Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

οπισθοφυλλο


 


 

Το μόνο που φοβόταν ο Γιάννης σ αυτή τη ζωή, ήταν το νερό. Όχι τη θάλασσα ακριβώς, ούτε τα ποτάμια αλλά το νερό. Αυτό το νερό που κυλούσε γάργαρο στο λαιμό των ανθρώπων, το νερό που αποτελούσε το εβδομήντα τοις εκατό του ανθρώπινου σώματος, το νερό που σ αυτό οφειλόταν η ύπαρξη της ζωής σ αυτόν τον κόσμο όπως τον ήξερε από τα βιβλία που είχε διαβάσει και μελετούσε ακόμα χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί αλλά μόνο από κάποιο ένστικτο που του λεγε μέσα του πως τα βιβλία ήταν από τα πιο σπουδαία πράγματα που υπήρχαν στον πλανήτη γη.

 Μόνο κάτι πουλιά πέταγαν δώθε κείθε. Τα πουλιά, σκέφτηκε,
είναι από
τα πιο άσχημα είδη που υπήρχαν σ’ αυτόν τον κόσμο.

Δεν τ’ αγαπούσε ούτε και τα μισούσε. Ο Γιάννης Παράμετρος
δε μισούσε τίποτε.
Απλώς αγαπούσε περισσότερο τα δέντρα, ακόμα περισσότερο
κι απ’ τους ανθρώπους. Τα πεύκα, τις ελιές, τα πλατάνια,
όλα τα δέντρα. Ακόμα και όσα είχαν αγκάθια για να
προστατευθούν από την κακία των ανθρώπων.
Ο Μάικ περίμενε να γίνει κάποτε η μεγάλη επανάσταση των φτωχών
Τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και καμιά φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες
Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος.
Δεν ήξερε ν απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το υποστήριζε με θέρμη, το έβλεπε, το ζούσε: οι άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων συνανθρώπων των, για θυσία σε θεούς, οι άλλοι τους τηγάνιζαν με καυτερό λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δε χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις για αυτό.
Η ζωή είναι ωραία απαντούσε ο Μάικ.

Γιατί σκοπός του ανθρώπου είναι η ελευθερία, που δεν φυλακίζεται, ακόμα και πίσω από τα πιο
ισχυρά δεσμά.


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΥΛΉ 2

  ΣΕ ΜΙΑ ΑΥΛΗ Τον γκρίζο κόσμο ενός απογεύματος θελήσαμε να ανεβούμε στο βουνό Είχαμε μαζί μας όλα τα εφόδια και κανείς πια δεν μας κυνηγούσ...