Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΕΝΟς ΑΣΉΜΑΝΤΟΥ

 


ΤΟ ΚΡΙΝΟ ΠΑΝΩ ΣΟ ΜΕΛΙ.

 

Είχε πάει κάπου μακριά από το σπίτι του. Μην φανταστείτε καμιά τεράστια απόσταση, ίσως ένα προάστιο πιο δίπλα. Από την Ηλιούπολη στο Μπραχάμι, ας πούμε, παραμόνευε ο παράξενος τρόπος για να ζήσει. Τσακώθηκε λίγο με την γυναίκα του, προσποιητά μάλλον, για να βρει ευκαιρία να φύγει, το χρησιμοποιούσε μερικές φορές αυτό το κόλπο κι έπιανε. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο να κάνει, απλά ήθελε να είναι μόνος. Το έκανε συχνά και του άρεσε. Αυτός κι ο εαυτός του, οι καλύτεροι φίλοι.

Μπήκε σε μια καφετέρια, παράγγειλε καπουτσίνο και τον έπινε με σκουριασμένες σκέψεις, γιατί είχε παντρευτεί, τι τον ήθελε τον γάμο και τέτοια, δεν του άρεσαν οι δεσμεύσεις, οι υποχρεώσεις, τα παιδιά και τα σκυλιά ή μπορεί να τα ήθελε αλλά, από μόνα τους, ως δια μαγείας, σαν παραμύθι. Τότε μπορεί να του άρεσαν, ίσως όμως να μην του ταίριαζε και η γυναίκα που είχε παντρευτεί, πράγμα που του τόνιζε συνέχεια με στόμφο: «μπορεί να γνώρισες πολλές γυναίκες αλλά εμένα παντρεύτηκες!» Μπορεί, λοιπόν, να μην ήταν αυτή που είχε ονειρευτεί αλλά αρνιόταν να το παραδεχτεί, ήταν μια καλή σκέψη και την ενστερνίσθηκε κι ετοιμαζόταν να φύγει, όταν στο βάθος πήρε το μάτι του έναν φίλο με δυο γυναίκες παρέα, που τις γνώριζε εξ αποστάσεως. Η μία ήταν η Ελπίδα, μια γυναικάρα, που την είχε δει μερικές φορές να κυκλοφορεί με έναν πιτσιρικά. Η άλλη, δεν ήξερε το όνομα της, ήταν κοντούλα σαν κούκλα, μικροσκοπική. Ο φίλος, του έκανε νόημα να πάει στην παρέα τους. Παντρεμένος ήταν κι αυτός, φαίνεται πως είχε βρει κάποιον τρόπο να ξεπορτίσει. Αμυδρά θυμόταν, πως σε μια από τις τελευταίες τους συναντήσεις, του είχε πει ότι ψαχνόταν με κάτι μικρές αλλά δεν τον είχε πιστέψει. Να, όμως που έλεγε την αλήθεια.
Πήγε στο τραπέζι τους με αίσθηση ανωτερότητας. Είχε την  υπεροχή, ήταν ένας έξυπνος και ωραίος άντρας γύρω στα τριανταπέντε. Ο φίλος του ήταν επίσης γοητευτικός αλλά κομπλεξαρισμένος. Φτωχούλης, ασήμαντος, μεροκαματιάρης με δυο παιδιά.
-Θα κεράσεις; Τον ρώτησε αφού τον σύστησε στις γυναίκες.
-Και βέβαια θα κεράσω! Ότι καλύτερο έχει το μαγαζί, είπε με έπαρση.
-Το ξέρουμε πως έχεις λεφτά…είπε με νόημα ο φίλος του.
-Λεφτά! Όποιος δεν έχει λεφτά σήμερα είναι βλάκας, είπε περιφρονητικά.
-Μην το λες αυτό! έκανε η Ελπίδα που ναι μεν ήταν γυναικάρα αλλά η φτώχεια ξεχείλιζε από τα μπούτια της, που ήταν έτοιμα να πεταχτούν από το σχιστό τσόλι που φορούσε.
-Γιατί;
-Γιατί η φτώχεια έχει αξιοπρέπεια! είπε πειραγμένη.
-Τρίχες!
-Τρίχες;
-Τρίχες.
-Είσαστε πολύ υπερόπτης.
-Είμαι.
-Το λες σα να μην σε πειράζει.
-Δεν με πειράζει.
-Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω με έναν άντρα σαν εσένα, είπε εμφανώς πειραγμένη.
-Καλά, θα τσακωθείτε τώρα; Εδώ βρεθήκαμε για να διασκεδάσουμε, μίλησε ο φίλος του.
-Ναι, βέβαια για να διασκεδάσουμε, επανέλαβε σαν ηχώ η κοντή κούκλα.
-Δεν τσακωνόμαστε, μη φοβάσαι, γέλασε αυτός.
-Όχι, δεν τσακωνόμαστε, μιλάμε, έκανε και η Ελπίδα.
-Θα πιούμε άλλο εδώ; ρώτησε κοιτώντας τους.
-Να πάμε κάπου αλλού; Πρότεινε η κοντή κούκλα.
-Πάμε, συμφώνησαν.
Οι γυναίκες πήγαν στην τουαλέτα, να φρεσκαριστούν.
-Που θα τις πάμε; Ρώτησε μουλωχτά ο φίλος του.
-Πάμε για φαγητό στη Λωξάντρα.
-Είναι ακριβά εκεί ρε!
-Εγώ πληρώνω.
-Εντάξει. Άμα είναι έτσι… θα τις αγκαλιάσουμε λες; είπε ακόμα πιο συνωμοτικά.
-Την κυνηγάς από καιρό την κοντή ε; γέλασε.
-Χμ, ναι, κάνει τη δύσκολη, άσε η άλλη..
-Αν δεν τις πηδήξουμε απόψε, ξέχασε το, δεν θα τις πηδήξουμε ποτέ, αποφάνθηκε.
Ωστόσο οι γυναίκες γύρισαν.
-Λοιπόν αρχηγέ; Που θα μας πας; Ρώτησε και τον κοίταζε προκλητικά η Ελπίδα.
-Πάμε και θα δείτε.
Μπήκαν στο καινούριο του αυτοκίνητο, μια ασημένια μπεμβέ, που μόλις είχε αγοράσει.
-Καινούριο ε; Έκανε ενθουσιασμένη δίπλα του η Ελπίδα.
-Εμ, φαίνονται τα λεφτά, γέλασε από πίσω η κοντή κούκλα.
-Σιγά μην το ματιάσετε, χαμογέλασε και πάτησε το γκάζι μόλις βγήκε στην Βουλιαγμένης.
Η ασημένια μπεμβέ απογειώθηκε σαν αεροπλάνο στον άδειο δρόμο. Δεν είχε κίνηση εκείνη την ώρα.
-Μην τρέχεις τόσο πολύ, του είπε η Ελπίδα. Φοβάμαι, κι ακούμπησε πάνω του. Αυτός της έπιασε το χέρι, χαμήλωσε ταχύτητα. Την κοίταξε στα μάτια κι ύστερα στο άνοιγμα του φορέματος, στα μπούτια. Η Ελπίδα πήρε το χέρι του και μαζί με το δικό της τα έχωσε ανάμεσα στα πόδια της. Ώσπου να φτάσουν στην Λωξάντρα, είχε φτάσει πιο μέσα της. Κι ο φίλος του  δεν πήγαινε πίσω. Είχε αγκαλιαστεί με την κοντή και φιλιόντουσαν. Γύρισε, τον κοίταξε κλείνοντας του το μάτι και συνέχισε να χαϊδεύει το ιδρωμένο μύρο της Ελπίδας.
-Φτάνει, του χαμογέλασε, μόλις σταμάτησε για να παρκάρει.
-Ναι, φτάσαμε, έκανε πως την διόρθωνε.
Η Λωξάντρα ήταν μια πολυτελέστατη ταβέρνα στο γκολφ της Γλυφάδας. Πήγαινε πολλές φορές εκεί.
-Ωραίο μαγαζί, θαύμασαν οι φίλοι του όταν κάθισαν.
-Ναι, ωραίο, συναίνεσε. Χαίρομαι που σας αρέσει.
-Είδες; Άμα θέλεις γίνεσαι ευγενικός, έτσι μ’ αρέσεις, έκανε η Ελπίδα.
-Τότε θα είμαι συνέχεια ευγενικός, μειδίασε.
Έφαγαν, ήπιαν κόκκινο κρασί, ήρθαν περισσότερο στο κέφι, μίλησαν διάφορα, πέρασε η ώρα, οδήγησε πίσω, κανόνισαν να αφήσει τον φίλο του με την κοντή κούκλα κάπου στο Μπραχάμι κι αυτοί συνέχισαν για την Ηλιούπολη. Σταμάτησε σε ένα σκοτεινό στενό κι αμέσως φιλήθηκαν. Άρχισαν τα χάδια, άναψαν.
-Που θα πάμε; Δεν μ αρέσει στο αυτοκίνητο, τραβήχτηκε η Ελπίδα που κατάλαβε πως προχωρούσε πολύ.
-Πάμε στο μαγαζί μου, είπε.
-Τι μαγαζί;
-Έκθεση επίπλων, και ξεκίνησε.
Της είχε βγάλει την κιλότα και τώρα εκείνη προσπαθούσε να την ξαναφορέσει.
-Μην την φοράς, την εμπόδισε με το χέρι του. Μου αρέσει η σκέψη ότι δεν φοράς τίποτε από κάτω. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα την ξαναβγάλεις.
Έφτασαν στην έκθεση, μπήκαν, κλείδωσε την πόρτα πίσω του, δεν άναψε φως, την παρέσυρε προς την τουαλέτα και τη στρίμωξε στον τοίχο, σήκωσε το φόρεμα, άνοιξε το φερμουάρ του και της έβαλε το κρίνο αμέσως, ήταν έτοιμος μετά από τόσα χάδια και τόση αδημονία, το λευκό φως σάρκαζε, ο κόσμος έσταζε μέλι.
-Μη βιάζεσαι, του είπε ναζιάρικα.
-Μη σε νοιάζει, θα σου δώσω όσο κρέας θέλεις, την ησύχασε.
Καθώς άρχισε το μέσα έξω, ένα φως αναβόσβηνε ρυθμικά, σύμφωνα με τις κινήσεις τους.
-Τι είναι αυτό; τρόμαξε η Ελπίδα.
-Τίποτα, γέλασε και την τράβηξε παραπέρα.
Πίσω της ακριβώς ήταν ένας διακόπτης και τον πίεζε με την πλάτη της κάνοντας τον να αναβοσβήνει.
Τέλειωσαν εκεί το πρώτο με φωνές ηδονικές. Το κρίνο πάνω στο μέλι πάνω στις τρίχες, πάνω στο φόρεμα, παντού.
-Θα με λερώσεις, του παραπονέθηκε και πήρε το λευκό στο στόμα.
Ήταν τόση η δίψα τους που συνέχισαν αμέσως,  πήγε στο βάθος, άναψε ένα χαμηλό πορτατίφ, γυμνώθηκαν, έσμιξαν τα νεανικά κορμιά τους, αγαλλίασαν, την ανέβασε στον πάγκο του εργαστηρίου, έτσι που να τον βολεύει, άνοιξε τα πόδια, γονάτισε, φίλησε τρυφερά το ωραίο της μαύρο, άνοιξε και παιχνίδισε την γλώσσα πάνω στην ωραία σάρκα, στα λευκά ημισφαίρια.
-Μη! ανατρίχιασε η Ελπίδα. Μη από εκεί, με τρελαίνεις δεν το έχω ξανακάνει.
Αυτό τον ερέθισε περισσότερο, θα ανέβαινε σε παρθένο βουνό.
Έβαλε πρώτα στην πρώτη πόρτα, να πάρει υγρά και πάνω στην τρελή ανάσα της, τον έχωσε με βία στο βουνό.
-Ααα! Μη!.. με ξεσκίζεις! ούρλιαξε αλλά τον έσπρωχνε με τα χέρια της να μπει περισσότερο.
Πάντα αναρωτιόταν γιατί οι γυναίκες γούσταραν  τόσο πολύ από το βουνό και καθώς μπαινόβγαινε, την κοίταζε στο πρόσωπο. Δάγκωνε τα χείλια της, γύριζε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, έσβηνε από την ατέλειωτη ευχαρίστηση. Ύστερα ανέβηκε κι αυτός στον καναπέ, την έβαλε να καθίσει στα τέσσερα, όπως τα ζώα, μία  μπρος, μια στο βουνό, μέχρι τα χαράματα που τους βρήκαν αγκαλιασμένους σε κάποιον από τους πολλούς καναπέδες, τρελάθηκαν  με τις σάρκες τους. Στο σκοτάδι, όταν ξύπνησε, προσπαθούσε να θυμηθεί, πόσες φορές την είχε πάρει. Πάνω από εφτά φορές, μονολόγησε. Εφτά ήταν τα θαύματα κι αυτό το όγδοο
-Με πονάει το βουνό μου, μουρμούρισε η Ελπίδα και τον ξανάφτιαξε.
-Από μπροστά μωρό μου, από μπροστά, είναι πρωί ακόμα, τον παρακάλεσε.
Ο πρωινός έρωτας μετά από μια οργιαστική νύχτα, σου κόβει τα πόδια, σε παραλύει. Βασανίστηκε πολύ, ίδρωσε και κάποτε τα κατάφερε μουγκρίζοντας σαν ζώο. Αηδιασμένος από τον εαυτό του σηκώθηκε, ντύθηκε βιαστικά.
-Τι έπαθες; τον ρώτησε με ανησυχία ενώ ντυνόταν κι αυτή.
-Τίποτα, την απέφυγε. Πρέπει να φύγουμε, έχω πολλές δουλειές σήμερα.
-Είσαι παντρεμένος! τρεμόπαιξε τα μάτια της
-Νόμιζα πως το ήξερες.
-Έπρεπε να μου το πεις, μούτρωσε.
-Τι θα άλλαζε;
-Πόσα χρόνια; έχεις παιδιά;
-Όχι ακόμη, τέσσερα πέντε.. δε θυμάμαι.
-Την αγαπάς;
-Δεν ξέρω.
-Κι εμένα;
-Είναι νωρίς, θα δούμε. Έλα να σε πάω στο σπίτι σου.

