Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

ΓΚΡΙΖΟΠΡΆΣΙΝΑ ΜΆΤΙΑ







Η ζωή μερικές φορές, είναι βαρετή για ανθρώπους ειδικά  σαν εμένα. Και το λέω αυτό επειδή από μικρό παιδί τα είχα όλα. Γεννημένος στην Γλυφάδα, πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια, από γένος αριστοκρατικό, πλούσιο, Τσιλιμηταίοι έλεγαν όλοι κι έτρεμε το σαγόνι τους από φθόνο. Ο πατέρας μου, γνωστός αρχιτέκτονας, είχε σχεδιάσει τα μισά από τα πιο ωραία κτίρια των Αθηνών και όχι μόνο: Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Πεκίνο, ήταν διάσημος. Η μητέρα μου ήταν κτηματίας. Η μισή γλυφάδα δικιά της από κληρονομιά. Λεφτά να φάνε κι οι κότες.
Έτσι, εμένα που με είχανε μοναχοπαίδι και άρα ήμουν μοναδικός κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, με προόριζαν για πολιτικό. Σπούδασα στα καλύτερα κολέγια των Αθηνών κι ύστερα μεταπτυχιακά, ντοκτορά και τέτοιες αηδίες στη Ζυρίχη, όπου τελευταία, γύρω στα τριάντα μου, τελείωσα πολιτικές επιστήμες.. Εγκαταστάθηκα σε ένα πολυτελές, ιδιόκτητο γραφείο, τοποθέτησα μια σπουδαία επιγραφή στην πόρτα: Τσιλιμηταίος Εμμανουήλ. Πολιτικός επιστήμων.
Η εξωτερική μου εμφάνιση σπουδαία. Γύρω στο ένα ογδόντα ύψος, βάρος εβδομήντα πέντε κιλά. Σταθερά. Πρόσωπο γωνιώδες, από αυτά που λένε πως έχουν φωτογένεια. Μάτια γκριζοπράσινα, λαμπερά. Πηγούνι θεληματικό, όχι ακριβώς τετράγωνο. Γενικά είμαι ένα καλοβαλμένο, ωραίο πρόσωπο. Πρόσωπο και μυαλό. Φυσικά δεν δούλεψα ποτέ μου. Η δουλειά είναι για τα κατώτερα όντα, τους πληβείους. Κι όσο κι αν φαίνεται ρατσιστικό, αυτή είναι η αλήθεια. Ούτε με την πολιτική που σπούδασα, ασχολήθηκα. Τι ανάγκη είχα εγώ για όπλα αυτά; είμαι ένας βολεμένος άνθρωπος που του άρεσαν δυο πράγματα: οι γυναίκες και οι άντρες.
Εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη, έπινα τον μελαγχολικό εσπρέσο μου στο καφέ του Αστέρα Βουλιαγμένης, αυτό το γκέτο των πλουσίων. Δεν είχα καμιά διάθεση για τίποτα, καμιά αφορμή δεν μου δινόταν. Έτσι, κάπνιζα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου-είμαι μανιώδης καπνιστής όπως οι περισσότεροι ηλίθιοι άνθρωποι. Ποτά δεν πίνω, τα θεωρώ επικίνδυνα για όλους τους ανθρώπους. Όπως και για τα ζώα. Θα είχε περάσει ώρα πολλή-ίσως κανένας αιώνας- κι ενώ συνέχιζα να πίνω τον εσπρέσο μου, δίπλα μου ξεφύτρωσε σαν από πουθενά, ένας φτωχός, πούστης κι άσχημος. Πως διάολο είχε εισχωρήσει στο γκέτο; Πως ξέφυγε από τους φύλακες; Αλλά προσπάθησα να μην δώσω σημασία, αυτοί οι άνθρωποι μου προξενούν αηδία. Σιχαμάρα.
-Νομίζεις πως είσαι κάτι σπουδαίο, μου είπε απερίφραστα με φωνή αντρική, τραχιά.
-Σε μένα μιλάς; απόρησα.
-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ; έσμιξε τα φιδίσια μάτια του.
Σκέφτηκα να φύγω αλλά γιατί;
-Πάρε δρόμο! του απάντησα εξ ίσου σκληρά.
Γέλασε σαρδόνια.
-Και να φύγω, εσύ δεν γλιτώνεις, είπε χαλαρά λες και δεν συνέβαινε τίποτε.
-Από ποιον; από σένα; χλεύασα.
-Από τον εαυτό σου. Γι΄αυτό ηρέμησε.
Έπιασα σκεφτικός το πηγούνι μου και τον παρατήρησα καλύτερα. Τι ποντικίσια φάτσα ήταν αυτή; Ίσια μαλλιά σαν πράσα, κακοχτενισμένα. Στόμα σαν μια σχισμή, πέντε τρίχες φύτρωναν εδω κι εκεί, σε ένα μαυριδερό σαγόνι. Σώμα λιγνό, νευρώδες, άτριχο. Φορούσε ένα μαγιό, από αυτά που λέμε κουραδοκόφτη, φαινόταν όλο το κωλαράκι του κι έσταζε νερά ενώ εγώ φορούσα Αρμάνι την τελευταία μόδα κατευθείαν από το Μιλάνο.
-Από τη θάλασσα ήρθες; τον ρώτησα.
-Οι φτωχοί από κει έρχονται, αφού συνήθως απαγορεύεται η είσοδος στα μέρη σας.
-Ξέρεις ότι μπορώ να φωνάξω να σε πετάξουν έξω με τις κλωτσιές;
-Δε θα το κάμεις, είπε με πεποίθηση.
-Γιατί;
-Επειδή θέλεις ν αλλάξεις πρόσωπο. Επειδή, δεν σου αρέσει αυτό που είσαι κι εγώ μπορώ να σε βοηθήσω σ΄αυτό.
-Πως και πότε θα γίνει αυτό; είπα ξαφνιασμένος, γιατί πράγματι τον τελευταίο καιρό σκεφτόμουν να γίνω κάτι άλλο.
-Μην έχεις αγωνία, θα σε βρω εγώ. Δουλεύω σε ινστιτούτο αλλαγής φύλου.
Από μικρό παιδί, πέντε ή έξι χρονών, που μπέρδεψα τα μπούτια μου με μια συνομήλικη ξαδέρφη, κατάλαβα τη διαφορά των δύο φύλων. Του αρσενικού και του θηλυκού, του άντρα και της γυναίκας. Απο τότε θυμάμαι πως με συνάρπαζε η ιδέα πως μπορείς να γίνεις το άλλο. Δηλαδή, εγώ σαν άντρας να μπορούσα να νιώσω τι ακριβώς αισθάνεται μια γυναίκα. Ο φόβος είναι άραγε ίδιος ή μια γυναίκα φοβάται περισσότερο; Η υπόσταση του σώματος μπροστά στον καθρέφτη, τι αναλογία ηδονής, χαράς, μίσους ευτυχίας, προσδίδει στη γυναίκα; Σαν αυτούσιο αρσενικό που ήμουν, γνώριζα ή τουλάχιστον πίστευα πως γνώριζα τι ακριβώς ένιωθα απέναντι στο σώμα μου και στο μυαλό μου. Το θηλυκό όμως; Λένε πως οι γυναίκες είναι πονηρές. Πως σκέφτονται αλλιώτικα από τους άντρες. Είναι όμως αλήθεια αυτό και ποιος μπορεί να το βεβαιώσει απόλυτα αν δεν έχει βρεθεί και στις δύο πλευρές;. Όμως το συναρπαστικότερο μέρος αυτής της σύγκρισης, ήταν πρώτα η ηδονή κι ύστερα η εξίσωση των ειδών εγκεφάλου. Και η περιβόητη ισότητα των δύο φύλων, κατέληγε στον αδυσώπητο αγώνα του φεμινιστικού κινήματος. Γιατί μια γυναίκα να θέλει να εξισωθεί με τον άντρα; Τι νόημα είχε αυτό, αφού αποτελούν δυο αντίθετα πράγματα και ως εκ τούτου εξυπηρετούν διαφορετικούς κανόνες της ζωής.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Γυμνός στο τεράστιο σαλόνι περιφερόμουν εδώ κι εκεί. Πολλές φορές έπιανα τα στήθια μου να δω μήπως μεγάλωσαν και το πέος μου που βρισκόταν σε ακατάσχετη στύση από φόβο ενστίκτου μήπως αλλοτριωθεί σε αιδοίο. Ήταν όμως κι αυτός ο άτριχος σπουργίτης που είχε εμφανιστεί από το πουθενά να μου σπαράζει το μυαλό. Τι στο διάολο ήθελε; Εγώ ήμουν ένας βολεμένος μεγαλοαστός, ένας άνθρωπος μεγαλωμένος στην εμβέλεια της πραγματικότητας, θα μου άλλαζε ένα τυχαίο γεγονός τη ζωή μου; Ή μήπως κατά βάθος, πράγμα που δεν ήθελα να ομολογήσω, ήθελα ν γίνω γκέι; Να αποποιηθώ δηλαδή τη φύση μου. Αλλά ποια ήταν η φύση μου; αναρωτήθηκα φωναχτά στον καθρέφτη. Ήμουν ένας ερμαφρόδιτος παπαγάλος ή μια ξεφωνημένη κολοσούσα;
Πέρασαν δυο-τρεις μέρες. Συνηθισμένος στις μεγαλοαστικές μου ασχολίες, ξεχάστηκα. Ή μάλλον, σκέφτηκα, τελειωτικά, πως το γεγονός ήταν ένα αποκύημα της φαντασίας μου. Πως δεν υπήρξε δηλαδή, κανένας ξεπουπουλιασμένος σπουργίτης που με είχε επισκεφτεί στην παραλία του Αστέρα Βουλιαγμένης. Έτσι, όταν εμφανίστηκε πάλι ξαφνικά από το βυθό της θάλασσας, δεν το πίστεψα.
Ήταν πρωί αυτή τη φορά κι απολάμβανα την ζέστη ενός ωραίου Φθινοπωρινού ήλιου.
-Είσαι έτοιμος; με ρώτησε
-Έτοιμος για πού;
-Ξέχασες; θα πάμε στο ινστιτούτο αλλαγής φύλων. Όπως συμφωνήσαμε, δεν είναι τίποτα φοβερό, θα δεις.
-Μιλάς σοβαρά; πήγα ν αστειευτώ. Και πότε συμφωνήσαμε;
-Πολύ σοβαρά! με αντέκρουσε με σκιώδη φωνή.
-Μήπως δεν πρέπει; έκανα αμφιταλαντευόμενος
-Ξέχνα το! Πρέπει να γίνει. Εξ άλλου, λεφτά έχεις, τι φοβάσαι;
-Δεν είναι αυτό..έκανα μια άλλη μορφή αντίρρησης σκεπτόμενος πως, άμα έχεις λεφτά, όλα είναι τέλεια, όλα είναι λυμένα.
-Πάμε, πάμε έκανε αποφασιστικά και με πήρε από το μπράτσο.
Η χειρουργική επέμβαση δεν διήρκεσε πολύ. Ίσως τέσσερις-πέντε ώρες. Εγώ δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα, όπως δεν καταλαβαίνει κανείς, όταν βρίσκεται ναρκωμένος στο χειρουργικό κρεββάτι.
Άμα ξύπνησα, οι γιατροί έτριβαν τα χέρια τους.
-Μπράβο! είπαν. Όλα έγιναν στην εντέλεια.
Και με άφησαν μόνο μου.
Ή μάλλον μόνη μου.
Καθώς συνερχόμουν από την νάρκωση, έβαλα τα χέρια μου στο στήθος. Αναμαλλιασμένος χούφτωσα δυο υπέροχα γυναικεία στήθη. Ύστερα κατέβασα το χέρι μου χαμηλά.Στην αρχή δεν κατάλαβα αν έπιανα πέος ή κλειτορίδα.
Δυστυχώς ήταν κλειτορίδα.
Ή ευτυχώς.
Τώρα ήμουν μια τέλεια γυναίκα.
-Ν΄αφήσεις τα μαλλιά σου να μακρύνουν, άκουσα μια νοσοκόμα που εισέβαλε ξαφνικά στο θάλαμο. Θα είσαι πανέμορφη. Μια κούκλα!
-Αποτρίχωση; ψέλλισα πιάνοντας τα γένια μου.
-Μη σε νοιάζει! κελάρυσε. Σε λίγες μέρες δε θα βγαίνουν πια.
Κι έφυγε αφήνοντας με μόνη στην συμφορά μου.
Εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί, αφήνοντας με μετέωρο να χάσκω στο μακρύ βυθό της θάλασσας και της ανθρώπινης διάστασης.
ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

