Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

ΈΝΑ ΔΙΉΓΗΜΑ ΠΟΥ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΆΣΕΤΕ

 

 ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ –ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕ ΜΙΑ ΒΟΤΚΑ

 

Χτες δεν είχα καμιά διάθεση να κοιμηθώ.Πως είναι μερικές φορές που δε μας παίρνει ο ύπνος;Κουλουριάστηκα από νωρίς με τις κουβέρτες, προσπάθησα να μετρήσω προβατάκια, όπως έκανα όταν ήμουν παιδί, να θυμηθώ με πόσες γυναίκες πηγα, να ξεχαστώ μαζί τους σε ένα ζωντανό όνειρο, να διαβάσω ένα βιβλίο, του αγαπημένου Καμί, ξεσκάλισα και μια Ερση Σωτηροπούλου αλλά φεύ! Ύπνος πουθενά να με κολλήσει. Πέταξα νευριασμένος τις κουβέρτες, σηκώθηκα στο σαλόνι, άνοιξα την τηλεόραση και την ξανάκλεισα. Αηδίες, όλο τα ίδια και τα ίδια. Έβαλα ένα ποτό. Μια βότκα ή τζίν, δε θυμάμαι. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα, το τσιγάρο μου ρούφηξε τα σωθικά, άνοιξα όλα τα φώτα. Ήθελα φως σαν και το ημίφως με τρόμαζε-τί ήθελα εγώ σ΄αυτό το σπίτι; Την έχω πατήσει πολλές φορές έτσι μα τούτη μου φαινόταν χειρότερη, δε θα τη γλίτωνα την ξαγρύπνια. Τίποτα δε μου άρεσε, δε με χωρούσε ο τόπος. Κατέβασα τη Βότκα ή το τζιν, δε θυμάμαι αν έβαλα άλλο. Ντύθηκα βιαστικά, έβαλα την ωραία μου καπαρτίνα, χρόνια την έχω στη ντουλάπα μου, δεν αγοράζεις εύκολα καπαρτίνες κι ο κούκος χτύπησε δώδεκα. Κοίταξα τους δείχτες με υποψία μήπως μου λένε ψέμματα, πήγα στην τουαλέτα. Το ύφος μου στον καθρέφτη δεν έλεγε ψέμματα: δεν αγαπούσα τον εαυτό μου. Μερικές φορές μου έφταιγε πολύ. Τσαλάκωσα το προσωπείο μου, η μουσική του Βιβάλντι σκόρπισε τα ψέμματά μου στον αέρα. Που θα πήγαινα; Σκέφτηκα τους φίλους στο πιάνο μπαρ του Χαρώνδα αλλά αμέσως μετάνιωσα. Δεν ήθελα να δω τις φριχτές τους φάτσες, τις πεθαμένες καλησπέρες, τα ανούσια αντρικά φιλιά που γαντζώνουν τα γένια, πάλι αξύριστος ήμουν αλλά μου πήγαινε. Αντροπαρέες, νυχτερινές, ποτό, ξεφτίλα, χαμόγελα και υστερικές απόψεις γυναικείων φιγούρων στο διπλανό κι απέναντι τραπέζι. Όχι, δε θα πήγαινα εκεί. Ωραία θα ήταν να περπατήσω, κοίταξα τον καιρό, έτοιμος να βρέξει. Ξέσφιξα τη γραββάτα, παρα ήταν σφιγμένη αλλά μου πήγαινε. Πάντα φοράω γραββάτα, δεν μπορώ χωρις αυτή, συνήθεια του επαγγέλματος, δικηγόρος γαρ, παρ΄Αρείω Πάγο. Ξεσκόνισα προσεκτικά τα παπούτσια μου, λουστρίνι πανάκριβο να γυιαλίζεις το μάτι σου πάνω τους. Αυτό το αντανακλαστικό μαύρο δε με ενοχλούσε, μια ευχαρίστηση μου έδινε, δεν ξέρω πως. Τα ξανακοίταξα, εντάξει ήταν τα παπούτσια μου, το πανταλόνι όμως είχε μια ατέλεια στην τσάκιση. Σκέφτηκα να το αλλάξω αλλά μετάνοιωσα. Ποιός έβγαζε παπούτσια, δυστυχώς έχουν κορδόνια, πάντα βαριόμουν τα κορδόνια κι όλο μ΄αυτά έμπλεκα και δυσανασχέτησα με το μυαλό μου γι΄αυτές τις άδικες πράξεις. Έρριξα μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη, πάλι ψέμματα μου έλεγε. Τον κοίταξα με μίσος, έτοιμος να τον σπάσω ήμουν αλλά την γλίτωσε. Αστραπιαία είχα σκεφτεί, τις συνέπειες. Σπασμένα κομματάκια γύρω-γύρω, ποιος θα τα μάζευε; Άρα, λοιπόν δε θα πήγαινα στο πιάνο μπαρ. Αυτή η μαύρη με την κιθάρα στο ψηλό σκαπό, ωραία ήταν να την ξανακουγα, ψιλομπερδεύτηκα αλλά πάλι οι σκουριασμένες φάτσες των ανικανοποίητων φίλων μου, σφράγισε την απόφαση. Όχι δε θα πήγαινα εκεί. Τόσα μέρη έχει η Αθήνα, τι διάολο. Με τη σκέψη αυτή, άφησα όλα τα φώτα αναμμένα, οι κλέφτες φοβούνται το φως και βγήκα διπλοκλειδώνοντας όλες τις πόρτες. Κατέβηκα με το ασανσέρ, αιώνας μου φάνηκε μέχρι να πιάσω πάτο. Αυτό το ασανσέρ είναι σπαστικό. Πάει τόσο αργά που μου θυμίζει σαλίγκαρο. Κοίταζα το ταβάνι του, τον καθρέφτη δεν ήθελα να τον αντιμετωπίσω-τι τους θέλουν τους καθρέφτες στα ασανσέρ; Μένω και στο ρετιρέ, τι το ήθελα αφού βαριέμαι τα ύψη; Άλλο και τούτο. Να φοβάσαι τα ύψη και να μένεις σε ρετιρέ στον όγδοο όροφο. Σαδομαζοχιστικό. Μόνος στο ασανσέρ, είναι μια υποψία θανάτου. Επιτέλους όμως κατέβηκα. Ψυχή. Όλοι κοιμούνται; Τα σκαρπίνια μου ήχησαν στο κενό του χώρου στα πολυτελή πλακάκια της εισόδου. Βγήκα στον αέρα. Ένα ψιλόβροχο, σιγανό, εκνευριστικό, με υποδέχτηκε. Μπροστά στο γκαράζ είχα παρκαρισμένη την γαλάζια σιτροέν μου, την λάτρευα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, την κοίταξα, όχι δε θα την έπαιρνα, θα ταξίδευα αλλιώς και στο νου μου ήρθε εκείνος ο νεαρός που είχα αναλάβει την υπόθεσή του. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα του την ώρα που την βρήκε αγκαλιά με τον εραστή της. Ξεκίνησα να περπατάω στον έρημο δρόμο, τι στο διάολο, γιατί σκοτώνονται οι άνθρωποι για τέτοια ηλίθια πράγματα; Βγήκα στην πλατεία Μεσσολογγίου, το σπίτι μου είναι στο Παγκράτι. Είχε λίγο κόσμο που αραίωνε καθώς πλησίαζε μία. Μία βραδυνή. Προλάβαινα το τελευταίο τρόλευ. Στο τσακ .  Στην είσοδο  κατάφερα να μη μου ξεσκιστεί η καπαρτίνα μου. Μπήκα μέσα στο τελευταίο τρόλευ, Παγκράτι-Κολιάτσου. Άρα, ήξερα που πήγαινα.

