Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

ΈΧΕΤΕ ΚΟΙΜΗΘΕΊ ΜΕ ΑΡΚΟΎΔΑ;

 


Τελικά, όλα ησυχάζουν. Σα να μην υπάρχει και πολύ κουράγιο. Κάτι κουρασμένα παληκάρια οι φίλοι μου. Κάτι κλεισμένες καρδιές οι γυναίκες μας. Κατάθλιψη, ψεύτικοι διέξοδοι με πρώτη την ποίηση. Αυτές είναι οι επιλογές μας τούτο τον καιρό. Μπύρα ή κρασί; καλό βράδυ. Να δεις που άμα μας πετάξουν το κόκαλο θα πάμε να τους το φέρουμε.

Η κριτική είναι ελεύθερη σε μια δημοκρατική χώρα. Η καλή και η κακή. Όλοι μπορούμε να κρίνουμε, μπορούμε να πούμε ευθέως δε μου αρέσει αυτό το έργο ζωγραφικής, αυτό το θεατρικό είναι καλό, εκείνο το βιβλίο είναι κάκιστο. Αυτό το δημόσιο πρόσωπο[ επώνυμο] δεν έπραξε καλά. Στην Αμερική χώρα ελευθερίας! μπορείς και να δυσφημίσεις: Η κόκα κόλα είναι σκατά. Γι αυτό πίνω Πέπσυ.

Άμα λιγοστέψεις τις επιθυμίες σου μόνο τότε μπορείς να συλλάβεις την ουσία, λένε οι σοφοί. Αλλά αναρωτιέμαι εγώ, η επιθυμία δε συμβαδίζει με την ανάγκη; Επιθυμώ να τρώγω ή είναι ανάγκη; Είναι ανάγκη να κάνω έρωτα,[αναπαραγωγή του είδους] ή επιθυμία; [ Απόλαυση, ηδονή κλπ.] Δυο είναι τα μεγαλύτερα ένστικτα του ανθρώπου: Η τροφή και η σεξουαλική πείνα.

Μερικοί έχουν μείνει ακόμα στον καιρό της μαγκιάς. Οι άντρες αλλά και λίγες γούμαν, πιστεύουν πως περνάει ακόμα αυτός ο τύπος, που προσπαθεί να επιβάλλει τη γνώμη του απευθύνοντας προσβολές, προσωπικές, αντί να μιλούν επί των θεμάτων που μας απασχολούν. Πιστεύω πως αυτό είναι μειονεκτικό και κομπλεξικό συναίσθημα. Κανείς δε δικαιώνεται μόνο από τα λεγόμενα του.

μπήκε η αρκούδα μες την καλύβα μας και πρέπει να τη βγάλουμε έξω. Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε μαζί της.[ Έχετε κοιμηθεί με αρκούδα;]

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

ΠΑΡ- ΕΝΌΧΛΗΣΗ- Κ'ΑΠΟΤΕ ΜΑΣ ΈΣΩΖΕ ΜΙΑ ΒΡΟΧΉ

 


Την έχει επηρεάσει, λέει ο Αμερικάνικος και Εγγλέζικος τρόπος ζωής. Γιατί μου λέει να μη γίνουμε κι εμείς διάσημοι; αν με σεξουαλοπαρενοχλήσεις και σου κάνω μήνυση θα γίνει της Πέπης. Φαντάζεσαι τίτλους: διάσημος ζωγράφος και συγγραφέας ασκούσε σεξουαλικές πιέσεις στη φτωχή γραμματέα του!

 


 Δέκα εκατομμύρια και κάτι οι Έλληνες, έντεκα εκατομμύρια πρωθυπουργοί κι από μια γνώμη ο καθένας. Ευτυχώς έχουμε μια πούτσα, γιατί ποιος θα έφευγε αγάμητος από αυτόν τον ξεφτιλισμένο κόσμο. 


 
Μπορεί να είναι μια μέρα. Μόνον αυτό.
Αγγίζουν τα φύλλα το ένα το άλλο
μπαίνουν μέσα τους κίτρινα φύλλα που
τα ζιψε ο!
Το φως δε φέγγει για όλα
μπορεί να θέλει να πει κάτι αυτό. Ω! το άσπρο φως
κρέμεται από το ταβάνι σα μια μύγα νεκρή
πηγαίνει κι έρχεται
έρχεται και πηγαίνει
πηγαινοέρχεται μια και καλή!
είναι ένα πλαϊνό ασανσέρ γεμάτο ερωτευμένους σκύλους
η πείνα και το φως μοιάζουν
είναι αχρείαστα όταν πεθάνεις.
Όμως πάντα έτσι δεν ήταν;
όταν λείπει το φως
το εφάμιλλο ψωμί, ε, πως;
Η σκόνη μπαίνει από παντού σαν απουσία χώρου.
 

