Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΆΛΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

 


Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου και σήμερα είπα
να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου κάτι φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Ναι, δεν έφταναν ούτε
για αβγά. Τι να κανα; Όμως έπρεπε να ψωνίσω κάτι τι
θα έτρωγα όλη τη βδομάδα; Ας πάω, είπα μια βόλτα και
βλέπουμε. Έτσι βγήκα στους πάγκους και περιδιάβαινα.
Κοίταζα τα φρούτα, τα φασόλια, τις μπάμιες τα ψάρια, όλα τα κοίταζα. Πάρε, πάρε! Φώναζαν οι λαϊκατζήδες. Τι να πάρω, σκεφτόμουν εγώ αφού δεν υπάρχει μία. Πήγα βόλτα μέχρι
κάτω, ξαναγύρισα. Σταμάτησα σε έναν που πουλούσε
αγγούρια, ντομάτες. Πάρε μάστορα, πάρε αγγούρια
Καλυβιώτικα ντομάτες Κορινθίας, ότι πάρεις ένα ευρώ…
Θα πάρω, κούνησα το κεφάλι μου και διάβασα την πινακίδα
που έγραφε τη λαϊκή σοφία, ανάμεσα από αγγουρο-
ντοματοπιπεριές: Η γυναίκα όσο θέλει. Ο άντρας όσο μπορεί.
Μίμης Χατζής ο του Περικλέους.
-Εσύ είσαι ο του Περικλέους; Τον ρωτώ
-Ολάκερος! Μου γνέφει με περηφάνεια. Δε συμφωνείς
αφεντικό;
-Εμένα λες αφεντικό; Κοίταξα γύρω μου
-Εμ ποιον άλλον, φαίνεσαι και έβαζε ντομάτες σε κάποιον περιποιημένο μπουρζουά, με δεμάτινες τσάντες και τα λοιπά.
Καθώς τον παρατηρούσα είδα ένα πενηντάρικο να εξέχει
από την τσέπη του. Όπα! Είπα μέσα μου. Σου φεξε Νικόλα και με μια επιδέξια κίνηση που δεν την έπιασε κανείς βούτηξα το πενηντάρικο. Ο μπουρζουάς πλήρωσε από την άλλη τσέπη
κι έφυγε ευχαριστημένος σφυρίζοντας ένα παλιό άσμα.
Είχε αυτός λεφτά γιατί να μην του το παιρνα; Έτσι ήταν το
δίκαιο και πήγα παρακάτω να ψωνίσω, είχα ολόκληρο
πενηντάρικο τώρα.
Πήρα απ όλα τα καλά. Πήρα και ψωμί απ το φούρνο,
τα πήγα σπίτι μου. Ακούμπησα όλες τις τσάντες χάμω,
τις κοίταξα και είδα που δεν είχα πάρει καρπούζι ή πεπόνι
τα αγαπημένα μου φρούτα. Έτσι βγήκα πάλι στη λαϊκή κι
έπεσα πάνω στο μπουρζουά με τα δερμάτινα και τη
λεπτεπίλεπτη φωνή.
-Θα κάνει πολύ ζέστη σήμερα, συγνώμη κύριε που σας
σκούντηξα
-Δεν πειράζει, του απάντησα ευγενικά και πήρα δρόμο.
Έφτασα στον καρπουζά στην άλλη γωνία. Βάλε μου, του λέω.
Μου το ζυγίζει, πέντε ευρώ λέει και μου το δίνει. Εγώ τον
κοιτάζω καλά-καλά, χοντρός μου φάνηκε πολύ κι έτσι βούτηξα
την τσάντα με το καρπούζι και το βαλα στα πόδια. Ο χοντρός ξεχύθηκε πίσω μου, εγώ είχα ξεμακρύνει τρέχοντας καμιά
δεκαριά μέτρα, κάποιοι προσπάθησαν να με συγκρατήσουν,
πιάστε τον! Ούρλιαζε ο καρπουζάς αλλά εγώ σβέλτος καθώς
είμαι κατάφερα να την κοπανήσω. Ουφ! Έφτασα στο σπίτι, αφουγκραστηκα, κανείς δε με κυνηγούσε πια. Μπήκα καταιδρωμένος κι έπεσα στον καναπέ. Ουφ! Ανάσανα πάλι.
Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει.

