαρτί
πολυτελείας, κορδέλες
και λοιπά. Τι έχεις εκεί; τον ρώτησα όταν κατεβήκαμε από το ταξί
στο Σύνταγμα. Α, τίποτα, είπε σοβαρά. Ένα δώρο για τη μάνα μου.
Τι να του λεγα; πως ήταν πεθαμένη χρόνια; Δεν άλλαζε τίποτε.
Έσκασα στα γέλια. Τι γελάς; και το στομάχι του τρανταζόταν από
τα δικά του γέλια. Πω,πω! μια συμφορά ήμασταν, σαν τον Ούγκο
Τονιάτσι και τον Βιτόριο Γκάσμαν στους Εντιμότατους Φίλους μου.
Μπήκαμε στο εστιατόριο, κοίτα μην κάνεις καμιά μαλακία, του
ψιθύρισα, έχεις λεφτά; 
Ποιος εγώ; και βέβαια έχω, τι με πέρασες
εμένα κι έκανε να βγάλει ένα μάτσο από την τσέπη του. Αλλά
δεν το βγαλε. Τον πίστεψα δεν τον πίστεψα, δεν έχει σημασία.
Πεινούσα και μόλις καθήσαμε παράγγειλε, Αστακό, σαλάτες του
σεφ, Γαλλικό κρασί ροζέ Σελάρ που ήξερε πως ήταν η αδυναμία μου.
Αιντε γεια μας φίλε! μου είπε και έδιωξε με νεύμα το γκαρσόν
που μας έβαλε κρασί στα
  ποτήρια μας. Άλλο κακό και τούτο, ένας
άνθρωπος
να στέκεται από πάνω σου και να σου γεμίζει το ποτήρι
μόλις δει ότι άδειαζε. Δεν το μπορούσαμε και τέλος πάντων, αφού
φάγαμε κι ανάψαμε τσιγάρο, μου ψιθύρισε στο αφτί. Μαυρόπουλε,
λεφτά δεν υπάρχουν! Μου πεσε το τσιγάρο από το χέρι, το γκαρσόνι
έτρεξε
να το πιάσει στον αέρα και μου το βαλε στο στόμα που
έχασκε. Θα φάμε ξύλο, του είπα σοβαρά όταν συνήλθα. Μη σε
νοιάζει, σε λίγο κάντην εσύ, συνέχισε,
 πες πως θέλεις να πάρεις
λίγο αέρα, αν σε ρωτήσουν και περίμενέ με στη γωνία Όθωνος και
Φιλελλήνων.
Εντάξει; Τι να έκανα; Σηκώθηκα σιγανοπατώντας, κατόρθωσα
να μην ιδρώσω
και μόλις έφτασα στη γωνία των
δρόμων που μου είπε, κοντοανάσανα και χτύπησα το κούτελό μου.
Ρε, τι είχα πάθει! Όμως σε λίγο εμφανίστηκε σιγανοσφυρίζοντας
ο Περικλέτος.
Άνετος, μια χαρά. Μόλις έφτασε κοντά μου, κοίταξε
πίσω κι ύστερα, τρέξε! μου είπε. Το βάλαμε στα πόδια και σταμα-
τήσαμε μόνο όταν φτάσαμε στο Ζάππειο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι,
ο κίνδυνος είχε περάσει. Πως ξέφυγες ρε; τον ρώτησα σοβαρά.
Α, εύκολο, έκανε γελώντας. Τους είπα πως θα πάω να πάρω
τσιγάρα. Ρώτησα το γκαρσόνι αν έχουν τσιγάρα μάρκας
Γκουανταλαχάρα και μου είπε όχι προθυμοποιούμενος να πάει
στο περίπτερο να μου πάρει. Σιγά μην τον άφηνα. Άσε, ευχαριστώ,
του λέω, πετάγομαι εγώ στο περίπτερο απέναντι, μόνο έχε το νου
σου στο πακέτο, έχω μέσα ένα ακριβό
 δώρο για τη μάνα μου.
Έμεινα να τον κοιτάζω εμβρόντητος, με τη σκέψη πως το γκαρσόνι
ακόμα θα φυλάει το δώρο του Περικλέτου.