Μπήκα στο τρόλευ με συνοφρυωμένα μάτια. Πέντε-έξι Αλβανοί. Καμιά δεκαριά αραπάδες, τίποτε άλλο. Πόσο καιρό είχα να μπω σε τρόλευ; Δε θυμάμαι, κάθισα γυρισμένος προς τα πίσω, ενω η ζωή μου πήγαινε μπροστά. Είναι μυστήριο να είσαι γυρισμένος προς τα πίσω, ποτέ δε μου άρεσε και τη νύχτα είναι ακόμα χειρότερα, τα φώτα στριφογυρίζουν στο μυαλό σου και είναι σαν να κάνεις ανασκαφές στο παρελθόν. Για να ξεφύγω απ΄τη μιζέρια του εαυτού μου, μέχρι να έφτανα σε εκείνο το σπίτι που είχε γίνει το φονικό, ξανασκέφτηκα την ιστορία και προσπάθησα να βγάλω, τρόπους να υπερασπιστώ τον κατηγορούμενο.Τι να υπερασπιστώ; έναν άνθρωπο που σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή πήγε με άλλον; Ελαφρυντικά, εκτός από τον έντιμο πρότερο βίο, δεν υπήρχαν. Ας πούμε και ο βρασμός ψυχής. Ο βρασμός ψυχής. Τι είναι η ψυχή; κάτι που βράζει μες στο σώμα που είναι η κατσαρόλα της; Τέλος πάντων ο φόνος δεν ήταν εκ προμελέτης και ο εραστής είχε καταφέρει να την σκαπουλάρει με μια σφαίρα φυτεμένη στον ώμο. Ήθελες να τον σκοτώσεις κι αυτόν; τον είχα ρωτήσει. Όχι,μου απάντησε. Αυτός δε μου φταιγε. Αυτή η σκύλα η γυναίκα μου ήταν λυσσάρα, το καταλάβαινα απ΄τον τρόπο που έκανε έρωτα μαζί μου. Ήταν αχόρταγη κυρ-Δικηγόρε, ριχνόταν σε όλους τους άντρες. Και αυτός ήταν λόγος να τη σκοτώσεις; γιατι δεν την παρατούσες; είχα απορήσει. Την αγαπούσα, μου απάντησε με στεγνά μάτια. Ήταν όλη η ζωή μου. Ναι, αλλά τώρα θα φας το λιγώτερο δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια στη στενή, το κατάλαβες; του είπα με νεύρα. Την αγαπούσε και τη σκότωσε, σκέφτηκα και το χέρι μου έσφιγγε τη λαβή του πιστολιού μου στη δεξιά τσέπη της καπαρτίνας. Σπάνια το έπαιρνα μαζί μου, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί όταν έχεις σιδερικό στην τσέπη σου. Είχα πάρει άδεια οπλοφορίας, καθότι δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγο. Θυμάμαι πως όταν το είχα πρωτοπιάσει στα χέρια μου, κάποια ανατριχίλα κύλησε στη ραχοκοκκαλιά μου. Ποτέ δε μου άρεσαν τα όπλα. Η βία. Πρόσεξε Δικηγόρε, μου είχε πει ο Αστυνόμος, τα όπλα σκοτώνουν. Είχα αδιαφορήσει για την προειδοποίηση του και τώρα, ταξιδεύοντας μπρός και βλέποντας πίσω τη ζωή μου, η ίδια ανατριχίλα κύλησε σαν κρύο χέλι στη ραχοκοκκαλιά μου. Κοίταξα τους γύρω μου, σα να με εξέταζαν κι αυτοί, βέβαια ξεχώριζα με την καπαρτίνα μου και γενικά απο αυτούς εκεί μέσα κι άφησα τη λαβή του περιστρόφου. Είχα ιδρώσει. Πάθατε κάτι; με ρώτησε ένας μαύρος. Τον κοίταξα απορημένος. Όχι, φίλε μου τι να παθα; Είστε κίτρινος και ιδρωμένος είπε σε άψογα Ελληνικά. Που τα είχε μάθει; Τον ρώτησα. Είμαι γεννημένος στην Ελλάδα, σπουδάζω γιατρός, απάντησε περήφανα. Κάνε τη δουλειά σου, του απάντησα σκοτισμένος.Γύρισα λοξά στη θέση μου, προσπαθώντας να καταλάβω που βρισκώμασταν. Τρέχαμε πάνω στην Πατησίων, κοντά  στην πλατεία Αμερικής. Κόντευα να φτάσω στον προορισμό μου, σε  δέκα λεπτά θα έφτανα στο τέρμα. Η ώρα είχε περάσει με τις σκέψεις μου πάνω στην υπεράσπιση του φονιά. Πράγματι, σε λίγο κατέβηκα παρέα με τον μαύρο γιατρό που με κοίταξε ακόμα μια φορά κουνώντας το κεφάλι του με συμπόνια. Γιατί με συμπονούσε; θέλησα να τον ρωτήσω αλλά το απέφυγα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, το σπαστικό ψιλόβροχο συνέχιζε αμείωτα τη δουλειά του. Περπάτησα προς την οδό Λήθης. Ήταν ένα στενό δρομάκι που πάντα με βαζε σε σκέψεις γιατί το ονόμασαν έτσι. Γιατί να υπάρχει ένας δρόμος με αυτό το όνομα; Οδός λησμονιάς δηλαδή. Μπορεί να το έβγαλαν έτσι οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τον θάνατο, σκέφτηκα βαδίζοντας κατα εκεί. Είχα νε έρθω εδω δεκαπέντε χρόνια. Εδώ είναι το πατρικό μου σπίτι. Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα και παντρεύτηκα. Με συγκίνηση άνοιξα την εξώπορτα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία. Περπάτησα στην αυλή, έκλεισα την ομπρέλα, η βροχή δυνάμωσε αλλά δε με ένοιαξε. Χοντρές σταλαγματιές κύλισαν στο πρόσωπο, στα ρούχα, στα μαλλιά. Περίμενα λίγο, λες και ήθελα να βραχώ περισσότερο, ανακάτεψα τα μαλλιά μου, που είχαν ασπρίσει απ΄τα βάσανα. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, μετά από τόσα χρόνια θα άνοιγε; Το στριφογύρισα σπασμωδικά, έσπρωξα την πόρτα, μπήκα στο διάδρομο. Σκοτάδι. Έψαξα τον διακόπτη ν ανάψει φως, τρελός είσαι σκέφτηκα πως θα ανάψει το φως; Αφού το ρεύμα είναι κομμένο δεκαπέντε χρόνια; Ψηλάφησα προς το σαλόνι αριστερά- δεξιά, σκόνταψα σε μια καρέκλα ή κάτι τέτοιο. Ανασηκώθηκα, ήξερα τα μονοπάτια, σπίτι μου ήταν. Πήγα στο παράθυρο και με δυσκολία το άνοιξα. Άνοιξα και τα παντζούρια. Το φως μιας λάμπας του Δήμου που έκαιγε στην αυλή, όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεββάτι ήταν ακόμα άστρωτο, με τα αιματοκυλισμένα σεντόνια. Μόνο η σκοτωμένη γυναίκα μου έλειπε.

