Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

ΜΙΑ ΆΓΝΩΣΤΗ ΣΤΟ ΔΙΑΔΊΚΤΥΟ

 


Από την πρώτη φορά πού είδε τη φωτογραφία, στο προφίλ της στο φεις μπουκ, την ερωτεύτηκε. Πως συμβαίνει στη ζωή; Όταν συναντάς έναν άγνωστο, μια άγνωστη σε μια παρέα κάποιο βράδυ που πηγαίνετε για ποτό; Έτσι ακριβώς. Όταν όμως συναντάς το άτομο που πρόκειται να ζήσεις, να έχεις μια ιστορία μαζί του, τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Ο Μάικ τα ήξερε όλα αυτά. Τα είχε ζήσει μια και ήταν ήδη σαράντα χρονών. Στη ζωή είναι αλλιώς, είπε στον εαυτό του. Πίσω απ τις οθόνες πως να ερωτευτείς;. Του φαινόταν απίθανο, έως απίστευτα τραγικό και τίναξε τη στάχτη απ το τσιγάρο του στο όστρακο. Που το είχε βρει αυτό το όστρακο; Αλλά τόσα χρόνια που του άρεσε η θάλασσα, τα νησιά τα ταξίδια, κάπου δε θα μάζευε ένα όστρακο για να το κάνει σταχτοθήκη; Ναι, το θυμήθηκε. Ήταν από το Καλοκαίρι του 2002 στα Κύθηρα. Τότε ζούσε με την Καίτη την παρ ολίγο γυναίκα του, τώρα ήταν ερωτευμένος με τη Ντίνα. Ποια ήταν αυτή; Δεν ξέρω, μονολόγησε αλλά μόλις είδα τη φωτογραφία της, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Έτσι ξεκίνησε κι άρχισε να ψάχνει με μανία τα πάντα γι αυτήν. Ξεκίνησε από τις πληροφορίες. Έψαξε πρώτα να βρει πόσο χρονών ήταν. Τζίφος. Έγραφε πως γεννήθηκε το χίλια εννιακόσια ένα. Πλάκα έκανε η κυρία κι έτρεξε παρακάτω να δει αν ήταν ελεύτερη. Ελεύθερη, ω, ναι, το είδε και ηρέμησε. Η Ντίνα ήταν ελεύθερη. Κοίταξε το επάγγελμα. Φιλόλογος. Εδώ κόμπιασε λίγο, αυτός ήταν ηλεκτρολόγος, μάστορας, ταιριάζει με μια φιλόλογο; Στην εποχή μας όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί, του είπε στο πρώτο τους τσάτ κι αυτός έτρεμε. Ναι, δίκιο έχεις της απάντησε αλλά δεν τόλμησε να τη ρωτήσει πόσο χρονών ήταν. Άσε, σκέφτηκε, πρώτη φορά ήταν που μιλήσαμε και ξαναγύρισε στις πληροφορίες που δεν τον φώτισαν και πολύ. Μόνο στις μουσικές προτιμήσεις ταιριάζανε απ ότι κατάλαβε, αυτή έπαιζε σκάκι, ο Μάικ τάβλι, δεν πειράζει, του έγραψε σε ένα μήνυμα, άμα έχουμε τις ίδιες προτιμήσεις θα μονοτονίσουμε, καλύτερα να είμαστε λίγο διαφορετικοί. Για όλα έβρισκε λύσεις η Ντίνα. Η Κωνσταντίνα που έλεγε πως ήταν από την Αθήνα κι ο Μάικ έγραφε πως η καταγωγή του ήταν από το Μελιγαλά. Χα! κορόιδεψε εκείνη και σα να την έβλεπε που φύσηξε τη μύτη της.Χα! απ το Μελιγαλά! να το αλλάξεις στην ανάγκη να πεις ένα ψέμα και κάπου εκεί τσίνιξε λίγο ο Μάικ. Αυτός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και του φάνηκε πως τα πράγματα θα γινόταν όπως και με τις άλλες εδώ μέσα. Το ξανασκέφτηκε κι άναψε ένα ακόμα τσιγάρο στο μπαλκόνι του. Έπρεπε να φύγει, κοίταξε το ρολόι στον υπολογιστή, οχτώ, εντάξει, είχε ώρα ακόμη. Κοίταξε πέρα τον Ημμητό έτσι πως το είχαν καταντήσει. Βουνό ήταν αυτό; και ξαναγύρισε στο ποντίκι. Έπαιζε με το βέλος, που σταμάτησε ξαφνικά στην Μαρίνα. Στραβομουτσούνιασε. Ήταν από τις πρώτες που είχε γνωρίσει στο φεις. Μελαχροινή, σοβαρή, πανέμορφη φαινόταν στις φωτογραφίες και τον φλέρταρε με την πρώτη. Θυμήθηκε πως έκαναν πολλά όνειρα, πολλές νύχτες και μέρες, ώσπου εκείνη αραίωσε και τώρα δεν έλεγαν ούτε καλημέρα χωρίς να ξέρει το γιατί. Απορούσε που δεν την είχε διαγράψει από τους φίλους του και το ξανασκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Έσυρε το βέλος στη διαγραφή αλλά δείλιασε. Α στην, ας υπάρχει σκέφτηκε, να μου θυμίζει πως οι γυναίκες εδώ μέσα, όπως και στη ζωή, είναι ψεύτικες όλες. Όλες εκτός από την Ντίνα. Α, όλα κι όλα η Ντίνα ήταν αλλιώτικη, ήταν γυναίκα με αρχές, με ήθος. Αφηρημένα ξαναγύρισε στην αρχική σελίδα. Είδε πως του αφιέρωνε ανοιχτά, [αυτό δεν έλεγε κάτι;] ένα παλιό τραγούδι. Ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Άναψε κι άλλο τσιγάρο ακούγοντας το, φύσηξε τον καπνό μέσα κι έξω από την οθόνη. Λογάριασε πως ο έρωτας στο διαδίκτυο, είναι όπως ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Τεράστιο το ένα, απέραντο το άλλο, τι να κανε; Πως να βρισκε το ταίρι του σε ένα αρχιπέλαγος; Τέλειωσε με το τσιγάρο, έκλεισε την οθόνη βιαστικά και βγήκε.

