Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΩΡΑΊΑ ΖΩΉ

 

ΙΟΥΛΙΑ


Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.

Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.

Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.

Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.

Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προυποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνονθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.

Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.

Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά

είναι το παράθυρο ανοιχτό

και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.

Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τά πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξευτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισσας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.

όσο μακριά ένας φίλος είναι

ήθελα ταξίδι να με πας

πιο μακριά κι απ τους θεούς.

-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταίζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσήσς στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες ταξίδι να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.

Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά

ΤΕΛΟς

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

ΖΑΓΚΕΛΙΔΗΣ

 

 



Ψηλός. Για τη γενιά του πανύψηλος. Φορούσε μυωπικά γυαλιά και βάδιζε κάπως αργά, ίσως γιατί περπατούσε και σκεφτόταν, πάντως φαινόταν για μάγκας με την καλή έννοια του όρου.
Φιλόλογος. Ήρθε στους Φιλιάτες όταν ήμουν στην τρίτη και μας δίδαξε και στην πρώτη Λυκείου. Αρχαία , Νέα, Έκθεση. Και φυσικά, θυμάμαι πως ότι αρχαία έμαθα, τα έμαθα από αυτόν. Ομήρου Οδύσσεια, Θουκυδίδη συντακτική ανάλυση, γραμματική, καλολογικά και ιστορικά στοιχεία, τρομερός καθηγητής με μεγάλη μεταδοτικότητα. Ωραία φωνή, του άρεσε να απαγγέλλει ποίηση, να αποδίδει και τις εκθέσεις μας σαν ηθοποιός στη σκηνή. Όταν είχαμε ανάγνωση εκθέσεων συνήθως άρχιζε έτσι: θα σας διαβάσω μια αντιπροσωπευτική και τα κεφάλια σχεδόν όλων των συμμαθητών έστρεφαν προς εμένα. Λογικό είχα 19 στην έκθεση, 18 στ Αρχαία.[Λίγοι στραβομουτσούνιαζαν αλλά δεν μπορεί να μας συμπαθούν όλοι]
Τα θέματα που μας έθετε ήταν σύνθετα, μας εξηγούσε πέντε λεπτά κι ύστερα, τουλάχιστον εγώ, βυθιζόμουν στο θέμα, δε μιλούσα, δεν έβλεπα κανέναν. Συνήθως έμενα το πρώτο μισάωρο να σκέφτομαι προτού γράψω αράδα. Μου άρεσε η έκθεση σε αντίθεση με τους περισσότερους που την είχαν για βάσανο.
Τέλος πάντων, λίγες μέρες πριν από το Πάσχα που ήμουν στην Τρίτη Γυμνασίου ο Ζαγκελίδης μας έβαλε το θέμα. ΚΆΤΙ ΑΠΌ ΤΟ ΠΆΣΧΑ. Προσέξτε! μας τόνισε. Όχι το Πάσχα, κάτι από το Πάσχα. Γράψαμε το θέμα, παραδώσαμε τα τετράδια και φύγαμε για τις Πασχαλινές διακοπές. Πήγα στο χωριό, ωραία ήταν, ψάλλαμε, διαβάσαμε, φάγαμε αρνί ψητό και επιστρέψαμε στα θρανία.
Όταν ήρθε η ώρα της έκθεσης ο Ζαγκελίδης είπε πως είχαμε γράψει σχεδόν όλοι περίφημα αλλά  με ύφος προβληματισμένο μας ρώτησε μήπως κάποιος δεν θέλει να διαβάσουμε την έκθεση του και κανείς δεν αρνήθηκε, οπότε απευθύνθηκε σε μένα προσωπικά: Εσύ Κωνσταντίνε; Απάντησα πως δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Σήκω τότε να μας διαβάσεις την έκθεση σου. Σήμερα δε θα σας διαβάσω εγώ.
Σηκώθηκα και άρχισα να διαβάζω. Είχα γράψει ένα μικρό διήγημα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη πως ήμουν σε άσχημη ψυχολογική διάθεση επειδή είχε πεθάνει ο αδερφός μου και έκλαιγα που θυμόμουν προηγούμενες γιορτές, που κάναμε παρέα. Η δεύτερη πως γιόρτασα το συγκεκριμένο  Πάσχα πάλι με τον αδερφό μου και τους γονείς, τσουγκρίζαμε αυγά, τρώγαμε γελούσαμε κυλιόμασταν στο γρασίδι και ήταν ένα χαρούμενο Πάσχα. Και η τρίτη ενότητα εκεί που ξυπνάω και καταλαβαίνω πως όλο αυτό ήταν ένα όνειρο και πως με τον αδερφό μου δε θα γιόρταζα ποτέ ξανά.
Ενώ διάβαζα, είχα συγκινηθεί κι εγώ και κάπου-κάπου τρεμούλιαζε η φωνή μου. Τα κορίτσια έκλαιγαν όλα και σχεδόν όλοι οι μαθητές και τα αγόρια που έκαναν τ αντράκια άφησαν να κυλίσει ένα δάκρυ.
Αυτά.