ΤΕΛΟς

 

 

 

 

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

ΚΌΚΚΙΝΟ ΣΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ.

 

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

 

Απόγευμα Πέμπτης ήταν και δεν είχα καμιά διάθεση να ζωγραφίσω. Έτσι πήρα τους δρόμους και γύριζα άσκοπα. Ανέβηκα την Σκουφά, προς το Κολωνάκι, ενώ κόσμος πολύς διάβαινε, πέρα-δώθε αλλά εγώ δεν τους έβλεπα. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά, δεν είναι τίποτε, απλώς δεν χρειάζεται να τους βλέπεις ιδιαίτερα εγώ, που είχα κατά ου χιλιάδες πρόσωπα που ζωγράφιζα τόσα χρόνια.
Ο ζωγράφος είπα μέσα μου, δεν είναι πάντα χρώματα, σχέδια και πινέλα. Είναι πάνω απ όλα σκέψη. Είναι ιδέα. Κι εγώ που πλησίαζα τώρα τα πενήντα, όλο πιο συχνά έκανα απολογισμό, τι έκανα , τι θα κάνω  για την προσφορά μου στο ανθρώπινο είδος. Απογοητευμένος δεν έπρεπε να ήμουν, ίσα-ίσα η φύση με προίκισε με αυτό το χάρισμα αλλά ούτε και μπορούσα να της το ανταποδώσω. Ένιωθα ελαφρά ανήμπορος γι’ αυτό. Όσο για την ίδια μου την εφήμερη ζωή, λεφτά δεν είχα κάνει πολλά, ούτε καμιά σπουδαία καριέρα αλλά ζούσα καλά εγώ και η οικογένεια μου, η γυναίκα μου, η Στέλλα, τα δυο μου παιδιά μεγάλα τώρα πια, ταχτοποιημένα.
Φτάνοντας στην πλατεία Κολωνακίου σκέφτηκα να καθίσω κάπου , να πιω μια μπύρα ή έναν καφέ. ΤΟ αλκοόλ το απέφευγα συνήθως επειδή κάνει κακό στην διαύγεια της σκέψης ιδιαίτερα εν ώρα εργασίας αλλά  μια μπυρίτσα που και που την  έπινα. Έτσι αποφάσισα να πιω μια μπύρα, λίγο  παραπάνω απ’ την πλατεία  σε ένα σνακ-μπαρ. Κάθισα λοιπόν ,παράγγειλα την μπύρα μου και την έπινα συνεχίζοντας να σκέφτομαι σκόρπια για την ζωή μου.
Απέναντί μου, μετά από λίγο ήρθε και κάθισε ένας νεαρός. Ή καλύτερα, ένας ωραίος νεανίας. Βολεύτηκε με σίγουρες κινήσεις στο τραπέζι του, έριξε μια ματιά ανωτερότητας στο γύρο. Παράγγειλε ουίσκι ή βότκα. Δεν θυμάμαι. Πάντως φαινόταν να απολαμβάνει το ποτό του και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν ξέρω γιατί αλλά το μέσα τους δεν μου άρεσε. Μάλλον , για να λέω αλήθειες ένιωσα κάποιον αόριστο φόβο. Έναν παράξενο φόβο χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος.
Στην πρώτη ανταλλαγή της ματιάς, διέκρινα κάτι υποτιμητικό και ενοχλημένος γύρισα πίσω  απ’ την πλάτη μου, μήπως κοιτάζει κάποιον άλλον. Πίσω μου όμως δεν ήταν κανείς. Άρα, εμένα κοίταζε έτσι. «Δε βαριέσαι» συλλογίστηκα. «Ποιος ξέρει τι προβλήματα να έχει» και δεν έδωσα συνέχεια. Εγώ, έτσι κι αλλιώς δεν τον ήξερα. Τι μπορεί να ζητούσε από μένα ένας άγνωστος νεανίας; Και μάλιστα τόσο ωραίος;
Ήμουν λίγο σκόρπιος αλλά δεν ξέρω γιατί, μου άρεσε η ώρα και σαν είδα να αδειάζει η μπύρα, παράγγειλα μια δεύτερη και πίνοντας ξέχασα για λίγο τον νεαρό. Όχι όμως για περισσότερο από δυο-τρία λεπτά. Τα μάτια μας συναντήθηκαν πάλι όσο κι αν προσπάθησα να το αποφύγω. Δεν γινόταν. Ήταν ακριβώς απέναντί μου και το βλέμμα του, συνέχιζε να είναι υποτιμητικό και ταυτόχρονα ειρωνικό. Πάλι εγώ είπα να μην δώσω σημασία, ούτε ιδιαιτερότητα. Σκεφτόμουν βέβαια, τι διάολο να ήθελε, εγώ ομοφυλόφιλος δεν ήμουν, ούτε έμοιαζα αλλά ούτε κι αυτός, παρ’ ότι ήταν ένας πανέμορφος νεανίας.
