Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ, ΟΧΙ ΑΣΤΕΙΑ..

 



Αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τα μάτια ήταν σίγουρο.Το άλλο σίγουρο ήταν τα μάτια της που με κοίταζαν μια ζωή με ένα «θέλω».Το κατάλαβα γρήγορα πως η Αλέκα θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στο θάνατο αν δεν περνούσε το δικό της. Πως ήταν αυτή; Μια γυναίκα πραγματικά εντυπωσιακή, από την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ μόνοι μας, τα μάτια της παιχνίδιζαν στιγμιαία με θέληση να γίνεται το δικό της. Εγωισμός του θανατά, μειωμένη αίσθηση του κινδύνου, σαν η ζωή να ήταν παιχνίδι, τίποτε άλλο. Ακόμα και τώρα που προσπαθώ να σημειώσω ακριβώς το περίγραμμα του προσώπου της ανατριχιάζω. Ήταν τρελή; Δεν μπόρεσα ποτέ να βάλω όρια στην τρέλα και στη λογική. Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται συνέχεια σ αυτή την κόψη του ξυραφιού, ακριβώς επάνω. Συνήθως πέφτουν απ την πλευρά της τρέλας. Αυτό δεν ήταν μακριά από την Αλέκα. Θα μου πεις τώρα, γιατί εγώ έκανα την πάπια και συνέχεια έβγαζα τον εαυτό μου απέξω. Μπορεί να έχεις δίκιο, κατα βάθος είχα εξομολογηθεί στον εαυτό μου πως την ήθελα αλλά ήταν αδερφή της γυναίκας μου, παντρεμένη με τον βλάχο, καλό παιδί ο Σπύρος, ζούσε στον κόσμο του και την λάτρευε. Λάτρευε την Αλέκα που τον είχε παντρευτεί από συμφέρο, του είχε κάνει δυο παιδιά, του καθόταν στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, μέχρι να τελειώσει, μετρώντας ως το δέκα. Ύστερα πεταγόταν επάνω κι έπαιρνε τους δρόμους.
-Που θα πας ρε Αλέκα; τη ρωτούσε αυτός μερικές φορές κλαίγοντας
-Πως κάνεις έτσι; μια βόλτα για καφέ.
Έφευγε και επέστρεφε όποτε ήθελε. Ήθελε να ζήσει. Αυτό μου είπε εκείνη την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ. Δε με νοιάζει τίποτε, σκοτείνιασε το πρόσωπο της. Ε, πως, προσπάθησα να την προσγειώσω. Έχεις άντρα, παιδιά, υποχρεώσεις... κι έσκασε στα γέλια. Με έκανες κι ανατρίχιασα, να κοίτα την τρίχα μου; κάγκελο έγινε! Και σήκωσε το μανίκι να φανούν οι ξανθές τρίχες στα χέρια της. Σου αρέσουν; συνέχισε προσπαθώντας να βρει τα μάτια μου. Κοίταξα πρώτα τις τρίχες που άστραφταν στο Καλοκαιρινό φως, γύρισα το πρόσωπο μου στο γαλάζιο. Μου άρεσε αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω και νευρίαζα που μου άρεσε. Είδες κάτι μυστήρια πράγματα που μας συμβαίνουν; Αυτές οι ηθικές υστεροβουλίες, τα σκαμπανεβάσματα των ανθρώπινων κανόνων, οι κάθετες τομές που δίχαζαν τον νου, στο τι πρέπει να κάνουμε, ποιους πρέπει ν αγαπάμε και ποιους όχι, ποιους να ερωτευόμαστε και ποιους όχι με είχαν βάλει πολλές φορές σε κόντρα με το μέσα μου. Ύστερα έστρεψα πάνω της. Χαμογέλασα με νόημα να ξεφύγω, με τρόπο πως δεν ήταν ανάγκη να γίνει κάτι μεταξύ μας. Θα πάμε για τένις; Ρώτησα για να την φέρω σε μια άλλη της τρέλα, αυτή του τένις. Παίζαμε τένις με μανία, οι κόντρες μας τα Σαββατοκύριακα ήταν ατέλειωτες, όπως ατέλειωτο συνεχιζόταν το παιχνίδι της αναμονής για το πότε θα βρισκόμασταν στο κρεβάτι. Εγώ το φοβόμουν, φοβόμουν την κατάσταση που μπορούσε να γίνει έκρυθμη, να ξεφύγει, να εκτροχιαστεί αλλά δεν της έλεγα τίποτε κάθε φορά που μάθαινα από τα υπονοούμενα της γυναίκας μου πως η Αλέκα είχε πάει με κάποιον άλλον ή πως απατούσε τον Σπύρο και απορούσα με τον εαυτό μου που δε με ένοιαζε, που δε νευρίαζα, ενώ στη γενικότερη συμπεριφορά μου καυτηρίαζα αυτές τις καταστάσεις και ήμουν καθαρά εναντίον των γυναικών που απατούσαν τους συντρόφους τους. Η γυναίκα μου το είχε καμάρι για την υποδειγματική  συζυγική μου ταυτότητα. Εγώ όμως τις έκανα τις δουλειές μου. Κρυβόμουν δε γινόταν αλλιώς μα δεν άφηνα τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Δεν μπορεί; Δεν μπορεί εσύ να πηγαίνεις μόνο με την Κατερίνα; Μου λεγε η Αλέκα. Κατερίνα λένε τη γυναίκα μου. Με κοιτούσε πάνω από το φιλέ του τένις όταν συναντιόμασταν μαζέψουμε τα μπαλάκια, η Αλέκα. Και τότε προσπαθούσε να με αγγίξει με το σώμα της, με τα μεγάλα κατάξανθα μαλλιά της, με τους ιδρωμένους ώμους και πολλές φορές το κατάφερνε. Με έμπλεκε σιγά-σιγά στο δίχτυ της μαζί μ αυτό του φιλέ και στο νου μου ήρθε ένα τρομερό βράδυ. Θα ήταν τρεις-τέσσερις τη νύχτα όταν ξύπνησα από το χτύπημα του τηλεφώνου. Πρόλαβε και το σήκωσε η Κατερίνα. Ήταν ο Σπύρος που φώναζε, έκλαιγε, έλεγε ελάτε, ελάτε να την πάρετε, είναι τρελή. Η Κατερίνα έκλεισε τη συσκευή, σήκω, μου είπε, πάμε. Δεν είχα καμιά όρεξη για τέτοια πράγματα. Κατά βάθος συμπονούσα αυτόν τον Σπύρο με όσα τραβούσε από την Αλέκα αλλά ο ρόλος του παρηγορητή δε μου πήγαινε καθόλου. Αρκετές φορές, όταν πίναμε καμιά μπύρα προσπαθούσε να μου μιλάει για το πρόβλημα του. Δεν το απέφευγα, του λεγα πως συμφωνούσα μαζί του, πως κάτι έπρεπε να γίνει, μα πάντα βγάζαμε το συμπέρασμα και πιο πολύ εκείνος, που κουνούσε το κεφάλι του με πικρία και έλεγε πως δεν πρόκειται να βάλει μυαλό η Αλέκα, γιατί αυτή ήταν το παντοτινό  πρόβλημα. Βγήκαμε έξω στο κρύο, τουρτουρίσαμε και βλαστήμησα την ώρα που πήρα την απόφαση να πάω. Μην κάνεις έτσι, αδέρφια μας είναι, άκουσα τη γυναίκα μου στο σκοτάδι κι αναλογίστηκα, τι σόι αδέρφια είμασταν κι αν με ένοιαζε εμένα τι κάνει ο Σπύρος με την Αλέκα. Στην ουσία δεν έπρεπε να με νοιάζει αλλά δεν ξέρω πως, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, νιώθεις κάπως για αυτούς τους ανθρώπους που σέρνονται γύρω σου . Σα να είναι αλλιώτικοι από τους ξένους, ίσως γιατί και εσύ περιμένεις κάτι από αυτούς. Είσαι αφελής, έλεγε η Αλέκα. Αδέρφια, νύφες και κουραφέξαλα. Δεν υπάρχουν αυτά, όλα είναι ίδια.

