Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΡΑΞΙΤΕΛΗς



ΝΟΣΤΙΜΟ ΝΕΡΟ
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης απολύθηκε μια μέρα πριν πέσουν οι δίδυμοι πύργοι, χαρούμενος με το απολυτήριο στο χέρι, όχι για τους πύργους, δεν τον ένοιαζε και πολύ, αυτός δεν είχε και ούτε θ αποκτούσε ποτέ πύργους και μάλιστα δίδυμους. Αφού δεν υπάρχει κάτι καινούργιο κάτω απ τον ουρανό, γιατί ω γλυκειά μου μικρή, ο κοσμος να μην είναι χαρούμενος;
Μπαίνοντας στο τρένο της επιστροφής στην Αυλώνα, κάθισε μ ένα ωραίο χαμόγελο στο κουπέ κι άνοιξε το τελευταίο μήνυμα της Μαίρης,
I wait for  ever you, I  am very happy! έγραφε στο τέλος. Ήταν ευτυχισμένη η Μαίρη κι ο Πραξιτέλης χαμογέλασε πλατιά φέρνοντας την εικόνα της μπροστά του, τόσο που ο διπλανός του αναρωτήθηκε αν ήταν χαζός που γελούσε μόνος του. Αυτός τον κοίταξε ήρεμος, τόσο που ο άλλος άλλαξε διεύθυνση των ματιών του. Πιθανόν έβλεπε μια κατσαρίδα, ένα πρόσωπο που υπήρχε στο βάθος, πίσω απ τη δροσιά που έρχεται. Όχι. Στάσου. Είναι περίεργο αλλά έπρεπε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Ο διπλανός τελικά δεν ήταν χαζός, του μίλησε για τον αντιπυρινικό πόλεμο που διεξάγουν οι ΗΠΑ, για τον αντικοφορμισμό που δείχνουν οι Γάλλοι πολίτες και περνούσε η ώρα μαζί με το τρένο που τον έφερνε πίσω, ω! είναι ωραίο να γυρνάς από εκεί που δε σου άρεσε, να είσαι δημαδή φαντάρος.
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης ήταν ένας μέτριος άντρας, ούτε ψηλός μήτε κοντός με χαρακτηριστικά ήπιου χαρακτήρα, με όνειρα για τη ζωή, θα παντρευόταν με τη Μαίρη το είχαν αποφασίσει καιρό πριν γι αυτό και η μέρα που απολύθηκε έμοιαζε με το άγγιγμα μιας νεράιδας στον ώμο του. Ίσως αν έβαζε εκεί μια γάτα ή ένα γαλάζιο πουλί η ένα χελιδόνι και τον εαυτό του σε μια κορνίζα με πηλίχιο και παλάσκες να ταίριαζε πιο πολύ μ αυτόν που του χαμογελούσε ανόητα όταν κατέβηκαν στο τέλος της διαδρομής.
Έφτασε στο σπίτι του, οι γονείς του τον περίμεναν στην εξώθυρα καθώς και ο μεγάλος αδερφός του. Ήταν μια ωραία οικογένεια που δεν της έλλειπε τίποτε και σε λίγο κατέφτασε και η Μαίρη που έπεσε στην αγκαλιά του. [Έπεσε; Άγγιγμα χεριού αλλά γιατί έπεσε; Τι έπεσε χάμω και δεν το είδαμε;] Φορούσε ένα πανωφόρι στο χρώμα του σάπιου μήλου και φαινόταν σαν αστείο ζωάκι, η Μαίρη που την αγαπούσε τότε πιο πάνω από τον εαυτό του.
Η ζωή κυλούσε σαν ένα άσπρο λιθάρι, οι μέρες φώτιζαν και οι νύχτες που κοιμόταν με τη Μαίρη ατέλειωτες, η εργασία του στο μαγαζί κυνηγητικών όπλων που διατηρούσε η οικογένεια από πάππου προς πάππου, πήγαινε μια χαρά. Ρολόι. Ρολόι στον τοίχο. Κούκος. Κούκος, ώσπου εκείνο το απόγευμα που στεκόταν πίσω απ την κουρτίνα την είδε στην απέναντι ταράτσα να φοράει λευκά εσώρουχα και να μη νοιάζεται ποιος την έβλεπε. Η απόσταση απ τη μπαλκονόπορτα του μέχρι την ταράτσα της ήταν κοντινή, μια χάπα δρόμος με το μάτι κι αυτή η εικόνα τον σημάδεψε σαν κυνηγητικό όπλο που ήταν έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει.
-Να έρθω εκεί; Τη ρώτησε από απέναντι και η ηχώ της φωνής του ταξίδεψε μέσα της.
-Και δεν έρχεσαι; Απάντησε με το χαμόγελο του ξαφνικού έρωτα.
-Πως σε λένε; Τη ρώτησε από κοντά, πίσω απ τα κρεμασμένα σεντόνια, μέσα από τα λευκά της εσώρουχα.
-Αλίνα.
-Πραξιτέλης.
-Του Διομήδους; Ψιθύρισε στ αυτί του σαν αγέρας που περνά και χάνεται και μένει η ηχώ. Πάλι η ηχώ, μέχρι να χαθεί τελείως στο βάθος του διαδρόμου, στο βάθος του απέραστου, και τότε τι γίνεται;
Οι μεγάλες γλάστρες με τα περίφημα λουλούδια, μετακινήθηκαν, το ευρύχωρο, παλιό κλασικό σπίτι ανατρίχιασε, το σπίτι; Κάτω απ τις γλάστρες υπήρχε λίγο χώμα που έβγαινε από τις πήλινες τρύπες, μαζί με λίγη υγρασία, όπως αυτή που κυλούσε στα ιδρωμένα κορμιά τους.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησε μετά από πολλές νύχτες.
-Είμαι αντιπρόσωπος σε μια εταιρία καλλυντικών, είπε με σημασία. Αντιπρόσωπος στην επαρχία. Ταξιδεύω πολύ. Σε νοιάζει;
-Και βγάζεις πολλά; Τόσα πολλά απ αυτή τη δουλειά; Κι έδειξε τον περίφημο πλούτο του σπιτιού.
-Πολλά. Πάρα πολλά, έκανε με στόμφο. Είμαι πλούσια. Δε θέλω να πεθάνω φτωχή.
-Σ αρέσουν τα πλούτη;
Η μεγάλη ζωή;
-Ναι.
Εσύ; Τι κάνεις; εννοώ στην τωρινή σου ζωή…φαντάζομαι να μη σου αρέσουν τα πλούτη!
-Όχι… αλλά ναι…ξέρεις, ετοιμάζομαι να παντρευτώ!
- Η μέλλουσα το ξέρει για μας;
-Όχι! έκανε εμβρόντητος.
-Ε, τότε να της το πεις. Φεύγω αύριο για τον Βόλο, όταν θα επιστρέψω, σε μια βδομάδα, θέλω να το ξέρει.
Κι έφυγε.