-Τι θέλεις; Του έγνεψα με το βλέμμα, δεν μίλησα, ούτε αυτός. «Θα σου πω σε λίγο» έγνεψε με ανάλογο βλέμμα και το ύφος του είχε αρχίσει να γίνεται σκοτεινό.
Κανονικά έπρεπε να φοβηθώ. Έπρεπε να σηκωθώ να φύγω και το σκέφτηκα… αλλά, τι διάολο, έτσι θα το έβαζα στα πόδια; Εγώ δεν θυμάμαι να είχα βλάψει κανέναν  γι αυτό ούτε και φοβόμουν. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας με το σκοτεινό βλέμμα, παράγγειλε ένα ποτό ακόμα. Ουίσκι ή βότκα, δεν θυμάμαι. Ύστερα, κρατώντας το ποτήρι στο χέρι του, ήρθε στο τραπέζι μου.
-Στην υγειά σου, μου είπε τείνοντας το ποτήρι.
Αμήχανος, τσούγκρισα.
-Εσύ δεν είσαι ο Τσιβγήρας;. Ο Βασίλης Τσιβγήρας ο ζωγράφος;;
-Εσύ ποιος είσαι; Αντιρώτησα γνέφοντας ναι.
-Καραβατζίδης Αντώνιο.
-Χαίρω πολύ, ακολούθησα το σκοτεινό του ύφος. Και τι θέλεις ;
-Χρειάζεται να θέλω κάτι; Με περιέπαιξε, μισογελώντας ψεύτικα.
-Είναι σίγουρο ότι κάτι θέλεις αλλά τι;
-Λοιπόν, έκανε με απειλητικό ύφος τώρα, θέλω να ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα.
-Γιατί θα πεθάνω;
-…θα ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα με το αίμα μου, συνέχισε απτόητος. Θα έρθω στο εργαστήριο σου αύριο το βράδυ. Θα ανοίξω τις φλέβες μου, έχω καλό αίμα και με αυτό θα φτιάξεις ότι θα σου πω. Ύστερα θα σε σκοτώσω.
-Ελπίζω να μην μιλάς σοβαρά, προσπάθησα να ελαφρύνω την κατάσταση.
-Μιλάω πολύ σοβαρά. Αύριο το βράδυ θα είμαι στο εργαστήρι σου να με περιμένεις.
Κοίταξα γύρω μου ψιλοαναστατωμένος. Κόσμος αρκετός υπήρχε, δεν ήμουν μόνος, κάποιος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας είχε σηκωθεί.
-Σύμφωνοι; Με ρώτησε κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια και καθώς εγώ δεν απαντούσα, αποχώρησε με στητά, όρθια βήματα.
 Τον παρακολούθησα με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε στην γωνία. Εξαφανίστηκε. «Άλλο και τούτο..» μονολόγησα και τσιμπήθηκα λίγο να δω αν ήμουν ξύπνιος, πετάζοντας μπρος και έξω το κάτω χείλος απορημένος.
-Να σου πω… πήγα να μιλήσω στο γκαρσόνι.
-Παρακαλώ.. ρώτησε ευγενικά.
Τι να του έλεγα;
-Μου φέρνεις μια μπύρα ακόμα, ψέλλισα πραγματικά σαν να μην άκουγα ούτε εγώ την φωνή μου.
-Αμέσως, απάντησε.
Μου έφερε την μπύρα, την ήπια και ψιλοσυνήλθα. Δεν γαμιέται, σκέφτηκα. Ένας τρελός νεανίας ήταν και τίποτα παραπάνω. Σιγά μην ερχόταν αύριο στο εργαστήρι. Ποιος ξέρει πόσοι ανόητοι κυκλοφορούν και μάλιστα Καραβατζίδηδες.
-Καραβατζίδης; αναρωτήθηκα δυνατά
-Τι είπατε; Πετάχτηκε το γκαρσόν, ενώ μερικοί θαμώνες με κοίταζαν παράξενα.
-Τίποτα, ψέλλισα ωχρός. Τι σας χρωστάω, συνέχισα σύγκριος και αφού πλήρωσα κατηφόρισα την Σκουφά, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. «Ώστε Καραβατζίδης» μονολόγησα φτάνοντας έξω από το σπίτι μου στα Εξάρχεια. «Από τον Καραβάτζιο. Τον υποχθόνιο συνάδελφο της Αναγέννησης, που είχε διαπράξει και φόνο»! Ανοίγοντας την πόρτα, σκέφτηκα πως μπορεί να έλεγε αλήθεια. Άρα, έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, να προφυλαχτώ.

