Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΓΈΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ

 

 


Αύγουστος ο μήνας των διακοπών στην Αίγινα και αλλού, στην Πάργα, στο Καραβοστάσι, στα Κύθηρα, στη Μονεμβάσια και αλλού. Ξεχύθηκαν οι Έλληνες στις παραλίες. Ήρθαν και πολλοί άλλοι. Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί. Οι Αλβανοί στο καβούκι τους, τρώνε το ζουμί τους. ΤΟ ΖΟΥΜΊ ΤΟΥΣ.
Ένα άδειο χαρτί είναι η ζωή μας Ή καλύτερα ένα λευκό χαρτί όπως η ψυχή μας: κατάλευκη. Αλλά που να καταλάβουν όσοι κυβερνούν, όσοι διαχειρίζονται τα κέρδη μας, πόσο αγνή είναι η ψυχή μας; και πως δεν τους χρωστάμε τίπτε; [τουναντίον μας χρωστάνε αλλά δε θα τα λάβουμε ποτέ]. Κι ακόμα μήπως καταλάβουν πως δεν τους ανεχόμαστε πια. Έφτασε ο κόμπος στο χτένι ή αντίθετα, κομπιάσαμε. Και δε χωράει πια, καμιά συγχώρεση. Μια κουβέντα παραπάνω και θα σπάσει, θα ξεχειλίσει το νερό. Θα γίνει συντρίμμια το γυαλί, θα βγουν κάποτε, έξω, στη στεριά, τα ψάρια.
Οι ζεστές μέρες τ Αυγούστου αρχίζουν. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα διαδέχεται μια άλλη, πνιγηρή ατμόσφαιρα. Οι κάψες του Καλοκαιριού μας ορφάνεψαν ακόμα λίγο-μας αφάνισαν. Κάμποσοι γέροι στην παραλία απόκαμαν-συνταξιούχοι, χωρίς καμιά απόφαση ζωής.
Όλες οι παραλίες της Ελλάδας, μοιάζουν. Στ Αργοστόλι, στον Αρίλα, στο Πεταλίδι. Κούφιο νερό, σπασμένα καράβια, να μαι πέρα μακριά. Σ αμμουδιά ξεχασμένος. Έτσι να μαι.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

...σε σκέφτομαι.

 

 

 
Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι
να βγάζεις το βρακάκι σου στη θάλασσα
την έρημη- και για μια άλλη νοιάζομαι
κόκα-κόλα που τέλειωσε και χάλασα
όλη την ομορφιά σου μαυρομάτα
τόσον καιρό που εσύ με αγάπησες
αν και είχα και μια γαλανομάτα
μα εγώ εσένα και συ εμένα, λάτρεψες
Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι
άκαρδη, μου έμεινε το βρακάκι σου
και κλαίω που ακόμα χάνομαι
όταν θυμάμαι το λευκό κορμάκι σου
που κάποιος άλλος τώρα γεύεται
άπονη που τόσα χρόνια σ αγαπούσα
και με παράτησες γι αυτόν που ρεύεται
με αγένεια μπροστά σου ω μούσα
πίνω κόκα - κόλα και σε σκέφτομαι!!

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

ΣΚΛΗΡΗ ΠΈΤΡΑ

 


 

ΜΕΤΑΞΥ ΕΣΟΥ ΚΑΙ ΕΜΟΥ

-Κατάλαβες ψυχάκια;

-Εμένα μιλάς;

-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ;[κοιταζω γύρω, κοιτάζει κι αυτός]

-Βλέπεις τίποτα άλλο; Γιατί εσύ όλο κατι περίεργο θα δεις..

-Βλέπω την ψυχολογία της μάζας πεσμένη.

-Εγώ την πούτσα σου βλέπω πεσμένη, ο άλλος.

-Τι άλλο θα βλεπες εσύ! Τι σχέση έχει η φούτσα με την ψυχολογία της μάζας, [με ψάχνει ερευνητικά]

-Άκου μπακαλόμαγκα: Εγω, τα ξέρω όλα και μην μου κάνεις κήρυγμά. Η ψυχολογία της μάζας έχει να κάνει με την ελπίδα, με το όνειρο. Αυτη την ώρα ο Έλληνας δεν μπορεί να ονειρευτεί..

-Γιατί;[τον κόβω] Μήπως και πριν που ονειρευόταν του βγαιναν τα όνειρα;

-Δεν έχει σημασία αυτό μαλάκα. Σημασία έχει πως ο κάθε μικροαστός φτιάχνεται με την ελπίδα πως κάποτε θα κάνει το πέρασμα στην ανωτέρα τάξη. Ο Κάθε μικρέμπορας, ψιλικατζής ονειρεύεται να φτιάξει σουπερ μάρκετ..

