Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

 

 


ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

 

Ο Μάρτιος δεν ήταν ποτέ από τους καλούς του μήνες. Τίποτε δεν του πήγαινε καλά, όλα στραβά κι ανάποδα. Από τα συναισθηματικά, τα οικονομικά, ακόμα και οικογενειακά.
Κανέναν Μάρτη δεν θυμόταν να χαιρόταν. Η μουντάδα που απέπνεε η φύση, το τσαλάκωνε, τον γέμιζε απελπισία.
Σάββατο μεσημέρι, είχε σχολάσει από την δουλειά και καθόταν εκεί στο μικρό γραφείο, μέσα στο ξυλουργείο του και το παρατηρούσε έτσι που ήταν πεντακάθαρο, δείγμα ότι δεν είχε δουλειές. Και την Δευτέρα, είχε να καλύψει μια επιταγή δέκα χιλιάδων ευρώ. Δέκα χιλιάδες ευρώ, ήταν πολλά λεφτά για εκείνες τις πενιχρές μέρες.
Όταν μπήκε στην γκαλερί έργων τέχνης, ένιωθε λιγάκι ψαρωμένος. Το μεσημέρι δεν είχε κοιμηθεί από την ανησυχία του κι έβλεπε συνέχεια τηλεόραση. Από Ελληνική ταινία του παλιού, καλού κινηματογράφου, μέχρι ποδόσφαιρο που δεν το ανεχόταν. Σπάνια ή σχεδόν καθόλου έβλεπε αθλητικές εκπομπές και μάλιστα ποδόσφαιρο.
Αργότερα είχε πάρει την εφημερίδα και την ξεκοκάλισε, ώσπου έπεσε το μάτι του στις εκθέσεις που εγκαινιάζονταν εκείνη την μέρα. Δεν πήγαινε σε εκθέσεις αλλά, καμιά φορά, που δεν είχε τι να κάνει, όπως απόψε, το αποφάσισε.
Διάλεξε μια, που αναφερόταν σε τοπία και νεκρές φύσεις. Φιλότεχνος ακριβώς δεν ήταν αλλά ούτε και τον άφηναν αδιάφορο μερικά πράγματα γύρω από τις τέχνες. Για παράδειγμα, η γλυπτική του άρεσε περισσότερο. Ίσως γιατί, είχε κάποια σχέση με το επάγγελμα του. Ο ίδιος είχε φτιάξει μερικά ξυλόγλυπτα, που τα επιδείκνυε στους φίλους με κάποια δόση αυταρέσκειας.
 Η ζωγραφική και ιδιαίτερα η αφηρημένη, ο Πικάσο και οι ομότεχνοι του, δεν του έλεγαν τίποτε. Προτιμούσε τα κλασσικά έργα. Τοπία, προσωπογραφίες, σκηνές από την φυσική ζωή του ανθρώπου. Τέτοια έργα παρουσίαζε και η έκθεση που είχε διαλέξει να πάει. Και τώρα, μ’ έναν κατάλογο στο χέρι κι ένα ποτήρι κρασί στο άλλο τα μελετούσε ή έκανε πως τα μελετούσε.
Εξ επίτηδες είχε αργήσει να πάει, έτσι που να σπάσει το μεγάλο κοινό-ποτέ δεν του άρεσε η πολυκοσμία, ο συνωστισμός. Είχε μια μικρή δόση αγοραφοβίας.