Βέβαια, το όλα είναι ίδια, είναι μια κουβέντα, γι αυτό εγώ δεν τα ισοπέδωνα όλα, δεν ήταν όλα ίδια, πώς να το κάνουμε, μου φαινόταν αδιανόητο.
Φτάσαμε και βρήκαμε ένα σπίτι σε πολεμική εξέγερση. Η Αλέκα και ο Σπύρος βρίσκονταν σε δυο μέτρα απόσταση, ματωμένοι και οι δυο. Ο Σπύρος είχε γρατσουνιές στο μάγουλο, η Αλέκα σχισμένο το κάτω χείλος. Έτρεχε αίμα καυτό, φούσκωνε παραπάνω από όσο ήταν κανονικό. Τα μάτια της άγρια, έσχιζαν το μισοσκόταδο, πέταγαν φωτιές και αν ήταν δυνατόν ήθελε να τον σκοτώσει. Ο Σπύρος τα μπέρδευε, έλεγε ακατάληπτα λόγια. Πιάστε τη ρε παιδιά, είναι για δέσιμο, εγω δε φταίω, τι να κάμω, θα τη στείλω στη μάνα της, αλλά έχω δυο παιδιά- το κοριτσάκι και το αγοράκι τα είχαν κλειδώσει στο δωμάτιο τους να μη βλέπουν τις σκηνές τουλάχιστον. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη μέση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ άγρια. Η Αλέκα βούτηξε μια γυάλινη πιατέλα και προσπαθούσε να του ορμήσει, ήταν εντελώς έξω από τα μυαλά της. Πούστη θα σε σκοτώσω! φώναζε, τόλμησες να με χτυπήσεις εμένα! Τι σου κανα ρε πούστη;
Κάποια στιγμή ηρέμησαν. Κάθισαν ο ένας στο τραπέζι και η άλλη έκλαιγε κουλουριασμένη στον καναπέ που είχε γεμίσει αίματα. Τι έγινε ρε παιδιά, τι θα γίνει, θα σκοτωθείτε; Καλύτερα να χωρίσετε, δεν είναι πράγματα αυτά, είπα εγω. Ο Σπύρος επέμενε πως η Αλέκα είχε πηδηχτεί εκείνο το απόγευμα, ότι την είχε παρακολουθήσει ο ίδιος, η Αλέκα δεν απαντούσε σ αυτό και δεν ήθελε να χωρίσει όταν και ο Σπύρος κάπως μουδιασμένα αναφερόταν στο χωρισμό. Άκρη δεν έβγαινε. Η Κατερίνα προσπάθησε να τους συμβιβάσει, πήρε την Αλέκα στο άλλο δωμάτιο να τα πούνε, έμεινα με το Σπύρο στην τραπεζαρία να τραβάει τα μαλλιά του. Τι να κάνω ρε φίλε; Πες μου τι θα έκανες εσύ, με ρωτούσε συνέχεια.
-Θες την αλήθεια; Τον κοίταξα σοβαρά στα μάτια
Έγνεψε ναι.
-Εγώ θα την είχα χωρίσει  ή καλύτερα δε θα την είχα παντρευτεί ποτέ. Πρέπει να χωρίσεις, αυτή είναι η γνώμη μου. Η τώρα ή αργότερα αυτό θα γίνει, γι αυτό λέω να το πάρεις απόφαση.
-Δεν μπορώ μωρέ, είναι τα παιδιά..την αγαπάω κιόλας…τι να πω… μισόκλαιγε. Μού ρχεται να τη σκοτώσω!
-Τι λες ρε; Είναι πράγματα αυτά; Εμείς πάμε να φύγουμε.
Σηκώθηκα, φώναξα τη γυναίκα μου, πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ να βρω άκρη μ αυτούς εδώ είπα κλείνοντας την πόρτα πισω μου κι ο Σπύρος μας κατευόδωνε, λέγοντας εντάξει ρε παιδιά δεν είναι τίποτε, θα περάσει! Εγώ έπιανα το κεφάλι μου με συμφορά κι ανάμεσα σ όλα τα άλλα,μη σε ξαναδώ να πίνεις καφέ ή ποτό με την Αλέκα, μου σφύριξε η γυναίκα μου κι εγω ανταριάστηκα αλλά δεν άνοιξα αυτή την κουβέντα, έβλεπα πως τα πράγματα πήγαιναν κατευθείαν σε αδιέξοδα, επειδή εκείνη η κρυφή μου επιθυμία δεν είχε κοπάσει ποτέ, πράγμα που με νευρίαζε ακόμα περισσότερο αφού εγώ ποτέ στο παρελθόν δεν είχα επιθυμήσει τη γυναίκα ενός άλλου και μάλιστα μια τέτοια γυναίκα σαν την Αλέκα που ήταν σίγουρο πως πήγαινε με πολλούς. Δεν το είχε τίποτε δηλαδή αν της άρεσε κάποιος, μου το είχε πει αυτό ανοιχτά, πολλές φορές  και στο μυαλό μου ήρθε πάλι αυτός ο κακομοίρης ο Σπύρος. Δεν πίστεψα πως κάποτε θα εκπλήρωνε την απειλή του αλλά που ξέρεις; Όλα να τα περιμένεις από κάτι τέτοιους ανθρώπους και το είπα στην Αλέκα μετά από αρκετό καιρό που τα πράγματα είχαν ησυχάσει κάπως μεταξύ τους. Κι όταν ήταν έτσι τα πράγματα, ποτέ δε μιλούσαν για την κατάσταση τους, λες και δεν έτρεχε τίποτε, λες και όλα πήγαιναν μια χαρά. Αλλά εγώ ήξερα πως όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα. Όταν σε ένα ζευγάρι γίνουν τέτοιες καταστάσεις και ανταλλάξουν λόγια βαριά, βρισιές και ξύλο, ποτέ δε θα τα βρουν. Δυο πράγματα δεν ξεχνιούνται, μου λεγε κάποιος φίλος: Το γαμίσι και το ξύλο και το σκεφτόμουν μερικές φορές αν είχε δίκιο και έκλεινα προς τη μεριά πως, ναι, έτσι πρέπει να είναι αυτά τα δυο πράγματα δεν λησμονιούνται. Και εμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, μου είχε καρφωθεί να πάω μια φορά με την Αλέκα. Τώρα το γιατί, σιγά-σιγά το διωχνα απ το μυαλό, δεν ήθελα να το εξετάζω. Απλά είχα υπολογίσει να το κάνω όταν θα χώριζαν. Οπότε θα είχα λιγότερες τύψεις ή καθόλου. Ξανασκέφτηκα βέβαια πως ήταν αδερφή της γυναίκας μου αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία αφού η Αλέκα το παράγραφε. Άρα, μπορούσα να το παραγράψω κι εγώ. Το γιατί ήθελα να το κάνω, δεν ήταν μόνο πως η Αλέκα ήταν μια εντυπωσιακή, πανέμορφη γυναίκα, κι άλλες πολλές τέτοιες μπορούσα πανεύκολα να έχω, όμως διαβόλου κάλτσα σαν κι αυτήν δεν εύρισκες εύκολα και τέλος πάντων δεν μπορούσα να το εξηγήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που με τραβούσε σα μαγνήτης κοντά της. Σιωπηλά την ήθελα αλλά δεν θα έπεφτα και στο γκρεμό. Μόνο να ευχαριστιόμασταν μια δυο φορές αυτό το πάθος και να φύγει. Έτσι σκεφτόμουν.