-Και ο κάθε ταρίφαρμαν ελπίζει να φτιάξει στόλο! τον ξανακόβω.

-Ταρίφαρμαν; ψιλομπερδεύεται, ξύνει την κεφάλα του.Πετάει έξω τα χείλια του. Τέλος πάντων εσυ μια ζωή πετάγεσαι σαν πούτσα..

-Α, για να σου πώ! σηκώνω το χέρι μου και του καταφέρνω μια καραγκιοζίδικη φάπα. Δεν ουρλιάζει.

-Ενταξει ρε! κατάλαβα, εννοείς τους ταξιτζήδες. Για βλάκα με περνάς; Εχουν κι απεργία μέρες τώρα...Ε, ναι ο καπιταλισμός επιτρέπει στην μάζα το όνειρο, της δίνει κίνητρο πως θα καταφέρει το όνειρο. Κι επειδη μερικοί το καταφέρνουν...

-Ενας στο εκατομμύριο; στρίβω το μούτρο μου.

-Μπορεί και λιγώτερο.

-Δε βλέπουν πως οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί;

-Δεν βλέπουν τέτοια αυτοί.Επανέρχομαι στην ψυχολογία της μάζας. Να τώρα οι ιδιοκτήτες ταρίφαρμαν που λες εσύ, ξεκινούν απ όλα τα μέρη να έρθουν στην Αθήνα. Κα κάνουν την ήδη κολασμένη ζωή μας χειρότερη. Εσύ θα συμφωνήσεις γι αυτό το κομβόι;

-Εγω δεν είμαι ταρίφας.

-Αν ήσουν ρε πούστη μου![νευριάζει, του ξαναχώνω σφαλιάρα, κάθεται στ΄αυγά του]

-Οχι, δεν θα πήγαινα ρε. Γιατι εγω δεν είμαι μάζα..

-Και τι είσαι συ; μου λέει και τρέχει παραπέρα κοιτάζοντας με λυκίσιο μάτι.

-Εγω είμαι η μονάδα. Ξεχωρίζω. Δεν γίνομαι μπάζο.

-Και νομίζεις ότι αυτα που λες και γράφεις πως ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο, την μάζα;

-Ε, ναι..ανοίγω τα μάτια μου και του απαντάω φυσικά.

-Ε, πάρτες! κι μου ορμάει ο τρισάθλιος και με κάνει μαύρον στις μπουνιές.


Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΈΛΕΙΑ ΓΥΝΑΊΚΑ

 

 


ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙς ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ...



Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού  όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά
  σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.



Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε
  ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.

Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι

Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.

Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:

"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*

Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε
  μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.

Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με
  δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.

Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα , έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*

Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.



* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.





**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.

ΤΕΛΟς















 

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

πότε κάνουμε σεξ;

 