 

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΆΛΟΓΟ

 

 



Μεγάλωσα μ ένα άσπρο άλογο στην κυριολεξία.Και παρ ότι είχαμε κι άλλα ζώα, σκυλιά, γάτες γαιδούρια και μουλάρια, κατσίκες και αρνιά, κανένα δε μου άρεσε να κάνω παρέα, εκτός από τον Ψαρή. Θα ήμουν γύρω στα έντεκα όταν οι γονείς μου το αγόρασαν σχεδόν πουλάρι κι άρχισα μια περιπέτεια πολλών χρόνων μαζί του. Από την πρώτη στιγμή που ανέβηκα στη γυμνή ράχη του, σα να ένιωσα πως ήταν κάτι δικό μου, σα να με δέχτηκε πολύ φιλικά αλλά και με διάθεση παιχνιδιού, ένα παιδί ήταν κι αυτό και όρμησε ασυγκράτητος στους ξέφρενους δρόμους, στα λιβάδια και στα βουνά. Σιγά-σιγά αποκτήσαμε οικειότητα του χάιδευα τη χαίτη και τίναζε το κεφάλι του ευχαριστημένο, χλιμίντριζε και σηκωνόταν στα μπροστινά πόδια και πρόσεχα πως τα μάτια του παιχνίδιζαν! του σφύριζα κι ερχόταν κοντά μου, όμως όταν τον έπιανε το πείσμα έκανε του κεφαλιού του, δεν μπορούσα να τον πιάσω, να του φορέσω το σαμάρι για να πάμε στον κάμπο να φορτώσω στάχυα, στάρι ή καλαμπόκι. Τότε νευρίαζα πολύ κι εγώ κι όταν τελικά κατόρθωνα να του περάσω το χαλινάρι του έριχνα μερικές με την παλάμη μου στα καπούλια και κινούσαμε για τον κάμπο. Πάντως κινδύνεψα κάποιες φορές ακόμα και να σκοτωθώ. Επικίνδυνα πεσίματα ήταν πολλά, ένα από τα πρώτα ήταν όταν κάλπαζα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, όχι επειδή το ήθελα αλλά ο Ψαρής είχε αφηνιάσει, -τα άλογα όταν αφηνιάσουν είναι αδύνατο να τα συγκρατήσεις- κι έτρεχε σαν τρελός, όταν πετάχτηκαν δυο κορίτσια, ξαφνικά και χούγιαξαν, οπότε τ άλογο στύλωσε τα πόδια κι εγώ διαγράφοντας μια καμπύλη από πάνω του έσκασα στο σκληρό χαλίκι του δρόμου, μπροστά στα πόδια του και μαζεύτηκα φοβούμενος μη με ποδοπατήσει. Όμως ο Ψαρής έκανε ένα μεγάλο άλμα, πήδηξε πάνω από το σώμα μου κι ύστερα γύρισε κι έσκυψε με το κεφάλι του τόσο κοντά μου που μύρισα την καυτή του ανάσα, σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν καλά! Την άλλη φορά όμως που τρέχαμε μέσα στον ελαιώνα, χτύπησα στο στήθος πάνω σε ένα οριζόντιο, χοντρό κλαδί ελιάς και σωριάστηκα σχεδόν μισολιπόθυμος στο ξερό χώμα και είπα, πάει, πέθανα, μου κόπηκε η ανάσα αλλά σιγά-σιγά συνήλθα, και κοιτάχτηκα με τον Ψαρή που με μύριζε και με κοίταζε με τα πελώρια λυπημένα μάτια του, μούσκεμα στον ιδρώτα. Γυρίσαμε σπίτι ιδρωμένοι και οι δυό, η μάνα μου φώναξε, τι έκανες στο άλογο παιδί μου; πάλι έτρεχες; δε σου χω πει να μην τρέχεις με το άλογο, θα σκοτωθείτε καμιά φορά! δεν της είπα τίποτε για το χτύπημα στο στήθος που είχε μελανιάσει, καταλάβαινα πως θα περνούσε, πράγμα που έγινε σε καμιά βδομάδα που ξανάρχισα να καλπάζω στον κάμπο. Α, εκεί ήταν η απόλαυση! άφηνα τα χαλινάρια και ταξιδεύαμε σαν αστραπή, κάναμε κόντρες με τ' άλλα παιδιά, διαβαίναμε σίφουνες ανάμεσα στα γαλαζοπράσινα στάχυα της Άνοιξης ή τα ξεροκαμμένα καλάμια τόσωνς Καλοκαιριών που η νιότη και το σφρίγος και των δυο μας ήταν αδύνατο να μην εκδηλωθεί και θυμάμαι ακόμα πως μερικές φορές τρώγαμε παρέα, αυτός το σανό του κι εγώ το φαγητό που μου είχε ετοιμάσει η μητέρα, κατάχαμα, κάτω από τη σκιά του πλάτανου που ήταν στην άκρη του κτήματος, ενώ τα τζιτζίκια ούρλιαζαν το καθημερινό τους σχιζοφρενικό τραγούδι για να σπάνε την καλοκαιρινή απουσία του τίποτε.


