Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Η ΤΥΧΕΡΉ ΜΟΥ ΜΈΡΑ 2





Κατέβαινα την Ιπποκράτους χτες το πρωί και κάτι, όταν στη διασταύρωση με την Σόλωνος, διαβαίνοντας απέναντι, πήρε τον μάτι μου τον χοντρό ταξιτζή που παράτησε το ταξί με τα κλειδιά στο καντράν και βγήκε στο πεζοδρόμιο, σχεδόν έπεσε πάνω μου, που πας έτσι βιαστικός, του λέω, να φάω μια τυρόπιτα με έκοψε η πείνα, μου λέει, πάρε μια μπουγάτσα του κλείνω το μάτι, με την τυρόπιτα θα διψάς. Δίκιο έχεις, μου λέει και ορμάει στη μπουγάτσα, ενώ εγώ πηδάω σβέλτα μέσα στο ταξί, στη θέση του οδηγού, πατάω γκάζι και εξαφανίζομαι στο κενό, ενώ ο ταρίφας έχει μείνει με τη μπουγάτσα στο ανοιχτό στόμα να κατακυλάει και στη χοντρή κοιλιά του. Που πας; περίμενε! άκουσα τις φωνές του, πρωί και κάτι ήταν, τι μέ ένοιαζε, εγώ είχα ένα ταξί και διολισθούσα πέρα στην Πατησίων, τι ωραία, έβρεχε κίνηση πολύ δεν είχε, οπότε, μες τη βροχή, πρωί και κάτι μου σηκώνει το χέρι μια ξανθιά, ταξί! ταξί! φωνάζει κι εγώ σταματώ μπροστά της κι ανοίγω την μπροστινή πόρτα. Μπαίνει μέσα γελαστή, πανγέλαστη, όμορφη, εσύ δε μοιάζεις με ταρίφα, μου κάνει και με εξετάζει, ναι, όχι, δεν είμαι, τα ψιλομπερδεύω αλλα δεν πειράζει, είσαι ωραίος! την ακούω που ανοίγει τα πόδια της και τρέχω, τρέχω πρωί και κάτι προς την Εθνική οδό, που πάμε; ουρλιάζει η ξανθιά, αυτός δεν είναι ο δρόμος μου, ούτε ο δικός μου! ουρλιάζω κι εγώ και σταματώ σε μιαν άκρη γκρεμόδασους. Με κοιτάζει, είναι πρωί και κάτι, μου λέει αναψοκοκκινισμένη καθώς εγώ πέφτω πάνω της, αυτή ανοίγει τα πόδια, το ταξί τραντάζεται, τα τακούνια χτυπάνε στον ουρανό, τι μου κάνεις! προλαβαίνει να φωνάξει μια - δυο φορές αλλά μετά φωνάζει αλλιώτικα, κάποιοι μας ακούνε κι όταν τελειώνουμε βλέπουμε τις φάτσες γύρω από τα τζάμια που, αφού απήλαυσαν το μάτι εξαφανίζονται ως δια μαγείας, σήμερα είναι η τυχερή μου μέρα, λέω στην ξανθιά, πως σε λένε, με ρωτάει, χαρούμενη, ευτυχισμένη, κι εμένα, μου λέει, ναι γιατί σε βρήκα στο δρόμο μου, πως σε λένε; Νίκο, απαντώ, τι σημασία έχουν τα ονόματα πάμε να φύγουμε από εδώ τώρα θα μας κυνηγάει όλη η αστυνομία και βλέπω τα πρώτα περιπολικά κάπου πίσω μας, στο βάθος να ξεσκίζουν με τις σειρήνες τους τον κόσμο μας. Εμάς κυνηγάνε; απορεί η ξανθιά καθώς φοράει την κυλότα της κι εγώ ξεκινώ σαν σίφουνας, οι τροχοί στριγγλίζουν, η άσφαλτο σπιθίζει, είμαι πιο γρήγορος απ τους μπάτσους, χάνομαι πίσω και μακριά. Ηρεμώ. Οδηγώ σε έναν παράδρομο κάπου στην Ακράτα. Δεν έχω ξανάρθει εδώ! κάνει με τρόμο η ξανθιά. Πως σε λένε; την ρωτώ. Νίκη, μου λέει, τι σημασία έχουν τα ονόματα, ακόμα είναι πρωί και κάτι, δεν πάμε για κανέναν καφέ; Ναι, λέω, πάμε κι αράζουμε στην κεντρική καφετέρια, οπότε μας πλησιάζει ο παραθαλάσσιος μπάτσος, μήπως είδατε κανένα ταξί; μας ρωτάει, όχι! απαντάμε ταυτόχρονα εμείς οι δυο, κάποιος έκλεψε ένα ταξί, μου είπαν τώρα στο ασύρματο αλλά ποιος νοιάζεται! λέει και εξαφανίζεται στην πολυθρόνα του, ενώ εμείς κυλάμε στην άβυσσο του πρωινού, παίρνουμε ένα φραπέ στο χέρι κι ορμάμε στην παραλία των ονείρων.
[Από τα μικρά ΣΑΤΙΡΙΚΑ μου.--μόλις γραφέν σήμερα το πρωί!]

