Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Η ΗΔΟΝΗ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΗΛΙΘΙΟΙ


Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ. [Η Μάριον Μίντση]

πως αφήσαμε τα πράγματα να γίνουν θολό τζάμι
ή γυαλί που η πάχνη σκούριασε ξαφνικά γύρω μας.
Χωρίς ίχνος οικειότητας θυμάμαι εικόνες του μακρινού παρελθόντος
Πεντάρα δε δίνω για όσους με διαβάζουν! Έτσι έλεγε ο κύριος Μένης Κουμανταρέας. Ο άνθρωπος πέθανε, βέβαια αλλά μόνο αυτός ο λόγος φτάνει για να μην τον διαβάζει κανείς. Μου φαίνεται τρομερά αμοραλιστικό=ανήθικο και συνάμα ανόητο. Εγώ ποτέ δεν τον διάβασα. Μερικές κλεφτές ματιές έχω ρίξει σε κάποια βιβλία του που έπεσαν στα χέρια μου. Ελαφρύς. Καιροσκοπικός. Μπον βιδέρ σαν τον Χατζηφωτίου. Τα προσωπικά του καθενός δε με ενδιαφέρουν, τα ερωτικά του κλπ. Όμως...
Οι Έλληνες δεν μπορούν να είναι Κομμουνιστές. Ή καλύτερα δεν ταιριάζει στην Ελλάδα ένα τέτοιο σύστημα διακυβέρνησης, μου είπε ένας φίλος, που κατάγεται από αριστερή οικογένεια. Εν μέρει συμφώνησα μαζί του, σκεφτόμενος πως οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι που γέννησε ο τόπος, Αριστοτέλης και Πλάτωνας μας άφησαν κληρονομιά, το Δημοκρατικό πολίτευμα. Ταιριάζει περισσότερο στον Έλληνα ο συναγωνισμός, ο μόχθος για να κερδίσει την αμοιβή του. Όντας αριστερός, με την έννοια του Μαρξιστή και όχι με όσα κομμουνιστικά πειράματα έχουν διαπράξει και εφαρμόσει μέχρι τούδε οι άνθρωποι, θεωρώ πως έχει μεγάλο μερίδιο δίκιου το σκεφτικό του φίλου μου.
Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό. Στην Αθήνα μουρμουρίζει μια βροχή, εδω και καμιά ώρα. Το νερό, ίσα που κάνει τους δρόμους να γλιστράνε.Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό, η υγρασία περιλούζει τα κορμιά, ο έρωτας δεν παίζει τα παλιά παιχνίδια στις νεροποντές. Θα έρθει όμως κάποτε στις καρδιές των ανθρώπων, το παλιό Φθινόπωρο που το χώμα ανάδευε μια καφέ μυρουδιά και τα δέντρα χρυσοκοκκίνιζαν στες αυλές και τις πλατείες.
Ο ΚΥΡΙΟς ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ
δηλαδή μια εποχή όπου η σάρκα βουλιάζει στο χώμα, το αίμα γίνεται ένα με τη λάσπη, η οργή, το μίσος και ο φόβος των ανθρώπων, όλα μαζί αποτυπώνονται με πάθος και όσο πιο καθαρά γίνεται σε όλο το έργο του. Γόνος αριστοκρατίας, λένε πως ήταν νόθος γιος του Ταλευράνδου, αγωνίστηκε υπέρ της ελευθερίας των λαών.
Εν ολίγοις δε σέβομαι την Ελληνική δημοσιογραφία. Απουσιάζουν οι συγγραφεις-δημοσιογράφοι που είχαμε παλαιότερα, που είχαν κάποιο σθένος και όσοι υπάρχουν θάβονται απο αυτή τη αθλιότητα του τύπου. Δειλοί και ανθρωπάκια κυκλοφορούν με αμφίεση πνιγμένοι σε ένα σύστημα μισαλλοδοξίας. Αφαιρούν τον λόγο από ανθρώπους που έχουν να πουν κάτι κρατώντας το μικρόφωνο που τους..
Ωραία μέρα στο Σούνιο, απλά συννεφιασμένη. Αραιά και που, λίγος ήλιος ανάμεσα απ τις αρχαίες κολώνες, ανάμεσα από εμάς και το χτες. Κοίταξα κάτω το γκρεμό από εκεί που έπεσε ο Αιγέας. Συχνά με ποτίζει αυτός ο μύθος ή η πραγματικότητα της πέτρας των Ελλήνων. Συχνά με άγει.
Στέκομαι ακόμα λίγο, αγέρωχος, να δω το φως της νυχτιάς που πλησιάζει.
Ρε, σεις, δεν μπορεί ο χρόνος να είναι κύκλος

