Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

ΆΝΑΨΕ ΚΌΚΚΙΝΟ

 

 

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ

 

 Μέρα φανταχτερή, αεράτη. Είναι  πρωί, γύρω στις δέκα. Το γαλάζιο στραφταλίζει τον κόσμο μου. Μου αρέσουν αυτές οι μέρες, είναι σαν μια τεράστια ευτυχία, να! κάνεις έτσι και την πιάνεις. Εστω και για λίγες τέτοιες ώρες, αξίζει να ζείς, σκέφτομαι καθώς κατεβαίνω στο γκαράζ, χαιδεύω την μαύρη Χάρλει Νταβινσον κι αργά ετοιμάζομαι για την βόλτα μου μαζί της, Ανεβαίνω πάνω της και την νιώθω σαν γυναίκα, υποταχτική. Κάνει ότι θέλω εγώ. Βγαίνω στην Πατησίων, ξεκινάω αργά, περνάω τρία διαδοχικά πορτοκαλί και στην Ηπείρου,άναψε κόκκινο.Περνάω με ταχύτητες φωτός το φανάρι Πατησίων και Ηπείρου. Μέχρι να στρίψουν το βλέφαρο τα γυναικόπαιδα, όπως στην οθόνη του κινηματογράφου, έχω φτάσει στη Συγγρού και μέχρι να φέρει την σφυρίχτρα στο στόμα ο τροχονόμος, είμαι αραχτός στον Φλοίσβο. Παραγγέλνω το διπλό εσπρέσσο σε μια όμορφη γκαρσόνα που μου τον σερβίρει με το πιο ωραίο Καλοκαιρινό της χαμόγελο. Είστε πολύ ψηλός, μου λέει. Δεν της απαντώ. Στρίβω το σιγάρο μου, πίνω την πρώτη μου γουλιά απ τον καφέ μου και η ώρα είναι ενδεκάτη η πρωινή. Κοιτάζω την Χάρλει μου στημένη πιο κει ν αχνίζει ακόμα ταχύτητα. Γυρνάω λίγο πίσω στο παρελθόν και βλέπω τον εαυτό μου φοιτητή, στο Νιο γουόρκ. Σπούδασα πληροφορική, στο Ατθενς κι έκανα μεταπτυχιακά στο Αμέρικα. Ωραία ζωή. Και τώρα, να ΄μαι στα εικοσιοχτώ μου να ψάχνω εργασία στην πατριδα. Θα μπορούσα, βέβαια να μην εργαστώ ποτέ. Μαυ φάτδερ έχει μεγάλη περιουσία πολιτικός μηχανικός γαρ, η μητέρα μου πέθανε πολύ νωρίς και μας άφησε μόνους σ΄αυτη την άγρια κοινωνία. Αλλά εμένα μου αρέσει η δραστηριότητα, δεν μπορώ να κάθομαι αδρανής. Έψαξα απο εδώ έψαξα απο κεί, μπήκα σε μια μεγάλη εταιρεία κι όμορφος καθώς είμαι έγινα συμπαθής σε όλους εκεί μέσα. Να, ο Περικλής έλεγαν, το καλύτερο παιδί. Κι εντάξει, μπορώ να πω είχαν κάποιο δίκιο γιατί είμαι αλτρουιστής, αγαπώ τους συνανθρώπους μου και θέλω πάντα να κάνω το καλύτερο γι αυτούς. Αίφνης θα μπορούσα να μοιράσω τα λεφτά μου στους φτωχούς, αν δεν υπήρχε ο μπαμπάς κι απο ότι καταλάβαινα θα υπήρχε για πολύ ακόμα.

Ξαναγύρισα στον εσπρέσσο μου, έστριψα κι άλλο σιγάρο. Έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά. Να σκεφτώ και να πάρω αποφάσεις. Το σχέδιό μου έπρεπε να λειτουργήσει στην εντέλεια, αλλιώς θα πήγαινα χαμένος. Ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια θα έπαιζε ρόλο. Τα ήξερα αυτά αλλά ήμουν αποφασισμένος. Ο τυπάκος που παρακολουθούσα τρεις μήνες τώρα και ήξερα τα πάντα γι αυτόν- ενώ αυτός ούτε καν γνώριζε την υπαρξή μου- πήγε και κάθισε σε ένα μακρινό μου τραπέζι. Ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτός περιποιημένος ο Αριστείδης Νικολάου, έτσι τον έλεγαν. Ένας απλός υπάλληλος του υπουργείου γεωργίας που σε λίγο θα έβγαινε στην σύνταξη. Μόνος κι έρημος, ανύπαντρος , γεροντοπαλίκαρο. Ούτε αδέρφια, δεν είχε κανέναν στον κόσμο. Ποιος θα ενδιαφερόταν για δαύτον; Αυτή την σκέψη  έκανα συχνά και φοβόμουν μήπως ήταν ένα ντεζαβαντάζ για την υπόθεσή μου αλλά όχι, δεν νομίζω, όλοι οι άνθρωποι έχουν την αξία τους, την αντέστρεφα σε αβαντάζ. Ο σκοπός μου ήταν ν απαγάγω αυτόν τον ανθρωπο κι έπειτα να εκβιάσω την πολιτεία. Τώρα θα μου πείτε, γιατί αυτόν τον απλόν ανθρωπάκο και όχι κάποιον Βερδινογιάννη. Κάποιον Εφοπλιστή, ή καθηγητή  ή τέλος πάντων κάποιον αξιόλογο πολίτη αυτής της χώρας. Γιατί όπως σας είπα, πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι και έχουμε την ίδια αξία, αυτό θέλω να το αποδείξω στην πράξη. Θα απήγαγα, τον Αριστείδη Νικολάου και θα ζητούσα ένα μεγάλο ποσό απο το υπουργείο οικονομικών. Τι θα έκαναν; Θα ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν τα λύτρα, δεν θα άφηναν να σκοτώσουν ένα μέλος της κοινωνίας οι αδίσταχτοι εκβιαστές. Βέβαια εγω, θα μοίραζα τα λεφτά στους φτωχούς, θα έδινα και μερικά στον καυμένο τον Αριστείδη Νικολάου που τώρα έπινε τον καφέ του αμέριμνος και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Τα δικά μου έμειναν σταθερά, τα δικά του τρεμόπαιξαν στο αστραφτερό της μέρας σαν χρυσή πεταλούδα κι ύστερα χαμήλωσαν σε ένα σιωπηλό ρεμβασμό. Ποιός ξέρει τι να σκεφτόταν ο Αριστείδης Νικολάου, ίσως ότι σε ένα χρόνο έβγαινε στην σύνταξη, γιατί χαμογελούσε κιόλας μόνος του, χωρίς να ξέρει τι του ετοίμαζε η μοίρα του. Η μοίρα του που αυτον τον καιρό, την διαφέντευα εγώ. Εγω που είχα αποφασίσει μετα απο ώριμη σκέψη να κάνω αυτη την απαγωγή, την ερχόμενη εβδομάδα, ημέρα Σάββατο, εικοσιοχτώ το μηνός, που ο κύριος Αριστείδης Νικολάου, θα έτρωγε μοναχικός του στο τραπεζάκι της ταβέρνας το βραδυνό φαγητό του.

Το άλλο βράδυ, είχα σιγουρέψει μέσα μου τον τρόπο που θα δρούσα. Όχι δεν ήταν ακόμα ο καιρός κι αργούσε λίγο εκείνη η στιγμή. Προς το παρόν συνέχιζα να παρακολουθώ τον άνθρωπό μας. Τον ανθρωπό μου. Γύρω στις εννέα, έπαιρνε το γεύμα σε κείνο το παλιό ταβερνείο, αποφάσισα να μπω κι εγω μέσα, ντυμένος την υπέροχη πέτσινη στολή μου, άραξα την Χάρλει φάτσα να την ορώ και μπήκα. Ήταν ένα ήσυχο γειτονικό μαγαζάκι με λιγοστούς βρώμικους πελάτες. Ο κύριος Νικολάου δεν ήταν βρώμικος. Ίσα-ίσα λεπτός περιποιημένος μεσα στο σιελ του κουστούμι. Βρώμικο και το γκαρσόνι που ήρθε κοντά μου μόλις κάθισα στο διπλανό τραπέζι του Νικολάου. Τραβήχτηκα να μην με πάρουν τα χνώτα του αλλά  αυτός με κοίταξε ειρωνικά απο πάνω μέχρι κάτω.. Τι θα πάρει ο κύριος; με ρώτησε φιλικά και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. Εγώ του το πήρα με προσοχή, έδιωξα με τον αντίχειρα και τον δείχτη την σκόνη που είχε αποθέσει εκεί. Φέρε μου κρασί και τον καλύτερο μεζέ, είπα λεπταίνοντας την φωνή μου. Κάποιοι δεν έπρεπε να την θυμούνται. Έχει σαλιγκάρια! έκανε ξεκαρδισμένο στα γέλια το γκαρσόνι με το λεπτό της φωνής μου. Φέρε, του απάντησα χωρίς να δώσω σημασία, σμίγοντας τα φρύδια, έτσι που το γέλιο του κόπηκε με μιας. Ο κύριος Νικολάου απο το διπλανό τραπέζι, μου χαμογέλασε φριχτά. Θα φάτε σαλιγκάρια; μου απηύθυνε τον λόγο. Χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω, είπα ναι, με την λεπτή κοριτσίστικη φωνή μου. Ο κύριος Νικολάου, έπιασε ξαφνιασμένος το πηγούνι του κι άνοιξε το στόμα του. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως ένας άντρα ψηλός σαν εμένα μιλούσε με τέτοια φωνή, ούτε να φανταστεί πως επιτηδες την είχα αλλάξει για να μην γνωρίζει την πραγματική μου, ειδικά αυτός. Το γκαρσόνι έφερε τα σαλιγκάρια, ένα κόκκινο, μπρούσκο κρασί σε μια βρώμικη γυάλινη καράφα που την βρόντηξε στο τραπέζι μου. Εμένα ρε! πήγα ν αγριέψω. Μετάνιωσα όμως και αντάλλαξα μια μελιστάλαχτη ματιά με τον άνθρωπο που ήθελα να απαγάγω. Μου ανταπόδωσε το χαμόγελο, σήκωσε το ποτήρι του. Πίνετε και σεις; τόλμησα. Α, όχι, ένα ποτηράκι μόνο κάθε βράδυ. Εσείς βλέπω τα κοπανάτε. Μπά! συρρικνώθηκα στο τραπέζι μου κοιτάζοντας τη μισή βρώμικη μπουκάλα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Δεν θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο εκείνο το βράδυ. Όταν έφυγε-γιατί έφυγε κάποτε, δεν λυπόμουν γι αυτό που θα έκανα. Ένας άνθρωπάκος της σειράς ήτανε και αν αναγκαζόμουν κάποτε να τον απαγάγω, στην ανάγκη να τον σκοτώσω, ίσως, για το καλό όλων θα το έκανα. Απόφαγα τον τελευταίο μου σαλίγκαρο, έγλειψα το δάχτυλό μου, γκαρσόν, είπα το λογαριασμό και ήρθε κοντά μου πάλι με κείνο το απαίσιο χνώτο του. Μάλιστα κύριε, έξι ευρώ όλα, όλα έξι ευρώ κι εγώ τον κοίταζα με πρόστυχη σιχασιά. Του δωσα δέκα απο μακριά, να μη μ αγγίξει και βγήκα. Η ώρα είχε πάει έντεκα. Δυο ώρες έπινα το κρασί μου, τρώγοντας σαλίγκαρους και παρακολουθούσα τον άνθρωπό μου. Κοίταξα τον ουρανό που είχε μαυρίσει. Θα έβρεχε. Έπρεπε να βιαστώ. Και η Φένια με περίμενε σε κάποιο κρεβάτι. Σε κάποιο κατηφορικό κρεβάτι.
Ανέβηκα στη μηχανή μου να φύγω. Κοίταξα πέρα προς το τραπέζι του. Κι αυτός είχε φύγει. Πως φεύγουν έτσι μερικοί άνθρωποι, σκέφτηκα και πως δεν το είχα αντιληφτεί; Τρόμαξα. Α, δεν έπρεπε να κάνω τέτοια λάθη. Κοίταξα γύρω. Με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να χάνεται προς τη θάλασσα. Ησύχασα. Ήταν το καπρίτσιο του κυρίου Νικολάου, φαίνεται, να βαδίζει στη θάλασσα. Ίσως κανένα τέταρτο. Μετά έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού. Μόνος.
 Κατάμονος κι αυτό μου άρεσε, με βόλευε. Τον άφησα να φύγει, ξανάστησα τη μηχανή κι έκανα τα ίδια βήματα. Ακολούθησα τα χνάρια απ τις πατημασιές του στην υγρή άμμο. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ώσπου, ήρθε στα μάτια μου, η γυναίκα που αγαπώ. Η Φένια. Πως έρχονται έτσι στα μάτια μας, πρόσωπα από μόνα τους; Δεν ξέρω. Η Φένια περπάτησε δίπλα μου κι όλο μου έλεγε με θλιμμένο ύφος, πως δεν μ αγαπούσε πια. Πως δεν ήθελε να ζήσει άλλο μαζί μου. Εμένα, που ήμουνα ψηλός, ωραίος, ανοιχτόκαρδος. Που θα έβρισκε άλλον σαν εμένα; Αλλά δεν τόλμησα να της απαντήσω. Κοίταζα μόνο το κενό του αγέρα, πάνω από την αχλή του μεσημεριού, στην άσπρη θάλασσα.