 

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Το ΝΤΑΝΤΑ στα ΕΞΆΡΧΕΙΑ

 




Στα Εξάρχεια δε σύχναζα πολύ ή για να το πω πιο συγκεκριμένα στην πλατεία Εξαρχείων δεν άραζα σχεδόν ποτέ. Είχα μια αποστροφή σε ότι είχε σχέση με τα ναρκωτικά, τους πρεζάκηδες, τους μπάφους. Κι έπειτα μια φορά που είχα καθίσει με τον Παπαγεωργίου παλιό ποδοσφαιριστή του Αστέρα-ήταν και ο Αλέφαντος εκεί-στο καφενείο του Σάκη να με κεράσει έναν καφέ, δεν έβλεπα την ώρα πότε να φύγω, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τι να μου πουν. Τουναντίον μου άρεσαν όλες οι παλιές ταβέρνες, από τον Μπάρμπα-Γιάννη, την Λεύκα, τον Φώτη την Αυλή και πόσες άλλες που δε μου έρχονται στο νου αφού οι περισσότερες έχουν κλείσει εδώ και χρόνια. Επίσης πήγαινα και στα περισσότερα μπαρ, κλαμπ, ξενυχτάδικα και λίγο στα ρεμπέτικα μια και ούτε σ αυτού του είδους την διασκέδαση αρέσκομαι.
Εκεί που κόλλησα ένα μεγάλο διάστημα ήταν το ΝΤΑΝΤΆ που είχε ανοίξει ένας συμπαθητικός ηθοποιός ο Κώστας Τσαπέκος και βρισκόταν Μεταξά και Θεμιστοκλέους γωνία.
Εκείνο το διάστημα, περίπου δυο χρόνια έκανα παρέα και με τον Νίκο Καλογερόπουλο, στην αρχή της γνωριμίας μας σχεδόν είχαμε γίνει κολλητοί αλλά δεν μπορώ να πω πως γίναμε φίλοι. Ήταν κι αυτός κατά κάποιον τρόπο Ντανταιστής, καλλιτεχνική επανάσταση ενάντια στην τέχνη, μιλούσαμε για τον Χούγκο Μπαλ, τον Τριστάν Τζαρά το καμπαρέ Βολταίρ, κάναμε θορυβώδεις τρέλες, πίναμε,ο Νίκος συχνά παραπατούσε αλλά πάντα μ ένα μόνιμο χαμόγελο, όπως και μια χωριάτικη ειρωνεία στο βλέμμα, στον τρόπο, μάλλον χοντροκομμένη. Είχε παίξει βέβαια στο ΜΆΘΕ ΠΑΙΔΊ ΜΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, και ήταν γνωστός ανά το πανελλήνιο.