 

 

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

ΝΕΡΌ ΠΟΥ ΠΑΓΩΝΕΙ ΣΤΟΥς ΒΡΆΧΟΥς ΚΑΙ ΤΟΥς ΣΠΆΕΙ

 

 

Γαλάζιος ουρανός, άσπρα σύννεφα, πράσινοι λόφοι
νερό που παγώνει στους βράχους και τους σπάει.
Πριν σχεδιάσω ονειρεύομαι την εικόνα, τον πίνακα, το νερό
-μερικά όνειρα είναι σαν τους πίνακες: ούτε αρχίζουν κι ούτε τελειώνουν ποτέ. Σαν τους βράχους.
Για να φτιάξεις ένα έργο χρειάζεσαι δύναμη, δεν αρκούν
τα χρώματα και τα πινέλα, χρειάζεται η σκέψη, η νόηση πως κάτι γεννιέται, κάτι καινούργιο κι όχι ασήμαντο κι ακόμα πως ζωγραφίζεις για κάποιους, για ένα όραμα, πως ο κόσμος θα είναι καλύτερος μια μέρα και οι άνθρωποι δε θα φοβούνται, πια, ο ένας τον άλλον.
Το νερό που παγώνει στους βράχους και τους σπάει, ένα όνειρο που γεννήθηκε χτες και οδοιπορεί στο μονοπάτι της ομίχλης, το όνομα των λόφων κι ανάμεσα κάτι περίεργο, οι άνθρωποι που δεν αγαπιούνται, που κρύβονται από σένα, από μένα.
Προτού απλώσω τα χρώματα νιώθω κάποιους που βλέπουν τους βράχους να κυλούν στους λόφους, μέσα τους το νερό έχει σπάσει την εγκαρτέρηση
-κάποτε δεν μπορείς να περιμένεις τίποτε απ τους ανθρώπους.
Νερό που παγώνει στους βράχους και σπάει μέσα τους
γαλάζιος ουρανός, λευκά σύννεφα, όρθιοι λόφοι.
Δε χωράει απογοήτευση στον ζωγράφο, τα σύνεργα του η όραση
και η ακοή, το χέρι αλάθητο, πρέπει να είναι πιο δυνατός απ τις Ερινύες, πιο τρυφερός απ την καρδιά του λουλουδιού, πιο όμορφος απ όλους, γιατί ο ζωγράφος δεν μπορεί να είναι άσχημος.
Μέσα του ο κόσμος, η θάλασσα, ο ωκεανός.
Προτού απλώσω το πράσινο, κάποιοι δε βλέπουν τους βράχους
που κυλούν απ τους λόφους, ούτε το νερό που παγώνει.
 
Προσωπικό ημερολόγιο σήμερα στις 5 Απρίλη του 2021

 

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

ΤΑ ΔΆΧΤΥΛΑ ΤΟΥ ΉΧΟΥ

 


ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Άνοιξη ήταν και τότε. Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα,
να μην κουβαλάω πολλά πράγματα, μόνο τα σαντάλια
μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία παραμάσχαλα.
Έφευγα για όπου μου άρεσε. Ένα τέτοιο μέρος που με
συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η Αίγινα. Έτσι, λοιπόν
από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία
μου, την κοπάνισα. Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο
κατάστρωμα παρέα με τους γλάρους, το μπλέ και μια
σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε να
φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το
καφεδάκι, έσπαγα κανένα χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος,
νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά. Απέναντι μου ένας
τύπος ψηλόλιγνος, παληκαρι, φοιτητής φαινόταν με μια
κιθάρα στον ώμο του κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι,
αποφάσισε να την ξεκρεμάσει για να χαϊδέψει τις χορδές
της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα, έτσι πρέπει να είναι τα
δάχτυλα των κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ ξεχωριστό
τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο
ένας στον άλλον. Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν 
άνοιξε το σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε.
Άρχισα να πίνω κι εκείνος να παίζει. Συντραγουδήσαμε.
Κι μετά όλο το βαπόρο μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα είχε
γίνει ένα κουβάρι μαζί μας! Άλλο που δεν ήθελαν οι τουρί-
στριες! Χόρευαν ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι και
ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το
βαπόρο, στην προβλήτα, ανάμεσα από πολύ κόσμο
προσπάθησα να συνεννοηθώ με το Θόδωρα που θα
βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο
πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει για τέτοιον άνθρωπο. Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα
που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε στο σκοτάδι.
Τι υπονοούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες,
σκέφτηκα αλλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα,
κάπως άβολα θυμάμαι. Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα.
Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ, πήγα στο περίπτερο να
πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε τα ρέστα, δεν τον
ρωτάω, σκέφτηκα. Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του η
άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή
ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Γέλασα. Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα
μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν να πίνει ούζο στο σκοτάδι
της υποψίας μιας άλλης ζωής.