Πράγματι έτσι συνέβαινε. Λίγος κόσμος κυκλοφορούσε τώρα εκεί. Ο ζωγράφος, ένας ωραίος τύπος με κοτσίδα και μικρά σοφιστικέ γυαλιά μυωπίας, εξηγούσε σε κάποια κυρία, έναν από τους πίνακες του. Αυτός, με την άκρη του ματιού του πρόσεξε καλύτερα την κυρία. Θα ήταν μεταξύ σαράντα πέντε και πενήντα, Πιο πολύ, προς τα πενήντα φαινόταν αλλά κρατιόταν καλά. Μελαχρινή, ψηλόπυγη, γυμνασμένη. Σαν να αντιλήφτηκε το βλέμμα του, γύρισε και του έριξε μια ανάλογη ματιά. Αυτός, της έκλεισε το μάτι και ούτε που κατάλαβε γιατί το έκανε. Εκείνη, ταρακουνήθηκε που την πρόσεξε ένας νεαρός. Αυτός ήταν τριάντα δυο χρονών και φυσικά για κείνη ήταν νεαρός.
Σε λίγο  παράτησε τον ζωγράφο και πήγε κοντά του.
-Γεια σου, του είπε χαμογελαστά, δίνοντας το χέρι και κοιτώντας τον στα μάτια ζεστά.
-Γεια σου, της απάντησε, ενώ παρατηρούσε πως στα χέρια της, που ήταν ρυτιδιασμένα, όπως και ο λαιμός, φαινόταν η ηλικία της.
Ήταν σίγουρα πενηντάρα αλλά δεν τον ενόχλησε. Κάπου στο ασυνείδητο, σκεφτόταν να είχε κάποτε μια τέτοια εμπειρία.
Αφού έκαναν ξανά τον κύκλο των έργων, μιλούσαν και γνωριζόντουσαν. Η Μάρυ, έτσι του είπε πως την έλεγαν, έμοιαζε να ξέρει πολλά γύρω από την τέχνη. Ο άντρας της που ήτανε γλύπτης αλλά τώρα είχε πεθάνει προ πολλού, την είχε μυήσει στα μυστικά σκαλοπάτια των τεχνών.
- Εγώ δεν ξέρω σχεδόν τίποτε.
-Δεν πειράζει αγόρι μου, ξέρεις άλλα εσύ. Πίνουμε ένα κρασί ακόμα;
Της έγνεψε ναι και κατευθύνθηκαν στο μπαρ της γκαλερί. Κάθισαν  και πίνοντας μίλησαν για διάφορα. Η Μάρυ ήταν αριστοκράτισσα. Ξεχώριζε, όπως ξεχωρίζουν αυτές οι γυναίκες μέσα στο πλήθος. Από το ακριβό, εξεζητημένο ντύσιμο, μέχρι το περπάτημα, την ομιλία, τον τρόπο συμπεριφοράς. Αυτός έμοιαζε λιγάκι βλάχος μπροστά της και ντράπηκε.
-Δεν πειράζει, του είπε μισοκοροιδευτικά μια και μιλούσαν για την καταγωγή του.
Αυτό θα το έλεγε συχνά σε όλες τους τις συναντήσεις, έτσι, που, στο τέλος θα καταντούσε να τον χτυπάει στα νεύρα. Προς το παρόν, το διασκέδαζε και περίμενε με κάποιο είδος αγωνίας, πως θα εξελίσσονταν η βραδιά.
-Πάμε για φαγητό; Του πρότεινε. Εγώ κερνάω.
Δεν το δέχτηκε πάρ’ ότι τα οικονομικά του ήταν χάλια, πλήρωσε τον λογαριασμό όπως κάνουν όλοι οι τζέντλεμαν. Την Μάρυ, είχε προλάβει να σκεφτεί, την προόριζε να πληρώσει πολύ μεγαλύτερους λογαριασμούς.