Ο χρόνος είναι γραμμή- ο Χάιντεγκερ λέγοντας αέναη επιστροφή τι εννοούσε;
Παιδιά δεν μπορούμε να γυρνάμε πίσω, αυτή πόσο μεγάλη φιλοσοφία ήταν; Ο χρόνος δεν υπάρχει. Αν θα δεχτούμε πως υπάρχει, χάνουμε όλη την εξέλιξη μας. Αφού ο χρόνος είναι γραμμή, πρέπει να το δεχτούμε, μπορεί όμως η μεταφυσική ζωή των ζώων που δεν υπάρχει αλλά εμείς θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τα "έγχρονα". Τα ζώα δεν υπάρχουν μέσα στο χρόνο- η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ έχει πεθάνει.
Ο σύγχρονος
άνθρωπος είναι πιο αληθινός. Πολλοί από εσάς θα διαφωνήσουν μαζί μου, εγώ εκφράζω σχεδόν απόλυτα τη γνώμη μου, επειδή ζω σαν καινούργιος άνθρωπος. Ξεπέρασα το φόβο του χρόνου.
Χάσαμε από έναν άδικο θεό.
Ας πούμε πως γεννιέσαι μ αυτά τα χαρίσματα. Ας πούμε δηλαδή πως η φύση δίνει στους ανθρώπους ξεχωριστές δυνάμεις, τις μοιράζει απλόχερα για όλο το μικρό ή μεγάλο διάστημα που ζει η ύπαρξη. Αυτό είναι καλό: να μην έχουμε όλοι τα ίδια ελαττώματα. Φαντάσου να ήμασταν όλοι ζωγράφοι!
Ότι κάνω είναι καλώς καμωμένο.
Δεν έχω χρέος
ούτε σε θεούς
μηδέ σε ανθρώπους.
Μπορείς να φτάσεις πολύ εύκολα στην απάντηση πως ο κόσμος μας δεν είναι καλός.
Ο κόσμος κύλισε ανάποδα. Δε μας ενδιαφέρει, πια, τι θα γίνει. Μας ενδιαφέρει τι έγινε. Το παρελθόν μπορεί να είναι σημαντικότερο του μέλλοντος. Ίσως γιατί εκεί μπορεί να βρούμε μια άκρη. Μια άκρη φιλοσοφική αλλά στέρεη για τον εαυτό μας και τον κόσμο μας. Το δε μας ενδιαφέρει πια τι θα γίνει, φαίνεται απλοϊκό μα, ο σύγχρονος άνθρωπος σκέφτεται πιο πολύ το παρόν, το σήμερα. Το μέλλον μοιάζει και παρομοιάζεται δυσίωνο σφοδρά, αν παρακολουθήσεις οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ επ αυτού, το παρόν χείριστο αλλά το παρελθόν καλύτερο όλων. Μπορούμε να βασιστούμε στο παρελθόν.
Ζωγραφίζω παιδιά, γυναίκες, ανθρώπους για να ζήσω. Επί πληρωμή φτωχική, δεν είμαι κανένας διάσημος ζωγράφος. Ζωγραφίζω επί παραγγελία αλλά προλαβαίνω να φτιάχνω και ότι θέλω-μοιράζω το χρόνο της μιας και της άλλης τέχνης. Δεν είναι συμπόνια η τέχνη αλλά σκληρή αρένα αναμέτρησης με τα θηρία.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή, πάντα έλεγα υπάρχει το καλύτερο. Ούτε το σεξ, ούτε η ζωγραφική, πόσο μάλλον το γράψιμο δε σε κάνουν καλύτερον άνθρωπο. Η πιθανότητα να επιβιώσεις σ αυτόν τον κόσμο είναι ελάχιστη. Να επιβιώσουν οι ιδέες σου είναι σπανιότερο και, ίσως το εγωιστικό μέρος αυτού του πράγματος να είναι πως θα ήθελες να εφαρμοστούν αυτά που πρεσβεύεις.
Γιατί δε μου άρεσε η ζωή από τα πολύ μικρά μου; Γεννήθηκα σαν ογκόλιθος, έλεγα αυτό κάνει, εκείνο όχι, δε μου άρεσε να ζω ηλίθια. Βέβαια, αυτό ποτέ δεν έγινε επιτρεπτό από την κοινωνία που σφυρίζει ακόμα όχι, πρόσεξε, πατάς πεπονόφλουδα.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή κι ας είμαι ένας απίστευτος κρίκος ακριβώς σαν αυτό που θα λεγες πως πεθαίνει για τη ζωή. Το μεγαλύτερο σημείο αυτής της κατηφόρας είναι εκείνοι που νομίζουν πως έφτιαξαν φτερά. Ούτε η αγάπη με λυτρώνει. Σε λυτρώνει. Είναι μια λακκούβα-βέβαια, έχει μια κοινωνική σημασία, είμαι κοντά σου είσαι κοντά μου, υπάρχει ένα διέξοδο, υπάρχουμε κάπου κοντά ο ένας στον άλλον.
Κι όμως, όλο αυτό το τίποτε, το παναμέρισμα των τριχών για να εισχωρήσει το πέος, η ηδονή πως δεν είμαστε ηλίθιοι, είναι η απάντηση σ αυτό που δε μου άρεσε. Πολλές φορές έχω σκεφτεί γιατί η ζωγραφική μου μοιάζει με ρουτίνα, σαν κάτι εύκολο για μένα, το γράψιμο ένα παιχνίδι και κάποιοι θα πουν πως είμαι υπερφίαλος για να λέω τέτοιες αηδίες αλλά τι το όφελος; Εγώ μπορώ να ζωγραφίζω ότι θέλω, είμαι καλύτερος του παντός, δεν έχει αξία η καταμέτρηση του είδους. Χιλιάδες ζωγραφίσκοι-μόνο εγώ υπάρχω, είμαι ο καλύτερος.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή παρά μονάχα ο εαυτός μου. Έφτιαξα φτερά, ανέβηκα στους ουρανούς, στον κόσμο που μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να γνωρίζει.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

ΙΟΥΛΙΑ





ΙΟΥΛΙΑ
Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθως πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προϋποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνοθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτσυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τά πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξεφτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολλά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταΐζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσής στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες  να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς όμως δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά.
ΤΕΛΟς

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ Λάδι σε καμβά
Μερικά έργα σε οδηγούν όπου θέλουν. Άλλα γίνονται από μια παράξενη σύμπτωση και χρειάζονται τύχη για να υπάρξουν, να βγουν στην επιφάνεια, να τ ανακαλύψουν οι άνθρωποι και να μεγαλώσουν μαζί τους. Με τη Τζοκόντα και της Κοπέλες της Αβινιόν δεν έχουμε μεγαλώσει τόσες γενιές;
Παράξενη σύμπτωση είναι και το ΚΟΡΙΤΣΙ της εικόνας που άλλο ήταν και άλλο έγινε αφού το ξαναδούλεψα. Άρα; κανείς δε θα θυμάται το πριν [του] εκτός από μένα!
Οι πραγματικά σπουδαίοι δεν αρνούνται να παραδεχτουν την ανωτερότητα κάποιων άλλων.
Το να πεις ποιητικά λόγια για ένα τοπίο δε λέει. Καλύτερα να είσαι εκεί και να το βλέπεις.
Η ζωή διαφέρει από την τέχνη όπως και να το κάνουμε. Η τέχνη οφείλει να προηγείται και να μην αντιγράφει τη ζωή, μόνον έτσι, ρεαλιστικά μπορεί να προσφέρει στη ζωή.
Είναι ένα στενό αδιέξοδο κάπου στα Εξάρχεια με ομπρέλες. Έχουν ενδιαφέρον τα αδιέξοδα, ξέρεις πάντα που τελειώνουν.
Η τέχνη είναι μοναξιά. Όμως ποτέ δεν ξέχασα τον εαυτό μου σε ένα λιμάνι.
Ο καπιταλισμός αποσκοπεί στην ισοπέδωση και την τελική καταστροφή του αδύναμου που, ως παράγοντας, μειώνει το κέρδος! Καταλαβαίνετε αγαπητοί μου σε τι λούμπα έχουμε πέσει; Το κυνήγι του πλουτισμού τείνει να εξαφανίσει κάθε είδος ανθρωπισμού. Το καπιταλ κοντρόλ εξουθενώνει τον κόσμο και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να συνέλθουμε χωρίς την αναίρεση του. Ελεύθερη οικονομία ναι, αλλά όχι με τους νόμους που γουστάρουν αυτά τα αρχίδια! γιατί, τότε η δημοκρατία τους γίνεται χειρότερη από την δικτατορία.