 Η Ντίνα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη της. Ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης που έδειχνε τα πάντα, δεν μπορούσες να του κρύψεις τίποτα. Στεκόταν εκεί ολόγυμνη και κοίταζε το κορμί της. Δε ντρεπόταν, της άρεσε να βλέπει το ωραίο σώμα της. Ήταν τριανταένα χρονών, αψεγάδιαστη κι αυτο της άρεσε πολύ. Έκανε μια αστεία γκριμάτσα, πλησίασε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, ζούληξε τη μύτη της που την θεωρούσε μεγάλη και κάποτε, μικρή, είχε σκεφτεί να την κόψει. Ταυτόχρονα στο μυαλό της ήρθε ο Μάικ. Τον σκέφτηκε με κάποια νοσταλγία, τον είδε στη φαντασία της, όπως ήταν σ αυτή τη φωτογραφία που είχε στο φει μπουκ. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί αλλιώς.Ύστερα κούνησε το κεφάλι της , σα να ήθελε να ξαστερώσει. Ή ώρα ήταν εννιά. Εννιά το βράδυ. Γυμνή όπως ήταν γύρισε στο σαλόνι. Στο μυαλό της δεν ήταν ο Μάικ τώρα, ήρθε ο Δημήτρης, ο αιώνιος εραστής της. Χαμογέλασε που τόσα είχε να θυμηθεί μαζί του. Πέρασε το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά της, στάθηκε λίγο μετέωρη, άνοιξε τον υπολογιστή. Κοίταξε να δει αν ήταν ο Μάικ μέσα. Όχι δεν ήταν. Καλύτερα σκέφτηκε, θα του γραφε ένα ωραίο μήνυμα ανάμεσα από πασχαλιές που της είχε πει, ότι του άρεσαν. Τι να του γραφε όμως;  Πήγε στα μηνύματα, έσυρε το βέλος, διάλεξε ένα μπουκέτο πασχαλιές κι έγραψε από κάτω:" Όλα είναι τόσο ωραία, Γιατί να μην είμαστε μαζί όταν πρέπει;" Πάτησε κοινοποίηση, το μήνυμα έφυγε σαν περιστέρι κι η Ντίνα χαμογέλασε αυτάρεσκα. Πήγε στην αρχική σελίδα, έβαλε μουσική, ο ήχος του Βιβάλντι γέμισε το σαλόνι. Αντάλλαξε μερικές καλησπέρες με κάποιες φίλες της που στην ουσία δεν τις χώνευε αλλά από τις οθόνες ήταν υποχρεωμένη να είναι ευγενικιά, μίλησε και σε μερικούς επίδοξους σαλιάρηδες εραστές της δεκάρας, όπως τους αποκαλούσε από μέσα της και από έξω της αν χρειαζόταν, έτσι για να περάσει η ώρα, μέχρι να πήγαινε δέκα που θα ερχόταν ο Δημήτρης, ο αιώνιος εραστής. Της άρεσε που έκανε έρωτα μαζί του, δε φανταζόταν ποτέ τη ζωή της χωρίς αυτόν. Ήταν υποχρεωμένη από τη φύση της να σέβεται όσα της έδιναν με υπομονή και σύνεση. Στον έρωτα όμως δεν υπάρχει σύνεση! μονολόγησε δυνατά και το γραψε σε κάποιον Τάκη που την φλέρταρε χρόνια τώρα στην οθόνη. Συμφωνώ μαζί σου κι άλλες τέτοιες μπούρδες της απάντησε ο ξενέρωτος. Γιατί τα έκανε αυτά; Δεν ξέρω, μονολόγησε σκεφτική. Δεν ήταν καμιά του πεταμού η Ντίνα, φαινόταν έξυπνη γυναίκα εκτός απο το όμορφη. Αυτό το όμορφη την κόλλαγε στον τοίχο και ο Μάικ της το είχε πει καθαρά: οι μπάνικοι δεν πάνε καλά στη ζωή τους. Δυσανασχέτησε μ αυτή τη σκέψη. Έκλεισε τον υπολογιστή κι άκουσε το κλειδί στην πόρτα να γυρίζει αργά. Ήταν ο Δημήτρης, μόνο αυτός άνοιγε τόσο αργά, τόσα γλυκά κι έμπαινε στο άνοιγμα γελαστός. Και το νερό ξανακύλησε στο ίδιο ποτάμι. Όρμησε στην αγκαλιά του και δεν τον άφησε να πάρει ανάσα.
Πήγε στη δουλειά του ανόρεχτα και κείνη τη μέρα. Τίποτα δεν του φτιαχνε το κέφι, πως είναι μερικές φορές που δε σου φτάνει τίποτα;  Όλα του φαινόταν πληκτικά. Ακόμα και οι πασχαλιές που τόσο αγαπούσε, στο μήνυμα της Ντίνας, ούτε αυτές του άρεσαν. Είμαι βαρεμένος , σκέφτηκε, είμαι ερωτευμένος με μια φωτογραφία ξανά και νευρίασε περισσότερο όταν θυμήθηκε μια ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια να βρει σύντροφο μέσα απο το δίκτυο. Κάποια ανεπαίσθητη Μάρθα που έμενε στο Βέλγιο και περίπου δυο μήνες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης. Εκείνη να δεις τι του λεγε και τι έκανε! Δεν τον άφηνε στιγμη μόνο του. Όταν δεν ήταν στο δίκτυο του έστελνε μηνύματα στο κινητό. Πέρασε όμως ο καιρός και σιγά-σιγά έστριψε κι αυτή για άλλες πολιτείες και ο Μάικ δεν μπορούσε να συνεχίσει να θυμάται πόσες Μάρθες είχε απορρίψει και πόσες Νίτσες τον είχαν στείλει για τσάι. Και να πεις πως ήταν κανένας μαλάκας! Μια χαρά άνθρωπος ήταν ο Μάικ, πως διάλο τα κατάφερνε έτσι, δεν μπορούσε να το καταλάβει και γι αυτό ήταν νευριασμένος εκείνη τη μέρα. Το ξανασκέφτηκε και είπε πως δεν έπρεπε να την χάσει με τίποτα.
  Εξ άλλου εκείνη του είχε κάνει την ερώτηση γιατί να μην είμαστε μαζί όταν πρέπει...τι εννοούσε άραγε; Πότε έπρεπε να είναι μαζί; Αυτός της είχε προτείνει να συναντηθούν κι εκείνη είχε αρνηθεί λέγοντας πως ήταν νωρίς ακόμη, άρα; Άρα μάλλον παίζει μαζί μου μονολόγησε δυνατά. Τι είπες; συνοφρυώθηκε ο προϊστάμενος του από το απέναντι γραφείο και τον κοίταζε εξεταστικά. Δεν είναι τίποτε, έγνεψε. Μήπως είσαι ερωτευμένος; συνέχισε ξύνοντας ένα φις με το δοκιμαστικό και του Μάικ του γυάλισε το μάτι. Μόνο οι ερωτευμένοι χάσκουν έτσι γνωμάτευσε ο προϊστάμενος και ο Μάικ δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι, να μπει στον υπολογιστή και να την δει, να μιλήσει μαζί της. Δεν μπορούσε στιγμή χωρίς αυτήν και κοίταξε τον υπολογιστή του προιστάμενου. Να μπω λίγο; του γνεψε. Έλα, τον εξέτασε περίεργα σμίγοντας τα χείλη μπρος και έξω. Όρμησε στον υπολογιστή, ο προϊστάμενος πήγε να κατουρήσει, να χέσει, ίσως θα ήταν καλύτερα, ο Μάικ χτύπησε τους κωδικούς γρήγορα μπήκε στο προφίλ του, κοίταξε στη συνομιλία, τίποτε, η Ντίνα έλειπε. Ε, ναι, ρε, είπε στον εαυτό του. Η γυναίκα δουλεύει το ξέχασες; Ναι, αλλά και άλλες μέρες που δούλευε ήταν μέσα. Ε, τώρα δεν είναι, του απάντησε κάποιος ή κάποια που δεν τους ήξερε.  Κοίταξε γύρω του, δεν τους είδε, ήταν καλά κρυμμένοι οι άνθρωποι, δε φαίνονται όταν τους χρειάζεσαι, αλλά τι τον ένοιαζε; Αυτός άλλα έπρεπε να κάνει τώρα.Σκέφτηκε να της γράψει ένα μήνυμα κι αστραπιαία του πέρασε απο το μυαλό το σ αγαπώ, μα πως να της τό λεγε; Με τα πλήκτρα; Η αγάπη εκφράζεται με όλους τους τρόπους, τι θα πει με τα πλήκτρα; αναρωτήθηκε και της το γραψε. Απλά, όμορφα με κεφαλαία, Σ΄ΑΓΑΠΩ. Το κοίταξε ευχαριστημένος κι έκανε την αποστολή, πάτησε εντερ. Αυτό ήταν, τώρα η Ντίνα θα ήξερε.