Η Φένια ήταν χορεύτρια, την είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια στο καμπαρέ της. Μαγεύτηκα μαζί της επειδή από μικρό παιδί μου άρεσαν τα άτομα που χόρευαν, άντρες και γυναίκες.. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια μας, μου είχε σηκώσει με χορευτική φιγούρα το δεξί της μπούτι, κοντά στο μάγουλό μου. Απο τότε δεν έχω ξεχάσει ποτέ αυτήν την κίνηση: Την βλέπω σαν σε κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνιστές εμάς τους δυό. Και η Φένια πάντα χαμογελούσε. Ναι, μπορούσε να πει το πιο φριχτό πράγμα χαμογελώντας. Είχε, όμως ένα αστραφτερό χαμόγελο. Ένα λαμπρό πρόσωπο. Πρόσωπο προκλητικό, στόμα μισάνοιχτο. Έτσι ήταν και τώρα. Μισάνοιχτη πόρτα, μισάνοιχτα χείλη. Έλα, μου είπε, άργησες. Με πήρε απ το χέρι και με πήγε στο κατηφορικό κρεβάτι, λες και βουλιάζαμε στην κατηφόρα. Γιατί νομίζεις πως όλα τα κρεβάτια είναι κατηφορικά; με ρώτησε ότα τελειώσαμε ήρεμοι-ποτε δεν τελειώνεις ήρεμα ένα κρεβάτι- και κοιτάζαμε το λευκό του ταβανιού. Δεν είχα τι να της απαντήσω. Το είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές το θέμα κι εκείνη νόμιζε πως απλά ήμουν σεμνότυφος. Γι΄αυτό έβλεπα στον ύπνο μου όλο κατηφόρες. Η κατηφόρα σημαίνει ολίσθηση και όταν την πάρεις, δεν σταματάς παρά μονάχα στον πάτο. Ολισθαίνεις, σωματικά και ψυχικά. Σύνελθε αγόρι, θα τα χάσεις όλα στη ζωή. Μαζί κι εμένα.
Όλο τέτοια μου υπενθύμιζε η Φένια αλλά δεν μου
  ξαναείπε να χωρίσουμε. Ούτε όμως και πως με αγαπούσε. Ωστόσο εγώ έπρεπε να προχωρήσω κανονικά. Και προχωρούσα. Το σχέδιο μου για την απαγωγή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ήξερα τώρα τα πάντα, γύρω από τον πολίτη Νικολάου. Η παραμικρότερη λεπτομέρεια της ζωής του είχε καταγραφεί στο μυαλό μου πρώτα και στον υπολογιστή μου ύστερα, πίσω απο μυστικούς κώδικες, που ακόμα κι ο καλύτερος χάκερ δεν θα μπορούσε ν αποκωδικοποιήσει. Όταν τελείωσα μ αυτή τη δουλειά, έκλεισα τον υπολογιστή μου ευχαριστημένος. Κι όταν είμαι ευχαριστημένος, απλώνω τα πόδια μου πάνω στο πανάκριβο γραφείο μου, να ξεκουραστώ. Έτσι έκανα και τώρα, δεν αλλάζω εύκολα συνήθειες. Ο πατέρας μου απ το απέναντι, δικό του πιο πολυτελές γραφείο, με κοίταξε με απορία ξένου. Τίποτα. Ανάβω το πούρο μου. Φυσώ ψηλά μια τούφα καπνό. Οι γυαλιστερές μπότες μου, τρίζουν πάνω στο τζάμι, τα μάτια μου στενεύουν στις κόγχες επικίνδυνα.. Κανείς δεν επιλέγει πότε θα γεννηθεί, που θα γεννηθεί, απο ποιον και πότε, μίλησε η αντανάκλαση της ηχούς απο την ακέραιη φωνή του πατέρα μου. Αλλά εμένα μου φάνηκε μοιρολατρικό. Κι εγώ δεν είχα ώρα για τέτοια τώρα. Ξανασκέφτηκα το σχέδιο. Σήμερα είναι η μέρα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου. Μόλις θα έβγαινε απο το βρώμικο ταβερνάκι, θα έμπαινε στο σκοτεινό στενό να πάει σπίτι του. Αλλά δεν θα πήγαινε. Θα τον περίμενα πίσω απο τον κορμό της ακακίας που είχα διαλέξει, με το πιστόλι και την κουκούλα φορεμένη. Μια χεριά άνθρωπος ήταν, στην ανάγκη θα τούριχνα μια αγκωνιά στο λαιμό. Αυτό. Ύστερα θα τον έβαζα στο πορτ-μπαγκάζ της μερσεντες και θα τον πήγαινα στο εξοχικό μου στην Εκάλη. Α! όλα θα γινόταν στην εντέλεια, ήμουν σίγουρος γι΄αυτό. Θα του εξηγούσα τον σκοπό της απαγωγής του, δεν μπορεί, θα καταλάβαινε. Ύστερα θα έγραφα τις προκυρήξεις και τις οδηγίες προς την κυβέρνηση του πολίτη. Τον τρόπο που θα μου έδινα πένε εκατομμύρια ευρώ για να αφήσω ελεύθερο τον πολίτη Νικολάου. Τι σκέφτεσαι; με σκούντησε με το βλέμμα ο πατέρας μου, απο το γραφείο του. Μή! κατέβασα τις μπότες από το δικό μου, τί έπαθες αναρωτήθηκε, πέρασε η ώρα, βιάζομαι, του απάντησα και βγήκα πηδώντας, πάνω απ το γραφείο, πάνω απ΄τις καρέκλες, κατατσακίστηκα στις σκάλες, δεν πήρα το ασανσέρ, το γραφείο ήταν στο ρετιρέ και λαχανιασμένος έφτασα στην εξώπορτα, με λίγα αίματα στο δεξί μάγουλο- που γδάρθηκα; Σταματώ. Σταμάτησα. Κοιτώ την αστραφτερή μερσεντες που με περιμένει. Μπαίνω μέσα της, κοιτάζω τα πραγματα μου. Το πιστόλι στη θέση του. Το ίδιο και η κουκούλα. Τα πάντα στην εντέλεια, λέω, τώρα είναι η ώρα μου, θα τους μάθω εγώ. Τώρα αρχίζει η δικιά μου ζωή. Βάζω μπρος και ξεκινώ, δεν τσιτώνομαι, Πάω σταθερα, χαμηλές πτήσεις, είχα ακριβώς τον χρόνο μου. Δέκα και μισή ήμουν κρυμμένος πίσω απ΄την ακακία μου. Δέκα και μισή ακριβώς βγαίνει απ το ταβερνάκι ο πολίτης Νικολάου. Προχωράει προς το μέρος μου. Σκοτάδι, ησυχία, κανείς. Του κόβω με μιας το δρόμο-αυτός βλέπει μόνο την μαύρη κάννη που τον σημαδεύει  δυο μαύρα μάτια, μια κουκούλα. Τίποτε άλλο. Δεν φέρνει καμιά αντίσταση, έξ άλλου δεν μπορεί, του σφίγγω ήδη το λαιμό με το μπράτσο μου. Τα έχω μάθει αυτά τα κόλπα. Άκουσε με με προσοχή του λέω σφυριχτά στο αφτί. Αν κάνεις ότι σου πω δεν θα πάθεις τίποτα. Κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά. Κι αφού συμφωνεί τον σπρώχνω μέσα στο καπω της μεσεντες, αφου εννοείται, προλαβαίνω να τον φιμώσω. Ποιος ξέρει, μπορει να τον πιάσει κρίση και να ουρλιάξει. ύστερα κλείνω το καπώ με έναν άνθρωπο εκεί μέσα. έχω στο καπώ μου κλειδωμένον έναν πολίτη. Βγάζω την κουκούλα. Βάζω το πιστόλι στην τσέπη. Είμαι λίγο ιδρωμένος. Κοιτάζω γύρω μου. Τίποτε. Ησυχία. Όλα πήγαν καλά. Μπαίνω στη μερσεντές, ανάβω το πούρο μου και οδηγώ προς την Εκάλη. Χαλαρά. Δεν βιάζομαι. όλα πήγαν ρολόι, κανείς δεν ξέρει πως στο καπώ μου, κουβαλάω έναν άνθρωπο,στο εξοχικό μου που στην ουσία, είναι ένα κρυσφύγετο. Κανείς δεν έχει πατήσει το πόδι του εκεί μέσα. Μόνο εγώ. Και τώρα κουβάλησα εκεί και τον πολίτη Νικολάου.