Τελικά δεν ξέρω, μ αυτή την αδιάκοπη πολιτικολογία αν προλαβαίνουν οι Έλληνες να κάνουν έρωτα ή κατά πόσον επηρεάζει τις ορμές. Πάντως πολλές φίλες έχουν εκφράσει την δυσαρέσκεια τους! Μια το ποδόσφαιρο[ έχασε η ομάδα δεν κάνουμε σεξ!] μια η πολιτική και η οικονομική δυσπραγία και οι άντρες γυρνάνε πλευρό. Πόσο όμως στην πραγματικότητα αυτές οι καταστάσεις επενεργούν στα θέλω μας; Δεν ξέρω τι λέει ο Φρόιντ επ αυτού.
Είναι ελαφρώς περίεργα τα πράγματα.
Το πιο μεγάλο φεγγάρι μας κοιτάζει απορημένο που παλεύουμε να εκλέξουμε πάλι τους αρχηγούς. Πάντοτε το ανθρώπινο είδος χρειάζεται κάποιους μπροστάρηδες, όπως όλα τα κοπάδια. Αιγών τε και προβάτων μέγιστος οδηγός ο λύκος, τα οδηγεί εκστασιασμένα στη στρούγκα για ν αρχίσει η σφαγή των αθώων. Λένε πως τα πρόβατα μαγεύονται από τα μάτια του λύκου και μένουν ακίνητα. Δεν μπορούν ποτέ να προβάλλουν αντίσταση Τα κατσίκια που και που ρίχνουν καμιά κλωτσιά για την τιμή των εσχάτων, όπως και υμείς.
Απογοήτευση, απώλεια ελπίδας, λένε τα λεξικά. Διάψευση προσδοκιών, λέω εγώ. Μέχρις εσχάτων η απελπισία αλλά όχι! Ο χείριστος σύμβουλος είναι αυτός μικρέ μου εαυτέ, κανείς άλλος. Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι απογοητεύονται εύκολα και τα παρατούν σύξυλα κι ας υποτίθεται πως είναι γενναίοι. Στο βάθος πάντα υποσκάπτει το μηδέν. Χωρίς λόγο;
Τελικά οι υποσχέσεις είναι ένα τζάμπα πράγμα. Ιδιαίτερα προς τους τρίτους. Των δε ερωτευμένων ανυπόληπτες. Η υπόσχεση είναι σκληρό πράγμα όταν έρθει ο χρόνος της τήρησης. Προς τον εαυτό μας νομίζω έχουν κάποια αξία, γιατί εκεί πονεί ως [το κόκκαλο] προς την αξία μας. Προς δε τους άλλους μια απόδειξη πως είμαστε ικανοί. Όπως και να έχει θεωρώ την υπόσχεση δυνατό σημείο της ανθρώπινης κατάστασης. Γι αυτό δεν υπόσχομαι ποτέ.
Ένα μολύβι. Τι είναι ένα ασήμαντο μολύβι;Πόσα πράγματα μπορείς να φτιάξεις μ αυτό; Πολλά. Μέχρι ολάκερο τον κόσμο. Μπορείς να σχεδιάσεις μια πολυκατοικία κι ύστερα οι επόμενοι να την χτίσουν. Αλλά πρώτα απ όλα χρειάζεσαι το μολύβι. Ακόμα και με σπασμένη μύτη ζωγραφίζει κι ας σκίζει το χαρτί. Κοιτάξτε τώρα πως ζωγράφισα εγώ τον εαυτό μου, όταν θα είμαι ενενήντα έξι ετών.
Κουβαλάμε τις καταβολές ενός μάταιου κόσμου. Η διαπίστωση δεν είναι δικιά μου.
Οι τοίχοι γέμισαν αλμύρα
τα κλάματα σου είναι παντού
Κάτι σου είπα για τη μοίρα
Και συ μου πες η ζωή είναι αλλού
[από τις σημειώσεις μου στις άκρες των δακτύλων.]

 

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Η ΑΠΕΛΠΙΣΊΑ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΆΝΟΥ

 


AIRBNB! ΝΑΙ, ΑΥΤΌς Ο ΠΑΓΚΌΣΜΙΟς ΤΖΟΓΑΔΌΡΙΚΟς ΚΑΙ ΠΑΡΆΝΟΜΟς ΜΗΧΑΝΙΣΜΌς ΠΟΥ ΣΤΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ΠΛΟΎΣΙΟΥς ΚΑΙ φυσικά τα τεράστια κέρδη του απομυζούν αυτοί και άσε τον φτωχό κόσμο να πιστεύει πως το έκαναν για το καλό του λαού. 

 


Βγαίνω καμιά φορά στους δρόμους, έτσι τυχαία. Πιο πολύ μου αρέσουν τα στενά, Πλαπούτα, Οικονόμου, Αραχώβης. Δρόμοι ασήμαντοι, λεροί, γύρω απο την πλατεία Εξαρχείων. Και μου αρέσουν επειδή δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος εκεί. Αραιά και που, ανάλογα και την ώρα, συναντάω κανέναν που δε με κοιτάζει. Εγω τον βλέπω, αυτός όχι, κοιτάζει την άσφαλτο. Τότε εγώ, σιγανοτραγουδώ το ¨θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστήήήής! Και τι συμβαίνει; Γυρίζει και με κοιτάζει αλλά τώρα εγώ κοιτάζω μπροστά, τον έχω προσπεράσει συνεχίζοντας να σφυρίζω τον ανάξιο εραστή.[Σφυρίζω καλύτερα απ΄ότι τραγουδάω , αν και τα δυο τα κάνω σπουδαία στους δρόμους]. Απο κάποια παράθυρα, με παρακολουθούν κρυμμένοι άνθρωποι και σκέφτονται πόσο βλάκας είμαι που περπατώ και τραγουδώ. Θα μου πείς θα ήταν ωραίο να περπατάμε όλοι και να τραγουδάμε; Δεν ξέρω, εγώ πάντως θα τραγουδάω όταν με πιάνει η μούρλια μου. Και προχτέςτο σούρουπο, κει που ανέβαινα την Μπενάκη, δίπλα στο λόφο του Στρέφη, έτσι για να περάσω την ώρα μου, τραγουδούσα το "ποιο είναι τ΄ονομα σου ούτε που ρώτησαααα," οπότε, ένας κότσυφας πέταξε και ήρθε πάνω στον ώμο μου! Άφησε λαχανιασμένος ένας τιτίβισμα, κοίταξε γύρω ανήσυχος.Βεβαιώθηκε πως ήταν ασφαλής, ηρέμησε και με άκουγε που συνέχιζα να τραγουδάω. 