Οι δουλειές του πήγαιναν περίφημα. Άνοιξε κι άλλη έκθεση επίπλων, προσέλαβε προσωπικό, ξέφυγε από το εργαστήρι κι από ξυλουργός έγινε επιχειρηματίας. Απόκτησε χρήμα, πλούτη κι ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο. Η γυναίκα του ήταν ευτυχισμένη η Ελπίδα το ίδιο. Τις φρόντιζε να μην τους λείπει τίποτε. Ο ίδιος είχε αρχίσει να παχαίνει, έπαιρνε κιλά επικίνδυνα.
-Δεν θέλω να γίνεις χοντρός, του είπε η γυναίκα του.
-Παράτα με! της απάντησε για πρώτη φορά έτσι.
-Πως μου μιλάς! τόλμησε.
-Σκάσε! και της έδωσε δυο χαστούκια.
Ήταν η αρχή και κάθε αρχή, έχει συνέχεια, δεν ήξερε ούτε μπορούσε να το εξηγήσει, κάτι συνέβαινε κι εκεί που ήταν μια χαρά, τον νευρίαζε και την πλάκωνε στα χαστούκια. Αυτός που έλεγε πως οι γυναίκες είναι σαν τα τριαντάφυλλα, τώρα τα μαδούσε.
-Είσαι τρελός! του φώναξε μια μέρα ανάμεσα από κλάματα. Τι σου φταίω εγώ;
-Τίποτα, έλεγε και ηρεμούσε. Συγνώμη.
Μετάνιωνε πικρά, έλεγε πως δεν θα το ξανακάνει και μετά από κάθε ξυλοδαρμό, της έκανε έρωτα. Κάθε μέρα έκανε έρωτα. Την ημέρα με την Ελπίδα και το βράδυ την γυναίκα του.
Η γυναίκα του άντεχε, έκανε υπομονή. Η Ελπίδα δεν ήξερε τίποτε. Την είχε προσλάβει υπάλληλο στην καινούρια έκθεση, έπαιρνε τον μισθό της, τα δώρα της, τα λούσα. Η γυναίκα του δεν ανακατευόταν στις δουλειές του, το είχε απαγορεύσει ρητά. Αλλά ούτε κι εκείνη το ήθελε. Καθόταν στο σπίτι της, φρόντιζε τα οικιακά, ήταν μια νοικοκυρούλα. Μόνο να μην την έδερνε…
Αυτός αποστεωμένος από αισθήματα, κουβαλούσε το χρήμα στην πλάτη του, μακάριος. Κάπνιζε ακριβά πούρα, έπινε που και που πανάκριβα ουίσκι κι έτρωγε σαν βουβάλι. Θα είχε φτάσει εκατό κιλά μα δεν τον ένοιαζε, δεν πα να καιγόταν ο κόσμος…
-Πως έγινες έτσι ρε! του είπε μια μέρα ο παλιός φίλος που του είχε γνωρίσει την Ελπίδα.
-Να μη σε νοιάζει! Του πέταξε σκληρά, εσύ να κοιτάζεις την φτώχεια σου, που δεν έχεις να πάρεις ούτε το γάλα του παιδιού σου.
-Εγώ δεν έχω αυτά που λες αλλά δεν είμαι ηλίθιος! του απάντησε εξ ίσου σκληρά.
Πως είχε καταντήσει έτσι; δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Νευρίαζε με το παραμικρό, μόνο όταν βρισκόταν με την Ελπίδα ηρεμούσε, λες και ήταν το χάπι του, την έπαιρνε και πήγαιναν στα ακριβότερα ξενοδοχεία, στον Αστέρα Βουλιαγμένης και αλλού. Δεν του έκανε ποτέ σκηνές, ήταν  πάντα χαρούμενη, γελαστή, έτοιμη να του ανοίξει τα πόδια.
Όπως ξαφνικά είχε αρχίσει να δέρνει την γυναίκα του, έτσι ξαφνικά, σταμάτησε, αλλά ούτε της μιλούσε πια, ούτε της έκανε έρωτα. Η γυναικούλα δεν παραπονιόταν, είχε αξιοπρέπεια ή ήταν αγαθή. Ότι και να ήταν, πάντως, δεν έδειχνε τα συναισθήματα της. Η κατάσταση συνεχίστηκε σ’ αυτό τον ρυθμό, περίπου δυο χρόνια. Σταδιακά, έχασε πάλι τα κιλά, έγινε ο γνωστός αθλητικός τύπος που ήταν πριν. Τα νεύρα του είχαν χαλαρώσει, άλλαζε δέρμα σαν τον Χαμαιλέοντα. Η ζωή συνεχίζεται, έλεγε, όλα αλλάζουν, όλα τρέχουν, τίποτε δεν είναι παντοτινό, επέμενε ένα βράδυ που είχε πάει με την Ελπίδα στον Αστέρα Βουλιαγμένης, αφού έφαγαν, την αγκάλιασε για τελευταία φορά, ανόρεχτος και σκεφτόταν να γυρίσει στην γυναίκα του. Σ’ αυτήν που είχε παντρευτεί και είχε παραμελήσει κι όλη την νύχτα δεν κοιμήθηκε. Στριφογύριζε στο κρεβάτι, ανήσυχος και το είχε αποφασίσει. Μάλιστα, δεν έβλεπε την ώρα να ξημερώσει, να τελειώσει με αυτή την ιστορία, είχε βαρεθεί.
Δεν της είπε τίποτε. Ούτε η Ελπίδα κατάλαβε, τι έκρυβε στην ψυχή του.