 

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΈΝΕΙΣ ΤΟ ΤΡΈΝΟ

 


ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙς ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ...

 

Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού  όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά
  σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.

 

Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε
  ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.

Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι

Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.

Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:

"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*

Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε
  μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.

Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με
  δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.

Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα , έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*

Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.

 

* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.

 

 

**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.

ΤΕΛΟς

 

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

ΥΠΟΧΘΌΝΙΟΣ

  


Η βάση της ερώτησης είναι εναντίον αυτών που υπερ-ζουν
στην χλιδή και την μακαριότητα τους αλλά και εμάς που δεν
έχουμε μάθει σε τέτοια ζωή. Φυσικά η αδιαφορία των
περισσοτέρων είναι εμφανής-επηρεασμένοι από σλόγκαν
της εποχής, Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν,
παραδινόμαστε με αφέλεια πως τάχα δε φταίμε εμείς!

 


Χρειαζόμαστε κάποιον που να μας αγαπάει περισσότερο
από τους άλλους.


 

Η γοητεία, ο κίνδυνος, η καταστροφικότητα και η συνήθως
χαμένη ζωή, το κρυμμένο γυμνό και φυσικά η μελαγχολία
αυτών των ηρώων, ανδρών και γυναικών, φτιάχνει το σύνολο,
που λέμε φιλμ νουάρ με τέτοιον τρόπο που συναρπάζει, επειδή κάπως έτσι είναι και η...πραγματική ζωή: ένα σκοτεινό φιλμάκι.
[Στη φωτογραφία όπως εμφανίστηκα, μετά το στρατιωτικό: ήτοι σαράντα χρόνια πριν.]
 

Οι γυναίκες έχουν ξεσπαθώσει μιλάνε πολύ "βρώμικα"από τους άντρες εδώ μέσα. Γιατί;
 
Η αλήθεια είναι πως έχουμε αδικήσει μερικούς στη ζωή μας.
 

Αν πει κανείς πως τα ξέρει όλα θα πουν πως είναι βλάκας.
Αν πάλι πει πως δεν ξέρει τίποτε πάλι βλάκας θα είναι,
συμπέρασμα πως πρέπει να ξέρεις λίγα κι αυτά να μη τα λες. Υπερασπίζομαι το δικαίωμα να είμαι μόνος μου, μα κι αν
σας μιλάω μου φαίνομαι πιο μόνος. Λογικά δεν πρέπει να σκέφτομαι, ούτε να μιλώ. Είδες πως είναι ο τρόπος της γραφής;
 
Απουσιάζουν γενικώς οι ευμενώς κείμενοι των πραγμάτων
ευφυώς κινούμενοι. Άσε τους νεκρούς να προχωρούν.
Χείριστον της απαξίας ουδέν.
 

δεν παραδέχομαι αυτούς που συμφωνούν μαζί μου χωρίς
να πουν μια γνώμη.
 
Οι υπερβολικά ζωόφιλοι είναι κατώτερα όντα.
 

Διεύρυνση συνείδησης. Υπάρχει αυτό το πράγμα;

 
ΥΠΟΧΘΌΝΙΟς. Δηλαδή κάτω από τη γη. Αντεργκράουντ.
Χθόνιος εγώ. Χθον της χθονός.
 

Στη ζωή δεν μπορείς να κρυφτείς. Φαίνεσαι ποιος είσαι 

     

 

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ 2

 