Η επόμενη μέρα, ήταν Παρασκευή. Μαύρη Παρασκευή. Μοιρολάτρης δεν ήμουν ούτε προκαταλήψεις έχω αλλά σκοτεινός ο νους του ανθρώπου, σκοτεινό το παρελθόν και το μέλλον. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι έπρεπε να κάνω. Να πήγαινα στην Αστυνομία; Είχα έναν φίλο, μικρομπάτσο δηλαδή στο τμήμα των Εξαρχείων αλλά τι να τους έλεγα; Μάλλον θα γελούσαν μαζί μου. Θα με έπαιρναν για ασόβαρο. Πως ζυγιάζω από την ελαφριά.
Ο Καραβατζίδης το πανέμορφο τέρας, είχε πει πως θα ερχόταν το βράδυ. Και εντάξει, σκέφτηκα, πες πως ήρθε  Θ άνοιγε τις φλέβες του κι εγώ θα ανακάτωνα την παλέτα μου με αίμα και χρώμα. Τι θα ζωγράφιζα; Κι έπειτα ένας πίνακας θέλει μέρες ,μήνες και χρόνια για να τελειώσει…αυτός πότε θα με σκότωνε; Εγώ μπορούσα να μην τελειώσω ποτέ τον πίνακα, άσε που αυτός μπορούσε να πεθάνει από αιμορραγία!
Με αυτή την σκέψη έφτασα κατά τις δώδεκα-δωδεκάμισι στο εργαστήρι. Έφτιαξα καφέ, άναψα την πίπα μου, φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς. Κάθισα μπροστά στο καβαλέτο όπου είχα μισοτελειωμένο το πορτρέτο ενός Δημάρχου. Πεθαμένος ήταν αλλά η παραγγελία είχε δοθεί από εναπομείναντες συγγενείς.. Ήταν μια καλοπληρωμένη δουλειά.
Πήρα τα σωληνάρια με τα χρώματα, τοποθέτησα τα βασικά στην παλέτα, κόκκινο, κίτρινο μπλε, δίπλα-δίπλα. Παραδίπλα, ώχρα και λευκό. Ανακάτεψα κόκκινο ώχρα λίγο κίτρινο και λευκό. Τα χρώματα της σάρκας. Αυτά ολοκληρώνουν την σάρκα. Εγώ συνήθως, πρόσθετα λίγο μπλε. Ελάχιστο. Στην ουσία πράσινο αλλά αφού υπήρχε το κίτρινο το χρώμα της σάρκας γινόταν όπως ήθελες αλλά όταν ζωγραφίζεις, το δύσκολο είναι στην αρχή, μέχρι να πιάσεις τον ρυθμό, το νόημα  γιατί ζωγραφίζεις και για ποιον, τις ελαχιστότατες αποχρώσεις. Κάθε μια πινελιά πρέπει να είναι προσεκτική. Αλλιώτικα θα διορθώνεις συνέχεια. Κι αυτό δεν μου άρεσε ποτέ, πόσο μάλλον τώρα. Ασυγκέντωτος καθώς ήμουν ακόμα,μια τέτοια αδέξια πινελιά, μου ξέφυγε στην αριστερή παρειά του Δημάρχου. Μισοβλαστήμησα προσθέτοντας λίγο άσπρο για να δώσω τον τόνο του εξογκώματος. Τραβήχτηκα λίγο πίσω, μισόκλεισα το μάτι να δω το αποτέλεσμα. Μου φάνηκε πως το δεξιό ζυγωματικό ήταν έτοιμο να πεταχτεί έξω. «Θα το διορθώσω» ηρέμησα ανακατεύοντας πάλι τα χρώματα της σάρκας στην παλέτα μου. Έτσι, σιγά-σιγά, ίνα την ίνα διόρθωνα την φάτσα του Δημάρχου, σύμφωνα με την φωτογραφία που είχα τσιτωμένη πάνω στον καμβά. Η ώρα περνούσε κι εγώ καρφωμένος στη δουλειά και στα πινέλα μου, έπιασα τον ρυθμό που ήθελα.