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΣ ΚΌΣΜΟΣ. ΤΟ ΝΈΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

 


Ο Άντον χαμογελούσε ή μειδιούσε. Τέλος πάντων κάπως γελούσε καταλαβαίνοντας τον τυχερό πατέρα, ενώ μέσα του ένιωθε μια χαρά που θα ζούσε κοντά σε μια τέτοια υπέροχη γυναίκα. Ο εκδότης σκεφτόταν μόνο πως η κόρη του έπρεπε να έκανε μια ζωή ευτυχισμένη χωρίς να της λείπει τίποτε.
Ωστόσο η Νέλα Περδίνη είχε εισβάλλει στον χώρο.
-Καλημέρα μπαμπά, είπε αγκαλιάζοντας τον. Ύστερα γύρισε στον Άντον. Καλημέρα κύριε Φιεράτο, είπε όσο πιο σεμνά και απλά μπορούσε.
Σκέφτηκε τα όνειρα που έκανε παιδί. Αστραπιαία. Μπαμ, οι ήρωες του Τρωικού πολέμου, κι ο πατροκτόνος Ορέστης. [Δε θα δικαιολογηθούμε τώρα γι αυτόν ή τις Ερινύες που τον κυνηγούσαν μέχρι τον Άδη αλλά είναι δύσκολο να σκοτώσεις τον πατέρα σου]
Λες να το γράψω έτσι; μια δοκιμή κάνω.
-Ότι καταλαβαίνω είναι πως είσαι μοντέρνος συγγραφέας! Είπε ο Αριστείδης.
-Μπα! Κλασικός! Επεσήμανε αυτός. Έχω μια ευρυγνωσία.
-Το Άντον Φιεράτος είναι ψευδώνυμο μπαμπά! Επεσήμανε η Νέλα. Συνεχίζοντας να είναι πάντα μόνη σε έναν κόσμο μουσικής περιδίνησης. Έχοντας πάντα κατά νου πως οι άνθρωποι δεν είναι ένα πράγμα μόνο: η φαιά τους ουσία. Ο εγκέφαλος.
-Ο Καζαντζάκης σε μια συνομιλία μας, μου είπε πως υπάρχει θεός κι αυτοί τον αφόρισαν, μονολόγησε ο εκδότης.
-Ωωωωωω! Μπιγκ τλακ...οεοεοεοεοε! Αναφώνησαν και οι δυο.
Η επαναφορά στην πραγματικότητα άρεσε στον συγγραφέα, ποτέ στη Νέλα που πετούσε στα σύννεφα. Όλα έπρεπε να είναι ιδανικά, όλα να έχουν μια τάξη, έναν σεβασμό, μια ηθική ταυτότητα, και ιδιαίτερα ο Χριστιανισμός. Και είναι απίστευτο πως είχαν καταφέρει οι μπάσταρδοι να πείσουν ολόκληρο τον κόσμο πως ο Χριστός αναστήθηκε και πως οι πιστοί του έπρεπε να κοινωνούν το σώμα και το αίμα του. Μια βαριεστημένη ιστορία των Εβραίων που δεν θα μπορούσε να πείσει ούτε ένα παιδάκι προσχολικής ηλικίας κατόρθωσε να έχει οπαδούς τον μισό πλανήτη γη.
Τα γεγονότα όμως, όχι τα τεκταινόμενα όπως νομίζουν πως είναι, κάποιοι ηλίθιοι. Τεκταινόμενα είναι αυτά που προσχεδιάζονται να γίνουν, όχι αυτά που γίνονται. Γκέκε;
Γεγονός ήταν πως ο Αριστείδης Περδίνης είχε εντυπωσιαστεί από τον νέο συγγραφέα. Αλλά προείχαν άλλες εργασίες αυτή την ώρα. Τη στιγμή διάολε!
-Σας αφήνω, είπε απλά. Έχω συμβούλιο κι ακούμπησε το βιβλίο που τόση ώρα κρατούσε στα χέρια του, πάνω στο γραφείο. Το βιβλίο έπεσε. Ο Αριστείδης δεν το πρόσεξε. Αποχώρησε μ ένα χαμόγελο. Η Νέλα έτρεξε να προλάβει να μην πέσει το βιβλίο, δεν τα κατάφερε. Το βιβλίο έπεσε ούτως ή άλλως.
Ο Άντον την πλησίασε τρυφερά, τη στιγμή που το σήκωνε από κάτω, το πήρε απ τα χέρια του, τρυφερά, τ ακούμπησε προσεκτικά στο γραφείο κι ύστερα την αγκάλιασε και τη φίλησε. Ήταν μόνοι τους σε έναν κόσμο, παράξενο, ελκυστικό. Κόλλησαν τα χείλη τους ηδονικά, η Νέλα ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι.
Κι ο Άντον συναίνεσε. Η ωραιότητα αυτού του κόσμου συνίστατο κατά κάποιον τρόπο και στον έρωτα ή ένα μεγάλο κομμάτι της γήινης πραγματικότητας των ανθρώπων, ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με αυτόν: τον έρωτα. Έναν από τους μεγαλύτερους θεούς των Αρχαίων Ελλήνων. Μετέπειτα ξέπεσε στην αθλιότητα του Χριστιανισμού. Και στη Μπούρμα του Ισλάμ.
Ο Άντον είχε γνωρίσει μια Χριστιανομουσουλμάνα, την Άλβιν, απ τους γιατρούς χωρίς σύνορα που έκανε έρωτα κατακόρυφα, η οποία τον αγάπησε αλλά τελικά ταξίδεψε στην Καλιφόρνια όπου είχαν μετακομίσει οι γονείς της κι έτσι χάθηκαν τα ίχνη της στο υπερπέραν.
-Τι σκέφτεσε; ρώτησε η Νέλα.
-Τίποτε, είπε ψέματα.