Είχε έρθει η Άνοιξη, τα λουλούδια άνθιζαν, η φύση μοίραζε απλόχερα τους πόθους της και μαζί με αυτούς ανέβαιναν και οι άλλοι πόθοι: οι έρωτες και τα ανθρώπινα πάθη. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για τέννις όλοι μαζί. Κι ύστερα για κανένα ουζάκι στην παραλία. Όταν μέναμε μόνοι με τον Σπύρο άρχιζε να με τριβιλίζει, έτσι η Αλέκα αλλιώς η Αλέκα, ξέρω πως συνεχίζει να πηδιέται μ αυτόν ή με τον άλλον. Είσαι σίγουρος; Άνοιγα τα μάτια μου εγώ. Ε, καλά τώρα, επέμενε, αφού τους έχω πιάσει. Επ, αυτοφόρω ; συνέχιζα εγώ. Όχι, αλλά σχεδόν, τι να σου λέω τώρα. Και για δε χωρίζεις; Την αγαπάω, με αποτελείωνε.
Εκείνο τον Απρίλη, είχε πάει ταξίδι για δουλειές στο εξωτερικό, με πήρε τηλέφωνο να μου το υπενθυμίσει η Αλέκα. Θα πάμε για τένις; Με ρώτησε και κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα της. Δεν ξέρω πως αλλά το κατάλαβα πως θα κάναμε έρωτα. Πως θα τελείωνε κι αυτό το μαρτύριο. Πράγματι μόλις συναντηθήκαμε κάναμε σαν τρελοί, μόνο που δεν φιληθήκαμε μπροστά στον κόσμο. Κοντράραμε τα μάτια και τα σώματα μας πάνω στο φιλέ που μας χώριζε μέχρι να τελειώσουμε τα γκέιμς και τα σετ. Με νίκησε. Ήταν σπουδαία παίχτρια. Μούσκεμα στον ιδρώτα και οι δυο, παρατήσαμε πετσέτες, τσάντες, τζιμπράγκαλα, λες και είχαμε συνεννοηθεί χωρίς να μιλήσουμε γι αυτό, πήγαμε στην έρημη παραλία. Πέσαμε στην άμμο σαν θηρία που ήθελε ο ένας να φάει τον άλλον, κάναμε τι κάναμε κι αμέσως μετάνιωσα. Σηκώθηκα και της είπα πως αυτό ήταν σαν να μην έγινε. Μη φοβάσαι! Γέλασε. Εσύ να το ξεχάσεις, για μένα είναι εύκολο. Και φύγαμε ο ένας εδώ κι άλλος εκεί. Όμως δεν το ξεχάσαμε, συνεχίζαμε να συναντιόμαστε ερωτικά κι κάθε φορά λέγαμε τα ίδια. Φυσικά κανένας δεν μας είχε πάρει χαμπάρι, ο Σπύρος συνέχιζε να μου λέει τα παράπονα του, η γυναίκα μου να μην κάνω παρέα με την Αλέκα, εγώ της απαντούσα, ζηλεύεις την αδερφή σου; Και εκεί τέλειωνε το πράγμα. Όχι, ακριβώς, εκεί άρχιζε για μένα που καθόμουν ώρες και συλλογιζόμουν τι κάθαρμα ήμουν και πόσο υποκριτές μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήρθε το Καλοκαίρι, σιωπηλά συμφωνήσαμε να αραιώσουμε, πράγμα που έγινε. Και να δεις που πραγματικά νόμιζα πως δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Όλα γίνονταν φυσιολογικά, όπως ήταν πριν γίνουν. Είχαμε αποκρύψει στα κατάβαθα της ψυχής μας το γεγονός. Τέτοιοι άνθρωποι ήμασταν. Κι εμένα και της Αλέκας, το έδειχνε αυτό, μας άρεσε που το είχαμε κρύψει τόσο καλά. Βέβαια το πάθος μας είχε σκουριάσει. Ούτε εγώ την ήθελα πια, ούτε εκείνη εμένα. Είχαμε γίνει φίλοι. Δυο φίλοι καθάρματα. Η Αλέκα συνέχιζε το δρόμο της πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ένα βράδυ, την πέτυχα σε κάποιο μπαράκι, με έναν νεαρό που τον έδιωξε μόλις με είδε. Πήγα κοντά της ήταν μεθυσμένη στουπί. Τα μάτια της γυάλιζαν η βότκα έτρεμε στα χέρια της.
-Κάτσε, μου είπε. Κάτσε όμορφε να τα πούμε.
Της χαμογέλασα, με λύπησε αλλά κι εγώ ήμουν πιωμένος. Όχι τόσο όσο εκείνη, είναι αλήθεια πως τις γυναίκες τις πιάνει πιο εύκολα το ποτό.
-Τι νομίζεις πως είναι ο κόσμος ρε μάγκα; Ποτέ δε με έλεγε γαμπρέ ή με το όνομα μου. Αυτός έλεγε και με έδειχνε όταν ήθελε ν αναφερθεί σε μένα στην παρέα. Τίποτε δεν είναι. Γαμηθήκαμε! Και τι έγινε; Τέλειωσε ο κόσμος; Χαχαχα, αστείος είσαι; Άκου φίλε, προσπαθούσε να σοβαρευτεί. Εγώ είμαι ότι θέλω. Εγώ δεν κρέμομαι απ τα αρχίδια κανενός Σπύρου, αλλά δε θα χαραμίσω τη ζωή μου, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Για κοίταξε με!
Σηκώθηκε επάνω, κι άνοιξε το στήθος της. Έσκισε το λινό φόρεμα που φορούσε. Ο κόσμος γύρισε κατά εκεί, ένα αααα, ακούστηκε θαυμαστικά, την Αλέκα δεν την ένοιαξε, νόμιζε πως ήμασταν μόνο εμείς οι δυο εκεί.
-Κοίταξε με ρε μάγκα και πες μου! Δεν είμαι η ομορφότερη; Κάνω εγώ για τα μούτρα ενός άντρα; Όποιος κι αν είναι αυτός. Κοιτάξτε με όλοι ρε: φώναξε γύρω κι άφησε το φόρεμα να κυλίσει χάμω στο δάπεδο μένοντας εντελώς γυμνή. Δε φορούσε τίποτε άλλο, το ήξερα αυτό, το έκανε συχνά, έβγαινε χωρίς κυλόττα. Το ααααα τώρα έγινε συρμός έγινε πέλαγος, όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω μας. Χιλιάδες μάτια την κοίταζαν ολόγυμνη, να παραπατάει σα να έπαιζε σε μια σκηνή θεάτρου. Τα μάτια των θεατών γούρλωσαν, άντρες γυναίκες, θαμώνες του μπάρ όρμησαν να την φάνε. Άρχισαν να την βρίζουν οι γυναίκες ήθελαν να έρθει η Αστυνομία, την έσπρωχναν, την χαστούκιζαν κι εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, χαμένος μέσα σ αυτήν την άβυσσο της πραγματικότητας, χαμένος μέσα σ αυτή την ωμή βία του ανθρώπινου είδους, μάτωσα τα χείλια μου προσπάθησα να της πιάσω το χέρι δεν το κατάφερα. Το ανθρώπινο σμήνος την παρέσυρε στο σκοτάδι, σβαρνίστηκε το λευκό της σώμα στα σκαλιά, κατακρημνίστηκε γύρω από το αίμα της αξιοπρέπειας ενός κατακερματισμένου κόσμου.