Βιάστηκε να φτάσει στο σπίτι του, χαρούμενος που είχε πάρει τέτοιες αποφάσεις. Ένας γλυκός, Φθινοπωριάτικος αέρας έπνεε καθώς ανηφόριζε την Βουλιαγμένης. Ήρεμος, παρκάρισε την μπεμβέ, κατέβηκε και προχώρησε την αυλή του σπιτιού του. Άδειο του φάνηκε, χωρίς να ξέρει γιατί. Αλαφιασμένος, ξεκλείδωσε. Μπήκε στο σαλόνι, κοίταξε ερευνητικά, δεν είδε κανέναν, έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Κανείς.
Πήγε στην κουζίνα. Το ίδιο. Βουβαμάρα, τεράστια ησυχία.
Επέστρεψε στο σαλόνι. Πάνω στο τραπεζάκι, είδε το γράμμα. Έσκυψε και το διάβασε.

«Τα ξέρω όλα. Μην με αναζητήσεις. Φεύγω για πάντα. Η γυναίκα σου.»

ΤΕΛΟΣ

 

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

ΝΑ ΞΑΝΆΡΘΕΙΣ

 


 

ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ

 

 

Στον οδοντίατρο δεν είχε πάει ποτέ, τα δόντια του ήταν γερά, γιατί άλλωστε; Ήταν μονάχα εικοσιπέντε χρονών, δεν ανησυχούσε. Αόριστα θυμόταν κάποιους πονόδοντους στην νηπιακή ηλικία. Γι αυτό, όταν τον έπιασε εκείνος ο τρομερός πονόδοντος, του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ήταν νύχτα  αργά όταν ένιωσε στην αρχή κάποιο μικρό ενόχλημα στην δεξιά, επάνω οδοντοστοιχία.Σιγά-σιγά ο πόνος έγινε αβάσταχτος.Με το ζόρι κρατιόταν και έψαξε να βρει ντεπόν, ασπιρίνες και τέτοια, αν υπήρχαν ξεχασμένα στο συρτάρι.Τα βρήκε ενώ θυμήθηκε πως κάποιοι του είχαν πει ότι και το ούζο κάνει καλό. Κι επειδή στα φάρμακα ήταν λίγο φοβητσιάρης, κοίταξε στο ράφι της κουζίνας που βρισκόταν ένα μπουκάλι με ούζο.Το κατέβασε, έβαλε σε ένα ποτήρι σκέτο ούζο κι έκανε γαργάρες.Το ούζο πράγματι, μούδιασε λίγο τον πόνο.Το κατάπιε και έβαλε κι άλλο..κι άλλο..ώσπου μέθυσε!Ο πόνος ωστόσο μια έφευγε, μια ερχόταν.Κάποιες στιγμές, νόμιζε  πως θα του έφευγε και το κεφάλι.
Με χίλια δυο βάσανα, ξημέρωσε κάποτε.Καθώς ο πόνος συνεχιζόταν αμείωτος, πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς. Η φαρμακοποιός, αφού του έδωσε ένα παυσίπονο, του συνέστησε να πάει στον οδοντίατρο. «Δεν ξέρω κανέναν.» της είπε. «Α, έχει έρθει στην γειτονιά μας μια καινούρια οδοντίατρος, εκεί να πας, είναι πολύ καλή» του είπε και του έδωσε την διεύθυνση.
Με σπασμένα σχεδόν τα μηλίγγια έφτασε στο οδοντιατρείο.Μπήκε στο σαλόνι και περίμενε ίσως το πιο βασανιστικό τέταρτο της ζωής του. Στο σαλόνι δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Για να ξεχαστεί, φυλλορρόησε μερικά περιοδικά.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, άκουσε την πόρτα ν ανοίγει. Βγήκε πρώτα μια κυρία, μισοκοιτάχτηκαν κι ύστερα πρόβαλλε το κεφάλι της οδοντιάτρου. Ανάμεσα από τον πόνο του, αντίκρισε δυο κατάμαυρα, μεγάλα μάτια να του χαμογελούν και διέκρινε κάτι ερωτικό. «Αει στο διάολο» σκέφτηκε. «Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.»
-Περάστε, του είπε με την διαπεραστική φωνή της.
Με αργά βήματα πέρασε δίπλα της στο άνοιγμα της πόρτας.
-Που πονάτε; Τον ρώτησε άμεσα.
-Εδώ. Και της έδειξε το δεξί σαγόνι του.
-Ωραία, κάθισε, μη φοβάσαι, του χαμογέλασε πάλι.
Την παρατήρησε καλύτερα καθώς τον έβαλε να καθίσει στην οδοντιατρική καρέκλα. Ήταν αδύνατη σαν τσίχλα και πολύ ψηλή. Η μύτη της μεγάλη, τα χείλια στενά, σχεδόν μια γραμμή. Βουνά δεν είχε καθόλου και γενικά ήταν μια άσχημη, τριαντάρα γυναίκα. Μόνο τα μεγάλα μάτια της φώτιζαν μια αδιόρατη θηλυκότητα.
-Πρέπει να το σφραγίσουμε, του είπε και τον άγγιξε με το σώμα της στο δεξί μπούτι.
Αυτός έγνεψε συγκαταβατικά, με μπουκωμένο το στόμα από βαμβάκια. Τι να έλεγε; Εξ άλλου ένιωθε κάπως άβολα, έτσι  με ανοιχτό το στόμα. Σαν βλάκας.
Η αμηχανία του ξεπεράστηκε από το τσίμπημα της βελόνας στο ούλο. Του έκανε νάρκωση.Σιγά-σιγά του φάνηκε πως το δεξιό χείλος του γινόταν πελώριο. Είχε την εντύπωση πως, αν κοιταζόταν στον καθρέφτη, τα χείλια του θα ήταν τεράστια σαν κάποιου αράπη.
-Μούδιασε; Την άκουσε να ρωτάει και τον έπιανε εκεί. Ε; μούδιασε. Ωραία. Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, σε δέκα λεπτά θα τελειώσουμε την πρώτη φάση. Δεν πονάς τώρα ε;
Έγνεψα όχι, ο πόνος είχε υποχωρήσει. Απλά ένιωθα λιγάκι ζαβλακωμένος.Η οδοντίατρος τελείωσε την δουλειά της με προσοχή. Ύστερα του είπε να σηκωθεί και πήγε στο γραφείο της. Σηκώθηκε κι αυτός, αφού ξέπλυνε κάμποσο το στόμα του από τα ξερά αίματα. Κάθισε απέναντι της.
-Έχεις προβλήματα με τα δόντια σου, δεν τα προσέχεις, άρχισε κάνοντας σημειώσεις στο μπλοκάκι.
-Δηλαδή;
-Δεν τα πλένεις; τι δουλειά κάνεις;
-Έχει σημασία; Γέλασε όπως μπορούσε .Ξυλουργός.
Του έκανε ολόκληρη ανάλυση περί της στοματικής κοιλότητας. Στο τέλος του έδωσε φαρμακευτική αγωγή.
-Πρέπει να ξανάρθεις. Εκτός από το σφράγισμα, χρειάζεται να κάνουμε καθαρισμό. Η ουλίτιδα έχει προχωρήσει.

