Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

ΧΜ

 


Πεσμένος σ ένα χάμω
σ ένα τίποτα
πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
πιστοποιητικό οικογενείας, Κώστα Πλιάτσικα
ένας μόνος του
υπεύθυνη δήλωση του νόμου 4000 μηδέν, μηδέν, τέσσερα
τράπεζα ναι
μισθωτήριο ναι
-κανείς δεν είναι μόνος του

Πως γίνεται να μη μ αγαπάς;
θα φάω τον κόσμο πριν σε συναντήσω

Πεσμένος χάμω
σ ένα αδυσώπητο παρόν
γυρίζω πίσω σ αυτό που με έκαιγε
να πεθάνω ή να ζήσω
κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου

Χμ
Υποψιάζομαι πως οι
λογαριασμοί είναι απλήρωτοι
-πρέπει να πούμε
ορισμένα πράγματα με τ όνομα τους;
να ζήσω ή να πεθάνω
κάποτε δεν είναι δική μας επιλογή

Πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
που σημαίνει δεν έπρεπε ν σ αγαπήσω
Ταυτότητα
Όταν ζητηθεί να υπάρχει εν ευκόλω
Ποιος είσαι;

Δε λέω πως είναι άσχημες αλλά φακές είναι
πόσο όμορφες να είναι;

Πεσμένος χάμω
σ ένα τίποτα, σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια
από τον θεό αλλά δεν μου την έδωσε
είπε, πως είσαι ανύπαρκτος, δεν υπάρχεις στα κιτάπια μου
Πως γίνεται αυτό, είπα
αφού εγώ είμαι ζωντανός;

Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στους καταλόγους

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ ΤΟΥ ΣΏΜΑΤΟΣ

 


Ακούστε φίλοι και φίλες. Δεν χρειαζόμαστε ανθρώπους που θα πηγαίνουν στο καζίνο. Ανθρώπους που θα νοικιάζουν την γη μας σε άλλους,που δεν θα κάνουν τίποτα στη ζωή τους,που δεν θα προσφέρουν στον αγώνα της ζωής και θα οδηγούν την ζωή μας με βάση τον υπερχρηματισμό και το Αμερικάνικο όνειρο ποιος θα γίνει πλουσιότερος σε βάρος των πολλών, ποια θα φοράει την καλύτερη τουαλέτα και η άλλη δεν θα έχει σουτιέν για να κρύψει την γύμνια της. Αν δεν γίνει μετριασμός και κόντεμα της οικονομικής διαφοράς μεταξύ πλουσίων και φτωχών-σήμερα φτάσαμε στο χειρότερο σημείο αυτής της απόστασης- δεν πρόκειται ποτέ να πούμε πως προσπαθήσαμε για την καλυτέρευση των όρων της ανθρώπινης σύζευξης πάνω στον πλανήτη γη.
[Απόσπασμα. Από παλιό δοκίμιο μου.]

 



Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τον εαυτό μας;
Δύσκολο να τον περιγράψεις, πιο δύσκολο να τον ζωγραφίσεις στο χαρτί. Στον καμβά. Επεξεργάζοντας μια προσωπογραφία-αυτο.
Στην ουσία μάλλον όλοι νομίζουμε πως είμαστε κάποιοι άλλοι.
Στην ουσία είμαστε ένας θόρυβος από μυστηριώδεις φοβίες, αξεδιάλυτους νευρώνες. Το μέσα μας και το έξω μας, εύκολο να συμβιβαστούν αλλά μόνο σαν μια πενιχρή συμμαχία. Όχι, για τους άλλους.
Η ελευθερία του μυαλού μας δε φτάνει να ικανοποιήσει τον άλλον μας εαυτό. Ο οποίος είναι ανίκητος. Η συνείδηση λοιπόν, είναι ανίκητη.
Έργα χωρίς συγκεκριμένες μορφές, φόρμες, ιδέες. Γρήγορο σχέδιο, σώμα, ψυχή, τόποι. Σχεδόν Ντανταιστστικό.
Οι μορφές ακανόνιστες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Φαιδρά δέντρα, χαρά, λύπη. Αυτό είναι ένα δύσκολο μέρος της ζωγραφικής: η επιλογή θεμάτων.
Το άλλο είναι πως ο ζωγράφος χρειάζεται κόσμο. Χρειάζεται να ζωγραφίζει για κάποιον ή κάποιους.
Κι έπειτα σκέφτηκα πως τώρα πια πρέπει να ζωγραφίζω πιο ελεύθερα, ακολουθώντας το χέρι, όχι όπως είναι οι εικόνες, απλά να υιοθετούν την ένωση τους. Η ζωγραφική δεν είναι πια μίμηση της πραγματικότητας.
[Για τη ζωγραφική μου και όχι μόνο, στα περιθώρια των σελίδων.]


Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΡΈΧΕΙ ΤΟ ΝΕΡΌ

 


Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο, διψασμένος,
κατάκοπος, με ένα δισάκι στον ώμο περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω
μια Ευτυχία που με περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που πλάθαμε όνειρα
να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά ήταν
γήπεδο-λέγανε πως το χε κάνει δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι είπα ν
ανέβω την ανηφόρα. Πιάστηκα από τις ασφάκες, τα βράχια, το μονοπάτι είχε
κλείσει αλλά κατάφερα να σκαρφαλώσω και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος
απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί. Οι ομάδες χωρίστηκαν, η μπάλα
πήγε στη σέντρα κι άρχισε ο σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η
μπάλα, έπιασα ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο Σταύρος ο τερματοφύλακας δεν
μπόρεσε ν αποκρούσει. Ο ιδρώτας, η τσατίλα, τα νεύρα, πέφταν μπουνιές και
κλωτσιές, τα πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν
ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε και κατηφόρισα πάλι το
μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια το πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου
έφτιαχνε το φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας. Πεινούσα και διψούσα.
Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, δεκαπέντε χρονών παλληκάρι, οι φίλοι μου που
παίζαμε μπάλα είχαν χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση
που έφτασα σε λίγο. Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά στο περιβόλι μας.
Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον πελώριο κορμό του. Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την Ευτυχία
να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη βαρέλα, ένα ξύλινο δοχείο που το
φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν! όπως
τώρα η Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα, και είχε τα μαλλιά της κότσο,
Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα τραγούδι:

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

κι εγώ θα περιμένω μια ζωή

να ρθει από μακριά, να με πάρει

να με πάρει από εδώ

 

Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό

κυλάει μου πνίγει τον καημό

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

που είναι ο νιος που αγαπώ;

Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς ανθρώπους κι εγω
αποφάσισα να βγω πίσω απ τον πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να
σηκώσει τη βαρέλα και δε με βλεπε. Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα! το κορμί της τρεμούλιασε στην
αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη ξέρουμε πως να ενώσουμε τα χείλη μας,
 κοιταχτήκαμε στα μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει τη βαρέλα και πήραμε το
δρόμο για το σπίτι. Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει έτοιμο το φαί.

 



 

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΤΟΥΣ ΠΈΝΤΕ ΑΝΈΜΟΥΣ

 


Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ολόγυρα από τον κόσμο σου ένα κίτρινο έφεγγε
Όχι, όχι δεν ήταν φωτοστέφανο, δεν ήσουν αγία εσύ
Και πως γίνεται να μη θυμάμαι;
Εγώ που πάντα φρόντιζα να ξέρω τι σκέφτεσαι επειδή σ αγαπούσα;
Όμως αυτή τη φορά με κορόιδεψες, ήξερες πως θα πονούσα και παρ όλα αυτά έφευγες.
Γιατί σου είχα πει, πριν πάρω τους δρόμους να φοβάσαι τον εαυτό σου στους πέντε ανέμους
Αλλά εσύ! ω εσύ, ήσουν πάντα άνεμος που ταξίδευες με όλα τα ποτάμια
δε σε νοιαζε ποτέ τι θ απογίνω μέσα σ αυτή την πολιτεία μονάχος
με όλους τους επαναστάτες γύρω μου να λιθοβολάνε το κενό.
Πάντα οι επαναστάτες κρύβονταν.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Το κόκκινο της νύχτας στα χείλη
Οι φωνές για τα περασμένα για όσα δεν έγιναν καλά
-γιατί τις ώρες των χωρισμών σκεφτόμαστε τα κακά;-
μα εσύ έφευγες ήταν οριστικό, όπως ότι υπάρχει ο ήλιος
όπως μέσα σ αυτή την πολιτεία χρόνια φορούσα το δικό σου παντελόνι και
δεν σκέφτηκα πως μια τέτοια νύχτα θα την έκανες για κάπου που δεν ήθελες να ξέρω.
Μόνον εγώ περπατούσα σ αυτούς τους δρόμους
Ναι, δεν ήταν η ώρα να περάσω από το σπίτι σας
φοβόμουν τους επαναστάτες, τα φοβόμουν όλα αλλά δεν ήξερα
Δεν ήξερα πως δε μ αγαπούσες λίγο, ούτε πως είχες πάρει την απόφαση
-χρόνια κρυβόσουν έτσι που δεν το θεωρούσα εύκολο αλλά να, ήταν που
κάτι όμοιο με την ελπίδα του ανίατου άρρωστου, πως τάχα θα γίνει καλά.
Ή πως οι επαναστάτες θα έπαιρναν κάποτε τούτη την πόλη κρυμμένοι στα σκοτεινά
μαζί κι εμένα που τριγυρνούσα μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά σου.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ναι, καταλάβαινα από πριν πότε ανθίζουν τα χρυσάνθεμα.
Λίγο πριν, λίγο μετά
Αλλά τι νόημα είχε αυτή μας η αγάπη; Εμείς δεν έπρεπε να συναντηθούμε
έτσι λέγαν τα σημεία, δυο άρρωστοι κι ο έρωτας τρίτος
Κι αφού εγώ τουλάχιστον σε ήξερα, σε είχα μάθει πως να
ξεφεύγεις από τις κακοτοπιές, πως να γλιτώσεις από τους επαναστάτες
Αλλά εσύ! ω εσύ, ταξίδευες πάντα με τους ανέμους σε όλες τις θάλασσες.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