Ο Φάνης Περδίνης πηδούσε απ τη χαρά του, γελούσε κι έπινε μπύρες. Πολλές μπίρες με ιώτα ή με ύψιλον. Ψηλός κοντά στα δυο μέτρα, αρρενωπός, έμοιαζε με τον Έλβις Πρίσλευ. Χαώδης, ανοικονόμητος.

-Ώστε δεν έχεις λεφτά! Άνοιξε πελώρια τα μάτια του. Ωραία! Θα σου δίνω εγώ κάθε μήνα για να πληρώνεις το ενοίκιο, να πάρε! Και του δωσε πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές.
-Μα δεν έχω να στα επιστρέψω, έκανε ο Άντον Φιεράτος.
--Δεν τα θέλω πίσω! στα δίνω γιατί σε θεωρώ αδερφό μου.
-Επειδή θα παντρευτώ την αδερφή σου; απόρησε αυτός βάζοντας τα χρήματα στην τσέπη.
Είχαν συναντηθεί στο καφενείο Μουριά που το είχε ένας ηλίθιος Μάνθος ή Σπύρος ή βλάχος από τα Τζουμέρκα κι έπιναν. Και μιλούσαν. Δεν τους ένοιαζαν οι άλλοι αν και ο Φάνης κοιτούσε πολύ τις γυναίκες. Όλες τις γυναίκες. Κουτσές, στραβές, ανήμπορες, αυτές επί το πλείστον, τις όμορφες τις απέφευγε ευσχήμως.
-Θα την παντρευτείς αλήθεια; άνοιξε τα μάτια του. Εγώ δεν σε πιστεύω! Ακούω, όλα όσα μου λες, και είσαι έξυπνος ρε! Πως να σου πω, είσαι έξυπνος και όμορφος.
Ο συγγραφέας τον κοίταζε και σκεφτόταν αν είχε κάτι μες την φαιά του ουσία αλλά πράγμα παράξενο τον συμπαθούσε αυτόν τον τρελάρα. Όχι από οίκτο, δεν τον λυπόταν, προσπαθούσε να βάλει σε μια συνομοταξία την επιπεδότητα του Φάνη αλλά και αν παράλληλα είχε αισθήματα ή συναισθήματα ένας τέτοιος άνθρωπος.
Τη φοβόταν αυτή τη φάρα των ανθρώπων όχι για κανέναν άλλον λόγο αλλά περισσότερο που καταλάβαινε πως μπορούσαν να κάνουν τα πάντα, χωρίς να σκέφτονται συνέπειες, ευθύνες ή και ν απολογηθούν σε κάποιον τόσο για τις καλές και πόσο μάλλον για τις κακές τους πράξεις. Και τότε ένιωθε ανήμπορος, δεν μπορούσε ν αντιμετωπίσει τους ηλίθιους και τους μεθυσμένους.
-Ο πατέρα σου; δε σε προσέχει…
-Ο πατέρας μου::: τον έκοψε με κάποια έξαψη. Ξέρεις τι είναι αυτός; χμ, μόνο για τη γυναίκα του και την αδερφή μου νοιάζεται. Να ξερες τι είναι αυτός!
-Μα είναι καλός, έξυπνος, έκανε περιουσία, χρήματα…
-Να τα βράσω τα λεφτά του! Τίποτα δεν έκανε. Εσύ κάνεις! Εσύ είσαι σπουδαίος. Ο πατέρας μου ένα τίποτε! Το κατάλαβες; κι έπινε μπύρες.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

ΟΔΌΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

 


 

ΒΑΖΩ ΕΝΑ ΦΟΥΡΝΕΛΟ ΠΟΥΛΑΩ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
 
Στην οδό της φτώχειας έπιασα δουλειά
χρωστώ σ όλο τον κόσμο, γεια σας ρε παιδιά
δεν αντέχω άλλο, μου ήρθε σκοτοδίνη
απ τους φραγκάτους φίλους κανείς δε δίνει.
 
Αχ, αυτή η τρέλα άιντε ρε παιδιά
βάζω ένα φουρνέλο πουλάω και την καρδιά
ποιος την αγοράζει, ποιος την επουλά
αχ αυτή η φτώχεια δεν τρώγεται ξανά
 
Στην οδό της φτώχειας έπιασα δουλειά
φόρεσα καπέλο φέσι ανάθεμα
ποιος θα με προσέξει, ποιος θα μου σταθεί
αν θενα ρρωστήσω στα ξένα μακριά
 
Αχ, αυτή η φτώχεια μου πήρε το μυαλό
λίγο που το είχα για στερνή χαρά
ποιος θα μου γυρίσει πίσω ότι αγαπώ
που κανείς δεν ξέρει αύριο αν θα ζω
 
Στου καιρού τις νύχτες έβαλα φωτιά
δεν αντέχω άλλο, γεια σας ρε παιδιά
το κλαρίνο παίζει δίπλα στο αφτί
φέρτε ένα ούζο, φέρτε ένα κρασί
 
Δε γυρίζει πίσω λένε το ποτάμι
έτσι ναι η πουτάνα έτσι ναι η ζωή
έβγαλα στ αγέρι δίπλα στο χαράμι
το φτηνό φιλί.