Φαινομενικά ήσυχος κόσμος, πίσω απ το παράθυρο τον παρακολουθούσε ο πατέρας του, με βλοσυρό ύφος, όπως συμβαίνει σ αυτές τις περιπτώσεις αλλά δεν του είπε τίποτε ακόμη. Ακόμη. Μια δύσκολη λέξη γιατί χρειάζεται υπομονή, γιατί χρειάζεται να συμμαζέψεις το μυαλό σου για το τι θα πεις.
-Αυτή την ιστορία θέλω να τη σταματήσεις, του είπε τελικά. Δεν αρμόζει στο ήθος της οικογένειας μας. Τι είναι αυτά;
Σε λίγο ετοιμάζεσαι να παντρευτείς, ξέχασε τις περιπέτειες.
Αμήχανος δεν ήξερε τι να του απαντήσει, τον ενοχλούσε που κάποιος έμπαινε στις υποθέσεις του, έστω κι αν αυτός ήταν ο πατέρας του, ακόμα χειρότερα. Τι να του λεγε; Πως δε θα παντρευόταν τη Μαίρη; Το άφησε για μετά. Για μετά που κύλισε ο χρόνος, ξαναήρθε η ηχώ, το Φθινόπωρο σκούριασε τον κόσμο, η Αλίνα πηγαινοερχόταν στις επαρχίες φορτωμένη με χρήμα, η Μαίρη επέμενε πως έπρεπε να ορίσουν την ημερομηνία του γάμου κι αυτός πήρε την απόφαση μια μέρα, μέρα ήταν ή νύχτα; να παρακολουθήσει την Αλίνα σε ένα ταξίδι στην επαρχία. Κάτι του λεγε πως αυτός ο κόσμος ήταν ψεύτικος. Γυάλινος. Τσακισμένος σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια που χρειαζόταν να επανασυνδεθούν.
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης ένα χρόνο μετά την απόλυση του χρειάστηκε να εφαρμόσει ορισμένα από τα κόλπα που είχε μάθει στο στρατό. Μεταμφιέστηκε, φόρεσε μουστάκι, έβαλε μια κόκκινη, φθαρμένη χλαίνη, έδεσε βαριές αλυσίδες στις μπότες, έγινε αγνώριστος. Ποιος νοιάζεται για μια τέτοια φυσιογνωμία; Κανείς.
Έφτασε στη Θεσσαλονίκη, παρκάρισε απέναντι από την Ελίνα, στο σκοτεινό μέρος του εγκεφάλου της, έξυσε τη μνήμη του να θυμηθεί τι έκανε και γιατί, έξω από το μεγάλο σούπερ μάρκετ.
Η Ελίνα βγήκε από το μικροσκοπικό σμαρτ, φορώντας μια κάλτσα στο πρόσωπο της. Όρμησε στο σούπερ μάρκετ, έβαλε το όπλο στη μούρη του ταμία, γέμισε τη νάιλον τσάντα με χρήματα και βγήκε ταχύτατα, ενώ οι σειρήνες ούρλιαζαν, τα φρένα στρίγγλιζαν, ο κόσμος έχασκε, ληστεία, είπαν έγινε, όμως η Αλίνα έγινε καπνός, πίσω από τον κόσμο, πίσω από μια άλλη πραγματικότητα, ενώ ο Πραξιτέλης δοκίμασε να την ακολουθήσει αλλά δεν την πρόλαβε.
Μια προστατευτική ησυχία που δεν την περίμεναν είχε απλωθεί στο σαλόνι, στο σπίτι της Βερνάντας Άλμπα, ή το σπίτι της Αλίνας ώσπου άνοιξε την τηλεόραση ν ακούσουν τις ειδήσεις.
-Μ αγαπάς; Του φώναξε σαν δυναμίτης.
-Πιο πολύ απ τα άστρα! Της απάντησε παρακολουθώντας το τιγρίσιο γυμνό της σώμα.
-Άφαντη παραμένει ακόμα η γυναίκα που κάνει τις ληστείες στα σούπερ μάρκετ, έλεγε ο εκφωνητής. Η αστυνομία δεν έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια και έχει βάσιμες ελπίδες πως σε μια από τις επόμενες επελάσεις της θα την συλλάβει.
-Εσύ τις λες γι αυτές τις ληστείες;
Θα την πιάσουν λες αυτή; Έχει κάνει δέκα-δεκαπέντε ληστείες… είπε αινιγματικά κοιτάζοντας ευθεία τον τοίχο του αμφιβληστροειδούς της.
-Α, δε με ενδιαφέρουν αυτές οι ειδήσεις, δεν ασχολούμαι, κοιτάζω τον κόσμο μου. Νομίζω πως είναι δεκαεπτά, είπε παγερά.
-Πάντως πρέπει να είναι πολύ θαραλέα αυτή η γυναίκα, έκανε με θαυμασμό ο Πραξιτέλης.
-Αυτός ο κόσμος θέλει άλλαγμα καλέ μου. Γιατί να υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι; Όλα αυτά δε θα γινόταν αν είχαμε ισονομία. Η ισονομία ου ποιεί πόλεμον, ποιος το είπε αυτό; Και σκάλιζε την τσάντα της, να βρει τον αναπτήρα, να βρει ένα έγχορδο μουσικό όργανο, να ανακαλύψει τη μουσική των φαντασμάτων, να βρει κάτι τέλος πάντων που θα άλλαζε αυτόν τον κόσμο, ίσως τη λίμα της να ξύσει μια παρανυχίδα. Μια καθαρή αναπνοή, ένα ίσως κέρινο ομοίωμα της πραγματικότητας.
-Ναι, αλλά εγώ προστατεύω έναν κόσμο όπως είναι!
-Δικαίωμα σου. Είμαστε αντίθετοι!
-Ναι, αλλά μοιάζουμε κιόλας.
-Πάμε έξω; ρώτησε αργά, θλιμμένα.
-Τι έπαθες; Γιατί αυτή η θλίψη ξαφνικά;
-Πάμε σε παρακαλώ, έχω ανάγκη μιας άλλης ανάσας. Κι έκλεισε την τηλεόραση.
Βγήκαν έξω. Ο κόσμος είναι το έξω. Και το μέσα. Κάθισαν σε κάποιο μπαρ, η ανάσα δεν άλλαζε, ο κόσμος ήταν ίδιος. Νέοι με αλογοουρές, γυναίκες με κοτσίδες, παλιόγεροι που ζήλευαν τους νέους και κάτω απ το τραπέζι έπαιζε μια γάτα, που βρέθηκε εκεί; δίπλα στο χυμένο ποτό, που είχε χυθεί απρόβλεπτα από το ποτήρι της Αλίνας;
-Στην υγειά σου! Φώναξε δυνατά να την ακούσουν όλοι.
-Στην υγειά σου! συνοφρυώθηκε ο Πραξιτέλης.
-Το είπες στη μέλλουσα για μας;
-Τρελή είσαι;
-Όχι αλλά πάω να γίνω. Διάλεξε, ή εμένα ή εκείνη.