ΤΕΛΟΣ

 

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

ΜΗ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ 2

 

 




 

Το είχαν συμφωνήσει, απόψε, θα έκαναν παρέα οι δυο τους. Ότι και να συνέβαινε, όποιος ακύρωνε την συμφωνία, θα πλήρωνε το τίμημα που ήταν βαρύ:Θα έχανε την φιλία του άλλου.
-Πολύ σοβαρό το κάνεις, προσπάθησε να το απαλύνει αυτός αλλά ο φίλος του ο Φώτης, τον πρόλαβε.
-Όχι, γιατί σε ξέρω. Όπως το ορίσαμε. Θα βγούμε, θα πάμε για φαγητό, έπειτα ποτό κι ότι άλλο θέλουμε αλλά χωρίς γυναίκες. Δεν βαρέθηκες; Κάθε βράδυ και άλλη γυναίκα, φτάνει πια! Εγώ σου το είπα, αν δεν κρατήσεις την συμφωνία, τελειώνει η φιλία μας.
Βγήκαν κατά τις εννιάμισι. Φάγανε στην Κληματαριά-μια ωραία ταβέρνα με αυλή στα Εξάρχεια. Είχε ωραίους μεζέδες, ξανθό κρασί. Απόλαυσαν το φαγητό και το κρασί τους, όλα ήταν μια χαρά. Μιλούσαν διάφορα, ανέμελα. Ήταν δυνατή η φιλία τους, αυθόρμητη.
Ο Φώτης ήταν ηθοποιός αλλά όχι από τους ωραίους, τους ζεν-πρεμιε. Μάλλον κοντός, μάλλον άσχημούλης και, πάρ’ όλη την δόξα του- η τελευταία ταινία του έκανε θραύση- δεν τα πήγαινε τόσο καλά με το άλλο φύλο.
-Πως γίνεται ρε, του λεγε καμιά φορά. Ρε, πως γίνεται να έχεις πιο πολλές από μένα; Ένας πλασιέ βιβλίων είσαι, τι είσαι;…
-Έχω μέλι στο κάτω κεφάλι! Γελούσε αυτός.
Δεν τον ενοχλούσε που τον ζήλευε λίγο. Ήταν ωραία ζήλια, παιχνιδιάρικη, όχι αρρωστημένη. Τον αγαπούσε τον Φώτη και του φαινόταν ηλίθιο να χαλάσουν μια τόσο γερή φιλία για κάποια τσούλα. Ούτε που το έβαζε ο νους του.
-Γι’ αυτό, κάτσε στ’ αυγά σου! Του είπε γελώντας. Λέμε κανένα τραγούδι;
-Νωρίς είναι ακόμα για ποτό. Εντάξει, πιάσε την κιθάρα.
-Πιάστην εσύ, εσύ παίζεις, εγώ τραγουδάω.
-Γιατί, εγώ δεν τραγουδάω;
-Ε, γκαρίζεις κι εσύ καμιά φορά! Έλα μωρέ πιάσε την κιθάρα. Ε, Βαγγέλη, φώναξε στο γκαρσόνι, πιάσε μας την κιθάρα.
-Αμέσως, έκανε ο Βαγγέλης.
Και την έφερε. Ξέρανε πως άμα έπαιζαν κιθάρα, οι πελάτες το ευχαριστιότανε, έτσι θα είχαν περισσότερη δουλειά, περισσότερο μεροκάματο.
Έπαιξε κιθάρα, τραγούδησαν στην αρχή οι δυό τους. Σιγά-σιγά όμως, όλο το μαγαζί έγινε μια παρέα. Έκαναν το κέφι τους, έπιναν το κρασί τους. Μάλιστα εκείνο το βράδυ ήπιαν παραπάνω αλλά δεν τους έπιανε. Εικοσιπέντε χρονών παιδιά ήταν, γερά ποτήρια και οι δυο τους.
Κατά τις δώδεκα, δωδεκάμισι, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Όλο το μαγαζί, φώναζε . Τους έκαναν την χάρη, είπαν δυο τραγουδάκια ακόμη κι ύστερα πήραν δρόμο. Μόλις κατηφόρισαν στην Μαυρομιχάλη, στρώθηκαν στο κυνήγι. Έτσι έκαναν πάντα. Κυνηγούσε ο ένας τον άλλον- ο κόσμος τους κοίταζε απορημένος, νόμιζε πως κυνηγιόνταν αλήθεια- αλλά αυτοί, είχαν τον σκοπό τους. Έτρεχαν μέχρι το Ταξίμι, ένα ρεμπετάδικο λίγο πιο κάτω. Όποιος θα έφτανε δεύτερος, πλήρωνε τα ποτά. Αυτή την φορά, έφτασε πρώτος ο Φώτης.
-Θα πληρώσεις πολλά απόψε, ξελαχάνιασε δίπλα στην πόρτα του ρεμπετάδικου.
-Μη σε νοιάζει, έχω απόψε λεφτά, πιες όσο θέλεις, ξελαχάνιασε κι αυτός δίπλα του.
Χώθηκαν μέσα, κάθισαν σε ένα τραπέζι κεφάτοι. Παράγγειλαν ποτά, έπιναν σαν σφουγγάρια. Το μαγαζί ήτανε πήχτρα. Ο θόρυβος η μουσική, τα τσιγάρα, έκαναν τον τόπο ντουμάνι αλλά δεν τους ένοιαζε, ούτε το σκέφτονταν.
Θα είχε περάσει κανένα μισάωρο, όταν αυτός, αντελήφτηκε μια από απέναντι να του κουνάει μαντήλι.
Άρχισε μα παίζει μαζί της, προσέχοντας να μην τον πάρει χαμπάρι ο Φώτης. Ήταν μια πολύ όμορφη,μελαχρινή, πρασινομάτα, παιχνιδιάρα.
Κάποια στιγμή της έκλεισε το μάτι. Εκείνη ανταπάντησε. Ωραία, σκέφτηκε. Τσιμπάει. Και κοίταξε δίπλα του τον Φώτη.
-Τρέχει τίποτα φιλαράκι; Τον ρώτησε.
-Όχι, ρε, τι να τρέχει, όλα μια χαρά.
-Θα πιούμε άλλο;
-Ναι, παράγγειλε, έκανε μουδιασμένα.
-Δεν σε βλέπω καλάάά! Τον κοίταξε ύποπτα.
-Όχι, ρε, σου είπα! Παράγγειλε ποτά.
Η άλλη όμως από απέναντι τον έτρωγε με τα μάτια και ένα ερωτηματικό χαμόγελο, σα να του λεγε: Αυτός άνοιξε τα χέρια με μικρή απόγνωση και με τα μάτια της έδειξε τον φίλο του. Η γκόμενα του απάντησε πάλι με νόημα, μπορώ εγώ και δεν μπορείς εσύ;