Τελος

 

 

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ

 


ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

 

Είχα να λάβω γράμμα πολλά χρόνια. Ίσως από τότε που βγήκαν τα κινητά-δέκα πέντε χρόνια πριν. Έτσι δεν έστελνε κανένας γράμματα πια. Μόνο μηνύματα, η-μέηλ, φαξ .
Γι’ αυτό, όταν μου ήρθε η ειδοποίηση για συστημένο γράμμα απόρεσα και με κάποια δόση αγωνίας, έτρεξα στο ταχυδρομείο. Δυστυχώς το γράμμα το είχε μαζί του ο ταχυδρόμος και θα μπορούσα να το πάρω την άλλη μέρα ή αν ήθελα να περιμένω μέχρι τις δυο που επέστρεφαν οι ταχυδρόμοι. Αυτό μου είπε μια χοντρή υπάλληλος και χαμογελούσε.
-Γιατί χαμογελάτε; Ρώτησα εγώ που είχα τις δικές μου αγωνίες.
-Είναι μέσα στα πλαίσια της ευπρέπειας, μου απάντησε. Υπάρχει διαταγή από τους ανωτέρους που λέει πως οι υπάλληλοι, εμείς δηλαδή, πρέπει να είμαστε ευχάριστοι, στο ύφος, σε όλες μας τις συναλλαγές με τους πελάτες. Σας ευχαριστώ.
Προφανώς ικανοποιημένος από την συμπεριφορά αλλά όχι από την εξυπηρέτηση, καβάλησα το αυτόματο μηχανάκι που χρησιμοποιώ για τις μετακινήσεις μου μέσα στην πόλη και επέστρεψα στην δουλειά μου.
Διατηρούσα ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο της μικρής επαρχιακής πόλης, χρόνια τώρα. Είχα και μια υπάλληλο την Νίκη, σαρανταπεντάρα του ραφιού, σχεδόν από τότε που άνοιξα το μαγαζί. Μεσόκοπη, παλαβιάρα, διαβαστερή, ήταν πλήρως ενημερωμένη για όλα τα σχετικά γύρω από την δουλειά μας. Ειδικά για την λογοτεχνία, δεν της ξέφευγε τίτλος και συγγραφέας.
-Το ποτάμι, είναι σίγουρα τίτλος διηγήματος του Σαμαράκη αλλά πρέπει να θυμηθώ και τον τίτλο της συλλογής, έλεγε σε έναν συνταξιούχο, την ώρα που έμπαινα
-Θυμάστε σεις κύριε Τάκη; Απευθύνθηκε σε μένα.
-Στο «Διαβατήριο» είπα με βεβαιότητα.
-Δεν είναι στο Διαβατήριο έκανε με σιγουριά.
-Τότε στο «Λάθος» αναρωτήθηκε περισσότερο ο συνταξιούχος
-Το «Λάθος» είναι μυθιστόρημα, κύριε. Άρα δεν είναι εκεί, αλλά θα το βρούμε μην στεναχωριέστε. Περάστε το απόγευμα ή αύριο καλύτερα, ολοκλήρωσε.