Το σπίτι της, βρισκόταν κάπου στην Κηφισιά, είπαμε ήταν αριστοκράτισσα Και οι αριστοκράτες, κάπου εκεί έμεναν. Μεταξύ Κηφισιάς και Εκάλης. Άιντε κάτι ξεπεσμένοι να κατοικούσαν ακόμα στο Κολωνάκι, χλεύασε.
Πήγαν κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Τον παρέσυρε, δηλαδή, γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να την ρίξει στο πάτωμα. Αλλά η Μάρυ τον έφτιαξε. Του έδειξε τα κάλλη της, του γύρισε ένα πραγματικά ωραίο βουνό. Την πήρε βάναυσα, έως χυδαία και δεν ήξερε γιατί το έκανε έτσι. Μια- δύο, τρεις φορές, ώσπου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της.

Η Μάρυ διατηρούσε ένα εργαστήρι ζωγραφικής, στην μνήμη του συχωρεμένου άντρα της. Εκεί πέρασε τις περισσότερες από τις επόμενες μέρες του. Τα βράδια, κοιμόταν άλλοτε στο σπίτι της κι άλλοτε στο δικό του. Αλλά στο εργαστήρι του άρεσε περισσότερο. Όταν έλειπε η Μάρυ, είχε παρέα τους μαθητές και τις μαθήτριες του εργαστηρίου. Οι μαθήτριες μάλιστα,τον κοιτούσαν περίεργα, κρυφογελώντας.
Στην αρχή δεν είχε καταλάβει το γιατί. Αργότερα που πήρε μυρωδιά ότι το έκαναν επειδή η Μάρυ έφερνε κατά καιρούς τους εραστές της εκεί και τους επιδείκνυε, ένιωσε λίγο άσχημα. Ώστε είχε γίνει ζιγκολό!
-Ζιγκολό της πλάκας είστε όλοι αγόρι μου! Γελούσε η Μάρυ. Της πλάκας!
Δεν τον ένοιαζε και πολύ ο τίτλος, ούτε αν ήταν ζιγκολό της πλάκας αλλά τι να έκανε; Ήταν η ακάλυπτη επιταγή στη μέση, για την οποία είχε πάρει μια μικρή διορία, ήταν οι δουλειές που τις είχε παρατήσει για να ρίχνει στο πάτωμα την Μάρυ.

Μια μέρα, μετά από ένα κουρασμένο γι’ αυτόν πέσιμο από πάνω της-εκείνη πάντα το απολάμβανε- της ζήτησε να το εξυπηρετήσει με ένα δάνειο. Τον διαβεβαίωσε πως θα γίνει.
-Ότι θέλει ο «Απόλλων»!
Έτσι τον αποκαλούσε τώρα και τον επιδείκνυε στους φίλους της. Ο Απόλλων, τον σύστηνε και γελούσε Σιβυλλικά. Κι αυτός έκανε Σισύφεια υπομονή, ακολουθώντας την παντού. Στα θέατρα, στις συναυλίες, ακόμα και στην Λυρική όπου σκυλοβαρέθηκε αλλά τι να έκανε; Χρειαζόταν τα λεφτά για να βγει από το αδιέξοδο και η Μάρυ ήταν η μοναδική του σωτηρία. Μερικά πράγματα, επειδή τα ζούσε για πρώτη φορά- ίσως και μοναδική-του άρεσαν. Έτρωγαν στα ακριβότερα εστιατόρια, ντυνόταν τα ακριβότερα ρούχα που φυσικά του τα αγόραζε η Μάρυ,έπεφταν στο δάπεδο, περνούσαν και καλά.
Γενικά, έκανε ότι ήθελε. Σχεδόν μια ονειρεμένη ζωή. Τι άλλο να ζητούσε;
-Όνειρο είναι η ζωή αγόρι μου.Ένα όνειρο. Ζήσε την όσο μπορείς. Μην σκέφτεσαι, του έλεγε συχνά. Άλλοι φροντίζουν για σένα.
Αυτός μισόκλεινε τα μάτια στον ήλιο και σκεφτόταν πως είχε παρεκκλίνει. Πως το είχε παρακάνει.
Έβλεπε πως αυτή η ιστορία θα τελείωνε σύντομα. Το ένιωθε. Γι αυτό προσπαθούσε να της πάρει τα λεφτά και να την κάνει. Ύστερα, θα έβλεπε τι θα έκανε.
-Δέκα χιλιάδες ευρώ; έκανε η Μάρυ. Δεν είναι και λίγα. Τι λες εσύ; Λίγα είναι; Του υπενθύμιζε συχνά.
Αυτός στραβομουτσούνιαζε. Όχι άγαρμπα αλλά στωικά.
-Καλά, μην κάνεις έτσι τον αναπτέρωνε. Αύριο- μεθαύριο θα πάω στην τράπεζα, δεν έχω τόσα μετρητά επάνω μου.
Να σπαταλάει για την διασκέδαση τους, για ρούχα, για οτιδήποτε άλλο, δεν της κακοφαινόταν. Μόλις όμως της μιλούσε για δανεικά, άλλαζε κουβέντα. Κουμπωνόταν.
Αλλά, μια μέρα, αυτός νευρίασε.
-Με κοροϊδεύεις! Της είπε απερίφραστα. Γιατί δεν μου λες την αλήθεια; Πες καλύτερα, ότι δεν θέλεις ή ότι δεν μπορείς.
Και την έριξε στο φιλότιμο.
-Εντάξει, του είπε. Έλα το απόγευμα στο εργαστήρι να σου τα δώσω.

