Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΊΟΣ ΦΊΛΟΣ 2

 


 


 Το είχα πάρει απόφαση πως η ζωή μου πολύ δύσκολα θα μπορούσε ν αλλάξει. Και πως να γινόταν αυτό, δηλαδή, αφού  τόσα χρόνια τώρα έκανα μόνο δουλειές του ποδαριού. Τον περισσότερο καιρό, δούλευα γκαρσόνι, όπου εύρισκα. Στην αρχή πήγαινα σε ρέστωραντ πολυτελείας.  Να σερβίρω τους λεφτάδες, που με θεωρούσαν υπηρέτη τους  και τέτοιος ήμουν, αυτό δεν είναι ψέμματα. Όσοι έχουν δουλέψει γκαρσόνια και δεν νιώθουν απελπισία που είναι αναγκασμένοι να κουβαλάνε πιάτα, σερβίτσια, μακαρονάδες, πετσέτες στους πελάτες, το αικιού τους θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλό. Το μυαλό τους δεν κόβει. Εμενα όμως το μυαλό  μου έκοβε. Δεν ήμουν βλάκας. Τριάντα πέντε χρόνια στο πεζοδρόμιο. Το μεγάλο σχολείο. Τα είχα σπουδάσει,  αυτά, όλοι με έλεγαν τσακάλι κκαι το νιωθα, δεν ήμουν βλάκας.  Άτυχος ήμουν και γι΄αυτό σκεφτόμουν τελευταία,  να βρω κάποιο κόλπο, κάτι να κάνω για να μην ξαναδουλέψω γκαρσόνι. Να μην είμαι υπηρέτης του κάθε χαζοχαρούμενου νεόπλουτου. Ενας τρόπος ήταν να κερδίσω κάποτε στο λότο. Κι έπαιζα μετα μανίας μέχρι την τελευταία μου δεκάρα. Πήγαινα στα μεγαλύτερα προποτζίδικα, διάβαζα συστήματα, μιλούσα με άλλους που είχαν κερδίσει, παρακολουθούσα στατιστικές  αλλά τίποτα.. Βέβαια, έξυπνος ήμουν, καταλάβαινα πως ονειροβατούσα, ζεις όμως και με τα όνειρα. Όλα τα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σκεφτόμουν για να ξεχνιέμαι και να περνάει η ώρα, τι θα έκανα τα λεφτά που θα κέρδιζα. Μελετούσα και την παραμικρή λεπτομέρεια,  έλεγα σ΄αυτούς που με είχαν αδικήσει πως δεν θα έδινα τίποτε, θα ξεχρέωνα κάτι λίγα χρέη, θα πήγαινα και στην  Ελένη κορδωμένος να της δείξω τα λεφτά μου- η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα που με ανέχεται, με τόση φτώχεια ποια γυναίκα σε θέλει; θα υπερηφανευόμουν πως παρ ότι είχα τελειώσει μόνο το Λύκειο, ήμουν πιο έξυπνος από τόσα κορόιδα που περίμεναν με το μεροκάματο να γίνουν πλούσιοι. Αυτή ήταν η μια μανία μου. Η άλλη ήταν το ίντερνετ. Είχε ο κύριος Νίκος πολλούς υπολογιστές και μου είχε χαρίσει έναν πριν χρόνια.Έναν υπολογιστή που δεν τον ήθελε και μου τον χάρισε. Έτσι κάνουν αυτοί οι πλούσιοι, χαρίζουν ότι δεν χρειάζονται και σε υποχρεώνουν. Έτσι κι εγώ όλο τον ελεύθερο χρόνο μου εκεί μέσα τον περνούσα. Γράφτηκα στο φεις μπουκ κι έκανα επιλεκτικά μόνο εκατόν πενήντα φίλους. Ούτε έναν παραπάνω. Δεν ήθελα άλλους. Κι αυτούς είναι σαν να μην τους έχεις! Σούφρωνε τα χείλια της, η Ελένη. Φίλοι είναι αυτοί που δεν συναντιόσαστε ποτέ; Εγώ ξέρω οι φίλοι  βγαίνουν παρέα, συναντιούνται, μιλάνε, βοηθάνε ο ένας τον άλλον στα προβλήματα, εσένα τι φίλοι είναι αυτοί;  ξέρει κανένας από δαύτους πως δεν έχεις να φας; Αυτά μου τα λεγε συνέχεια, εμένα όμως ήταν πεποίθηση πως αυτοί οι φίλοι κάποια μέρα θα με έσωζαν. Δεν ξέρω πως μου έβγαινε αυτό αλλά  ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος πως θα με βοηθούσαν.. . Μιλούσα μαζί τους πολλές ώρες,  τους έκανα λαικ,  μου έκαναν. Πειράζουμε ο ένας τον άλλον, οι περισσότερες γυναίκες με γουστάρουν γιατί είχα  βάλει μια πολύ ωραία φωτογραφία στο προφίλ μου και όχι μόνο. Αυτά δεν τα έβλεπε η Ελένη που περιττό να πω ότι δεν είχε ιδέα από υπολογιστή. Τι υπολογιστή να ήξερε αφού μια ζωή δούλευε σκουπίστρια στην εταιρία του κυρίου Νίκου. Α, ναι, παντού αυτός ο κύριος Νίκος, μας βοηθούσε, καλός άνθρωπος αλλά πλούσιος.