ΓΕΡΜΈΝΗ ΣΤΟ ΠΛΆΙ

 


Όταν άνοιξε μια πόρτα και μπήκα σε κείνο το διαμέρισμα, η πρώτη εικόνα που αντίκρισα, ήταν το γυμνό κορμί μια γυναίκας ξαπλωμένης στον καναπέ. Καθόταν σε μια στάση συλλογιστικής οδαλίσκης και γερμένη στο πλάι, έβλεπε προς εμένα.. Μου χαμογελούσε συνέχεια και ως να φτάσω κοντά της, μου φάνηκε να πέρασε πολύς χρόνος. Τα μάτια της ήταν απαστράπτοντα πρασινογάλαζα αλλά γιατί είχα την εντύπωση πως δεν με έβλεπε; Σαν να ήμουν και να μην ήμουν εκεί. Άπλωσα το χέρι μου στην επιδερμίδα της, άσπρη, λεία, με αρμονικές καμπύλες, μια γυναίκα από αρχαίο Ελληνικό, σπασμένο μάρμαρο, αλλά και μια τσιτωμένη κλειτορίδα, πιθανώς Βραζιλιάνικη. Αυτή λοιπόν ήταν η γυναίκα που είχα επιθυμήσει χρόνια τώρα, από παιδί. Γιατί αυτή η επιθυμία, αυτό το όραμα να με παιδεύει; Μήπως δεν ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο; Αν την είχα φτιάξει με την φαντασία μου, τώρα πως ήταν εκεί μπροστά μου ολοζώντανη στον καναπέ; και γιατί είχα πάντα την εντύπωση πως είναι η γυναίκα κάποιου άλλου; Κάποιου ναυτικού, που ίσως να κατέφτανε από στιγμή σε στιγμή αλλά λες και δεν με ένοιαζε-εγω που δεν ήθελα να πάρω ποτέ την γυναίκα κάποιου άλλου- καθόμουν κοντά της και της χάιδεψα τον ώμο. Μείναμε αρκετά έτσι, αυτή ήταν η γνωριμία μας. Μέσα μου, πολλές φορές, μπερδεύομαι, αν έκανα έρωτα μαζί της, κι αν αυτή ήταν η ιδανική γυναίκα που υπήρχε σε όλον τον κόσμο για μένα και που υπήρχε στον καναπέ, με την αριστερή της παλάμη να στηρίζει το μάγουλο της, τον αγκώνα ν ακουμπάει στον καναπέ και με την δεξιά χούφτα της, να κρύβει το χνούδι του αιδοίου της που ήταν μικρό, σιγανό, σαν μικρής κοπέλας.
Χρόνια μετά, προσπαθώ να σκεφτώ, αν υπήρξε πραγματικά εκείνο το διαμέρισμα με την γυναίκα στον καναπέ.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

καθείς κι ο πόνος του

 


-Θα κρυφθεί το φεγγάρι από ζήλια, με είπεν.
-Ουχί, του ηπήντησεν ευκόλως τις παρευρισκόμενος εν τω άμα.
-Προς τι γαρ ο τίτλος και η αμέσως κείμενη πρότασις περί ζήλειας της σελήνης;
-Το εν εστί, επείν μεν πορευθείς ο Σαραμάγκου χιλίας και πλέον χρόνους εν τη φιλοσοφία ουδέν απεκόμισε περαιτέρω εις ημάς και αφ ετέρου δε, πολλάκις αυτόν αντάμωσεν η περισσόν κλέος τύχη.
-Α! ούτως ερμηνεύεις την μελαγχολικήν αυτήν προσωπικότητα; Δεν νομίζεις πως ανακαλύψας το σκότος, έχασες τον νου σου;
-Εις εμέ ωμιλείς με αυτάς τας μελανάς εκφράσεις; [Αλλά παρεμπιπτόντως αξίζει αυτη η έκφρασις: ανακαλύψας το σκότος έχασες τον νου σου!] Διατί μελαγχολίζουσα μορφή ο φιλόσοφος ούτος; Εις εμέ, φαίνετο, αρκούντως λαλίστατος και ευκρινής. Μάλιστα ουχί δυσκόλως αναγιγνώσκεις όσα γέγραπται.
-Έχω τας αμφιβολίας μου. Ψηλαφίζοντας α γέγραπται, μερικάς στιγμάς, μου ήρεσεν η ακολουθία της σκέψεως του. Ματαίως προσπαθείς, εκών άκοντι, να με πείσεις περί των αντιθέτων.
-Ου με πείσεις, καν με πείσεις...Ποίος είπεν; Αισχίνης ή Δημοσθένης; ιδού ένα μέγιστο ερώτημα της στιγμής! Εκλιπούσης της μνήμης...
-Χαχα! βέβαια! σοι εκλίπει πλέον η μνήμη και ελοχεύεις στη σκιά, περιμένοντας τον Σαραμάγκου..
-Μα τι λες ρε; Εγώ κρύβομαι και περιμένω τον Σαραμάγκου; Τι με νοιάζει εμένα ρε; ο κάθε Σαραμάγκου; Α να χαθείς παλιορεζίλη!
-Ρε καραγκιόζη σε μένα μιλάς έτσι; επειδή δε σ αρέσει εσένα ο Σαραμάγκου, τα βάζεις μαζί μου; Ξέρεις ποιος είμαι γω ρε σαχλόμαγκα;
-Αει ρε κατούρα να γίνουν τα χόρτα, έτσι θέλεις να σου μιλάω εσένα!
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; πιε τον καφέ σου κει πέρα κι άσε με ήσυχο.
Και ο καθένας έφυγε χωριστά*
K.Π. εκτός δΙΑΣΧΊΖΩ.