Κανόνισαν το επόμενο ραντεβού, την ευχαρίστησε δίνοντας το χέρι του.Του έδωσε το δικό της και του φάνηκε, φιλικό, οικείο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν με ένα βλέμμα, μάλλον ερωτικό.
-Εντάξει, της είπε. Την Τετάρτη το απόγευμα στις επτά, θα είμαι εδώ. Γεια.
-Γεια σου, είπε και η οδοντίατρος.
Ο πονόδοντος είχε περάσει, σχεδόν είχε ξεχάσει την τραγική νύχτα, εκείνο που δεν μπορούσε να ξεχάσει ήταν η οδοντίατρος και δεν ήξερε γιατί..Κάτι του έλεγε αυτή η άσχημη γυναίκα. Κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Θυμόταν πως εκεί, μεταξύ φαρμακίλας και πονόδοντου, είχε αναπτυχθεί κάποια έλξη μεταξύ τους και αδιόρατα την σκεφτόταν στο κρεβάτι του. Προσπάθησε να την διώξει από το μυαλό δουλεύοντας σκληρά όλη την άλλη μέρα, όπως και το πρωινό της Τετάρτης. Το μεσημέρι βιάστηκε να κλείσει το μαγαζί. Πήγε στο σπίτι, έκανε μπάνιο, ξυρίστηκε, έφαγε και κοιμήθηκε για να είναι φρέσκος το απόγευμα που θα πήγαινε στο οδοντιατρείο.
Η Αγγέλα, έτσι την έλεγαν, του είπε, ήταν χαρούμενη, κεφάτη. Αφού του έκανε τον καθαρισμό και το σφράγισμα, ξανακάθισαν στο γραφείο. Του είπε τα σχετικά με τα δόντια του ενώ είχε αρχίσει πάλι το ζεστό κοίταγμα των ματιών τους.
-Θέλεις να βγούμε το βράδυ; Της πρότεινε ξαφνικά.
-Ε, ναι,γιατί όχι; Που θα πάμε; Τον ρώτησε χωρίς να ξαφνιαστεί.
-Κάπου θα βρούμε, της γέλασε.
-Εντάξει.Τι ώρα;
-Εσύ θα μου πεις.
-Στις δέκα είναι καλά;
-Ωραία, στις δέκα, της απάντησε και βγήκε.

Στις δέκα παρά τέταρτο, είχε παρκάρει στην είσοδο του οδοντιατρείου όπως είχαν συμφωνήσει.Χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωθε μια αδημονία και μια περιέργεια.Ποτέ δεν είχε γνωρίσει μια παρόμοια γυναίκα. Τον σμπαράλιαζε η ασχήμια της.Τον εξουθένωνε που δεν την πείραζε, που δεν την ένιωθε κομπλεξική, και γενικά ότι δεν την ένοιαζε καθόλου.Είχε την εντύπωση πως νόμιζε ότι ήταν η μις υφήλιος.
Πήγανε σε ένα ταβερνάκι παραλιακό. Έφαγαν ,ήπιαν κόκκινο κρασί.Κρατήθηκαν λίγο από τα χέρια μα τίποτε άλλο.Κουβέντιασαν διάφορα και κάποτε αποφάσισαν να φύγουν. Μόλις σηκώθηκαν, κατάλαβαν πως το κρασί παραήταν δυνατό. Τρέκλισαν λίγο και σκάσανε στα γέλια.Αγκαλιασμένοι ύστερα έφτασαν στο σπίτι του. Η Αγγέλα δεν έφερε καμιά αντίρρηση όταν της είπε πως θα πήγαιναν εκεί, της φαινόταν όλα φυσιολογικό.Το ίδιο και γι αυτόν αφού ένιωθε πολύ ωραία μαζί της.