Πηγαίναμε επί μονίμου βάσης σχεδόν τρεις φορές τη βδομάδα στο Νταντά. Όπου φυσικά ο μεγάλος πόλος έλξης ήταν τα κορίτσια που μαζεύονταν εκεί. Χαμός! Ηθοποιούλες, υποψήφιες της Καλών Τεχνών, δημοσιογραφίσκοι, ακόμα και μαθήτριες σύχναζαν εκεί όπου φυσικά έρχονταν και κάποιοι από τους διάσημους της εποχής, όπως ο Καφετζόπουλος ο Αντώνης και πολλοί άλλοι που δεν θυμάμαι τώρα. Ο Νίκος με ζήλευε λίγο που είχα μεγαλύτερη επιτυχία στις γυναίκες και είναι αλήθεια πως είχα γνωρίσει αρκετές. Με ζήλευε και μάλιστα μου είχε πει πως γινόταν αυτό αφού εγώ ήμουν ένας άγνωστος, ενώ αυτόν τον ήξεραν ακόμα κι οι πέτρες. Δεν είχα τι να του απαντήσω αλλά από τότε κατάλαβα πως οι διάσημοι δε συμπαθούν να έχουν δίπλα τους ωραίους κι αυτό μου φάνηκε εντελώς κομπλεξικό. Εγώ ποτέ δεν είχα τέτοιου είδους κόμπλεξ.
Ένα άλλο βράδυ που δεν πήγαμε στο Νταντά αλλά στην Ταβέρνα του Μπάρμπα Γιάννη, ήπιαμε αρκετό κρασί, ο Νίκος έπαιξε μπαγλαμά, τραγουδήσαμε μέχρι αργά και το πρωί, κατά τις δέκα, ήταν Κυριακή, με πήρε τηλέφωνο να πάμε για καφέ κάπου. Ανεβήκαμε στα παπάκια, μπροστά ο Νίκος, πίσω εγώ, ακολούθα! μου είπε. Που θα πάμε; ρώτησα αλλά είχαμε φτάσει ήδη στην Καισαριανή, πάνω προς το δάσος, προς τη μονή. Κάποια στιγμή σταμάτησε έστησε το παπάκι, έβγαλε το κράνος, έστησα κι εγώ το δικό μου και τον κοίταζα απορημένος που κάτι έψαχνε κατίδρομα. Φώναξε κάτι σαν "κυρά!" και ως δια μαγείας εμφανίστηκε μια γριά μ ένα μπρίκι και ένα τζιβέ! Απίθανο! σκέφτηκα κι αράξαμε να πιούμε εκείνον τον καφέ, στρίβοντας πολλά τσιγάρα, μαζί με δυο-τρεις που κατέφτασαν. Πληρώσαμε στη γιαγιά τους καφέδες, όλοι έδιναν κάτι παραπάνω για να βγάζει μεροκάματο. Αυτή νομίζω ήταν η τελευταία φορά που κάναμε παρέα από τότε δεν έτυχε να συναντηθούμε όμως μετά από χρόνια που πήγα μόνος μου να πιω έναν καφέ στη γιαγιά βρήκα στο μέρος της μια ολόκληρη καφετέρια! γεμάτη κόσμο! Φυσικά η γιαγιά δεν ήταν πια εκεί κι έτσι πήρα το δρόμο του γυρισμού στην πόλη.



 

ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ

 


ΓΛΩΤΤΑΝ ...