-Μαχαίρι στο μηρό ε; Εσένα. Αλλά τα ξέρω όλα!
-Ω! πόσο σ αγαπώ! Είμαι πολύ καλά! Όλα; συνέχισε με αγωνία.
-Ναι, όλα. Σε παρακολούθησα τη Θεσσαλονίκη, αν και το ήξερα από πριν. Ξέρω το πριν και το παρόν.
-Πως το ήξερες; Και τώρα τι θα κάνεις;
-Θα καταθέσω στην Αστυνομία.
Μια θήκη άνοιξε και έκλεισε μια άλλη. Ο στρατιώτης Πραξιτέλης είχε αποφασίσει. Είχε αποφασίσει μιαν αυτοδικία. Μια προδοσία. Ήξερε ένα θανάσιμο μυστικό, η γυναίκα που αγαπούσε ήταν μια λησταρχίνα κι αυτός ένας νομοταγής πολίτης. Νόμος και πράξη. Λόγος και αντίλογος, κοχύλια και σαλιγκάρια πίσω από τη λύπη αλλά δεν του άρμοζε, όπως του τόνιζε συνέχεια ο πατέρας του, η μάνα του και ο αδερφός του. Ω! αυτά τα αδέρφια! Σου παίρνουν την τανάλια από τα χέρια, σκουπίζουν την επανάληψη, μια καθώς πρέπει ζωής, λες και αυτοί την είχαν.
 Αλλά και του ίδιου δεν του άρμοζε να παντρευτεί τη Μαίρη. Τον έτσουζε το μάτι, είχε κοκκινίσει σαν τριαντάφυλλο όταν
συναντήθηκε για τελευταία φορά μαζί της και είπε πως ο γάμος τους ήταν ένα γλυκό όνειρο. Αλίμονο! Υπάρχουν κι άλλοι άντρες για σένα, εγώ θα ζήσω στη μοναξιά μου, προσποιήθηκε. Κι έφυγε για πάντα από τη ζωή της. Αυτής που θα τον περίμενε
for ever, όπως έγραφε σε εκείνο το τελευταίο μήνυμα της.

Πίσω από τα κάγκελα ο κόσμος μεγαλώνει. Η Αλίνα σκέφτηκε πως είχε άδικο να κλέβει τους πλούσιους. Η υποψία πως το παλιό, γλυκό τραγούδι, η μελωδία της ευτυχίας, χρόνια μετά που το νερό κύλησε νόστιμο, ο ένας έξω κι ο άλλος μέσα, μέσα η Αλίνα, απ έξω ο στρατιώτης Πραξιτέλης, ώσπου ένα χτυποκάρδι, ένα μπαλόνι, που είναι δύσκολο να κρίνεις αλλά για να έχει ένα ωραίο
happy ent ent αυτή η ιστορία, δέκα χρόνια μετά, την περίμενε στην έξοδο των φυλακών.
Τι ωραία εικόνα!
ΤΕΛΟΣ

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ




Ο Λόρκα δεν ήταν ένα μικρό παιδί, ήταν ολόκληρος άντρας δεκαοχτώ χρονών. Η Έλντα Φέργκιουσον είχε έρθει από τη Νότια  Καλιφόρνια του 1964. Ο Λόρκα υπολόγισε τα χρόνια που πέρασαν μέχρι το 2015 και τα βρήκε λειψά. Πάντα του έλλειπε ο χρόνος, ποτέ δεν τα προλάβαινε όλα.  Ωστόσο
το γράμμα το έλεγε ρητά: I living Sunday morning and I don t go buck.
Το βράδυ ήταν δυσκίνητο καθώς αργοπήγαινε το μαύρο γύρω από το πρόσωπο της. Ένα πρόσωπο λείο με φακίδες στα Αμερικάνικα μάγουλα της. Το λινό φόρεμα κάλυπτε ελάχιστα τα λιγνά πόδια της που έδειχναν την καταγωγή της. Το χρώμα με τα πουά αχνοπράσινα στο λευκό, οι υπερβολικά ψιλοτάκουνες μπότες, τίποτε δεν ήταν άσχετο πάνω σ αυτό το αρχέτυπο μοντέλο. Το γέλιο της ίδιο με την απέραντη έρημο της Καλιφόρνια όπου είχε γεννηθεί πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Τόσο ήταν τώρα η Έλντα Φέργκιουσον απόγονος της βαθύπλουτης οικογένειας από τους περασμένους αιώνες, από τρίτες γενεές που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος δεν είναι νεόπλουτος, άρα βλάχος. Άρα αμόρφωτος, χωριάτης.
Η βραδιά κυλούσε ανόητα κι αν δεν ήταν ο Λόρκα που όλο την κοίταζε σχεδόν αποσβολωμένος πίνοντας μια μαύρη βότκα του προπερασμένου αιώνα, θα είχε φύγει. Βέβαια κάτι της έλεγε αυτό το χαμόγελο αλλά δεν ήξερε ούτε τα όνομα του. Ποιος να ήταν αυτός;  είχε σημασία τα όνομα του; είχε σημασία αν περνούσε ένα από τα τελευταία βράδια της στην Ελλάδα με έναν ακόμα εραστή; Η Έλντα δεν ήταν αγνή ούτε είχε φορέσει ποτέ ζώνη αγνότητας-αλήθεια φορούσαν κάποτε οι γυναίκες τέτοιο πράγμα;  Γέλασε που το σκέφτηκε αν και θα προτιμούσε κάποια φορά να το δοκιμάσει! Έριξε ένα ακόμα περίτεχνο χαμόγελο στον Λόρκα που έλιωνε στον ιδρώτα. Φαινόταν και ήταν άμαθος, αμούστακος γαρ ακόμα στο παιχνίδι αυτό και πόσο μάλλον της ακολασίας που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια της.  Ύστερα όμως το πρόσωπο της γινόταν άδειο, δεν μπορούσες να γράψεις κάτι πάνω της. Άφηνε την ελεύθερη έκφραση παρθένας να κυλιέται στο πάτωμα, άφηνε τα χείλη να σαλεύουν σε ρυθμούς αλλά και στο πρόσωπο του άλλου το θράσος σαν δώρο της φύσης έμοιαζε να κυριαρχεί πάνω στη ζωώδη φύση του μεγαλύτερου ελιξίριου πάνω στην ανθρώπινη μοίρα που ήταν το ερωτικό συνένωμα.
Βρωμοιστορία. Όμως έπρεπε. Έπρεπε ή να φύγει τώρα γιατί και των άλλων τα μάτια, γύρω του λαμπύριζαν ίδια κι ακόμα χειρότερα από τα δικά του. Αντί αυτού πήγε κοντά της και την ακούμπησε ελαφρά στο αφράτο χέρι της. Η Έλντα ανατρίχιασε όπως συμβαίνει αυτές τις ώρες και τις στιγμές. Γύρισε χώνοντας τα μάτια της στα δικά του, είδε την επανάσταση γεμάτη οίκτο, αν και δεν την ενοχλούσε καθόλου αυτό. Εκείνο το αγόρι όφειλε να είναι επαναστάτης, αυτή όχι. Απόγονος των Φέργκιουσον έπρεπε να βλέπει τον κόσμο από υψηλά με κάποια υπεροψία που την είχε.
