Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ ΣΤΟ ΜΠΛΕ

 


ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

 

 Για σκέψου, πόσα πράγματα δεν ξεχάσαμε από το όνειρο;

Μα εγώ, πήρα ένα καράβι πρωινό και ψάχνω να σε βρω

Δεν άκουγα τους άλλους που έλεγαν πως για πάντα σε χάσαμε.

 

Σε βρήκα ένα σούρουπο πνιγμένη στην αλμύρα

Μιας θάλασσας που τόσο πολύ αγαπήσαμε

Κι άκουσα την ίδια να σου λέει το σ΄αγαπώ

Και ζήλεψα που δεν μ’ άφησε πρώτος να σου το πω

 

Ήσουν το παράθυρο που άνοιξε

Μια βραδιά Καλοκαιριού

Όνειρο που αχνά με τύλιξε

Στο κόκκινο που αγαπώ

 

Ρόδο του θεού που κύλησε

Στην πόρτα του μικρού σπιτιού

 

 

ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

 Εγώ μετράω της αυγής τα χρώματα

Κι ας λέτε πως το εγώ δεν σας αρέσει

Καθένας έχει όμως ένα από αυτό

Και πίσω απ’ την ουρά του σιγοτρέχει

  

Παράτησε λοιπόν και συ τα ψέματα

Πάρε μια πέτρα ρίχτη στο φεγγάρι

Άλλαξε της ζωή μας τα κυκλώματα

Κι ας μένει ίδιο το παλιό τροπάρι

 

Κοιτάζω απ’ το παράθυρο τα χρώματα

Και δεν λυπάμαι που είναι όλοι φευγάτοι

Χτίζω άλλον κόσμο σε ψηλά πατώματα

Προτού με πιάσουν οι δικοί σας γάτοι

 

Κοιτάζω την αλήθεια για να βρω

Και σεις το χώμα ρίχνετε στη μούρη

Δεν ξέρω άλλα λόγια να μιλώ

Δεν παίζω εγώ στην πλάτη του καμπούρη

 

Αν δεν σας αρέσει αυτός ο δρόμος

Πάρτε άλλον για να δούμε που θα βγάλει

Εγώ θα συνεχίσω στον παλιό

Αυτόν που εσείς έχετε ξαναχάσει

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

ΑΠΌ ΜΑΚΡΙΆ Ο ΧΡΌΝΟΣ ΚΟΙΤΆΖΕΙ

 

 


Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο, διψασμένος, κατάκοπος, με ένα δισάκι στον ώμο
περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω μια Ευτυχία
που με περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που
πλάθαμε όνειρα να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα
λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά ήταν γήπεδο-λέγανε
πως το χε κάνει δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι
είπα ν ανέβω την ανηφόρα. Πιάστηκα από τις ασφάκες,
τα βράχια, το μονοπάτι είχε κλείσει αλλά κατάφερα να
σκαρφαλώσω και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος
απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί. Οι ομάδες
χωρίστηκαν, η μπάλα πήγε στη σέντρα κι άρχισε ο
σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η μπάλα,
έπιασα ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο Σταύρος ο
τερματοφύλακας δεν μπόρεσε ν αποκρούσει. Ο ιδρώτας,
η τσατίλα, τα νεύρα, πέφταν μπουνιές και κλωτσιές, τα
πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε και
κατηφόρισα πάλι το μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια το
πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου έφτιαχνε
το φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας. Πεινούσα
και διψούσα. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, δεκαπέντε
χρονών παλληκάρι, οι φίλοι μου που παίζαμε μπάλα είχαν
χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση
που έφτασα σε λίγο. Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά
στο περιβόλι μας. Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος
που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον
πελώριο κορμό του. Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την
Ευτυχία να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη βαρέλα,
ένα ξύλινο δοχείο που το φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν
μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν! όπως τώρα η Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα, και είχε τα μαλλιά της
κότσο, Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα
τραγούδι:

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

κι εγώ θα περιμένω μια ζωή

να ρθει από μακριά, να με πάρει

να με πάρει από εδώ

 

Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό

κυλάει μου πνίγει τον καημό

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

που είναι ο νιος που αγαπώ;

Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς
ανθρώπους κι εγω αποφάσισα να βγω πίσω απ τον
πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να σηκώσει τη βαρέλα
και δε με  βλεπε. Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα! το κορμί της τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη
ξέρουμε πως να ενώσουμε τα χείλη μας,
 κοιταχτήκαμε στα
μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει τη βαρέλα και πήραμε το
δρόμο για το σπίτι. Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει
έτοιμο το φαί.