 

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΠΙΦΆΝΕΙΑ ΠΡΑΓΜΆΤΩΝ

 



Αν νομίζετε πως μια μέρα και μια νύχτα ενός τέτοιου ανθρώπου είναι ευτυχισμένη, χαρούμενη και τα λοιπά, είστε γελασμένοι, συνήθως είναι πάνω από την έννοια του κοπιαστικού.
Αιώνια, ξυπνώ ή για να πω την αλήθεια, σηκώνομαι από το κρεβάτι γύρω στις επτάμισι το πρωί. Γιατί, άλλο ξυπνώ κι άλλο σηκώνομαι από το κρεβάτι. Μέχρι να νιφτώ, να ρίξω κάτι πάνω μου γιατί κοιμάμαι γυμνός, να κάνω ένα ντους, να κοιταχτώ στον καθρέφτη και να πω σήμερα είσαι ωραίος ή άσχημος ανάλογα τη νύχτα, ετοιμάζω ταυτόχρονα το μπρίκι για τον καφέ, λίγες φορές δεν το προλαβαίνω και παραφουσκώνει και τότε είμαι αναγκασμένος ανάμεσα από βρισιές και άλλες τέτοιες αηδίες, να φτιάξω έναν καινούργιο γιατί αυτός θα είναι η συντροφιά μου μέχρι το μεσημέρι.
Στις οκτώ ανοίγω τον υπολογιστή, μαιιλ, μηνύματα, φειςμπουκ, μπλογκ, Διασχίζω και ανάλογα ετοιμάζομαι αν θα γράψω ή θα ζωγραφίσω. Και τα δυο τα κάνω το πρωί, όταν ζωγραφίζω αν είναι παραγγελία για να πάρω κάποια χρήματα, εργάζομαι εντατικά, τουλάχιστον μέχρι τις δυο το μεσημέρι που κυριολεκτικά βαριέμαι αφόρητα και καταλαβαίνω πως πρέπει να κάνω κάτι άλλο γιατί η ζωή μου καταντάει μονότονη, εφιαλτική, ανάμεσα από καβαλέτα, ώχρες, πινέλα, νέφτια, λάδια, ασύλληπτες ιδέες, λερωμένες μπλούζες, σανδάλια, καταστροφέας ενδυμάτων αλλά και σωματική κούραση ο αυχένας δεν αντέχει τόσες ώρες σ αυτή τη στάση, και το βλέμμα από το μοντέλο, στον καμβά, η παρατήρηση, ευτυχώς σπάνια κάνω λάθη πια αλλά άμα κάνω, ποιος με είδε και δεν πήρε δρόμο!
Αν γράφω τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, ανάλογα τι γράφω και σε αυτές τις περιπτώσεις που περισσότερο αξίζει ν αναφερθώ εδώ, είναι το μυθιστόρημα που μέχρι να το βάλεις σε μια σειρά και να κυλάει ο ρυθμός, οι ήρωες, οι περιλήψεις, τα γεγονότα είναι πιο οδυνηρό, μπορεί να κάθεσαι πριν γράψεις μια λέξη πάνω από μια-δυο ώρες μπροστά στον υπολογιστή και ν αναρωτιέσαι τι κάνω τώρα, κάνω τίποτα ή περνάει ο χρόνος μου χαμένος περιμένοντας να ξυπνήσεις επιτέλους και να γράψεις μιαν αράδα απ αυτά που πρέπει ή που χρειάζεται και εδώ μου φαίνεται ανόητο να χτυπάει το τηλέφωνο που το κοιτάζω με συμφορά πριν το σηκώσω ακόμα κι όταν βλέπω πως με καλεί ένα αγαπημένο πρόσωπο, επειδή τέτοιες ώρες δε θέλω να με διακόπτει κανείς, υπάρχουν άλλες ώρες γι αυτά αλλά ποιος σε ακούει; κανείς, κανείς γιατί και οι ζητιάνοι που εισβάλλουν τις πιο ακατάλληλες ώρες για να μου ζητήσουν δανεικά, σπάνια δίνω, αυτό είναι μια άλλη ιστορία και επανέρχομαι για να κάνω σύνδεση με τα προηγούμενα στο μυθιστόρημα Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ, τίτλος είναι αυτός που βρήκες; αναρωτιέμαι άμεσα αλλά ξέρεις ανάμεσα από πόσους τον διάλεξα; ξέρεις πόσους απέρριψα; δεν ξέρεις γι αυτό μιλάς και λες τα δικά σου, δίκιο έχεις κι εσύ, δίκιο έχω κι εγώ, μόνο ο θεός των φτωχών είναι άδικος, τι να λέμε τώρα κι αφού η ώρα περνάει σαν σίφουνας έτσι έρχονται και οι λέξεις, οι φράσεις, τα νοήματα και επιτέλους εγράφη αυτό που ήθελα, λέω καθώς το ξαναδιαβάζω, τουλάχιστον τρεις φορές, ενώ η ώρα έχει διαγράψει την πορεία της προς τις δυο το μεσημέρι, ώρα που πρέπει να σταματήσω, ώρα που πρέπει να σκεφτώ πως δεν έχω κάτι να φάω, αν πρέπει να φάω και επειδή έχω χρόνια τώρα πετάξει στον κάλαθο τα σουβλάκια, τους γύρους και γενικά τα βρώμικα φαγητά, ψάχνομαι περίπου δυο ώρες μεταξύ αυτών που μαγειρεύω κι αυτών που τρώω, συνήθως σαλάτες, κρύα πιάτα, λίγες μακαρονάδες, αρκετά όσπρια, ελάχιστο κρέας, λίγο ή αρκετό κρασί, ακούγοντας ΕΡΑ, αέρα-αέρα να πάρει το μυαλό αέρα! και τι ωραία που είναι η ζωή αν τυχαίνει να είμαι ερωτευμένος και να έρθει τότε η καλή μου για να κάνουμε τα περαιτέρω, λέξη κι αυτή, περαιτέρω! οπότε το μεσημέρι κλείνει γύρω στις τρεις-τέσσερις που την πέφτω, αιώνες τώρα, να πάρω τον μεσημεριανό μου ύπνο, που σπάνια ξεπερνάει τον κανονικό ύπνο μισής ώρας, άιντε τρία τέταρτα, έτσι που να κόψω τη μέρα στα δυο, έτσι με συμβούλευε χρόνια τώρα ο μπάρμπα-Γιώργης , που πράττοντας κατ αυτό τον τρόπο, έζησε τουλάχιστον ενενήντα χρόνια σοβαρής ζωής προτού τα τινάξει στα ενενήντα επτά, τέσσερα χρόνια αργότερα δηλαδή, που τα έζησε εντελώς άουτ, ήτοι σα να μη ζούσε καθόλου αφού ούτε με γνώριζε ούτε θυμόταν αν έζησε ποτέ και, σκέφτομαι πως αν γίνω ποτέ έτσι, θα είμαι ένας θαυμάσιος άνθρωπος! που πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή, καθώς ήδη έχω ξυπνήσει γύρω στις πέντε με ανακατωμένα μαλλιά, είναι κι αυτά πρόβλημα, τα μεγάλα μαλλιά, να έχεις ή να μην έχεις μαλλιά; και αποφασίζω πως να έχεις, οπότε σηκώνομαι, στην αρχή με βαριεστημάρα, άμεσα πως μου χρειάζεται ένα ντους και το κάνω, αλλάζοντας βρακάκια, φανελάκια, μέχρι να έβγω πάλι στην επιφάνεια των πραγμάτων.