 

 

 

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΜΕΡΑ Τ ΑΠΡΊΛΗ

 


ΑΡΓΟ, ΓΑΛΑΖΙΟ.

 

Έπεσε πρώτα μια σταγόνα.
Μια σταγόνα στη θάλασσα.
Άνοιξε τον κύκλο της, μικρό 

στην αρχή,
μεγάλωνε σύντομα έσβηνε
όπως ακριβώς σβήνει ένας κύκλος της ζωής. Όπως

 τελειώνει ένα Καλοκαίρι κι έρχεται το Φθινόπωρο, 

η πιο γλυκιά εποχή του
χρόνου.
Αυτή τη μοναχική σταγόνα πάνω στο βαθυγάλαζο, στο σκούρο
χρώμα μιας θάλασσας σχεδόν παραπονεμένης, την
παρατηρούσα καθισμένος στα βράχια της χθεσινής παραλίας.
Είχε αρχίσει, σχεδόν το σούρουπο και οι μοβ ανταύγειες στο
βάθος της Δύσης γλύκαιναν την όψη ενός κόσμου που ήθελε
να ζήσει έτσι αλλά δεν τον άφηναν. Ν απολαύσει τις μικρές
στιγμές της σταγόνας, τον παφλασμό, το ανασήκωμα του νερού,
πλίτς! το συντρόφευμα μιας κόρης στην αγάπη, ενός παιδιού
στην άκρη να παίζει με το τόπι, να μια ζωή ευτυχισμένη για
όσους ήξεραν να την απολαύσουν για όσους γνώριζαν πως η
σταγόνα διαρκεί όσο μια ζωή.
Η βροχή έπεσε απαλά, πράγμα παράξενο γι αρχές Φθινοπώρου,
ένα πολύ μακρινό μπουμπουνητό, υποχθόνιο, μου υπενθύμισε
τις σκληρές και καλά κρυμμένες υποσχέσεις της φύσης για
τιμωρίες. Οι αστραπές τύφλωναν τον ορίζοντα με ένα φως
που έλεγες δε θα έρθει ποτέ εδώ.
Όταν άρχισε η βροχή έλυσα τα μαλλιά μου να βραχούν καλύτερα.
Οι σταγόνες που έγιναν πολλές τώρα, κύλισαν στο πρόσωπο μου,
στο κορμί μου καθώς ήμουν γυμνός, ολόγυμνος στην άδεια
πλέον παραλία. Δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος, μόνο το πυκνό
σκοτάδι και η βροχή μου έλεγαν πως υπάρχω. Αυτή η απείθαρχη
μοναξιά και η γνώση πως ένα αντρικό κορμί περπατούσε μόνο
του στη βρεγμένη άμμο, μου έδινε τη χαρά πως έκανα κάτι
σπουδαίο. Κάτι που δεν μπορούν ή δε θέλουν να κάμουν οι άλλοι.
Οι σταγόνες δυνάμωσαν αρκετά, πάνω στην επιφάνεια του
μαύρου της θάλασσας πιτσιλούσαν σαν μικροί καλικάντζαροι,
όμοια με μικρούς ήρωες των κόμικς όταν βούτηξα στο νερό
της βροχής και της θάλασσας.
Θα έφευγα πολύ μακριά μαζί τους.