Εμένα, για να πω την μαύρη αλήθεια μου, ούτε κρύο ούτε ζέστη μου έκανε το ποιος έγραψε τι. Είχα προ πολλού ξεπεράσει το κόμπλεξ της πολυμάθειας κι έβλεπα το βιβλίο μόνο σαν εμπόρευμα. Ή πατάτες πωλούσα ή χαλβά το ίδιο μου έκανε.
-Τα βιβλία, είπε η Νίκη είναι διαφορετικό είδος. Πρέπει να τα
αγαπάμε, να τα σεβόμαστε. Κι εσείς κύριε Τάκη που είστε λεπτός άνθρωπος δεν πρέπει να σκέφτεστε έτσι.
-Πως σκέφτομαι; Ενοχλήθηκα που καταλάβαινε τις σκέψεις μου.
-Ε, πως, τόσα χρόνια σας ξέρω..πήρατε εκείνο το συστημένο; Άλλαξε κουβέντα.
-Όχι.
-Κρίμα.
-Γιατί κρίμα; Τι σε στεναχωρεί εσένα που δεν το πήρα;
-Ε, πως, τόσα χρόνια σας ξέρω. Κι έπειτα είναι ωραίο να λαμβάνει κανείς επιστολές. Να παίρνεις τον φάκελο και να βλέπεις τα’ όνομα σου, κάτω από το προς: Κον  Καμπερόπουλο Τάκη, είπε όλο το όνομα μου.
Κι ενώ εγώ συνέχιζα να την κοιτάζω έκπληκτος συμπλήρωσε:
-Εσείς κύριε Καμπερόπουλε είστε ευαίσθητος άνθρωπος γι’ αυτό σας στέλνουν επιστολές..ενώ εμένα…
-Θέλεις να λάβεις κι εσύ γράμμα;
-Ωραία θα ήταν, κούνησε το κεφάλι της σχεδόν δακρυσμένη.


Κάπως έτσι τελείωσε η κουβέντα μας εκείνο το μεσημέρι με την Νίκη που ήταν διαβαστερή και της άρεσαν οι επιστολές. Κουρασμένος όπως ήμουν σταμάτησα στο διπλανό εστιατόριο να τσιμπήσω κάτι. Έκανε ζέστη πολύ κι ένας κατακόκκινος ήλιος τσουρούφλιζε το σύμπαν.
-Κάνει πολύ ζέστη, μου είπε το γκαρσόν.
-Ναι, κάνει, είπα
-Και πεινάτε μ΄αυτή τη ζέστη;
-Δεν πρέπει;
-Εγώ μ’ αυτή τη ζέστη δεν τρώω τίποτε. Κι απορώ με τους ανθρώπους που τρώνε με τέτοια ζέστη. Τέλος πάντων τι να σας φέρω σήμερα; Γεμιστά και φέτα. Νερό εμφιαλωμένο, ξέρω είπε κι έφυγε χωρίς να με κοιτάξει.
Γύρισε με μια σαλάτα χωριάτικη στο ένα χέρι και στο άλλο ένα πιάτο με μπάμιες. Τα ακούμπησε στο τραπέζι ατάραχος
-Τέλος τα γεμιστά. Ο υδράργυρος σκαρφάλωσε στους σαρανταδύο, είπε.
-Σκαρφάλωσε; Ρώτησα.
-Σκαρφάλωσε, βεβαίωσε και χώθηκε στο μαγαζί.
Άρχισα να τρώω τις μπάμιες μου και σκέφτηκα πως καλύτερα ήταν που μου είχε φέρει μπάμιες. Είχα χρόνια να φάω και θυμήθηκα που όταν τις μαγείρευε η συχωρεμένη η μάνα μου, «πάλι μύξες θα φάμε;» την ρωτούσα κι εκείνη μου έλεγε τότε
πως οι μπάμιες ήταν το καλύτερο φαγητό, ένα κι ένα για το στομάχι. Ας λες εσύ πως είναι μύξες…
Παρ’ όλα αυτά, με τον καιρό, τις συνήθισα τις μύξες. Αρκεί να μην ήταν πολύ τσαλαβουτημένες και μεγάλες. Έχετε φάει ποτέ μεγάλες μπάμιες; Με τα σπόρια να τρέχουν από δω κι από εκεί στο πιάτο; Σκέτη απόλαυση.
Εργένης καθώς ήμουν, δεν βιαζόμουν να πάω πουθενά. Έτρωγα και σκεφτόμουν την τρισάθλια ζωή μου. Τόσα χρόνια δεν είχα τολμήσει να νυμφευτώ. Τώρα που πενηντάριζα, αναλογιζόμουν πως είχα κάνει λάθος. Αν είχα μια γυναικούλα να με περιμένει στο σπίτι… κανένα κουτσούβελο να αλυχτάει ανάμεσα στα πόδια μας…Αλλά δυστυχώς όλα αυτά τώρα ήταν όνειρα απατηλά.
Περιουσία είχα φτιάξει. Το μαγαζί ήταν δικό μου, όπως και το σπίτι. Είχα κουραστεί βέβαια, αλλά τίποτε δεν γίνεται σ’ αυτή την ζωή χωρίς κούραση. Όμως πάντα κάτι μου έλειπε…καλύτερα να είχα ένα παιδί παρά σπίτια,μαγαζιά.
-Τι τα θες, ήρθε το γκαρσόν προς το μέρος μου, συνωμοτικά. Καλύτερα που δεν έχεις παιδιά κύριε Καμπερόπουλε. Να, ρώτα εμένα που έχω εφτά.
-Εφτάάάά!!
-Εφτά και τρία που έχασα, δέκα.
-Δεν το ξερα…
-Που να το ξέρεις. Γι αυτό σου λέω, καλύτερα. Σκέψου το και θα με θυμηθείς, κούνησε τον δείχτη του κι έφυγε μελαγχολικός, αδυσώπητος.

Εμένα πάντως δεν μου γύριζε το κεφάλι. Το είχα πάρει απόφαση να νυμφευτώ. Έτσι κι αλλιώς, τα κότσια μου κρατούσαν ακόμα. Πενήντα χρονών ήταν μια καλή ηλικία, σκεφτόμουν. Τη νύφη που θα εύρισκα…
Κι επειδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει πολλά σκαλοπάτια μνήμης, μου ήρθε στο μυαλό το γράμμα. Ποιος να μου το είχε στείλει; Και μάλιστα συστημένο; Λες να ήταν από καμιά γυναίκα; Από μια άγνωστη γυναίκα; Μπορεί όμως, να ήταν κι από κάποιον φίλο. Κάποιον φίλο από τα παλιά που θα με είχε θυμηθεί ξαφνικά. Μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν. Ναι, κάτι τέτοιο θα ήταν.
Στη σκέψη αυτή, δυσανασχέτησα. Πλήρωσα βαριεστημένος τον λογαριασμό μου στο αδυσώπητο γκαρσόνι κι έφυγα εξ ίσου βαριεστημένος για το σπίτι μου, την ερημιά μου.
Ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού, άνοιξα την τηλεόραση να με πάρει ο ύπνος.. Κοιμήθηκα όλο το απόγευμα μια και δεν είχα δουλειά. Δευτέρα ήταν και τα μαγαζιά έμεναν κλειστά τα απογεύματα.