ΤΟ 24ΩΡΟ ΕΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ. Η συνέχεια και το τέλος αύριο [να είστε σίγουροι πως θα είναι συνταρακτικό]

 

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΌΤΕ ΑΝΘΊΖΟΥΝ ΤΑ ΧΡΥΣΆΝΘΕΜΑ

 


Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ολόγυρα από τον κόσμο σου ένα κίτρινο έφεγγε
Όχι, όχι δεν ήταν φωτοστέφανο, δεν ήσουν αγία εσύ
Και πως γίνεται να μη θυμάμαι;
Εγώ που πάντα φρόντιζα να ξέρω τι σκέφτεσαι επειδή σ αγαπούσα;
Όμως αυτή τη φορά με κορόιδεψες, ήξερες πως θα πονούσα και παρ όλα αυτά έφευγες.
Γιατί σου είχα πει, πριν πάρω τους δρόμους να φοβάσαι τον εαυτό σου στους πέντε ανέμους
Αλλά εσύ! ω εσύ, ήσουν πάντα άνεμος που ταξίδευες με όλα τα ποτάμια
δε σε νοιαζε ποτέ τι θ απογίνω μέσα σ αυτή την πολιτεία μονάχος
με όλους τους επαναστάτες γύρω μου να λιθοβολάνε το κενό.
Πάντα οι επαναστάτες κρύβονταν.