Τον έκλεισα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν ένα στρογγυλό δωμάτιο στο υπόγειο- γι αυτό το έλεγα σκοτεινό. Το είχα δημιουργήσει στα έγκατα της γης, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις. Αν δεν ήξερες τους κωδικούς δεν θα έβγαινες ποτέ απο κει μέσα. Και στρογγυλό, για να μην μπορεί κανείς να χτυπάει το κεφάλι του στις γωνίες. Βέβαια το δωμάτιο το είχα επιπλώσει άριστα. Υπέροχα. Και ήταν ευρύχωρο. Όλα τα έπιπλα ήταν απο βουλιαχτερό υλικό, απο φτερά στρουθοκαμήλου. Αυτη την ιδέα μου την είχε δώσει ο Μαχόπουλος ο 'Αρνι. Φίλος μου δημοσιογράφος απο παλιά. Ινδιάνικο αίμα. Ακούμπησα το ελαφρύ σώμα του πολίτη Νικολάου, στον καναπέ. Εδω θα είσαστε μια χαρά, του είπα. Του έβγαλα το φίμωτρο, περιττό να πω πως φορώ την κουκούλα μου και κάθισα απέναντί του. Ποιος είστε; Γιατί εμένα; ψέλλισε. Δεν έχει σημασία η επιλογή του απάντησα. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας. Ο λόγος της απαγωγής είναι συμβολικός. Θα ετοιμάσω τις ανακοινώσεις στα ΜΜΕ. Συμφωνείτε να ζητήσω πέντε εκατομμύρια για την απελευθέρωση σας; Απο ποιόν; γούρλωσε τα μάτια του. Παρατήρησα πως είχε πολύ μικρα μάτια. Μικροσκοπικά, πράσινα, μπιλίτσες κάτω απο λίγα τσίνορα αλλα μεγάλα φρύδια. Έχετε μεγάλα φρύδια, του είπα. Ναι, μου απάντησε, είναι κληρονομιά απο την γιαγια μου. Παππού δεν είχα. Ψυχογέλασα με το χιούμορ του. Ναι, συνεχίζω, θα τα ζητήσω απο τον υπουργό οικονομικών. Είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα λύτρα, για να σώσει έναν πολίτη του κράτους. Κι αν δεν τα δώσουν, τι θα κάνεις; τρεμόπαιξε τα λιγνά του τσίνορα. Θα σε σκοτώσω, του είπα ψυχρά και του δείχνω το όπλο. Χλώμιασε. Δεν είπε τίποτε. Βάζω το όπλο στην τσέπη και του αφαιρώ τις χειροπέδες. Τώρα θα σε αφήσω να κοιμηθείς. Ξεκουράσου. Αύριο μας περιμένει μια πολύ δύσκολη αλλα και ωραία μέρα. Εδω μέσα, έχει τα πάντα, ότι χρειαστείς. Το ψυγείο είναι γεμάτο. Στην ντουλάπα υπάρχουν όλων των ειδών τα ρούχα σου. Ποτά δεν υπάρχουν και τα ποτήρια είναι βελούδινα. Ελπίζω πως δεν θα βρεις τίποτα να κόψεις το λαιμό σου. Γιατί; απόρεσε με τα μικροσκοπικα του μάτια. Όχι, δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μόνο εξήντα χρονών και μου αρέσει η ζωή. Πολύ ωραία, του χαμογέλασα. Τα λεφτα θα τα μοιραστούμε. Εγω θα τα δώσω στους φτωχούς, εσύ τι θα τα κάνεις; Έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, ενώ εγω έκλεινα. Έκλεινα την πόρτα και κλείδωνα στο στρογγυλό δωμάτιο τον πολίτη Νικολάου. Εδω θα χάσεις την αξιοπρέπεια σου, αν δεν συνεργαστείς, ήταν η τελευταία μου κουβέντα κι αυτός είχε απαντήσει πως όταν ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπεια του, εξ αιτίας της φτώχειας, παύει να είναι ανθρωπος. Κάτι μου θύμιζε αυτό. Ναι, βέβαια, τον Μαχόπουλο τον Άνρι, τον δημοσιογράφο με το ινδιάνικο πρόσωπο. Μόνον αυτός έλεγε κάτι τέτοια επαναστατικά μότο στην κωλοφυλλάδα που έγραφε. Θα του το λεγα αύριο που θα πίναμε καφέ στο Κολωνάκι. Ήταν πράγματι, χαριτωμένος, καλοβαλμένος άνθρωπος ο όμηρος μου και θα δυσκολευόμουν πολύ αν έφτανα στην ανάγκη να τον σκοτώσω. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο όπου είχα τα γραφεία μου. Έβγαλα την κουκούλα. Άφησα το όπλο στο συρτάρι. Άναψα το πούρο μου. Όλα είχαν πάει καλά. Άνοιξα τον υπολογιστή και ξαναδιάβασα την ανακοίνωση που θα έκανε σε λίγα λεπτά προς τα μέσα. Η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρέμεται απο μια κλωστή. Έτσι άρχιζα. Και εξηγούσα όλους τους λόγους της απαγωγής του. Τελείωνα πως αν δεν αποφασίσετε να μου δώσετε τα χρήματα θα τον εκτελέσω. Τα είχα προσχεδιάσει όλα στην εντέλεια, τίποτε δεν μπορούσε να πάει στραβά. Θα έβλεπε όλος ο Ελληνικός λαός στα δελτία ειδήσεων, πως ένας συμπολίτης τους κινδυνεύει στα χέρια στυγνών εγληματιών και το κράτος δεν θα έκανε τίποτε; Αποκλείεται. Γιατί θα ξέπεφτε στην συνείδηση του λαού, η υπόληψη του, κι ένα κράτος που χάνει την αξιοπρέπεια του, παύει να είναι κράτος. Τότε θα καταλάβαινα πόσο αξίζει, πόσο μετράει το καθένα άτομο γι΄αυτούς. Ο καθένας πολίτης, και η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρεμόταν απο μια κλωστή. Έκανα κλίκ, πάνω στην ανακοίνωση. Πληκτρολόγησα, τους απόκρυφους κωδικούς. Έστειλα το κείμενο σε όλα τα κανάλια. Η ώρα ήταν έντεκα και τριάντα. Σε μισή ώρα, όλα τα κανάλια θα έλεγαν ττην είδηση. Βέβαια θα το είχαν κεντρικό θέμα. Ο πολίτης Νικολάου, θα πεθάνει αν το κράτος δεν δώσει πέντε εκατομμύρια στους εκβιαστές. Αυτά. Τέλειωσα και με αυτή τη δουλειά. Διάβασα και μελέτησα τις επόμενες οδηγίες προς τον υπουργό οικονομικών, για το πως θα γινόταν η ανταλλαγή ομήρου κα χρημάτων. Ω, μη φοβάστε τα έχω υπολογήσει όλα. Θα τους ξεφτίλιζα. Αν τολμούσαν να μη δώσουν τα χρήματα θα έπεφτε όλος ο λαος να τους φάει. Αν μου τα έδιναν θα ξαμόλαγαν λυτούς και δεμένους να με βρούν, να με διαμελίσουν. Αλλά αυτά ήταν κατοπινά. Προς το παρόν άνοιξα το κύκλωμα παρακολούθησης του στρογγυλού δωματίου, να δω τι κάνει ο πολίτης Νικολάου. Ήταν καθισμένος στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει. Με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατα, τις παλάμες να κρατούν τα μαγουλά του. Έκανα ζουμ στο πρόσωπο του. Έκλαιγε.

Όταν  θέλεις να περάσει η ώρα, δεν περνάει με τίποτε. Άιντε μια φορά να ξημερώσει στην ώρα του ρε! Πότε πεντέμιση, πότε εφτά, πότε οχτώμιση..Άστατος ο θεός σας, άστατοι και οι άνθρωποι που έφτιαξε. Ταξίδευα τότε με ένα καράβι μεγάλο, σε μια θάλασσα που δεν τελείωνε πουθενά. Έτσι ένιωθα, έτσι τα ζούσα. Δίπλα μου, η γυναίκα των ονείρων μου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Ούτε που φανταζόταν τι μπορούσε να κάνει ο μελλοντικός της άντρας. Την κοίταξα που ροχάλιζε ελαφρώς, δεν δυσανασχέτησα, έτσι είναι οι άνθρωποι, ροχαλίζουν, σκέφτηκα. Της χάιδεψα τα μαλιά, ανασάλεψε. Την άφησα να συνεχίζει τον ύπνο και ντύθηκα  βιαστικά. Πρωί της Κυριακής και είχα αργήσει λίγο. Ο Μαχόπουλος Άνρι θα γκρίνιαζε πάλι, κάθε Κυριακή, χρόνια τώρα, πίναμε τον καφέ μας στο Κολωνάκι. Εκει καταστρώναμε τα σχέδια μας για το μέλλον απο παιδιά με τον Ινδιάνο. Καβάλησα την Χάρλει για πολλοστή φορά και με ταχύτητες φωτός, έπιασα την Κηφησίας. Προσπερνούσα ανθρώπους αυτοκίνητα, κτήρια, δέντρα σαν να μην υπήρχαν. Στους καθρέφτες μου φαίνονταν ακίνητα όλα αυτά. Στην πραγματικότητα μόνον εγώ κινούμουν. Ούτε η γη, είχε σταματήσει και ο ήλιος γελούσε σαν καλοκαιρινός μπέμπης που μόλις είχε γεννηθεί, πάνω στον Λυκαβητό, όταν εγω, ο Περικλής, πάρκαρα στην Λυκόβρυση. Στην βρύση των Λύκων, κάποτε. Και τώρα. Έστησα τη μηχανή και σταμάτησα στο περίπτερο να διαβάσω τους τίτλους των εφημερίδων. Στυγνη απαγωγή αθώου πολίτη. Είμαστε δέσμιοι του καθενος. Φόβος και τρόμος για τους Έλληνες πολίτες. Κανείς δεν νιώθει ασφαλής σ΄αυτη την χώρα. Οι απαγωγείς ζητούν πέντε εκετομμύρια. Το κράτος διχάζεται κι άλλα τέτοια πολλά. Με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση τον Μαχόπουλο Άνρι, να μου γνέφει, λίγο αγαναχτησμένος, έλα, τι κάνεις στο περίπτερο τόσην ώρα, πήρα εγω εφημερίδες, ο καφές θα κρυώσει, εγω κρύο τον έπινα. Δρασκέλισα πέντε λουλούδια κι έφτασα. Έλα, μου είπε, μια ζωή εγω φτάνω πρώτος και χαμογέλασε ινδιάνικα. Πως χαμογελούν οι Ινδιάνοι; Έξυσα το πηγούνι μου, κάθισα. Γιατι χαμογελάς; ρώτάω. Πίνω καφέ, δεν παίρνω απάντηση. Ανοίγω εφημερίδα, ανάβω το πούρο, ο Ινδιάνος τσιγάρο. Δίπλα μας γίνεται οχλαβοή. Μπροστα μα και πίσω μας συζητούσαν όλοι το γεγονός. Οι περισσότεροι συμπονούσαν τον πολίτη Νικολάου. Αλλά ήταν κι αρκετοί με τους απαγωγείς. Τι λες εσύ τον άκουσα να με ρωτάει με κάποιο νόημα. Ενας δημοσιογράφος ωφείλει να είναι πιο επικίνδυνος απο έναν απαγωγέα, του απάντησα. Ωραία ιδέα, αναφώνησε. Για το γεγονός όμως δεν λες τίποτε. Να σου πω εγώ  που ξέρω τα πράγματα απο μέσα κι απ έξω. Θα τους τα δώσουν, δεν μπορούν να κάκουν διαφορετικά. Δεν μπορούν να εκτεθούν, θα είναι σαν να δολοφονούν τον πολίτη Νικολάου. Και γιατι να τους νοιάζει; μήπως είναι αδερφός τους; ρωτάω και τον κοιτω ξυστά, ξανά στα μάτια. Έπειτα δεν είναι σίγουρο πως θα τον εκτελέσουν. Ο Μαχόπουλος Άνρι ξαναχαμογέλασε. Είσαι αφελής, μου είπε. Δεν τους ξέρεις εσυ αυτούς τους τύπους. Αυτοί οι τύποι είναι αδυσώπητοι. Εσύ είσαι ένας φιλήσυχος πολίτης. Γιατί με κάνεις παρέα; ρωτάω εντελώς ξαφνικά. Γιατί είσαι πλούσιος και δεν έχεις ανάγκη να κλέβεις,είπε με μυστηριώδες μισοχαμόγελο. Εγω γέλασα δυνατά. Πρώτη φορά μου το λεγε αυτό, τόσα χρόνια που κάναμε παρέα. Αλλά το μυαλό μου τώρα έτρεχε αλλού Στον τρόπο που θα έπαιρνα τα χρήματα. Θα έδενα κατάσαρκα στον πολίτη Νικολάου, μια βόμβα ικανή να καταστρέΨει την Αθήνα, το ξέραν αυτοί. Στο στρατό είχα κάνει πυροτεχνουργός που το συνέχισα στο κρυσφύγετό μου και μετά. Την βόμβα θα μπορούσα να την πυροδοτήσω απο όπου ήελα ανα πάν δευτερόλετπο. Κι αυτό το ήξεραν. Στην ανάγκη θα τους έκανα μια επίδειξη. Θα έστελνά στο ερημικό σημείο Δ τον πολίτη Νικολάου, όπου μόνο ένα παλιό χάλασμα υπήρχε. Είχα χαρτογραφήσει την περιοχή χρόνια, κανείς δεν την ήξερε καλύτερα απο μένα. Θα τον πλησίαζε μόνο ένας άνθρωπος με το βαλιτσάκι των χρημάτων. Των πέντε εκετομμυρίων. Θα έδινε τα χρήματα και θα έφευγε. Μετά; με ρωτάει ο Ινδιάνος απο δίπλα μου. Τι μετά; έκανα απλά. Δεν ξαφνιαζόμουν εύκολα. Δεν θα πάμε για φαγητό μετά; συνέχισε. Όχι, φίλε μου. Με περιμένει η Φένια. Θα φάμε παρέα στον Διόνυσο. Για δώσε μου να δώ, τι έγραψες εσύ και τι υποστηρίζει η φυλλάδα σου για το θέμα της απαγωγής. Εσύ δεν φτιάχνεις το πρωτοσέλιδο και επηρεάζεις πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις; Ναι, εγώ! κορδώθηκε. Πάρε, κοίταξε. ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ ΝΑ ΔΩΣΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ και υπότιτλος να σωθεί ο πολίτης πάση θυσία. Γύρισα και κοίταξα τον Μαχόπουλο Άνρι στα μάτια. Με κοίταξε κι αυτός ζεστά. Είμασταν χρόνια φίλοι με τον ινδιάνο.