Την οδήγησε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα, χωρίς φιλιά, ούτε χάδια, την έγδυσε. Το σώμα της έμοιαζε με αγοριού, δεν είχε καμπύλες.Μόλις έμεινε τελείως γυμνή, προσπάθησε να κρύψει το γεμάτο τρίχες μαύρο της κι έτρεμε. Ήταν από τα ναν ναύλα.
Γυμνώθηκε κι αυτός κι ο ξύλος του ήταν ήδη κάγκελο. Η Αγγέλα  κάθισε στην κρεβατοκάμαρα γονατιστή με τον βουνό τουρλωτό προς το μέρος του.Αυτός, πήγε από πίσω της και χώθηκε μέσα στο δάσος της. Χωρίς διαδικασίες γλίστρησε όμορφα στο βάθος του πάτου της, -δύσκολο να πιάσεις πάτο- ενώ αυτή βογκούσε δυνατά. Άφηνε αναστεναγμούς  και μικρά φωνάκια ηδονής, ενώ άρχισε να μπαινοβγαίνει ακέραιος  και νόμιζε πως ήταν γυάλινη, πως θα σπάσει.Παρ όλα αυτά εκείνη γύρισε ανάσκελα δαγκώνοντας  παντού. Πήρε στο στόμα της ένα πουρνάρι, το έγλειψε, το γυρόφερνε στα μάγουλα, στα μάτια στο πουθενά και πάλι στο στόμα .Το ρούφηξε όλον κάνοντας τον να ωραίο. Δεν ήθελε να βιαστεί έτσι την πρώτη φορά, γι αυτό, της άνοιξε τα πόδια ως το ταβάνι, έβαλε τις πατούσες της στους ώμους του, για να ανοίξει ο τρισδιάστατος κόσμος της γένεσης. Οι μακριές τρίχες είχαν μουσκέψει και ο τέτοιος του μπήκε ορμητικά. «Σιγά τέρας! Σιγά!» «Σε πόνεσα; Την κοίταξε στα μάτια.» «Όχι, λίγο, συνέχισε έτσι. Έλα μάστορα μου…συνέχισε, φτιάξε κι άλλο γεφύρι, τι λέει;  κι άλλο.. έλα, χτίσε έναν καινούριο κόσμο..»
Κι αυτός έχτιζε συνέχεια.
Η νύχτα φαινόταν για άγρια θηρία- άγρια.Θα είχε πάει ήδη τρεις χωρίς να το καταλάβει απ τα συνεχόμενα πατήματα του ενός πάνω στον άλλον. Κάποια στιγμή, σταμάτησε αποκαμωμένος, ανάσκελα με τα χέρια στο πρόσωπο για να μην τον τυφλώνει το φως των δέντρων. Η Αγγέλα σηκώθηκε.
-Τύφλωσες ; Αυτός είναι ο έρωτας για σένα; Χειρότερος από τον έρωτα του Πλάτωνα! την άκουσε να του λέει και δεν έδωσε καμιά απάντηση.
Τι ήθελε τώρα; Σκέφτηκε απορημένος. Είχαν πάει στη Σελήνη τέσσερις φορές.
-Ο έρωτας είναι η απελευθέρωση της φαντασίας, άρχισε η Αγγέλα και χάθηκε για λίγο στην κουζίνα των όπλων.
Γύρισε κρατώντας ένα αγγούρι, κάθισε απέναντι του στην πολυθρόνα με ανοιχτά τα πόδια κι άρχισε να παίζει με το πράσινο, το πράσινο μέσα μας είναι υγιές κι αυτός την κοίταζε ξαφνιασμένος, ενώ το πράσινο του έβγαζε την γλώσσα περιπαιχτικά, ρούφηξε το αγγούρι, το έγλειψε, δεν είναι και τόσο σοι λέξη το γλείφωκι άρχισε να το χώνει της με μια απορία πως χώρεσε όλο μέσα; Είναι τόσο μεγάλη η κόκκινη άβυσσο;  Ρώτησε κι αυτός που νόμιζε πως την ξέσχιζε με τον μεγάλο ομολογουμένως ξύλο του;
-Χωράει κι άλλο την άκουσε να του λέει και το έβγαζε αργά από μέσα της.
Θα ήταν τριάντα πόντους.Ίσως παραπάνω και χοντρό σαν τον καρπό του.Η Αγγέλα το απολάμβανε μ ένα μεγαλείο σαδομαζοχισμού.
-Έλα να μου το ανάψεις  λίγο από πίσω,, τον παρακάλεσε. Αυτή η φωτιά ανήκει στον Προμηθέα.  Έλα! Τον πρόσταξε κάπως βίαια.
Αμήχανος πλησίασε κοντά της, έπιασε το πράσινο και διστακτικά άρχισε να το βάζει στο βουνό της.
-Χώστο , δεν υπάρχει πιο ευάλωτη έννοια από αυτή,! Χώστο, μπορεί κάποτε να την απαλείψουμε από το λεξιλόγιο των σάπιενς, βάλε και την ξυλένια σου στο μαύρο μου. Έλα καυλιάρη, δεν μπορείς;
Χωρίς να το καταλάβει είχε διεγερθεί. Ο ξύλινος του είχε σηκωθεί ξανά,έβγαλε το αγγούρι από το βουνό, το βαλε στο μαύρο κι έχωσε το ξύλο τουστην ανοιγμένη τρυπίδα.«Ααααα! Έτσι πούστη μου- αυτή κι αν είναι μια λέξη! ούρλιαζε η Αγγέλα ενώ αυτός προσπαθούσε να συντονίσει τις κινήσεις του, μέσα-έξω, έξω –μέσα, μια το πράσινο στον βουνό, μια ο ξύλος στο μαύρο και εναλλάξ, ένιωθε μια άγρια, πρωτόφαντη περίπατο κι έσκισαν και οι δυο μαζί, ουρλιάζοντας σαν ζώα τον τελευταίο νόμο της ύπαρξης, έτσι που τελειώνοντας, την καταπλάκωσε με το βαρύ σώμα στην πολυθρόνα με το πράσινο ακόμα στο βουνό  της, ντράπηκε  με τα γενόμενα, σηκώθηκε, πήγε να κατουρήσει και γύρισε.
Την βρήκε ανασηκωμένη να κάνει τσιγάρο.
-Έχεις τσιγάρο; ον ρώτησε.
Έγνεψε ναι  κι έβαλε ποτά.Κάθισε απέναντι της, άναψε τσιγάρο.Ρούφηξαν μια γουλιά, το ουίσκι τους έκαψε τον λαιμό.
-Δεν σου άρεσε; τον κοίταξε με νόημα ήρεμη.
-Δεν ξέρω.Με μπέρδεψες.
-Γιατί αγόρι μου; Το σεξ έχει πολλές αποχρώσεις.Σοφτ εντ χάρτ. Μαλακό και σκληρό.Κάποτε, όποιος επιδιδόταν σε τέτοιες πράξεις, κρυβόταν.Ο σαδομαζοχιστικός ερωτισμός, ήταν απομονωμένος σε ένα μικρό γκέτο. Σήμερα, η σεξουαλική απελευθέρωση, επιτρέπει στον άνθρωπο τα πάντα. Εκτός από την σωματική, την σαρκική διάσταση, υπάρχει και η φαντασιακή διάσταση…
Αυτός την άκουγε με ανοιχτό το στόμα αλλά εν μέρει συμφωνούσε μαζί της. Είχε δει και κάτι ανάλογες σκληρές τσόντες αλλά, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το ζεις.Ύστερα, αναρωτήθηκε τι άλλο θα του ζητούσε.
-…σκεφτόμαστε πολλές φορές, τους κινδύνους των επιλογών μας και τις συνέπειες των πράξεων μας. Η σεξουαλικότητα έχει γίνει πιο σύνθετη. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε τρόπο που μας ευχαριστεί. Θέλω τώρα να με δείρεις: Έλα, ξεκίνα! συνέχισε την διάλεξή της κι άφησε το ποτό.
Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει αλλά καθώς τον διέταζε ξανά, πήγε κοντά της.
-Χτύπα ρε! του είπε και η ίδια προσπάθησε να τον χτυπήσει στα στρόγγυλα, εκεί που ο ανήρ πονάει αδιόρθωτα.
Τραβήχτηκε, αλλά τον βρήκε λίγο και πόνεσε.Την κοίταξε στα μάτια νευριασμένος που γελούσε και της έσκασε ένα σκαμπίλι.
-Χτύπα ρε καριόλη! Χτύπα ρε παλιόπουστα. Αφού δεν μπορείς να αγαπήσεις, χτύπα. Ούτε να γαμηθείς μπορείς.
Λες και τον οδηγούσε να κάνει ότι ήθελε-σαν ρομπότ-την χτύπησε στην μούρη αυτή την φορά. Έβγαλε αίμα, ούρλιαξε, κουλουριάστηκε στο δάπεδο. Σηκώθηκε και του επιτέθηκε σαν τίγρη. Τον γρατσούνισε στο στήθος, μάτωσε, μπλέχτηκαν σε έναν άγριο καυγά, αδίστακτο. Ήταν δυνατή, πάλευε με όλες τις δυνάμεις της.Ωστόσο, κάποια στιγμή, αυτός κατάφερε να την ακινητοποιήσει στο δάπεδο.Της έσφιξε τα χέρια στην έκταση από τους καρπούς, καθισμένος στην κοιλιά της και την ένιωσε να παραλύει, να παραδίδεται.
-Παραδίνομαι, του είπε βάζοντας τα κλάματα.Πούστη, παραδίνομαι, κάνε με ότι θέλεις. Κι άνοιξε τα πόδια της σε τέλεια παραδοχή.
Αυτός, τρίφτηκε ανάμεσα στα πόδια  και αργά-αργά ξαναμπήκε μέσα της. Μέσα στα άδυτα του αίματος της.
Το αίμα είχε ξεραθεί στα σώματα τους, ο ιδρώτας της φαντασίας τους αναμίχθηκε σε μια παράξενη κίνηση. Σπάσανε τα όργανα τους, τσακίστηκαν στην αχαλίνωτη ηδονή.Οι μασχάλες τους, γεμάτες άσπρο ιδρώτα, τα στόματα κολλημένα σε ένα απεγνωσμένο φιλί. Τα μάτια συναντιόταν στο υπερπέραν, βούλιαζε η θύμησή τους σε ένα πράσινο λιβάδι, γεμάτο παπαρούνες. Ένα απέραντο λιβάδι ευτυχίας, στο μέτωπο του άντρα, που συνέχιζε ακούραστα να δουλεύει το κουρασμένο όργανο του στο μουλιασμένο αιδοίο, που είχε γίνει πια, μια άμορφη μάζα, διψασμένη για νερό, για χώμα, για ότι υπήρχε και δεν υπήρχε πάνω σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο μας