Την άλλη μέρα η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να πάρω το γράμμα. Το πήρα αμήχανος από τα χέρια της χοντρής κι ευγενικής υπαλλήλου που μουρμούρισε κάτι σαν»είδατε που ανυπομονούσατε; Ορίστε το γράμμα.»
Βγήκα με τον κίτρινο φάκελο παραμάσχαλα. Κατευθύνθηκα προς ένα απόμερο καφενείο στην άκρη της πόλης. Παράγγειλα καφέ, μοσχομύρισα τον κίτρινο φάκελο. Τον άνοιξα βιαστικά κι άρχισα να διαβάζω:
« Αγαπητέ φίλε
Σε φιλώ με πόνο.
Τίποτε δεν αξίζει στην ζωή χωρίς την γοητεία του έρωτα. Χωρίς την επιθυμία να γνωρίσεις το πάθος, την ζήλια. Ξέρεις τι θα πει πάθος;. Τι θα πει ζήλια;
Αν αγαπήσεις μια γυναίκα, θα τρέμεις για το που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή και τι κάνει ανά πάσα  στιγμή… Τότε λοιπόν έρχεται μαζί, όλο το παραμύθι της ζωής. Η ανάγκη και η γοητεία του κυνηγιού. Για να υπάρχεις, είναι ανάγκη να κυνηγάς ή να σε κυνηγάνε. Αυτό δεν είπαν οι σοφοί; Πώς όλα κυλάνε και τίποτα δεν μένει ασταμάτητο. Άκου τώρα λέξεις που θα σου πω για να σε βάλω στο πνεύμα: Δημοκρατία, θέατρο, μαθηματικά, δόξα. Η αίγλη αυτών των λέξεων συνεχίζει να μας τρυπάει τα’ αφτιά από τότε που γεννήθηκαν οι πέτρες.. Κανένας ημίθεος δεν γλίτωσε από αυτές. Βέβαια, είναι πιο πολλές οι λέξεις αλλά αν ξεκινήσουμε από αυτές θα καταλήγουμε στην αιώνια φιλοσοφία. Στο δέντρο του ανθρώπου. Στο κίνητρο. Στον σκοπό. Χωρίς κίνητρο, στην ουσία δεν γίνεται τίποτε. Εγώ για να σου δώσω να καταλάβεις, ήμουν ένας πετυχημένος βιβλιοπώλης. Μετά έγινα εκδότης κι ύστερα μεγαλοεκδότης. Παντρεύτηκα τρεις φορές, τρεις διάσημες γυναίκες. Έκανα από δύο-τρία παιδιά με την καθεμιά- μπορεί και περισσότερα, δεν θυμάμαι.
Αναγκάστηκα να μάθω πολλά πράγματα. Για την Δημοκρατία, την πολιτική,, το χρήμα, το ψέμα και την αλήθεια, την συνέχεια της ζωής. Εσένα μπορεί να σου φαίνονται ανώφελα αλλά δεν είναι. Σου έχει δώσει ποτέ ένα χαστούκι μια γυναίκα, ένα παιδί, έτσι που να σου έρθει ο ουρανός σφοντύλι; Ή να κλαίει η ερωμένη σου επειδή την απατάς με την γυναίκα σου; Θα μου πεις εν κατακλείδι πως όλα γυρνάνε στον έρωτα στην γοητεία του δύο. Μπορεί.
Οι λόγοι που σου γράφω τούτο το γράμμα είναι πολλοί. Ο
κυριότερος ένας: Να ξυπνήσεις! Να δεις την ζωή με άλλο μάτι, από άλλη κουμπότρυπα Βέβαια στα λέω όλα αυτά ανακατεμένα αλλά καταλαβαίνεις εσύ Η αθλιότητα της ύπαρξης, η ύπαρξη της εξαλλοσύνης είναι το μετριότερο όριο της ματαιοδοξίας.
Όταν λοιπόν ήμουν παιδί, κυνηγούσα πεταλούδες. Στην αρχή ασπρόμαυρες, ύστερα χρωματιστές, πολύχρωμες με φτερά από βελούδο, μαλακές σαν το χνούδι έφηβης γυναίκας. Αυτές οι πεταλούδες της νεανικής μου ηλικίας φτερούγισαν. Από κάμπιες έγιναν αγάπη. Έγιναν έρωτες στον αστραφτερό ορίζοντα.
Αυτές τις πεταλούδες στο γαλάζιο-λευκό, δεν θα τις ξεχάσω ποτέ.
Αργότερα, μεγαλώνοντας, χώθηκα μέσα στο δάσος. Μέσα στο πράσινο. Υπήρχαν δρόμοι που δεν ήθελα να τελειώνουν ποτέ. Λιβάδια με απέραντη ευτυχία. Κυλούσε το νερό από γάργαρες πηγές, έπινα και δεν χόρταινα. Βύζαινα και  πάλι διψούσα. Αυτή είναι η ευτυχία: Να διψάς. Να πίνεις από κάθε ποτάμι.
Κανένα ποτάμι δεν ξέφυγε από το στήθος μου, κανένα πουλί που να μην κελάηδησε στην παλάμη μου. Υπήρχαν όμως και κάτι νύχτες σκοτεινές που δεν ήξερα τι να κάμω. Πως θα κοιμόμουν σε τέτοιο σκοτάδι;
Το σκοτάδι ήταν στο μυαλό μου. Ο φόβος στα έγκατα του στήθους, εκεί που κατοικεί η καρδιά. Φοβόμουν πολύ αλλά τι να κανα;
Κρατιόμουν από το σίδερο ανάμεσα από το κάγκελο και το μεδούλι. Από τα ρινίσματα του ήχου της ψυχής κι έτρεμα μη και τελειώσουν κάποτε αυτές οι νύχτες.
Οι νύχτες που σκεφτόμουν ότι ήμουν αθάνατος.

Σε φιλώ με πόνο

                                                                Τάκης Καμπερόπουλος

                                                                Υ.Γ. Σε άλλο γράμμα περισσότερα.