Τώρα οι αποχρώσεις του φωτός πάνω στον καμβά, στο πρόσωπο του Δημάρχου, έτρεχαν ασταμάτητα. Δούλευα πυρετωδώς. Τραβιόμουν πίσω, διόρθωνα τις λεπτομέρειες, αφουγκραζόμουν την οσμή ενός πεθαμένου ανθρώπου, καταλάβαινα ποιος ήταν τι είχε κάμει, είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα πορτρέτο, όχι με αφέλεια, στα θολά, στο πρόσωπο πρέπει να διαφαίνεται το μέσα, η ψίχα, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Κάποια στιγμή, κουρασμένος τα παράτησα για λίγο.
Στο εργαστήρι φρόντιζα να υπάρχουν πάντα φρούτα. Πάνω στον πάγκο μια φρουτιέρα δέσποζε του χώρου, για τις νεκρές φύσεις, κορόιδευα τον εαυτό μου, γεμάτη από δαμάσκηνα, σταφύλια της οργής, σύκα της Ιουδαίας, μήλα του Αδάμ, πορτοκάλια, ανάλογα την εποχή. Στα μεσοδιαστήματα της δουλειάς, έπαιρνα ένα φρούτο και το έτρωγα για ν αλλάξει η γεύση από το κωλοτσιμπούκι που το έκανε φαρμάκι.
Έτσι και σήμερα.
Πήρα ένα μήλο και το μαχαίρι να το καθαρίσω, ενώ εξέταζα το πορτρέτο με μάτι μισό όπως κάνουμε εμείς οι ζωγράφοι. Απρόσεχτος καθώς ήμουν μου ξέφυγε μια μαχαιριά, κάτω από την φλούδα του μήλου κι έσκαψε βαθιά τον αριστερό δείχτη. Το αίμα μου πετάχτηκε, πιτσίλισε το πορτρέτο, το δάπεδο. Νευριασμένος ακούμπησα το μήλο και το μαχαίρι στο γραφείο. Πήρα μια χαρτοπετσέτα, την τύλιξα γύρω από τον δείχτη να σταματήσει το αίμα. Και κοίταζα μια το αίμα μια τα πινέλα. Ξαφνικά, ασυλλόγιστα, βούτηξα τα πινέλα κι άρχισα να δουλεύω τις πιτσιλιές του φρέσκου αίματος πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, μπέρδεψα την ώχρα, το κίτρινο, το λίγο μπλε με το πραγματικό κόκκινο, το κόκκινο του αίματος το κόκκινο της  φωτιάς, το κόκκινο του ήλιου όταν βασιλεύει πίσω από τα μπλε απογευματινά βουνά, δε φαινόταν τίποτε, δεν άλλαζε τίποτε, κανείς δεν θα καταλάβαινε το αίμα μου πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, πάνω στο πρόσωπο μιας εξουσίας, που βρισκόταν απέναντι σε μια άλλη εξουσία, αίμακυλούσε, αίμα έτρεχε από τον δείχτη η σχισμή ήταν βαθιά, κι εγώ με το πινέλο στο δεξί αντίχειρα και δείχτη μάζευα λίγο-λίγο το αίμα που στέρευε, σκούπιζα το ιδρωμένο μου πρόσωπο, κοίταζα τις ανταύγειες του αιμάτου και μαρμάρωνα, σκότωνα τις μικρές θελήσεις των ανθρώπων., τίποτα δεν άλλαζε ζωγραφίζοντας τον κόσμο με το αίμα, ίσα-ίσα το πρόσωπο του Δημάρχου, το πρόσωπο το δικό μου και το πρόσωπο του Καραβατζίδη, έμπλεκαν σε μια ωραία συμφωνία, ίσως Εαρινή, μπορεί και Καλοκαιρινή, πάντως πάνω στον καμβά, το αίμα δεν φαινόταν, μόνον οι Χημικοί και οι αναλυτές πινάκων μπορεί να το καταλάβαιναν αλλά αυτό θα γινόταν αργότερα. Πολύ αργότερα. Όταν εγώ θα είχα πεθάνει.