 

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

ΚΑΡΈΛΙΑ ΆΦΙΛΤΡΟ

 


Η ΠΕΙΝΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

 

Εκείνο το διάστημα, ήμουν άνεργος και μπατίρης. Έψαχνα καμιά δουλειά του ποδαριού, περιστασιακά να βγάζω τα τσιγάρα αλλά τίποτε δεν γινόταν. Μια μέρα εδώ μια μέρα εκεί, τα πράγματα δυσκόλευαν άγρια.
Ένα βράδυ που τριγύριζα στα παγκάκια της πλατείας, πεινούσα πολύ το στομάχι μου ούρλιαζε, είχα τρεις μέρες να βάλω κάτι στο στόμα μου, είδα την φάτσα ενός γνωστού ζητιάνου της γειτονιάς. Με κοίταζε μάλλον χαρούμενος και κάθισε στο παγκάκι απέναντί μου. Δεν ήταν και πολύ μεγάλος αλλά σίγουρα μεγαλύτερος μου. Εγώ πλησίαζα τα τριάντα, εκείνος θα σαραντάριζε.
Ντυμένος με κουρέλια, όπως είναι συνήθως αυτοί οι άνθρωποι, συνέχιζε να με κοιτάζει.
Πράγμα περίεργο για μένα, δεν ενοχλήθηκα. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχε σχηματιστεί η ιδέα, πως κάτι θα έπαιρνα από αυτόν τον άνθρωπο. Τσιγάρα πάντως σίγουρα γιατί ήδη είχε ανοίξει ένα πακέτο Καρέλια άφιλτρο. Άναψε δικό του κι ύστερα μου πέταξε το πακέτο.
Το άρπαξα στον αέρα με βουλιμία. Εγώ που κάπνιζα Μάρλμπορο και σιχαινόμουν τον Καρέλια με τα κωλοτσίγαρά του!
Αλλά, ανάγκα και οι θεοί πείθονται. Έτσι άναψα ένα κι έκανα να το επιστρέψω στον ζητιάνο. Αυτός μου γνέψε με μια κίνηση που έλεγε «κράτησε το όλο έχω άλλο»
Τσιγάρα λοιπόν είχα βρει για απόψε, τα κρυψα στην τσέπη μου βαθιά μην μου πέσουν αλλά τι θα έτρωγα; Πεινούσα αφόρητα, δεν ξέρετε τι είναι να πεινάς, επειδή δεν είχα λεφτά. Έτσι είναι, αν είχα λεφτά δεν θα πεινούσα, έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Η ώρα θα ήταν εννιά, έφεγγε ακόμα. Καλοκαίρι καιρός ήταν, Ιούλιος μήνας και η ζέστη να σου τρώει το μεδούλι. Στην μεγάλη πλατεία της Καλλιθέας, έσταζε ιδρώτας και αίμα. Μια ξεραμένη φλούδα από τα χείλη μου κόλλησε στο χαρτί του τσιγάρου και καθώς δεν πρόσεξα, το αίμα κύλησε στο πηγούνι και στο χέρι μου. ΤΟ σκούπισα και ο λιγοστός κόσμος που κυκλοφορούσε με κοίταζε περίεργα Μα δεν με ένοιαζε Συνταξιούχοι, μικροαπατεώνες, μικροπωλητές. Ένας τέτοιος μπήκε ανάμεσα μας. Στάθηκε πρώτα μπροστά μου επιδεικνύοντας το εμπόρευμά του. Εγώ, έγνεψα αμέσως όχι, αυτό μου έλειπε. Οπότε στράφηκε στον ζητιάνο. «Κονόμησες τώρα, τα πιασες τα λεφτά σου» σάρκασα από μέσα μου.
Ο Ζητιάνος ωστόσο κοίταζε το εμπόρευμα με ενδιαφέρον. Αναπτήρες, διόπτρες, μπιχλιμπίδια.
-Πως σε λένε εσένα; Ευριπίδη; Ρώτησε τον Κινέζο.
Εγώ έσκασα στα γέλια παρ’ όλο το χάλι μου. Ο κινέζος χαμογελούσε κινέζικα κι έφευγε με αργά βήματα.
-Έλα εδώ ρε, που πας συνέχισε ο ζητιάνος, δώσε μου δύο αναπτήρες.
Ο Κινέζος γύρισε του έδωσε τους αναπτήρες, πήρε τα λεφτά, τον ευχαρίστησε χίλιες φορές κι έφυγε.
-Μπορεί να ξέρω τον πατέρα του, στράφηκε σε μένα
-Τον πατέρα του Κινέζου; Αλληθώρισα.
-Ναι, γιατί; Τον πατέρα του Κινέζου, είπε σοβαρά κι εγώ ανταριάστηκα.
Τι νόημα είχαν τώρα όλα αυτά; Η κοιλιά μου νιαούριζε κι έπρεπε κάτι να κάμω από το να κάθομαι και ν ακούω τις βλακείες του καθενός.  Έτσι, σηκώθηκα να φύγω. Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα κι άκουσα την φωνή του να μου λέει:
-Που πας ρε; Δεν πεινάς ; έλα πίσω, πάμε να φάμε.
Γύρισα και τον κοίταξα αμήχανος.
-Έλα μαζί μου, συνέχισε. Θα πάρουμε ένα κοτόπουλο, ψωμί και τα σχετικά. Έλα. Πάμε.
Δεν είπα τίποτα. Τι να λεγα; Απλά τον ακολούθησα.
Μπήκαμε σ΄ένα κοτοπουλάδικο όπου δυο-τρεις πελάτες περίμεναν στη σειρά. Στάθηκε πίσω τους. Εγώ πιο πίσω σχεδόν να μου τρέχουν τα σάλια από τις μυρουδιές. Ρε, τι είχα πάθει ο κακομοίρης! Τέτοια λιγούρα δεν την είχα νιώσει ποτέ. Κάποια στιγμή, έστρεψε πίσω με κοίταξε και με καθησύχασε με το βλέμμα σα να μου λεγε, μη μιλάς, εντάξει, περίμενε.
Όταν ήρθε η σειρά μας, παράγγειλε, ένα κοτόπουλο, πατάτες, ψωμί. Η καταστηματάρχης τα ετοίμασε, τα έβαλε σε μια μπλε νάιλον σακούλα και του τα έδωσε λέγοντας πως έκαναν δώδεκα εύρο.
-Εντάξει, της είπε σοβαρά με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Είναι της κυρά Μαρίας, απέναντι, ξέρεις εσύ.
-Της κυρά –Μαρίας, έσμιξε τα φρύδια της να θυμηθεί. Α, της κυρά-Μαρίας έκανε σα να θυμήθηκε. Εντάξει, εντάξει, ευχαριστώ..Εσείς τι θέλετε; Απευθύνθηκε στον επόμενο.
Εμείς πήραμε τα πράγματα και φύγαμε. Μόλις βγήκαμε έξω, σφούγγισα τον ιδρώτα από το πρόσωπο μου.
-Μην κάνεις έτσι, είπε ο ζητιάνος. Μην είσαι βλάκας, ολόκληρη Καλλιθέα, ξέρεις πόσες Μαρίες έχει; Πάμε να φάμε τώρα, έχεις αυτοκίνητο;
Ναι, αλλά το έχω στο συνεργείο! Ακολούθησα το πνεύμα του σαν συνήλθα λίγο.
-Καλά, φώναξε ένα ταξί. Πάμε στο σπίτι μου να πιούμε και καμιά μπύρα.
-Μένεις μακριά;
-Στην Ηλιούπολη.
-Και θα πάμε εκεί; Απόρεσα.
-Έχεις κάτι καλύτερο; Πάμε και θα δεις. Πως σε λένε;
-Παναγιώτη.
-Παναγιώτη, τι;
-Παναγιώτης Χυλοπίτας.
-Χαίρω πολύ, είπε σοβαρά. Αντώνης Τραχανάς κι έπιασε την κοιλιά του από τα γέλια.