Τι φορούσες όταν έφυγες;
Το κόκκινο της νύχτας στα χείλη

Οι φωνές για τα περασμένα για όσα δεν έγιναν καλά
-γιατί τις ώρες των χωρισμών σκεφτόμαστε τα κακά;-
μα εσύ έφευγες ήταν οριστικό, όπως ότι υπάρχει ο ήλιος
όπως μέσα σ αυτή την πολιτεία χρόνια φορούσα το δικό σου παντελόνι και
δεν σκέφτηκα πως μια τέτοια νύχτα θα την έκανες για κάπου που δεν ήθελες να ξέρω.
Μόνον εγώ περπατούσα σ αυτούς τους δρόμους
Ναι, δεν ήταν η ώρα να περάσω από το σπίτι σας
φοβόμουν τους επαναστάτες, τα φοβόμουν όλα αλλά δεν ήξερα
Δεν ήξερα πως δε μ αγαπούσες λίγο, ούτε πως είχες πάρει την απόφαση
-χρόνια κρυβόσουν έτσι που δεν το θεωρούσα εύκολο αλλά να, ήταν που
κάτι όμοιο με την ελπίδα του ανίατου άρρωστου, πως τάχα θα γίνει καλά.
Ή πως οι επαναστάτες θα έπαιρναν κάποτε τούτη την πόλη κρυμμένοι στα σκοτεινά
μαζί κι εμένα που τριγυρνούσα μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά σου.

Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ναι, καταλάβαινα από πριν πότε ανθίζουν τα χρυσάνθεμα.
Λίγο πριν, λίγο μετά
Αλλά τι νόημα είχε αυτή μας η αγάπη; Εμείς δεν έπρεπε να συναντηθούμε
έτσι λέγαν τα σημεία, δυο άρρωστοι κι ο έρωτας τρίτος
Κι αφού εγώ τουλάχιστον σε ήξερα, σε είχα μάθει πως να
ξεφεύγεις από τις κακοτοπιές, πως να γλιτώσεις από τους επαναστάτες
Αλλά εσύ! ω εσύ, ταξίδευες πάντα με τους ανέμους σε όλες τις θάλασσες.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα, άτομα που στέκονται

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΆΤΙ ΦΟΡΆΣ ΑΝΆΠΟΔΑ

 


 

Βράδυ, θεοσκότεινο. Τα νεύρα μου τεντωμένα. Τσίτα. Στο μπαλκόνι μας ο γέρο Μπαντκρεπ, γρυλλίζει ανήσυχα. Ποιος είναι; Ποιος να είναι, κανείς. Τον κοιτάζω λίγο, έτσι πως γέρασε και δεν τον λυπάμαι. Εδώ μεγάλωσα εγώ. Μπαίνω μέσα. Η Αμαντέα με κοιτάζει με μάτια γεμάτα μίσος. Τα νεύρα της είναι τσίτα. Η υπερένταση της κοκκινίζει τα μάτια. Προσπάθησε να ηρεμήσεις! της φώναξα. Αντί απάντησης ένα παπούτσι περνάει σύρριζα στο αυτί μου. Αν με εύρισκε μπορεί να με κούφαινε αλλά δε με βρήκε. Πρόλαβα να κρυφτώ πίσω από το τραπέζι. Αμαντέα, της φώναξα και δεν άντεξα. όρμησα και την άρπαξα από τα μαλλιά. Ήταν χοντρή, είχε γίνει χοντρή, τα τελευταία χρόνια δεν πρόσεχε καθόλου τη σιλουέτα της. Αυτή με άρπαξε απο τον λαιμο κυλιστήκαμε στον καναπέ, στο δάπεδο, πως γίνονται έτσι οι άνθρωποι πρόλαβα να σκεφτώ, γιατί με μισείς ρε; Είχαν γίνει πολύ άσχημα τα πράγματα, κάθε μέρα τσακωνόμαστε. Με το παραμικρό σα να ψάχναμε αιτία. Εγώείπα να χωρίσουμε, εκείνη όχι. Όσο κι αν προσπάθησα δεν την έπεισα πως είχα δίκιο. Ύστερα ηρεμήσαμε κάπως, ο Μπάντκρεπ σταμάτησε να γρυλλίζει, εμείς σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Ωραία στιγμή του χωρισμού, στο μυαλό μου ένα τρένο, στο μυαλό της ένα μονοπάτι. Εγώ κρατούσα τη βαλίτσα στο χέρι. Η Αμαντέα δεν έκλαιγε. Φιληθήκαμε για τελευταία φορά.