 

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

ΡΟΜΆΝΤΣΟ ΜΕ ΜΙΑ

 


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΔΡΟΜΟ

 

Όταν ήμουν μικρός, μέχρι
δεκαοχτώ, είκοσι χρονών,
ερωτευόμουν εύκολα.
Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια,
στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες
κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την
πλάκα της  αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος
μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε,
αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα
λουλούδια και τις αγάπες;  Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα
ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να
είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει
την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά
που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε
τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι»
την έστησα και περίμενα ώρες να βγεί. Όταν κάποτε, επιτέλους
κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με
θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιουμε
ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε
σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα πεισσότερο θάρρος.
Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου
χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές.
Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα
λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα
δυνατα μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο
γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς,
με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγω σ αγαπώ! Είσαι
ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα.
Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε
μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη,
μια κούραση, από τα όσα  είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά
εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ενοιαζε τίποτε, τόσος ήταν
ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και
πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω,
συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια,
να της χαιδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω
πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για
πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου
είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε.
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο
να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε
και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω ,
μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τ
o όνομα της δεν ήξερα.

 

 

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

ΜΗΠΩΣ ΈΒΡΕΞΕ ΜΟΝΆΧΑ ΕΔΏ;

 


ΕΞΤΡΑ ΛΑΡΤΖΖΖΖΖ!...