 

 

 

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΆΛΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

 


Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου και σήμερα είπα
να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου κάτι φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Ναι, δεν έφταναν ούτε
για αβγά. Τι να κανα; Όμως έπρεπε να ψωνίσω κάτι τι
θα έτρωγα όλη τη βδομάδα; Ας πάω, είπα μια βόλτα και
βλέπουμε. Έτσι βγήκα στους πάγκους και περιδιάβαινα.
Κοίταζα τα φρούτα, τα φασόλια, τις μπάμιες τα ψάρια, όλα τα κοίταζα. Πάρε, πάρε! Φώναζαν οι λαϊκατζήδες. Τι να πάρω, σκεφτόμουν εγώ αφού δεν υπάρχει μία. Πήγα βόλτα μέχρι
κάτω, ξαναγύρισα. Σταμάτησα σε έναν που πουλούσε
αγγούρια, ντομάτες. Πάρε μάστορα, πάρε αγγούρια
Καλυβιώτικα ντομάτες Κορινθίας, ότι πάρεις ένα ευρώ…
Θα πάρω, κούνησα το κεφάλι μου και διάβασα την πινακίδα
που έγραφε τη λαϊκή σοφία, ανάμεσα από αγγουρο-
ντοματοπιπεριές: Η γυναίκα όσο θέλει. Ο άντρας όσο μπορεί.
Μίμης Χατζής ο του Περικλέους.
-Εσύ είσαι ο του Περικλέους; Τον ρωτώ
-Ολάκερος! Μου γνέφει με περηφάνεια. Δε συμφωνείς
αφεντικό;
-Εμένα λες αφεντικό; Κοίταξα γύρω μου
-Εμ ποιον άλλον, φαίνεσαι και έβαζε ντομάτες σε κάποιον περιποιημένο μπουρζουά, με δεμάτινες τσάντες και τα λοιπά.
Καθώς τον παρατηρούσα είδα ένα πενηντάρικο να εξέχει
από την τσέπη του. Όπα! Είπα μέσα μου. Σου φεξε Νικόλα και με μια επιδέξια κίνηση που δεν την έπιασε κανείς βούτηξα το πενηντάρικο. Ο μπουρζουάς πλήρωσε από την άλλη τσέπη
κι έφυγε ευχαριστημένος σφυρίζοντας ένα παλιό άσμα.
Είχε αυτός λεφτά γιατί να μην του το παιρνα; Έτσι ήταν το
δίκαιο και πήγα παρακάτω να ψωνίσω, είχα ολόκληρο
πενηντάρικο τώρα.
Πήρα απ όλα τα καλά. Πήρα και ψωμί απ το φούρνο,
τα πήγα σπίτι μου. Ακούμπησα όλες τις τσάντες χάμω,
τις κοίταξα και είδα που δεν είχα πάρει καρπούζι ή πεπόνι
τα αγαπημένα μου φρούτα. Έτσι βγήκα πάλι στη λαϊκή κι
έπεσα πάνω στο μπουρζουά με τα δερμάτινα και τη
λεπτεπίλεπτη φωνή.
-Θα κάνει πολύ ζέστη σήμερα, συγνώμη κύριε που σας
σκούντηξα
-Δεν πειράζει, του απάντησα ευγενικά και πήρα δρόμο.
Έφτασα στον καρπουζά στην άλλη γωνία. Βάλε μου, του λέω.
Μου το ζυγίζει, πέντε ευρώ λέει και μου το δίνει. Εγώ τον
κοιτάζω καλά-καλά, χοντρός μου φάνηκε πολύ κι έτσι βούτηξα
την τσάντα με το καρπούζι και το βαλα στα πόδια. Ο χοντρός ξεχύθηκε πίσω μου, εγώ είχα ξεμακρύνει τρέχοντας καμιά
δεκαριά μέτρα, κάποιοι προσπάθησαν να με συγκρατήσουν,
πιάστε τον! Ούρλιαζε ο καρπουζάς αλλά εγώ σβέλτος καθώς
είμαι κατάφερα να την κοπανήσω. Ουφ! Έφτασα στο σπίτι, αφουγκραστηκα, κανείς δε με κυνηγούσε πια. Μπήκα καταιδρωμένος κι έπεσα στον καναπέ. Ουφ! Ανάσανα πάλι.
Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει.