Δεν είμαι φιλόλογος με την επαγγελματική ιδιότητα της λέξης, -ο καθένας άνθρωπος οφείλει να είναι φίλος του λόγου,- πόσο μάλλον εμείς οι Έλληνες που είχαμε την τύχη να μας "χαρίσουν" αυτό το τεράστιο δώρο, την χρήση της Ελληνικής γλώσσας. Παιδιόθεν οι λέξεις μου δημιουργούσαν απορίες, τις έψαχνα, προσπαθούσα να βρω άκρη μαζί τους και πολλές φορές οι συγκρούσεις μου ήταν τρομαχτικές. Σαν συγγραφέας, βέβαια, το μέγεθος της τριβής και της ανέλιξης αυτών καθαυτών των νοημάτων, λέξεων, ονομάτων, επιθέτων, γινόταν ακόμα πιο επικίνδυνο. Και λέω επικίνδυνο, επειδή είναι πολύ εύκολο να διολισθήσεις σε σφαλερούς δρόμους, αν δεν μπορέσεις να κατανοήσεις, να τελειοποιήσεις μέσα σου, την δυνατότητα που παράγουν στην εξέλιξή τους. Έτσι, οι λέξεις από μόνες τους παράγουν μια ενέργεια, δεν είναι άψυχες, άρα διακινούνται προς μια εντελέχεια. Η Αριστοτελική αυτή έκφραση, η τάση προς την τελειότητα, εκφράζει από μόνη της ολόκληρο τον μύθο της ανθρώπινης διάστασης, την δυνατότητα να μετεξελιχθεί μια ιδέα, ένας σπόρος, σε ενεργειακή κατάσταση. Πως γίνεται ένας κορμός δέντρου, τραπέζι; Πως ο πέτρινος όγκος μεταβάλλεται σε άγαλμα; Η διαρκής αναζήτηση του τέλειου, η συνέχεια του άμορφου προς μορφή, ψυχή, ανανεώνει το φάσμα του πολιτισμού μας.

Από 56painter στις Δευτέρα, 22 Αυγούστου 2016 @ Δευτέρα, 22 Αυγούστου 2016 11:29 πμ

10 σχόλια

Το κείμενο αυτό αποτελεί προσφορά παιδείας στον αναγνώστη.

ΥΓ: Ο βαθμός οικειότητας που έχω με την σελίδα και τον συντάκτη της ,δεν μου επιτρέπει να κάνω συστάσεις πόσο μάλλον υποδείξεις. Τολμώ όμως να υποβάλλω παράκληση . Να τοποθετηθεί το θέμα ως μόνιμη εγγραφή στην μετόπη της σελίδας, να το διαβάζουμε όλοι κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση μέχρι αποστήθισης. Θα καταχωρηθεί έτσι στο νου και την καρδιά μας ανάμεσα στα τιμαλφή μας . δίπλα στον Εθνικό μας ύμνο.

Ευχαριστώ

Από ΛΥΓΕΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 4:51 πμ

Θα συμφωνήσω με την Λυγερή. Καλημέρα Κωνσταντίνε.

Από βιργινια . | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 8:45 πμ

Ευχαριστώ για τα ωραία σου λόγια Λυγερή. Θα σκεφτώ για την υπόδειξη σου. Όσον αφορά τις εκτιμήσεις σου για το κείμενο δεν έχω τι ν απαντήσω.[συνήθως αισθάνομαι άβολα, από μικρός το είχα αυτό-όταν με επαινούν.] Καλή σου μέρα. Από ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 9:06 πμ

Αααα! ωραία συμφωνία κυρία Βιργινία! Καλή σου μέρα! Από ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 10:07 πμ

Αν με πρόσεχες λιγάκι, θα συμφωνούσες ότι π α ρ α κ λ η σ η υπέβαλα ποτέ υπόδειξη. Ούτε πρόκειται για παινέματα ώστε να νοιώθεις άβολα. Άλλωστε εγώ δεν φέρω καμιάν ιδιότητα που να μου δίνει αρμοδιότητα να απονέμω επαίνους. Περί "Αναγνώρισης" πρόκειται αγαπητέ μου. Την δικαιούσαι τόσο από τον απλό ,άντε απαιτητικό αναγνώστη όπως την ταπεινότητα μου, όσο και από την επετηρίδα των πνευματικών ανθρώπων. Κι όταν λέω να βάλουμε την τοποθέτηση σου αναφορικά με την Ελληνική γλώσσα πλάι στον Εθνικό μας Ύμνο, απολύτως το εννοώ, γιατί το θέμα περί της Ελληνικής μας γλώσσας δεν είναι φιλολογία . Είναι Εθνική υπόθεση. Καλό σου βράδυ. Ευχαριστώ για την φιλοξενία Από ΛΥΓΕΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 7:16 μμ

Κώστα, θα συμφωνήσω με τη Λυγερή. Ναι πράγματι αυτό σου το θέμα είναι κάτι σαν μάθημα....! προς όλους μας....! Για ένα ζήτημα που ταλανίζει την πατρίδα μας και ουδείς ενδιαφέρεται. Κάποτε γινόταν μάχη για το γλωσσικό θυμόμαστε. Απόδειξη στο τι σημασία έδιναν οι συμπατριώτες μας τότε στο θέμα αυτό. Καλή συνέχεια φίλε.