Ωστόσο, είχαν έρθει τα άλλα ποτά. Τσούγκρισαν κι αυτός, πέταξε ένα δεν βαριέσαι..
-Τι είπες; Απόρησε ο Φώτης.
Κι απόρεσε περισσότερο σαν τον είδε να σηκώνεται και να στέκεται από πάνω του αγκαζέ με την γκόμενα που είχε κατά φτάσει στο πρώτο νόημά του.
-Που πας ρε; Είπαμε…δεν είπαμε; Τι είναι αυτά που κάνεις τώρα;…μ αφήνεις μόνο; Παραπονέθηκε ο Φώτης.
Αυτός, κοίταξε τον φίλο του με ένα ωραίο χαμόγελο, σα να του λεγε, εντάξει ρε, εντάξει, θα τα βρούμε εμείς το πρωί, δεν χάλασε ο κόσμος!
-Φεύγω φιλαράκι, εντάξει; Πληρώνω τα ποτά και φεύγω. Θα τα πούμε αύριο, γεια.
πήγε να συνεχίσει ο φίλος του αλλά αυτός είχε σχεδόν εξαφανιστεί αγκαζέ με την μελαχρινή κουτσουπιά. Πλήρωσε τον λογαριασμό και βγήκαν στην Αυγουστιάτικη νύχτα. Το σπίτι του ήταν εκατό μέτρα πιο πάνω. Μέχρι να φτάσουν, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ούτε πως σε λένε, ούτε τίποτα, τίποτα. Μπήκαν φουριόζοι στο μικρό δωμάτιο με τις λευκές κουρτίνες, τις τράβηξαν, κρύφτηκαν μέσα. Λες και ήταν διψασμένοι, λες και ήταν αχόρταγοι από ένα παιχνίδι που το ήξεραν καλά, όρμησαν ο ένας να φάει τον άλλον. Κι όπως ήταν φυσικό έκανα ένα βιαστικό πήδημα. Αυτός, χωρίς πολλά χάδια έχωσε τον όρθιο του στο δασώδες φαράγγι της, ένιωσε την γλύκα της αχαλάρωτης τρύπας, του ξένου μονοπατιού, το φχαριστήθηκε, ας ήταν γρήγορο. Ύστερα γύρισε ανάσκελα λίγο μετανιωμένος, λίγο βαρεμένος. Σκέφτηκε να γυρίσει στον φίλο του που τον είχε παρατήσει για ένα γρήγορο έρωτα. Μάλιστα σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται, ενώ η γκόμενα τον παρατηρούσε έκπληκτη.
-Τι κάνεις εκεί; Τον ρώτησε. Έτσι είσαι εσύ; Ωραίος είσαι!
-Τι θέλεις να πεις; Έκανε.
-Τίποτα. Απλούστατα, τώρα θα πάμε να πηδήξω κι εγώ.
Άνοιξε τα μάτια του πελώρια, δεν θυμόταν άλλη γυναίκα να του είχε πει κάτι τέτοιο στα ίσια. Κι αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει. Ασυναίσθητα, υπάκουσε, ντύθηκαν και βγήκαν. Πήραν την μηχανή, που πάμε; την ρώτησε, Αμπελοκήπους του απάντησε, ανέβηκαν την Χαριλάου Τρικούπη, πιάσανε την Αλεξάντρας κι ένιωσε λίγη ψύχρα καθώς η νύχτα προχωρούσε αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι’ αυτό…
Έφτασαν στους Αμπελοκήπους, μπήκαν σε ένα ωραίο διαμέρισμα, επιπλωμένο με γούστο και τον πηδούσε όλη την νύχτα.
-Έτσι μπράβο αγόρι μου! Τώρα είσαι άντρας, τώρα..έλα..ναι, βαθιά, πιο βαθιά, έλα!  Άααα.
Το πρωί, κατά τις δώδεκα δηλαδή, σηκώθηκε πρώτη, έφτιαξε πρωινό κι αυτός την παρατηρούσε. Δεν ήταν και τόσο όμορφη, όσο του είχε φανεί την νύχτα. Το σώμα της ήταν καταπληκτικό αλλά από πρόσωπο, δεν έλεγε. Στο σκοτάδι, αντέστρεφε την ρήση, καμιά γυναίκα δεν είναι ίδια.
Καθώς έπινα τον καφέ τους πικροχόλιασε με τον εαυτό του και τον ειρωνεύτηκε που είχε εγκαταλείψει τον φίλο του για μια γυναίκα. Τι είχε κάνει τώρα; Για κάποιο παλιόμαυρο πρόδωσε την φιλία. Αν δεν το είχαν συμφωνήσει θα ήταν αλλιώς. Αλλά τώρα; Μέσα του πίστευε πως ο Φώτης θα τον συγχωρούσε αλλά ποτέ δεν ξέρεις με τους φίλους και τις γυναίκες.
Την ξανακοίταξε και ομολόγησε πως δεν είχε τίποτε σπουδαίο. Εντάξει, ένα ωραίο κορμί αλλά έφτανε αυτό; Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κι απόρησε με τον εαυτό του που είχε μπλέξει μαζί της.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε να ρωτάει.
Την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, σαν να έλεγε τι εννοείς, ανάβοντας ένα τσιγάρο ακόμα. Σκεφτόταν τις δουλειές που τις είχε παρατήσει.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε πάλι και του έστρεψε το κεφάλι, έτσι που να βρεθούν κατάφατσα.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στα ίσια.
-Τι θα γίνει με μας; Επανέλαβε μισοειρωνικά, αυτή την φορά, σαν ηχώ.
-Ε, της απάντησε. Θα βρεθούμε στο μπαρ, στο Ταξίμι άμα τύχει. Θα βρεθούμε.