ΤΕΛΟΣ

 

 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

ΑΠΌ ΣΥΝΉΘΕΙΑ ΗΛΊΘΙΟΣ!

 

Μωρέ μαλάκα, για να υπάρξεις καλύτερος των πραγμάτων πρέπει να μη συνεχίζεις να είσαι κομπλεξικός. Βγες απ το καβούκι σου, μη κρύβεσαι, πες μερικά πράγματα όπως είναι, πες ότι παίζεις μαλακία πρωί, μεσημέρι, βράδυ, δεν είναι και κακό να ομολογήσεις πως είσαι δολοφόνος του ωραίου, πως είσαι άπληστος, τότε μπορεί να μη σε κακοκαρδίσουμε, παρ ότι συνεχίζουμε να αντιπαθούμε τους καθ έξιν ηλίθιους.
Διάβασα τον Γουίτ πολύ μικρός, Κάρυλ Τσέσμαν. Ποιος να τον ξέρει. Μωρέ μαλάκα, είδες πως μπορείς να γίνεις αντιπαθής; είδες ότι ο κόσμος είναι κάτι άλλο τελικά απ αυτό που νομίζεις; απ αυτό που έχεις μέσα στο μουνή σου; είναι όντως εκπληκτικό να γυμνάζεις τους μύες σου, συμφωνώ ο χρόνος σου αρχίζει από τώρα!
Τώρα που θ αρχίσεις ν αρθρώνεις, φοβερό το αρθρώνεις; τρία-τέσσερα σύμφωνα στη σειρά, υπάρχουν κάποιοι που μας συνπάθησαν για την ωραία μύτη μας-ωραίο τον συν και τα λοιπά, μόνο ο Κατσίκας και ο Δήμου Χρήστος έπαιζαν ωραία μπάλα, η κυρία Ιωάννα υπήρξε ή υπάρχει ωραία, δύσκολο να είσαι ή να γεννήθηκες ωραίος χωρίς εναντιότητα; χωρίς μια πράξη; χωρίς να υποθέσουμε πόσο βάναυσος είναι ο χρόνος της ομορφιάς και της καλότητας; γιατί χωρίς καλότητα δεν υπάρχει ομορφιά, ότι και να μου πεις. Τα χαραχτηριστικά του ωραίου δεν κρύβονται πίσω από καμιά μάσκα, τι θέλω να σου πω ρε; βγες απ το καβούκι σου, πες μερικά πράγματα όπως είναι, ο χρόνος σου μετράει από τώρα, μαζί κουβεντιάζουμε όσο κι αν νομίζεις πως δε σε ξέρω.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Η ΑΓΡΙΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΊΑΣ

 

Εδώ που ήταν κάποτε νεραϊδοφωλιές
Τώρα κρώζουν γεράκια.
Ρήμωσαν και τα Εξάρχεια. Στην Καλλιδρομίου μόνο κάτι μαύροι ανειδίκευτοι σέρνουν στα καροτσάκια τους ότι τσίγκινο και μαζί τα πτώματα των λευκών όπως στην κατοχή. Απάνω στο λόφο του Στρέφη μόνο Αλβανοί παίζουν τόπι και κάτι Αρμένιοι κάθε απόγευμα αράζουν το αυτοκίνητο τους καπνίζοντας ομαδικά μπάφο.
Ονειρεύονται των Ελλήνων τον τάφο.