 

 

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Ο ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ 2

 


Ο ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ

Στο ύψος της Λασκάρεως, στην αριστερή γωνία, όπως κατεβαίνουμε τον δρόμο του Ιπποκράτους, χρόνια τώρα διατηρούσα ένα παλαιοπωλείο. Ημιυπόγειος ήταν ο χώρος αλλά μεγάλος. Εκεί μέσα συμμάζευα ότι εύρισκα, ότι μου έφερναν και τα μεταπωλούσα. Αγόραζα φτηνά ή σχεδόν τσάμπα τις περισσότερες φορές, πράγματα που οι άλλοι τα θεωρούσαν για πέταμα. Έτσι ξαλάφρωνα εκείνους από το βάρος και γέμιζα τις δικές μου τσέπες με χρήσιμο βάρος: Τα χρήματα.
Ήταν μια δουλειά που την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. “Εσύ είσαι άχρηστος,” μου είχε πει στα δεκατέσσερα μου. “Δεν κάνεις για τίποτε άλλο. Γι αυτό μείνε εδώ κακομοίρη, Παύλο μήπως κάποτε ξεσταυρωθείς και καταλάβεις τη ζωή. Άσε το Νίκο, εκείνος θα πάει Πανεπιστήμιο, θα γίνει δάσκαλος.”
Ο Νίκος ήταν ο αδερφός μου που πράγματι έγινε δάσκαλος. Αλλά τι κέρδισε; Τρεις κι εξήντα τον μήνα, ενώ εγώ θησαύριζα σιγά-σιγά με το παλαιοπωλείο.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο πατέρας, ο Νίκος παντρεύτηκε μια δασκάλα, έκαναν παιδιά και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Εγώ έμενα ανύμφευτος. Κοντοστούπης καθώς ήμουν, ατσούμπαλος με λίγη καραφλίτσα, που να με πλησίαζαν οι γυναίκες. Έτσι την εύρισκα με ευκαιριακές γυναίκες που λιγόστευαν τις ηδονές μου. Μάλλον όμως, μου άρεσε κι εμένα έτσι, γιατί με τα λεφτά που απέκτησα, μπορούσα να ζητήσω όποια νύφη ήθελα. Αλλά πέρασαν τα χρόνια και τώρα που εξηνταρίζω πιάστη χελώνα και κούρευτη.
Το μαγαζί το είχα πολλές ώρες ανοιχτό, σχεδόν δεν έκλεινα καθόλου. Περνούσα λοιπόν, τον περισσότερο καιρό μου εκεί μέσα. Χειμώνα- Καλοκαίρι, συγύριζα, τοποθετούσα, ξεσκόνιζα, όλα τα αντικείμενα. Σπασμένες παλιοκαρέκλες, καναπέδες, ξεσχισμένα βιβλία, λάμπες πετρελαίου, σόμπες, μισιατηρια, ότι τζιμπράγκαλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Να δες όμως ότι τα είχα αγαπήσει αυτά τα τζιμπράγκαλα. Κι πως θα γινόταν αλλιώς αφού αυτά ήταν η ζωή μου; Αυτά ήταν το λιμάνι μου και οι απαντοχές μου.

Ένα βράδυ, αργά, σχεδόν μεσάνυχτα, ενώ ετοιμαζόμουν να κλείσω, μπήκε μέσα ένας κουστουμάτος. Άσπρο κουστούμι, άσπρη ρεπούμπλικα, άσπρα σκαρπίνια. ‘Όλα άσπρα ήταν επάνω του. Τα μαλλιά, τα γένια, τα χέρια, λες και είχαν βγει από το χιόνι.
Καθόμουν στο βάθος, στο μικρό γραφείο να τελειώσω τους λογαριασμούς και τον παρατηρούσα που έκανε βόλτες ψάχνοντας τα αντικείμενα, παίζοντας ένα ακριβό κομπολόι από κεχριμπάρι. Δεν είπε ούτε καλησπέρα αλλά αυτό δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι πελάτες.
Αφού περιεργάστηκε κάμποσο, όταν πλησίασε πιο κοντά μου, μυρίστηκα ψητό. Μου φάνηκε δηλαδή φραγκάτος. Αλλά δύσκολος πελάτης. Τόσα χρόνια εκεί μέσα είχα γνωρίσει λογιών-λογιών ανθρώπους. Όμως κάτι στο ύφος του με ξένιζε, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί.
-Ψάχνεται κάτι; Ρώτησα.
-Θεοδωρίδης Απόστολος. Εφοπλιστής, μου συστήθηκε.
-Παύλος Δαμπέρας….
-Δεν χρειάζεται, με σταμάτησε με το χέρι του.
-Τι δεν χρειάζεται; Απόρεσα.
-Μην κάνεις τον βλάκα! Οι φτωχοί δεν έχουν όνομα.
-Δεν είμαι φτωχός! Διαμαρτυρήθηκα.
-Κατάλαβα, μ’ έκοψε σιβυλλικά. Δεν έχει σημασία. Ξέρεις τι θέλω;
-Που να ξέρω, ψέλλισα. Εδώ έχουμε τόσα πράγματα κι έκανα να σηκωθώ να του δείξω.
-Κάτσε! Είπε σαν διαταγή. Αυτό που θέλω δεν το έχεις εδώ μέσα κι έδειξε ένα γύρο.
-Και τότε;
-Θα ψάξεις να μου το βρεις. Αυτή δεν είναι η δουλειά σου;
-Αυτή, κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
-Θέλω λοιπόν , εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Τι; Άνοιξα τα μάτια μου πελώρια.
-Εκατό γραμμάρια μυαλό, τόνισε μία-μία τις συλλαβές.
-Από τι να είναι το μυαλό; Αρνίσιο; Τόλμησα ν’ αστειευτώ, μα αμέσως συμμαζεύτηκα, καθώς το ύφος του είχε γίνει πέτρινο.
-Ανθρώπινο φυσικά, αποφάνθηκε. Επειδή το δικό μου δεν μου φτάνει και χρειάζομαι να το συμπληρώσω, σου δίνω προθεσμία δυο μέρες να μου το βρεις. Πληρώνω όσο-όσο, είπε και με αργά βήματα βγήκε αφήνοντας με σύξυλο.
«Αι στο διάολο» σκέφτηκα και σηκώθηκα. «Αι στο διάολο κύριε Θεοδωρίδη που θέλεις να αγοράσεις ανθρώπινο μυαλό από έναν παλαιοπώλη.»
Τόσα χρόνια εκεί μέσα, ποτέ δεν μου είχε τύχει κάτι παρόμοιο. Τι να μου τύχαινε δηλαδή, να μου ζητήσουν μυαλό; Απίστευτο μέχρι βλακείας μου φάνηκε στην αρχή, αλλά, ύστερα, όταν πήγα στο σπίτι μου και ξάπλωσα να κοιμηθώ, ξανάφερα στον νου την σκηνή και ανατρίχιασα. Κάτι μου έλεγε πως ο εφοπλιστής δεν έκανε πλάκα.