Από ΓΙΑΝΝΗΣ JOHNPIT | Τρίτη, 23 Αυγούστου 2016 9:53 μμ

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Η ΓΥΝΑΊΚΑ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΈΝΟΥ ΔΡΌΜΟΥ

 


Όταν ήμουν μικρός, μέχρι δεκαοχτώ, είκοσι χρονών, ερωτευόμουν εύκολα.Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια, στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την πλάκα της αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε, αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα λουλούδια και τις αγάπες; Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι» την έστησα και περίμενα ώρες να βγει. Όταν κάποτε, επιτέλους κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιούμε ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα περισσότερο θάρρος. Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές. Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα δυνατά μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς, με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγώ σ αγαπώ! Είσαι ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα. Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη, μια κούραση, από τα όσα είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ένοιαζε τίποτε, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω, συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια, να της χαϊδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε.
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω, μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τ όνομα της δεν ήξερα.
 
Από τα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΟΥ. [Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΕΝΟΥ ΔΡΟΜΟΥ]

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΙΣΤΙΚΟΥ ΧΡΌΝΟΥ

 

 


Καλοκαίρι προχωρούσε στις φούριες του. Αύγουστος μήνας του δυο χιλιάδες έντεκα. Τι σημασία έχει ο χρόνος; Ας δεχτώ πως έχει και γι΄αυτό τον σημειώνω. Όπως σημειώνω πως είναι ο πρώτος Αύγουστος που θα έμενα στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι πως αυτό, παλιότερα θα με στεναχωρούσε, τώρα όμως που έχω καταλάβει καλύτερα τον κόσμο μας δε μου καίγεται καρφί. Συμβιβάστηκα με πολλά πράγματα και ιδέες, όπως και με τη δουλειά μου. Πωλητής σε βιβλιοπωλείο, έγινα στα είκοσι μου χρόνια, πωλητής σε βιβλιοπωλείο παρέμενα και στα σαράντα πέντε μου. Τις μέρες αυτές, που η Αθήνα είναι άδεια, όλα μου φαίνονται καλύτερα. Δεν πα να σκάει ο τζίτζικας; Εγώ θα σέρνω τα βήματα μου στον λόφο του Στρέφη, στον Λυκαβηττό κι αλλού. Α, ρε, ωραία Αθήνα! Και μου άρεσε,ακόμα περισσότερο αυτό τον καιρό στο βιβλιοπωλείο, γιατί ένα μήνα θα εργαζόμουν μόνος. Ο κύριος Βακαλόπουλος με την κυρία του, ιδιοκτήτες του βιβλιοπωλείου θα πήγαιναν διακοπές στα Καμμένα Βούρλα. Α, τι ωραία η ζωή χωρίς αφεντικά! Και η δουλειά με ρέγουλα. Εκλεκτή πελατεία. Τους εξυπηρετούσα λοιπόν και με το παραπάνω γιατί ήμουν πλήρως καταρτισμένος σε όλα τα θέματα. Ιστορία, Λογοτεχνία, ιδιαίτερα δε με έπιανε κανείς. Όλες τις ώρες, τόσα χρόνια εκεί μέσα, διάβαζα μετά μανίας. Τι να διαβάσω αυτόν τον καιρό; με ρώτησε ο Αρτέμης, μανιώδης αναγνώστης αστυνομικών. Να διαβάσεις, Μαρή, Γιάννη Μαρή και του χωσα το έγκλημα στο Κολωνάκι. Ποιος είναι αυτός; μούτρωσε στην αρχή γιατί ο Αρτέμης είναι νέος γύρω στα είκοσι. Πάρε να διαβάσεις και θα με θυμηθείς, του είπα και του φόρτωσα όλον τον Μαρή που είχε ξεμείνει. Ήμουν καλός στη δουλειά μου και γι αυτό με εκτιμούσαν οι Βακαλόπουλοι και όχι μόνο.