 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

ΤΟ ΚΙΝΗΤΌ ΧΕΙΡΌΤΕΡΟ ΑΠ ΤΗ ΜΑΡΙΧΟΥΆΝΑ

 


το κινητό χειρότερο απ τη Μαριχουάνα, 

Στοπ, Ούτε η θεία Λόλα δεν υπάρχει πια και, ίσως μόνο τα ονόματα των ζωγράφων, Καραβάτζιο Γκόγια. Βελάσκεθ, Τιτσιάνο μπορεί να σου προκαλούν ίλιγγο με την άποψη μόνο στην εκφορά των ονομάτων τους και όχι με την μελέτη του έργου τους. Εξ άλλου έχουμε συνηθίσει να ωραιοποιούμε ότι παλιό και να μειώνουμε ότι σύγχρονο κι ας είναι καλύτερο από το παλιό. Δηλαδή πόσο ωραίος πίνακας είναι τέλος πάντων αυτό το "φιλί" του Γκουσταβ Κλιμτ; Και στο κάτω της γραφής πόσο καλύτεροι ήταν οι παλιοί συγγραφείς; δεν τα χω με κανέναν αλλά αυτή η αρχαιολαγνεία, αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση, νομίζω πως καταντάει εκνευριστική σε όσους τουλάχιστον έχουν κάτι να πουν στον σύγχρονο άνθρωπο που η τεχνητή νοημοσύνη πάει να τον καταστρέψει ολοσχερώς. Πίσω στα δάση λοιπόν.[αν και είμαι σίγουρος πως κανείς δε θα με πιστέψει 

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

ΠΩΣ ΣΕ ΛΈΝΕ ΕΣΈΝΑ;

 


ΠΩΣ ΣΕ ΛΕΝΕ ΕΣΕΝΑ ;
Δεν είχα ποτέ μια γυναίκα που να την έλεγαν Ρία. Δηλαδή Ελευθερία. Διαλέγουμε άραγε κι από τα ονόματα ένα σύντροφο; Το θέμα έχει λίγο πλάκα, μου λέει ο φίλος μου ο Λεφτεράκης. Για σκέψου να έχεις μια γυναίκα που την λένε Αφροξυλάνθη; Ή έναν γκόμενο Σωτήρη; Μπρρρρ! Ζαχαρίας! Συμπληρώνει και κάνει γκριμάτσες αηδίας. Θα μπορούσες εσύ, μου λέει και με δείχνει, εσύ να ζήσεις με μια Ανδρονίκη; Όχι, θα της άλλαζες κατευθείαν όνομα. Παραδέξου το, εγώ δηλαδή, συνεχίζει ακάθεκτος δε θα μπορούσα ν αντέξω ούτε λεπτό έναν Μανωλιό, άκου Μανωλιό! Μα εσύ είσαι άντρας του λέω παραξενεμένος. Είμαι; Απορεί και γω τον κοιτάζω σαν να τον βλέπω για πρώτη φορά. Που ξέρεις; σκέφτομαι, μπορεί να το γύρισε κι ο Λεφτεράκης, σ αυτό τον κόσμο όλα γίνονται. Αλλά ας γυρίσω στα ονόματα. Υπάρχουν πράγματι μερικά που μου αρέσουν, δηλαδή θα μου άρεσε μια γυναίκα που να τη λένε Ηρώ. Ίσως και Σμάρω αλλά ποτέ Σταυρούλα Σταυριανή και τα λοιπά. Δεν μπορεί μια Ηρώ να μην είναι ωραία, ούτε η Σμάρω αν και τώρα που το συλλογιέμαι, κανονικά τα ονόματα θα πρεπε να μπορούμε να τα αλλάζουμε όταν μεγαλώνουμε και καταλαβαίνουμε, γιατί όταν μας τα δίνουν φυσικά δεν έχουμε θέση.
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για τα δύσκολα. Αλευρόμυαλοι αυτό χρειάζεται απάντηση: η ζωή είναι για λίγους; ή για όλους; Αλλά εδώ που τα λέμε κοριτσάκια, δεν έχω και πολύ εμπιστοσύνη στην κριτική σας . Απλά πιστεύω πως όσα πάρει ο άνεμος είναι κατά βάση η ζωή του μέσου και κάτω ανθρωπάκου. Στην ουσία δηλαδή, κανέναν δε νοιάζει γιατί ήρθε εδώ πέρα.
Η ζωή δεν είναι για λύπηση. Η ζωή είναι για τη χαρά, όχι για την αγωνία του αύριο-αν θα έχουμε να φάμε. Τη ζωή, λοιπόν μερικοί άνθρωποι την κάνουν για κλάματα. Συνέχεια τους βλέπεις μουτρωμένους, συνέχεια θέλουν ν αποθηκεύουν χρήμα. Είναι να τους λυπάσαι τέτοιους ανθρώπους, ποτέ δε θα νιώσουν λέφτεροι.
Τελικά αλευροπίτουρες όλα έχουν πλάκα εδώ μέσα. Κι όλα σοβαρά είναι. Αλλά αυτό ρε μανταμίτσες με τους κοινούς φίλους ε; δεν είναι πρώτο; Δεν υπάρχει άνθρωπος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη που να μην έχω έναν κοινό ..φίλο μαζί του. Χτες μου χτύπησε ένας Ινδός μια αίτηση φιλίας και τι βλέπω; πως έχουμε 50 ! κοινούς φίλους. Άσε, για την Ελλάδα δεν το συζητώ, είμαστε όλοι κοινοί φίλοι. Καλησπέρα φτωχοί μου άνθρωποι.
ΚΑΛΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΉΣ

 


Μπορεί να βγω στο κλαρί, που ξέρεις; όλα γίνονται σ αυτή τη ζωή. [και του σπανού τα γένια γίνονται σήμερα, παλαιότερα όχι!]

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Καθαρεύουσα

 

 


Ηώιππος ξύλινην τε γλώτταν εποίει, πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις, Έλλησι τοις Τρώοις συν Αθηνά χαριστήριον, Δουρείω ίππω τη συμβουλή κελεύων, ίνα ή τα δε εσαεί υπό Έλλησι ή εκείνα πάντα υπό Γερμανίοις γέννηται, ότι τοίσι μάγισσοι περί των πάντων πρηγμάτων, ούτε γαρ ηδύ ούτε αγαθόν εστί, το δε πλήθος φέρει γνώμη αλλά τις ρητορεύει; 

Τουλάχιστον η γενιά μου πρόλαβε να πάρει μια μυρουδιά από αυτή την υπέροχη γλώσσα. 

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

ζει ο σιρχαν-σιρχαν;

 

 


Ζει. Ακόμα φυλακισμένος στα 80του χρόνια. για την δολοφονία του Ρ. Κένεντι. Ο γιος του δολοφονηθέντος μετά από έρευνα υποστηρίζει πως δεν είναι αυτός ο δολοφόνος!!!!! Αμερικανιές.

Μου προξενεί κακή εντύπωση που όταν αποχωρούν οι ιντερνετικοί φίλοι, οι περισσότεροι από τους φαν, ξερνούν δηλητήριο και μάλιστα χωρίς λόγο και καμιά αιτία. Ενώ έχουν έρθει με τις καλύτερες προδιαγραφές φιλίας, διαλόγου, συνεργασίας! Τι σόι σφυρί τους βαράει στα μηνίγγια; εν τω μεταξύ οι πλατφόρμες τους επιτρέπουν να διαγράφουν τα μηνύματα τους όταν αποχωρούν και φυσικά αυτομπλοκάρονται λέω εγώ κι έτσι ο δημοσιεύων, μένει ξεκρέμαστος όσον αφορά την δικαίωση του στον διάλογο-θεωρώ μέγιστο προνόμιο της Δημοκρατίας και της ελεύθερης βούλησης την διαλεκτική και τον νόμο των αντιθέτων.

 

 

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

ΚΑΤΆΜΑΤΑ

 

 