Δεν θυμόταν τι ακριβώς έκανε ή αν είπε κάτι άλλο η γκόμενα. Αυτό που θυμόταν ήταν ότι σηκώθηκε κι έφυγε, έτσι ξαφνικά, ασυνείδητα.
Στον δρόμο, όπως οδηγούσε την μηχανή, του είχε κολλήσει αυτή η λέξη: ασυνείδητα. Βαρύ ήταν, γιατί ασυνείδητα; Και οι δυο έκαναν αυτό που ήθελαν, δεν είχε σημασία που ήταν γυναίκα..αλλά πάλι εκείνο το λες και είχε κολλήσει η βελόνα, τι το ήθελε; Τι ήθελε να γίνει δηλαδή;
Μετά από καιρό, όταν συναντήθηκε με τον Φώτη και του τα διηγήθηκε όλα- αφού πρώτα παραδέχτηκε το λάθος του- ορκίστηκε πως δεν θα το ξανάκανε.
-Μα είσαι βλάκας; Του είπε χύμα βλάκας είσαι; Δεν καταλαβαίνεις; Απλά η γκόμενα ήθελε μια συνέχεια. Αλλά εσύ, την παράτησες σαν σάκο του σεξ. Τέτοιος φαλλοκράτης είσαι, τι νομίζεις πως είσαι…
Του κόστιζε που του μιλούσε έτσι, όμως κατά βάθος πίστευε πως είχε δίκιο. Παρ όλα αυτά, νευρίασε.
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; Του αντεπετέθηκε. Δεν είσαι φαλλοκράτης εσύ; Εξ άλλου, ισότητα έχουμε. Ότι ζητούσε η κυρία, πήρε.
Τα λέγανε αυτά, περπατώντας γύρω στην πλατεία Εξαρχείων. Κάποια στιγμή, κάθισαν σε ένα παγκάκι.
Βραδάκι ήτανε και σκέφτηκαν να πάνε για κανένα ποτό.
-Κι εγώ το ίδιο θα έκανα, ομολόγησε ο Φώτης. Απλά ήθελα να σε πικάρω που μου την έκανες. Είδες λοιπόν, πως η φιλία δεν αντέχει, μπροστά σε οποιαδήποτε γυναίκα;
Αυτός όμως, δεν είχε όρεξη πια, για τέτοια κουβέντα. Θεώρησε το θέμα λήξαν κι αφού τα είχε βρει με τον φίλο του, πίστευε πως τελικά η φιλία είναι πιο δυνατή απ την αγάπη για μια γυναίκα.
- Θέλω κόσμο, του είπε. Φασαρία, γεγονότα. Πάμε.
Αντάλλαξαν μια γρήγορη ματιά συμφωνίας και το έβαλαν στα πόδια. Τώρα ο δρόμος μέχρι το ταξίμι ήταν πολύ πιο μακριά και είχε ανηφόρα. Καταϊδρωμένοι, έφτασε στην είσοδο σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυό.
Μισά-μισά; Ρώτησε αυτός.
-Στη μέση φίλε, του απάντησε.
Μπήκαν μέσα, βρήκαν την παλιοπαρέα. Κάθισαν μαζί τους, άιντε γεια μας και πίνανε. Ήταν μια παρέα που γνωρίζοντα από χρόνια. Σχεδόν από παιδιά.
Ώσπου εμφανίστηκε εκείνη η . Πήγε προς το μέρος τους χαμογελαστή. Αυτός, έκανε να σηκωθεί, να την υποδεχτεί, μα αυτή του έγνεψε με το χέρι, κάτσε, κάτσε. Σήκωσε το ποτήρι της, είπε ένα στην υγειά σας, στην παρά κι έπειτα στράφηκε προς αυτόν.
-Είσαι πολύ μάγκας! Του είπε δυνατά να την ακούσουν όλοι.