 


Νομίζω, πως το γράψιμο είναι μεγαλύτερη δυστυχία από τη ζωγραφική. Και τα δυο μαζί είναι σκέτη απελπισία. Μιλάμε βέβαια για πραγματικούς ζωγράφους και συγγραφείς.

 

Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός γεννήθηκε από την απελπισία ενός Αμερικάνου, μέθυσου ζωγράφου.  

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

ΜΕ ΚΆΝΕΙ ΝΑ ΝΙΏΘΩ ΗΛΊΘΙΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΉΞΕΡΑ

 

 


 Δεν ήταν σκλάβος ούτε μαθητής κανενός. Δεν ακολούθησε καμιά σχολή, ούτε θρησκεία. Με την Ακαδημία υπήρξε άμεσος εχθρός και κανένα καθεστώς, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα που θεωρείται η εποχή της χυδαιότητας του χρήματος, δεν κατόρθωσε να τον εντάξει στις τάξεις του. Είναι ο Γκούσταβ Κουρμπέ ο πρώτος μποέμ καλλιτέχνης που ζούσε απομονωμένος από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες της εποχής. Είχε αρχίσει η βιομηχανική επανάσταση που ήθελε την τέχνη φτηνή, μαζική και κακοφτιαγμένη. Οι άνθρωποι άρχιζαν να γίνονται σκλάβοι της μηχανής-και που να φαντάζονταν που θα φτάναμε εμείς μόνον δυο αιώνες αργότερα με την Τεχνητή Νοημοσύνη [Α1] ν αρχίζει να εξουσιάζει τα πάντα. [Η μεγαλύτερη επανάσταση του ανθρώπου μετά την επανάσταση της γλώσσας]
Ο Κουρμπέ ήρθε σε άμεση ρήξη με τις ακαδημίες που αποκτούσαν κύρος υποστηρίζοντας πως μόνο ότι θεωρούσαν αυτές ήταν τέχνη και τι όχι. Εξ άλλου οι δικές τους απόψεις υποστηρίζονταν και από το κράτος. "Ο Ρεαλισμός στην τέχνη γεννήθηκε το 1848 και κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Ως καλλιτεχνική τάση ήταν συνυφασμένος με την αποτυχία των επαναστατικών σοσιαλιστικών κινημάτων του 1848, την αστική ανάπτυξη, την εξέλιξη της βιομηχανίας και τη γέννηση των εθνικών κρατών", μας πληροφορούν τα βιβλία αν και εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες γεννήσεις, απλά κάπου υπήρχαν άλλοι που έκαναν ρεαλιστική τέχνη και πιο πριν. Με λίγα λόγια τίποτε δεν αρχίζει και τίποτε δεν τελειώνει στην τέχνη. Οι τρόποι που ζωγραφίζουν οι άνθρωποι είναι σχεδόν όλοι ίδιοι και στοχεύουν στο ίδιο αποτέλεσμα:στη διαμόρφωση ενός κώδικα ηθικής και όχι μόνο. Ο Κουρμπέ ζωγραφίζοντας την προέλευση του κόσμου, με τον πίνακα αυτόν ασχολήθηκα ιδιαίτερα αρκετό καιρό, σχετικά με όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί, και ακόμη με τους τρόπους αντιμετώπισης του και από το λαίμαργο κοινό και από τις κατά καιρούς θέσεις των Ακαδημιών αλλά και πολλών ανθρώπων της διανόησης. Φυσικά ο Κουρμπέ δεν πίστευε πως το αιδοίο από μόνο του μπορούσε να ήταν η αιτία της γένεσης αυτού του κόσμου. Άρα τι ήθελε να πει εκθέτοντας φόρα παρτίδα το γεννητικό όργανο της γυναίκας; το πρώτο πρέπει να ήταν η απελευθεροποίηση από τον μύθο του σεξ. Η εξοικείωση των ανθρώπων με το σώμα τους, ιδιαίτερα όσων ήταν και είναι θεοσεβούμενοι, θεοκρατούμενοι και γενικά όσων αρνούνται να κοιτάξουν κατάφατσα το πέος τους ή το αιδοίο και τέλος πάντων, γενικότερα τα απόκρυφα σημεία του ανθρώπινου σώματος.