Τώρα όμως τα πράγματα είχαν σκουριάσει περισσότερο. Ήμουν άνεργος πάνω από τρεις μήνες. Με συντηρούσε η Ελένη  αλλιώς θα είχα πεθάνει της πείνας. Τι θα κάνεις; τι θα έκανες αν δεν είχες εμένα; μου φώναζε κάθε μέρα. Κοίτα να βρεις καμιά δουλειά Βαγγέλη, το φειςμπουκ και τα καφενεία δεν δίνουν λεφτά. Κατάλαβες Βαγγέλη; Το όνομά μου είναι Βαγγέλης. Αλλά τι το θέλεις το όνομα; οι φτωχοί δεν χρειάζεται να έχουν όνομα. Μένω τελευταία σε ένα ημιυπόγειο που μου έκανε χάρη να μου παραχωρήσει ο κύριος Νίκος. Πήγαινε εκεί,  μου είπε, δεν έχω τίποτα  καλύτερο. Δεν πειράζει, του απάντησα, έχω συνηθίσει εγώ. Έχω κοιμηθεί και στις πέτρες, στα παγκάκια. Στα παγκάκια ε; Στις πέτρες; Άνοιγε τα μάτια του. Έφαγες σήμερα; Ναι, δυο βερίκοκα. Να πάρε μισό ευρό  να  πάρεις νερό. Τι να το κάνω το νερό; απορούσα. Ε, πως, άνθρωπος είσαι θα διψάσεις. Κι έφευγε με τα σιγανά του βήματα σαν πλούσια γάτα που ήταν. Η κατάντια μου είχε φτάσει στην απελπισία. Κάτι έπρεπε να κάνω. Να βρω μια δουλειά. Να γίνω άνθρωπος. Η Ελένη μου το ξεκαθάρισε. Άιντε αγόρι μου, εσύ δε βάζεις μυαλό, άιντε στο καλό, αφησέ με μήπως βρω κι εγω κανέναν άντρα της προκοπής, να παντρευτώ. Εσύ δεν κάνεις προκοπή.
Αλλά την παρακάλεσα.
  Έπεσα στα πόδια της, καταξευτιλιστηκα και της υποσχέθηκα πως να, όπου να είναι θα πήγαινα να πιάσω δουλειά στο καφενείο του Νικήτα.  Αυτό το ακούω χρόνια τώρα, καλά, εντάξει αλλά είναι η τελευταία σου ευκαιρία, εντάξει!
Με το κεφάλι σκυφτό, αυτή η κατάσταση κράτησε κάμποσο καιρό ακόμα ίσως έξι μήνες
 και το περίεργο είναι πως εγώ γινόμουν όλο και πιο αδιάφορος. Κορόιδευα τον εαυτό μου και την Ελένη. Εκεί που την έβρισκα πραγματικά, ήταν ο υπολογιστής μου και οι φίλοι μου.Κλικ απο δω, λάικ από κει, σχολίαζα αλλα δεν έβγαινε τίποτε.  Το πράγμα άρχισε να δυσκολεύει όταν με διέγραψε πρώτα η Νίκη. Απόρησα  πραγματικά, της έστειλα μήνυμα μα ήταν αμετάπειστη. Σε έκανα ντιλιτ, μου είπε. Πέρασα το χέρι μου ανάμεσα στα μαλλιά μου, έτσι κάνω όταν δυσκολεύομαι κι άρχισε να με πιάνει τρόμος στην ιδέα πως θα μπορούσαν να με διαγράψουν όλοι. Μούσκεψα το βράδυ στον ιδρώτα, πετάχτηκα επάνω άνοιξα τον υπολογιστή. Ναι, οι σκέψεις επαληθεύονταν. Και άλλοι δυο φίλοι με διέγραψαν. Το πρωί πήγα στο καφενείο σκοτωμένος, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Τι να τους έλεγα άλλωστε. Δεν είχα κανέναν φίλο εκεί, εμένα οι φίλοι μου ήταν στις οθόνες κι μου ράγιζε η καρδιά που τους έβλεπα μετά από τόσα χρόνια να αποχωρούν. Να με  διαγράφουν ένας-ένας. Γύρισα το μεσημέρι είδα πως είχαν αποχωρήσει άλλοι δέκα. Δεν προσπάθησα να μεταπείσω κανέναν και τα κουβέντιασα με τον Τζονυ. Ο Τζόνι είναι ο καλύτερος μου φίλος. Μη φοβάσαι μου είπε στο τσατ, δεν μπορεί να σε διαγράψουν όλοι, κάποιο λάθος θα έκανες. Εσύ, του λέω για ένα μικρό λάθος θα με διαγράψεις. Εγώ Βαγγέλη δε θα σε διαγράψω ποτέ. Λοιπόν πάρε μια μέρα το λεωφορείο κι έλα να τα πούμε από κοντά. Να έρθεις στο σπίτι μου να φάμε και να πιούμε. Θα έρθω του είπα, στο υπόσχομαι. Όπως περνούσαν οι μέρες, σιγά-σιγά, ίσως μέσα σε ένα μήνα μου είχαν απομείνει μόνο δώδεκα φίλοι. Είχα συνηθίσει πια και δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Τελείωσε αυτή η δουλειά έλεγα στον εαυτό μου κι έψαχνα να βρω δουλειά αλλά που..