Καθόμουν στο μπαλκόνι. Είχαμε ένα πολύ ωραίο μπαλκόνι που έβλεπε στον Υμηττό. Τόσο κοντά, που τα δέντρα του κρέμονται σχεδόν στα κάγκελα μας. Πότισες τα λουλούδια; με ρώτησε η Αμαντέα με κάποιο χαμόγελο. Έβαλες στον Μπαντκρεπ να φάει. Ύστερα κάθισε απέναντι μου. Συμβαίνει κάτι Αγησίλαε; Οι γυναίκεςπάντα καταλαβαίνουν πως κάτι συμβαίνει. Όλο διαταγές είσαι της χαμογέλασα. Μμμ, διαταγές! μιμήθηκε τη φωνή μου. Πάντα έλεγες πως αυτές είναι οι δικές σου δουλειές μέσα στο σπίτι. Τις άλλες τις άφηνες για μένα. Καμιά φορά φτάνει η στιγμή να τα βαριέσαι όλα, της απάντησα. Κι εμένα; είπε όλη παράπονο, λαχταρισμένη. Όχι, της χάιδεψα τα μαλλιά. Εσένα δε θα σε βαρεθώ ποτέ.. Αλήθεια μου λες; ζωντάνεψε τα μάτια της που είχαν αρχίσει να κάνουν ρυτίδες. Όχι, πως είχε μεγαλώσει πολύ αλλά είχε μεγαλώσει. Όπως και να το κάνεις και συ μεγάλωσες. Δε βλέπεις τους γκρίζους κροτάφους σου; με κάρφωσε. Πράγματι, τελευταία άσπριζαν ταχύτατα. Εντάξει όμως, είναι γοητεία, μου χαμογέλασε. Πάμε για πρωινό έξω, στη Γλυφάδα; πρότεινα, σαν πάλι άρχιζα να βαριέμαι. Η Αμαντέα σηκώθηκε κι αυτή κάπως βαριεστημένα. Πήγαμε στο Πλάζα καφέ, πήραμε το πρωινό μας αμίλητοι. Το πολύ ν ανταλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες κι επιστρέψαμε στο σπίτι μας. Εγώ αποτελείωσα το πότισμα κι εκείνη μαγείρευε ψιλοτραγουδώντας. Ύστερα ήρθε έξω. Να σου πω; στάθηκε στο άνοιγμα με νόημα. Σήκωσα τα μάτια, κατάλαβα. Παλιό παιχνίδι, δε μου άρεσε και μου άρεσε. Πήγα κοντα της, παρασυρθήκαμε στο κρεβάτι. Κάναμε έναν έρωτα χωρίς πάθος.

Ο Μπάντκρεπ ήταν ένα τέλειο κουτάβι. Ακόμα κι εγώ που δεν αγαπούσα τα ζώα τόσο, όσο η Αμαντέα, συμφώνησα να τον κρατήσουμε κοντά μαςνα μεγαλώσει. Ήταν μια ηλιόλουστη Καλοκαιρινή μέρα. Η Αμαντέα ήταν πανέμορφη. Τα μαλλιά της κυλούσαν στους λευκούς της ώμους, τα μάτια της πρασίνιζαν χιλιάδες αχτίνες. Είσαι μία, μοναδική, αξιαγάπητη, της φώναξα. Και συ είσαι ένας, μοναδικός, αξιαγάπητος, μου απάντησε. Με αγαπούσε. Ήξερε πως την αγαπούσα κιεγώ. Ένιωθα κοντά της να πετάω.  Σ ευχαριστώ, μου είπε μέσα στο αυτοκίνητο και με φίλησε πίσω από το αφτί. Ανατρίχιασα καθώς οδηγούσα. Μη! θα σκοτωθούμε, διαμαρτυρήθηκα. Δε με νοιάζει! αναφώνησε. Αν σκοτωθούμε παρέα, δε με νοιάζει τίποτε αλλά τώρα ζούμε! Και με αγκάλιασε ολόκληρο έτσι που μου φυγε το τιμόνι, το αυτοκίνητο έκανε ζιγκ-ζαγκ και το σταμάτησα στου δρόμου την άκρη, μέρα μεσημέρι. Δε μας ένοιαζε. Κάναμε έρωτα, το αυτοκίνητο ταρακουνήθηκε, ο Μπάντκρεπ μας κοίταζε και χαμογελούσε. Ναι, χαμογελούσε. Χαμογελούνε και τα σκυλιά όταν βλέπουν τ αφεντικά τους ευτυχισμένα.