ΔΈΚΑ ΧΡΌΝΙΑ ΠΑΡΈΑ.





Καλημέρα σας.
Δέκα χρόνια χρόνια εδώ μέσα έχουμε πει και έχουμε ζήσει πολλά πράγματα. Τα περισσότερα, ωραία, δε χαλάσαμε τις καρδιές μας, παρ ότι η ζωή μας είναι σκληρή έως απάνθρωπη αρκετές φορές. Γελάσαμε πολύ, δημιουργήσαμε, φτιάξαμε και χάσαμε φιλίες και έρωτες, ειρωνευτήκαμε, πειράξαμε ο ένας τον άλλον.
Γυρνώντας σε πολλές παλιές αναρτήσεις και δημοσιεύματα στο ΔΙΑΣΧΙΖΩ και εδώ, χτες τη νύχτα, είδα τους φοβερούς διαλόγους, τα όμορφα σχόλια, τις αντεκλίσεις μεταξύ αρκετών από σας που συνεχίζουν να είναι εδώ αλλά και άλλων που έχουν φύγει και μας διαβάζουν...κρυφά!
Διαπιστώσεις ωραίες αλλά και πικρές μερικές φορές για κάποιους που δε μας κατάλαβαν ή που θέλησαν να δείξουν εμπάθεια, ίσως εξ αιτίας του αιχμηρού μου λόγου, ίσως επειδή αυτά έχει η ζωή που ποτέ δεν είναι ρόδινη και ευτυχισμένη.
Βεβαίως και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε εδώ, σίγουρα με τους περισσότερους από εσάς δε θα έχω τη χαρά να τους συναντήσω από κοντά και να τους σφίξω το χέρι αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο όταν φεύγετε και επανέρχεστε ακόμη και μετά από χρόνια, η φωνή του καθενός σας μου λέει πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ο ένας την ανάγκη του άλλου κι αυτό είναι μια μεγάλη εξωτερίκευση των αισθημάτων μας, κόντρα σε όλες τις δυστροπίες της κρίσης, λοιπόν, φωνάξτε, μπράβο στην επικοινωνία των ανθρώπων, μπράβο σε όσους παλεύουν για την καλυτέρευση αυτού του κόσμου!
Να είστε όλοι καλά!

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΕΎΚΟΛΟ Ν ΑΛΛΆΞΕΙς ΧΑΡΑΚΤΉΡΑ.