Πήγαμε πράγματι να φάμε με την Φένια. Ταξιδέψαμε με την χάρλει που της άρεσε πολύ κι έλεγε πως γίνεται ένα με τον αέρα, ένιωθε ελεύθερη και δεν φοβόταν τίποτε όσο ήταν μαζί μου. Και όταν δεν θα είμαστε μαζί; τη ρώτησα αφού είχαμε ήδη καθίσει. Τρεμόπαιξε τα μάτια της φευγαλέα, έτσι δεν λένε οι καθως πρέπει μυθιστοριογράφοι; κι ύστερα με περίσσια χάρη μου είπε πως αυτό θα το αποφάσιζε μόνο εκείνη επειδή πίστευε πως εγώ την αγαπούσα τόσο πολύ, πιο πολύ κι απο την ζωή μου, οπότε δεν θα εύρισκα ποτέ την δύναμη να ζήσω χωρίς εκείνη. Δεν, ξέρω γιατί αλλά ότι και να έλεγε ή να έκανε μου άρεσε, ήταν καλοβαλμένη, γνώριζε καλά τα όρια της, το παιχνίδι μας ήταν πολύ σημαντικό. Θα παντρευτούμε κάποτε; έγειρε το κεφάλι έτσι που να πέφτουν τα μαλλιά της στον ώμο μου και κοίταζε το γαλάζιο, το άπειρο. Με ξάφνιασε η ερώτηση της. Ποτε δεν μιλούσαμε για γάμους και μικροαστικά τερτίπια της κάθε κοινωνίας. Όχι, της απάντησα γλυκά, δεν θα παντρευτούμε ποτέ. Πότε θα κάνουμε παιδιά; Όταν πεθάνουμε κι οι δυό, ύστερα σιωπή. Σωπάσαμε, σαν να μην είχαμε τι να πούμε, εμεις οι δυο που πάντα είχαμε κάτι να πούμε και δεν ψάχναμε νε γεμίσουμε καμία σιωπή. Ύστερα η Φένια γύρισε το πρόσωπο μου απέναντί της. Πολύ κοντα στο δικό της πρόσωπο. Κοιταχτήκαμε βαθιά στα μάτια. Είναι πολύ δύσκολο να κοιτάς έναν έξυπνο άνθρωπο στα μάτια, κάτι θα καταλάβει κι αν δεν είναι δικός σου, δεν έχει τόση σημασία. Έχεις καμία σχέση με τους εκβιαστές; με ρώτησε, όπως με ρώτησε. Η Φένια ήταν πάντα ενημερωμένη για ότι συνέβαινε γύρω της και μακριά της. Θέλω να έχω τα λογικά μου όταν οι γύρω μου τα έχουν χαμένα, χρησιμοποιούσε έναν στίχο του Κίπλινγκ, για να μην πάω τσάμπα στον άλλον κόσμο. Επειδή ξέρεις πόσο σ΄αγαπώ, δεν μπορώ να σου πω ψέματα- ήμουν έτοιμος να ομολογήσω, λέγε, μ΄έσπρωχνε η Φένια-  δεν θέλω τίποτα να σκιάζει τη σχέση μας φυσικά θα σου πω όχι. Αλλά πως σου ήρθε; Νομίζω πως κάτι τύποι σαν εσένα θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τέτοια φοβερή ιδέα. Εγω δεν την βρίσκω φοβερή, είπα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα. Ξέρεις τι είναι να απαγάγεις εναν οποιοδήποτε πολίτη, τον τελευταίο τροχό μιας άμαξας και ν απειλείς μια ολόκληρη κοινωνία; Και βέβαια ν αναγγέλεις πως τα χρήματα θα τα δώσεις στους φτωχούς; Πολυ αλτρουιστικό, γενναιόδωρο. Εγω θα πέθαινα για έναν τέτοιο τύπο,δεν βρίσκεις στη εποχή μας πολλούς τέτοιους ανθρώπους. Πάντως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε πως δεν θα ενδώσουν. Δεν θα υποκύψουν σε κανέναν τέτοιου είδους εκβιασμό. Το είχα ακούσει αλλά δεν καιγόμουν, ήμουν σίγουρος πως μόλις τους ανακοίνωνα τα σχέδιά μου θ άλλαζαν αμέσως γνώμη. Εσύ τι λες; έλα σου μιλάω! με σκούντησε στο παρόν. Τι να πω, άνοιξα τα μάτια μου, πιστεύω πως πρέπει να δώσουν τα λύτρα για να σώσουν αυτόν τον κακομοίρη. Έχεις δίκιο, μου απάντησε, η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει πάνω  απο όλα τα λεφτά του κόσμου. Αυτός είναι ενας απο τους πιο θεμελειώδης νόμους της Δημοκρατίας.

 

Έφτασα το απομεσήμερο στο κρυσφύγετο μου στην Εκάλη, λίγο άκεφος, χωρίς λόγο. Δεν ήμουν εκνευρισμένος με την κατάσταση και την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, τα περίμενα αυτά. Άραξα τη μηχανή στο γκαράζ, ανέβηκα στο γραφείο, πήρα την κουκούλα, το όπλο. Κατέβηκα στο στρογγυλό δωμάτιο, φόρεσα την κουκούλα και μπαίνω, βλοσυρός. Κάτι έπρεπε να κάνω τώρα που δεν ήταν στο αρχικό σχέδιο. Έπρεπε να πιέσω τον πολίτη Νικολάου, να τους δείξω πως ήμουν αποφασισμένος για όλα. Έτσι το ύφος μου έγινε σκληρό, τα χείλη μου σφιγμένα, τα μάτια σμιχτά, ανθρώπου που έχει πάρει δύσκολη απόφαση. Ο πολίτης Νικολάου καθισμένος στον βελούδινο καναπέ, παρακολουθούσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Πάω κοντά του, χωρίς περιστροφές, του βάζω το πιστόλι στη μούρη. Άκουσες τι είπαν; δεν σε υπολογίζουν για άνθρωπο λοιπόν. Άρα θα σε σκοτώσω, αφού δεν αξίζεις δεκάρα, δεν αξίζει και να ζεις. Και τον σπρώχνω κα κυλιστεί στο δάπεδο.Μή! μου φωνάζει απελπισμένα. Μην το κάνεις! έχει κιτρινίσει, το φως έχει χαθεί απο μπροστά του. Σε παρακαλώ μη με σκοτώσεις, τι φταίω εγώ; Άκου, του λέω. Φταίς γιατι αποτελείς έναν συνδετικό κρίκο ενός ληστρικού καθεστώτος, ενος διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που το ονομάζουν Δημοκρατία. Φταίς γιατί υπακούς τυφλά στις ορέξεις καθεμιάς ξεφτιλισμένης πολυεθνικής και δεν ξέρεις οτι πληρώνεις με το αίμα σου κάθε μέρα την καλοπέραση χοντρόπετσων κοιλαράδων που θέλουν να λέγονται άνθρωποι. Φταις γιατι είσαι ένα ανθρωπάκι, ένας νομοταγής πολίτης, ενω αυτοί που σε κυβερνούν δεν πιστεύουν σε κανέναν νόμο. Για όλα αυτά φταίς και για άλλα πολλά! Αυτός δεν έβγαζε άχνα, δεν μιλας, δεν λες τίποτα γι αυτά που σε κατηγορώ; Τώρα θα τους ανακοινώσω πως αν δεν δώσουν απάντηση, πως αν δεν φέρουν τα πέντε εκατομμύρια, εντός του επόμενου εικοσιτετραώρου, θα βρούν το κεφάλι σου κρεμασμένο σε έναν στύλο στην πλατεία Συντάγματος. Δεν φταίω εγώ! στο ορκίζομαι! έπεσε στα γόνατα μου. Κι ύστερα σαν είδε το βλέμμα μου σκούρο, δεν πιστεύω πως μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα, είπε και με κοίταζε λοξά. Σαν να είχε βρει κάποιο θάρρος που αποφάσισα να του το σπάσω. Πήγα γρήγορα κοντά του και του χώνω μια μπουνιά στο στομάχι. Ύστερα κι άλλη κι άλλη, μέχρι να φτύσει αίμα. Έπεσε κάτω, σύρθηκε ικετεύοντας ικετεύοντας. Σηκώνει το χέρι σαν πληγωμένο ζώο, το αίμα κυλούσε στα πλακάκια.  Εγώ έχω πάρει ωστόσο την κάμερα και βιντεοσκοπώ το πρόσωπο του. Μόνον αυτό και τις κραυγές του. Τον αφήνω εκεί, κατάχαμα και φεύγω, βγαίνω λουσμένος στον ιδρώτα. Ανεβαίνω στο γραφείο, πετάω τη μάσκα και το πιστόλι στο κρεβάτι και ίσα που προλαβαίνω να τρέξω στην τουαλέτα. Γεμίζω τον κόσμο ξερατά, κλαίω κάμποσο. Αυτό μου έκανε καλό. Σιγα-σιγά συνέρχομαι, σφουγγίζω τα δάκρυα και το ξερατό. Σφουγγίζω τον κόσμο μας. Πηγαίνω στο γραφείο, ανοίγω τον υπολογιστή. Στέλνω το βίντεο και την απόφαση μου προς όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν σε εικοσιτέσσερις ώρες δεν πάρετε την απόφαση να φέρετε τα λύτρα στο σημείο Δ ο πολίτης Νικολάου θα εκτελεσθεί και θα βρείτε το κεφάλι του κρεμασμένο σε κολώνα στην πλατεία Συντάγματος.