Ο Κουρμπέ ζωγράφιζε «Εργάτες που σπάνε πέτρες» με τόση αλήθεια και ανθρωπιά, που σίγουρα η αστική τάξη αισθάνθηκε τη σοσιαλιστική του ομολογία, τη συμπόνια για την κακιά μοίρα των εργατών και το δριμύ κατηγορώ ενάντια σε κάθε είδους αυταρέσκεια. Ήθελε να αφυπνίσει, να σοκάρει, να σπάσει τα δεσμά από τους συμβιβασμούς που πρόσταζε η εποχή του. Ζωγράφιζε τον εαυτό του σαν αλήτη, χωρίς στημένες πόζες, χωρίς λαμπερά χρώματα, χωρίς υπολογισμένα σχέδια, θέλοντας να προσβάλει και να ειρωνευτεί τους «αξιοπρεπείς» ζωγράφους[ («Καλημέρα, Κύριε Κουρμπέ). Να τους δείξει ότι η τέχνη δεν ήταν απόγονος της σωστής τεχνοτροπίας, αλλά της «ασυμβίβαστης καλλιτεχνικής ειλικρίνειας» Aκόμα και όταν ζωγράφιζε αλληγορίες όπως το «Εργαστήρι του ζωγράφου», συσχέτιζε την προσωπική του αντίληψη με την πραγματικότητα. Σε μια φανταστική σκηνή τοποθέτησε μορφές αληθινές, πραγματικές, που ζούσαν και είχαν σημαδέψει την μέχρι τότε πορεία του: τον ποιητή Μπωλνταίρ και τον πεζογράφο Σανφλέρυ, διαβάζω στο ιντερνετ κάποια από αυτά που δεν ήξερα για αυτόν και πραγματικά εκπλήσσομαι - μ αρέσει να ομολογώ κάτι που με κάνει να νιώθω ηλίθιος που δεν το ήξερα. Ο θαυμασμός μου για κάποιους ιδιαίτερους ανθρώπους σε οποιονδήποτε κλάδο είναι πασιφανής και όταν αντιλαμβάνομαι πως αδίκησα κάποιον νιώθω πλήρη αμηχανία γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ακριβοδίκαιο.
Ο Κουρμπέ δεν ήταν από παιδί στις πρώτες μου προτιμήσεις αλλά και ούτε είχα βγάλει κάποια οριστικά συμπεράσματα γι αυτόν και την τέχνη του και περισσότερο για την σύμπλευση του με όσα υποστήριζε όχι μόνο θεωρητικά αλλά και τα έκανε πράξεις. Ελάχιστοι άνθρωποι το κατορθώνουν αυτό.
Η ΠΡΟΈΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ είναι ένα έργο που ακόμα και σήμερα μουντζουρώνεται. Και το λέω αυτό γιατί σε πολλές αναφορές και εμφανίσεις της εικόνας οι γραμμές πάνω στον πίνακα αυτό δείχνουν: τη απαίσια στάση που κρατούμε απέναντι σ ένα θαυμάσιο έργο τέχνης στην εποχή που όλο το διαδίκτυο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δείχνει πορνό. [Εμένα δε με αφορούν όσοι πιστεύουν πως οι ταινίες πορνό δεν είναι δείγμα του πολιτισμού μας!] Η Κινέζικη βιομηχανία πορνό είναι στην πρώτη θέση όσον αφορά το κέρδος από αυτό το εμπόριο. Βέβαια οι Κινέζοι ήταν πρωτοπόροι σ αυτό το είδος. Δείτε τις ανάλογες γκραβούρες σχετικά με τα ανθρώπινα όργανα, τις απίστευτες στάσεις ερωτικών συμπλεγμάτων- ούτε οι Αρχαίοι Έλληνες πήγαιναν πίσω.

 

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

ΚΆΤΙ ΆΛΛΟ

 


Φορές που κάτι περισσεύει
φορές που δεν έχουμε τίποτε
ακολουθούμε μόνο εμάς
και λίγους που μας αγάπησαν όταν δεν έπρεπε
Φορές που περισσεύει η χαρά μας
και τότε δεν την κρύβουμε
πηδάμε απ το παράθυρο σαν κλέφτης
που τον στρίμωξαν στα σχοινιά
και τότε αλίμονο σας!