Τώρα αν με ρωτήσετε αν είμαι ευτυχισμένος με τη ζωή που κάνω, το σκέφτομαι αυτό χιλιάδες φορές, τις ατέλειωτες ώρες που ζωγραφίζω και γράφω, πάντα με ένα μπουκάλι αλκοόλ εκεί γύρω μου, θα απαντούσα συγχισμένα κατ άλλους, ξεκάθαρα για μένα. Αν η υπερηφάνεια είναι μέρος της ευτυχίας μου, αυτό το νιώθω από παιδί, ότι δηλαδή ήμουν περήφανος για τον εαυτό μου, για το γέλιο μου, για τον τρόπο να μεταδίδω στον κόσμο μια χαρά και κατά βάθος υπεροπτικά, σέβομαι τη φύση που με γέννησε αυτόν που είμαι και όχι κάποιον άλλον. Αυτό είναι μια γενική μορφή της ευτυχίας μου που πλησιάζει επικίνδυνα στη δυστυχία, τόσες φορές που γινόμουν σκνίπα με τους φίλους, με τα αδέρφια, με τις κοπέλες, τόσες φορές που ερωτευόμουν κι άλλες τόσες που χώριζα από έναν άνθρωπο, από έναν φίλο γιατί έτσι τα έφερε η ζωή.
Λέει μεταξύ άλλων ο Τ.Σ. Ελιοτ στα ΕΠΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. Εντύπωση μου κάνει που ξεχωρίζει τον ποιητή όχι μόνο από τους λοιπούς ανθρώπους αλλά και από τους άλλους ποιητές!
Ωστόσο αυτή τη σύγκριση μεταξύ συγγραφέα και ποιητή τη θεωρώ άκυρη και άτοπη. Και ο συγγραφέας έχει ανάλογες συνειδητές εμπειρίες.
Όλοι οι άνθρωποι ευχαριστιούνται να ακούνε καλά λόγια για τη δουλειά τους, για την ομορφιά τους και για το χαραχτήρα τους. Γενικά τα επαινετικά λόγια, επιδρούν στον ψυχικό κόσμο μας σαν βάλσαμο και κατά κάποιο τρόπο αναζωογονούν την φιλαρέσκεια μας. Όμως να πεις φερ ειπείν κι ένα "κακό" λόγο στην κριτική σου δε χάλασε ο κόσμος! Δεν μπορεί να είναι όλα τέλεια πάνω μας! στην εργασία μας! Ίσα-ίσα! Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι στραβομουτσουνιάζουν και είναι έτοιμοι να σε διαγράψουν αν πεις πως δε σου αρέσει η ποίηση τους ρε αδερφέ! Προσωπικά μια κακή κριτική για το έργο μου με εξιτάρει περισσότερο και φυσικά κουβεντιάζω για τα λάθη που βλέπει ο συνομιλητής μου.
Υπάρχει μια ακινησία εδώ, ενώ έξω φυσά τουμποφόρ. Πως λέμε τουμποφλόκ; Λέω να πάω για ένα ποτό δίπλα, στο Φαεινόν αλλά δεν έχω παρέα, αλλά πάλι δεν πειράζει, θα έχω παρέα τον άνεμο. Τι ωραία! έχετε πιει ποτό παρέα με τον άνεμο;
Κακά τα ψέματα. Το οικονομικό για τον σύγχρονο άνθρωπο έχει καταντήσει μάστιγα-τα πάντα γίνονται με το χρήμα και δυστυχώς αυτό επηρεάζει όλες μας τις κινήσεις. Εξ αιτίας της ανέχειας χάνουμε τις παρέες, τους φίλους, την ξεγνοιασιά και την αλήθεια πως άλλοτε όλα ήταν καλύτερα.
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι απλά, χαρούμενος στη σημερινή κατάσταση, όταν βλέπει γύρω του τη φτώχεια, την απελπισία, τη μοναξιά και τη φρίκη που αποφέρει ο οικονομικός πόλεμος. [Εκτός απ τα γουρούνια.] Η δε απελπισία, είναι ο χειρότερος σύμβουλος για να πάρεις αποφάσεις σημαντικές για τη ζωή σου και για τη ζωή των άλλων. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα κάνεις λάθος. Αυτό το γνωρίζουν οι κυβερνώντες και γι αυτό οδηγούν τις μάζες στην εξαθλίωση με μαθηματική ακρίβεια.

[ΠΑΛΙΕς ΣΚΟΡΠΙΕς ΣΚΈΨΕΙς ΜΟΥ.]

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗς



ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
"Εγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα να σου γράψω τίποτα. Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο μονότονη κι ελεεινή απ όσο πίστευα κι απ όσο φαντάζεσαι. Κλαίγε με Χαρίλαε..."
Τάδε έφη ο Κώστας Καρυωτάκης εν έτει 1923. Άτομο παράξενο, διεισδυτικό, έξυπνο, με ζωή που θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη. Αλλά δεν ήταν. Όπως και η δικιά μου. Και η δικιά σας. Αυτό το ελεεινή ζωή, όμως, μου χτυπάει άσχημα, είναι μια έκφραση αθλιότητας. Δηλαδή ήταν τόσο πολύ αξιολύπητος, τόσο οικτρός, τιποτένιος και άθλιος-όλα αυτά μαζί τα εκφράζει αυτή η λέξη!
Δε θα μπορούσα ποτέ να χαρακτηρίσω έτσι τη ζωή μου. Ίσα-ίσα έχω μια μικρή περηφάνια πως κάτι κάνω και σίγουρα είμαι πάντα με το μέρος του δικαίου και του αδυνάτου. Πιστεύω, πως για να κατέχεσαι από υψηλά αισθήματα υπεροχής, ελευθερίας, δικαιοσύνης, γενναιότητας, είναι δύσκολο. Οι περισσότεροι άνθρωποι λυγίζουν και μόνο λίγοι αντέχουν το πραγματικό βάρος της ζωής.
Μόνο οι πολύ άρρωστοι, πρώτα στο σώμα και μετά στην ψυχή, μπορεί να νιώθουν τόσο καταρρακωμένοι-σίγουρα η ζωή είναι ελεεινή όταν είσαι άρρωστος. Δεν ξέρω πόσο άρρωστος ήταν ο Καρυωτάκης, δεν το αποσαφηνίζουν τα βιβλία αλλά θα πρέπει να ήταν πολύ. Γι αυτό και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει και έδωσε το τέλος που όλοι γνωρίζουμε στην μουχλιασμένη Πρέβεζα.
Εκτιμώ βαθύτατα την ποίηση και τη σκέψη του Καρυωτάκη:
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
οι ονειροπόλοι στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη
κι όταν φέρουνε το μήνυμα, δεν είναι πια καιρός.
Όσα ενόχλησαν τον ποιητή, συνεχίζουν να ενοχλούν κι εμάς ακόμα σήμερα. Κυνηγήθηκε από ένα έξαλλο και κακοφτιαγμένο μισόκοσμο τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Κοφτερός και οξύνους βρήκε τη δύναμη ή την αδυναμία να πιέσει τη σκανδάλη για να τελειώσει την ελεεινή και μονότονη ζωή του. Πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα δεν τον συγχωρούν που αυτοκτόνησε, δεν δέχονται τις πεσιμιστικές τάσεις των ανθρώπων και θέλουν να βλέπουν τη ζωή μόνο ρόδινη, αισιόδοξη.
Όλοι μαζί κινούμε συφερτός
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά
                                          μας
δημοσιεύουμε τα ποιήματα μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Βαθειά ειρωνικός, γουστάρω αυτή τη σαρκαστική ειρωνεία του γι αυτόν τον τρισάθλιο κόσμο μας-ενίοτε. "Γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλον χαμογελούσε, μα-παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία!" μας πληροφορεί ο Τέλος Άγρας που φυσικά τον είχε γνωρίσει από κοντά.
Η πικρία του Καρυωτάκη και η δική μας, πηγάζει από την αδικία της ζωής, από την μη αναγνώριση-του ίδιου δεν του την δικαίωσαν ποτέ ενόσω ζούσε- κάποιων αξιών, κάποιων δικαιωμάτων και τότε, εκεί, να βγαίνει όλο το πικρόχολο ρήμα εναντίον όλων, όσων μας αδίκησαν.
"Κάθε πραγματικότης, μου είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε, τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία... Σ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά..." Αυτά από το σημείωμα του. Το σημείωμα του ιδανικού αυτόχειρα.
Είναι απίστευτη η ευκολία που πετάει αυτό το, κάθε πραγματικότης, μου είναι αποκρουστική. Και τό δεν έβλεπε κανένα ιδανικό στη ζωή του.
  Για να καταθλιβεί κάποιος σε αυτό το σημείο, ξαναλέω, πρέπει να είναι άρρωστος.  Αλλά, τόσα χρόνια τώρα, οι κριτικοί δε θέλουν να θάψουν τον Καρυωτάκη, όπως αρνήθηκε και η εκκλησία τους που χαραχτηρίζει τους αυτόχειρες άτυχους που δεν λαμβάνουν αυτή την τιμή.
Εννοείται πως, όσοι είχαν προβλέψει ότι η λογοτεχνική ιστορία θα επιφύλασσε μια σελίδα σε μια άκρη της για τον Καρυωτάκη, έπεσαν έξω αφού το ενδιαφέρον για τον ποιητή κρατείται αδιάπτωτο και αυξανόμενο, για να μας θυμίζει κι έναν άλλον ιππότη: Τον Δον Κιχώτη, τον ιππότη της ελεεινής μορφής. Μήπως όλων μας η ζωή είναι Ελεεινή;