Ξύπνησα με ένα χαλίκι να κατρακυλάει ανάμεσα στο λάρυγγά μου. Άσπρο, κάτασπρο, όπως εκείνα στους παραπόταμους του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; Δεν ξέρω και δεν έλεγα να σηκωθώ απο το κρεβάτι μου, ύστερα μάλιστα απο μια τόσο μεγάλη επιτυχία στη ζωή μου. Τεντώθηκα κι ένιωσα όλα τα μέλη μου, ν ακολουθούν αυτή την γλυκιά αγαλίαση, της πιο μικρής -μεγάλης ευτυχίας. Μισοξυπνημένος, άνοιξα το ξεξί μου μάτι και είδα έναν κατακόκκινο πρωινό ήλιο στο μεγάλο μπαλκόνι μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Αργά και με τον νου σε έναν διπλό καφέ, σηκωθηκα ολόγυμνος, έσμιξα τα χέρια μου να κάνουνε κράκ. Δυο-τρείς σουηδικές ανατάσεις, πέντε εν δυο κάτω, κανείς δεν με έβλεπε, γι αυτό μου άρεσε να μένω πάντα μόνος. Δεν ήθελα ούτε υπηρέτες και πόσο μάλλον γυναίκα που να κοιμάμαι κάθε μέρα μαζί στο ίδιο κρεβάτι, να ξυπνάμε χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι. Μου αρκούσε να κάνουμε έρωτα όσες ώρες θέλαμε κι ύστερα ο καθένας στο σπίτι του. Γι αυτό την αγαπούσα και με αγαπούσε η Φένια. Επειδή δεν μείναμε ποτέ κάτω απο την ίδια στέγη. Σκέφτηκα να κάνω ενα ντούς αλλά στην θέα της πισίνας χαμογέλασα. Πετάχτηκα έξω, βούτηξα μέσα της, και κείνο το χαλίκι έγινε μπλέ, έγινε ένα με το νόημα της απόλαυσης και της χαράς. Βγήκα με την σκέψη της μεγάλης επιτυχίας στο νου και το ύφος του νικητή στα γελαστά μου μάτια. Πήγα έφτιαξα καφέ, κάθισα στην ανοιχτή σαλοτραπεζαρία, ρούφηξα, άνάβω το πούρο. Μπαίνω σε κανονικούς ρυθμούς της μέρας. Ανοίγω την τηλεόραση. Επαναλαμβάνει συνεχώς την είδηση της ημέρας. Εληξε επιτυχώς  το θέμα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου που αφέθηκε ελεύθερος απο τους απαγωγείς μετα την παράδοση των λύτρων Τα πάντα είχαν εξελιχτεί όπως τα είχα σχεδιάσει. Είχα τα δυόμισι εκατομμύρια στην δεξιά μου τσέπη, τα υπόλοιπα τα έδωσα στον πολίτη Νικολάου, όπως του είχα υποσχεθεί. Και πρέπει να ομολογήσω πως στάθηκε παληκάρι. Όταν του έζωσα τα εκρηκτικά, του εξήγησα και κατάλαβε αμέσως τι ήθελα να κάνω. Θα σταθείς σ΄αυτό το σημείο, του έδειξα στον υπολογιστή, θα έρθει ο απεσταλμένος του κράτους. Παίρνεις την τσάντα και ακολουθείς το μονοπάτι. Θα περπατήσεις περίπου δύο χιλιόμετρα μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν σε ακολουθεί κανείς. Θα συναντηθούμε στο σημείο Ε, θα σου αφαιρέσω τα εκρηκτικά, μην σκεφτείς να κάνεις τίποτε άλο. Θα σου δώσω τα μισά χρήματα και θα εξαφανιστείς. Προσπάθησε να φανείς παληκάρι, μην σε πάρουν μυρωδιά ότι έχεις λεφτά την έβαψες, εμένα έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα με πιάσουν. Α, και φυλάξου απο τους δημοσιογράφους. Είναι πιο επικίνδυνοι απο τους Αστυνομικούς.

Ξύπνησα, την άλλη μέρα με ένα χαλίκι στο λάρρυγγα μου να κατρακυλάει άσπρο, κάτασπρο σαν ένα χαλίκι ενος παραπόταμου του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; αναρωτήθηκα αλλά δεν έβγαλα άκρη. Ήταν ένα απο τα πιο ωραία πρωινά της ζωή μου και δεν μου έκανε κανένα κέφι να σηκωθώ. Γι αυτό και ήθελα να μένω πάντα μόνος μου, χωρίς γυναίκα που να κοιμάται και να ξυπνάει μαζί μου στο ίδιο μαξιλάρι, αυτή είναι ελευθερία, ομολόγησα. Τέντωσα όλα τα μέλη μου, μισάνοιξα το δεξί μάτι κι είδα στο μπαλκόνι τον κατακόκκινο ήλιο να βουτάει στην πισίνα μου. Ξανακοιμήθηκα λίγο κι ονειρεύτηκα τον εαυτό μου γυμνόν να κολυμπάει μέσα της.Πράγμα που δεν άργησα να κάνω. Σηκώθηκα, έκανα δυο-τρεις σουδικές μερικά εν δυο κάτω, θυμήθηκα την Φένια, βγήκα κι έπεσα στο καταγάλανο νερό. Όχι δεν θα την παντρευόμουν, υποσχέθηκα στον εαυτό μου κι ευχαριστήθηκα. Υστερα μπαίνω μέσα φτιαχνω τον διπλό μου καφέ, και κάθομαι στο σαλόνι να τον απολαύσω. Ανάβω το πούρο, ανάβω και την τηλεόραση. Είναι το κεντρικό δελτίο των δώδεκα. Φυσικά, πρώτη είδηση η απελευθέρωση του πολίτη Νικολάου. Έπειτα απο τις συντονισμένες ενέργειες κράτους και Αστυνομίας επιτέλους αφέθηκε ελεύθερος ο δυστυχισμένος πολίτης, αναφωνεί με χαμόγελο η παρουσιάστρια. Τα λύτρα αποδόθηκαν στους στυγνούς απαγωγείς. Η Αστυνομία σαρώνει στην κυριολεξία παντού αλλά δυστυχώς βρίσκεται σε μαύρα μεσάνυχτα. Σε λίγο θα έχουμε την χαρά να είναι κοντά μας ο πολίτης Νικολάου. Θα μιλήσει στον δημοσιογράφο Μαχόπουλο Άνρι. Χαμογέλασα. Μέσα σε όλα ο Ινδιάνος. Ο παιδικος μου φίλος. Κάθισα πιο αναπαυτικά και περίμενα να τελειώσουν οι διαφημίσεις. Στο νου μου ξαναήρθε η Φένια. Την έβλεπα πολλές φορές μπροστά μου. Ήταν η μόνη γυναίκα που μου είχε καταφέρει τέτοιο πλήγμα. Σε λίγο στην οθόνη εμφανίστηκε ο Ινδιάνος με τον πολίτη Νικολάου. Αγαπητέ μου δεν θα σας κουράσω καθόλου, ξέρω πόσο ταλαιπωρημένος είστε απο αυτην την θλιβερή περιπέτεια σας, ο Νικολάου έγνεφε ναι, ναι, αλλά τέλος καλό όλα καλά αγαπητοί τηλεθεατές μετά απο αστραπιαίες ενέργειες του κράτους ένας συμπολίτης μας αναπνέει και πάλι τον αέρα της ελευθερίας. Πως νιώθετε κύριε Νικολάου, τώρα που είσαστε ήρωας, όχι δεν είμαι ήρωας, ψέλλιζε αυτός, πως δεν είστε, εδώ όλα τα κανάλια της υφηλίου μετέδωσαν την είδηση της απελευθέρωσης σας και εξαίρουν το Ελληνικό κράτος, που δεν άφησε ένα μέλος του να πεθάνει στα χέρια των στυγνών απαγωγέων. Σας ευχαριστούμε που είσαστε κοντά μας και μας δώσατε τόσο σημαντικές πληροφορίες. Να πάτε στο καλό. Αγαπητοί τηλεθεατές αυτά μας είπε ο πολίτης Νικολάου. Έκλεισα την συσκευή και πήγα να φτύσω αλλά δεν είχα που. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν πανάκριβα.

Έφτασα στα γραφεία του πατέρα μου, πάνω απο κτήρια και ανθρώπους, πάνω από δέντρα και μικρούς ουρανοξύστες. Μέσα στις αστραφτερές ακτίνες του Καλοκαιριού, σταμάτησα στην είσοδο. Ανέβηκα. Κάθισα απέναντί του στο δικό μου γυαλιστερό γραφείο. Κοιταχτήκαμε. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ω, δεν υπήρχε αμφιβολία είχα τον καλύτερο πατέρα του κόσμου. Μας σερβίρανε δυο ποτήρια ψηλά, μπύρα. Μπύρα μαύρη που είχε μεγάλη αδυναμία ο πατέρας μου. Η άλλη του αδυναμία ήταν η ποίηση. Ανασκάλευε μερικά χαρτιά. Ο άνθρωπος κατά τουν ρουν της μυστηριώδους ζωής του/ κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και/ αντάξια της αθανάτου καταγωγής του* τον άκουσα να απαγγέλει με την μεγάλη φωνή του. Κι εγώ σκεφτόμουν πως είχα αθετήσει την υπόσχεσή μου ότι θα μοίραζα τα λεφτα απο τα λύτρα στους φτωχούς. Οι περισσότεροι φτωχοί δεν έχουν ανάγκη απο τα χρήματα, μίλησε ο πατέρας μου. Τα χρήματα τα έχουν ανάγκη όσοι παράγουν έργο. Τώρα λοιπόν είσαι στην ηλικία να αποκτήσεις απογόνους. Και η Φένια είναι ότι καλύτερο σου έτυχε στη ζωή σου. Στην υγεια σας.

Ξανακαβάλησα την Χάρλει Νταβινσον και οδήγησα ανάποδα στην Πατησίων. Δεν με σταμάτησε κανείς. Κι ύστερα; θα έλεγα πως κάποιος κινδύνευε, πως ένας συνάνθρωπος μας ζητούσε αίμα Α κατηγορίας, κι ανέβηκα πάνω στο Γαλάτσι. Εστησα τη μηχανή, για λίγο. Παρατήρησα το χάος που λέγεται Αθήνα. Πάλι ο ήλιος στραφτάλιζε στο καμίνι των σαράντα τόσων βαθμών. Με πανοραμικό, έψαξα εκεί γύρω στην Φωκίωνος Νέγρη. Σε ένα τραπέζι, καθόταν κι έτρωγαν τα ψαράκια τους ο Μαχόπουλος Άνρι και ο πολίτης Νικολάου. Με ζουμ έφτασα κοντά τους.

ΤΕΛΟΣ

* Οι στίχοι είναι του Νίκου Γκάτσου απο την ΑΜΟΡΓΟ.

 

 

 

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

ΈΝΑ ΔΙΉΓΗΜΑ ΠΟΥ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΆΣΕΤΕ

 

 ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ –ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕ ΜΙΑ ΒΟΤΚΑ

 