Την είχε; Αναρωτήθηκε και ο Λόρκα προσπαθώντας να δει τον βολβό του ματιού της, πίσω από τον φράχτη των τσίνορων, ανάμεσα από ένα υγρό μήτρας που κύλισε σαν ποταμός κι αργά ανέβαινε από τα πόδια στο στήθος της που φούσκωνε όπως της Μέριλιν Μονρόε στους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Δε μίλησαν στην αρχή, ούτε κι αργότερα μιλούσαν πολύ. Απλά γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλον γεμάτοι οίκτο για όσα συνέβαιναν. Γιατί οίκτο; Αναρωτήθηκε ο Λόρκα. Γιατί ο οίκτος είναι συναίσθημα ανωτέρων όντων επιβεβαίωσε η Έλντα κάνοντας τη νεανική κόμη της να τρέμει.
-Πάμε στο σκοτάδι; Της ψιθύρισε όταν τα πράγματα φαίνονταν πως δυσκόλευαν.
-Πάμε! φώναξε δυνατά αυτή και οι άλλοι απόρεσαν.
Βγήκαν σαν σκιές και χάθηκαν στο σκοτάδι. Κανείς δεν τους ακολούθησε κι όμως όλοι ήξεραν τι έκαναν όλη τη νύχτα. Δεν είναι παράξενο που μας αρέσουν οι ακολασίες και των άλλων; Αγόρι μου καλά έκανες και με πήρες μαζί σου. Καλά έκανες και ήρθες απόψε μαζί μου. Έχεις ακόμα μια ώρα ζωής, μπορεί να ναι η τελευταία σου.
Ο Λόρκα δεν πίστευε σε τόση ευτυχία. Ή δεν πίστευε ποτέ σε τέτοιες ευτυχίες και δεν του άρεσαν οι μαντεύοντες τα μέλλοντα. Ήταν πιο πραγματιστής αλλά γιατί του είπε πως είχε ακόμα μια ώρα ζωής; Αυτός ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών ...
Η Έλντα Φέργκιουσον προσευχήθηκε γυμνή πλάι στο χαϊδευτικό χέρι του Λόρκα. Ύστερα σηκώθηκε και χόρεψε στο σκοτάδι αν και αυτός ήθελε το φως εκείνη το αρνήθηκε, δεν έχω ωραίο σώμα, του δικαιολογήθηκε κι αυτός απόρεσε με την υποχόνδρια σκέψη της. Αυτή δεν είχε ωραίο σώμα; Τότε ποιος είχε; Στο μυαλό του όμως κυριάρχησαν και οι φιγούρες των άλλων. Ήταν απειλητικές μάσκες αλλά ο Λόρκα δε φοβόταν όσοι κι αν έρχονταν αρκεί να υπερασπιζόταν την ΄Ελντα κι αυτή εκείνον.
-Μπορώ να πεθάνω για σένα, της είπε.
-Δε χρειάζεται να πεθάνεις! Να ζήσεις πρέπει! φώναξε αυτή.
Το τελευταίο βράδυ του Καλοκαιριού περνούσε  ανάμεσα από την παλάμη της σαν ένα φύλλο. Πράσινο φύλλο γεμάτο ζωή και φόρεσε το μεσοφόρι της. Τα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη και σηκώθηκε κι αυτός ολόγυμνος. Η Έλντα τον θαύμασε. Που ήταν γυμνός και δε ντρεπόταν. Ούτε αυτός ούτε εκείνη που τον έβλεπε.
Ύστερα αφού ντύθηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι βρέθηκαν στο υπόγειο. Μακριοί διάδρομοι, άσπροι σοβάδες, χάμω το μωσαϊκό, ατέλειωτοι δρόμοι. Στο βάθος εκείνοι οι άνθρωποι με τις απειλητικές μάσκες για πρόσωπα, ένας-δυο, τρεις εμφανίστηκαν από το πουθενά. Κανείς δεν εμφανίζεται από το πουθενά. Κάπου πρέπει να υπάρχεις για εμφανιστείς μετά από τον οίκτο. Μην κοιμάστε! Καμιά πόρτα δεν άνοιξε αν και υπήρχαν πολλές όπου έμεναν διάφοροι άνθρωποι, να κοιτάξουν να δουν αν υπάρχει ένα ακόμα δράμα έξω από την πόρτα τους. Ο καθένας έχει ένα διαφορετικό τρόπο ν αντιμετωπίζει τη ζωή. Τη ζωή και τον θάνατο. Μπορεί όμως να ήταν μόνο η ζωή, γιατί δεν υποψιάζεσαι στα δεκαοχτώ σου να πεθάνεις.
Μια συγχορδία ύποπτης μουσικής που ξετίναξε ο χορδιστής, μερικές λέξεις που ξέφυγαν του ομιλητή, ένα όνειρο και οι πιο χαμηλές νότες, ακούστηκαν θλιβερές. Από κάπου έσταζε νερό στην πλάτη της Έλντας που γύρισε να τον κοιτάξει δίχως απορία. Δίχως έλεος. Το νερό κύλισε και στων άλλων τα πρόσωπα. Νερό μαύρο, κατάμαυρο λες και δεν ήταν νερό. Ο πρώτος από τους άλλους έφτασε κοντά στο πρόσωπο του Λόρκα. Δε φαινόταν να κρατάει τίποτε ή το είχε κρυμμένο. Οι άλλοι πίσω φώναξαν κάτι σαν ένοχος, αυτός ούτε που συλλογίστηκε πως το είπαν γι αυτόν. Εξ άλλου ούτε η Έλντα ούρλιαξε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια υπαιτιότητα για να συμβούν αυτά και να δικαιολογήσουν την πράξη έλα όμως που οι πράξεις των ανθρώπων δεν αιτιολογούνται πάντα.! Ανάμεσα από εκτυφλωτικό φως και σκοτάδι, πηχτό αίμα και ανοησία έχασε το δικό του φως.
Έφερε στα δάχτυλα του το κιτρινισμένο απ τον καιρό χαρτί. Ψαχούλεψε το μέσα του κι άκουσε την Έλντα να διαβάζει τα γραφόμενα της: I living Sunday morning and I'l don t go buck. How Can you  love mi. Ο Λόρκα υπολόγισε μετά από πενήντα ένα χρόνια τον οίκτο. Τον οίκτο και μια απορία γιατί τον ρωτούσε πως μπόρεσε και την αγάπησε αφού εκείνη θα έφευγε.Τον οίκτο και το σκοτάδι που τον έπνιξε από εκείνο το βράδυ που για χάρη της Έλντα Φέργκιουσον έχασε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον οίκτο κουκουλωμένος μέχρι πάνω τον χαλκό, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν την ξαναείδε, φάτσα με τον παράξενο θαυματοποιό, συντροφιά με το αιώνιο σκοτάδι, συντροφιά με τις απαίσιες μάσκες των προσώπων στον μακρινό διάδρομο της λήθη.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ.