 

 

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

ΝΕΡΌ ΠΟΥ ΠΑΓΩΝΕΙ ΣΤΟΥς ΒΡΆΧΟΥς ΚΑΙ ΤΟΥς ΣΠΆΕΙ

 

 

Γαλάζιος ουρανός, άσπρα σύννεφα, πράσινοι λόφοι
νερό που παγώνει στους βράχους και τους σπάει.
Πριν σχεδιάσω ονειρεύομαι την εικόνα, τον πίνακα, το νερό
-μερικά όνειρα είναι σαν τους πίνακες: ούτε αρχίζουν κι ούτε τελειώνουν ποτέ. Σαν τους βράχους.
Για να φτιάξεις ένα έργο χρειάζεσαι δύναμη, δεν αρκούν
τα χρώματα και τα πινέλα, χρειάζεται η σκέψη, η νόηση πως κάτι γεννιέται, κάτι καινούργιο κι όχι ασήμαντο κι ακόμα πως ζωγραφίζεις για κάποιους, για ένα όραμα, πως ο κόσμος θα είναι καλύτερος μια μέρα και οι άνθρωποι δε θα φοβούνται, πια, ο ένας τον άλλον.
Το νερό που παγώνει στους βράχους και τους σπάει, ένα όνειρο που γεννήθηκε χτες και οδοιπορεί στο μονοπάτι της ομίχλης, το όνομα των λόφων κι ανάμεσα κάτι περίεργο, οι άνθρωποι που δεν αγαπιούνται, που κρύβονται από σένα, από μένα.
Προτού απλώσω τα χρώματα νιώθω κάποιους που βλέπουν τους βράχους να κυλούν στους λόφους, μέσα τους το νερό έχει σπάσει την εγκαρτέρηση
-κάποτε δεν μπορείς να περιμένεις τίποτε απ τους ανθρώπους.
Νερό που παγώνει στους βράχους και σπάει μέσα τους
γαλάζιος ουρανός, λευκά σύννεφα, όρθιοι λόφοι.
Δε χωράει απογοήτευση στον ζωγράφο, τα σύνεργα του η όραση
και η ακοή, το χέρι αλάθητο, πρέπει να είναι πιο δυνατός απ τις Ερινύες, πιο τρυφερός απ την καρδιά του λουλουδιού, πιο όμορφος απ όλους, γιατί ο ζωγράφος δεν μπορεί να είναι άσχημος.
Μέσα του ο κόσμος, η θάλασσα, ο ωκεανός.
Προτού απλώσω το πράσινο, κάποιοι δε βλέπουν τους βράχους
που κυλούν απ τους λόφους, ούτε το νερό που παγώνει.
 
Προσωπικό ημερολόγιο σήμερα στις 5 Απρίλη του 2021

 

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

ΤΑ ΔΆΧΤΥΛΑ ΤΟΥ ΉΧΟΥ

 


ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Άνοιξη ήταν και τότε. Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα,
να μην κουβαλάω πολλά πράγματα, μόνο τα σαντάλια
μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία παραμάσχαλα.
Έφευγα για όπου μου άρεσε. Ένα τέτοιο μέρος που με
συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η Αίγινα. Έτσι, λοιπόν
από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία
μου, την κοπάνισα. Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο
κατάστρωμα παρέα με τους γλάρους, το μπλέ και μια
σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε να
φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το
καφεδάκι, έσπαγα κανένα χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος,
νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά. Απέναντι μου ένας
τύπος ψηλόλιγνος, παληκαρι, φοιτητής φαινόταν με μια
κιθάρα στον ώμο του κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι,
αποφάσισε να την ξεκρεμάσει για να χαϊδέψει τις χορδές
της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα, έτσι πρέπει να είναι τα
δάχτυλα των κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ ξεχωριστό
τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο
ένας στον άλλον. Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν 
άνοιξε το σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε.
Άρχισα να πίνω κι εκείνος να παίζει. Συντραγουδήσαμε.
Κι μετά όλο το βαπόρο μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα είχε
γίνει ένα κουβάρι μαζί μας! Άλλο που δεν ήθελαν οι τουρί-
στριες! Χόρευαν ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι και
ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το
βαπόρο, στην προβλήτα, ανάμεσα από πολύ κόσμο
προσπάθησα να συνεννοηθώ με το Θόδωρα που θα
βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο
πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει για τέτοιον άνθρωπο. Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα
που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε στο σκοτάδι.
Τι υπονοούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες,
σκέφτηκα αλλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα,
κάπως άβολα θυμάμαι. Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα.
Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ, πήγα στο περίπτερο να
πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε τα ρέστα, δεν τον
ρωτάω, σκέφτηκα. Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του η
άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή
ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Γέλασα. Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα
μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν να πίνει ούζο στο σκοτάδι
της υποψίας μιας άλλης ζωής.