Εκείνο λοιπόν το απόγευμα της Πέμπτης, είχα πολύ κίνηση. Δεν είχα σταματήσει ούτε λεπτό. Πουλούσα, εξηγούσα, χτυπούσα τις αποδείξεις στην ταμειακή, έτρεχα σαν τον Βέγγο. Ανάμεσα στους άλλους πελάτες μπήκε και μια πολύ καλοντυμένη κυρία, γύρω στα πενήντα, όμορφη και πρόσεξα πως κρατούσε κάποιο χαρτοφύλακα, πέτσινο μαζί με την τσάντα της. Έκανε τον γύρο του μαγαζιού και εγώ την παρακολουθούσα με την άκρη του γαλάζιου μου ματιού. Ναι, έχω πολύ ωραία γαλάζια μάτια, ίσως το πιο ωραίο που έχεις επάνω σου, μου έλεγε και η αιώνια αρραβωνιαστικιά μου. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, μου παραπονιόταν, τι θα γίνει με μας; Περίμενε να πιάσω το προπό! της χαμογελούσα γλυκά. Ωστόσο, η μεγαλοκυρία διάλεξε κάποιον Φρόιντ, κάποιον Μποντλέρ, τα άνθη του κακού, και ήρθε χαμογελαστή-μα τόσο χαμογελαστή!- στο ταμείο. Άστραφτε ολόκληρη. Ορίστε, αυτά θα πάρω και τ ακούμπησε στον πάγκο. Χτύπησα τις τιμές, δεν της έκανα έκπτωση, δεν ζήτησε και σ΄αυτές τις περιπτώσεις είχα τα ποσοστά μου. Έπαιρνα εγώ την έκπτωση. Έτσι, η χαμογελαστή κυρία αφού πήρε τα πακέτα της, έκανε μια βόλτα ακόμη στους πάγκους και φεύγοντας με χαιρέτησε από την πόρτα. Γεια, της έγνεψα κι εγώ. Τι μ ένοιαζε; Τίποτε και κουρασμένος αλλά ευτυχισμένος έκλεισα κάποτε γύρω στις εννέα το κατάστημα. Πήρα τους δρόμους των Εξαρχείων με τα πόδια. Ανέβηκα την Μπενάκη και σκεφτόμουν πως είχα αργήσει λίγο και η αρραβωνιαστικιά μου, η Ντίνα-εμένα με λένε Τάσο- θα είχε τσατιστεί να με περιμένει στην ταβέρνα του Άμα λάχει. Επιτάχυνα το βήμα μου κι έφτασα λαχανιασμένος. Κατέβηκα τα σκαλιά, μπήκα στην αυλή, την είδα. ΄Όμορφη που ήταν κάτω από τις κληματαριές! Α, ήταν όμορφη η Ντίνα. Έφτασα κοντά της με ένα φιλί, καθίσαμε και με κοίταζε στο προφίλ μου. Τι, συμβαίνει; της μειδίασα χωρίς να στρέψω. Πάλι με έστησες, παραπονέθηκε. Ε, αυτό είναι το λιγότερο, τι έκανες με την τράπεζα;Τζίφος, μου αποκρίθηκε. Τα δάνεια τα κόψανε επ αορίστου χρόνου. Πρέπει να βρούμε αλλού τις δέκα χιλιάδες. Που να τις βρούμε; κλαψούρισα. Δεν ξέρω, μου απάντησε. Κι έτσι, παραγγείλαμε ότι εκλεκτό είχε ο Άμα λάχεις, ήπιαμε και δυο καράφες κρασί να ξεχάσουμε τον πόνο μας. Τα λεφτά του δανείου τα χρειαζόμασταν για να κάνουμε τον γάμο μας. Μόλις ήπιαμε τα πρώτα ποτηράκια, θαρρέψαμε, πήραμε αισιοδοξία. Δε, βαριέσαι αγάπη μου κάτι θα γίνει και με μας, αειντε γεια μας της είπα και ξεχαστήκαμε.