Όμορφη Άνοιξη
Πράσινο, κίτρινο, κόκκινο
Χωνόμασταν τότε και υπήρχαμε
σα ζωύφια μες τα γαλάζια σπαρτά
που θρόιζαν τα γυναίκεια φουστάνια
τα ανοιχτά πουκάμισα των αντρών
λευκά.
Τι ωραία!
Στον κάμπο το αέρι κινούσε τις λεύκες
ένας σκύλος παιχνίδιζε πάντα στα πόδια μας
Χαμένο το μυαλό και το μάτι στο γαλάζιο στάχυ,
λίγο παράξενο μπλε, πιο πολύ προς το ραφ-ραφ ήταν και ο σκύλος μας.
 Χανόμασταν τότε και υπήρχαμε
νεανίες του Δυτικού Βορρά
με ξυπόλυτα πόδια, κρυμμένους πόθους
Αλλά τι ωραία μάτια!
Τα κεράσια κρέμονταν άγουρα στα χείλη των κοριτσιών
με ακμή στις ροζ παρειές
στων άγουρων γυναικών τα χείλη
αμέτρητα βερίκοκα και ζουμπούλια άσπρα
τι άσπρα καλέ μου!
[τόσο άσπρο δέρμα δεν είχα δει ποτέ άλλοτε]
όπως και τόση παρουσία λιγνού αισθήματος
Τι ωραία!
Στο στήθος των αντρών με τα λευκά πουκάμισα, στο έφηβο στέρνο,
μια φωνή στο δάσο, ένα τραγούδι μύριζε τόσο σπουδαία
όπως το στήθος της Τασίας, σαν το τριαντάφυλλο της Γιαννούλας.

[ποιηματα κ. πλιάτσικα]


Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ




Καθόμουν στην έκτη στάση Ιλισίων και περίμενα το λεωφορείο να πάω στη δουλειά μου. Η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι, ο ήλιος έσκαγε σαν σφυρί στο κεφάλι μου, - το ένιωθα σαν εκείνο το μπρούντζινο γκόγκ που χτυπούσε ο μαύρος, στην αρχή των παλαιών ταινιών του κινηματογράφου. Κόσμος πολύς δεν περίμενε, ίσως πέντε-έξι στέκονταν γύρω μου. Ναι, πέντε-έξι και μια χοντρή γυναίκα έγκυος. Την παρατηρούσα και σκεφτόμουν, πως αντέχουν οι χοντροί το βάρος τους και πόσο μάλλον όταν είσαι και έγκυος γυναίκα. Τι κοιτάς; με ρώτησε με έχθρα κι εγώ γύρισα πίσω μου να δω σε ποιον μιλάει. Εγώ; έδειξα με τον δεξιό δείχτη τον εαυτό μου, απορημένος. Ναι, εσύ! μου φώναξε. Που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! και μ έκανε να κοκκινίσω από ντροπή. Εγώ είμαι συνεσταλμένος, δεν είμαι όποιος κι όποιος, πήγα δικαιολογηθώ αλλά η χοντρή είχε πάρει ανάποδες και μ έστρωσε στο κυνήγι. Το βαλα στα πόδια, τι να κανα; ενώ πίσω μου έπεφτε το γέλιο της αρκούδας. Φυσικά κατάφερα να ξεφύγω εύκολα απ την γκαστρωμένη χοντρή και λίγο πιο κάτω, σταμάτησα το τρέξιμο να ξελαχανιάσω. Ρε, τι έπαθα, σκεφτόμουν, μεγάλος άνθρωπος, πενήντα χρονών τώρα εγώ, να με κυνηγάει μια χοντρή κι όπως κοίταζα το λεωφορείο που ερχόταν-πάει το είχα χάσει- μου ήρθε ένα μπουγέλο νερό απ το χέρι της χοντρής μέσα από το λεωφορείο! Με πήρε κι ο αέρας απ τη φόρα του οχήματος- το νερό κύλησε στο κουστούμι μου, έγινα μούσκεμα, πως θα πήγαινα τώρα στη δουλειά μου; Ανασηκώθηκα, τινάχτηκα κι ένας περαστικός με κοίταζε με λύπηση. Τα μάτια μας συναντήθηκαν κι απορήσαμε και οι δύο. Αυτός άνοιξε τα χέρια του, δείγμα πως με συλλυπιόταν και έφυγε το δρόμο του. Εγώ κοίταξα μια μπρος μια πίσω και αποφάσισα να πάω πίσω στην έκτη στάση, ήταν πιο κοντά απ ότι υπολόγισα. Περπατούσα αργά, δε μ ένοιαζε και να καθυστερούσα στη δουλειά μου- ήμουν προϊστάμενος στην τροφοδοσία μεγάλου εμπορικού οίκου τριάντα χρόνια τώρα. Σκέφτηκα να πεταχτώ σπίτι ν αλλάξω αλλά ντράπηκα , τι θα λεγα στη γυναίκα μου; κι έπειτα όπως το παρατηρούσα σε λίγο θα στέγνωνε. Βέβαια θα της το έλεγα το βράδυ και θα γελούσαμε, α, γελάμε πολύ με την γυναίκα μου, παιδιά δεν έχουμε, δε μας έδωσε ο θεός, έτσι έλεγε αυτή κι έκανε σταυρούς. Έφτασα ξανά στην έκτη στάση και ήμουν μόνος. Καλύτερα, σκέφτηκα, μην έχουμε πάλι κανένα άτυχο γεγονός. Σε λίγο όμως είδα να καταφτάνει δρομαίως ο φίλος μου ο Λεωνίδας. Ο Λεωνίδας, ναι βέβαια, φίλοι από παιδιά. Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο, στις αλάνες, αργότερα είχε γίνει και κουμπάρος αλλα εμείς κρατούσαμε το φίλος. Φίλος είναι άλλο πράγμα, έλεγε ο Λεωνίδας, κουμπάρο κάνεις κι από συμφέρον. Μόλις έφτασε κοντά μου, ξελαχάνιασε, μου δωσε το χέρι, του δωσα το δικό μου, πάντα έτσι έκανε, όποιον συναντούσε τον χαιρετούσε δια χειραψίας, εγώ το βαριόμουνα αυτό αλλά τι να κανα; φίλος ήταν. Τι κάνεις εδώ ρε; με ρώτησε με έξαψη. Και γιατί είσαι μούσκεμα; κοίταξε τον ουρανό. Μήπως έβρεξε μονάχα εδώ; κι έδειξε γύρω. Είχε πλάκα ο μπαγάσας. Α, τίποτα, έριξα ένα μπουκάλι νερό πάνω μου, κάνει πολύ ζέστη, δεν κάνει; Κι άμα κάνει ζέστη, μπουγελώνεσαι μοναχός σου; ξεκαρδίστηκε στο γέλιο. Εντάξει, αλλά εδώ τι κάνεις; σοβαρεύτηκε. Περιμένω το λεωφορείο, είπα ήσυχα. Εσύ; περιμένεις το λεωφορείο; τόνισε τα λόγια του. Τι να το κάνεις το λεωφορείο; Να πάω στη δουλειά μου ρε Λεωνίδα. Και γιατί θα πας με το λεωφορείο; εσύ μισείς τα μέσα μαζικής μεταφοράς; γιατί δεν παίρνεις το αυτοκίνητο σου; Έχω αυτοκίνητο εγώ; άνοιξα τα μάτια μου. Ωστόσο είχε μαζευτεί κόσμος και παρακολουθούσε τη συζήτηση. Τι θέλετε σεις; τους έδιωξε πέρα με το χέρι του σαν να έδιωχνε μύγες, ο Λεωνίδας. Ρε, άιντε πάμε να πάρεις το αυτοκίνητο, τρελάθηκες; Και με παρέσυρε αγκαζέ στο δρόμο..