Υπάρχουν άνθρωποι μονάχοι. Άνθρωποι που σου σπάνε τα νεύρα, στα κάνουν τσατάλια. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι φίλοι μου. Τέλος πάντων, είχα μια γυναίκα εκείνον τον καιρό. Ευανθία την έλεγαν, χοντρή, ασουλούπωτη, την είχα γνωρίσει στο σταθμό του μετρό. Καθόμουν εκεί και περίμενα το βαγόνι όταν μου μίλησε.
-Εσείς πάτε στον Πειραιά; με ρώτησε χωρίς λόγο.
Εγώ που είμαι στρατιωτικός υπάλληλος, είχα διαμορφώσει την στρατιωτική πειθαρχεία μέσα μου και έξω μου. Με λένε Χρήστο Ευγενόπουλο, για να συστηθούμε κιόλας. Είμαι λεπτός, αδύνατος μπορώ να πω, κι αυτή η γυναίκα μου ζάλισε τον έρωτα. Εγώ δεν είμαι για πολλά. Τα σύκα- σύκα και η σκάφη σκάφη, να πούμε. Τώρα τι ήθελε αυτή χοντρή κυρία;
-Ναι, της είπα, πάω στον Πειραιά.
-Α, τι ωραία! αναφώνησε. Τότε θα πάμε παρέα. Και με πιασε αγκαζέ.
Ήμουν τότε περίπου σαράντα δυο χρονών. Τον γάμο τον σιχαινόμουν. Παιδιά δεν ήθελα να κάνω με τίποτα, τι ανάγκη είχα; Σιγά-σιγά, όμως,  μου κάθισε στο σβέρκο η Ευανθία. Την πήγα στο σπίτι της, ήρθε στο δικό μου, τη γάμησα με το ζόρι. Ανάθεμα την ώρα που το κανα και τη γνώρισα, τι δουλειά είχα εγώ στον Πειραιά; Τέλος πάντων η Ευανθία είχε και μερικά σκυλιά. Πέντε -έξι, δε θυμάμαι και κοιμόμασταν όλοι μαζί. Δε ροχάλιζε, πράγμα περίεργο για χοντρή, κοιμόταν σαν πουλάκι. Τι κοιμόμασταν δηλαδή, κοιμόντουσαν αυτοί, γιατί εγώ είχα χάσει τον ύπνο μου όλον αυτόν τον καιρό. Παρ όλα αυτά συνέχιζα να πηγαίνω εκεί, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Η Ευανθία δούλευε στη λαϊκή. Είχε έναν πάγκο και πουλούσε αγγούρια, μελιτζάνες και τα λοιπά. Να δεις που πήγαινα κι εγώ εκεί, στην αρχή κρυβόμουν πίσω από τον πάγκο να μη με δούνε οι γνωστοί κι αρχίσουν τα πειράγματα. Ρε το Χρήστο, που κατάντησε! Ντρεπόμουν αλλά η Ευανθία, μου έκανε όλες τις χάρες: Πίπες, πίτες, με χαρτζιλίκωνε κιόλας γιατί εγώ τρεις κι εξήντα έπαιρνα ενώ αυτή έβγαζε του κόσμου τα λεφτά στη λαϊκή. Μου πήρε καινούριο κουστούμι κι απ την αγάπη μας ομόρφυνε κιόλας. Γελούσε ολόκληρη αλλά χοντρή ρε παιδί μου, τι να σου πω, άλλο πράγμα.
-Πρέπει να χάσεις κιλά, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Αααα! δε με θέλεις, θα πάω να σκοτωθώ, θα πάω στη μάνα μου, να της το πω.
-Αλήθεια λες; τη ρώτησα με ορθάνοιχτα μάτια. Έχεις μάνα;
-Εμ, τι, δεν έχω; απόρησε και με κοίταζε με τα γαλάζια μάτια της. Δε με γέννησε μάνα εμένα;
-Μην κλαις μωρή, της είπα και την συμπονούσα ειλικρινά. Αν μου ορκιστείς πως θα χάσεις είκοσι κιλά μπορεί να σε παντρευτώ.
-Αλήθεια λες; και μου όρμησε πάνω μου, εκατόν είκοσι κιλά βουνό. Με σύνθλιψε.
-Πως θα τα χάσω;
-Θα πάμε στη θάλασσα, μου ήρθε μια ιδέα ξαφνικά. Εκεί θα περπατάμε στην άμμο, μέρα-νύχτα. Που θα πάει; θα τα χάσεις.
Κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη θάλασσα. Πήραμε και δυο ρακέτες να παίζουμε. Τακ-τουκ, τακ-τουκ το μπαλάκι όλα τα Σαββατοκύριακα. Ωραία ήταν η Ευανθία, ομόρφαινε από την αγάπη μας. Μου αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο, γαμώ το κέρατο μου μ αυτή τη γυναίκα που γνώρισα μια μέρα στο μετρό. Τι το ήθελα να πάω εκείνη τη μέρα στον Πειραιά; Τα σκυλιά, της είπα θα τα διώξεις, τι να κάνω Χρήστο μου, ότι πεις εκείνη. Και τα διωξε. Μείναμε μόνοι, χωρίς σκυλιά. Πηγαίναμε στη θάλασσα αλλά κιλά δεν έχανε. Ίδρωνα, ξεΐδρωνα, τίποτε. Τη γαμούσα με μανία μήπως κι αλλάξει παρελθόν, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, με είχε ρέψει η σκύλα. Ήμουν που ήμουν αδύνατος, με είχε κάνει τσίρο, δε βλεπόμουν.
-Να βάλεις κανένα κιλό αγόρι μου, τι θα γίνει με σένα; έμπασες. Εμένα λες να χάσω κιλά αλλά εσύ πρέπει να πάρεις και με πλάκωνε με τα μπούτια της που ήταν δυο φορές σαν εμένα. Έτσι αποφάσισα εκείνο τον καιρό ν αλλάξω χαραχτήρα.
Δεν είναι εύκολο όμως, ν αλλάξεις, χαραχτήρα. Τόσα χρόνια είχα συνηθίσει τον εαυτό μου έτσι. Με το μουστακάκι μου περιποιημένο, τα κοντά μαλλάκια μου, ωραίος ήμουν αλλά τώρα με την Ευανθία που είχα μπλέξει τα πράγματα σκούραιναν. Είχα βαλθεί να την ξεπαχύνω.
-Μέχρι να χωρίσουμε θα σε κάνω εγώ λιανή σαν την βέργα, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Ααααα! δε με θέλεις! γιατί θα χωρίσουμε αφού εγώ σ αγαπάω!
-Σκάσε μωρή, της λέω, ήμασταν στο δρόμο, μας έβλεπε ο κόσμος. Πάντα με ενοχλούσε να με βλέπει ο κόσμος, ήμουν ένα μυστήριο τρένο- δεν έσκαγε. Πήγαμε σπίτι της στον Πειραιά- αυτός ο Πειραιάς με φαγε πια- κι αναγκάστηκα να την γαμήσω αλλιώς δε σταμάταγε το κλάμα.. Ανάμεσα κάπου εκεί, της είπα πως δεν θα χωρίζαμε ποτέ και ησύχασε για καμιά βδομάδα. Μου πήρε μια καινούρια γραβάτα που την φοράω ακόμη για να τη θυμάμαι. Έτσι λοιπόν, περνάγαμε περίφημα. Πηγαίναμε συνέχεια στη θάλασσα με τα μπαλάκια μας και τις ρακέτες. Τάκα-τουκ, τακα τουκ, ξέρετε πέρα δώθε το μπαλάκι. Μετά τρώγαμε στα μπιφτεκάδικα, στη Γλυφάδα και αλλού. Έτρωγα εγώ δηλαδή, γιατί Ευανθία, Χρήστο, μου είπε, αποφάσισα να κάνω δίαιτα, για να με παντρευτείς και δεν έβαζε τίποτε πια στο στόμα της. Την κοίταζα κι απορούσα, δεν μπορούσα να της επαναλαμβάνω πως ήμουν εναντίον του γάμου, έβαζε τα κλάματα. Και να δεις που σιγά-σιγά, άρχισε ν αδυνατίζει, ενώ εγώ πάχαινα. Ότι έχανε εκείνη το έπαιρνα εγώ. Έχει πλάκα έλεγα μέσα μου, να αδυνατίσει αυτή και να γίνω εγώ χοντρός. Δεν το βάσταγε η ψυχή μου αλλά τα πράγματα έτσι έγιναν. Η Ευανθία αρρώστησε από την πολλή δίαιτα, βαθούλωσαν τα ματάκια της, έρεψε. Αντίθετα εγώ, ο Χρήστος Ευγενόπουλος μέσα σε ένα χρόνο πήρα είκοσι κιλά, ίσως και περισσότερα, πλησίαζα τα ενενήντα, εγώ που ήμουν πάντα γύρω στα εξήντα πέντε κιλά. Ή Ευανθία μου άλλαξε όλα τα ρούχα, δε με χώραγαν πια τα κουστούμια μου.
-Δεν πειράζει Χρήστο, μου έλεγε, εσύ να είσαι καλά. Πως να ήμουν καλά έτσι που είχα καταντήσει; Έκανα κοιλιές, σταματήσαμε τις ρακέτες, οι φίλοι και οι γνωστοί με κορόιδευαν, εμ, το αιδοίο αυτά κάνει, ας πρόσεχες, μου είπε ένας κολλητός μου στην υπηρεσία. Πήγα να τον βουτήξω, έγινε σαματάς, μας ξεχώρισαν κάτι άλλοι και από τότε δε μιλιόμαστε, γίναμε μαλλιά-κουβάρι. Γύρισα στο σπίτι, με είδε η Ευανθία έτσι- μου είχε ρίξει μια μπουνιά στο δεξί μάτι ο άτιμος- κι έβαλε πάλι τα κλάματα.
-Αααά! ποιος σε έκανε έτσι Χρήστο μου και δώστου ν ουρλιάζει. 
Είχε γίνει μια σταλιά, φάε κάτι μωρή, της έλεγα, φτάνει πια με τις δίαιτες. Δεν την μπορούσα πια άλλο, τι να κανα;
-Καλύτερα που ήσουν χοντρή, της πέταξα μια μέρα. Ήμασταν στην Λαϊκή και με κοίταξε περίεργα. Απόρησε με τα καμώματα μου, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε για πάντα από κοντά μου.
Από τότε δεν την ξαναείδα.
Να ζει άραγε ή να πέθανε σε καμιά γωνιά.
ΤΕΛΟς