Πήγα από δω, ρώτησα από εκεί, τίποτα. Η Ελένη δεν μου μιλούσε άλλο. Πάψαμε να κάνουμε και έρωτα, το πράγμα χειροτέρευε άγρια. Εκείνο το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει πως χρειαζόταν να πάω
  να βρω τον  Τζόνι. Περιττό να σας πω, πως ήταν ο τελευταίος, ο μοναδικός φίλος που μου είχε απομείνει. Αλλά ήταν πραγματικός, μη σε νοιάζει με παρηγορούσε και τα κουβεντιάζαμε συνέχεια. Εσύ πόσους φίλους έχεις; τον ρωτούσα αν και έβλεπα στο προφίλ του πως είχε πάνω από τρεις χιλιάδες. Χαχαχα! γελούσε μη το σκέφτεσαι καλέ μου, θα έρθεις τη Δευτέρα που μου υποσχέθηκες; Θα έρθω του είπα και το φιξάραμε. Μου έδωσε οδηγίες πως θα πάω γιατί το σπίτι του ήταν έξω από την πόλη. Με το κεφάλι σκυφτό, το μυαλό μου καρφωμένο στους δρόμους, γύριζα σαν αδέσποτος σκύλος. Όλη εκείνη την Κυριακή δεν πήγα καθόλου στην Ελένη. Σκεφτόμουν μόνο πως θα έφτανα στον Τζόνι. Μόνο ο Τζόνι θα με έσωζε, αυτός, ο τελευταίος οθονικός μου φίλος. Βέβαια το είχα παρακάνει με την Ελένη,  καλά μου είπε, έπρεπε να την αφήσω ήσυχη. Όπως μου ρχόταν στο νου η σκέψη πως θα ζούσα χωρίς αυτήν κάθισα σε ένα παγκάκι κι έκλαψα.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα. Πέρασα πάλι το χέρι, τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά μου. Έκανε κρύο. Ένας ψιλός αέρας σφύριζε πάνω απ τις κορφές των κτιρίων. Προχώρησα προς την υπόγα, μόνος,
  πεινασμένος,  κι άυπνος δυο, τρεις μέρες, δεν ξέρω πόσο. Είχα μια ξεχασμένη τσίχλα  στην τσέπη του πουκάμισου, την ξεκόλλησα, είχε μείνει λίγο χαρτί γύρω της. Την έβγαλα προσεκτικά και την ξαναμάσησα. Αλλά χορταίνεις με την τσίχλα; Γιατί να πεινάνε οι άνθρωποι; τι χρειαζόταν το φαΐ; μήπως έπρεπε η φύση να φρόντιζε διαφορετικά για τους ανθρώπους; Δηλαδή να μην έχουν ανάγκη να τρώνε; Έκανα τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μου ακόμα κι όταν είχα μπει στην υπόγα. Κάθισα στο λειψό τραπέζι, άναψα το κερί. Το φως ήταν κομμένο καιρό. Έψαξα να βρω κάτι να τσιμπήσω, καμιά φορά έκρυβα κανένα κομμάτι ψωμί σε  σακούλες ναύλον αλλά αυτή τη φορά δεν είχα κρύψει ούτε τρίμμα. Μόνο ένα σαπισμένο ροδάκινο, που ήταν στην βρώμικη κουζίνα  βρήκα. Το πλυνα, το καθάρισα όπως μπορούσα και το έφαγα. Έφαγα και το κουκούτσι. Η ψίχα του ροδάκινου δεν τρώγεται, είναι πικρή. Θεόπικρη και πιάνει μούχλα. Όμως αυτή η ψίχα με  κράτησε. Έριξα ένα παλιό πέτσινο μπουφάν στους ώμους και βγήκα στο δρόμο. Νύχτα ήτανε, το ξεροβόρι θέριζε τον κόσμο μου. Ξεκίνησα να περπατώ. Περπατούσα, περπατούσα, δεν ξέρω πόσες ώρες, και το χάραμα  είχα βγει από την πόλη όπως μου είχε πει ο Τζόνι. Ναι, εκεί πήγαινα, που αλλού, δεν είχα που αλλού να πάω. Να έρθεις οπωσδήποτε, θα σε φιλοξενήσω, να μείνεις όσο θέλεις μου είχε πει και με είχε κατασυγκινήσει.Και να τώρα που έφτανα σε κείνη την ερημιά που με είχαν φέρει οι οδηγίες του. Πήρα το μονοπάτι που έβγαζε πίσω από τον λόφο. Έστριψα μια μεγάλη στροφή. Είδα το σπίτι του Τζόνι. Μικρό μου φάνηκε. Μικρούλι.  Θα μας χωρούσε άραγε και τους δυο; Προχώρησα κατά εκεί. Ο ήλιος είχε φέξει για τα καλά. Οι πόρτες είναι ανοιχτές, μου είχε πει ο Τζόνι. Δεν κλειδώνω ποτέ. Πράγματι, ήταν ανοιχτές. Μπήκα από την μία  με σιγανά βήματα. Η ανάσα μου σχεδόν σταματημένη. Προχώρησα στο μικρό διάδρομο. Μπήκα στη σάλα. Κοίταξα πάνω στο γραφείο. Ένας γάτος καθόταν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή και μου χαμογελούσε.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