Η αλήθεια κατάματα δε βλέπεται.
Πρέπει να διδάξουμε το λύκο να μην τρώει τα πρόβατα;
Καθ έδρας ομιλών, χτίζεται δίκαιον.
Τις μεγαλύτερες συμφορές τις έπαθα από αυτούς που αγάπησα.
Εντάξει μωρέ, ξέρω. Είστε όλοι ηλίθιοι.
Τις περισσότερες φορές η αντίληψη που έχουμε για τη ζωή απορρίπτεται ανεπιστρεπτί.
Το ότι αρκετοί μεγιστάνες του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο όταν αισθάνονται προς το τέλος της ζωής τους πως κατασπατάλησαν ανούσια το χρόνο τους σε απολαύσεις και επιδίδονται σε χορηγίες, σε στηρίξεις καλλιτεχνών και επιστημόνων, δε μου λέει τίποτε. Ας είχαν το μυαλό να το καταλάβουν νεώτεροι ή το καλύτερο, οι πολιτείες να τους αφαιρούσαν αυτή την τάχα φιλανθρωπία.
Πάντα είχαμε στο μυαλό μας να γίνουμε ή να μείνουμε αθάνατοι. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι το θέλουν αυτό; Και γιατί θέλουν να μείνουν στη μνήμη των ανθρώπων; τι είναι τόσο ελκυστικό, τόσο ηδονικό στην κατά κάποιο τρόπο αθανασία ενός ονόματος; Υπάρχει κανείς από σας που δεν θέλει να τον θυμούνται οι άνθρωποι; Μπορεί όμως να γίνει αυτό; Ρεαλιστικά, κανείς δεν είναι αθάνατος. Αν υπάρχει ένας τρόπος και ίσως μοναδικός είναι ν αφήσει έργο: Να, λένε αυτό το έκανε ο Λαβουαζιέ,[νόμος της αφθαρσίας της ύλης] ή ο Τσε Γκεβάρα υπήρξε ο μεγαλύτερος επαναστάτης ή ακόμα-για να μην αδικήσουμε τας γυναίκας- η μαντάμ Κιουρί ανακάλυψε το ράδιο. Αθάνατος γίνεται κανείς με τα έργα του αυτή την εκατομμυριοστή επιστροφή.
Πάψε να θεωρείς τους άλλους ανόητους.
Η τέλεια ερώτηση: Γιατί η τελεία πάει έξω από τα εισαγωγικά και το ερωτηματικό μέσα; Ο Μπαμπινιώτης δεν μπόρεσε ν απαντήσει όσο ήταν υπουργός πολιτισμού.
Εμένα δε μου αρέσουν τα αμύγδαλα που σπάνε με το χέρι. Κι αυτοί επιμένουν να μας ταΐζουν ζάχαρη και μέλι.
Η Χρυσή Αυγή λένε έγινε γιατί έχουμε κενά Πολιτικής! Φοβερή ανακάλυψη των πολιτικών μας ένθεν και ένθεν στα φοβερά παράθυρα της Ελληνικής δημοσιογραφίας.
Είναι λυπηρό να απορρίπτεις έναν φίλο, μια φίλη μετά από χρόνια και να λες, κοίτα πόσο πίσω έμεινε! Αυτή η αίσθηση της απόρριψης, μέσα μου, για κάποιους που θεωρούσα ανώτερους, κάποιου επιπέδου τέλος πάντων, με συνθλίβει. Εχω πολλούς τέτοιους φίλους που κατά καιρούς τους βλέπω και απορώ πως επιμένουν στερεότυπα σε πράγματα που έχουν αλλάξει άρδην, με έναν εγωισμό που καταδεικνύει την ασχετοσύνη τους.
ΒΑΡΙΈΜΑΙ...σφόδρα τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ και λένε τα ίδια πράγματα, χωρίς να μπορείς να τους σταματήσεις. Βαριέμαι να περιμένω στη στάση του λεωφορείου, να είμαι ένας αριθμός στην τράπεζα είτε πρόκειται να πάρω, πόσο μάλλον να δώσω λεφτά. Βαριέμαι αλύπητα τις ανοργασμικές γκόμενες που δεν καυλώνουν ποτέ και ανελέητα τους ανήξερους ειδήμονες [αν κάποιος γνωρίζει το αντικείμενο του με συναρπάζει να τον ακούσω]. Βαριέμαι τους εντελώς αμίλητους κι αυτούς που σου κλείνουν το δρόμο με απίστευτη νωθρότητα και τέλος, βαριέμαι να μένω ακούνητος χωρίς να κάνω τίποτα, κοιτάζοντας το κενό ή το ταβάνι.
[Από τις σημειώσεις μου]
 

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

ΣΎΜΒΟΥΛΟΣ ΕΝΟΧΉΣ

  

 


Ποτέ δεν είμαστε ακριβώς αυτό που θέλουμε. Η μαεστρία μιας αντίξοης πραγματικότητας.

 
 
ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΜΟΥ ΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ
Χρειαζόμουν έλεγα ένα σύμβουλο ενοχής
Και πίσω απ’ όλα αυτά κρυβόσουνα εσύ
Τι κι αν αρνήθηκα όλες τις ενοχές;
Του κόσμου το ολίσθημα κοντεύει
Απλώνει πέρα, σ’ άλλες εποχές
Της τέχνης μου τα οράματα παιδεύει
Χρεώθηκα όπως και συ όλο
τον κόσμο στο κεφάλι μου
Συνείδηση μου έγινε κι αυτή
Πως αν χαθεί θα φταίω εγώ.
ΠΟΙΗΣΗ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.
 
 
Είμαι κοινωνικός άνθρωποςκαι δεν ανήκω σε ομάδες. Νομίζω πως ο ομαδοποιημένος άνθρωπος γίνεται άμορφος και αναγκασμένος να κάνει πράγματα που δεν θέλει. 

 

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

ΑΝΑΠΆΝΤΗΤΕΣ ΕΡΩΤΉΣΕΙς ΠΑΝΤΟΎ

 