Προχωρούσαμε με τον Λεωνίδα αγκαζέ και μου φάνηκε κάπως. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου φάνηκε ψηλός σα μια πολυκατοικία. Με κοίταξε κι αυτός. Τι με κοιτάς; μου είπε. Κάνεις σα να με βλέπεις πρώτη φορά. Όχι, ρε του λέω, τι πρώτη φορά... και μέσα μου σκεφτόμουν αν πράγματι τον έβλεπα για πρώτη φορά. Μην κάνεις σαν χαζός, σε πείραξε το μπουγέλο που σου ριξε η χοντρή; Έλα, φτάσαμε κάτσε λίγο να τα πούμε, εγώ δεν έρχομαι μέσα. Καθίσαμε στο πεζούλι δίπλα στο γκαζόν της μονοκατοικίας. Α, ρε κερατά! έχεις το πιο ωραίο σπίτι στα Ιλίσια. Και μόνο γι αυτό, σε ζηλεύω. Μόνο γι αυτό; άνοιξα τα μάτια μου. Εντάξει, και το αυτοκίνητο σου δεν παίζεται, εγώ δεν είχα ποτέ Πόρσε, έκανε κι έδειξε την μαύρη Πόρσε που ήταν αραγμένη στο γκαράζ. Ο ίσκιος που έπεφτε από τα μεγάλα δέντρα δρόσιζε τον χώρο. Ωραίες οι ακακίες αλλά γεμίζουν τον κόσμο με τα άνθη τους, είπε ο Λεωνίδας και τις κοίταζε. Της γυναίκας σου θα της βγαίνει η πίστη για να μαζεύει όλα αυτά τα άνθη και τα κίτρινα φύλλα ε; Ο παππούς σου δεν είπες πως τις φύτεψε; Κοίταξα τα δέντρα κι έγνεψα ναι, τι να λεγα; ότι δεν τις φύτεψε; Λοιπόν, συνέχισε, άιντε να σε αφήσω τώρα εγώ να πας και στη δουλειά σου, γιατί άργησες κιόλας. Εντάξει κουμπάρε; έλα γεια. Φιληθήκαμε σταυρωτά. Πάντα έτσι κάναμε όταν χωρίζαμε με τον Λεωνίδα, μου σφιξε πάλι το χέρι, ωχ αυτές οι ατέλειωτες χαιρετούρες του! Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου. Εντάξει, λέω, ας μπω να πάρω την Πόρσε να πάω στη δουλειά μου, τι κάθομαι; Άνοιξα την εξώπορτα, προχώρησα στο διάδρομο, έψαξα τα κλειδιά μου, φτάνοντας κοντά στο πολυτελέστατο αυτοκίνητο. Άλλα κλειδιά δεν υπήρχαν επάνω μου. Έψαξα όλες τις τσέπες, την τσάντα μου, τίποτε. Που στο διάολο είχαν πάει τα κλειδιά; Τα είχα χάσει; Και πως θα έπαιρνα τώρα το αυτοκίνητο; Α, σκέφτηκα, θα χτυπούσα το κουδούνι να μου ανοίξει η γυναίκα μου, αλλά εγώ δεν είχα ούτε γυναίκα ούτε αυτοκίνητο, τι διάολο έκανα εκεί; Γύρισα να κοιτάξω για τον Λεωνίδα αλλά κι αυτός είχε φύγει πολλή ώρα πριν... Ένας μεγάλος μαύρος σκύλος βγήκε από το σπιτάκι του και ερχόταν προς εμένα με αργά απειλητικά βήματα. Οπισθοδρόμησα ιδρωμένος, σύγκορμα. Θα είχα κιτρινίσει πολύ, ο φόβος κάλπασε σαν λευκό άλογο στις φλέβες μου. Κατουρήθηκα. Όπως πήγαινα πίσω-πίσω σκόνταψα σε μια πέτρα, κύλισα στο πράσινο γκαζόν, το πουκάμισο μου γέμισε πρασινάδα-πως θα πήγαινα έτσι στη δουλειά μου; γεμάτος πρασινάδες; ο διευθυντής θα γκρίνιαζε και με το δίκιο του. Ωστόσο ο μαύρος σκύλος είχε φτάσει από πάνω μου κι με έγλειφε με μια τεράστια γλώσσα. Ένιωσα τα σάλια του να κυλάνε σ αυτιά μου, αισθάνθηκα χειρότερη αηδία από κείνη που ένιωσα όταν με μπουγέλωσε η χοντρή, σηκώθηκα έτοιμος να το βάλω στα πόδια αλλά δεν το κανα γιατί θυμήθηκα πως άμα το βάλεις στα πόδια ο σκύλος θα σε δαγκώσει οπωσδήποτε κι έτσι στήθηκα απέναντί του, αντιμέτωπος με τα ήρεμα μάτια του. Έσμιξα τα χείλια μου μπρος και έξω, απόρεσα με τη συμπεριφορά του. Πάντα φοβόμουν τα σκυλιά, δε θα αγόραζα ποτέ έναν σκύλο και μάλιστα μαύρο, ίσως κανένα χαζόσκυλο, κανένα Ραν-Ταν-Πλαν ναι, αλλά μαύρον και τεράστιο σαν τούτον εδώ; Ποτέ. Αλλά ο μαύρος σκύλος στεκόταν χαρούμενος εκεί μπροστά μου. Κουνούσε την ουρά του πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Λες να ήταν δικός μου ο σκύλος;
Τέλος

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

ΜΗ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ





Το είχαν συμφωνήσει, απόψε, θα έκαναν παρέα οι δυο τους. Ότι και να συνέβαινε, όποιος ακύρωνε την συμφωνία, θα πλήρωνε το τίμημα που ήταν βαρύ:Θα έχανε την φιλία του άλλου.
-Πολύ σοβαρό το κάνεις, προσπάθησε να το απαλύνει αυτός αλλά ο φίλος του ο Φώτης, τον πρόλαβε.