ΜΙΑ ΆΓΝΩΣΤΗ ΣΤΟ ΔΙΑΔΊΚΤΥΟ

 


Από την πρώτη φορά πού είδε τη φωτογραφία, στο προφίλ της στο φεις μπουκ, την ερωτεύτηκε. Πως συμβαίνει στη ζωή; Όταν συναντάς έναν άγνωστο, μια άγνωστη σε μια παρέα κάποιο βράδυ που πηγαίνετε για ποτό; Έτσι ακριβώς. Όταν όμως συναντάς το άτομο που πρόκειται να ζήσεις, να έχεις μια ιστορία μαζί του, τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Ο Μάικ τα ήξερε όλα αυτά. Τα είχε ζήσει μια και ήταν ήδη σαράντα χρονών. Στη ζωή είναι αλλιώς, είπε στον εαυτό του. Πίσω απ τις οθόνες πως να ερωτευτείς;. Του φαινόταν απίθανο, έως απίστευτα τραγικό και τίναξε τη στάχτη απ το τσιγάρο του στο όστρακο. Που το είχε βρει αυτό το όστρακο; Αλλά τόσα χρόνια που του άρεσε η θάλασσα, τα νησιά τα ταξίδια, κάπου δε θα μάζευε ένα όστρακο για να το κάνει σταχτοθήκη; Ναι, το θυμήθηκε. Ήταν από το Καλοκαίρι του 2002 στα Κύθηρα. Τότε ζούσε με την Καίτη την παρ ολίγο γυναίκα του, τώρα ήταν ερωτευμένος με τη Ντίνα. Ποια ήταν αυτή; Δεν ξέρω, μονολόγησε αλλά μόλις είδα τη φωτογραφία της, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Έτσι ξεκίνησε κι άρχισε να ψάχνει με μανία τα πάντα γι αυτήν. Ξεκίνησε από τις πληροφορίες. Έψαξε πρώτα να βρει πόσο χρονών ήταν. Τζίφος. Έγραφε πως γεννήθηκε το χίλια εννιακόσια ένα. Πλάκα έκανε η κυρία κι έτρεξε παρακάτω να δει αν ήταν ελεύτερη. Ελεύθερη, ω, ναι, το είδε και ηρέμησε. Η Ντίνα ήταν ελεύθερη. Κοίταξε το επάγγελμα. Φιλόλογος. Εδώ κόμπιασε λίγο, αυτός ήταν ηλεκτρολόγος, μάστορας, ταιριάζει με μια φιλόλογο; Στην εποχή μας όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί, του είπε στο πρώτο τους τσάτ κι αυτός έτρεμε. Ναι, δίκιο έχεις της απάντησε αλλά δεν τόλμησε να τη ρωτήσει πόσο χρονών ήταν. Άσε, σκέφτηκε, πρώτη φορά ήταν που μιλήσαμε και ξαναγύρισε στις πληροφορίες που δεν τον φώτισαν και πολύ. Μόνο στις μουσικές προτιμήσεις ταιριάζανε απ ότι κατάλαβε, αυτή έπαιζε σκάκι, ο Μάικ τάβλι, δεν πειράζει, του έγραψε σε ένα μήνυμα, άμα έχουμε τις ίδιες προτιμήσεις θα μονοτονίσουμε, καλύτερα να είμαστε λίγο διαφορετικοί. Για όλα έβρισκε λύσεις η Ντίνα. Η Κωνσταντίνα που έλεγε πως ήταν από την Αθήνα κι ο Μάικ έγραφε πως η καταγωγή του ήταν από το Μελιγαλά. Χα! κορόιδεψε εκείνη και σα να την έβλεπε που φύσηξε τη μύτη της.Χα! απ το Μελιγαλά! να το αλλάξεις στην ανάγκη να πεις ένα ψέμα και κάπου εκεί τσίνιξε λίγο ο Μάικ. Αυτός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και του φάνηκε πως τα πράγματα θα γινόταν όπως και με τις άλλες εδώ μέσα. Το ξανασκέφτηκε κι άναψε ένα ακόμα τσιγάρο στο μπαλκόνι του. Έπρεπε να φύγει, κοίταξε το ρολόι στον υπολογιστή, οχτώ, εντάξει, είχε ώρα ακόμη. Κοίταξε πέρα τον Ημμητό έτσι πως το είχαν καταντήσει. Βουνό ήταν αυτό; και ξαναγύρισε στο ποντίκι. Έπαιζε με το βέλος, που σταμάτησε ξαφνικά στην Μαρίνα. Στραβομουτσούνιασε. Ήταν από τις πρώτες που είχε γνωρίσει στο φεις. Μελαχροινή, σοβαρή, πανέμορφη φαινόταν στις φωτογραφίες και τον φλέρταρε με την πρώτη. Θυμήθηκε πως έκαναν πολλά όνειρα, πολλές νύχτες και μέρες, ώσπου εκείνη αραίωσε και τώρα δεν έλεγαν ούτε καλημέρα χωρίς να ξέρει το γιατί. Απορούσε που δεν την είχε διαγράψει από τους φίλους του και το ξανασκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Έσυρε το βέλος στη διαγραφή αλλά δείλιασε. Α στην, ας υπάρχει σκέφτηκε, να μου θυμίζει πως οι γυναίκες εδώ μέσα, όπως και στη ζωή, είναι ψεύτικες όλες. Όλες εκτός από την Ντίνα. Α, όλα κι όλα η Ντίνα ήταν αλλιώτικη, ήταν γυναίκα με αρχές, με ήθος. Αφηρημένα ξαναγύρισε στην αρχική σελίδα. Είδε πως του αφιέρωνε ανοιχτά, [αυτό δεν έλεγε κάτι;] ένα παλιό τραγούδι. Ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Άναψε κι άλλο τσιγάρο ακούγοντας το, φύσηξε τον καπνό μέσα κι έξω από την οθόνη. Λογάριασε πως ο έρωτας στο διαδίκτυο, είναι όπως ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Τεράστιο το ένα, απέραντο το άλλο, τι να κανε; Πως να βρισκε το ταίρι του σε ένα αρχιπέλαγος; Τέλειωσε με το τσιγάρο, έκλεισε την οθόνη βιαστικά και βγήκε.