 


 

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

ΤΑ ΠΟΥΛΆΚΙΑ

 


Τα πουλιά είναι, ίσως το πιο παράξενο είδος απ τις μεγάλες κατηγορίες ζωντανών και όσον αφορά την μορφή και όσον αφορά την ιδιομορφία της ύπαρξης των. Τα πουλιά δεν γίνονται φίλοι με τον άνθρωπο, μια παράξενη σχέση αναπτύσσεται μεταξύ των αλλά όχι φιλία, όπως ας πούμε με τον σκύλο. Οι αετοί και τα γεράκια έχουν έναν αγέρωχο εγωισμό και ναρκισσισμό, θα λεγα αλλά εγώ συμπαθώ τους κοκκινολαίμηδες και τους σπίνους, ίσως και τ αηδόνια γι αυτό το υπέροχο κελάηδημα των και τους γλάρους για την αόριστη αίσθηση ελευθερίας και για τις εμπνεύσεις των συγγραφέων να τους υμνήσουν τόσο πολύ, αν και τους κοιτάξεις από κοντά θα δεις πως είναι από τα πιο άσχημα πουλιά! Τα περιστέρια, ένα απ αυτά που ζωγράφισα εδώ κι άλλο ένα που θα έρχεται στο άλλο μισό του πίνακα, είναι από τα πιο νοήμονα του είδους και αντιπροσωπεύει την ειρήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχει μια τέτοια πραγματική πάνω σ αυτό τον αιματηρό πλανήτη που ζούμε.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ 2 ΧΡΩΜΑΤΑ

 

 


ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ. Ο πίνακας που ζωγράφισα, σήμερα, τελείωσα να πω καλύτερα, με καλοκαιριάτικο θέμα, πολλά χρώματα μικτή τεχνική πινέλα, σπάτουλα, θα είναι ο πρώτος με το θέμα αυτό.
"Παρά τη γνώμη φιλοσόφων κατά την αρχαιότητα το χρώμα δεν αποτελεί ειδική και βασική ιδιότητα των σωμάτων. Συγκεκριμένα ο Επίκουρος είναι από τους πρώτους που διαπίστωσε ότι ο χρωματισμός των αντικειμένων ποικίλλει ανάλογα με την ένταση του φωτός που φωτίζει αυτά, όπου και συμπέρανε πως τα σώματα δεν έχουν το ίδιο πάντα χρώμα. Στην άποψη αυτή συντάχθηκαν αργότερα ο Καρτέσιος και ο Μπόιλ. Παρά ταύτα την πρώτη βασική θεωρία περί των χρωμάτων εξέθεσε ο Νεύτωνας στο περίφημο έργο του "Οπτική".
Ο Άγγλος αυτός φυσικός απέδειξε πως το λευκό φως (ηλιακό) μπορεί ν΄ αναλυθεί σε στοιχειώδεις φωτεινές ακτίνες που περιέχουν διάφορα χρώματα. Πέτυχε αυτό με διαβάθμιση δέσμης ηλιακού φωτός δια μέσου γυάλινου πρίσματος όπου και έλαβε επί πετάσματος επίμηκες φωτεινό είδωλο που έφερε τα χρώματα της ίριδας κατά σειρά: ερυθρό, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, κυανούν, βαθύ κυανούν και ιώδες. "...διαβάζοντας λίγα για το χρώμα που γενικά οι άνθρωποι το θεωρούν κάτι εκτός από αυτό που είναι! [Το χρώμα είναι μια αίσθηση που δημιουργείται στον εγκέφαλο από μέρος της αλληλουχίας των ηλεκτρικών ώσεων που φθάνουν σε αυτόν μέσω του οπτικού νεύρου. ...αυτά λένε οι σύγχρονοι επιστήμονες για το χρώμα κι εμείς νομίζουμε πως χρώμα είναι αυτό που...ανακατεύουμε στην παλέτα μας!]

 

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

...και άλλλα!