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΣΤΈΡΝΟ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ






 Καθόμουν στην έκτη στάση Ιλισίων και περίμενα το λεωφορείο να πάω στη δουλειά μου. Η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι, ο ήλιος έσκαγε σαν σφυρί στο κεφάλι μου, - το ένιωθα σαν εκείνο το μπρούτζινο γκόγκ που χτυπούσε ο μαύρος, στην αρχή των παλαιών τανινών του κινηματογράφου. Κόσμος πολύς δεν περίμενε, ίσως πέντε-έξι στέκονταν γύρω μου. Ναι, πέντε-έξι και μια χοντρή γυναίκα έγκυος. Την παρατηρούσα και σκεφτόμουν, πως αντέχουν οι χοντροί το βάρος τους και πόσο μάλλον όταν είσαι και έγκυος γυναίκα. Τι κοιτάς; με ρώτησε με έχθρα κι εγώ γύρισα πίσω μου να δω σε ποιον μιλάει. Εγώ; έδειξα με τον δεξιό δείχτη τον εαυτό μου, απορημένος. Ναι, εσύ! μου φώναξε. Που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! και μ έκανε να κοκκινίσω από ντροπή. Εγώ είμαι συνεσταλμένος, δεν είμαι όποιος κι όποιος, πήγα δικαιολογηθώ αλλά η χοντρή είχε πάρει ανάποδες και μ έστρωσε στο κυνήγι. Το βαλα στα πόδια, τι να κανα; ενώ πίσω μου έπεφτε το γέλιο της αρκούδας. Φυσικά κατάφερα να ξεφύγω εύκολα απ την γκαστρωμένη χοντρή και λίγο πιο κάτω, σταμάτησα το τρέξιμο να ξελαχανιάσω. Ρε, τι έπαθα, σκεφτόμουν, μεγάλος άνθρωπος, πενήντα χρονών τώρα εγώ, να με κυνηγάει μια χοντρή κι όπως κοίταζα το λεωφορείο που ερχόταν-πάει το είχα χάσει- μου ήρθε ένα μπουγέλο νερό απ το χέρι της χοντρής μέσα από το λεωφορείο! Με πήρε κι ο αέρας απ τη φόρα του οχήματος- το νερό κύλησε στο κουστούμι μου, έγινα μούσκεμα, πως θα πήγαινα τώρα στη δουλειά μου; Ανασηκώθηκα, τινάχτηκα κι ένας περαστικός με κοίταζε με λύπηση. Τα μάτια μας συναντήθηκαν κι απορήσαμε και οι δύο. Αυτός άνοιξε τα χέρια του, δείγμα πως με συλλυπείται και έφυγε το δρόμο του. Εγώ κοίταξα μια μπρος μια πίσω και αποφάσισα να πάω πίσω στην έκτη στάση, ήταν πιο κοντά απ ότι υπολόγισα. Περπατούσα αργά, δε μ ένοιαζε και να καθυστερούσα στη δουλειά μου- ήμουν προϊστάμενος στην τροφοδοσία μεγάλου εμπορικού οίκου τριάντα χρόνια τώρα. Σκέφτηκα να πεταχτώ σπίτι ν αλλάξω αλλά ντράπηκα , τι θα λεγα στη γυναίκα μου; κι έπειτα όπως το παρατηρούσα σε λίγο θα στέγνωνε. Βέβαια, θα της το έλεγα το βράδυ και θα γελούσαμε, α, γελάμε πολύ με την γυναίκα μου, παιδιά δεν έχουμε, δε μας έδωσε ο θεός, έτσι έλεγε αυτή κι έκανε σταυρούς. Έφτασα ξανά στην έκτη στάση και ήμουν μόνος. Καλύτερα, σκέφτηκα, μην έχουμε πάλι κανένα άτυχο γεγονός. Σε λίγο όμως είδα να καταφτάνει δρομαίος ο φίλος μου ο Λεωνίδας. Ο Λεωνίδας, ναι βέβαια, φίλοι από παιδιά. Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο, στις αλάνες, αργότερα είχε γίνει και κουμπάρος αλλά εμείς κρατούσαμε το φίλος. Φίλος είναι άλλο πράγμα, έλεγε ο Λεωνίδας, κουμπάρο κάνεις κι από συμφέρον. Μόλις έφτασε κοντά μου, ξελαχάνιασε, μου δωσε το χέρι, του δωσα το δικό μου, πάντα έτσι έκανε, όποιον συναντούσε τον χαιρετούσε δια χειραψίας, εγώ το βαριόμουν αυτό αλλά τι να κανα; φίλος ήταν. Τι κάνεις εδώ ρε; με ρώτησε με έξαψη. Και γιατί είσαι μούσκεμα; κοίταξε τον ουρανό. Μήπως έβρεξε μονάχα εδώ; κι έδειξε γύρω. Είχε πλάκα ο μπαγάσας. Α, τίποτα, έριξα ένα μπουκάλι νερό πάνω μου, κάνει πολύ ζέστη, δεν κάνει; Κι άμα κάνει ζέστη, μπουγελώνεσαι μοναχός σου; ξεκαρδίστηκε στο γέλιο. Εντάξει, αλλά εδώ τι κάνεις; σοβαρεύτηκε. Περιμένω το λεωφορείο, είπα ήσυχα. Εσύ; περιμένεις το λεωφορείο; τόνισε τα λόγια του. Τι να το κάνεις το λεωφορείο; Να πάω στη δουλειά μου ρε Λεωνίδα. Και γιατί θα πας με το λεωφορείο; εσύ μισείς τα μέσα μαζικής μεταφοράς; γιατί δεν παίρνεις το αυτοκίνητο σου; Έχω αυτοκίνητο εγώ; άνοιξα τα μάτια μου. Ωστόσο είχε μαζευτεί κόσμος και παρακολουθούσε τη συζήτηση. Τι θέλετε σεις; τους έδιωξε πέρα με το χέρι του σαν να έδιωχνε μύγες, ο Λεωνίδας. Ρε, άιντε πάμε να πάρεις το αυτοκίνητο, τρελάθηκες; Και με παρέσυρε αγκαζέ στο δρόμο..
Προχωρούσαμε με τον Λεωνίδα αγκαζέ και μου φάνηκε κάπως. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου φάνηκε ψηλός σα μια πολυκατοικία. Με κοίταξε κι αυτός. Τι με κοιτάς; μου είπε. Κάνεις σα να με βλέπεις πρώτη φορά. Όχι, ρε του λέω, τι πρώτη φορά... και μέσα μου σκεφτόμουν αν πράγματι τον έβλεπα για πρώτη φορά. Μην κάνεις σαν χαζός, σε πείραξε το μπουγέλο που σου ριξε η χοντρή; Έλα, φτάσαμε κάτσε λίγο να τα πούμε, εγώ δεν έρχομαι μέσα. Καθίσαμε στο πεζούλι δίπλα στο γκαζόν της μονοκατοικίας. Α, ρε κερατά! έχεις το πιο ωραίο σπίτι στα Ιλίσια. Και μόνο γι αυτό, σε ζηλεύω. Μόνο γι αυτό; άνοιξα τα μάτια μου. Εντάξει, και το αυτοκίνητο σου δεν παίζεται, εγώ δεν είχα ποτέ Πόρσε, έκανε κι έδειξε την μαύρη Πόρσε που ήταν αραγμένη στο γκαράζ. Ο ίσκιος που έπεφτε από τα μεγάλα δέντρα δρόσιζε τον χώρο. Ωραίες οι ακακίες αλλά γεμίζουν τον κόσμο με τα άνθη τους, είπε ο Λεωνίδας και τις κοίταζε. Της γυναίκας σου θα της βγαίνει η πίστη για να μαζεύει όλα αυτά τα άνθη και τα κίτρινα φύλλα ε; Ο παππούς σου δεν είπες πως τις φύτεψε; Κοίταξα τα δέντρα κι έγνεψα ναι, τι να λεγα; ότι δεν τις φύτεψε; Λοιπόν, συνέχισε, άιντε να σε αφήσω τώρα εγώ να πας και στη δουλειά σου, γιατί άργησες κιόλας. Εντάξει κουμπάρε; έλα γεια. Φιληθήκαμε σταυρωτά. Πάντα έτσι κάναμε όταν χωρίζαμε με τον Λεωνίδα, μου σφιξε πάλι το χέρι, ωχ αυτές οι ατέλειωτες χαιρετούρες του! Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου. Εντάξει, λέω, ας μπω να πάρω την Πόρσε να πάω στη δουλειά μου, τι κάθομαι; Άνοιξα την εξώπορτα, προχώρησα στο διάδρομο, έψαξα τα κλειδιά μου, φτάνοντας κοντά στο πολυτελέστατο αυτοκίνητο. Αλλά κλειδιά δεν υπήρχαν επάνω μου. Έψαξα όλες τις τσέπες, την τσάντα μου, τίποτε. Που στο διάολο είχαν πάει τα κλειδιά; Τα είχα χάσει; Και πως θα έπαιρνα τώρα το αυτοκίνητο; Α, σκέφτηκα, θα χτυπούσα το κουδούνι να μου ανοίξει η γυναίκα μου, αλλά εγώ δεν είχα ούτε γυναίκα ούτε αυτοκίνητο, τι διάολο έκανα εκεί; Γύρισα να κοιτάξω για τον Λεωνίδα αλλά κι αυτός είχε φύγει πολλή ώρα πριν... Ένας μεγάλος μαύρος σκύλος βγήκε από το σπιτάκι του και ερχόταν προς εμένα με αργά απειλητικά βήματα. Οπισθοδρόμησα ιδρωμένος, σύγκορμα. Θα είχα κιτρινίσει πολύ, ο φόβος κάλπαζε σαν λευκό άλογο στις φλέβες μου. Κατουρήθηκα. Όπως πήγαινα πίσω-πίσω σκόνταψα σε μια πέτρα, κύλησα στο πράσινο γκαζόν, το πουκάμισο μου γέμισε πρασινάδα-πως θα πήγαινα έτσι στη δουλειά μου; γεμάτος πρασινάδες; ο διευθυντής θα γκρίνιαζε και με το δίκιο του. Ωστόσο ο μαύρος σκύλος είχε φτάσει από πάνω μου κι με έγλειφε με μια τεράστια γλώσσα. Ένιωσα τα σάλια του να κυλάνε σ αυτιά μου, αισθάνθηκα χειρότερη αηδία από κείνη που ένιωσα όταν με μπουγέλωσε η χοντρή, σηκώθηκα έτοιμος να το βάλω στα πόδια αλλά δεν το κανα γιατί θυμήθηκα πως άμα το βάλεις στα πόδια ο σκύλος θα σε δαγκώσει οπωσδήποτε κι έτσι στήθηκα απέναντί του, αντιμέτωπος με τα ήρεμα μάτια του. Έσμιξα τα χείλια μου μπρος και έξω, απόρησα με τη συμπεριφορά του. Πάντα φοβόμουν τα σκυλιά, δε θα αγόραζα ποτέ έναν σκύλο και μάλιστα μαύρο, ίσως κανένα χαζόσκυλο, κανένα Ραν-Ταν-Πλαν ναι, αλλά μαύρον και τεράστιο σαν τούτον εδώ; Ποτέ. Αλλά ο μαύρος σκύλος στεκόταν χαρούμενος εκεί μπροστά μου. Κουνούσε την ουρά του πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Λες να ήταν δικός μου ο σκύλος;
Τέλος


Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

ΔΕΝ ΑΓΑΠΟΎΣΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΜΟΥ.




 ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ –ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕ ΜΙΑ ΒΟΤΚΑ


Χτες δεν είχα καμιά διάθεση να κοιμηθώ.Πως είναι μερικές φορές που δε μας παίρνει ο ύπνος; Κουλουριάστηκα από νωρίς με τις κουβέρτες, προσπάθησα να μετρήσω προβατάκια, όπως έκανα όταν ήμουν παιδί, να θυμηθώ με πόσες γυναίκες πήγα, να ξεχαστώ μαζί τους σε ένα ζωντανό όνειρο, να διαβάσω ένα βιβλίο, του αγαπημένου Καμί, ξεσκάλισα και μια Ερση Σωτηροπούλου αλλά φευ! Ύπνος πουθενά να με κολλήσει. Πέταξα νευριασμένος τις κουβέρτες, σηκώθηκα στο σαλόνι, άνοιξα την τηλεόραση και την ξανάκλεισα. Αηδίες, όλο τα ίδια και τα ίδια. Έβαλα ένα ποτό. Μια βότκα ή τζιν, δε θυμάμαι. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα, το τσιγάρο μου ρούφηξε τα σωθικά, άνοιξα όλα τα φώτα. Ήθελα φως σαν και το ημίφως με τρόμαζε-τι ήθελα εγώ σ΄αυτό το σπίτι; Την έχω πατήσει πολλές φορές έτσι μα τούτη μου φαινόταν χειρότερη, δε θα τη γλίτωνα την ξαγρύπνια. Τίποτα δε μου άρεσε, δε με χωρούσε ο τόπος. Κατέβασα τη Βότκα ή το τζιν, δε θυμάμαι αν έβαλα άλλο. Ντύθηκα βιαστικά, έβαλα την ωραία μου καπαρντίνα, χρόνια την έχω στη ντουλάπα μου, δεν αγοράζεις εύκολα καμπαρντίνες κι ο κούκος χτύπησε δώδεκα. Κοίταξα τους δείχτες με υποψία μήπως μου λένε ψέμματα, πήγα στην τουαλέτα. Το ύφος μου στον καθρέφτη δεν έλεγε ψέμματα: δεν αγαπούσα τον εαυτό μου. Μερικές φορές μου έφταιγε πολύ. Τσαλάκωσα το προσωπείο μου, η μουσική του Βιβάλντι σκόρπισε τα ψέμματα μου στον αέρα. Που θα πήγαινα; Σκέφτηκα τους φίλους στο πιάνο μπαρ του Χαρώνδα αλλά αμέσως μετάνιωσα. Δεν ήθελα να δω τις φριχτές τους φάτσες, τις πεθαμένες καλησπέρες, τα ανούσια αντρικά φιλιά που γαντζώνουν τα γένια, πάλι αξύριστος ήμουν αλλά μου πήγαινε. Αντροπαρέες, νυχτερινές, ποτό, ξεφτίλα, χαμόγελα και υστερικές απόψεις γυναικείων φιγούρων στο διπλανό κι απέναντι τραπέζι. Όχι, δε θα πήγαινα εκεί. Ωραία θα ήταν να περπατήσω, κοίταξα τον καιρό, έτοιμος να βρέξει. Ξέσφιξα τη γραβάτα, παρα ήταν σφιγμένη αλλά μου πήγαινε. Πάντα φοράω γραβάτα, δεν μπορώ χωρίς αυτή, συνήθεια του επαγγέλματος, δικηγόρος γαρ, παρ΄Αρείω Πάγο. Ξεσκόνισα προσεκτικά τα παπούτσια μου, λουστρίνι πανάκριβο να γυαλίζεις το μάτι σου πάνω τους. Αυτό το αντανακλαστικό μαύρο δε με ενοχλούσε, μια ευχαρίστηση μου έδινε, δεν ξέρω πως. Τα ξανακοίταξα, εντάξει ήταν τα παπούτσια μου, το πανταλόνι όμως είχε μια ατέλεια στην τσάκιση. Σκέφτηκα να το αλλάξω αλλά μετάνιωσα. Ποιος έβγαζε παπούτσια, δυστυχώς έχουν κορδόνια, πάντα βαριόμουνα τα κορδόνια κι όλο μ΄αυτά έμπλεκα και δυσανασχέτησα με το μυαλό μου γι΄αυτές τις άδικες πράξεις. Έριξα μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη, πάλι ψέμματα μου έλεγε. Τον κοίταξα με μίσος, έτοιμος να τον σπάσω ήμουν αλλά την γλίτωσε. Αστραπιαία είχα σκεφτεί, τις συνέπειες. Σπασμένα κομματάκια γύρω-γύρω, ποιος θα τα μάζευε; Άρα, λοιπόν δε θα πήγαινα στο πιάνο μπαρ. Αυτή η μαύρη με την κιθάρα στο ψηλό σκαμπό, ωραία ήταν να την ξανακουγα, ψιλό μπερδεύτηκα αλλά πάλι οι σκουριασμένες φάτσες των ανικανοποίητων φίλων μου, σφράγισε την απόφαση. Όχι δε θα πήγαινα εκεί. Τόσα μέρη έχει η Αθήνα, τι διάολο. Με τη σκέψη αυτή, άφησα όλα τα φώτα αναμμένα, οι κλέφτες φοβούνται το φως και βγήκα διπλοκλειδώνοντας όλες τις πόρτες. Κατέβηκα με το ασανσέρ, αιώνας μου φάνηκε μέχρι να πιάσω πάτο. Αυτό το ασανσέρ είναι σπαστικό. Πάει τόσο αργά που μου θυμίζει σαλίγκαρο. Κοίταζα το ταβάνι του, τον καθρέφτη δεν ήθελα να τον αντιμετωπίσω-τι τους θέλουν τους καθρέφτες στα ασανσέρ; Μένω και στο ρετιρέ, τι το ήθελα αφού βαριέμαι τα ύψη; Άλλο και τούτο. Να φοβάσαι τα ύψη και να μένεις σε ρετιρέ στον όγδοο όροφο. Σαδομαζοχιστικό. Μόνος στο ασανσέρ, είναι μια υποψία θανάτου. Επιτέλους όμως κατέβηκα. Ψυχή. Όλοι κοιμούνται; Τα σκαρπίνια μου ήχησαν στο κενό του χώρου στα πολυτελή πλακάκια της εισόδου. Βγήκα στον αέρα. Ένα ψιλόβροχο, σιγανό, εκνευριστικό, με υποδέχτηκε. Μπροστά στο γκαράζ είχα παρκαρισμένη την γαλάζια σιτροέν μου, την λάτρευα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, την κοίταξα, όχι δε θα την έπαιρνα, θα ταξίδευα αλλιώς και στο νου μου ήρθε εκείνος ο νεαρός που είχα αναλάβει την υπόθεσή του. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα του την ώρα που την βρήκε αγκαλιά με τον εραστή της. Ξεκίνησα να περπατάω στον έρημο δρόμο, τι στο διάολο, γιατί σκοτώνονται οι άνθρωποι για τέτοια ηλίθια πράγματα; Βγήκα στην πλατεία Μεσολογγίου, το σπίτι μου είναι στο Παγκράτι. Είχε λίγο κόσμο που αραίωνε καθώς πλησίαζε μία. Μία βραδινή. Προλάβαινα το τελευταίο τρόλεϊ. Στο τσακ .  Στην είσοδο  κατάφερα να μη μου ξεσκιστεί η καπαρντίνα μου. Μπήκα μέσα στο τελευταίο τρόλεϊ, Παγκράτι-Κολιάτσου. Άρα, ήξερα που πήγαινα.