 Η Ντίνα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη της. Ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης που έδειχνε τα πάντα, δεν μπορούσες να του κρύψεις τίποτα. Στεκόταν εκεί ολόγυμνη και κοίταζε το κορμί της. Δε ντρεπόταν, της άρεσε να βλέπει το ωραίο σώμα της. Ήταν τριανταένα χρονών, αψεγάδιαστη κι αυτο της άρεσε πολύ. Έκανε μια αστεία γκριμάτσα, πλησίασε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, ζούληξε τη μύτη της που την θεωρούσε μεγάλη και κάποτε, μικρή, είχε σκεφτεί να την κόψει. Ταυτόχρονα στο μυαλό της ήρθε ο Μάικ. Τον σκέφτηκε με κάποια νοσταλγία, τον είδε στη φαντασία της, όπως ήταν σ αυτή τη φωτογραφία που είχε στο φει μπουκ. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί αλλιώς.Ύστερα κούνησε το κεφάλι της , σα να ήθελε να ξαστερώσει. Ή ώρα ήταν εννιά. Εννιά το βράδυ. Γυμνή όπως ήταν γύρισε στο σαλόνι. Στο μυαλό της δεν ήταν ο Μάικ τώρα, ήρθε ο Δημήτρης, ο αιώνιος εραστής της. Χαμογέλασε που τόσα είχε να θυμηθεί μαζί του. Πέρασε το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά της, στάθηκε λίγο μετέωρη, άνοιξε τον υπολογιστή. Κοίταξε να δει αν ήταν ο Μάικ μέσα. Όχι δεν ήταν. Καλύτερα σκέφτηκε, θα του γραφε ένα ωραίο μήνυμα ανάμεσα από πασχαλιές που της είχε πει, ότι του άρεσαν. Τι να του γραφε όμως;  Πήγε στα μηνύματα, έσυρε το βέλος, διάλεξε ένα μπουκέτο πασχαλιές κι έγραψε από κάτω:" Όλα είναι τόσο ωραία, Γιατί να μην είμαστε μαζί όταν πρέπει;" Πάτησε κοινοποίηση, το μήνυμα έφυγε σαν περιστέρι κι η Ντίνα χαμογέλασε αυτάρεσκα. Πήγε στην αρχική σελίδα, έβαλε μουσική, ο ήχος του Βιβάλντι γέμισε το σαλόνι. Αντάλλαξε μερικές καλησπέρες με κάποιες φίλες της που στην ουσία δεν τις χώνευε αλλά από τις οθόνες ήταν υποχρεωμένη να είναι ευγενικιά, μίλησε και σε μερικούς επίδοξους σαλιάρηδες εραστές της δεκάρας, όπως τους αποκαλούσε από μέσα της και από έξω της αν χρειαζόταν, έτσι για να περάσει η ώρα, μέχρι να πήγαινε δέκα που θα ερχόταν ο Δημήτρης, ο αιώνιος εραστής. Της άρεσε που έκανε έρωτα μαζί του, δε φανταζόταν ποτέ τη ζωή της χωρίς αυτόν. Ήταν υποχρεωμένη από τη φύση της να σέβεται όσα της έδιναν με υπομονή και σύνεση. Στον έρωτα όμως δεν υπάρχει σύνεση! μονολόγησε δυνατά και το γραψε σε κάποιον Τάκη που την φλέρταρε χρόνια τώρα στην οθόνη. Συμφωνώ μαζί σου κι άλλες τέτοιες μπούρδες της απάντησε ο ξενέρωτος. Γιατί τα έκανε αυτά; Δεν ξέρω, μονολόγησε σκεφτική. Δεν ήταν καμιά του πεταμού η Ντίνα, φαινόταν έξυπνη γυναίκα εκτός απο το όμορφη. Αυτό το όμορφη την κόλλαγε στον τοίχο και ο Μάικ της το είχε πει καθαρά: οι μπάνικοι δεν πάνε καλά στη ζωή τους. Δυσανασχέτησε μ αυτή τη σκέψη. Έκλεισε τον υπολογιστή κι άκουσε το κλειδί στην πόρτα να γυρίζει αργά. Ήταν ο Δημήτρης, μόνο αυτός άνοιγε τόσο αργά, τόσα γλυκά κι έμπαινε στο άνοιγμα γελαστός. Και το νερό ξανακύλησε στο ίδιο ποτάμι. Όρμησε στην αγκαλιά του και δεν τον άφησε να πάρει ανάσα.
Πήγε στη δουλειά του ανόρεχτα και κείνη τη μέρα. Τίποτα δεν του φτιαχνε το κέφι, πως είναι μερικές φορές που δε σου φτάνει τίποτα;  Όλα του φαινόταν πληκτικά. Ακόμα και οι πασχαλιές που τόσο αγαπούσε, στο μήνυμα της Ντίνας, ούτε αυτές του άρεσαν. Είμαι βαρεμένος , σκέφτηκε, είμαι ερωτευμένος με μια φωτογραφία ξανά και νευρίασε περισσότερο όταν θυμήθηκε μια ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια να βρει σύντροφο μέσα απο το δίκτυο. Κάποια ανεπαίσθητη Μάρθα που έμενε στο Βέλγιο και περίπου δυο μήνες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης. Εκείνη να δεις τι του λεγε και τι έκανε! Δεν τον άφηνε στιγμη μόνο του. Όταν δεν ήταν στο δίκτυο του έστελνε μηνύματα στο κινητό. Πέρασε όμως ο καιρός και σιγά-σιγά έστριψε κι αυτή για άλλες πολιτείες και ο Μάικ δεν μπορούσε να συνεχίσει να θυμάται πόσες Μάρθες είχε απορρίψει και πόσες Νίτσες τον είχαν στείλει για τσάι. Και να πεις πως ήταν κανένας μαλάκας! Μια χαρά άνθρωπος ήταν ο Μάικ, πως διάλο τα κατάφερνε έτσι, δεν μπορούσε να το καταλάβει και γι αυτό ήταν νευριασμένος εκείνη τη μέρα. Το ξανασκέφτηκε και είπε πως δεν έπρεπε να την χάσει με τίποτα.
  Εξ άλλου εκείνη του είχε κάνει την ερώτηση γιατί να μην είμαστε μαζί όταν πρέπει...τι εννοούσε άραγε; Πότε έπρεπε να είναι μαζί; Αυτός της είχε προτείνει να συναντηθούν κι εκείνη είχε αρνηθεί λέγοντας πως ήταν νωρίς ακόμη, άρα; Άρα μάλλον παίζει μαζί μου μονολόγησε δυνατά. Τι είπες; συνοφρυώθηκε ο προϊστάμενος του από το απέναντι γραφείο και τον κοίταζε εξεταστικά. Δεν είναι τίποτε, έγνεψε. Μήπως είσαι ερωτευμένος; συνέχισε ξύνοντας ένα φις με το δοκιμαστικό και του Μάικ του γυάλισε το μάτι. Μόνο οι ερωτευμένοι χάσκουν έτσι γνωμάτευσε ο προϊστάμενος και ο Μάικ δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι, να μπει στον υπολογιστή και να την δει, να μιλήσει μαζί της. Δεν μπορούσε στιγμή χωρίς αυτήν και κοίταξε τον υπολογιστή του προιστάμενου. Να μπω λίγο; του γνεψε. Έλα, τον εξέτασε περίεργα σμίγοντας τα χείλη μπρος και έξω. Όρμησε στον υπολογιστή, ο προϊστάμενος πήγε να κατουρήσει, να χέσει, ίσως θα ήταν καλύτερα, ο Μάικ χτύπησε τους κωδικούς γρήγορα μπήκε στο προφίλ του, κοίταξε στη συνομιλία, τίποτε, η Ντίνα έλειπε. Ε, ναι, ρε, είπε στον εαυτό του. Η γυναίκα δουλεύει το ξέχασες; Ναι, αλλά και άλλες μέρες που δούλευε ήταν μέσα. Ε, τώρα δεν είναι, του απάντησε κάποιος ή κάποια που δεν τους ήξερε.  Κοίταξε γύρω του, δεν τους είδε, ήταν καλά κρυμμένοι οι άνθρωποι, δε φαίνονται όταν τους χρειάζεσαι, αλλά τι τον ένοιαζε; Αυτός άλλα έπρεπε να κάνει τώρα.Σκέφτηκε να της γράψει ένα μήνυμα κι αστραπιαία του πέρασε απο το μυαλό το σ αγαπώ, μα πως να της τό λεγε; Με τα πλήκτρα; Η αγάπη εκφράζεται με όλους τους τρόπους, τι θα πει με τα πλήκτρα; αναρωτήθηκε και της το γραψε. Απλά, όμορφα με κεφαλαία, Σ΄ΑΓΑΠΩ. Το κοίταξε ευχαριστημένος κι έκανε την αποστολή, πάτησε εντερ. Αυτό ήταν, τώρα η Ντίνα θα ήξερε.