Το απόγευμα πήγε στην Κηφισιά, μ’ ένα συναίσθημα ευεξίας.Παρκάρισε χαρούμενος την ασκόνα έξω από το εργαστήρι της Μάρυ, ανέβηκε τα λίγα σκαλιά, άνετος, σίγουρος για τον εαυτό του και δεν ενοχλήθηκε από τα ειρωνικά κρυφόγελα των μαθητριών. Τι σημασία είχαν τώρα αυτά;
Μπήκε κατευθείαν στο γραφείο της, παραξενεμένος που βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Κοίταξε γύρω, εξεταστικά. Πουθενά η Μάρυ. Άναψε τσιγάρο και περίμενε βηματίζοντας. Ύστερα, το μάτι του πήρε το γράμμα πάνω στο γραφείο. Δίπλα, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Έπιασε πρώτα το τριαντάφυλλο και το μύρισε. Μετά, διάβασε το γράμμα αμήχανος.
«Αγόρι μου. Ορισμένα πράγματα, δεν είναι αυτά που φαίνονται. Έτσι κι εγώ, δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Η πλούσια αριστοκράτισσα. Δεν υπάρχει μία.
Άρα, μπορείς να φύγεις, να συνεχίσεις το όνειρό σου.
Έτσι δεν λέγαμε; Πως η ζωή είναι ένα όνειρο; Είσαι λοιπόν, ελεύθερος, να διαλέξεις τον επόμενο θάνατο σου.»

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

ΩΡΑΊΑ ΖΩΉ

 


Νύχτα του Νοέμβρη λένε. Η τύχη μας ανακοινώθηκε. Ωραία η ζωή κι ο έρωτας στις καστανιές. [Να χεις έναν σπουδαίο άνθρωπο πλάι σου.]
Νύχτα του Νοέμβρη το δυο χιλιάδες δεκάξι, ποιος να το πίστευε.Να στεκόμαστε πίσω απ τις οθόνες. Αλέ ρετουρ. Μου θυμίζει τον Τζόις και τον παρθενικό μας σοσιαλισμό.

Η συνοχή μιας κοινωνίας σαν την Ελληνική, είναι δύσκολη εξ αιτίας του κληρονομικού μας υπόβαθρου που στηρίζεται ακόμα στον κοτσαμπακισμό. Χρειάζεται ν αλλάξουν νοοτροπία οι άρχοντες και οι αρχούμενοι. Δεν είναι θέμα φιλανθρωπίας, είναι θέμα αξιοσύνης, δηλαδή, ο καθένας να παίρνει ότι του αξίζει, να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια.
 

Παιδιά, αυτά είναι φαινόμενα καθημερινά εδώ και τρία χρόνια. Που ζείτε! Τώρα τα είδατε; Εγώ που ζω στο κέντρο - έχω γράψει κατά καιρούς γι αυτά- βλέπω Έλληνες να ψάχνουν κάθε μέρα στα σκουπίδια. Οι πολιτικοί φταίνε για την κατάντια του τόπου. Αυτοί έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Και οπωσδήποτε το μεγάλο κεφάλαιο που δεν έκανε τις παραμικρές παραχωρήσεις και δεν κάνει., επειδή δεν υπήρξε ένας πολιτικός να τους στρίψει τ αυτιά για να μην πω κάτι άλλο.

 

 

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

ΈΧΕΤΕ ΚΟΙΜΗΘΕΊ ΜΕ ΑΡΚΟΎΔΑ;

 


Τελικά, όλα ησυχάζουν. Σα να μην υπάρχει και πολύ κουράγιο. Κάτι κουρασμένα παληκάρια οι φίλοι μου. Κάτι κλεισμένες καρδιές οι γυναίκες μας. Κατάθλιψη, ψεύτικοι διέξοδοι με πρώτη την ποίηση. Αυτές είναι οι επιλογές μας τούτο τον καιρό. Μπύρα ή κρασί; καλό βράδυ. Να δεις που άμα μας πετάξουν το κόκαλο θα πάμε να τους το φέρουμε.