Ο ΜΌΝΟΣ

 





Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω.
Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα
Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο
κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο
μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα
σκούρα ες; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς.
Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα
μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε
τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά,
περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη
σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα
το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα.
Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα
μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά
στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί,
να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή
έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ
να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα
έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα
μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα
τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους
κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο.
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να
με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου.
Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές
άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται
στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που
με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε
  είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο.
στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό
μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα
την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα
κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαπό. Μόνος μου.



 


Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΠΛΕ ΣΚΟΤΆΔΙ

 


Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα, να μην κουβαλάω πολλά πράγματα, μόνο τα
σαντάλια μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία παραμάσχαλα. Έφευγα για
όπου μου άρεσε. Ένα τέτοιο μέρος που με συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η
Αίγινα. Έτσι, λοιπόν από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία
μου, την κοπάνισα. Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο κατάστρωμα παρέα με τους
γλάρους, το μπλέ και μια σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε
να φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το καφεδάκι, έσπαγα κανένα
χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος, νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά. Απέναντι μου
ένας τύπος ψηλόλιγνος, παληκαρι, φοιτητής φαινόταν με μια κιθάρα στον ώμο του
κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι, αποφάσισε να την ξεκρεμάσει για να χαϊδέψει τις
χορδές της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα, έτσι πρέπει να είναι τα δάχτυλα των
κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν άνοιξε το
σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε. Άρχισα να πίνω κι εκείνος να
παίζει. Συντραγουδήσαμε. Κι μετά όλο το βαπόρο μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα
είχε γίνει ένα κουβάρι μαζί μας! Άλλο που δεν ήθελαν οι τουρίστριες! Χόρευαν
ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι και ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το βαπόρο, στην προβλήτα,
ανάμεσα από πολύ κόσμο προσπάθησα να συνεννοηθώ με το Θόδωρα που θα
βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει για τέτοιον άνθρωπο. Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε στο
σκοτάδι. Τι υπονοούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκα
αλλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα , κάπως άβολα θυμάμαι. Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα. Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ, πήγα στο περίπτερο
να πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε τα ρέστα, δεν τον ρωτάω, σκέφτηκα.
Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του η άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Γέλασα.
Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν να πίνει
ούζο στο σκοτάδι της υποψίας μιας άλλης ζωής.







 

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΟΥΚΟΎΤΣΙ

 

 