-Όχι, γιατί σε ξέρω. Όπως το ορίσαμε. Θα βγούμε, θα πάμε για φαγητό, έπειτα ποτό κι ότι άλλο θέλουμε αλλά χωρίς γυναίκες. Δεν βαρέθηκες; Κάθε βράδυ και άλλη γυναίκα, φτάνει πια! Εγώ σου το είπα, αν δεν κρατήσεις την συμφωνία, τελειώνει η φιλία μας.
Βγήκαν κατά τις εννιάμιση. Φάγανε στην Κληματαριά-μια ωραία ταβέρνα με αυλή στα Εξάρχεια. Είχε ωραίους μεζέδες, ξανθό κρασί. Απόλαυσαν το φαγητό και το κρασί τους, όλα ήταν μια χαρά. Μιλούσαν διάφορα, ανέμελα. Ήταν δυνατή η φιλία τους, αυθόρμητη.
Ο Φώτης ήταν ηθοποιός αλλά όχι από τους ωραίους, τους ζεν-πρεμιε. Μάλλον κοντός, μάλλον άσχημούλης και, πάρ’ όλη την δόξα του- η τελευταία ταινία του έκανε θραύση- δεν τα πήγαινε τόσο καλά με το άλλο φύλο.
-Πως γίνεται ρε, του λεγε καμιά φορά. Ρε, πως γίνεται να έχεις πιο πολλές από μένα; Ένας πλασιέ βιβλίων είσαι, τι είσαι;…
-Έχω μέλι στο κάτω κεφάλι! Γελούσε αυτός.
Δεν τον ενοχλούσε που τον ζήλευε λίγο. Ήταν ωραία ζήλια, παιχνιδιάρικη, όχι αρρωστημένη. Τον αγαπούσε τον Φώτη και του φαινόταν ηλίθιο να χαλάσουν μια τόσο γερή φιλία για κάποια τσούλα. Ούτε που το έβαζε ο νους του.
-Γι’ αυτό, κάτσε στ’ αυγά σου! Του είπε γελώντας. Λέμε κανένα τραγούδι;
-Νωρίς είναι ακόμα για ποτό. Εντάξει, πιάσε την κιθάρα.
-Πιάστην εσύ, εσύ παίζεις, εγώ τραγουδάω.
-Γιατί, εγώ δεν τραγουδάω;
-Ε, γκαρίζεις κι εσύ καμιά φορά! Έλα μωρέ πιάσε την κιθάρα. Ε, Βαγγέλη, φώναξε στο γκαρσόνι, πιάσε μας την κιθάρα.
-Αμέσως, έκανε ο Βαγγέλης.
Και την έφερε. Ξέρανε πως άμα έπαιζαν κιθάρα, οι πελάτες το ευχαριστιότανε, έτσι θα είχαν περισσότερη δουλειά, περισσότερο μεροκάματο.
Έπαιξε κιθάρα, τραγούδησαν στην αρχή οι δυό τους. Σιγά-σιγά όμως, όλο το μαγαζί έγινε μια παρέα. Έκαναν το κέφι τους, έπιναν το κρασί τους. Μάλιστα εκείνο το βράδυ ήπιαν παραπάνω αλλά δεν τους έπιανε. Εικοσιπέντε χρονών παιδιά ήταν, γερά ποτήρια και οι δυο τους.
Κατά τις δώδεκα, δωδεκάμισι, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Όλο το μαγαζί, φώναζε . Τους έκαναν την χάρη, είπαν δυο τραγουδάκια ακόμη κι ύστερα πήραν δρόμο. Μόλις κατηφόρισαν στην Μαυρομιχάλη, στρώθηκαν στο κυνήγι. Έτσι έκαναν πάντα. Κυνηγούσε ο ένας τον άλλον- ο κόσμος τους κοίταζε απορημένος, νόμιζε πως κυνηγιόνταν αλήθεια- αλλά αυτοί, είχαν τον σκοπό τους. Έτρεχαν μέχρι το Ταξίμι, ένα ρεμπετάδικο λίγο πιο κάτω. Όποιος θα έφτανε δεύτερος, πλήρωνε τα ποτά. Αυτή την φορά, έφτασε πρώτος ο Φώτης.
-Θα πληρώσεις πολλά απόψε, ξελαχάνιασε δίπλα στην πόρτα του ρεμπετάδικου.
-Μη σε νοιάζει, έχω απόψε λεφτά, πιες όσο θέλεις, ξελαχάνιασε κι αυτός δίπλα του.
Χώθηκαν μέσα, κάθισαν σε ένα τραπέζι κεφάτοι. Παράγγειλαν ποτά, έπιναν σαν σφουγγάρια. Το μαγαζί ήτανε πήχτρα. Ο θόρυβος η μουσική, τα τσιγάρα, έκαναν τον τόπο ντουμάνι αλλά δεν τους ένοιαζε, ούτε το σκέφτονταν.
Θα είχε περάσει κανένα μισάωρο, όταν αυτός, αντελήφτηκε μια από απέναντι να του κουνάει μαντήλι.
Άρχισε μα παίζει μαζί της, προσέχοντας να μην τον πάρει χαμπάρι ο Φώτης. Ήταν μια πολύ όμορφη,μελαχρινή, πρασινομάτα, παιχνιδιάρα.
Κάποια στιγμή της έκλεισε το μάτι. Εκείνη ανταπάντησε. Ωραία, σκέφτηκε. Τσιμπάει. Και κοίταξε δίπλα του τον Φώτη.
-Τρέχει τίποτα φιλαράκι; Τον ρώτησε.
-Όχι, ρε, τι να τρέχει, όλα μια χαρά.
-Θα πιούμε άλλο;
-Ναι, παράγγειλε, έκανε μουδιασμένα.
-Δεν σε βλέπω καλάάά! Τον κοίταξε ύποπτα.
-Όχι, ρε, σου είπα! Παράγγειλε ποτά.
Η άλλη όμως από απέναντι τον έτρωγε με τα μάτια και ένα ερωτηματικό χαμόγελο, σα να του λεγε: Αυτός άνοιξε τα χέρια με μικρή απόγνωση και με τα μάτια της έδειξε τον φίλο του. Η γκόμενα του απάντησε πάλι με νόημα, μπορώ εγώ και δεν μπορείς εσύ;
Ωστόσο, είχαν έρθει τα άλλα ποτά. Τσούγκρισαν κι αυτός, πέταξε ένα δεν βαριέσαι..
-Τι είπες; Απόρεσε ο Φώτης.
Κι απόρεσε περισσότερο σαν τον είδε να σηκώνεται και να στέκεται από πάνω του αγκαζέ με την γκόμενα που είχε κατά φτάσει στο πρώτο νόημά του.
-Που πας ρε; Είπαμε…δεν είπαμε; Τι είναι αυτά που κάνεις τώρα;…μ αφήνεις μόνο; Παραπονέθηκε ο Φώτης.
Αυτός, κοίταξε τον φίλο του με ένα ωραίο χαμόγελο, σα να του λεγε, εντάξει ρε, εντάξει, θα τα βρούμε εμείς το πρωί, δεν χάλασε ο κόσμος!