Κι έφυγε. Η παρέα χαχάνισε, λέγοντας διάφορα. Πες του κι άλλα..ναι..ναι..τέτοιος είναι..πες του κι άλλα! Αυτός όμως, δεν το είδε καθόλου αστείο. Δεν του άρεσε να του συμπεριφέρονται έτσι. Πικράθηκε με τον εαυτό του, στριμώχτηκε στην γωνία και ήπιε ένα καζάνι βότκα.

ΤΕΛΟΣ

 

 

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

 

 


ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

 

Ο Μάρτιος δεν ήταν ποτέ από τους καλούς του μήνες. Τίποτε δεν του πήγαινε καλά, όλα στραβά κι ανάποδα. Από τα συναισθηματικά, τα οικονομικά, ακόμα και οικογενειακά.
Κανέναν Μάρτη δεν θυμόταν να χαιρόταν. Η μουντάδα που απέπνεε η φύση, το τσαλάκωνε, τον γέμιζε απελπισία.
Σάββατο μεσημέρι, είχε σχολάσει από την δουλειά και καθόταν εκεί στο μικρό γραφείο, μέσα στο ξυλουργείο του και το παρατηρούσε έτσι που ήταν πεντακάθαρο, δείγμα ότι δεν είχε δουλειές. Και την Δευτέρα, είχε να καλύψει μια επιταγή δέκα χιλιάδων ευρώ. Δέκα χιλιάδες ευρώ, ήταν πολλά λεφτά για εκείνες τις πενιχρές μέρες.
Όταν μπήκε στην γκαλερί έργων τέχνης, ένιωθε λιγάκι ψαρωμένος. Το μεσημέρι δεν είχε κοιμηθεί από την ανησυχία του κι έβλεπε συνέχεια τηλεόραση. Από Ελληνική ταινία του παλιού, καλού κινηματογράφου, μέχρι ποδόσφαιρο που δεν το ανεχόταν. Σπάνια ή σχεδόν καθόλου έβλεπε αθλητικές εκπομπές και μάλιστα ποδόσφαιρο.
Αργότερα είχε πάρει την εφημερίδα και την ξεκοκάλισε, ώσπου έπεσε το μάτι του στις εκθέσεις που εγκαινιάζονταν εκείνη την μέρα. Δεν πήγαινε σε εκθέσεις αλλά, καμιά φορά, που δεν είχε τι να κάνει, όπως απόψε, το αποφάσισε.
Διάλεξε μια, που αναφερόταν σε τοπία και νεκρές φύσεις. Φιλότεχνος ακριβώς δεν ήταν αλλά ούτε και τον άφηναν αδιάφορο μερικά πράγματα γύρω από τις τέχνες. Για παράδειγμα, η γλυπτική του άρεσε περισσότερο. Ίσως γιατί, είχε κάποια σχέση με το επάγγελμα του. Ο ίδιος είχε φτιάξει μερικά ξυλόγλυπτα, που τα επιδείκνυε στους φίλους με κάποια δόση αυταρέσκειας.
 Η ζωγραφική και ιδιαίτερα η αφηρημένη, ο Πικάσο και οι ομότεχνοι του, δεν του έλεγαν τίποτε. Προτιμούσε τα κλασσικά έργα. Τοπία, προσωπογραφίες, σκηνές από την φυσική ζωή του ανθρώπου. Τέτοια έργα παρουσίαζε και η έκθεση που είχε διαλέξει να πάει. Και τώρα, μ’ έναν κατάλογο στο χέρι κι ένα ποτήρι κρασί στο άλλο τα μελετούσε ή έκανε πως τα μελετούσε.
Εξ επίτηδες είχε αργήσει να πάει, έτσι που να σπάσει το μεγάλο κοινό-ποτέ δεν του άρεσε η πολυκοσμία, ο συνωστισμός. Είχε μια μικρή δόση αγοραφοβίας.
Πράγματι έτσι συνέβαινε. Λίγος κόσμος κυκλοφορούσε τώρα εκεί. Ο ζωγράφος, ένας ωραίος τύπος με κοτσίδα και μικρά σοφιστικέ γυαλιά μυωπίας, εξηγούσε σε κάποια κυρία, έναν από τους πίνακες του. Αυτός, με την άκρη του ματιού του πρόσεξε καλύτερα την κυρία. Θα ήταν μεταξύ σαράντα πέντε και πενήντα, Πιο πολύ, προς τα πενήντα φαινόταν αλλά κρατιόταν καλά. Μελαχρινή, ψηλόπυγη, γυμνασμένη. Σαν να αντιλήφτηκε το βλέμμα του, γύρισε και του έριξε μια ανάλογη ματιά. Αυτός, της έκλεισε το μάτι και ούτε που κατάλαβε γιατί το έκανε. Εκείνη, ταρακουνήθηκε που την πρόσεξε ένας νεαρός. Αυτός ήταν τριάντα δυο χρονών και φυσικά για κείνη ήταν νεαρός.
Σε λίγο  παράτησε τον ζωγράφο και πήγε κοντά του.
-Γεια σου, του είπε χαμογελαστά, δίνοντας το χέρι και κοιτώντας τον στα μάτια ζεστά.
-Γεια σου, της απάντησε, ενώ παρατηρούσε πως στα χέρια της, που ήταν ρυτιδιασμένα, όπως και ο λαιμός, φαινόταν η ηλικία της.
Ήταν σίγουρα πενηντάρα αλλά δεν τον ενόχλησε. Κάπου στο ασυνείδητο, σκεφτόταν να είχε κάποτε μια τέτοια εμπειρία.
Αφού έκαναν ξανά τον κύκλο των έργων, μιλούσαν και γνωριζόντουσαν. Η Μάρυ, έτσι του είπε πως την έλεγαν, έμοιαζε να ξέρει πολλά γύρω από την τέχνη. Ο άντρας της που ήτανε γλύπτης αλλά τώρα είχε πεθάνει προ πολλού, την είχε μυήσει στα μυστικά σκαλοπάτια των τεχνών.
- Εγώ δεν ξέρω σχεδόν τίποτε.
-Δεν πειράζει αγόρι μου, ξέρεις άλλα εσύ. Πίνουμε ένα κρασί ακόμα;
Της έγνεψε ναι και κατευθύνθηκαν στο μπαρ της γκαλερί. Κάθισαν  και πίνοντας μίλησαν για διάφορα. Η Μάρυ ήταν αριστοκράτισσα. Ξεχώριζε, όπως ξεχωρίζουν αυτές οι γυναίκες μέσα στο πλήθος. Από το ακριβό, εξεζητημένο ντύσιμο, μέχρι το περπάτημα, την ομιλία, τον τρόπο συμπεριφοράς. Αυτός έμοιαζε λιγάκι βλάχος μπροστά της και ντράπηκε.
-Δεν πειράζει, του είπε μισοκοροιδευτικά μια και μιλούσαν για την καταγωγή του.
Αυτό θα το έλεγε συχνά σε όλες τους τις συναντήσεις, έτσι, που, στο τέλος θα καταντούσε να τον χτυπάει στα νεύρα. Προς το παρόν, το διασκέδαζε και περίμενε με κάποιο είδος αγωνίας, πως θα εξελίσσονταν η βραδιά.
-Πάμε για φαγητό; Του πρότεινε. Εγώ κερνάω.
Δεν το δέχτηκε πάρ’ ότι τα οικονομικά του ήταν χάλια, πλήρωσε τον λογαριασμό όπως κάνουν όλοι οι τζέντλεμαν. Την Μάρυ, είχε προλάβει να σκεφτεί, την προόριζε να πληρώσει πολύ μεγαλύτερους λογαριασμούς.