 


Για να ξεφλουδίσεις μια βραστή-καυτή πατάτα,
είναι σαν να προσπαθείς να κάνεις έρωτα
με μια γυναίκα που δεν ψιλοθέλει.
Κι όσο βιάζεσαι να φας την πατάτα τόσο καιγεσαι.
Και η γυναίκα τόσο καίγεται που γελά και πάει κι έρχεται από τη μια άκρη στην άλλη
 
Πάντως το να ανταλλάσσεις ιδέες είναι άκρως ερωτεύσιμο, ελκυστικό. Κι αν έχεις σπουδαίους συνομιλητές ακόμα πιο συναρπαστικό. Είναι όμως πολύ δύσκολο αυτό, να βρεις δηλαδή αξιόμαχους αντιπάλους. Γιατί, οι συνομιλητές είναι αντίπαλοι, τότε μόνο έχει αξία μια κουβέντα, ένας διάλογος.
 

Τι ωραία! μεγαλώσαμε. Όχι μόνο εγώ. Κι έτσι μου ρχεται να αρχίσω τη βιογραφία μου. Σκέφτομαι μάλιστα, να γράψω μόνο για τα πολύ μικρά μου να μην ρίξω μεγάλες πέτρες, αλλά, μόνο τα μικρά χρόνια, μέχρι τότε στην έκτη Δημοτικού και τι ωραίο να τα θυμάσαι αυτά, λες και ήταν χτες που με γέννησε η Ανθούλα κι έπινα γάλα μέχρι τέσσερα χρονών που με βάφτισαν και το θυμάμαι που έκλαιγα γιατί αλλιώς τι ήρωας θα ήμουν αν δεν έβγαινα από την κολυμπήθρα για να τσακωθώ με τον παπά-Σπύρο, ενώ ο πατέρας μου αναρωτιόταν, μεθυσμένος ίσως, τι σόι παιδί είναι τούτο

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

ΠΊΣΩ ΣΤΑ ΔΆΣΗ 2

 

Πάει κανείς στο Ηρώδειο; το κινητό χειρότερο απ τη Μαριχουάνα, Στοπ, Ούτε η θεία Λόλα δεν υπάρχει πια και, ίσως μόνο τα ονόματα των ζωγράφων, Καραβάτζιο Γκόγια. Βελάσκεθ, Τιτσιάνο μπορεί να σου προκαλούν ίλιγγο με την άποψη μόνο στην εκφορά των ονομάτων τους και όχι με την μελέτη του έργου τους. Εξ άλλου έχουμε συνηθίσει να ωραιοποιούμε ότι παλιό και να μειώνουμε ότι σύγχρονο κι ας είναι καλύτερο από το παλιό. Δηλαδή πόσο ωραίος πίνακας είναι τέλος πάντων αυτό το "φιλί" του Γκουσταβ Κλιμτ; Και στο κάτω της γραφής πόσο καλύτεροι ήταν οι παλιοί συγγραφείς; δεν τα χω με κανέναν αλλά αυτή η αρχαιολαγνεία, αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση, νομίζω πως καταντάει εκνευριστική σε όσους τουλάχιστον έχουν κάτι να πουν στον σύγχρονο άνθρωπο που η τεχνητή νοημοσύνη πάει να τον καταστρέψει ολοσχερώς. Πίσω στα δάση λοιπόν.[αν και είμαι σίγουρος πως κανείς δε θα με πιστέψει

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

ΟΙ ΣΚΛΆΒΟΙ ΚΙ ΟΤΡΟΧΌΣ

 

 


Ένας πίνακας είναι οι λεπτομέρειες του, τα επί μέρους στοιχεία που τον αναδεικνύουν. Μια μικρή ΑΝΑΔΡΟΜΉ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ μας ζωγράφισα εδώ, χωρίς μοντέλο, μηδέ για τα πουλιά ούτε για τα σίδερα που μας σκλάβωσαν, ή τον τροχό που τον γυρίζουν όπως θέλουν άλλοι αντί για μας, ούτε για τα λουλούδια, και περισσότερο για το κλειδωμένο κουτί της Πανδώρας με το κανάτι του κρασιού να γλιστράει πάνω του, μη αφήνοντας ούτε την ελπίδα να βγει έξω, που όμως υπάρχει, -η ελπίδα- μόνο στη γνώση που απεικονίζεται με το βιβλίο, αν και οι πολλοί άνθρωποι το απαξιούν. Η μικρή ΑΝΑΔΡΟΜΉ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ μας, ενώνει λίγες ευτυχίες του ανθρώπου, κάτι που προσπαθεί να μας δώσει χαρά που τόσο λείπει.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

ΥΛΙΣΤΙΚΆ.