Χτες δεν είχα καμιά διάθεση να κοιμηθώ.Πως είναι μερικές φορές που δε μας παίρνει ο ύπνος;Κουλουριάστηκα από νωρίς με τις κουβέρτες, προσπάθησα να μετρήσω προβατάκια, όπως έκανα όταν ήμουν παιδί, να θυμηθώ με πόσες γυναίκες πηγα, να ξεχαστώ μαζί τους σε ένα ζωντανό όνειρο, να διαβάσω ένα βιβλίο, του αγαπημένου Καμί, ξεσκάλισα και μια Ερση Σωτηροπούλου αλλά φεύ! Ύπνος πουθενά να με κολλήσει. Πέταξα νευριασμένος τις κουβέρτες, σηκώθηκα στο σαλόνι, άνοιξα την τηλεόραση και την ξανάκλεισα. Αηδίες, όλο τα ίδια και τα ίδια. Έβαλα ένα ποτό. Μια βότκα ή τζίν, δε θυμάμαι. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα, το τσιγάρο μου ρούφηξε τα σωθικά, άνοιξα όλα τα φώτα. Ήθελα φως σαν και το ημίφως με τρόμαζε-τί ήθελα εγώ σ΄αυτό το σπίτι; Την έχω πατήσει πολλές φορές έτσι μα τούτη μου φαινόταν χειρότερη, δε θα τη γλίτωνα την ξαγρύπνια. Τίποτα δε μου άρεσε, δε με χωρούσε ο τόπος. Κατέβασα τη Βότκα ή το τζιν, δε θυμάμαι αν έβαλα άλλο. Ντύθηκα βιαστικά, έβαλα την ωραία μου καπαρτίνα, χρόνια την έχω στη ντουλάπα μου, δεν αγοράζεις εύκολα καπαρτίνες κι ο κούκος χτύπησε δώδεκα. Κοίταξα τους δείχτες με υποψία μήπως μου λένε ψέμματα, πήγα στην τουαλέτα. Το ύφος μου στον καθρέφτη δεν έλεγε ψέμματα: δεν αγαπούσα τον εαυτό μου. Μερικές φορές μου έφταιγε πολύ. Τσαλάκωσα το προσωπείο μου, η μουσική του Βιβάλντι σκόρπισε τα ψέμματά μου στον αέρα. Που θα πήγαινα; Σκέφτηκα τους φίλους στο πιάνο μπαρ του Χαρώνδα αλλά αμέσως μετάνιωσα. Δεν ήθελα να δω τις φριχτές τους φάτσες, τις πεθαμένες καλησπέρες, τα ανούσια αντρικά φιλιά που γαντζώνουν τα γένια, πάλι αξύριστος ήμουν αλλά μου πήγαινε. Αντροπαρέες, νυχτερινές, ποτό, ξεφτίλα, χαμόγελα και υστερικές απόψεις γυναικείων φιγούρων στο διπλανό κι απέναντι τραπέζι. Όχι, δε θα πήγαινα εκεί. Ωραία θα ήταν να περπατήσω, κοίταξα τον καιρό, έτοιμος να βρέξει. Ξέσφιξα τη γραββάτα, παρα ήταν σφιγμένη αλλά μου πήγαινε. Πάντα φοράω γραββάτα, δεν μπορώ χωρις αυτή, συνήθεια του επαγγέλματος, δικηγόρος γαρ, παρ΄Αρείω Πάγο. Ξεσκόνισα προσεκτικά τα παπούτσια μου, λουστρίνι πανάκριβο να γυιαλίζεις το μάτι σου πάνω τους. Αυτό το αντανακλαστικό μαύρο δε με ενοχλούσε, μια ευχαρίστηση μου έδινε, δεν ξέρω πως. Τα ξανακοίταξα, εντάξει ήταν τα παπούτσια μου, το πανταλόνι όμως είχε μια ατέλεια στην τσάκιση. Σκέφτηκα να το αλλάξω αλλά μετάνοιωσα. Ποιός έβγαζε παπούτσια, δυστυχώς έχουν κορδόνια, πάντα βαριόμουν τα κορδόνια κι όλο μ΄αυτά έμπλεκα και δυσανασχέτησα με το μυαλό μου γι΄αυτές τις άδικες πράξεις. Έρριξα μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη, πάλι ψέμματα μου έλεγε. Τον κοίταξα με μίσος, έτοιμος να τον σπάσω ήμουν αλλά την γλίτωσε. Αστραπιαία είχα σκεφτεί, τις συνέπειες. Σπασμένα κομματάκια γύρω-γύρω, ποιος θα τα μάζευε; Άρα, λοιπόν δε θα πήγαινα στο πιάνο μπαρ. Αυτή η μαύρη με την κιθάρα στο ψηλό σκαπό, ωραία ήταν να την ξανακουγα, ψιλομπερδεύτηκα αλλά πάλι οι σκουριασμένες φάτσες των ανικανοποίητων φίλων μου, σφράγισε την απόφαση. Όχι δε θα πήγαινα εκεί. Τόσα μέρη έχει η Αθήνα, τι διάολο. Με τη σκέψη αυτή, άφησα όλα τα φώτα αναμμένα, οι κλέφτες φοβούνται το φως και βγήκα διπλοκλειδώνοντας όλες τις πόρτες. Κατέβηκα με το ασανσέρ, αιώνας μου φάνηκε μέχρι να πιάσω πάτο. Αυτό το ασανσέρ είναι σπαστικό. Πάει τόσο αργά που μου θυμίζει σαλίγκαρο. Κοίταζα το ταβάνι του, τον καθρέφτη δεν ήθελα να τον αντιμετωπίσω-τι τους θέλουν τους καθρέφτες στα ασανσέρ; Μένω και στο ρετιρέ, τι το ήθελα αφού βαριέμαι τα ύψη; Άλλο και τούτο. Να φοβάσαι τα ύψη και να μένεις σε ρετιρέ στον όγδοο όροφο. Σαδομαζοχιστικό. Μόνος στο ασανσέρ, είναι μια υποψία θανάτου. Επιτέλους όμως κατέβηκα. Ψυχή. Όλοι κοιμούνται; Τα σκαρπίνια μου ήχησαν στο κενό του χώρου στα πολυτελή πλακάκια της εισόδου. Βγήκα στον αέρα. Ένα ψιλόβροχο, σιγανό, εκνευριστικό, με υποδέχτηκε. Μπροστά στο γκαράζ είχα παρκαρισμένη την γαλάζια σιτροέν μου, την λάτρευα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, την κοίταξα, όχι δε θα την έπαιρνα, θα ταξίδευα αλλιώς και στο νου μου ήρθε εκείνος ο νεαρός που είχα αναλάβει την υπόθεσή του. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα του την ώρα που την βρήκε αγκαλιά με τον εραστή της. Ξεκίνησα να περπατάω στον έρημο δρόμο, τι στο διάολο, γιατί σκοτώνονται οι άνθρωποι για τέτοια ηλίθια πράγματα; Βγήκα στην πλατεία Μεσσολογγίου, το σπίτι μου είναι στο Παγκράτι. Είχε λίγο κόσμο που αραίωνε καθώς πλησίαζε μία. Μία βραδυνή. Προλάβαινα το τελευταίο τρόλευ. Στο τσακ .  Στην είσοδο  κατάφερα να μη μου ξεσκιστεί η καπαρτίνα μου. Μπήκα μέσα στο τελευταίο τρόλευ, Παγκράτι-Κολιάτσου. Άρα, ήξερα που πήγαινα.

Μπήκα στο τρόλευ με συνοφρυωμένα μάτια. Πέντε-έξι Αλβανοί. Καμιά δεκαριά αραπάδες, τίποτε άλλο. Πόσο καιρό είχα να μπω σε τρόλευ; Δε θυμάμαι, κάθισα γυρισμένος προς τα πίσω, ενω η ζωή μου πήγαινε μπροστά. Είναι μυστήριο να είσαι γυρισμένος προς τα πίσω, ποτέ δε μου άρεσε και τη νύχτα είναι ακόμα χειρότερα, τα φώτα στριφογυρίζουν στο μυαλό σου και είναι σαν να κάνεις ανασκαφές στο παρελθόν. Για να ξεφύγω απ΄τη μιζέρια του εαυτού μου, μέχρι να έφτανα σε εκείνο το σπίτι που είχε γίνει το φονικό, ξανασκέφτηκα την ιστορία και προσπάθησα να βγάλω, τρόπους να υπερασπιστώ τον κατηγορούμενο.Τι να υπερασπιστώ; έναν άνθρωπο που σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή πήγε με άλλον; Ελαφρυντικά, εκτός από τον έντιμο πρότερο βίο, δεν υπήρχαν. Ας πούμε και ο βρασμός ψυχής. Ο βρασμός ψυχής. Τι είναι η ψυχή; κάτι που βράζει μες στο σώμα που είναι η κατσαρόλα της; Τέλος πάντων ο φόνος δεν ήταν εκ προμελέτης και ο εραστής είχε καταφέρει να την σκαπουλάρει με μια σφαίρα φυτεμένη στον ώμο. Ήθελες να τον σκοτώσεις κι αυτόν; τον είχα ρωτήσει. Όχι,μου απάντησε. Αυτός δε μου φταιγε. Αυτή η σκύλα η γυναίκα μου ήταν λυσσάρα, το καταλάβαινα απ΄τον τρόπο που έκανε έρωτα μαζί μου. Ήταν αχόρταγη κυρ-Δικηγόρε, ριχνόταν σε όλους τους άντρες. Και αυτός ήταν λόγος να τη σκοτώσεις; γιατι δεν την παρατούσες; είχα απορήσει. Την αγαπούσα, μου απάντησε με στεγνά μάτια. Ήταν όλη η ζωή μου. Ναι, αλλά τώρα θα φας το λιγώτερο δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια στη στενή, το κατάλαβες; του είπα με νεύρα. Την αγαπούσε και τη σκότωσε, σκέφτηκα και το χέρι μου έσφιγγε τη λαβή του πιστολιού μου στη δεξιά τσέπη της καπαρτίνας. Σπάνια το έπαιρνα μαζί μου, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί όταν έχεις σιδερικό στην τσέπη σου. Είχα πάρει άδεια οπλοφορίας, καθότι δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγο. Θυμάμαι πως όταν το είχα πρωτοπιάσει στα χέρια μου, κάποια ανατριχίλα κύλησε στη ραχοκοκκαλιά μου. Ποτέ δε μου άρεσαν τα όπλα. Η βία. Πρόσεξε Δικηγόρε, μου είχε πει ο Αστυνόμος, τα όπλα σκοτώνουν. Είχα αδιαφορήσει για την προειδοποίηση του και τώρα, ταξιδεύοντας μπρός και βλέποντας πίσω τη ζωή μου, η ίδια ανατριχίλα κύλησε σαν κρύο χέλι στη ραχοκοκκαλιά μου. Κοίταξα τους γύρω μου, σα να με εξέταζαν κι αυτοί, βέβαια ξεχώριζα με την καπαρτίνα μου και γενικά απο αυτούς εκεί μέσα κι άφησα τη λαβή του περιστρόφου. Είχα ιδρώσει. Πάθατε κάτι; με ρώτησε ένας μαύρος. Τον κοίταξα απορημένος. Όχι, φίλε μου τι να παθα; Είστε κίτρινος και ιδρωμένος είπε σε άψογα Ελληνικά. Που τα είχε μάθει; Τον ρώτησα. Είμαι γεννημένος στην Ελλάδα, σπουδάζω γιατρός, απάντησε περήφανα. Κάνε τη δουλειά σου, του απάντησα σκοτισμένος.Γύρισα λοξά στη θέση μου, προσπαθώντας να καταλάβω που βρισκώμασταν. Τρέχαμε πάνω στην Πατησίων, κοντά  στην πλατεία Αμερικής. Κόντευα να φτάσω στον προορισμό μου, σε  δέκα λεπτά θα έφτανα στο τέρμα. Η ώρα είχε περάσει με τις σκέψεις μου πάνω στην υπεράσπιση του φονιά. Πράγματι, σε λίγο κατέβηκα παρέα με τον μαύρο γιατρό που με κοίταξε ακόμα μια φορά κουνώντας το κεφάλι του με συμπόνια. Γιατί με συμπονούσε; θέλησα να τον ρωτήσω αλλά το απέφυγα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, το σπαστικό ψιλόβροχο συνέχιζε αμείωτα τη δουλειά του. Περπάτησα προς την οδό Λήθης. Ήταν ένα στενό δρομάκι που πάντα με βαζε σε σκέψεις γιατί το ονόμασαν έτσι. Γιατί να υπάρχει ένας δρόμος με αυτό το όνομα; Οδός λησμονιάς δηλαδή. Μπορεί να το έβγαλαν έτσι οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τον θάνατο, σκέφτηκα βαδίζοντας κατα εκεί. Είχα νε έρθω εδω δεκαπέντε χρόνια. Εδώ είναι το πατρικό μου σπίτι. Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα και παντρεύτηκα. Με συγκίνηση άνοιξα την εξώπορτα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία. Περπάτησα στην αυλή, έκλεισα την ομπρέλα, η βροχή δυνάμωσε αλλά δε με ένοιαξε. Χοντρές σταλαγματιές κύλισαν στο πρόσωπο, στα ρούχα, στα μαλλιά. Περίμενα λίγο, λες και ήθελα να βραχώ περισσότερο, ανακάτεψα τα μαλλιά μου, που είχαν ασπρίσει απ΄τα βάσανα. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, μετά από τόσα χρόνια θα άνοιγε; Το στριφογύρισα σπασμωδικά, έσπρωξα την πόρτα, μπήκα στο διάδρομο. Σκοτάδι. Έψαξα τον διακόπτη ν ανάψει φως, τρελός είσαι σκέφτηκα πως θα ανάψει το φως; Αφού το ρεύμα είναι κομμένο δεκαπέντε χρόνια; Ψηλάφησα προς το σαλόνι αριστερά- δεξιά, σκόνταψα σε μια καρέκλα ή κάτι τέτοιο. Ανασηκώθηκα, ήξερα τα μονοπάτια, σπίτι μου ήταν. Πήγα στο παράθυρο και με δυσκολία το άνοιξα. Άνοιξα και τα παντζούρια. Το φως μιας λάμπας του Δήμου που έκαιγε στην αυλή, όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεββάτι ήταν ακόμα άστρωτο, με τα αιματοκυλισμένα σεντόνια. Μόνο η σκοτωμένη γυναίκα μου έλειπε.