Το σπίτι της, βρισκόταν κάπου στην Κηφισιά, είπαμε ήταν αριστοκράτισσα Και οι αριστοκράτες, κάπου εκεί έμεναν. Μεταξύ Κηφισιάς και Εκάλης. Άιντε κάτι ξεπεσμένοι να κατοικούσαν ακόμα στο Κολωνάκι, χλεύασε.
Πήγαν κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Τον παρέσυρε, δηλαδή, γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να την ρίξει στο πάτωμα. Αλλά η Μάρυ τον έφτιαξε. Του έδειξε τα κάλλη της, του γύρισε ένα πραγματικά ωραίο βουνό. Την πήρε βάναυσα, έως χυδαία και δεν ήξερε γιατί το έκανε έτσι. Μια- δύο, τρεις φορές, ώσπου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της.

Η Μάρυ διατηρούσε ένα εργαστήρι ζωγραφικής, στην μνήμη του συχωρεμένου άντρα της. Εκεί πέρασε τις περισσότερες από τις επόμενες μέρες του. Τα βράδια, κοιμόταν άλλοτε στο σπίτι της κι άλλοτε στο δικό του. Αλλά στο εργαστήρι του άρεσε περισσότερο. Όταν έλειπε η Μάρυ, είχε παρέα τους μαθητές και τις μαθήτριες του εργαστηρίου. Οι μαθήτριες μάλιστα,τον κοιτούσαν περίεργα, κρυφογελώντας.
Στην αρχή δεν είχε καταλάβει το γιατί. Αργότερα που πήρε μυρωδιά ότι το έκαναν επειδή η Μάρυ έφερνε κατά καιρούς τους εραστές της εκεί και τους επιδείκνυε, ένιωσε λίγο άσχημα. Ώστε είχε γίνει ζιγκολό!
-Ζιγκολό της πλάκας είστε όλοι αγόρι μου! Γελούσε η Μάρυ. Της πλάκας!
Δεν τον ένοιαζε και πολύ ο τίτλος, ούτε αν ήταν ζιγκολό της πλάκας αλλά τι να έκανε; Ήταν η ακάλυπτη επιταγή στη μέση, για την οποία είχε πάρει μια μικρή διορία, ήταν οι δουλειές που τις είχε παρατήσει για να ρίχνει στο πάτωμα την Μάρυ.