Την άλλη μέρα, μαχμουρλής και λίγο μπαϊλντισμένος από την χτεσινή κρασοκατάνυξη, άργησα ν ανοίξω το μαγαζί. Αλλά ευτυχώς οι Βακαλόπουλοι δεν ήταν εδώ. Τακτοποίησα ,συγύρισα, έκανα και μια μικρή καθαριότητα. Κάθισα ύστερα ν απολαύσω τον καφέ μου με πέντε τσιγάρα. Τόσα, ναι, πέντε. Ήμουν πίσω απ το ταμείο, όταν την είδα να μπαίνει φουριόζα. Ήταν η χτεσινοβραδινή καλοντυμένη μεγαλοκυρία. Αχ, καλημέρα σας, έκανε πάντα γελαστή. Καλημέρα, της απάντησα αινιγματικά και σηκώθηκα. Αχ τι έπαθα αγαπητέ μου -τι πάθατε εγώ- έχασα τον χαρτοφύλακα μου με τις δέκα χιλιάδες μέσα. Μήπως τον άφησα εδώ; κι άρχισε να κοιτάζει γύρω. Μα, τι λέτε; άνοιξα τα μάτια μου. Ε δω δεν νομίζω να αφήσατε κάτι και τις τελευταίες μου λέξεις τις έλεγα αργά καθώς το μάτι μου είχε πέσει στον μαύρο χαρτοφύλακα που βρισκόταν ανάμεσα από κάποιους μαύρους μεγάλους τόμους της παλιάς εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου και έξυσα αμήχανος το πίσω του κεφαλιού μου. Σίγουρα; ρωτούσε η χαμογελαστή κυρία. Να κοιτάξουμε, να ψάξουμε, δεν είναι τίποτα καλέ αλλά να είχα και το μπλοκ επιταγών μέσα, αλλά το ακύρωσα πήγα πρωί-πρωί στην τράπεζα.. και χαχαχα, δεν με νοιάζει αλλά ας κοιτάξουμε κι εδώ.. λέτε και σεις που φαίνεστε τίμιος κύριος. Αν το βρίσκατε δεν θα μου το επιστρέφατε; Ναι, βέβαια, μα τι λέτε, έκανα εγώ και προσπαθούσα να την πηγαίνω αντίθετα από εκεί που έβλεπα τον μαύρο χαρτοφύλακα που θα μου έλυνε το μαύρο χρόνιο πρόβλημά μου. Αρχίσαμε να ψάχνουμε, να εδώ πήρα τον Φρόιντ, εδώ τα άνθη του κακού του Μποντλέρ, συμπλήρωνα εγώ και τι να σας πω κυρία μου αν ήταν εδώ θα το είχα βρει γιατί κάθε Παρασκευή πρωί κάνουνε γενική ταχτοποίηση, λυπάμαι πολύ, δεν ξέρετε πόσο θα χαρώ να τον βρείτε, ναι, ε; είχατε τόσα λεφτά μέσα; Σιγά τα λεφτά καλέ! έκανε η κυρία και στριφογύρισε την τσάντα της πάνω και γύρω από το πρόσωπο μου, στον αέρα. Σιγά τα λεφτά! πάω να φύγω δεν είναι τίποτα εδώ, εξάλλου εσείς και με κοίταξε λάγνα στα μάτια, ναι εσείς φαίνεστε τόσο τίμιος. Αν βρείτε κάτι, να πάρτε την κάρτα μου και τηλεφωνήστε μου. Τηλεφωνήστε μου έτσι κι αλλιώς! κι έφυγε αφήνοντας με σύξυλο. Εγώ, έτρεξα στην έξοδο, κοίταξα δεξιά-αριστερά, την είδα, την παρακολούθησα που χανόταν μέσα στην ζέστη του Αυγούστου. Δεν έκανα τίποτα βιαστικό. Χάιδεψα το πηγούνι μου ευχαριστημένος. Κοίταξα τον ήλιο με μισό μάτι που μου χαμογελούσε κατακόκκινος. Του χαμογέλασα κι εγώ.

Στα παράθυρα κρεμασμένοι στρατιώτες και ναύτες αποχαιρετούν τις ερωμένες που έκλαιγαν. Τώρα μόνο οι Αλβανοί κλαίνε. Γιατί το κλάμα θέλει συγκίνηση. Να συγκινηθείς επειδή φεύγει ταξίδι ο γιος. Πάει στα ξένα. Από το χωριό στας Αθήνας. Πολύ μακριά. Όμως εσύ είσαι σε ένα σταθμό με μια βαλίτσα στο χέρι, τα εισιτήρια πληρωμένα για το άγνωστο. Κανείς δε σε περιμένει. Σε όλον τον κόσμο τη ζωή σου ρήμαξες.

ΤΕΛΟΣ

 

 

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...