Πέταξα το κουκούτσι απ το παράθυρο στο δρόμο. Κύλησε κάμποσο
καθώς το παρατηρούσα, ώσπου σταμάτησε. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσει.
Ήθελα να πάει λίγο παρακάτω ή να κινείται συνέχεια, έτσι θα μου έδινε την
εντύπωση πως κάτι γίνεται , πως κάτι υπάρχει αυτό το ήσυχο πρωινό που όλα
έμοιαζαν όμορφα και ευτυχισμένα. Ύστερα κοίταξα τη ζωή μου για λίγο. Για λίγο
σκέφτηκα κάτι παράξενα πράγματα που έχω κάνει, μικρά ή μεγάλα. Τι ωραία θα
ήταν να έπαιρνα τους δρόμους!
Και γιατί όχι;. Κατέβηκα από το μπαλκόνι μου πιασμένος από τα φυτά του κήπου,
ω ήταν εύκολο, άρα και οι κλέφτες μπορούν ν ανέβουν αλλά δε με ένοιαξε,
ξανασκέφτηκα, ας υπάρχουν κι αυτοί είπα κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο και
έναν ήλιο που μόλις γεννιόταν και ήθελε να μου τυφλώσει τα μάτια. Βγήκα στο
δρόμο, περπάτησα λίγο με τα χέρια στη μέση, είναι δύσκολο να περπατάς έτσι,
δηλαδή χωρίς να κουνάς τα χέρια σου κανονικά-αριστερό χέρι, δεξί πόδι και όχι
όπως είχα δει μερικούς παλιά, δεξί χέρι, δεξί πόδι. Στην άλλη γωνία που κοίταζα
το σπασμένο πεζοδρόμιο ένας ποντικός πετάχτηκε όμορφος να κάνει κι αυτός τη
βόλτα του, γιαλπ, γιαλπ γιάλπ, του φώναξα κι εξαφανίστηκε κατατρομαγμένος
ενώ δεν ήθελα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου είδα ένα ποδήλατο, κόκκινο,
αστραφτερό και πήγα προς τα εκεί. Το είδα λυμένο, παραξενεύτηκα που δεν είχε
κλειδαριές, κοίταξα γύρω μου με υποψία. Κανείς. Κανένας. Κανενέστατος.
Έπιασα το τιμόνι, ανέβηκα στη σέλα, ω είχα να κάνω ποδήλατο από παιδί, τι ωραία! Πάτησα τα πετάλια, έφυγα στην κατηφόρα προσεκτικά, στην αρχή αλλά σιγά-σιγά
πήρα φόρα κι έτρεξα σαν τον άνεμο. Α! τι ωραία, έλεγα κι ένιωθα μέσα μου κι από
έξω μου. Κίνηση δεν είχε καθόλου, μόνος μου ήμουν αυτό το πρωινό και βάλθηκα
να κάνω τα παλιά κόλπα μου. Σηκώθηκα ορθοπεταλιές στην κατηφόρα, γύρισα
ανάποδα στη σέλα, έτρεξα ανάποδα, ο δρόμος ίσιωσε, γύρισα μπροστά, άφησα
τα χέρια να κάνω μαγκιές. Ναι, τα χέρια στην έκταση, είναι δύσκολο να το πετύχεις
αλλά εγώ τα κατάφερνα και χαμογελούσα, ώσπου μου ήρθε ο τοίχος στη μάπα. Το πρόσωπο μου στράβωσε στον σκληρό σοβά, το τιμόνι έγινε τσακλακούδουνο,
ο τροχός μπήκε μέσα, ξεφούσκωσε η αλυσσίδα κι εγώ με ένα σπασμένο δόντι στο
χέρι, σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα όταν ήμουν στο μπαλκόνι μου και κοίταζα
το κουκούτσι που είχα πετάξει να κατρακυλάει στην άβυσσο.

 

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΠΕΦΉΦΑΝΟΣ ΉΧΟΣ

 


ΗΧΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Ο ήχος του γυναικείου περπατήματος
είναι αλλιώτικος¨ εγώ τον καταλαβαίνω.
Το τακούνι της γυναίκας
χτυπάει σαν βόλι στο μάτι του άντρα
Όχι στο αφτί
στο μάτι
Ο ήχος του τακουνιού είναι περήφανος
εγώ τον καταλαβαίνω
Σαν το γυμνό αγάμητο γυναικείο σώμα
χτυπάει στο πλακόστρωτο κι από μακριά
οι άντρες σηκώνουν τα βλέφαρα
ν’ αφουγκραστούν τον γυναικείο ήχο που
μυρίζει μουνίλα
Ο ήχος
Ανάλογα το ύψος
ο ήχος της γυναίκας ακούγεται
γρήγορος, κοφτός, ανήσυχος.
Από μακριά τον καταλαβαίνω
αυτόν τον ήχο του γυναικείου
τακουνιού στον πεζόδρομο.
Είναι μονόδρομος
Χωρίς τον ήχο της γυναίκας δεν ζεις

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

ΧΑΜΌΓΕΛΟ ΑΠΟΤΥΧΊΑΣ

 


 