 Καθόμουν στην έκτη στάση Ιλισίων και περίμενα το λεωφορείο να πάω στη δουλειά μου. Η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι, ο ήλιος έσκαγε σαν σφυρί στο κεφάλι μου, - το ένιωθα σαν εκείνο το μπρούτζινο γκόγκ που χτυπούσε ο μαύρος, στην αρχή των παλαιών τανινών του κινηματογράφου. Κόσμος πολύς δεν περίμενε, ίσως πέντε-έξι στέκονταν γύρω μου. Ναι, πέντε-έξι και μια χοντρή γυναίκα έγκυος. Την παρατηρούσα και σκεφτόμουν, πως αντέχουν οι χοντροί το βάρος τους και πόσο μάλλον όταν είσαι και έγκυος γυναίκα. Τι κοιτάς; με ρώτησε με έχθρα κι εγώ γύρισα πίσω μου να δω σε ποιον μιλάει. Εγώ; έδειξα με τον δεξιό δείχτη τον εαυτό μου, απορημένος. Ναι, εσύ! μου φώναξε. Που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! και μ έκανε να κοκκινίσω από ντροπή. Εγώ είμαι συνεσταλμένος, δεν είμαι όποιος κι όποιος, πήγα δικαιολογηθώ αλλά η χοντρή είχε πάρει ανάποδες και μ έστρωσε στο κυνήγι. Το βαλα στα πόδια, τι να κανα; ενώ πίσω μου έπεφτε το γέλιο της αρκούδας. Φυσικά κατάφερα να ξεφύγω εύκολα απ την γκαστρωμένη χοντρή και λίγο πιο κάτω, σταμάτησα το τρέξιμο να ξελαχανιάσω. Ρε, τι έπαθα, σκεφτόμουν, μεγάλος άνθρωπος, πενήντα χρονών τώρα εγώ, να με κυνηγάει μια χοντρή κι όπως κοίταζα το λεωφορείο που ερχόταν-πάει το είχα χάσει- μου ήρθε ένα μπουγέλο νερό απ το χέρι της χοντρής μέσα απο το λεωφορείο! Με πήρε κι ο αέρας απ τη φόρα του οχήματος- το νερό κύλησε στο κουστούμι μου, έγινα μούσκεμα, πως θα πήγαινα τώρα στη δουλειά μου; Ανασηκώθηκα, τινάχτηκα κι ένας περαστικός με κοίταζε με λύπηση. Τα μάτια μας συναντήθηκαν κι απορήσαμε και οι δύο. Αυτός άνοιξε τα χέρια του, δείγμα πως με συλλυπούταν και έφυγε το δρόμο του. Εγώ κοίταξα μια μπρος μια πίσω και αποφάσισα να πάω πίσω στην έκτη στάση, ήταν πιο κοντά απ ότι υπολόγισα. Περπατούσα αργά, δε μ ένοιαζε και να καθυστερούσα στη δουλειά μου- ήμουν προϊστάμενος στην τροφοδοσία μεγάλου εμπορικού οίκου τριάντα χρόνια τώρα. Σκέφτηκα να πεταχτώ σπίτι ν αλλάξω αλλά ντράπηκα , τι θα λεγα στη γυναίκα μου; κι έπειτα όπως το παρατηρούσα σε λίγο θα στέγνωνε. Βέβαια θα της το έλεγα το βράδυ και θα γελούσαμε, α, γελάμε πολύ με την γυναίκα μου, παιδιά δεν έχουμε, δε μας έδωσε ο θεός, έτσι έλεγε αυτή κι έκανε σταυρούς. Έφτασα ξανά στην έκτη στάση και ήμουν μόνος. Καλύτερα, σκέφτηκα, μην έχουμε πάλι κανένα άτυχο γεγονός. Σε λίγο όμως είδα να καταφτάνει δρομαίως ο φίλος μου ο Λεωνίδας. Ο Λεωνίδας, ναι βέβαια, φίλοι από παιδιά. Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο, στις αλάνες, αργότερα είχε γίνει και κουμπάρος αλλα εμείς κρατούσαμε το φίλος. Φίλος είναι άλλο πράγμα, έλεγε ο Λεωνίδας, κουμπάρο κάνεις κι από συμφέρο. Μόλις έφτασε κοντά μου, ξελαχάνιασε, μου δωσε το χέρι, του δωσα το δικό μου, πάντα έτσι έκανε, όποιον συναντούσε τον χαιρετούσε δια χειραψίας, εγώ το βαριόμουν αυτό αλλά τι να κανα; φίλος ήταν. Τι κάνεις εδώ ρε; με ρώτησε με έξαψη. Και γιατί είσαι μούσκεμα; κοίταξε τον ουρανό. Μήπως έβρεξε μονάχα εδώ; κι έδειξε γύρω. Είχε πλάκα ο μπαγάσας. Α, τίποτα, έριξα ένα μπουκάλι νερό πάνω μου, κάνει πολύ ζέστη, δεν κάνει; Κι άμα κάνει ζέστη, μπουγελώνεσαι μοναχός σου; ξεκαρδίστηκε στο γέλιο. Εντάξει, αλλά εδώ τι κάνεις; σοβαρεύτηκε. Περιμένω το λεωφορείο, είπα ήσυχα. Εσύ; περιμένεις το λεωφορείο; τόνισε τα λόγια του. Τι να το κάνεις το λεωφορείο; Να πάω στη δουλειά μου ρε Λεωνίδα. Και γιατί θα πας με το λεωφορείο; εσύ μισείς τα μέσα μαζικής μεταφοράς; γιατί δεν παίρνεις το αυτοκίνητο σου; Έχω αυτοκίνητο εγώ; άνοιξα τα μάτια μου. Ωστόσο είχε μαζευτεί κόσμος και παρακολουθούσε τη συζήτηση. Τι θέλετε σεις; τους έδιωξε πέρα με το χέρι του σαν να έδιωχνε μύγες, ο Λεωνίδας. Ρε, άιντε πάμε να πάρεις το αυτοκίνητο, τρελάθηκες; Και με παρέσυρε αγκαζέ στο δρόμο..