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ



Ο ΓΙΩΡΓΟς  ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟς ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ.

Ομολογώ ότι διάβασα μουδιασμένος τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Η επιστροφή στη γενέθλια γη ενός ώριμου, νέου ακόμη, ανθρώπου που παρατάει τη σχιζοφρένεια της πρωτεύουσας και επανακάμπτει στον τόπο του για να ζήσει με το χώμα, τη φύση-να επαναποκτήσει τους ήπιους ανθρώπινους ρυθμούς της βραδύτητας.
Αίφνης όμως τα πάντα ανατρέπονται, με κύρια αιτία, όπως πάντα, σχεδόν, τον έρωτα.
Τα συναισθήματα του αναγνώστη πυρπολούνται μέσα από μια στέρεα αναφορά της πορείας των ηρώων, με μια σίγουρη για την απλότητα της γλώσσα. Ο συγγραφέας πλάθει μια σκληρή ιστορία, είναι όμως επιεικής, άμα τε και γενναιόδωρος με τους χαρακτήρες των ηρώων του.
Χαρακτήρες δύσκολοι, αιρετικοί, ορθολογιστές αλλά και καταφρονητές της λογικής όταν μιλάει ο έρωτας. Εντυπωσιάζει η επιφυλακτικότητα που δείχνουν ο ένας για τον άλλον όταν έρχονται σε επαφή οι δυο από τους πρωταγωνιστές. Μια φιλία αντρίκεια κάπως που μετεξελίσσεται σε σχέση συγκρούσεων αλλά και της ίδιας της ζωής των. Με ρεαλισμό καταγράφεται η αγάπη των δυο αντρών για την ίδια γυναίκα. Μια απροσδόκητη πλοκή συντροφεύει την τριτοπρόσωπη αφήγηση που ξεδιπλώνεται από τον συγγραφέα.
Γνώστης ο ίδιος του σκληροτράχηλου βίου των ανθρώπων της ελληνικής περιφέρειας, παίζει εύκολα με τη λαχτάρα όσων ζουν εκεί, να ξεφύγουν, γνωρίζοντας ότι αυτό που θα συναντήσουν στην πόλη δεν είναι ένα όνειρο αλλά ένας εφιάλτης.
Κάποτε φουντώνει ο έρωτας όπως και η φιλία δεν αργούν όμως να εκφυλιστούν, μέσα από τον πόλεμο και το αλκοόλ. Ξενίζει κάπως η χρήση του αλκοόλ που κατακυριεύει τον ήρωα όσο κι αν προσπαθεί να το ξορκίσει. Βαθμιαία η κατάπτωση γίνεται κάπως ανερμήνευτα κατάντια, ελευθερία από την κοινωνική ζωή.
Ο συγγραφέας καταγγέλλει τον καταναλωτισμό και γενικότερα τον καπιταλισμό εξωθώντας τους ήρωες στον ευτελισμό τους. Από ευτυχισμένο μεσαίο, μικροαστικό ζευγάρι, ο άντρας καταλήγει ρακοσυλλέκτης και η πανέμορφη γυναίκα, πόρνη. Τι μας ιστορεί; Ότι τα κοινωνικά στρώματα δεν είναι αυτά που φαίνονται, ότι όλοι οι άνθρωποι κουβαλούν μια ξεχωριστή ζωή, βουτηγμένη μάλιστα στον έρωτα. Απ αυτού και η δυνατότητα τους να επανακάμψουν από την αθλιότητα σε μια κανονικότητα, όσο αυτό είναι δυνατόν.
Είναι μια γερά δομημένη αφήγηση με ωραίες παρενθέσεις για την αγριότητα και φρικαλεότητα του πολέμου, για το μάταιο των μικρών εξεγέρσεων, διανθισμένη με φιλοσοφικούς προβληματισμούς και ηθική παρεμβατικότητα, υπό την μορφή στοχασμών.
Εμμονή με το καλό και το κακό, με τη θρησκεία, το σύμπαν. Ανάμεσα σε όλα αυτά κινούνται οι ήρωες: στη μικρότητα των ανθρωπίνων αλά και στο μεγαλείο του σύμπαντος.