Εγώ γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος είναι ο φονικότερος που έγινε πάνω στη γη. Πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς. Η Ελλάδα είχε περίπου 80.000 νεκρούς σε αντιστοιχία η Ρωσία πάνω από δέκα εκατομμύρια. Τριάντα χώρες ενεπλάκησαν με πρώτους τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες, τους Ρώσους, τους Άγγλους κι αργότερα τους Αμερικάνους.
Έχουν περάσει περίπου 70 χρόνια από την έναρξη αυτής της παγκόσμιας τραγωδίας κι εμείς, οι επόμενες γενιές που έζησαν μόνο τον απόηχο του, έληξε με την ρίψη των δυο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, με νικητές τους Αμερικάνους και τους Ρώσους με τους λεγόμενους συμμάχους. Φυσικά αν δεν είχαμε τη ρίψη των πυρηνικών ίσως να πολεμούσαμε ακόμα. Έκανε δηλαδή κάποιο μεγάλο καλό μετά το μεγάλο κακό η ανακάλυψη της ατομικής βόμβας από τον Αϊνστάιν, τον Οπενχάιμερ και τον Μπράουν που βασικά ο πρώτος φοβόταν απόλυτα για αυτή του τη συμμετοχή.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Αυτό το ΟΧΙ που φέρεται να είπε ο Μεταξάς, κατ εμένα το είπε δια μέσου των συμφερόντων της αποικιοκρατικής δύναμης που λέγεται Αγγλία αλλά και πάλι έχει την αξία του. Οι Έλληνες πολέμησαν με την πλευρά των συμμάχων, νίκησαν την Ιταλία, υπέκυψαν στην σιδερόφραχτη Γερμανία, πολέμησαν σαν ήρωες, είπε και ο Τσώρτσιλ αυτό το γνωστό οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, για να αποδώσει τιμή σε μας αλλά αμέσως μετά δημιούργησε τον Ελληνικό εμφύλιο με όλα τα κακά συνακόλουθα του.
Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ καλός. Οι άνθρωποι όμως συνεχίζουν να πολεμάνε αδιάκοπα και, όσο και αντιμιλιταριστικό να είναι αυτό το κείμενο, όσο αντιπολεμικά άρθρα κι αν έχουν γραφεί και συνεχίζουν να γράφονται, οι άνθρωποι θα πολεμάνε αδιάκοπα. Ποια είναι η βασικότερη αιτία ενός πολέμου; χρειάζεται μόνο ένας Χίτλερ για να αιματοκυλήσει την ανθρωπότητα και γιατί η δύναμη των λαών δεν μπορεί ν αποτρέψει τα σχέδια ενός παράφρονα κατά πολλούς ή μιας ιδιοφυΐας από άλλους; Νομίζω πως ο κόσμος είναι αδύναμος και η λεγόμενη μάζα συμπαρασύρεται από λίγους που διοικούν αυτόν τον κόσμο. Αν πας στρατιώτης κι αρνηθείς να πολεμήσεις θα σε σκοτώσουν οι συστρατιώτες σου. Θα σε πουν δειλό επειδή δε θέλεις να σκοτώσεις! η τέλεια παραλογία. Κατά βάση δε θα πολεμούσα ποτέ. Αυτά τα χτισμένα ιδανικά των εκάστοτε αρχηγών δε με αφορούν. Υποστηρικτικά, λένε πως αφού ο άλλος έρχεται να σου πάρει το σπίτι, πρέπει ν αμυνθείς και αφού αμύνεσαι, έχει αρχίσει ο πόλεμος για σένα. Λογικά εκεί σηκώνεις τα όπλα. Για το σπίτι, την οικογένεια, την πατρίδα. Και άντε πάλι από την αρχή. Μπορεί όμως ένας πόλεμος να είναι δίκαιος; στην ουσία όσοι το λένε εξαπατώνται, όλοι οι πόλεμοι έχουν οικονομικό κίνητρο και ως εκ τούτου και ο Δεύτερος παγκόσμιος. Η μισαλλοδοξία των ηγετών παίζει το ρόλο της αλλά όχι τον πρώτο αφού άμα δε συμφωνήσουν οι ακόλουθοι τίποτε δεν πρόκειται να γίνει απ όσα ευελπιστεί ο κάθε ηγέτης.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Βέβαια, εμείς δεν ξέρουμε τι είναι ένας πόλεμος, τον γνωρίζουμε από τα βιβλία, από την τηλεόραση και δεν ξέρουμε ή δεν αισθανθήκαμε ποτέ τι είναι να σφυρίζουν οι σφαίρες γύρω σου, να πέφτουν οι χειροβομβίδες, να βουτάνε τ αεροπλάνα πάνω απ το κεφάλι σου, να βλέπεις τους συνάδελφους ακρωτηριασμένους, τους φίλους να πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί κι έτσι ομιλούμε εκ του ασφαλούς χωρίς να υπολογίζουμε την στυγνή πραγματικότητα ενός πολέμου, ενός όχι ή ενός ναι, στον εχθρό, σ αυτή την ανόητη έλευση του πολέμου, όπως όλοι παραδεχόμαστε αλλά αρνούμαστε να μη συμμετέχουμε, να μη συνεχίζουμε αυτή την μωρή πραγματικότητα ενός πολέμου.

 

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...