Μπήκα στο τρόλεϊ με συνοφρυωμένα μάτια. Πέντε-έξι Αλβανοί. Καμιά δεκαριά αραπάδες, τίποτε άλλο. Πόσο καιρό είχα να μπω σε τρόλεϊ; Δε θυμάμαι, κάθισα γυρισμένος προς τα πίσω, ενώ η ζωή μου πήγαινε μπροστά. Είναι μυστήριο να είσαι γυρισμένος προς τα πίσω, ποτέ δε μου άρεσε και τη νύχτα είναι ακόμα χειρότερα, τα φώτα στριφογυρίζουν στο μυαλό σου και είναι σαν να κάνεις ανασκαφές στο παρελθόν. Για να ξεφύγω απ΄τη μιζέρια του εαυτού μου, μέχρι να έφτανα σε εκείνο το σπίτι που είχε γίνει το φονικό, ξανασκέφτηκα την ιστορία και προσπάθησα να βγάλω, τρόπους να υπερασπιστώ τον κατηγορούμενο.Τι να υπερασπιστώ; έναν άνθρωπο που σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή πήγε με άλλον; Ελαφρυντικά, εκτός από τον έντιμο πρότερο βίο, δεν υπήρχαν. Ας πούμε και ο βρασμός ψυχής. Ο βρασμός ψυχής. Τι είναι η ψυχή; κάτι που βράζει μες στο σώμα που είναι η κατσαρόλα της; Τέλος πάντων ο φόνος δεν ήταν εκ προμελέτης και ο εραστής είχε καταφέρει να την σκαπουλάρει με μια σφαίρα φυτεμένη στον ώμο. Ήθελες να τον σκοτώσεις κι αυτόν; τον είχα ρωτήσει. Όχι,μου απάντησε. Αυτός δε μου φταιγε. Αυτή η σκύλα η γυναίκα μου ήταν λυσσάρα, το καταλάβαινα απ΄τον τρόπο που έκανε έρωτα μαζί μου. Ήταν αχόρταγη κυρ-Δικηγόρε, ριχνόταν σε όλους τους άντρες. Και αυτός ήταν λόγος να τη σκοτώσεις; γιατί δεν την παρατούσες; είχα απορήσει. Την αγαπούσα, μου απάντησε με στεγνά μάτια. Ήταν όλη η ζωή μου. Ναι, αλλά τώρα θα φας το λιγότερο δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια στη στενή, το κατάλαβες; του είπα με νεύρα. Την αγαπούσε και τη σκότωσε, σκέφτηκα και το χέρι μου έσφιγγε τη λαβή του πιστολιού μου στη δεξιά τσέπη της καπαρντίνα. Σπάνια το έπαιρνα μαζί μου, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί όταν έχεις σιδερικό στην τσέπη σου. Είχα πάρει άδεια οπλοφορίας, καθότι δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγο. Θυμάμαι πως όταν το είχα πρωτοπιάσει στα χέρια μου, κάποια ανατριχίλα κύλησε στη ραχοκοκκαλιά μου. Ποτέ δε μου άρεσαν τα όπλα. Η βία. Πρόσεξε Δικηγόρε, μου είχε πει ο Αστυνόμος, τα όπλα σκοτώνουν. Είχα αδιαφορήσει για την προειδοποίηση του και τώρα, ταξιδεύοντας μπρος και βλέποντας πίσω τη ζωή μου, η ίδια ανατριχίλα κύλησε σαν κρύο χέλι στη ραχοκοκκαλιά μου. Κοίταξα τους γύρω μου, σα να με εξέταζαν κι αυτοί, βέβαια ξεχώριζα με την καπαρντίνα μου και γενικά από αυτούς εκεί μέσα κι άφησα τη λαβή του περιστρόφου. Είχα ιδρώσει. Πάθατε κάτι; με ρώτησε ένας μαύρος. Τον κοίταξα απορημένος. Όχι, φίλε μου τι να παθα; Είστε κίτρινος και ιδρωμένος είπε σε άψογα Ελληνικά. Που τα είχε μάθει; Τον ρώτησα. Είμαι γεννημένος στην Ελλάδα, σπουδάζω γιατρός, απάντησε περήφανα. Κάνε τη δουλειά σου, του απάντησα σκοτισμένος.Γύρισα λοξά στη θέση μου, προσπαθώντας να καταλάβω που βρισκόμασταν. Τρέχαμε πάνω στην Πατησίων, κοντά  στην πλατεία Αμερικής. Κόντευα να φτάσω στον προορισμό μου, σε  δέκα λεπτά θα έφτανα στο τέρμα. Η ώρα είχε περάσει με τις σκέψεις μου πάνω στην υπεράσπιση του φονιά. Πράγματι, σε λίγο κατέβηκα παρέα με τον μαύρο γιατρό που με κοίταξε ακόμα μια φορά κουνώντας το κεφάλι του με συμπόνια. Γιατί με συμπονούσε; θέλησα να τον ρωτήσω αλλά το απέφυγα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, το σπαστικό ψιλόβροχο συνέχιζε αμείωτα τη δουλειά του. Περπάτησα προς την οδό Λήθης. Ήταν ένα στενό δρομάκι που πάντα με βαζε σε σκέψεις γιατί το ονόμασαν έτσι. Γιατί να υπάρχει ένας δρόμος με αυτό το όνομα; Οδός λησμονιάς δηλαδή. Μπορεί να το έβγαλαν έτσι οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τον θάνατο, σκέφτηκα βαδίζοντας κατά εκεί. Είχα νε έρθω εδώ δεκαπέντε χρόνια. Εδώ είναι το πατρικό μου σπίτι. Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα και παντρεύτηκα. Με συγκίνηση άνοιξα την εξώπορτα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία. Περπάτησα στην αυλή, έκλεισα την ομπρέλα, η βροχή δυνάμωσε αλλά δε με ένοιαζε. Χοντρές σταλαγματιές κύλισαν στο πρόσωπο, στα ρούχα, στα μαλλιά. Περίμενα λίγο, λες και ήθελα να βραχώ περισσότερο, ανακάτεψα τα μαλλιά μου, που είχαν ασπρίσει απ΄τα βάσανα. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, μετά από τόσα χρόνια θα άνοιγε; Το στριφογύρισα σπασμωδικά, έσπρωξα την πόρτα, μπήκα στο διάδρομο. Σκοτάδι. Έψαξα τον διακόπτη ν ανάψει φως, τρελός είσαι σκέφτηκα πως θα ανάψει το φως; Αφού το ρεύμα είναι κομμένο δεκαπέντε χρόνια; Ψηλάφισα προς το σαλόνι αριστερά- δεξιά, σκόνταψα σε μια καρέκλα ή κάτι τέτοιο. Ανασηκώθηκα, ήξερα τα μονοπάτια, σπίτι μου ήταν. Πήγα στο παράθυρο και με δυσκολία το άνοιξα. Άνοιξα και τα παντζούρια. Το φως μιας λάμπας του Δήμου που έκαιγε στην αυλή, όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεββάτι ήταν ακόμα άστρωτο, με τα αιματοκυλισμένα σεντόνια. Μόνο η σκοτωμένη γυναίκα μου έλειπε.
ΤΕΛΟς