 

 

 

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΜΕΡΑ Τ ΑΠΡΊΛΗ

 


ΑΡΓΟ, ΓΑΛΑΖΙΟ.

 

Έπεσε πρώτα μια σταγόνα.
Μια σταγόνα στη θάλασσα.
Άνοιξε τον κύκλο της, μικρό 

στην αρχή,
μεγάλωνε σύντομα έσβηνε
όπως ακριβώς σβήνει ένας κύκλος της ζωής. Όπως

 τελειώνει ένα Καλοκαίρι κι έρχεται το Φθινόπωρο, 

η πιο γλυκιά εποχή του
χρόνου.
Αυτή τη μοναχική σταγόνα πάνω στο βαθυγάλαζο, στο σκούρο
χρώμα μιας θάλασσας σχεδόν παραπονεμένης, την
παρατηρούσα καθισμένος στα βράχια της χθεσινής παραλίας.
Είχε αρχίσει, σχεδόν το σούρουπο και οι μοβ ανταύγειες στο
βάθος της Δύσης γλύκαιναν την όψη ενός κόσμου που ήθελε
να ζήσει έτσι αλλά δεν τον άφηναν. Ν απολαύσει τις μικρές
στιγμές της σταγόνας, τον παφλασμό, το ανασήκωμα του νερού,
πλίτς! το συντρόφευμα μιας κόρης στην αγάπη, ενός παιδιού
στην άκρη να παίζει με το τόπι, να μια ζωή ευτυχισμένη για
όσους ήξεραν να την απολαύσουν για όσους γνώριζαν πως η
σταγόνα διαρκεί όσο μια ζωή.
Η βροχή έπεσε απαλά, πράγμα παράξενο γι αρχές Φθινοπώρου,
ένα πολύ μακρινό μπουμπουνητό, υποχθόνιο, μου υπενθύμισε
τις σκληρές και καλά κρυμμένες υποσχέσεις της φύσης για
τιμωρίες. Οι αστραπές τύφλωναν τον ορίζοντα με ένα φως
που έλεγες δε θα έρθει ποτέ εδώ.
Όταν άρχισε η βροχή έλυσα τα μαλλιά μου να βραχούν καλύτερα.
Οι σταγόνες που έγιναν πολλές τώρα, κύλισαν στο πρόσωπο μου,
στο κορμί μου καθώς ήμουν γυμνός, ολόγυμνος στην άδεια
πλέον παραλία. Δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος, μόνο το πυκνό
σκοτάδι και η βροχή μου έλεγαν πως υπάρχω. Αυτή η απείθαρχη
μοναξιά και η γνώση πως ένα αντρικό κορμί περπατούσε μόνο
του στη βρεγμένη άμμο, μου έδινε τη χαρά πως έκανα κάτι
σπουδαίο. Κάτι που δεν μπορούν ή δε θέλουν να κάμουν οι άλλοι.
Οι σταγόνες δυνάμωσαν αρκετά, πάνω στην επιφάνεια του
μαύρου της θάλασσας πιτσιλούσαν σαν μικροί καλικάντζαροι,
όμοια με μικρούς ήρωες των κόμικς όταν βούτηξα στο νερό
της βροχής και της θάλασσας.
Θα έφευγα πολύ μακριά μαζί τους.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...