ΤΕΛΟς

 

 

 

 

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

ΚΌΚΚΙΝΟ ΣΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ.

 

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

 

Απόγευμα Πέμπτης ήταν και δεν είχα καμιά διάθεση να ζωγραφίσω. Έτσι πήρα τους δρόμους και γύριζα άσκοπα. Ανέβηκα την Σκουφά, προς το Κολωνάκι, ενώ κόσμος πολύς διάβαινε, πέρα-δώθε αλλά εγώ δεν τους έβλεπα. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά, δεν είναι τίποτε, απλώς δεν χρειάζεται να τους βλέπεις ιδιαίτερα εγώ, που είχα κατά ου χιλιάδες πρόσωπα που ζωγράφιζα τόσα χρόνια.
Ο ζωγράφος είπα μέσα μου, δεν είναι πάντα χρώματα, σχέδια και πινέλα. Είναι πάνω απ όλα σκέψη. Είναι ιδέα. Κι εγώ που πλησίαζα τώρα τα πενήντα, όλο πιο συχνά έκανα απολογισμό, τι έκανα , τι θα κάνω  για την προσφορά μου στο ανθρώπινο είδος. Απογοητευμένος δεν έπρεπε να ήμουν, ίσα-ίσα η φύση με προίκισε με αυτό το χάρισμα αλλά ούτε και μπορούσα να της το ανταποδώσω. Ένιωθα ελαφρά ανήμπορος γι’ αυτό. Όσο για την ίδια μου την εφήμερη ζωή, λεφτά δεν είχα κάνει πολλά, ούτε καμιά σπουδαία καριέρα αλλά ζούσα καλά εγώ και η οικογένεια μου, η γυναίκα μου, η Στέλλα, τα δυο μου παιδιά μεγάλα τώρα πια, ταχτοποιημένα.
Φτάνοντας στην πλατεία Κολωνακίου σκέφτηκα να καθίσω κάπου , να πιω μια μπύρα ή έναν καφέ. ΤΟ αλκοόλ το απέφευγα συνήθως επειδή κάνει κακό στην διαύγεια της σκέψης ιδιαίτερα εν ώρα εργασίας αλλά  μια μπυρίτσα που και που την  έπινα. Έτσι αποφάσισα να πιω μια μπύρα, λίγο  παραπάνω απ’ την πλατεία  σε ένα σνακ-μπαρ. Κάθισα λοιπόν ,παράγγειλα την μπύρα μου και την έπινα συνεχίζοντας να σκέφτομαι σκόρπια για την ζωή μου.
Απέναντί μου, μετά από λίγο ήρθε και κάθισε ένας νεαρός. Ή καλύτερα, ένας ωραίος νεανίας. Βολεύτηκε με σίγουρες κινήσεις στο τραπέζι του, έριξε μια ματιά ανωτερότητας στο γύρο. Παράγγειλε ουίσκι ή βότκα. Δεν θυμάμαι. Πάντως φαινόταν να απολαμβάνει το ποτό του και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν ξέρω γιατί αλλά το μέσα τους δεν μου άρεσε. Μάλλον , για να λέω αλήθειες ένιωσα κάποιον αόριστο φόβο. Έναν παράξενο φόβο χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος.
Στην πρώτη ανταλλαγή της ματιάς, διέκρινα κάτι υποτιμητικό και ενοχλημένος γύρισα πίσω  απ’ την πλάτη μου, μήπως κοιτάζει κάποιον άλλον. Πίσω μου όμως δεν ήταν κανείς. Άρα, εμένα κοίταζε έτσι. «Δε βαριέσαι» συλλογίστηκα. «Ποιος ξέρει τι προβλήματα να έχει» και δεν έδωσα συνέχεια. Εγώ, έτσι κι αλλιώς δεν τον ήξερα. Τι μπορεί να ζητούσε από μένα ένας άγνωστος νεανίας; Και μάλιστα τόσο ωραίος;
Ήμουν λίγο σκόρπιος αλλά δεν ξέρω γιατί, μου άρεσε η ώρα και σαν είδα να αδειάζει η μπύρα, παράγγειλα μια δεύτερη και πίνοντας ξέχασα για λίγο τον νεαρό. Όχι όμως για περισσότερο από δυο-τρία λεπτά. Τα μάτια μας συναντήθηκαν πάλι όσο κι αν προσπάθησα να το αποφύγω. Δεν γινόταν. Ήταν ακριβώς απέναντί μου και το βλέμμα του, συνέχιζε να είναι υποτιμητικό και ταυτόχρονα ειρωνικό. Πάλι εγώ είπα να μην δώσω σημασία, ούτε ιδιαιτερότητα. Σκεφτόμουν βέβαια, τι διάολο να ήθελε, εγώ ομοφυλόφιλος δεν ήμουν, ούτε έμοιαζα αλλά ούτε κι αυτός, παρ’ ότι ήταν ένας πανέμορφος νεανίας.
-Τι θέλεις; Του έγνεψα με το βλέμμα, δεν μίλησα, ούτε αυτός. «Θα σου πω σε λίγο» έγνεψε με ανάλογο βλέμμα και το ύφος του είχε αρχίσει να γίνεται σκοτεινό.
Κανονικά έπρεπε να φοβηθώ. Έπρεπε να σηκωθώ να φύγω και το σκέφτηκα… αλλά, τι διάολο, έτσι θα το έβαζα στα πόδια; Εγώ δεν θυμάμαι να είχα βλάψει κανέναν  γι αυτό ούτε και φοβόμουν. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας με το σκοτεινό βλέμμα, παράγγειλε ένα ποτό ακόμα. Ουίσκι ή βότκα, δεν θυμάμαι. Ύστερα, κρατώντας το ποτήρι στο χέρι του, ήρθε στο τραπέζι μου.
-Στην υγειά σου, μου είπε τείνοντας το ποτήρι.
Αμήχανος, τσούγκρισα.
-Εσύ δεν είσαι ο Τσιβγήρας;. Ο Βασίλης Τσιβγήρας ο ζωγράφος;;
-Εσύ ποιος είσαι; Αντιρώτησα γνέφοντας ναι.
-Καραβατζίδης Αντώνιο.
-Χαίρω πολύ, ακολούθησα το σκοτεινό του ύφος. Και τι θέλεις ;
-Χρειάζεται να θέλω κάτι; Με περιέπαιξε, μισογελώντας ψεύτικα.
-Είναι σίγουρο ότι κάτι θέλεις αλλά τι;
-Λοιπόν, έκανε με απειλητικό ύφος τώρα, θέλω να ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα.
-Γιατί θα πεθάνω;
-…θα ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα με το αίμα μου, συνέχισε απτόητος. Θα έρθω στο εργαστήριο σου αύριο το βράδυ. Θα ανοίξω τις φλέβες μου, έχω καλό αίμα και με αυτό θα φτιάξεις ότι θα σου πω. Ύστερα θα σε σκοτώσω.
-Ελπίζω να μην μιλάς σοβαρά, προσπάθησα να ελαφρύνω την κατάσταση.
-Μιλάω πολύ σοβαρά. Αύριο το βράδυ θα είμαι στο εργαστήρι σου να με περιμένεις.
Κοίταξα γύρω μου ψιλοαναστατωμένος. Κόσμος αρκετός υπήρχε, δεν ήμουν μόνος, κάποιος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας είχε σηκωθεί.
-Σύμφωνοι; Με ρώτησε κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια και καθώς εγώ δεν απαντούσα, αποχώρησε με στητά, όρθια βήματα.
 Τον παρακολούθησα με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε στην γωνία. Εξαφανίστηκε. «Άλλο και τούτο..» μονολόγησα και τσιμπήθηκα λίγο να δω αν ήμουν ξύπνιος, πετάζοντας μπρος και έξω το κάτω χείλος απορημένος.
-Να σου πω… πήγα να μιλήσω στο γκαρσόνι.
-Παρακαλώ.. ρώτησε ευγενικά.
Τι να του έλεγα;
-Μου φέρνεις μια μπύρα ακόμα, ψέλλισα πραγματικά σαν να μην άκουγα ούτε εγώ την φωνή μου.
-Αμέσως, απάντησε.
Μου έφερε την μπύρα, την ήπια και ψιλοσυνήλθα. Δεν γαμιέται, σκέφτηκα. Ένας τρελός νεανίας ήταν και τίποτα παραπάνω. Σιγά μην ερχόταν αύριο στο εργαστήρι. Ποιος ξέρει πόσοι ανόητοι κυκλοφορούν και μάλιστα Καραβατζίδηδες.
-Καραβατζίδης; αναρωτήθηκα δυνατά
-Τι είπατε; Πετάχτηκε το γκαρσόν, ενώ μερικοί θαμώνες με κοίταζαν παράξενα.
-Τίποτα, ψέλλισα ωχρός. Τι σας χρωστάω, συνέχισα σύγκριος και αφού πλήρωσα κατηφόρισα την Σκουφά, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. «Ώστε Καραβατζίδης» μονολόγησα φτάνοντας έξω από το σπίτι μου στα Εξάρχεια. «Από τον Καραβάτζιο. Τον υποχθόνιο συνάδελφο της Αναγέννησης, που είχε διαπράξει και φόνο»! Ανοίγοντας την πόρτα, σκέφτηκα πως μπορεί να έλεγε αλήθεια. Άρα, έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, να προφυλαχτώ.