Μίλα καλά, μίλα ωραίαααα!
Κατηφόρισα χτες προς την πλατεία Ομονοίας. Καθώς είχα λίγο χρόνο για χάσιμο, σκέφτηκα, μετά από πόσα χρόνια δε θυμάμαι, να κάνω πεζός τον κύκλο της. Μπήκα από τη στοά της Πατησίων και μου φάνηκε πως δεν έχει αλλάξει τίποτε. Ίδιοι άνθρωποι, ίδιοι α βαβά αβανταδόροι, προσπαθούν να σε σπρώξουν στα μαγαζιά τους. Δίπλα στο προποτζίδικο οι απίστευτοι παπατζήδες μαζί με τους κουστουμαρισμένους παίχτες του προπό, του Τζόκερ του κινο. Αυτοί του κινο ξεχωρίζουν, είναι φτωχομπατίρηδες που προσπαθούν να κονομήσουν το μεροκάματο, οι άλλοι του Ιπποδρόμου με τις γραβάτες και το ψεύτικο χαμόγελο της επιτυχίας στα χείλη, είναι άλλου είδους απατεωνίσκοι.
Βγαίνοντας από τη στοά προς την πλευρά της Δώρου και μπροστά από το πρώην καφενείον ΤΟ ΝΕΟΝ, είδα καινούργιες καφετέριες, ανθρώπους να κάθονται να κουβεντιάζουν σαν τα παλιά. Καλούτσικα ήταν! Έφτασα μέχρι την 3ης Σεπτεμβρίου, κοίταξα μέσα προς τα εκεί που ήταν παλιά το συντριβάνι και έπεφταν οι φίλαθλοι των ομάδων τους μετά τις νίκες, κάποιοι εργάτες, εργολάβοι κλπ διόρθωναν, φύτευαν. Προχωρώντας προς την Πειραιώς και την Αθηνάς που συνεχίζουν να υπάρχουν μερικά απ τα παλιά εμπορικά, παρατήρησα πως δεν έχει πράσινο αυτή πλατεία. Καθόλου πράσινο. Από τις ελάχιστες πλατείες που έχω δει με τόσο λίγο πράσινο. Τι σόι πλατεία είναι αυτή; Και μάλιστα από τις μεγαλύτερες-ονομαστότερες της χώρας;
Επέστρεψα προς την Δώρου, πίσω της, όπου υπάρχει ακόμα το παλιό εστιατόριο, διάβαινα ανάμεσα από τα τραπέζια όπου κάμποσοι έτρωγαν το μεσημεριανό τους. Οπότε, σκάει μύτη ένας τύπος παλιός, βγαλμένος λες από τις παλιές επιθεωρήσεις κι αρχίζει να τραγουδάει:
Μίλα καλά, μίλα ωραίαααα!
Οι άνθρωποι τρώνε μίλα ωραίααααααα!
Τον παρατηρούσα μέχρι να βγει από τα τραπεζάκια που γύρισε πίσω και βλέποντας πως ήταν έξω από το βεληνεκές τους, άλλαξε τραγούδι πηδώντας δεξιά-αριστερά σαν κατσίκι:
Στ αρχίδια μου τα δυο
που ναι σαν καμπαναριό!
Στ αρχίδια μου τα δυο
πάω πίσω στο χωριό!
Κι ανέμιζε το λευκό πουκάμισο γύρω από το γυμνό, ιδρωμένο κορμί του.

 

ΑΧΥΡΟΧΑΛΒΆΔΕΣ

 

Ερώτηση κρίσεως-έτσι έλεγε ο καθηγητής ιστορίας: Ο κόσμος όπως είναι ή όπως θέλουμε να είναι; Ποτέ δεν μπόρεσε να μας ξεκαθαρίσει κι εγώ, έπεφτα μια από εδώ και μια από εκεί. Όπως είναι δε μας αρέσει. Να τον αλλάξουμε δεν μπορούμε.
Προσπαθώ να καταλάβω, τι ωθεί τον άνθρωπο. Αυτό το σπρώξιμο, να πηγαίνει συνέχεια παραπέρα. Η Γη είναι πια γνωστή, ο Δυτικός άνθρωπος σάρωσε τα πάντα. Το κίνητρο του προγόνου ήταν η πείνα και το κίνητρο του επιγόνου, πάλι η πείνα. Χρειάζεται να τρώμε. Ακόμα και πετρέλαιο.
Μπορείς να γκρεμίσεις τον κόσμο αλλά θα τον ξαναφτιάξουν οι ανόητοι.
 

Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή που φαίνονται και είναι αντίξοα.
Δυο από αυτά είναι η εναντιότητα των ανθρώπων για ιδέες που παράγουν άλλοι και τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται εξ αυτών
Οι στοχασμοί μου ξεγυμνώνονται στη σιωπή. Περί των αδυνάτων λόγος. Δεν θα δευτερολογήσω, η επιμονή μου στο κυνήγι της ωραιότητος εξαντλήθηκε. Το ωραίον είναι αντικειμενικόν. Άμα δεν ξέρεις κιθάρα μην την εγγιζεις.
ανώτατη διαδικασία γνώσης, γραφή και ζωγραφία.
Δεν έχει σημασία εδώ ο γενναίος άντρας είναι χωρίς γένια. Περιττόν να πω πως χρειάζεται να ξαναδιαβάσεις το κείμενο. Οι αιχμές είναι σπουδαίες. Η γενική όψη του κόσμου δεν αλλοιώνει το αποτέλεσμα, πως πρέπει να ξεφύγουμε από αρρωστημένες καταστάσεις και αντιλήψεις. Η τέχνη στρέφεται κατά παντός. Το καταλαβαίνω, μα είναι απλοϊκό. Δεν υπάρχει ούτε το δέντρο, ούτε το δάσος. Οι καταλληλότεροι των ανθρώπων, δεν μπορούν ν απαντήσουν.Ο Πικαμπιά είχε μετατρέψει το φως σε χρώματα. Η πιο ωραία κατάσταση είναι τα χρώματα. Ο σεξπηρ, έβαλε χρώμα στο λόγο.
Μπορώ πάντα να το μελετήσω καλύτερα. Το σθένος ανήκει στους εξέχοντες. Και στις εξέχουσες. Οι γυναίκες φέρνουν καινούριες θεωρίες στην δημιουργία του σύμπαντος.
Εδώ υπεισέρχεται, ο κανόνας των δεξιοτήτων των ανθρώπων. Ο εγκέφαλος κάποιων άλλων που γίνεται σαφέστατα ανόητος καθ΄υμάς, νοητός προς άλλους. Η επιτηδειότητα της κατανόησης, το ανήμπορο της θέλησης του ενός. Η φιλοσοφία του όλου για το ανήμπορο. Πιο απλά γίνεται: δεν κάνουν οι μυγες μέλι, που συναναστρέφεται με την αδικία της ύπαρξης.
Δεν ξέρω γιατί τα κάνω όλα αυτά. Μπορεί να είμαι ένα τίποτα. Ούτε ξέρω γιατί ζωγράφισα τη ζωή σας και τη δική μου. Παραμύθι.
Λοιπόν, είναι μια ώρα καλή. Αραχτοί και λάιτ ζούμε τις ευτυχισμένες μας στιγμές. Έχω μια ψευτοδιάθεση για γέλιο, χαμογελάω πίσω απ την οθόνη. Σας βλέπω. Υπάρχουν πολλά προβλήματα, το εξής ένα: Που θα γαμήσουμε απόψε.
Κανένας δεν έφτασε παραπέρα τα μικρά μας δάχτυλα
κανένας δε φύτεψε την ανυπομονησία, τον πηλό τον κόκκινο πηλό
στα μάτια ανθρώπων που δεν ήξεραν τίποτε απο την αλήθεια.
Από τον θάνατο που μας περιμένει σε μια οξεία γωνία, για να δει πόσο ανυποψίαστοι είμαστε.
Φίλοι μου αγαπημένοι! Είμαστε ένα καράβι ακυβέρνητο. Ένα σπασμένο καράβι φίλες αγαπημένες. Πρέπει να βρούμε τη δύναμη να το ρυμουλκήσουμε στο λιμάνι. Κουράγιο σε όλους, σε όσους προσπαθούν και αγαπάνε αυτόν τον τόπο. Κουράγιο περισσότερο σε όσους διαβούν κάτω από τα όρια της φτώχειας, σ αυτούς που δεν έχουν δουλειά και ψάχνουν ένα κομμάτι ψωμί στην κυριολεξία. Οι έχοντες να σκεφτούν καλύτερα και να βοηθούν με όποιον τρόπο μπορούν.
Μαζεύω κάτι κουκιά ρε αχυροχαλβάδες για να τα φάτε, επειδή από τα κουκιά παθαίνεις ενός είδους δηλητηρίαση. Τίποτε άλλο δε συμβαίνει παρά μονάχα ψιλολαμογιές και αναλυτές του κώλου, παρά μονάχα μια κουκίαση που έσπειραν αυτοί.
οι σκέψεις μου στο περιθώριο

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

ΣΤΗΝ ΆΣΠΡΗ ΓΩΝΊΑ

 


Καθόταν στη γωνιά του κι άναβε το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου. Μάλιστα
επειδή δεν είχε φωτιά, σπίρτα, αναπτήρα, ίσκα και τα
λοιπά, άναβε απ το τελευταίο, λίγο προτού κάψει την κιτρινισμένη
του απ΄την νικοτίνη, ψυχή, λίγο προτού πάρουν φωτιά τα
ωχριασμένα μουστάκια του. Έπινε μαύρη ρετσίνα, τράβαγε γ
eρές ρουφηξιές θανάτου,
στόχευε την καρδιά του και δεν του καίγονταν
καρφί, αν πέθαινε τώρα απ το φούμο, απ τον καρκίνο του..
πνεύματος, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο γιατρός. Θα πεθάνεις, κακομοίρη του είπε
και κάπνιζε τον στριφτό μαύρο καπνό του κι
αυτός. Κάποια στιγμή, το τσιγάρο έπεσε καταγής κι ο γέρος
χώθηκε με μιας κάτω από το τραπέζι, κάτω απ τις καρέκλες, κάτω
απ τον εαυτό του, βούτηξε τη γόπα και την ρούφηξε ενώ τα μάτια
του τσουρουφλιζόταν απ την ξευτίλα του ποτού και του τσιγάρου.
Όταν ανορθώθηκε, τραγουδούσε τα ποτά και τα τσιγάρα κι αμέσως,
το καθισμένος στο απόμερο παγκάκι, το τσιγάρο έχει πέσει καταγής, χαμογελώντας,
σαν να ήξερε πως όλος ο κόσμος ήταν δικός του, και μονολόγησε πως όποιος έχει
υπάρξει καπνιστής και
 το κοψε, κάποια
μέρα θα ξαναφουμάρει ο διάολος να σκάσει
 Στις Δημοκρατικές
κοινωνίες, δεν επιτρέπονται οι ολικές απαγορεύσεις, έλεγε στην
οθόνη, ο καθηγητής εγκληματολογίας, Γ.Πανούσης,
μιλώντας για
την απαγόρευση του τσιγάρου, κι ο γέρων περηφανεύτηκε,
ανάβοντας με την στουρναρόπετρα, αυτή τη φορά το τελευταίο
τσιγάρο, το τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό, μια ζωή θα σ
αγαπώ, πως ακόμα και οι θεοί συμφωνούσαν μαζί του, άρα και ο καθηγητής, που
ήξερε τόσα πράγματα, τι διάλο καθηγητής θα ήταν
αλλιώς, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο του τσιγάρο στην
πραγματικότητα, αφού σε λίγο είχε πεθάνει, είχε
 γείρει, με βλέμμα
άδειο, πάνω στο τραπέζι, ενώ το τσιγάρο του έκαιγε το μυαλό,
του έκαιγε τα σπάργανα του νου.