 Η αγριότητα της ησυχίας. Κάθε Αύγουστο αυτοί που μένουμε πίσω λέμε τα ίδια τετριμμένα πράγματα. Άδειασε η Αθήνα, πιο άδεια δεν ήταν ποτέ, που πήγαν όλοι; Που τα βρίσκουν τα λεφτά και πάνε διακοπές...χαχαχα! κανένας δεν ξέρει πως οι Έλληνες πάντα έχουν- οι μισοί τουλάχιστον.
Η αγριότητα της ησυχίας μ αρέσει και δε μ αρέσει γιατί όταν κυκλοφορείς σε μέρη πολυσύχναστα και τα βλέπεις έρημα σου κάνει ένα κλικ αλλιώτικο, πολλοί λένε πως τους αρέσει, εμένα δεν μπορώ να πω πως με συναρπάζει, μια ζωή μέσα στον κόσμο αν ήθελα να γίνω ερημίτης θα πήγαινα σε κανένα ξωκκλήσι... φτου! φτού!
Γιατί να σου αρέσει η έρημη Αθήνα;
Αφού είμαι εδώ, ανοίγω τα χρώματα μου στο εργαστήρι και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη σύνθεση της ντυστοπίας, οπότε μέσα στην αγριότητα του κόσμου μπαίνει ένας Βούλγαρος και με ρωτάει αν μπορεί να μου πει κάτι για την γυναίκα του που τον παράτησε με ένα παιδί στην πλάτη.
Τον κοιτάζω με σουβλερή αθωότητα.
-Όχι, του λέω δεν μπορείς να μου πεις τίποτα για τη γυναίκα σου που σε παράτησε.
-Μια μπύρα έχει; μου λέει παρακαλώντας.
Του δίνω μια μπύρα αμίλητος. Αυτός φεύγει και μου αφήνει ανοιχτή τη σήτα που έχω βάλει στην πόρτα για τα γαμοέντομα. Δεν τον κυνηγάω να του πάρω τη μπύρα πίσω. Πάω και κλείνω ήσυχα τη σήτα και επιστρέφω στην αγριότητα της dystopia. Κάπως έτσι είναι τον Αύγουστο η Αθήνα της ερημιάς.

ΚΡΑΤΑ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ [ΑΠΡΑΓΜΆΤΩΣΗ]

 

Η ΛΕΜΟΝΙΑ

Έκλεψα δυο λεμόνια από τη λεμονιά και μου είπε πως δεν έχουμε να πούμε τίποτα, εμείς οι δύο. Ξέρεις τι μου κάνει τη ζημιά ρε φίλε; όχι που δυο οι άνθρωποι χωρίζουν,- τουλάχιστον αυτοί που δεν αγαπιούνται, που σκοτώνονται, καλά κάνουν. Τη ζημιά μου την κάνει που χωρίζουν κι αυτοί που αγαπιούνται! Αυτό είναι το χειρότερο, το πιο οδυνηρό φίλη μου. Γίνεται αυτό; Κι όμως συμβαίνει πάρα πολλές φορές στο μεσοβέζικο Δυτικό πολιτισμό μας. Ο αναγκαστικός χωρισμός δυο ανθρώπων που αγαπιούνται έχει συνήθως οικονομικά κίνητρα. Διαφορά κοινωνικών τάξεων και τα λοιπά. Πως όμως γίνεται αυτό; όπως ένα κορμός δέντρου σχίζεται στα δύο από το τσεκούρι του ξυλοκόπου. Έτσι φαντάζομαι πως θα νιώθουν αυτοί που χωρίζουν ενώ αγαπιούνται. Κι αυτός ο πόνος του χωρισμού όπως και να είναι πονάει. Τις περισσότερες φορές, έστω για τον ένα από τους δυο, γίνεται δράμα. Οι πρώτες ώρες, οι πρώτες βδομάδες είναι αβάσταχτα σκληρές. Δε θέλεις ούτε να ζήσεις ούτε να πεθάνεις. Κι ορισμένοι δεν αντέχουν, πεθαίνουν.

 Δε θέλω τα μεγάλα χτίρια,
τράπεζες, πολυεθνικές

θέλω να τρώω μονάχα ρύζι

Το γκρίζο βλέμμα του Οδυσσέα
έλιωσε στην άσφαλτο.

 

 ΑΣΠΡΟ ΧΑΡΤΙ

 Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες

το άσπρο χαρτί.
ΓΙΩΡΓΟς ΣΕΦΕΡΗΣ

Άσπρο, όπως το χρώμα της ημέρας
αυτό το φως που μπλέκεται με το γαλάζιο κρύο
Δυο άνθρωποι γυρισμένοι πλάτη με πλάτη
στηρίζονται με ίση δύναμη ο ένας στον άλλον
Δεν ξέρουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου
δυο φίλοι ή δυο εραστές καμωμένοι από τον ήλιο της υπομονής
κοίταζαν πέρα, το ίδιο κενό
άσπρο,  άσπρο,  άσπρο. Λες δε θα γυρίσουν ποτέ να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον
πλάτη με πλάτη από εκεί που ξεκίνησαν
πάντα ο δρόμος κι η αρετή τους εμπόδιζαν
Μα πιο πολύ η αρετή να μη πατήσουν τα λουλούδια
να αφήσουν τον κόσμο να μεγαλώνει
όπου να φτάσει. Λες και γνωρίζονταν από παιδιά
δεν έστριψαν  ούτε μια φορά το βλέμμα λοξά, πίσω
μόνο το μυαλό τους χρειάζονταν, τη δύναμη να στηρίζει ο ένας τον άλλον
Δυο εραστές ή δυο φίλοι πίεζαν με ίση αντίσταση
το άσπρο, το άσπρο, το άσπρο
να πάει παραπέρα την ευτυχία που ένιωθαν ακουμπισμένοι ο ένας στην πλάτη του άλλου.

Ότι έδωσαν και ότι πήραν
λογαριάζοντας ο ένας τη χαρά του άλλου.

 

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...