Μια μέρα, μετά από ένα κουρασμένο γι’ αυτόν πέσιμο από πάνω της-εκείνη πάντα το απολάμβανε- της ζήτησε να το εξυπηρετήσει με ένα δάνειο. Τον διαβεβαίωσε πως θα γίνει.
-Ότι θέλει ο «Απόλλων»!
Έτσι τον αποκαλούσε τώρα και τον επιδείκνυε στους φίλους της. Ο Απόλλων, τον σύστηνε και γελούσε Σιβυλλικά. Κι αυτός έκανε Σισύφεια υπομονή, ακολουθώντας την παντού. Στα θέατρα, στις συναυλίες, ακόμα και στην Λυρική όπου σκυλοβαρέθηκε αλλά τι να έκανε; Χρειαζόταν τα λεφτά για να βγει από το αδιέξοδο και η Μάρυ ήταν η μοναδική του σωτηρία. Μερικά πράγματα, επειδή τα ζούσε για πρώτη φορά- ίσως και μοναδική-του άρεσαν. Έτρωγαν στα ακριβότερα εστιατόρια, ντυνόταν τα ακριβότερα ρούχα που φυσικά του τα αγόραζε η Μάρυ,έπεφταν στο δάπεδο, περνούσαν και καλά.
Γενικά, έκανε ότι ήθελε. Σχεδόν μια ονειρεμένη ζωή. Τι άλλο να ζητούσε;
-Όνειρο είναι η ζωή αγόρι μου.Ένα όνειρο. Ζήσε την όσο μπορείς. Μην σκέφτεσαι, του έλεγε συχνά. Άλλοι φροντίζουν για σένα.
Αυτός μισόκλεινε τα μάτια στον ήλιο και σκεφτόταν πως είχε παρεκκλίνει. Πως το είχε παρακάνει.
Έβλεπε πως αυτή η ιστορία θα τελείωνε σύντομα. Το ένιωθε. Γι αυτό προσπαθούσε να της πάρει τα λεφτά και να την κάνει. Ύστερα, θα έβλεπε τι θα έκανε.
-Δέκα χιλιάδες ευρώ; έκανε η Μάρυ. Δεν είναι και λίγα. Τι λες εσύ; Λίγα είναι; Του υπενθύμιζε συχνά.
Αυτός στραβομουτσούνιαζε. Όχι άγαρμπα αλλά στωικά.
-Καλά, μην κάνεις έτσι τον αναπτέρωνε. Αύριο- μεθαύριο θα πάω στην τράπεζα, δεν έχω τόσα μετρητά επάνω μου.
Να σπαταλάει για την διασκέδαση τους, για ρούχα, για οτιδήποτε άλλο, δεν της κακοφαινόταν. Μόλις όμως της μιλούσε για δανεικά, άλλαζε κουβέντα. Κουμπωνόταν.
Αλλά, μια μέρα, αυτός νευρίασε.
-Με κοροϊδεύεις! Της είπε απερίφραστα. Γιατί δεν μου λες την αλήθεια; Πες καλύτερα, ότι δεν θέλεις ή ότι δεν μπορείς.
Και την έριξε στο φιλότιμο.
-Εντάξει, του είπε. Έλα το απόγευμα στο εργαστήρι να σου τα δώσω.

Το απόγευμα πήγε στην Κηφισιά, μ’ ένα συναίσθημα ευεξίας.Παρκάρισε χαρούμενος την ασκόνα έξω από το εργαστήρι της Μάρυ, ανέβηκε τα λίγα σκαλιά, άνετος, σίγουρος για τον εαυτό του και δεν ενοχλήθηκε από τα ειρωνικά κρυφόγελα των μαθητριών. Τι σημασία είχαν τώρα αυτά;
Μπήκε κατευθείαν στο γραφείο της, παραξενεμένος που βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Κοίταξε γύρω, εξεταστικά. Πουθενά η Μάρυ. Άναψε τσιγάρο και περίμενε βηματίζοντας. Ύστερα, το μάτι του πήρε το γράμμα πάνω στο γραφείο. Δίπλα, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Έπιασε πρώτα το τριαντάφυλλο και το μύρισε. Μετά, διάβασε το γράμμα αμήχανος.
«Αγόρι μου. Ορισμένα πράγματα, δεν είναι αυτά που φαίνονται. Έτσι κι εγώ, δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Η πλούσια αριστοκράτισσα. Δεν υπάρχει μία.
Άρα, μπορείς να φύγεις, να συνεχίσεις το όνειρό σου.
Έτσι δεν λέγαμε; Πως η ζωή είναι ένα όνειρο; Είσαι λοιπόν, ελεύθερος, να διαλέξεις τον επόμενο θάνατο σου.»

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

ΩΡΑΊΑ ΖΩΉ

 


Νύχτα του Νοέμβρη λένε. Η τύχη μας ανακοινώθηκε. Ωραία η ζωή κι ο έρωτας στις καστανιές. [Να χεις έναν σπουδαίο άνθρωπο πλάι σου.]
Νύχτα του Νοέμβρη το δυο χιλιάδες δεκάξι, ποιος να το πίστευε.Να στεκόμαστε πίσω απ τις οθόνες. Αλέ ρετουρ. Μου θυμίζει τον Τζόις και τον παρθενικό μας σοσιαλισμό.

Η συνοχή μιας κοινωνίας σαν την Ελληνική, είναι δύσκολη εξ αιτίας του κληρονομικού μας υπόβαθρου που στηρίζεται ακόμα στον κοτσαμπακισμό. Χρειάζεται ν αλλάξουν νοοτροπία οι άρχοντες και οι αρχούμενοι. Δεν είναι θέμα φιλανθρωπίας, είναι θέμα αξιοσύνης, δηλαδή, ο καθένας να παίρνει ότι του αξίζει, να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια.
 

Παιδιά, αυτά είναι φαινόμενα καθημερινά εδώ και τρία χρόνια. Που ζείτε! Τώρα τα είδατε; Εγώ που ζω στο κέντρο - έχω γράψει κατά καιρούς γι αυτά- βλέπω Έλληνες να ψάχνουν κάθε μέρα στα σκουπίδια. Οι πολιτικοί φταίνε για την κατάντια του τόπου. Αυτοί έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Και οπωσδήποτε το μεγάλο κεφάλαιο που δεν έκανε τις παραμικρές παραχωρήσεις και δεν κάνει., επειδή δεν υπήρξε ένας πολιτικός να τους στρίψει τ αυτιά για να μην πω κάτι άλλο.

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...