Είπα από την αρχή ότι είναι μια σκληρή αφήγηση. Επιμένω.
Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί. Δεν παίρνει το μέρος αυτών που φαίνεται να έχουν δίκαιο. Αφήνει τους ήρωες απροστάτευτους, δίνοντας τους ‘όμως, απεριόριστη ελευθερία να αποφασίζουν οι ίδιοι και ας πλανάται η εντύπωση ότι όλοι ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη μοίρα. Αποφασίζουν μόνοι τους, ελεύθεροι, με ιδεολογικό φόντο τον ρηξικέλευθο κοινό νου και μια πίστη σε αρχές που διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις. Ένας ορθολογισμός είναι αυτό που επικροτεί, που δεν ελέγχεται όμως από κάποια αιτιολόγηση του, με αποτέλεσμα να είναι διαφορετική η κατάληξη των πράξεων των ηρώων απ αυτό που ήθελαν ή επιθυμούσαν. Οι επιθυμίες εύκολα πραγματοποιούνται και εύκολα εξαφανίζονται.
Ο Συγγραφέας δεν παίρνει το μέρος ούτε του καλού ούτε του κακού. Κινείται πέραν τούτων και αφήνει τη ροή της αφήγησης να αποφασίζει. Τούτο, νομίζω είναι και το μήνυμα που θέλει να δείξει ο συγγραφέας. Μια ωμή καταγραφή των ανθρωπίνων σχέσεων  οι οποίες διαμορφώνονται άλλοτε ερήμην τους και άλλοτε προκαλούμενοι από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Πίσω από αυτή την ωμότητα, καρτερεί και καραδοκεί η πίστη στη σκηνοθέτρια πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δεν είναι μόνο κυνική και επιθετική. Είναι και τρυφερή και γλυκιά.
Θέλω να πω, δύσκολα συναντάς σήμερα συγγραφείς που στέκονται γενναία απέναντι στη μοίρα, που δεν είναι μοίρα αλλά απόρροια της ολιγότητας και της μικρότητας των ανθρώπων.
Δύσκολα οι συγγραφείς, όσο είρωνες και κυνικοί κι αν θέλουν να φανούν, παίρνουν το μέρος του κακού, όπως οι πλείστοι έχουμε συνομολογήσει για τη σημασία του. Ο Κώστας Πλιάτσικας δε διστάζει να παρουσιάσει τους δυο φίλους στα ακρότατα όρια τους: από τη μια να θυσιάζουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλον και από την άλλη να δίνουν διαταγές στους στρατιώτες που διοικούν, να δολοφονούν άμαχους και παιδιά, να βιάζουν γυναίκες και άλλα αποκρουστικά.
Αλλά αυτό είναι ο άνθρωπος: μια κουκίδα μεταξύ γελοίου και μεγαλείου.
Μου αρέσουν οι συγγραφείς με εμμονές ακόμα κι όταν αυτές έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα τους, εκτός συγγραφικού έργου. Αυτές τις εμμονές τις διοχετεύουν στους ήρωες τους, είτε στα εσωτερικά τους γνωρίσματα, είτε στην αντιμετώπιση του απροσδόκητου κατά τη διάρκεια της αφήγησης, είτε σε εξαιρετικά βαθειά, ψυχικά κατορθώματα.
Βεβαίως από τους καλούς αναγνώστες, δεν μπορούν να κρυφτούν, αλλ αυτός, ίσως, να είναι και ο στόχος τους, όταν αναφέρονται σε υπαρξιακά προβλήματα.
Οι εμμονές ελαττώνονται όταν καταγίνονται με εθνικά ή αμιγώς λογοτεχνικά θέματα κι έτσι επιτυγχάνουν την ισορροπία στο συγγραφικό τους έργο.
Γνωρίζω τον Κώστα Πλιάτσικα, περίπου 35 χρόνια, τώρα. Ανήσυχος πάντα, ατίθασος και επιθετικά παρεμβατικός από τότε που εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «ΔΡΟΜΟΣ».
Εριστικός τις περισσότερες φορές, έβαλλε κατά πάντων, με μια ενθουσιώδη αυθάδεια. Θα έλεγα.
Έχω διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία του και έχω δει την εξέλιξη  στο ζωγραφικό του έργο. Αντιλαμβάνομαι, ότι παρά τις εμμονές του, έχει κατακτήσει και εικαστική και λογοτεχνική ωριμότητα.
Εν κατακλείδι: η απροσδόκητη πλοκή της αφήγησης, ο ρεαλισμός και το αναπάντεχο, η σκληρότητα και η τρυφερότητα, καθιστούν ελκυστική την αφήγηση και συνθέτουν ένα διαφορετικό λογοτεχνικό αφήγημα, μια μικρή λογοτεχνική εξέγερση. Επίσης δε θεωρώ τυχαίο ότι ένας από τους ήρωες είναι αλλοδαπός και οι υπόλοιποι κατάγονται από την επαρχία, που, όμως, δρουν σε αστικό περιβάλλον. Είναι ένα μικρό κλειδί- νομίζω- για την ανάγνωση
Η χοάνη της λογοτεχνίας εντός της οποίας αλέθεται η αγωνία του συγγραφέα και της κοινωνίας: ο πολύπλαγκτος, πολύπαθος αλλά όρθιος άνθρωπος.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