 

 


Η ζωή είναι αμείλικτη, δε σου δίνει τίποτε πίσω από τα πιο βασικά και κυλάει πάντα εμπρός: ποτέ πίσω, άρα ρέουμε μεν αλλά πάντα μπροστά-δε μιλώ για την οπισθοδρόμηση ενός πολιτισμού και την παρακμή μιας φατρίας, όχι. Μιλώ για την προσωπική ζωή του καθενός μας που τελικά γίνεται ολονών μας μοίρα και, βέβαια η αφαίρεση της δυνατότητας έστω και στιγμιαία στο παρελθόν, καταντάει μονότονη και ανόητα μονόπλευρη όσο μεγάλη κι αν είναι η ζήση μας, πιθανώς εβδομήντα-ογδόντα χρόνια που μόλις φτάνει κάποιος στα εξήντα αιωρείται μεταξύ είμαι καλά σήμερα κι αύριο ποιος ξέρει. Κι αυτή η συνειδητοποίηση έρχεται ξαφνικά, εκεί που νομίζεις πως είσαι ακόμα νέος και πως μπορείς να παίξεις, να πιεις, να κάνεις έρωτα, αντιλαμβάνεσαι εν ριπή οφθαλμού πως τίποτα απ όσα έκανες πριν από ένα λεπτό δεν μπορείς να το κάνεις τώρα
Η ζωή είναι αμείλικτη, το πίσω μέρος του χρόνου ανύπαρκτο, η αδυναμία να νικήσουμε τον χρόνο, την ώρα, μας κάνει πιο ευάλωτους και φυσικά η άρνηση του σώματος ν ακολουθήσει τους πίσω ρυθμούς αναγκαστικά η προσγείωση είναι ανώμαλη, τόσο που ν αναρωτιέσαι, μα μόλις χτες δεν ήμουν νέος; μόλις χτες δεν έκανα έρωτα σαν τρελός; μέχρι χτες δε χόρευα, δεν έπινα κι όλα αυτά πρέπει να τα ξεχάσω οριστικά; προσπαθώ να εξηγήσω το αιώνιο αναπάντητο ερώτημα της θνησιμότητας, όπως και το αν μπορεί να βγει ένα χρήσιμο συμπέρασμα, όσον αφορά την ατομική ζωή τους καθενός από εμάς; και το χειρότερο είναι πως ενώ βλέπεις τι συμβαίνει γύρω σου, εσύ νομίζεις πως δε θα μεγαλώσεις ποτέ! μιλάμε τώρα για μια παράνοια της ύλης, έναν σπάνιο αντικατοπτρισμό της αποφυγής να συγκρουστείς με την πραγματικότητα...

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

ΤΑ ΨΈΜΜΑΤΑ ΕΊΝΑΙ ΠΙΟ ΩΡΑΊΑ

 


Κατ αρχήν φίλε για να έχει αξία αυτό που υποστηρίζουμε, χρειάζεται αποδείξεις. 
Τίποτε δεν είναι σωστό επειδή το είπαμε εμείς. Εσύ λες μια κουβέντα και ελπίζεις πως θα σε παραδεχτούμε σαν θεό. Λοιπόν εν προκειμένω ο πολιτισμός μας στηρίζεται στο μύθο, στο ψέμα, ο Τσόρτσιλ είπε το περίφημο η αλήθεια είναι τόσο πολύτιμη, ώστε πρέπει να την οχυρώνουμε με ψέμματα, ύστερα, το μεγαλύτερο ψέμα του ανθρώπινου πολιτισμού είμαι πως υπάρχει μεταθανάτια ζωή! αργότερα πως το χρώμα του αίματος είναι μπλε, [δεν είναι μπλε, είναι παιχνίδισμα του φωτός πάνω στις φλέβες μας], ο Μπους για να επιτεθεί στον Σανταμ υποστήριξε πως υπήρχαν βιολογικά όπλα στη Λιβύη, ενώ τόσα χρόνια μετά δεν έχει βρεθεί τίποτε τέτοιο εκεί, και τόσα άλλα. Βέβαια, σημασία έχει, ο λόγος που λέγονται τα ψέμματα και φυσικά ο κόσμος μας δεν είναι διπλή παράσταση που υποστήριζε ο Μπέρκλεϊ κι εγώ υποστηρίζω αυτές τις φράσεις σαν αποτέλεσμα μελέτης της παγκόσμιας ιστορίας του ανθρώπινου είδους που φυσικά βρίθει από ψέμματα.


 

ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ

   ... Πάντα κάποιος επιβιώνει, θυμόταν αιώνες τώρα, από την καταστροφή. Δεν υπάρχει η τέλεια καταστροφή, ομολογούσε στον εαυτό του, στους ...