Κοίταζα προς τον τοίχο δεξιά και λίγο πιο πάνω από τον καθρέφτη.
Δεν είχε τίποτε, ούτε λευκός ήταν, ούτε άσπρος, μια μουντζουρωμένη σκιά έστεκε πιο δίπλα, εκτός πλάνου, δυο μυρμήγκια πήγαιναν την ανηφόρα, εκτός συναγωνισμού κι ο ήχος του κάτουρου συνόδευε κίτρινος αυτό το πρωινό που δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα να φοβηθώ την ερημιά, την ησυχία, τον κόσμο που ήταν μέσα και έξω από μένα. Το μικρό παράθυρο ευθεία μπροστά μου ήταν ανοιχτό, άφηνε τον αέρα της ταράτσας να εισέρχεται στο χώρο, την ψύχρα του κενού της αναπάντητης ερώτησης αν είμαστε καλά-ποιος δεν ήθελε να είναι καλά αλλά αυτό ήταν μια παλιά ιστορία. Αριστερά μου ο άλλος τοίχος, έστριψα το κεφάλι ενώ συνέχιζα να κατουράω τον κόσμο, ανέβαινε μια σωλήνα απ όπου φαντάζομαι θα περνούσαν τα σκατά των από πάνω μας, μιας κι εμείς, εγω και η γυναίκα μου δηλαδή, μέναμε στο υπόγειο. Αυτός ο άλλος τοίχος λοιπόν, ήταν γεμάτος γρατσουνιές, μολυβιές που σκεφτόμουν κάποτε να τις σβήσω- άιντε κάντο μια φορά κι ας πεθάνω φώναζε η Τούλα η γυναίκα μου που είμαστε χρόνια παντρεμένοι και με λατρεύει όπως κι εγώ αλλά που συνέχεια τσακωνόμαστε κιόλας, επειδή σπάνια έπαιρνα τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Και πως να μην ήταν σημαντικές αφού εγω τις είχα κάνει πριν από έναν αιώνα κι ότι είναι παλιό, καταλαβαίνετε παίρνει μια άλλη αξία, γίνεται μυστηριακό, ίσως και χρυσαφένιο- έτσι μου φαινόταν τώρα αυτές οι γρατσουνιές, ενώ συνέχιζα να κατουράω τον πρωινό κόσμο μας. Τζζζρρρρρ
Βέβαια, στρίβοντας ακόμα πιο πολύ το κεφάλι μου προς τα πίσω, τόσο που κόντεψε να μου κοπεί ο σβέρκος, στην αριστερή γωνία ο γκρίζος σοβάς είχε σπάσει σε πολλές μεριές κι έδειχνε τα εντόσθια του τοίχου κατά το μήκος και το ύψος του χώρου. Έλειπε το πλάτος και ο χρόνος από τις διαστάσεις αν και κατ εμένα ο χρόνος δεν είναι πάντα παρών. Απουσιάζει.
Ένα τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσα από όταν σηκώθηκα στην παλάμη, μου θύμησε τα χρέη στην Εφορία, στον οδοντίατρο, στο μπακάλη, στο καφενείο, στα ενοίκια, στο ρεύμα, στο νερό. Μου το έβαλε εκεί η γυναίκα μου η Τούλα. Πάντα προσεκτική και φρόνιμη, πρέπει να τα πληρώσεςι μου είπε ενώ κεντούσε σαύρες με το μυαλό της . Πρέπει, είπα εγώ συνεχίζοντας να κατουράω, τζζζρρρρ! και να κοιτάζω τις ρωγμές του χρόνου στον τοίχο.

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

ΤΟ ΚΑΘΙΣΤΌ ΒΟΥΝΌ

 


 

Θρηνώ ως Ινδιάνος
όρθιο ή καθιστό άλογο
γελώ όπως ο νάνος
κι αγαπώ το παράλογο
Κλαίω όπως η Μάρθα
σε θολή, γαλάζια οθόνη
ξέχασα από που ήρθα
και είμαι για πάντα μόνη
Θρηνώ στους ξέσκεπους ορίζοντες της στέπας
τρώγοντας τη μπουκιά της αρχέγονης κρέπας
την κόρη. Κανείς δε μ αγαπάει πια εδώ πέρα
και φεύγω βρίζοντας, παρέα με άλλον αέρα
Λυπάμαι ως άρρωστος
εραστής, ωραίας Αρετής
ξακουστός κι άληστος
όπως ο μεγάλος απρεπής
Ωστόσο πρέπει να θυμηθώ
τι αγαπούσα πριν τη δόξα;
εύκολα μπορώ ν αρνηθώ
τίποτα δεν είναι, μια λόξα!
Θρηνώ στους ξέσκεπους ορίζοντες της στέπας
τρώγοντας τη μπουκιά της αρχέγονης κρέπας
την κόρη. Κανείς δε μ αγαπάει πια εδώ πέρα
και φεύγω βρίζοντας, παρέα με άλλον αέρα
Πρέπει να πω την αλήθεια
που ξέρω για τον φονιά
όμως φοβάμαι από συνήθεια
έτσι δε λέω, λέξη καμιά
Άλλοτε κλαίω και για μένα
είμαι ένα τίποτε, μια λίγη σκόνη
που κύλισε εδώ, σιγά, χαμένα
και ποτέ δεν ξέφυγε απ την αγχόνη
Αλλά ποιος ξέρει τον ξένο χρόνο;
ποιος λυπάται για μας ή για σένα;
όλα γινήκαν δικά σου, αλίμονο!
της μοίρας σου, λένε τα γραμμένα
Καινούριες λέξεις από τον ΚΏΣΤΑ ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

 

Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΠΑΊΞΕ - ΓΈΛΑΣΕ

 


 

..αν η τέχνη της ζωγραφικής είναι μόνο αισθητική με την έννοια ότι αυτό μ αρέσει κείνο όχι, μάλλον όμως η ζωγραφική δεν είναι μόνο αισθητική. Εκτός από τη δεξιότητες, χρειάζεται γνώση, σκέψη, λογική, μαθηματικά, Ιστορία, μνήμη. Όλα αυτά μαζί είναι κάτι από αυτό που μπορεί να ζωγραφίζει ένας σύγχρονος.