Συνέχισε να γελάει και μέσα στο ταξί όταν επιτέλους βρήκαμε ένα και μπήκαμε εκείνος μπροστά κι εγώ στο πίσω κάθισμα με το κοτόπουλο στη μπλε σακούλα να μου σπάει την μύτη. Ο ζητιάνος έδωσε μια διεύθυνση στις παρυφές του Υμηττού.
-Πολύ ψηλά μένεις, είπα.
-Έχω φτιάξει ένα σπιτάκι, θα δεις.  Κι έπιασε κουβέντα με τον ταξιτζή.
Εγώ σκεφτόμουν να ανοίξω την σακούλα και να τσιμπήσω τουλάχιστον λίγο κοτόπουλο γιατί αλλιώς θα έπεφτα κάτω.
 -Πεινάει το παιδί, είπε στον ταρίφα . Δεν σε πειράζει αν φάει λίγο κοτόπουλο. Θα πληρώσουμε κάτι παραπάνω.
Ο ταρίφας γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε με συμπόνια.
-Μόνο να μην λερώσεις τίποτα, είπε.
-Όχι, όχι, πρόλαβα ν ‘απαντήσω προτού χώσω το μισό μπούτι στο στόμα μου.
Έφαγα κάμποσο ενώ άκουγα τον ζητιάνο να συζητάει με τον ταρίφα.
-Από πού είσαι πατριώτη; ρώτησε ο ζητιάνος.
-Από την Μεγαλόπολη.
-Α, κάτω από τα’ αυλάκι, καλοί είσαστε εσείς, ας λένε, ξέρω εγώ….
Εγώ, σκεφτόμουν να φάω και το άλλο μπούτι, αλλά το μετάνιωσα. Φτάνει πια! Σκέφτηκα. Μην το παρακάνεις με την κωλοπείνα σου. Συμμάζεψα τα πράγματα μου προσεκτικά Ο ταρίφας που είχε το νου του με κοίταξε πάλι μέσα από τον καθρέφτη, σε κάποιο φανάρι. Σαν με είδε που καθόμουν ήσυχος, ηρέμησε. Του χαμογέλασα κι εγώ συγκαταβατικά. Έτσι έληξε το θέμα της πείνας μου τουλάχιστον προς το παρόν.
Φτάσαμε κάποτε στο σπίτι του Αντώνη. Αν τον έλεγαν έτσι, γιατί το Τραχανάς ήμουν σίγουρος πως ήταν ψέμα. Όπως φυσικά κι εμένα δεν με λένε Χυλοπίτα.
-Πως σε λένε τελικά; Με ρώτησε ανοίγοντας την εξώπορτα ενός πραγματικά υπέροχου σπιτιού.
-Αυτό είναι το σπιτάκι σου; έμεινα κεραυνόπληκτος.
-Κι αυτό είναι το αυτοκίνητό μου γέλασε δείχνοντας μια μαύρη μερσεντές αραγμένη στο γκαράζ. Λοιπόν; Θα μου πεις το όνομα σου;
-Α, ναι, ξεχάζεψα. Παναγιώτη Παναγιωτόπουλο, εσένα;
-Αντώνη Ράτζικα. Από το σόι των Ρατζικαίων. Μεγάλο σόι, αγωνιστές στην επανάσταση του 21, είπε περήφανα. Θα σου δείξω φωτογραφίες, έλα, πάμε.
Μπήκαμε στο σπίτι. Ένα πραγματικό αρχοντικό, εγώ ούτε στ όνειρο μου δεν θα αποχτούσα τέτοιο σπίτι.
Ο Αντώνης αφού μου είπε ένα σαν στο σπίτι σου, άραξε , εγώ θα κάνω ένα ντους κι έφτασα» εξαφανίστηκε στο βάθος. Ακούμπησα τα πράγματα στο τραπέζι του σαλονιού και περιεργάστηκα τον χώρο. Ο Αντώνης δεν άργησε. Σε λίγο εμφανίστηκε φορώντας μια  ρόμπα παντόφλες κλπ..
Καθίσαμε στην τραπεζαρία, φάγαμε και ήπιαμε μπύρες. Πιάσαμε την κουβέντα σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι, μέχρι αργά.
-Το πάν είναι να μην πιάνεσαι κορόιδο, αυτή είναι φιλοσοφία μου μικρέ, επαναλάμβανε συχνά. Να μην πιάνεσαι κότσος.
Κι όταν κάποια στιγμή σηκώθηκα να φύγω, μου έδωσε ένα πενηντάρικο και μου είπε με νόημα:
-Σκέψου τι μπορείς να κάνεις στη ζωή.
Πέρασε καμιά βδομάδα έτσι κι αλλιώς. Τίποτα σπουδαίο βέβαια, μια από τα ίδια. Τον Αντώνη τον έβλεπα που και που αλλά στην πλατεία δεν στεκόμουν πολύ μαζί του. Φοβόμουν τα μπλεξίματα. Ταυτόχρονα έψαχνα για δουλειά. Μια δουλειά αξιοπρεπή Γκαρσόνι, φύλακας, οικοδομές, μπετατζής και όλα εις –τζης. Κοίταζα και τις μικρές αγγελίες. Οι πιο πολλές ζητούσαν πλασιέδες. Πωλητές βιβλίων, οικιακών συσκευών, μικρούς με μοτοποδήλατο. Υπήρχαν και οι μεγάλες αγγελίες που ζητούσαν διπλώματα, βιογραφικά και τέτοια αλλά εγώ δεν ήμουν μορφωμένος. Έτσι κατέληξα κηπουρός σε μια βίλα κάποιου πλούσιου με τρεις κι εξήντα τον μήνα και να μου βγαίνει και το λάδι στα σκαψίματα ,τα κλαδέματα και τόσες άλλες δουλειές που χρειαζόταν ο τεράστιος κήπος του πλούσιου αφεντικού μου.

Μόλις το είπα στον Αντώνη, «κρίμα ,σε είχα για πιο έξυπνο» μου είπε σχεδόν απογοητευμένος και μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Για κάνα δυο μήνες δούλευα στο κηπουριλίκι. Έσκαβα, πότιζα, σκάλιζα για πενταροδεκάρες στην βίλα και κορόιδευα τον εαυτό μου πως κάποτε θα γινόμουν σπουδαίος κηπουρός. Ο κήπος του εφοπλιστή είπαμε ήταν τεράστιος.
Καθημερινά σκοτωνόμουν στην δουλειά. Ψαλίδια, κλαδευτήρια, τσουγκράνες, όλα τα σχετικά εργαλεία. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα. Ώσπου μια Κυριακή πρωί που ήμουν στο μαύρο μου το χάλι, με πήρε τηλέφωνο ο Αντώνης.
-Έλα, μου είπε. Έχω μια δουλειά για σένα.
Πήγα στο σπίτι του, έφτιαξε καφέ, καθίσαμε στην μεγάλη βεράντα να τον πιούμε. Καθώς άναβα τσιγάρο, παρατήρησα πως τα έπιπλα έλειπαν.
-Είχαν παλιώσει και τα πέταξα, γι αυτό σε φώναξα, θέλω να πάρω καινούρια.
-Και τι σχέση έχω εγώ; Απόρεσα.
-Έχεις. Θέλεις να βγάλεις χίλια εύρο;
-Χίλια εύρο!
-Χίλια σε μια μέρα. Σ’ ένα βράδυ.
-Τι θα κάνουμε; Ψυλλιάστηκα.
-Υπάρχει μια αριστοκρατική καφετέρια που δεν κλειδώνει τα έπιπλα την νύχτα..
-Και θα πάμε να κλέψουμε;
-Να κλέψουμε, μόρφασε. Θα αφαιρέσουμε μερικά που τους περισσεύουν, έχουν αυτοί. Να, ας πούμε, τρεις πολυθρόνες, δυο –τρία τραπέζια, έξι εφτά καρέκλες βεράντας , μερικά σκαπώ για το μπαρ. Στην ουσία μετακόμιση θα κάνουμε.
-Είναι σίγουρο;
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.