ΤΕΛΟΣ

 

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

ΜΗ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ 2

 

 




 

Το είχαν συμφωνήσει, απόψε, θα έκαναν παρέα οι δυο τους. Ότι και να συνέβαινε, όποιος ακύρωνε την συμφωνία, θα πλήρωνε το τίμημα που ήταν βαρύ:Θα έχανε την φιλία του άλλου.
-Πολύ σοβαρό το κάνεις, προσπάθησε να το απαλύνει αυτός αλλά ο φίλος του ο Φώτης, τον πρόλαβε.
-Όχι, γιατί σε ξέρω. Όπως το ορίσαμε. Θα βγούμε, θα πάμε για φαγητό, έπειτα ποτό κι ότι άλλο θέλουμε αλλά χωρίς γυναίκες. Δεν βαρέθηκες; Κάθε βράδυ και άλλη γυναίκα, φτάνει πια! Εγώ σου το είπα, αν δεν κρατήσεις την συμφωνία, τελειώνει η φιλία μας.
Βγήκαν κατά τις εννιάμισι. Φάγανε στην Κληματαριά-μια ωραία ταβέρνα με αυλή στα Εξάρχεια. Είχε ωραίους μεζέδες, ξανθό κρασί. Απόλαυσαν το φαγητό και το κρασί τους, όλα ήταν μια χαρά. Μιλούσαν διάφορα, ανέμελα. Ήταν δυνατή η φιλία τους, αυθόρμητη.
Ο Φώτης ήταν ηθοποιός αλλά όχι από τους ωραίους, τους ζεν-πρεμιε. Μάλλον κοντός, μάλλον άσχημούλης και, πάρ’ όλη την δόξα του- η τελευταία ταινία του έκανε θραύση- δεν τα πήγαινε τόσο καλά με το άλλο φύλο.
-Πως γίνεται ρε, του λεγε καμιά φορά. Ρε, πως γίνεται να έχεις πιο πολλές από μένα; Ένας πλασιέ βιβλίων είσαι, τι είσαι;…
-Έχω μέλι στο κάτω κεφάλι! Γελούσε αυτός.
Δεν τον ενοχλούσε που τον ζήλευε λίγο. Ήταν ωραία ζήλια, παιχνιδιάρικη, όχι αρρωστημένη. Τον αγαπούσε τον Φώτη και του φαινόταν ηλίθιο να χαλάσουν μια τόσο γερή φιλία για κάποια τσούλα. Ούτε που το έβαζε ο νους του.
-Γι’ αυτό, κάτσε στ’ αυγά σου! Του είπε γελώντας. Λέμε κανένα τραγούδι;
-Νωρίς είναι ακόμα για ποτό. Εντάξει, πιάσε την κιθάρα.
-Πιάστην εσύ, εσύ παίζεις, εγώ τραγουδάω.
-Γιατί, εγώ δεν τραγουδάω;
-Ε, γκαρίζεις κι εσύ καμιά φορά! Έλα μωρέ πιάσε την κιθάρα. Ε, Βαγγέλη, φώναξε στο γκαρσόνι, πιάσε μας την κιθάρα.
-Αμέσως, έκανε ο Βαγγέλης.
Και την έφερε. Ξέρανε πως άμα έπαιζαν κιθάρα, οι πελάτες το ευχαριστιότανε, έτσι θα είχαν περισσότερη δουλειά, περισσότερο μεροκάματο.
Έπαιξε κιθάρα, τραγούδησαν στην αρχή οι δυό τους. Σιγά-σιγά όμως, όλο το μαγαζί έγινε μια παρέα. Έκαναν το κέφι τους, έπιναν το κρασί τους. Μάλιστα εκείνο το βράδυ ήπιαν παραπάνω αλλά δεν τους έπιανε. Εικοσιπέντε χρονών παιδιά ήταν, γερά ποτήρια και οι δυο τους.
Κατά τις δώδεκα, δωδεκάμισι, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Όλο το μαγαζί, φώναζε . Τους έκαναν την χάρη, είπαν δυο τραγουδάκια ακόμη κι ύστερα πήραν δρόμο. Μόλις κατηφόρισαν στην Μαυρομιχάλη, στρώθηκαν στο κυνήγι. Έτσι έκαναν πάντα. Κυνηγούσε ο ένας τον άλλον- ο κόσμος τους κοίταζε απορημένος, νόμιζε πως κυνηγιόνταν αλήθεια- αλλά αυτοί, είχαν τον σκοπό τους. Έτρεχαν μέχρι το Ταξίμι, ένα ρεμπετάδικο λίγο πιο κάτω. Όποιος θα έφτανε δεύτερος, πλήρωνε τα ποτά. Αυτή την φορά, έφτασε πρώτος ο Φώτης.
-Θα πληρώσεις πολλά απόψε, ξελαχάνιασε δίπλα στην πόρτα του ρεμπετάδικου.
-Μη σε νοιάζει, έχω απόψε λεφτά, πιες όσο θέλεις, ξελαχάνιασε κι αυτός δίπλα του.
Χώθηκαν μέσα, κάθισαν σε ένα τραπέζι κεφάτοι. Παράγγειλαν ποτά, έπιναν σαν σφουγγάρια. Το μαγαζί ήτανε πήχτρα. Ο θόρυβος η μουσική, τα τσιγάρα, έκαναν τον τόπο ντουμάνι αλλά δεν τους ένοιαζε, ούτε το σκέφτονταν.
Θα είχε περάσει κανένα μισάωρο, όταν αυτός, αντελήφτηκε μια από απέναντι να του κουνάει μαντήλι.
Άρχισε μα παίζει μαζί της, προσέχοντας να μην τον πάρει χαμπάρι ο Φώτης. Ήταν μια πολύ όμορφη,μελαχρινή, πρασινομάτα, παιχνιδιάρα.
Κάποια στιγμή της έκλεισε το μάτι. Εκείνη ανταπάντησε. Ωραία, σκέφτηκε. Τσιμπάει. Και κοίταξε δίπλα του τον Φώτη.
-Τρέχει τίποτα φιλαράκι; Τον ρώτησε.
-Όχι, ρε, τι να τρέχει, όλα μια χαρά.
-Θα πιούμε άλλο;
-Ναι, παράγγειλε, έκανε μουδιασμένα.
-Δεν σε βλέπω καλάάά! Τον κοίταξε ύποπτα.
-Όχι, ρε, σου είπα! Παράγγειλε ποτά.
Η άλλη όμως από απέναντι τον έτρωγε με τα μάτια και ένα ερωτηματικό χαμόγελο, σα να του λεγε: Αυτός άνοιξε τα χέρια με μικρή απόγνωση και με τα μάτια της έδειξε τον φίλο του. Η γκόμενα του απάντησε πάλι με νόημα, μπορώ εγώ και δεν μπορείς εσύ;