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

ΑΝ ΜΕΓΆΛΩΜΑ

 

 


ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΜΟΥΝ ΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΑ
Απ την αρχή σκεφτόμουν ήρωας να γίνω
σαν τον Αχιλλέα μα και τον Ρομπέν των δασών
το ίδιο με ενθουσίαζε
Ίσως ο Αλέξανδρος μου ταίριαζε καλύτερα
Μα και του Αριστοτέλη η ευρυμάθεια με κεντούσε
Των αρχαίων ειδώλων, μου κόστιζε η Ελένη
η κόρη του Τυνδάρεω [ωραίο όνομα αυτό]
γιατί ήταν η πιο όμορφη των γυναικών του κόσμου.
Κι ο Έκτωρ παιδιόθεν με κατεδίωκε
με τον αδιάλλακτο πατριωτισμό.
Απ την αρχή σκεφτόμουν να γίνω αρχιτέκτων
να μοιάσω πιο πολύ στον Καλλικράτη
κι ο Καλατράβα με συνάρπαζε όσο των Αχαιών τα τείχη
Γιατί και ποιητής αν γινόμουν-Όμηρος σίγουρα-
θα μ άρεσε αλλά και στίχος του Ρεμπό ή του Μποντλέρ.
Του Καβάφη ο θηλυπρεπισμός της Ιστορίας δε με ενοχλεί
όσο του Ελύτη η καπήλευση του Αιγαίου πελάγους
του Ρίτσου το εγκώμιο των αριστερών ηρώων.
Όμως από παιδί με κατέλαβε μια επιθυμία σφοδρή
να γίνω Σαίξπηρ, τρομερός Άμλετ
και του Ρακίνα ήθελα να μοιάσω, μα
αυτός που δε μ ενδιέφερε καθόλου αλλά ας ήμουν,
ήταν ο Τουρκουάτο Τάσο
Κι ο δικός μας ο Εγγονόπουλος που σαν ζωγράφο τον θαύμασα πολύ
αυτόν και τον Τουλούζ Λωτρέκ και ίσως τον Μαξ Έρνστ.
Ναι,
σαν αυτόν ήθελα να γίνω.
Και γιατί όχι στρατηγός, ω ναι, Επαμεινώνδας
της θηβαϊκής ηγεμονίας, πρώτος κατ εμέ μπροστά από τον Κίμωνα
χωρίς να εξαιρώ τον Ρόμελ και τον Σπάρτακο
Αυτών τα ιδανικά ήτο σπουδαία, όσο τα δικά μου
κι απ τους ηγέτες των λαών
ο Αττίλας
ο Μέτερνιχ
ο Ροβεσπιέρος
ο Καποδίστριας
Τον Χίτλερ επουσιωδώς δεν μίσησα όσο τον Μοντγκόμερυ
Ακόμη, ίσως ο Αντώνιος να ήτο από τις μορφές που μ άρεσαν
για την ανοησία, για το πάθος το ανθρώπινο.
Και αθλητής; Ως δισκοβόλος του Μύρωνα
θα ταίριαζε στο ωραίο μου σώμα αλλά και Μπέκαμ, ως ντελικάτη Αγγλιδόφατσα
παρ ότι λέω ειλικρινά πως δεν συγκρίνεται στο άθλημα
με τον Κροιφ.
Όμως, να, εκείνο που ήθελα να γίνω πάνω απ όλα ήταν σκηνοθέτης
Αγγελόπουλος, αιώνιο πέλμα στο κενό και Μάρτιν Σκορτσέζε
ή Άρθουρ Πεν
ή Ντέιβιντ Λιν
να έχω υπο τας διαταγας μου αστέρια.
Όπως την Μιρέιγ Ντάρκ, την Μέριλιν, τον Μάρλον Μπράντο
τον θλιβερό απολογισμό του Πήτερ Ο΄Τούλ
Ναι, Ο΄Τούλ ήθελα να γίνω
κάτι μεταξύ Δον Κιχώτη και Αλ Πατσίνο.
Παρ όλα αυτά δε θα λεγα όχι να γινόμουν μουσουργός
θεός της μελωδίας, Μπετόβεν ή Λίστ ή Μότσαρτ.
Ραχμάνινοφ θαρρώ μου ταίριαζε καλύτερα
Ποτέ δεν θα θελα να γίνω Χατζιδάκις-Θεοδωράκης
Δεν έτρεφα τέτοιες ελπίδες ούτε
ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου
Όπως δεν ταιριάζουν αν γινόμουν τραγουδοποιός
ο Παπακωνσταντίνου ο Βασίλης κι ο Πασχάλης
όσο αντίθετα θέλγομαι απ τον Μπομπ Ντίλαν
τον Νίκος Σιδηρόπουλος
τον Άσιμος
Και πάνω απ όλα ήθελα να γίνω
λίγο απ την αφέλεια του ποιητή
να νομίζει πως
ο κόσμος είναι όπως τον έφτιαξε αυτός.

 

ΠΑΝ-ΔΩΡΑ

    Όλα είναι μύθος-τίποτε πραγματικό, πόσο μάλλον η ελπίδα της Πανδώρας. Ώσπου να τελειώσει ο πίνακας και να γερνάει εγώ θα ξανανιώνω, θα...