Η επόμενη μέρα, ήταν Παρασκευή. Μαύρη Παρασκευή. Μοιρολάτρης δεν ήμουν ούτε προκαταλήψεις έχω αλλά σκοτεινός ο νους του ανθρώπου, σκοτεινό το παρελθόν και το μέλλον. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι έπρεπε να κάνω. Να πήγαινα στην Αστυνομία; Είχα έναν φίλο, μικρομπάτσο δηλαδή στο τμήμα των Εξαρχείων αλλά τι να τους έλεγα; Μάλλον θα γελούσαν μαζί μου. Θα με έπαιρναν για ασόβαρο. Πως ζυγιάζω από την ελαφριά.
Ο Καραβατζίδης το πανέμορφο τέρας, είχε πει πως θα ερχόταν το βράδυ. Και εντάξει, σκέφτηκα, πες πως ήρθε  Θ άνοιγε τις φλέβες του κι εγώ θα ανακάτωνα την παλέτα μου με αίμα και χρώμα. Τι θα ζωγράφιζα; Κι έπειτα ένας πίνακας θέλει μέρες ,μήνες και χρόνια για να τελειώσει…αυτός πότε θα με σκότωνε; Εγώ μπορούσα να μην τελειώσω ποτέ τον πίνακα, άσε που αυτός μπορούσε να πεθάνει από αιμορραγία!
Με αυτή την σκέψη έφτασα κατά τις δώδεκα-δωδεκάμισι στο εργαστήρι. Έφτιαξα καφέ, άναψα την πίπα μου, φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς. Κάθισα μπροστά στο καβαλέτο όπου είχα μισοτελειωμένο το πορτρέτο ενός Δημάρχου. Πεθαμένος ήταν αλλά η παραγγελία είχε δοθεί από εναπομείναντες συγγενείς.. Ήταν μια καλοπληρωμένη δουλειά.
Πήρα τα σωληνάρια με τα χρώματα, τοποθέτησα τα βασικά στην παλέτα, κόκκινο, κίτρινο μπλε, δίπλα-δίπλα. Παραδίπλα, ώχρα και λευκό. Ανακάτεψα κόκκινο ώχρα λίγο κίτρινο και λευκό. Τα χρώματα της σάρκας. Αυτά ολοκληρώνουν την σάρκα. Εγώ συνήθως, πρόσθετα λίγο μπλε. Ελάχιστο. Στην ουσία πράσινο αλλά αφού υπήρχε το κίτρινο το χρώμα της σάρκας γινόταν όπως ήθελες αλλά όταν ζωγραφίζεις, το δύσκολο είναι στην αρχή, μέχρι να πιάσεις τον ρυθμό, το νόημα  γιατί ζωγραφίζεις και για ποιον, τις ελαχιστότατες αποχρώσεις. Κάθε μια πινελιά πρέπει να είναι προσεκτική. Αλλιώτικα θα διορθώνεις συνέχεια. Κι αυτό δεν μου άρεσε ποτέ, πόσο μάλλον τώρα. Ασυγκέντωτος καθώς ήμουν ακόμα,μια τέτοια αδέξια πινελιά, μου ξέφυγε στην αριστερή παρειά του Δημάρχου. Μισοβλαστήμησα προσθέτοντας λίγο άσπρο για να δώσω τον τόνο του εξογκώματος. Τραβήχτηκα λίγο πίσω, μισόκλεισα το μάτι να δω το αποτέλεσμα. Μου φάνηκε πως το δεξιό ζυγωματικό ήταν έτοιμο να πεταχτεί έξω. «Θα το διορθώσω» ηρέμησα ανακατεύοντας πάλι τα χρώματα της σάρκας στην παλέτα μου. Έτσι, σιγά-σιγά, ίνα την ίνα διόρθωνα την φάτσα του Δημάρχου, σύμφωνα με την φωτογραφία που είχα τσιτωμένη πάνω στον καμβά. Η ώρα περνούσε κι εγώ καρφωμένος στη δουλειά και στα πινέλα μου, έπιασα τον ρυθμό που ήθελα.
Τώρα οι αποχρώσεις του φωτός πάνω στον καμβά, στο πρόσωπο του Δημάρχου, έτρεχαν ασταμάτητα. Δούλευα πυρετωδώς. Τραβιόμουν πίσω, διόρθωνα τις λεπτομέρειες, αφουγκραζόμουν την οσμή ενός πεθαμένου ανθρώπου, καταλάβαινα ποιος ήταν τι είχε κάμει, είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα πορτρέτο, όχι με αφέλεια, στα θολά, στο πρόσωπο πρέπει να διαφαίνεται το μέσα, η ψίχα, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Κάποια στιγμή, κουρασμένος τα παράτησα για λίγο.
Στο εργαστήρι φρόντιζα να υπάρχουν πάντα φρούτα. Πάνω στον πάγκο μια φρουτιέρα δέσποζε του χώρου, για τις νεκρές φύσεις, κορόιδευα τον εαυτό μου, γεμάτη από δαμάσκηνα, σταφύλια της οργής, σύκα της Ιουδαίας, μήλα του Αδάμ, πορτοκάλια, ανάλογα την εποχή. Στα μεσοδιαστήματα της δουλειάς, έπαιρνα ένα φρούτο και το έτρωγα για ν αλλάξει η γεύση από το κωλοτσιμπούκι που το έκανε φαρμάκι.
Έτσι και σήμερα.
Πήρα ένα μήλο και το μαχαίρι να το καθαρίσω, ενώ εξέταζα το πορτρέτο με μάτι μισό όπως κάνουμε εμείς οι ζωγράφοι. Απρόσεχτος καθώς ήμουν μου ξέφυγε μια μαχαιριά, κάτω από την φλούδα του μήλου κι έσκαψε βαθιά τον αριστερό δείχτη. Το αίμα μου πετάχτηκε, πιτσίλισε το πορτρέτο, το δάπεδο. Νευριασμένος ακούμπησα το μήλο και το μαχαίρι στο γραφείο. Πήρα μια χαρτοπετσέτα, την τύλιξα γύρω από τον δείχτη να σταματήσει το αίμα. Και κοίταζα μια το αίμα μια τα πινέλα. Ξαφνικά, ασυλλόγιστα, βούτηξα τα πινέλα κι άρχισα να δουλεύω τις πιτσιλιές του φρέσκου αίματος πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, μπέρδεψα την ώχρα, το κίτρινο, το λίγο μπλε με το πραγματικό κόκκινο, το κόκκινο του αίματος το κόκκινο της  φωτιάς, το κόκκινο του ήλιου όταν βασιλεύει πίσω από τα μπλε απογευματινά βουνά, δε φαινόταν τίποτε, δεν άλλαζε τίποτε, κανείς δεν θα καταλάβαινε το αίμα μου πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, πάνω στο πρόσωπο μιας εξουσίας, που βρισκόταν απέναντι σε μια άλλη εξουσία, αίμακυλούσε, αίμα έτρεχε από τον δείχτη η σχισμή ήταν βαθιά, κι εγώ με το πινέλο στο δεξί αντίχειρα και δείχτη μάζευα λίγο-λίγο το αίμα που στέρευε, σκούπιζα το ιδρωμένο μου πρόσωπο, κοίταζα τις ανταύγειες του αιμάτου και μαρμάρωνα, σκότωνα τις μικρές θελήσεις των ανθρώπων., τίποτα δεν άλλαζε ζωγραφίζοντας τον κόσμο με το αίμα, ίσα-ίσα το πρόσωπο του Δημάρχου, το πρόσωπο το δικό μου και το πρόσωπο του Καραβατζίδη, έμπλεκαν σε μια ωραία συμφωνία, ίσως Εαρινή, μπορεί και Καλοκαιρινή, πάντως πάνω στον καμβά, το αίμα δεν φαινόταν, μόνον οι Χημικοί και οι αναλυτές πινάκων μπορεί να το καταλάβαιναν αλλά αυτό θα γινόταν αργότερα. Πολύ αργότερα. Όταν εγώ θα είχα πεθάνει.

ΤΕΛΟΣ

 

 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

ΑΠΌ ΣΥΝΉΘΕΙΑ ΗΛΊΘΙΟΣ!

 

Μωρέ μαλάκα, για να υπάρξεις καλύτερος των πραγμάτων πρέπει να μη συνεχίζεις να είσαι κομπλεξικός. Βγες απ το καβούκι σου, μη κρύβεσαι, πες μερικά πράγματα όπως είναι, πες ότι παίζεις μαλακία πρωί, μεσημέρι, βράδυ, δεν είναι και κακό να ομολογήσεις πως είσαι δολοφόνος του ωραίου, πως είσαι άπληστος, τότε μπορεί να μη σε κακοκαρδίσουμε, παρ ότι συνεχίζουμε να αντιπαθούμε τους καθ έξιν ηλίθιους.
Διάβασα τον Γουίτ πολύ μικρός, Κάρυλ Τσέσμαν. Ποιος να τον ξέρει. Μωρέ μαλάκα, είδες πως μπορείς να γίνεις αντιπαθής; είδες ότι ο κόσμος είναι κάτι άλλο τελικά απ αυτό που νομίζεις; απ αυτό που έχεις μέσα στο μουνή σου; είναι όντως εκπληκτικό να γυμνάζεις τους μύες σου, συμφωνώ ο χρόνος σου αρχίζει από τώρα!
Τώρα που θ αρχίσεις ν αρθρώνεις, φοβερό το αρθρώνεις; τρία-τέσσερα σύμφωνα στη σειρά, υπάρχουν κάποιοι που μας συνπάθησαν για την ωραία μύτη μας-ωραίο τον συν και τα λοιπά, μόνο ο Κατσίκας και ο Δήμου Χρήστος έπαιζαν ωραία μπάλα, η κυρία Ιωάννα υπήρξε ή υπάρχει ωραία, δύσκολο να είσαι ή να γεννήθηκες ωραίος χωρίς εναντιότητα; χωρίς μια πράξη; χωρίς να υποθέσουμε πόσο βάναυσος είναι ο χρόνος της ομορφιάς και της καλότητας; γιατί χωρίς καλότητα δεν υπάρχει ομορφιά, ότι και να μου πεις. Τα χαραχτηριστικά του ωραίου δεν κρύβονται πίσω από καμιά μάσκα, τι θέλω να σου πω ρε; βγες απ το καβούκι σου, πες μερικά πράγματα όπως είναι, ο χρόνος σου μετράει από τώρα, μαζί κουβεντιάζουμε όσο κι αν νομίζεις πως δε σε ξέρω.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Η ΑΓΡΙΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΊΑΣ

 

Εδώ που ήταν κάποτε νεραϊδοφωλιές
Τώρα κρώζουν γεράκια.
Ρήμωσαν και τα Εξάρχεια. Στην Καλλιδρομίου μόνο κάτι μαύροι ανειδίκευτοι σέρνουν στα καροτσάκια τους ότι τσίγκινο και μαζί τα πτώματα των λευκών όπως στην κατοχή. Απάνω στο λόφο του Στρέφη μόνο Αλβανοί παίζουν τόπι και κάτι Αρμένιοι κάθε απόγευμα αράζουν το αυτοκίνητο τους καπνίζοντας ομαδικά μπάφο.
Ονειρεύονται των Ελλήνων τον τάφο.

 Η αγριότητα της ησυχίας. Κάθε Αύγουστο αυτοί που μένουμε πίσω λέμε τα ίδια τετριμμένα πράγματα. Άδειασε η Αθήνα, πιο άδεια δεν ήταν ποτέ, που πήγαν όλοι; Που τα βρίσκουν τα λεφτά και πάνε διακοπές...χαχαχα! κανένας δεν ξέρει πως οι Έλληνες πάντα έχουν- οι μισοί τουλάχιστον.
Η αγριότητα της ησυχίας μ αρέσει και δε μ αρέσει γιατί όταν κυκλοφορείς σε μέρη πολυσύχναστα και τα βλέπεις έρημα σου κάνει ένα κλικ αλλιώτικο, πολλοί λένε πως τους αρέσει, εμένα δεν μπορώ να πω πως με συναρπάζει, μια ζωή μέσα στον κόσμο αν ήθελα να γίνω ερημίτης θα πήγαινα σε κανένα ξωκκλήσι... φτου! φτού!
Γιατί να σου αρέσει η έρημη Αθήνα;
Αφού είμαι εδώ, ανοίγω τα χρώματα μου στο εργαστήρι και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη σύνθεση της ντυστοπίας, οπότε μέσα στην αγριότητα του κόσμου μπαίνει ένας Βούλγαρος και με ρωτάει αν μπορεί να μου πει κάτι για την γυναίκα του που τον παράτησε με ένα παιδί στην πλάτη.
Τον κοιτάζω με σουβλερή αθωότητα.
-Όχι, του λέω δεν μπορείς να μου πεις τίποτα για τη γυναίκα σου που σε παράτησε.
-Μια μπύρα έχει; μου λέει παρακαλώντας.
Του δίνω μια μπύρα αμίλητος. Αυτός φεύγει και μου αφήνει ανοιχτή τη σήτα που έχω βάλει στην πόρτα για τα γαμοέντομα. Δεν τον κυνηγάω να του πάρω τη μπύρα πίσω. Πάω και κλείνω ήσυχα τη σήτα και επιστρέφω στην αγριότητα της dystopia. Κάπως έτσι είναι τον Αύγουστο η Αθήνα της ερημιάς.

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...