Το πατρικό σπίτι της Αμαντέας ήταν απέναντι απο το δικό μου. Από όταν ήμασταν μικροί δε νομίζω πως της είχα δείξει ενδιαφέρον. Ούτε κι εκείνη, έτσι νόμιζα. Αργότερα κατάλαβα πως δεν ήταν έτσι. Ήταν Σαββατόβραδο του Σεπτέμβρη που δεν είχα τι να κάμω και στεκόμουν αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, ύστερα είπα να πάω στον Υμηττό να δω το λιοβασίλεμα. Όλα πήγαιναν καλά, είχα τελειώσει τις σπουδές μου και είχα πιάσει δουλειά σε μια περίφημη θέση. Οι σκέψεις μου ήταν ανάκατες, χαρούμενες, ευτυχισμένες. Πως είμαστε μερικές φορές χαρούμενοι, ευτυχισμένοι; έτσι. Στάθηκα πάνω σε ένα βράχο και κοίταζα. Ωραίο το ηλιοβασίλεμα! Μα εσύ, είσαι πιο ωραίος, την άκουσα να μου λέει και γύρισα έκπληκτος. Ήταν η Αμαντέα. Σταματημένη δυο μέτρα μακριά μου με ένα γαλάζιο φόρεμα να θροίζει στο απογευματινό αεράκι. Ή όπως ανέβαινα πήρε το μάτι μου μια λιγνή σιλουέτα, γυνακεία, να κοιτάζει προς τη δύση. Πήγα αθόρυβα πίσω της. Η Αμαντέα δεν ξαφνιάστηκε. Γύρισε και με κοίταξε δυο μέτρα μακριά μου. Πανέμορφη, θρόιζε στο απογευματινό αεράκι. Ενιωθα χτύπους στην καρδιά, αυθόρμητα της έπιασα το χέρι. Περπατήσαμε στο σούρουπο, ανάμεσα στις ασφάκες. Δεν κατεβήκαμε. Αποφασίσαμε με τα μάτια ν ανέβουμε. Ο ήλιος βασίλευε κι εμείς δίναμε το πρώτο μας φιλί. Ίσως, να βρίσκαμε κάτι στην κορυφή του βουνού.

ΤΕΛΟς

.

 

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

ΉΧΟΣ ΓΥΝΑΊΚΑΣ

 


ΗΧΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Ο ήχος του γυναικείου περπατήματος
είναι αλλιώτικος¨ εγώ τον καταλαβαίνω.
Το τακούνι της γυναίκας
χτυπάει σαν βόλι στο μάτι του άντρα
Όχι στο αφτί
στο μάτι

Ο ήχος του τακουνιού είναι περήφανος
εγώ τον καταλαβαίνω
Σαν το γυμνό αγάμητο γυναικείο σώμα
χτυπάει στο πλακόστρωτο κι από μακριά
οι άντρες σηκώνουν τα βλέφαρα
ν’ αφουγκραστούν τον γυναικείο ήχο που
μυρίζει μουνίλα
Ο ήχος

Ανάλογα το ύψος
ο ήχος της γυναίκας ακούγεται
γρήγορος, κοφτός, ανήσυχος.
Από μακριά τον καταλαβαίνω
αυτόν τον ήχο του γυναικείου
τακουνιού στον πεζόδρομο.
Είναι μονόδρομος
Χωρίς τον ήχο της γυναίκας δεν ζεις

Από ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ του Κώστα Πλιάτσικα

 

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...