Πήγαμε το βράδυ της ίδιας Κυριακής. Σηκώσαμε τη μισή καφετέρια και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τα ρίξαμε στο κλειστό φορτηγό του Αντώνη και τα πήγαμε στην βεράντα του. Τα τοποθετήσαμε ήρεμοι και ήπιαμε πάνω τους ένα μπουκάλι Σίβας.
-Να τα χαίρεσαι, του είπα και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
-Σ’ ευχαριστώ. Έλα, πάρε.
Με πλήρωσε την αμοιβή  μου, χίλια εύρο!
Τον ευχαρίστησα με την σειρά μου και πήρα τον δρόμο μου. Από τότε ευχαριστώ και τον θεό που έγινα ζητιάνος

 

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Η ΠΕΡΙΦΡΌΝΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

 


Ανέβαινα με κόπο την Χαριλάου Τρικούπη, κάποιο μεσημέρι τον χειμώνα του 2060. Καταπληγωμένος που τόσα χρόνια ο κόσμος δε με καταλάβαινε, προσπαθούσα να τον καταλάβω εγώ. Ο κόσμος έλεγα, είναι σπουδαίο πράγμα, ο κόσμος είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Τώρα μάλιστα, που είχαν τελειώσει όλα τα θρησκευτικά δόγματα και είχαμε απελευθερωθεί από τις θρησκείες και τα καμώματα των παπάδων, η ζωή μας κυλούσε ανεξάρτητη, ελεύθερη. Εγώ βέβαια που πλησίαζα τα ενενήντα πέντε, παρά ήμουν παλιός αν και όλοι έλεγαν πως παρέμενα ένας διαχρονικός καφετζής και φαινόμουν πάραυτα ένας σαραντάρης της εποχής του μεγάλου πολέμου.

 [ Η σύλληψη: ένας άνθρωπος με γιούς-κοπέλες, δραστήριος, στο τέλος της εποχής ή μήπως, επειδή έχουν ασχοληθεί πολλοί, να πλεονάζει; Αλλά τότε ήταν θεατρικό, τώρα, στο διήγημα, η βασική αρχή θα είναι πάλι η επιβίωση των ηρώων λίγο πριν την καταστροφή και την περιστροφή των πόλων. Οι εναπομείναντες στις Άνδεις και στην Ελλάδα ή μάλλον νοτιότερα του Μεσημβρινού, στον οποίο θα αναπτυχθεί ξανά, τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια, ο τέλειος πολιτισμός. Σχετικά με την περιστροφή των πόλων που λένε πως γίνεται περίπου κάθε δέκα χιλιάδες χρόνια. Ο Νώε πιθανώς ήταν κάποιος μεγιστάνας που έζησε μια τέτοια ολική καταστροφή κι οπότε η εποχή των παγετώνων ξαναεμφανίζεται- Δεν είναι θέμα ανάπτυξης της θεωρίας, μπορεί να συμβεί στον ήρωα μας. Η περιφρόνηση των θεών, από έναν άνθρωπο σαν τον καφετζή-γιατί, ο καφετζής είναι που επιστρατεύεται να γίνει ο επόμενος Νώε και η θαλαμηγός του προσαράζει σε ένα καινούριο βουνό, όχι στο Αραράτ, πάντως.]

 

 Καθώς προχωρούσα προς το μαγαζί μου, με αργά βήματα, σκεφτόμουν, πως είχαν περάσει ενενήντα πέντε χρόνια από τότε που είχα γεννηθεί. Αμυδρότατα θυμάμαι, εικόνες από τη γέννηση μου, στη γωνιά, στο τζάκι, όπως έλεγε η μητέρα μου, που με έφερε στον κόσμο, χωρίς γιατρούς και μαμή. Το 2060 όμως αυτό θα ήταν αδιανόητο, όπως αδιανόητες ήταν τότε, για μας, οι εποχές που ακολούθησαν μέχρι να φτάσουμε εδώ. Συνήθως, ήμουν από τους τελευταίους ανθρώπους που περπατούσαν ακόμη. Όλοι πετούσαν έχοντας στο στήθος, ένα τσιπάκι, που μετέφερε το ανθρώπινο σώμα, όπου κι όποτε ήθελε. Φανάρια στους δρόμους δεν υπήρχαν πια. Μόνο γιγάντιες οθόνες, πάνω από τα χτίρια κολοσσούς, κανόνιζαν την κίνηση, με αισθητήρες, πολύπλοκα αέρινα πλήκτρα-κουμπιά που τα πίεζαν αόρατα δάχτυλα.. Άναψα ένα τσιγάρο- οι άνθρωποι δεν καπνίζουν πια- αλλά εγώ, είπαμε ήμουν μια διαχρονική μαριονέτα, που πιθανώς κανείς δε με έβλεπε πια. Όλοι οι άνθρωποι, που πετούσαν, ήταν νέοι, μέχρι τριάντα ετών το πολύ. Κανείς δε μεγάλωνε περισσότερο. Η οριακή ηλικίατου ανθρώπου. Κάποιος Μαρξ, είχε πει πως οι άνθρωποι παλιά πέθαιναν τριάντα χρονών και τους έθαβαν εβδομήντα. Ίσως από αυτόν η επιστήμη να επικύρωσε την οριακή ηλικία του ανθρώπου, δηλαδή τριάντα χρόνια, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Φυσικά, στις τεράστιες οθόνες μεταφερόταν; περιφερόταν; κάθε στιγμή η κίνηση στο σύμπαν. Οι ταχύτητεςπλησίαζαν το φως, η εξερεύνηση του γήινου κόσμου δεν είχε πια τόσο ενδιαφέρον, όσο στον Άρη, όπου προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν οι άνθρωποι για ένα καλύτερο μέλλον. Στο φεγγάρι, τον ενδιάμεσο διαστημικό σταθμό, είχε δημιουργηθεί αδιαχώρητο.

Σταμάτησα μπροστά στο καφενείο μου που έγραφε ακόμα την επιγραφή και το έτος ίδρυσης. 1880. Το καφενείο το είχε πρωτοανοίξει κάποιος παππούς μου. Εγώ το κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Είμαι μοναχογιός κι έζησα όλη μου τη ζωή εκεί μέσα. Το άφηνα επίτηδες έτσι, ασυντήρητο, αναπαλαίωτο, καθώς οι κυβερνήσεις είχαν θεσπίσει νόμους γι αυτά τα πατροπαράδοτα νεοκλασικά χτίρια. Σε όλους τους τοίχους, ήταν κρεμασμένοι οι παλιοί σταρ. Ο Γκρέκορυ Πεκ, ο Τζέιμς Ντιν, η Μερυλιν, η Τζένη Καρέζη, ο Κούρκουλος. Όλοι πεθαμένοι, σχεδόν έναν αιώνα πριν. Τώρα δεν υπάρχουν πια σταρ ούτε κινηματογράφος. Ο καθένας άνθρωπος φτιάχνει πανεύκολα το δικό του φιλμ, τους δικούς του ήρωες, σε όποια οθόνη θέλει.

ΤΕΛΟΣ

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...