Το επόμενο βράδυ επισκέφτηκα τον αδερφό μου τον Νίκο. Έφτασα νωρίς, χτύπησα το κουδούνι, με καλοδέχτηκε. Πάντα με καλοδεχόταν ο Νίκος.
-Τι έγινε Παύλο; Πως μας θυμήθηκες;
Με πέρασε στο σαλόνι, καθίσαμε κι η δασκάλα έφερε τσίπουρα. Ήπιαμε λέγοντας τα συνηθισμένα αλλά εγώ που με έκαιγε, ήθελα να φέρω την κουβέντα στον εφοπλιστή και την αγορά του μυαλού αλλά δεν ήξερα πως. Εν τέλει, ξεκίνησα κάπως αστεία.
-Ξέρεις τι μου ζήτησε κάποιος χτες το βράδυ; Χαχάνισα. Δεν θα το πιστέψεις!
-Τι σου ζήτησε;
-Μυαλό. Εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Πανέ; Ακολούθησε το ύφος μου. Ύστερα ξαφνικά σοβαρεύτηκε. Για πες μου, τι έγινε;
Του διηγήθηκα με λεπτομέρειες το γεγονός. Κι όση ώρα μιλούσα, ο Νίκος σιγά-σιγά σκυθρώπιαζε.
-Την έβαψες, μου είπε όταν τελείωσα.
-Δηλαδή; Αναπήδησα.
-Αν είναι αυτό που υποπτεύομαι, είσαι χαμένος. Υπάρχει μια πανάρχαια οργάνωση πριν από τον χομο-σάπιενς που τρέφεται με ανθρώπινα μυαλά.
-Ποιος είναι ο χόμο-σάπιενς;
-Δεν έχει σημασία αυτό. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι τρέφονται με ανθρώπινα μυαλά.
-Μα εμένα μου ζήτησε εκατό γραμμάρια για να συμπληρώσει το δικό του…
-Ε, αυτό ακριβώς. Σκοτώνουν κάποιους ανθρώπους και τους παίρνουν το μυαλό.
-Και γιατί εμένα;
-Αυτό δεν το ξέρω. Δεν ξέρω πως γίνεται η επιλογή.
-Και τι να κάνω τώρα εγώ; Ρώτησα με κομμένα τα γόνατα. Να πάω στην Αστυνομία;
-Δεν μπορούν να σε βοηθήσουν. Θα πας στην δουλειά σου κι ότι είναι να γίνει θα γίνει.
-Ωραίος αδερφός είσαι! Δεν το περίμενα από σένα Νίκο..
-Τι θες να σου κάνω; Σου είπα την αλήθεια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορώ να σου προσφέρω.

Σηκώθηκα κι έφυγα συντετριμμένος. Κουρέλι. Κοίτα ποια τύχη μου επιφύλασσε η μοίρα, σκέφτηκα. Να γίνω  βορά των ανθρώπων. Εγώ, ένας φιλήσυχος άνθρωπος.
Μια-δυο, τρεις μέρες, δεν πάτησα στο μαγαζί, ούτε στο σπίτι. Σκέφτηκα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεχαστώ αλλά μετάνιωσα. Το επόμενο βράδυ που επέστρεφα σπίτι μου σα να είδα κάποιες σκιές να με περιτριγυρίζουν. Φοβήθηκα- η μια σκιά έμοιαζε με τον εφοπλιστή, τι να έκανα; Καλύτερα να πήγαινα σε κάποιο ξενοδοχείο. Ψάχνοντας, βρήκα ένα σκοτεινό στην πλατεία Βάθης. Κοιμόμουν, σηκωνόμουν, μέρα-νύχτα εκεί. Ούτε να φάω ήθελα ούτε να πιω. Είχα ρέψει από την αγωνία μου. Την τέταρτη μέρα κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τρόμαξα. Εγώ που ήμουν υγιέστατος, παρά τα εξήντα μου χρόνια, φαινόμουν τώρα γέρος, εκατόν εξήντα και βάλε. Αξύριστος, άπλυτος, ντυμένος με τα ίδια ρούχα τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, φλόμωσα με τον φόβο μου και το πήρα απόφαση να βγω από το καβούκι μου. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει σκέφτηκα και πήγα στο σπίτι μου. Πλύθηκα, ξυρίστηκα, ντύθηκα σαν ένας καθώς πρέπει άνθρωπος και πήρα τους δρόμους.
Ότι είναι να γίνει, θα γίνει ξανασκέφτηκα.
Κατηφόρισα στα Εξάρχεια, πεινούσα πολύ. Έφτασα στην ΚΛΗΜΑΤΑΡΓΙΑ την γνωστή ταβέρνα στην Μαυρομιχάλη και κάθισα σε ένα τραπέζι. Παράγγειλα μπριζόλα, σαλάτα, κρασί κόκκινο, τζατζίκι, πατάτες κι έτρωγα με λαιμαργία. Καθώς ρούφαγα ένα ποτήρι κρασί ευχαριστημένος, πήρε το μάτι μου τον Μιχάλη, έναν παλιό, καλό φίλο.
-Έλα, του είπα.
-Γεια σου ρε Παύλο, μου απάντησε καθίζοντας στο τραπέζι. Τι γίνεται;
-Όλα καλά. Θα πιεις κρασί;
-Θα πιω, όπως πάντα, αφού το ξέρεις, μ’ αρέσει το κρασί. Αλλά για στάσου.. εσύ δεν έπινες.. έκανε απορημένος.
-Τώρα θα πίνω, φέρε ποτήρι μαχαιροπήρουνα και τα σχετικά, είπα στο γκαρσόνι.
Ήρθε το ποτήρι, τσουγκρίσαμε.
-Στην υγειά σου, είπε ο Μιχάλης.
-Στην υγειά σου και σένα, ρούφηξα όλο το ποτήρι.
-Σιγά! Έκανε ο Μιχάλης, θα μεθύσεις.
-Αυτό θέλω κι εγώ. Να μεθύσω.
Πίνοντας, με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση κάτι άσπρο να περνάει σαν αστραπή. Ήταν ο Θεοδωρίδης Απόστολος. Ο εφοπλιστής. Ταράχτηκα.
-Τον ξέρεις αυτόν; Ρώτησα με αγωνία τον Μιχάλη.
-Τον εφοπλιστή; Τραντάχτηκε στα γέλια.
-Γιατί γελάς;
-Ποιος δεν τον ξέρει; Είναι το καινούριο νούμερο της γειτονιάς. Γνωστός πλακατζής που παριστάνει τον εφοπλιστή. Δεν τον βλέπεις; Ποιος ντύνεται έτσι, στα άσπρα…
-Μιλάς σοβαρά;
-Σοβαρότατα. Άιντε γεια μας
 -Γεια μας.
Δεν ήξερα τι να κάμω. Να γελάσω, να κλάψω ή να ρίξω μια μπουνιά ανάμεσα στα φρύδια του εφοπλιστή.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...