ΩΡΑΙΕς ΣΕΛΙΔΕς ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟς




ΩΡΑΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ
 Τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν. Μια φωλιά το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, έσφυζε από ζωή.
Η θάλασσα ήρεμη, ενίοτε δροσερή, αναμόχλευε τις μνήμες, τις μπέρδευε με την λεπτή άμμο.
Εμένα μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα. Να κάθομαι ολόκληρες ώρες, Χειμώνες -Καλοκαίρια, στην άκρη της ακτής έτσι που να μου λούζει τα πόδια η αρμύρα  κι ύστερα να βουτάω μέσα της σαν το αγρίμι.
Έφευγα μακριά, εξαφανιζόμουν. Μόνος με τα κύματα να παλεύω ώρες, έλεγα πολλές φορές να μην ξαναγυρίσω πίσω. Τόσο πολύ μπούχτιζα με την παλιοζωή.
Σαραντάριζα τώρα και μυαλό δε είχα βάλει ακόμα. Έτσι μου έλεγε ο καπετάνιος.
-Δεν βάζεις εσύ μυαλό Μήτσο. Μια ζωή έτσι θα είσαι. Κάνε κάτι μήπως και καλυτερέψεις ...
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή..να νοικοκυρευτείς. Να βρεις μια δουλειά μόνιμη και να μην τρέχεις από δω κι από κει. Κι ύστερα να παντρευτείς.
-Ωραία έλεγα εγώ, βρες μου εσύ μια..
-Γυναίκα; Γυναίκα θα βρεις μόνος σου. Δουλειά θα σου βρω οπωσδήποτε ρε μπαγάσα. Κοίταξε όμως μη μου την κοπανήσεις αλά Γαλλικά. Έρχεσαι μούτσος στο καράβι;
-Μούτσος; Άνοιξα τα μάτια μου. Να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα;
-Ε, τι θέλεις να σε βάλουμε καπετάνιο; Μούτσος. Θα παίρνεις το μισθό σου, τα δώρα σου τις άδειες σου. Τα ταξίδια θα είναι κοντινά, εδώ, Ηγουμενίτσα -Κέρκυρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, του είπα. Μούτσος, μούτσος, τι να κάνουμε τώρα.
-Λοιπόν, αύριο να περάσεις από τα γραφεία της εταιρείας. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσω εγώ, μη σε νοιάζει.
΄Έτσι έγινα μούτσος στα σαράντα μου χρόνια. Ήμουν πια στο στοιχείο μου, την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πάφλαζε το νερό στην πρύμνη κι εγώ στα έγκατα του βαποριού τραγουδούσα, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Αλεξίου. Μερικές φορές απάγγελνα, στίχους του Καββαδία. Του ποιητή των ναυτικών.
Κι έτσι όλα πήγαιναν μέλι-γάλα.
-Είδες; Μου σφύριζε καμιά φορά ο Καπετάν-Σταμάτης ο φίλος μου. Δεν σου τα λεγα εγώ; Μια χαρά είσαι τώρα. Να βρεις και μια πουτάνα να την παντρευτείς ...τι κάθεσαι ρε Μήτσο;
«Μια πουτάνα να την παντρευτείς!» επαναλάμβανα τα λόγια του. Εύκολο το 'χεις; Και έπειτα γιατί πουτάνα; «Ε, δεν ξέρεις εσύ, όλοι το ξέρουμε αυτό, όλες οι γυναίκες πουτάνες είναι εκτός από την μάνα μας και την αδερφή μας»ολοκλήρωνε
Αλλά όλα έχουνε την ώρα τους. Ο καπετάν-Σταμάτης, πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι και την κόρη του την Ευγενία.
-Η Ευγενία, μου την σύστησε. Η κόρη μου και μας άφησε μόνους στο κατάστρωμα. Ανέβηκε στο τιμόνι.
Εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να την κοιτάζω. Πως διάολο είχε καταφέρει να φτιάξει τέτοιο πλάσμα ο καπετάνιος; Αυτή ήταν πανέμορφη, μια κούκλα μοναδική ...ίδια γοργόνα , λες και είχε ξεπεταχτεί από το στοιχειό της θάλασσας. Την κοίταζα  και δεν το πίστευα.
-Γεια σου Ευγενία, είπα μισοσφαγμένος.
Η Ευγενία δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε.
-Είμαι ο μούτσος ...ο Μήτσος ήθελα να πω που είμαι μούτσος, μπερδεύτηκα από την ομορφιά της.
Πάλι η Ευγενία δεν έβγαλε μιλιά, με κοίταζε μόνο με τα υπέροχα μάτια της. Ύστερα κούνησε κάπως περίεργα τα δάχτυλά της.
-Δε μιλάς; Δάγκωσα τα χείλια μου. Ω! συμφορά! Ανέκραξα. Τουλάχιστον ακούς;
Έγνεψε ναι, κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Άναψε ένα, κάθισε αμέριμνη σε μια καρέκλα. Εγώ συνέχιζα να στέκομαι και να την κοιτάζω αμήχανος, ξερός. Ώστε δεν μιλούσε ε; Αυτή ένα απίστευτο πρόσωπο και κορμί.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο και κάθισα δίπλα της, απέναντί της. Την κοίταζα και δεν ήξερα αν με βλέπει. Κάποια στιγμή δάκρυσε.
-Μην κλαις σε παρακαλώ της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά.
  Οι μέρες κύλησαν αμίλητες. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, αγρίευε, καθώς μπαίναμε σε έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
-Θα έχουμε πολλά μποφόρ εφέτος αποφάνθηκε ο καπετάν-Σταμάτης. Τι λες κι εσύ  Μήτσο;
-Τι να πω εγώ; ...πνίγηκα σε μια ολάκερη μπύρα.
-Εμ, βέβαια, τι να πεις. Όλο μπύρες πίνεις τώρα τελευταία. Τι έπαθες; Δεν σου είπα να βρεις μια πουτάνα να την παντρευτείς για να ημερέψεις;
Είχε περάσει κανένας μήνας από τότε που γνώρισα την κόρη του την Ευγενία. Ερωτευμένος καθώς ήμουν μαζί της, δεν μου άρεσε να μου μιλάει έτσι ο πατέρας της αλλά αυτός βέβαια δεν ήξερε τίποτε. Σκέφτηκα να του το πω.
-Την βρήκα, πήρα θάρρος κοιτάζοντας τον στα μάτια.
-Έλα, ρε! Άνοιξε τα μάτια του. Αλήθεια λες;
-Αλήθεια.
-Μπράβο. Εγώ κουμπάρος.
-Δεν ξέρω αν γίνεται..
-Γιατί δεν γίνεται; Δεν με θέλεις;
-Όχι, αλλά δεν ξέρω αν ο πεθερός μπορεί να είναι και κουμπάρος..
-Τι λες μωρέ; Μήπως σου έστριψε; Ποιος πεθερός και ποιος κουμπάρος μου τσαμπουνάς;
-Καπετάν-Σταμάτη, ζητώ το χέρι της κόρη σου της Ευγενίας, είπα σοβαρά.