Ωστόσο, είχαν έρθει τα άλλα ποτά. Τσούγκρισαν κι αυτός, πέταξε ένα δεν βαριέσαι..
-Τι είπες; Απόρησε ο Φώτης.
Κι απόρεσε περισσότερο σαν τον είδε να σηκώνεται και να στέκεται από πάνω του αγκαζέ με την γκόμενα που είχε κατά φτάσει στο πρώτο νόημά του.
-Που πας ρε; Είπαμε…δεν είπαμε; Τι είναι αυτά που κάνεις τώρα;…μ αφήνεις μόνο; Παραπονέθηκε ο Φώτης.
Αυτός, κοίταξε τον φίλο του με ένα ωραίο χαμόγελο, σα να του λεγε, εντάξει ρε, εντάξει, θα τα βρούμε εμείς το πρωί, δεν χάλασε ο κόσμος!
-Φεύγω φιλαράκι, εντάξει; Πληρώνω τα ποτά και φεύγω. Θα τα πούμε αύριο, γεια.
πήγε να συνεχίσει ο φίλος του αλλά αυτός είχε σχεδόν εξαφανιστεί αγκαζέ με την μελαχρινή κουτσουπιά. Πλήρωσε τον λογαριασμό και βγήκαν στην Αυγουστιάτικη νύχτα. Το σπίτι του ήταν εκατό μέτρα πιο πάνω. Μέχρι να φτάσουν, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ούτε πως σε λένε, ούτε τίποτα, τίποτα. Μπήκαν φουριόζοι στο μικρό δωμάτιο με τις λευκές κουρτίνες, τις τράβηξαν, κρύφτηκαν μέσα. Λες και ήταν διψασμένοι, λες και ήταν αχόρταγοι από ένα παιχνίδι που το ήξεραν καλά, όρμησαν ο ένας να φάει τον άλλον. Κι όπως ήταν φυσικό έκανα ένα βιαστικό πήδημα. Αυτός, χωρίς πολλά χάδια έχωσε τον όρθιο του στο δασώδες φαράγγι της, ένιωσε την γλύκα της αχαλάρωτης τρύπας, του ξένου μονοπατιού, το φχαριστήθηκε, ας ήταν γρήγορο. Ύστερα γύρισε ανάσκελα λίγο μετανιωμένος, λίγο βαρεμένος. Σκέφτηκε να γυρίσει στον φίλο του που τον είχε παρατήσει για ένα γρήγορο έρωτα. Μάλιστα σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται, ενώ η γκόμενα τον παρατηρούσε έκπληκτη.
-Τι κάνεις εκεί; Τον ρώτησε. Έτσι είσαι εσύ; Ωραίος είσαι!
-Τι θέλεις να πεις; Έκανε.
-Τίποτα. Απλούστατα, τώρα θα πάμε να πηδήξω κι εγώ.
Άνοιξε τα μάτια του πελώρια, δεν θυμόταν άλλη γυναίκα να του είχε πει κάτι τέτοιο στα ίσια. Κι αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει. Ασυναίσθητα, υπάκουσε, ντύθηκαν και βγήκαν. Πήραν την μηχανή, που πάμε; την ρώτησε, Αμπελοκήπους του απάντησε, ανέβηκαν την Χαριλάου Τρικούπη, πιάσανε την Αλεξάντρας κι ένιωσε λίγη ψύχρα καθώς η νύχτα προχωρούσε αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι’ αυτό…
Έφτασαν στους Αμπελοκήπους, μπήκαν σε ένα ωραίο διαμέρισμα, επιπλωμένο με γούστο και τον πηδούσε όλη την νύχτα.
-Έτσι μπράβο αγόρι μου! Τώρα είσαι άντρας, τώρα..έλα..ναι, βαθιά, πιο βαθιά, έλα!  Άααα.
Το πρωί, κατά τις δώδεκα δηλαδή, σηκώθηκε πρώτη, έφτιαξε πρωινό κι αυτός την παρατηρούσε. Δεν ήταν και τόσο όμορφη, όσο του είχε φανεί την νύχτα. Το σώμα της ήταν καταπληκτικό αλλά από πρόσωπο, δεν έλεγε. Στο σκοτάδι, αντέστρεφε την ρήση, καμιά γυναίκα δεν είναι ίδια.
Καθώς έπινα τον καφέ τους πικροχόλιασε με τον εαυτό του και τον ειρωνεύτηκε που είχε εγκαταλείψει τον φίλο του για μια γυναίκα. Τι είχε κάνει τώρα; Για κάποιο παλιόμαυρο πρόδωσε την φιλία. Αν δεν το είχαν συμφωνήσει θα ήταν αλλιώς. Αλλά τώρα; Μέσα του πίστευε πως ο Φώτης θα τον συγχωρούσε αλλά ποτέ δεν ξέρεις με τους φίλους και τις γυναίκες.
Την ξανακοίταξε και ομολόγησε πως δεν είχε τίποτε σπουδαίο. Εντάξει, ένα ωραίο κορμί αλλά έφτανε αυτό; Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κι απόρησε με τον εαυτό του που είχε μπλέξει μαζί της.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε να ρωτάει.
Την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, σαν να έλεγε τι εννοείς, ανάβοντας ένα τσιγάρο ακόμα. Σκεφτόταν τις δουλειές που τις είχε παρατήσει.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε πάλι και του έστρεψε το κεφάλι, έτσι που να βρεθούν κατάφατσα.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στα ίσια.
-Τι θα γίνει με μας; Επανέλαβε μισοειρωνικά, αυτή την φορά, σαν ηχώ.
-Ε, της απάντησε. Θα βρεθούμε στο μπαρ, στο Ταξίμι άμα τύχει. Θα βρεθούμε.