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΝΎΧΤΑΣ






Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, Νωρίς ήταν, ακόμα δεν είχε πάει επτά. Φθινόπωρο. τέλειωνε ο Σεπτέμβρης, ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου.
Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα. Μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα.
Σαν είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε την μηχανή του κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω. «Πολύ νωρίς ακόμη» σκέφτηκε περνώντας  ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση. Γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφη. Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο. Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούρυναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου.
Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στην μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή, μπροστά στην είσοδο και μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Η σχεδόν άδεια. Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού, που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; Πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Κάθισε σε ένα σκαπώ. Όταν την έφερε, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια του στον καθρέφτη, πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν πολύ όμορφη όμως και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ. Διέκρινε, μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ’ ότι δεν είχε σηκωθεί για να την δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρισε. Την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; Τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; Τον ρώτησε με ενδιαφέρον.
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.
Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε. Στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις. Τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δεν γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες. Του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού , την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;
Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρησε.
-Πήγαινε με σπίτι, σε παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω,  είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν’ ανέβεις στην μηχανή;
Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν’ ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέκτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε, «μπορείς;»
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.
Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα ναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο…
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί…Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε τα πονεμένα οπίσθια της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις…
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί.
-Θα σου πω..
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου.
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν…
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! Επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! Βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα.
Πράγματι, είχε αρχίσει να ψιλοσυνέρχεται. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Είσαι πολύ όμορφη, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα ναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημποριά τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν.
-Έχεις δίκιο κι εγώ έτσι νιώθω. Αλλά και συ είσαι καλός. Καλός και όμορφος.
Την χάιδεψε στα μαλλιά, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα.
Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά το ξύλο με τη σάρκα. Ανακάτεψε τις τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας, την τρύπα να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε από μέσα της, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του έρωτα στα μάτια τους.
-Δεν το πιστεύω, της είπε.
-Ούτε εγώ, το πιστεύω, του απάντησε.
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις; Και σηκώθηκε ολόγυμνος.
Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο. Και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Του έδωσε  μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; Τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό. Από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
 -Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε δικιά του.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα.
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι…
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! Άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! Έκανε. Πολύ ωραία.Θα μου απαγγείλεις;
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας.
-Ότι θέλεις.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ. Την διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.
Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με την γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής.
 Η Μιράντα έτρεξε κοντά του. Τον τύλιξε απ τον λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η ανυπαρξία. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;
Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.
-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!
Παράτησε τον λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.Την σήκωσε προσεκτικά, σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει.Τόσο διάφανη ήταν. Την φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το πέος να εισχωρεί στο υγρό αιδοίο. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.
Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως, ήταν και εκείνη. Η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον, για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον, που την γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης.
Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι’ αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.
Αυτός, είχε μεθύσει από την ζωή και την Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.


                                ΤΕΛΟΣ

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΜΑΎΡΟ




Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο 

κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς 

υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό, δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, 

προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

ΤΑ ΒΥΖΙΆ ΤΗΣ ΛΊΤΣΑΣ




ΣΕ ΑΓΡΙΑ ΚΙΝΗΣΗ
Τη Λίτσα τη γνώριζα λίγο καιρό, ίσως κάποιους μήνες. Δε θυμάμαι ποιος ή ποια μου την είχε συστήσει, αλλά θυμάμαι πως μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, ένα κλικ που λέμε στη γλώσσα του έρωτα. Μιλήσαμε κάμποσο εκείνο το βράδυ, κοιταζόμασταν στα μάτια, κάτι νόμιζα πως έπιανε κι αυτή μα το απέφευγε επιμελώς να γίνει ένα κομμάτι του εαυτού μου, δε θα ήταν εύκολη υπόθεση για μένα και την ονειρεύτηκα στο κρεβάτι μου, πίστευα πως μόνο γι αυτό έκανε η Λίτσα με αυτό το φοβερό πρόσωπο, τα μεγάλα μάτια προς το μπλε, σκούρο μπλε, όχι ανοιχτό, ξεβαμμένο, όπως των βορείων προαστιών, αυτό το μάτι δεν το είχα ξαναδεί, όπως και τα εξογκωμένα ζυγωματικά, όπου συχνά κυλούσε ένα δάκρυ, για να υποδηλώσει την αδύνατη πλευρά μιας γυναίκας, φτωχής μεν, πλην, δε τιμίας.
Εγώ δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου την εικόνα και την τιμιότητα μιας γυναίκας να είναι καρφωμένη στο μαύρο της, ούτε υπολόγιζα  πως θα μπορούσα να παντρευτώ μια γυναίκα σαν τη Λίτσα, εξόχως κατηγορούμενη από το σινάφι, σαν ελευθερίων ηθών, πράγμα που καθόλου δεν ήταν, αφού η Λίτσα ήταν ένα σκληρά εργαζόμενο κορίτσι, βοηθός λογιστή σε άλφα-έψιλον και τι σχέση θα μπορούσε ν αναπτύξει με μένα που ναι, ήμουν ξυλουργός σε φθίνουσα κατάσταση, έτσι γέλασε μόλις με ρώτησε τι δουλειά κάνεις, χαχαχα, μαραγκός ήταν και ο Χριστός με αποσβόλωσε με το μπλε της μάτι σε αργή κίνηση προς ότι ωραίο υπήρχε  πάνω σ αυτόν τον ηλίθιο κόσμο που ζούμε, όπως σωστά παρατήρησε ο φίλος μου ο Γιάννης που, αφού δεν μπόρεσε να τα φορέσει στη Λίτσα, έλεγε, απλά πως δεν κάνει για τίποτα αυτό το κορίτσι και έτσι συμφωνούσαν οι περισσότεροι της παρέας που δεν είχαν μπορέσει να δαγκώσουν αυτό το υπέροχο μήλο στο λαιμό της ή να χαϊδέψουν τα φοβερά της στήθη. Για πιο κάτω δεν το συζητάμε, επειδή ακόμα και οι κολασμοί του άγιου Αντώνιου δε θα έφταναν να ξεπλύνουν τις αμαρτίες μας αν βλέπαμε γυμνό το εφηβαίο της Λίτσας.  Την πρώτη βραδιά που άπλωσε το δεξί της πόδι προς εμένα, αγκαλιάζοντας κάπως ή αγγίζοντας τον μηρο μου, είπα πως πραγματικά δεν είχα νιώσει ποτέ τέτοια μικρή ηδονή. Εσύ, μου είπε, δεν είσαι σαν τους άλλους, όμως τι να σε κάνω, είσαι φτωχός. Δεν πειράζει, απάντησα εγώ και δεν ενοχλήθηκα καθόλου, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που θα εκβίαζε ποτέ μια κατάσταση. Έτσι νόμιζα, πως ήξερα καλά τον εαυτό μου, σαραντάρης πια, όχι κανένα αμούστακο  παιδί, η Λίτσα ήταν περίπου στα εικοσιοκτώ κι ένα βράδυ, άλλο από τόσα που τη λάτρευα αλλά ποτέ δεν είχα τολμήσει να της το πω αφού υπολόγιζα την άρνηση της, αυτή, βέβαια το γνώριζε, πήγαμε οι δυο μας για ένα ποτό σε βραδινό πιάνο μπαρ, όπως πρότεινε εκείνη κι εγώ συμφώνησα, τι ωραία που θα ήταν! Και ήταν πράγματι εγώ κι εκείνη  σε έναν τόσο ειδυλλιακό χώρο, που ο κόσμος ήταν λιγοστός αλλά ήταν κόσμος όπως και να το κάνουμε κι έτσι, σίγουρα εκεί μέσα δε θα μπορούσε να γίνει αυτό που φανταζόμουν με όλο το κορμί, με όλο το πρόσωπο της Λίτσας, που χαμογελούσε διαρκώς, που είχε στο στόμα ένα αιώνιο τσιγάρο, να ποια ήταν μια μεγάλη διαφορά μας, εγώ δεν κάπνιζα, σιχαινόμουν το τσιγάρο, εκείνη το λάτρευε, όπως εγώ τα κοντινά σημεία στα μπούτια, δίπλα από τις ξανθές ή μαύρες τρίχες του αιώνιου μαύρου και όλα ήταν υπέροχα, η μουσική από το πιάνο του μαύρου σολίστα, η εξαίσια φωνή του, μπάσα και τολμηρή με ένα χαμόγελο αστραφτερό.
Όλα είναι εξαίσια, άκουσα τη φωνή της όταν με κοίταζε στα μάτια αλλά εγώ δεν έχω να συμπληρώσω τα μισά χρήματα της αποψινής μας εξόδου, ο πιανίστας έπαιζε το τιβόλιο μπένε, πέσαμε μούτσο, κι  αυτή συνέχισε πως μπορούσε να πληρώσει σε είδος το μερίδιο των χρημάτων, λέγοντας πως μπορούσα να της πιάσω τα βυζιά για ένα πεντάλεπτο!
-Εδώ μέσα;
-Εδώ μέσα, αλλά κάντο κάπως, σα να μη μας βλέπουν, δεν έχω λεφτά, τι να κάνουμε τώρα;
-Όχι, είπα εγώ, θα το κάνω ανοιχτά να το δούνε όλοι. Αν συμφωνείς έτσι, τότε μπορείς να εξισώσεις το χρέος σου.
-Δηλαδή, μου ζητάς να μου πιάνεις τα βυζιά δημόσια; Άνοιξε τα σκούρα μπλε μάτια της.
-Φυσικά, είπα εγώ, αθώα.
Η Λίτσα άνοιξε το στήθος της, λευκό, κατάλευκο, νεανικό, λαχταριστό ψωμί χωρίς αίμα κι όλος ο κόσμος μας είδε εκεί με τα χοντρά μου χέρια, χέρια ενός ξυλουργού, τυλιγμένα στην άσπρη σάρκα, αν μπορούσα θα έμπαινα μέσα της, τι αξία έχουν λίγα λεφτά παραπάνω και της το είπα αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, εμένα για να με γαμήσεις πρέπει να πηδήξεις πρώτα το ουράνιο τόξο και ο σαρκασμός της ήταν κάτι παραπάνω από εφικτός, καθώς ο κόσμος, το πλήθος, ούρλιαζε από ηδονή και ευχαρίστηση, μερικοί έτριβαν ηδονικά τις παλάμες τους,  άλλων τους είχε σηκωθεί, πολλές γυναίκες γνώρισαν έναν αυτούσιο οργασμό, σα να έπιανα τα δικά τους βυζιά επί πέντε λεπτά.
-Τέλειωσε ο χρόνο σου, είπε σε αργή κίνηση η Λίτσα προσπαθώντας να κρύψει το στήθος της.
Το πλήθος ούρλιαζε κι άλλο, κι άλλο, μα δεν τους έκανε τη χάρη. Βγήκε από το πλάνο της σεξουαλικής τους επιθυμίας, είπε πως θα πήγαινε απλά στο μέρος κι ύστερα να την περίμενα στην έξοδο. Η βραδιά μας είχε λήξει.
Βγήκα κι εγώ στην πνιχτή ατμόσφαιρα της νύχτας, κοίταξα το μικρό φεγγάρι, μια φέτα υποκίτρινου μίσους, καταγάλιαζε σε αυτόν τουν Αττικό ουρανό που όλα τα περίμενες να γίνουν. Ο χρόνος που μετρούσα δε θα ήταν παραπάνω από μια σημαντική ανυπομονησία, σα να περιμένεις τη γυναίκα σου να βγει από την τουαλέτα, όπως πραγματικα ήταν η κατάσταση, μα όμως μου φάνηκε ισχυρότατος κλονισμός  κι αναρωτήθηκα δυνατά, που πήγες; Γιατί αργείς τόσο; Όμως η Λίτσα δε φαινόταν πουθενά. Το σκοτάδι συνέχιζε να μου δείχνει απαίσια ώρα. Κινήθηκα προς το χαλίκι. Προς τα χαλίκια που υπάρχουν άσπρα σαν τα στήθη της Λίτσας σε όλους τους εξόδους αυτών των καταστημάτων παροχής απόλαυσης. Στην άκρη της γωνίας, πίσω από μια γλάστρα με σκαιώδη χρώματα, είδα πρώτα το λευκό στήθος της . Δεν ανέπνεε. Τράβηξα με δύναμη τη γλάστρα, το κεφάλι της κίνησε αχνά στα χαλίκια, τα σκούρα μπλε μάτια της  είχαν γυρίσει προς το λευκό, το χρώμα του θανάτου.
ΤΕΛΟΣ


ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...