Οι άλλοι του πληρώματος μας άκουγαν βουβοί. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, σήκωνε κύματα του ύψους. Ο αχός τους αντιβούιζε, κόχλαζε ο τόπος στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
-Όχι, δεν σου την δίνω! Άστραψε αναψοκοκκινισμένος. Πως τόλμησες; Εσύ ένας μούτσος να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω στην κόρη μου;
Κι έφυγε αφήνοντας με στην μπύρα μου. Όμως εγώ δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη. Ήξερα πως η Ευγενία με αγαπούσε κι αυτό ήταν το μεγάλο όπλο μου, το έρισμα μου. Όμορφος καθώς ήμουν, γενναίος παρ' ότι μούτσος, είχα την δύναμη ν αντισταθώ. Δεν θα μου την έπαιρναν έτσι την Ευγενία!
Μερικές μέρες, κύλησαν έτσι, πονεμένα. Ίσως με λίγο μυστήριο. Τι γίνεται, τι θα γίνει κτλ.  Ο καπετάνιος είχε εξαφανιστεί αφού ήμασταν αραγμένοι στη στεριά, στην πλευρά της Ηγουμενίτσας.
Δεν ήξερα πια τι να κάμω. Με την Ευγενία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κι αυτό μου χαλούσε όλη την διάθεση. Έψαχνα να βρω τρόπο, ώσπου με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν -Σταμάτης.
-Έλα, μου είπε, παλιομούτσε, πάμε για κανένα ποτό.
Με τον καπετάνιο βγαίναμε που και που από παλιά. Ήξερα ότι θα με πήγαινε σε κανένα κωλόμπαρο κι έτσι έγινε.
-Πιες όσο θέλεις. Κέρασε και τις πουτάνες, εγώ πληρώνω μου είπε μόλις καθίσαμε.
Εγώ ήθελα να του μιλήσω για την Ευγενία αλλά το ύφος του με αποκάρδιωνε. Ας περιμένω σκέφτηκα να δούμε τι θα γίνει
Αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ουίσκι με πάγο και τα σχετικά. Φρούτα και γκόμενες. Πρώτα ήρθαν δυο Ρωσίδες. Ψηλές, ξανθές, ορθοκάβαλες. Τις κεράσαμε ποτά τις πιάσαμε και τον κώλο. Χούφτωνε ο καπετάνιος, χούφτωνα κι εγώ. Κοιταζόμαστε και γελούσαμε.
-Είδες; μου έλεγε συνέχεια με κάποιο νόημα.
Μάλλον ήθελε να μου πει «τι τη θες την Ευγενία, εδώ είναι αυτό που ζητάς» αλλά εγώ τι να δω, εγώ σκεφτόμουν την Ευγενία αλλά χούφτωνα και την Ρωσίδα.
Σε λίγο τις έδιωξε, δεν κάνουν αυτές μου είπε και φώναξε δυο μαύρες. Κατάμαυρες, μπλάκ. Μόνο το άσπρο των ματιών βλέπαμε και των δοντιών όταν γελούσαν.Η «δικιά μου»Γκλόρια είπε πως την έλεγαν, ήταν μια πανέμορφη αραπίνα γύρω στα εικοσιπέντε.
-Αυτή να πάρεις, πρότεινε ο καπετάνιος. Θέλεις να της το πω;
-Πες το της! Γέλασα.
-Το παιδί από δω θέλει να σε παντρευτεί, την γύρισε προς το μέρος του.
Η Γκλόρια γέλασε. Το θεώρησε παιχνίδι.
-Κι εγκώ θέλει παντρευτεί Μήτσο Και με φίλησε.
-Μούτσος, είπα εγώ.
-Α, για πούτσος, πληρώνει. Πάμε μετά ντουλειά, χοτέλ
-Όχι, πούτσος, μούτσος, επέμενα εγώ. Μού-τσος!
-Τι είναι αυτό; εσύ κοροιντεύει εμένα; Ψευτονευρίασε.
-Όχι, όχι, καλά σου το λέει. Μούτσος είναι η δουλειά του Παιδί του καραβιού, εξήγησε ο καπετάνιος.
-Ααα, κατάλαβα, μούτσος είναι ντουλειά. Ωραία, άλλο πούτσος.
-Τι λες; συνέχισε απτόητος. Θα τον παντρευτείς;
-Εγκώ, αγαπάει μούτσος αλλά όχι παντρεύεται. Θέλει πρώτα γκνωρίσει πολλούς μούτσους.
-Είδες; αναθάρρησα εγώ. Δεν με θέλει.
-Καλά. Φύγετε. Θα βρούμε άλλη, καλύτερη. Και τις έδιωξε.
-Εγώ θέλω την Ευγενία, του είπα.
-Ποια Ευγενία; Έχει καμιά Ευγενία εδώ; μπερδεύτηκε.
-Την κόρη σου λέω..
-Ωχ, μωρέ Μήτσο, τι σου κόλλησε τώρα στο κεφάλι; Άστη αυτή δεν κάνει, Άμα σου λέω εγώ ,ξέρω. Κόρη μου είναι δεν λέω, καλό παιδί κι εσύ αλλά γιατί να δυστυχήσεις; Τι να την κάνεις μια γυναίκα που δεν μιλάει;
-Είναι καλύτερα που δεν μιλάει επέμενα.
-Σ΄αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Οι γυναίκες είναι καλύτερες άμα δεν μιλάνε.
-Συμφωνείς; Ρώτησα με αγωνία.
-Θα δούμε, μη βιάζεσαι. Εκείνη σε θέλει;
-Ούου..
-Τι θέλει από σένα, με κοίταζε με υποτίμηση. Τέλος πάντων θα δούμε, φέρε να πιούμε. Φέρε ένα μπουκάλι είπε στη γκαρσόνα.
-Θα μεθύσουμε, του είπα, είναι πολύ ένα μπουκάλι ήδη έχουμε πιει από πέντε..
-Δεν πειράζει, τσέβδισε. Και ξεμέθυστοι τι κάνουμε; Τα ίδια δεν κάνουμε; Πιες λοιπόν.
Σιγά-σιγά, γίναμε στιφάδο. Σε λίγο δεν θα ξέραμε ούτε τι λέγαμε ούτε τι κάναμε. Ο καπετάν -Σταμάτης φώναξε άλλες δυο κοπέλες στο τραπέζι μας. Μια Ελληνίδα και μια Τσέχα αυτή φορά. Αρχίσαμε να τις χαϊδεύουμε, κάναμε πάλι τα ίδια. Η Ελληνίδα ήταν μια κωλοπετσωμένη τριανταπεντάρα. Ήρθε σε μένα. Η Τσέχα ξεπουπούλιαζε τον καπετάνιο που ήταν ήδη στους εφτά ουρανούς.
-Ώστε είσαι ναυτικός, μου είπε η Ελένη. Έτσι την έλεγαν. Εγώ είμαι από τον βόλο.
-Α, ωραία, είπα εγώ ψάχνοντας την στον κώλο.
-Τι βόλος, τι κώλος! Ωραία είναι και τα δυο, γέλασε ο μεθυσμένος πια καπετάνιος.
-Συμφωνώ, είπα κι εγώ που δεν πήγαινα πίσω.
Το καταλάβαινα πως είχαμε γίνει στουπί, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αλλά  επέμενα εκεί, να πίνουμε μέχρι το πρωί.
Αηδιασμένος κάποτε, πήρα μυρουδιά ότι τα κορίτσια συμμάζευαν το μαγαζί για να κλείσουν. Από κάποιο παράθυρο είδα να αχνοφέγγει το γαλάζιο. Σκούντησα τον καπετάνιο που σχεδόν κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ανάμεσα από τα ποτήρια.
-Τι έγινε; Πετάχτηκε, μας πιάσανε; Τι σκουντάς;
-Πάμε να φύγουμε, πλήρωσε το λογαριασμό, έλα, πάμε.
-Α, ναι, να πληρώσουμε έγρουξε κι έβγαλε ένα μάτσο εύρο.
Πλήρωσε τα μαυροκέφαλά του και σέρνοντας τα βήματα μας κουτσά στραβά, βγήκαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Έξω χάραζε μια καινούρια μέρα.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ







ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ 
[ΔΥΤΙΚΟς ΑΝΕΜΟς;]

Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τι να  κάνεις την ελευθερία
φωνάζεις δεν έχω λύση
φωνάζεις δεν αγαπώ
η ελευθερία θέλει ψωμί
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα φιλί
Έλα μαζί μου σου λέω,
μη φωνάζεις τίποτα δεν έχεις λύσει
την αλήθεια δεν πρέπει να την γνωρίζουν όλοι!
όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δικό σου ψέμα
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις στο ψέμα
το αίμα, το αίμα, το αίμα
μα την αλήθεια δεν την ξέρεις
το αίμα, το αίμα
Κανείς δε θα μάθει την αλήθεια
το αίμα.
Αν πρέπει να γελάς απ τη χαρά σου
αν πρέπει να τρως απ τη λύπη σου
αν πρέπει να τρως το παραμύθι του λαού
το ψέμα, το ψέμα
πως η εξουσία είναι δικιά μας
επειδή κι εμείς είμαστε λαός
το ψέμα.
Κι επειδή αιώνες κύλισαν κάτω από τον ήλιο κι επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
και ακόμα οι άνθρωποι δεν αναγνώρισαν το δίκιο των φτωχών
κι επειδή ο φονιάς κρύβεται πάντα πίσω απ τα φυλλώματα, θέλω τώρα να σου πω να μην κάνεις πάλι αυτά που έκανες.
Δεν ωφελεί να φυλάγεις Θερμοπύλες γιατί έτσι που τη ζωή σου την κατάντησες σ αυτήν εδώ την πλάση, δεν αξίζει
να μεταναστεύεις απ το ένα μέρος στο άλλο, τρώγοντας την άσπρη σάρκα, αρπάζοντας.
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις έτσι!
όταν μπορούσα θα σε σκότωνα
κρύβοντας ακόμα και τον σαδισμό που τρέφω για σένα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
ένα σάπιο καράβι που ταξιδεύει.
Ιωλκός και παράξενο δράμα
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δράμα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
είσαι ένα γλυκό γουρούνι.
[Το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται
κι εσύ θέλεις το λευκό
φωνάζεις άμα δεν έχεις λύση
-όλα τα προβλήματα σου τα λύνω
εκτός απ το οικονομικό
το μαύρο δεν έχει πάτο, το χρώμα της ήττας είναι κόκκινο
έχασες ένα λιβάδι και δε θες να το καταλάβεις
οι Ρώσοι δεν ξεπέρασαν ποτέ τον εαυτό τους
οι Ιντιανς θα παρέμειναν Ιντιανς, το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται.]
Τι να την κάνεις την ελευθερία και τον ύμνο της;
να ξερες μονάχα πως πενθούν οι γύφτοι
πως γαμούν οι γύφτοι στο μαύρο σκοτάδι
στο σκοτάδι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι
επειδή το πρόσωπο της γυναίκας δε φαίνεται
το ασπράδι του ματιού έχει γυρίσει
-κανείς δεν ξέρει να πεθαίνει
κανείς δεν ξέρει το σκοτάδι, το σκοτάδι.
Να φωνάζεις δεν είναι άδικο κρυμμένος πίσω απ τις πέτρες, ταμπουρωμένος τη σιωπή των αμνών, επειδή τα πρόβατα δε μιλούν ποτέ ή βελάζουν, μα αυτή η α-κακία τους μοιάζει με τον ηλίθιο τρόπο που σκέπτεσαι ότι κατάκτησες τον πλανήτη γη σε λίγα δευτερόλεπτα υποκειμένου και κανείς απ αυτούς που έκαναν τα μεγαλύτερα λάθη δεν υπέκυψαν, ούτε ο Καίσαρ
-να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν  θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
[Ταξιδεύοντας ένα μεσημέρι
εκεί που οι θεοί δεν ακούουν
όπου υπάρχει μόνο η σκιά του δέντρου, το κελάρυσμα του νερού
στο κορμί μιας εξαίσιας γυναίκας- αυτός ο κόσμος χωρίς το σεξ θα ήτο ανούσιος
ταξιδεύοντας, λοιπόν, με τον αέρα
σχίζοντας όπως τα πουλιά τον αέρα
πουλώντας πάντα στους ανθρώπους αέρα
που αναπνέει ο Χο Τσι Μινγχ
βουλιάζοντας στην υπαίθρια θέληση του αέρα
ταξιδεύοντας ένα απόγευμα
έπρεπε να πούμε τη σκάφη-σκάφη και τα σύκα- σύκα.]
Αλλά ποτέ δε βρήκαμε το θάρρος να ομολογήσουμε πως
οι άνθρωποι του Μεσολογγίου ήταν γενναιότεροι των ανθρώπων.
Θα πρέπει να σου ομολογήσω πως αυτός ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι και ο καλύτερος
να πεθαίνεις γιατί δε σε ενδιαφέρει είναι αδύνατον
βάζω εδώ το θάρρος ανώτερο του παιδιού
ανώτερο της γλώσσας, ηθικότερο του γίγνεσθαι
ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι είναι άγνωστος!
απίστευτη λέξη!
Άγνωστος!
Είναι ένα πουλί τεθωρακισμένο
που πετά στη θάλασσα, σκοτώνει τα πουλιά
σκοτώνει την άμμο, τη γυναίκα που κοιτάζει το πέλαγος
τον άντρα
τον άντρα, τον άντρα, τον άντρα.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι ο καλύτερος
μισείς τον άντρα και θα πρεπε μόνο γι αυτό να σκοτωθείς
ο ανήρ είναι το υπέρτατο ον αυτού του κόσμου
που τον ενδιαφέρει πάντα γιατί πεθαίνει.
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Γιατί θα το έκανε εσύ
Είναι τόσο απλό μα δεν το ξέρεις! σε νοιάζει μονάχα το γάλα των παιδιών σου
όχι των άλλων Βισιγότθων! ααααα!
είσαι το βούρλο των βόρειων λιμνών, είσαι ο μοναχικός Ιουδαίος, ο τάρανδος του Νότου
γιατί σου τα λέω όλα αυτά;
Είναι για τι είμαι καλύτερος από σένα
Έχω τιμή, έχω δάκρυ.
Ανάμεσα από το πράσινο αυτό που στη γη θεωρούμε όταν θα έρθουν οι εξωγήινοι, λευκό,
όταν  κάποτε θα έρθουν, γιατί θα έρθουν
 το καλύτερο δείγμα ζωής
το σεξ είναι ίσως το αντίδοτο του!
Χωρίς έρωτα πάνω σ αυτή τη γη δε ζεις, χωρίς μαλακίαν φτωχός τω πνεύματι
άραγε ουτιδενός, μάταιος των γήινων κατέστης.
Έχω τιμή, έχω δάκρυ
Τιμιώτερος των ανθρώπων ο ανεξίθρησκος

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...