Δεν θυμόταν τι ακριβώς έκανε ή αν είπε κάτι άλλο η γκόμενα. Αυτό που θυμόταν ήταν ότι σηκώθηκε κι έφυγε, έτσι ξαφνικά, ασυνείδητα.
Στον δρόμο, όπως οδηγούσε την μηχανή, του είχε κολλήσει αυτή η λέξη: ασυνείδητα. Βαρύ ήταν, γιατί ασυνείδητα; Και οι δυο έκαναν αυτό που ήθελαν, δεν είχε σημασία που ήταν γυναίκα..αλλά πάλι εκείνο το λες και είχε κολλήσει η βελόνα, τι το ήθελε; Τι ήθελε να γίνει δηλαδή;
Μετά από καιρό, όταν συναντήθηκε με τον Φώτη και του τα διηγήθηκε όλα- αφού πρώτα παραδέχτηκε το λάθος του- ορκίστηκε πως δεν θα το ξανάκανε.
-Μα είσαι βλάκας; Του είπε χύμα βλάκας είσαι; Δεν καταλαβαίνεις; Απλά η γκόμενα ήθελε μια συνέχεια. Αλλά εσύ, την παράτησες σαν σάκο του σεξ. Τέτοιος φαλλοκράτης είσαι, τι νομίζεις πως είσαι…
Του κόστιζε που του μιλούσε έτσι, όμως κατά βάθος πίστευε πως είχε δίκιο. Παρ όλα αυτά, νευρίασε.
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; Του αντεπετέθηκε. Δεν είσαι φαλλοκράτης εσύ; Εξ άλλου, ισότητα έχουμε. Ότι ζητούσε η κυρία, πήρε.
Τα λέγανε αυτά, περπατώντας γύρω στην πλατεία Εξαρχείων. Κάποια στιγμή, κάθισαν σε ένα παγκάκι.
Βραδάκι ήτανε και σκέφτηκαν να πάνε για κανένα ποτό.
-Κι εγώ το ίδιο θα έκανα, ομολόγησε ο Φώτης. Απλά ήθελα να σε πικάρω που μου την έκανες. Είδες λοιπόν, πως η φιλία δεν αντέχει, μπροστά σε οποιαδήποτε γυναίκα;
Αυτός όμως, δεν είχε όρεξη πια, για τέτοια κουβέντα. Θεώρησε το θέμα λήξαν κι αφού τα είχε βρει με τον φίλο του, πίστευε πως τελικά η φιλία είναι πιο δυνατή απ την αγάπη για μια γυναίκα.
- Θέλω κόσμο, του είπε. Φασαρία, γεγονότα. Πάμε.
Αντάλλαξαν μια γρήγορη ματιά συμφωνίας και το έβαλαν στα πόδια. Τώρα ο δρόμος μέχρι το ταξίμι ήταν πολύ πιο μακριά και είχε ανηφόρα. Καταϊδρωμένοι, έφτασε στην είσοδο σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυό.
Μισά-μισά; Ρώτησε αυτός.
-Στη μέση φίλε, του απάντησε.
Μπήκαν μέσα, βρήκαν την παλιοπαρέα. Κάθισαν μαζί τους, άιντε γεια μας και πίνανε. Ήταν μια παρέα που γνωρίζοντα από χρόνια. Σχεδόν από παιδιά.
Ώσπου εμφανίστηκε εκείνη η . Πήγε προς το μέρος τους χαμογελαστή. Αυτός, έκανε να σηκωθεί, να την υποδεχτεί, μα αυτή του έγνεψε με το χέρι, κάτσε, κάτσε. Σήκωσε το ποτήρι της, είπε ένα στην υγειά σας, στην παρά κι έπειτα στράφηκε προς αυτόν.
-Είσαι πολύ μάγκας! Του είπε δυνατά να την ακούσουν όλοι.

Κι έφυγε. Η παρέα χαχάνισε, λέγοντας διάφορα. Πες του κι άλλα..ναι..ναι..τέτοιος είναι..πες του κι άλλα! Αυτός όμως, δεν το είδε καθόλου αστείο. Δεν του άρεσε να του συμπεριφέρονται έτσι. Πικράθηκε με τον εαυτό του, στριμώχτηκε στην γωνία και ήπιε ένα καζάνι βότκα.

ΤΕΛΟΣ

 

 

ΠΑΛΙΌ, ΚΑΛΌς ΕΛΛΗΝΙΚΌΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΆΦΟΣ.

    ΚΑΡΙΈΡΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΆΦΟ. Περίπου το 1980 είχε εκδο θεί το πρώτο μου βιβλίο κι έκανε κάποια μικρή αίσθηση στο χώρο. Διατηρούσ...