Προχωρούσαμε με τον Λεωνίδα αγκαζέ και μου φάνηκε κάπως. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου φάνηκε ψηλός σα μια πολυκατοικία. Με κοίταξε κι αυτός. Τι με κοιτάς; μου είπε. Κάνεις σα να με βλέπεις πρώτη φορά. Όχι, ρε του λέω, τι πρώτη φορά... και μέσα μου σκεφτόμουν αν πράγματι τον έβλεπα για πρώτη φορά. Μην κάνεις σαν χαζός, σε πείραξε το μπουγέλο που σου ριξε η χοντρή; Έλα, φτάσαμε κάτσε λίγο να τα πούμε, εγω δεν έρχομαι μέσα. Καθίσαμε στο πεζούλι δίπλα στο γκαζόν της μονοκατοικίας. Α, ρε κερατά! έχεις το πιο ωραίο σπίτι στα Ιλίσια. Και μόνο γι αυτό, σε ζηλεύω. Μόνο γι αυτό; άνοιξα τα μάτια μου. Εντάξει, και το αυτοκίνητο σου δεν παίζεται, εγώ δεν είχα ποτέ πόρσε, έκανε κι έδειξε την μαύρη πόρσε που ήταν αραγμένη στο γκαράζ. Ο ίσκιος που έπεφτε από τα μεγάλα δέντρα δρόσιζε τον χώρο. Ωραίες οι ακακίες αλλά γεμίζουν τον κόσμο με τα άνθη τους, είπε ο Λεωνίδας και τις κοίταζε. Της γυναίκας σου θα της βγαίνει η πίστη για να μαζεύει όλα αυτά τα άνθη και τα κίτρινα φύλλα ε; Ο παππούς σου δεν είπες πως τις φύτεψε; Κοίταξα τα δέντρα κι έγνεψα ναι, τι να λεγα; ότι δεν τις φύτεψε; Λοιπόν, συνέχισε, άιντε να σε αφήσω τώρα εγώ να πας και στη δουλειά σου, γιατί άργησες κιόλας. Εντάξει κουμπάρε; έλα γεια. Φιλιθήκαμε σταυρωτά. Πάντα έτσι κάναμε όταν χωρίζαμε με τον Λεωνίδα, μου σφιξε πάλι το χέρι, ωχ αυτές οι ατέλειωτες χαιρετούρες του! Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου. Εντάξει, λέω, ας μπω να πάρω την πόρσε να πάω στη δουλειά μου, τι κάθομαι; Άνοιξα την εξώπορτα, προχώρησα στο διάδρομο, έψαξα τα κλειδιά μου, φτάνοντας κοντά στο πολυτελέστατο αυτοκίνητο. Αλλα κλειδιά δεν υπήρχαν επάνω μου. Έψαξα όλες τις τσέπες, την τσάντα μου, τίποτε. Που στο διάολο είχαν πάει τα κλειδιά; Τα είχα χάσει; Και πως θα έπαιρνα τώρα το αυτοκίνητο; Α, σκέφτηκα, θα χτυπούσα το κουδούνι να μου ανοίξει η γυναίκα μου, αλλά εγώ δεν είχα ούτε γυναίκα ούτε αυτοκίνητο, τι διάολο έκανα εκεί; Γύρισα να κοιτάξω για τον Λεωνίδα αλλά κι αυτός είχε φύγει πολλή ώρα πριν... Ένας μεγάλος μαύρος σκύλος βγήκε από το σπιτάκι του και ερχόταν προς εμένα με αργά απειλητικά βήματα. Οπισθοδρόμησα ιδρωμένος, σύγκορμα. Θα είχα κιτρινίσει πολύ, ο φόβος κάλπασε σαν λευκό άλογο στις φλέβες μου. Κατουρήθηκα. Όπως πήγαινα πίσω-πίσω σκόνταψα σε μια πέτρα, κύλησα στο πράσινο γκαζόν, το πουκάμισο μου γέμισε πρασινάδα-πως θα πήγαινα έτσι στη δουλειά μου; γεμάτος πρασινάδες; ο διευθυντής θα γκρίνιαζε και με το δίκιο του. Ωστόσο ο μαύρος σκύλος είχε φτάσει από πάνω μου κι με έγλειφε με μια τεράστια γλώσσα. Ένιωσα τα σάλια του να κυλάνε σ αυτιά μου, αισθάνθηκα χειρότερη αηδία από κείνη που ένιωσα όταν με μπουγέλωσε η χοντρή, σηκώθηκα έτοιμος να το βάλω στα πόδια αλλά δεν το κανα γιατί θυμήθηκα πως άμα το βάλεις στα πόδια ο σκύλος θα σε δαγκώσει οπωσδήποτε κι έτσι στήθηκα απέναντί του, αντιμέτωπος με τα ήρεμα μάτια του. Έσμιξα τα χείλια μου μπρος και έξω, απόρεσα με τη συμπεριφορά του. Πάντα φοβόμουν τα σκυλιά, δε θα αγόραζα ποτέ έναν σκύλο και μάλιστα μαύρο, ίσως κανένα χαζόσκυλο, κανένα Ραν-Ταν-Πλαν ναι, αλλά μαύρον και τεράστιο σαν τούτον εδώ; Ποτέ. Αλλά ο μαύρος σκύλος στεκόταν χαρούμενος εκεί μπροστά μου. Κουνούσε την ουρά του πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Λες να ήταν δικός μου ο σκύλος;

Τέλος

 

 

 

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...