Η κριτική είναι ελεύθερη σε μια δημοκρατική χώρα. Η καλή και η κακή. Όλοι μπορούμε να κρίνουμε, μπορούμε να πούμε ευθέως δε μου αρέσει αυτό το έργο ζωγραφικής, αυτό το θεατρικό είναι καλό, εκείνο το βιβλίο είναι κάκιστο. Αυτό το δημόσιο πρόσωπο[ επώνυμο] δεν έπραξε καλά. Στην Αμερική χώρα ελευθερίας! μπορείς και να δυσφημίσεις: Η κόκα κόλα είναι σκατά. Γι αυτό πίνω Πέπσυ.

Άμα λιγοστέψεις τις επιθυμίες σου μόνο τότε μπορείς να συλλάβεις την ουσία, λένε οι σοφοί. Αλλά αναρωτιέμαι εγώ, η επιθυμία δε συμβαδίζει με την ανάγκη; Επιθυμώ να τρώγω ή είναι ανάγκη; Είναι ανάγκη να κάνω έρωτα,[αναπαραγωγή του είδους] ή επιθυμία; [ Απόλαυση, ηδονή κλπ.] Δυο είναι τα μεγαλύτερα ένστικτα του ανθρώπου: Η τροφή και η σεξουαλική πείνα.

Μερικοί έχουν μείνει ακόμα στον καιρό της μαγκιάς. Οι άντρες αλλά και λίγες γούμαν, πιστεύουν πως περνάει ακόμα αυτός ο τύπος, που προσπαθεί να επιβάλλει τη γνώμη του απευθύνοντας προσβολές, προσωπικές, αντί να μιλούν επί των θεμάτων που μας απασχολούν. Πιστεύω πως αυτό είναι μειονεκτικό και κομπλεξικό συναίσθημα. Κανείς δε δικαιώνεται μόνο από τα λεγόμενα του.

μπήκε η αρκούδα μες την καλύβα μας και πρέπει να τη βγάλουμε έξω. Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε μαζί της.[ Έχετε κοιμηθεί με αρκούδα;]

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

ΠΑΡ- ΕΝΌΧΛΗΣΗ- Κ'ΑΠΟΤΕ ΜΑΣ ΈΣΩΖΕ ΜΙΑ ΒΡΟΧΉ

 


Την έχει επηρεάσει, λέει ο Αμερικάνικος και Εγγλέζικος τρόπος ζωής. Γιατί μου λέει να μη γίνουμε κι εμείς διάσημοι; αν με σεξουαλοπαρενοχλήσεις και σου κάνω μήνυση θα γίνει της Πέπης. Φαντάζεσαι τίτλους: διάσημος ζωγράφος και συγγραφέας ασκούσε σεξουαλικές πιέσεις στη φτωχή γραμματέα του!

 


 Δέκα εκατομμύρια και κάτι οι Έλληνες, έντεκα εκατομμύρια πρωθυπουργοί κι από μια γνώμη ο καθένας. Ευτυχώς έχουμε μια πούτσα, γιατί ποιος θα έφευγε αγάμητος από αυτόν τον ξεφτιλισμένο κόσμο. 


 
Μπορεί να είναι μια μέρα. Μόνον αυτό.
Αγγίζουν τα φύλλα το ένα το άλλο
μπαίνουν μέσα τους κίτρινα φύλλα που
τα ζιψε ο!
Το φως δε φέγγει για όλα
μπορεί να θέλει να πει κάτι αυτό. Ω! το άσπρο φως
κρέμεται από το ταβάνι σα μια μύγα νεκρή
πηγαίνει κι έρχεται
έρχεται και πηγαίνει
πηγαινοέρχεται μια και καλή!
είναι ένα πλαϊνό ασανσέρ γεμάτο ερωτευμένους σκύλους
η πείνα και το φως μοιάζουν
είναι αχρείαστα όταν πεθάνεις.
Όμως πάντα έτσι δεν ήταν;
όταν λείπει το φως
το εφάμιλλο ψωμί, ε, πως;
Η σκόνη μπαίνει από παντού σαν απουσία χώρου.
 

 

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΈΝΕΙΣ ΤΟ ΤΡΈΝΟ

 


ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙς ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ...

 

Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού  όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά
  σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.

 

Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε
  ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.

Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι

Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.

Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:

"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*

Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε
  μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.

Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με
  δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.

Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα , έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*

Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.

 

* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.

 

 

**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.

ΤΕΛΟς

 

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...