 

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

Ι-ΔΑΝΕΙΚΉ ΖΩΉ 2

 

 


Ι-δανεική ζωή.
Χωρίς γυναίκας παρέα
μόνος δίχως χρήμα,
χωρίς το χάδι μιας χαριτωμένης εταίρας
στην ιστορία έγραφε σημάδι
πως αλίμονο δεν μπορούσα να τα πω όλα
αλλά τίποτε δεν είναι καλύτερο

Θα έλεγε κάποιος πως δεν ήξερε τίποτε
ούτε έμαθε ποτέ
να αρνηθεί ή να μην αρνηθεί;

Την ιδανική ζωή που του χάρισαν
-εύκολο είναι να πεις πως τίποτε δε χαρίζεται
και δύσκολο να πάρεις πίσω το λόγο σου.

Το χέρι μιας χαριτωμένης εταίρας
το σφυρί και το καλέμι
με νόημα εξηγούσε το αλάνθαστο αίμα
απλούστερα γιατί δεν είναι για χόρταση η ζωή
και η άρνηση
-δε θέλω να κατηφορίζω άλλο έτσι
μα πως να το κάνεις;

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

ΠΩΣ ΟΙ ΑΡΧΑΊΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΓΝΏΡΙΖΑΝ ΠΩς Ο ΌΛΥΜΠΟΣ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΨΗΛΌΤΕΡΟ ΒΟΥΝΌ;

 


 

ΓΙΑΤΙ ΚΥΛΑΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ 

Από μικρό παιδί, θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθεται πάνω από
ένα ρυάκι και να κοιτάζω τη ροή του. Μου έκανε εντύπωση
αυτό
το τρέξιμο του νερού και σκεφτόμουν πόσο είναι το νερό
της γης
και γιατί κυλάει το ρυάκι. Γιατί κυλάει το νερό και προς τα που.
[ Βασανιστικά σκεφτόμουν γιατί δεν πηγαίνει τον ανήφορο].
Όταν μεγάλωσα, έμαθα πως το νερό κυλάει εξ αιτίας της
ελκτικής
δύναμης που λέγεται βαρύτητα. Η εξήγηση ελευθέρωσε
ένα μέρος
της αγωνίας μου, μα όχι όλο. Σκέφτομαι τώρα, γιατί το
νερό να
καλύπτει το 70% της γης. Κι ακόμα, αναρωτιόμουν τότε,
αν η γη
κινείται από μόνη της, νοώντας πως οι δυνάμεις της
είναι μέσα
στον πυρήνα. Αργότερα πάλι έμαθα πως κινείται εξ
αιτίας των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων που ασκούνται
εξωτερικά από
αυτήν, μα πάντα το ρυάκι κυλάει στο μυαλό μου. Σήμερα,
σκέφτομαι πως είμαστε φτιαγμένοι από αστρική σκόνη-
κι εμείς τσακωνόμαστε αν ανήκουμε στην Ευρώπη- που
"κύλησε" εδώ,
πριν από πέντε δισεκατομμύρια χρόνια, κι ο χρόνος μεγαλώνει
κατά ένα δευτερόλεπτο το γήινο εικοσιτετράωρο. Πάντα με
απασχολούσαν αυτές οι φυσικές λεπτομέρειες- όχι αυτή καθ
αυτή η φυσική με τους μαθηματικούς τύπους-όσον αφορά την
θεωρητική πρόσβαση στην επιστήμη της φυσικής.
Η φιλοσοφία,
δηλαδή της φυσικής.
Αργότερα πάλι, έμαθα πολλά πράγματα, προσπαθώντας
μέσα από
την μελέτη, να βρω διέξοδο σε ερωτήματα τέτοια.
Η παλινδρόμηση
των κενών δημιουργούσε συνέχεια απορίες και φοβόμουν
το νερό,
σαν κυρίαρχο μέρος της ζωής μας. Συνειδητά, απλώνομαι
πάνω
από αυτό, επιπλέω σ΄αυτή τη συνείδηση πως πάνω από τους
νόμους υπάρχει, το σύμπαν που δεν μπορεί να κινηθεί έξω από
αυτήν. Βέβαια, η ξηρά, το μέρος που κατοικούμε μας δίνει
περισσότερη σιγουριά. Γη, θεωρούμε το χώμα, τα βουνά, τις
πεδιάδες. Και μου έρχεται στο νου να ρωτήσω πως οι Αρχαίοι
Έλληνες γνώριζαν ότι ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό.







 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...