-Φεύγω φιλαράκι, εντάξει; Πληρώνω τα ποτά και φεύγω. Θα τα πούμε αύριο, γεια.
πήγε να συνεχίσει ο φίλος του αλλά αυτός είχε σχεδόν εξαφανιστεί αγκαζέ με την μελαχρινή κουτσουπιά. Πλήρωσε τον λογαριασμό και βγήκαν στην Αυγουστιάτικη νύχτα. Το σπίτι του ήταν εκατό μέτρα πιο πάνω. Μέχρι να φτάσουν, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ούτε πως σε λένε, ούτε τίποτα, τίποτα. Μπήκαν φουριόζοι στο μικρό δωμάτιο με τις λευκές κουρτίνες, τις τράβηξαν, κρύφτηκαν μέσα. Λες και ήταν διψασμένοι, λες και ήταν αχόρταγοι από ένα παιχνίδι που το ήξεραν καλά, όρμησαν ο ένας να φάει τον άλλον. Κι όπως ήταν φυσικό έκανα ένα βιαστικό πήδημα. Αυτός, χωρίς πολλά χάδια έχωσε τον όρθιο του στο δασώδες φαράγγι της, ένιωσε την γλύκα της αχαλάρωτης τρύπας, του ξένου μονοπατιού, το φχαριστήθηκε, ας ήταν γρήγορο. Ύστερα γύρισε ανάσκελα λίγο μετανιωμένος, λίγο βαρεμένος. Σκέφτηκε να γυρίσει στον φίλο του που τον είχε παρατήσει για ένα γρήγορο έρωτα. Μάλιστα σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται, ενώ η γκόμενα τον παρατηρούσε έκπληκτη.
-Τι κάνεις εκεί; Τον ρώτησε. Έτσι είσαι εσύ; Ωραίος είσαι!
-Τι θέλεις να πεις; Έκανε.
-Τίποτα. Απλούστατα, τώρα θα πάμε να πηδήξω κι εγώ.
Άνοιξε τα μάτια του πελώρια, δεν θυμόταν άλλη γυναίκα να του είχε πει κάτι τέτοιο στα ίσια. Κι αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει. Ασυναίσθητα, υπάκουσε, ντύθηκαν και βγήκαν. Πήραν την μηχανή, που πάμε; την ρώτησε, Αμπελοκήπους του απάντησε, ανέβηκαν την Χαριλάου Τρικούπη, πιάσανε την Αλεξάντρας κι ένιωσε λίγη ψύχρα καθώς η νύχτα προχωρούσε αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι’ αυτό…
Έφτασαν στους Αμπελοκήπους, μπήκαν σε ένα ωραίο διαμέρισμα, επιπλωμένο με γούστο και τον πηδούσε όλη την νύχτα.
-Έτσι μπράβο αγόρι μου! Τώρα είσαι άντρας, τώρα..έλα..ναι, βαθιά, πιο βαθιά, έλα!  Άααα.
Το πρωί, κατά τις δώδεκα δηλαδή, σηκώθηκε πρώτη, έφτιαξε πρωινό κι αυτός την παρατηρούσε. Δεν ήταν και τόσο όμορφη, όσο του είχε φανεί την νύχτα. Το σώμα της ήταν καταπληκτικό αλλά από πρόσωπο, δεν έλεγε. Στο σκοτάδι, αντέστρεφε την ρήση, καμιά γυναίκα δεν είναι ίδια.
Καθώς έπινα τον καφέ τους πικροχόλιασε με τον εαυτό του και τον ειρωνεύτηκε που είχε εγκαταλείψει τον φίλο του για μια γυναίκα. Τι είχε κάνει τώρα; Για κάποιο παλιόμαυρο πρόδωσε την φιλία. Αν δεν το είχαν συμφωνήσει θα ήταν αλλιώς. Αλλά τώρα; Μέσα του πίστευε πως ο Φώτης θα τον συγχωρούσε αλλά ποτέ δεν ξέρεις με τους φίλους και τις γυναίκες.
Την ξανακοίταξε και ομολόγησε πως δεν είχε τίποτε σπουδαίο. Εντάξει, ένα ωραίο κορμί αλλά έφτανε αυτό; Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κι απόρησε με τον εαυτό του που είχε μπλέξει μαζί της.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε να ρωτάει.
Την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, σαν να έλεγε τι εννοείς, ανάβοντας ένα τσιγάρο ακόμα. Σκεφτόταν τις δουλειές που τις είχε παρατήσει.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε πάλι και του έστρεψε το κεφάλι, έτσι που να βρεθούν κατάφατσα.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στα ίσια.
-Τι θα γίνει με μας; Επανέλαβε μισοειρωνικά, αυτή την φορά, σαν ηχώ.
-Ε, της απάντησε. Θα βρεθούμε στο μπαρ, στο Ταξίμι άμα τύχει. Θα βρεθούμε.
Δεν θυμόταν τι ακριβώς έκανε ή αν είπε κάτι άλλο η γκόμενα. Αυτό που θυμόταν ήταν ότι σηκώθηκε κι έφυγε, έτσι ξαφνικά, ασυνείδητα.
Στον δρόμο, όπως οδηγούσε την μηχανή, του είχε κολλήσει αυτή η λέξη: ασυνείδητα. Βαρύ ήταν, γιατί ασυνείδητα; Και οι δυο έκαναν αυτό που ήθελαν, δεν είχε σημασία που ήταν γυναίκα..αλλά πάλι εκείνο το λες και είχε κολλήσει η βελόνα, τι το ήθελε; Τι ήθελε να γίνει δηλαδή;
Μετά από καιρό, όταν συναντήθηκε με τον Φώτη και του τα διηγήθηκε όλα- αφού πρώτα παραδέχτηκε το λάθος του- ορκίστηκε πως δεν θα το ξανάκανε.
-Μα είσαι βλάκας; Του είπε χύμα βλάκας είσαι; Δεν καταλαβαίνεις; Απλά η γκόμενα ήθελε μια συνέχεια. Αλλά εσύ, την παράτησες σαν σάκο του σεξ. Τέτοιος φαλλοκράτης είσαι, τι νομίζεις πως είσαι…
Του κόστιζε που του μιλούσε έτσι, όμως κατά βάθος πίστευε πως είχε δίκιο. Παρ όλα αυτά, νευρίασε.
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; Του αντεπετέθηκε. Δεν είσαι φαλλοκράτης εσύ; Εξ άλλου, ισότητα έχουμε. Ότι ζητούσε η κυρία, πήρε.
Τα λέγανε αυτά, περπατώντας γύρω στην πλατεία Εξαρχείων. Κάποια στιγμή, κάθισαν σε ένα παγκάκι.
Βραδάκι ήτανε και σκέφτηκαν να πάνε για κανένα ποτό.
-Κι εγώ το ίδιο θα έκανα, ομολόγησε ο Φώτης. Απλά ήθελα να σε πικάρω που μου την έκανες. Είδες λοιπόν, πως η φιλία δεν αντέχει, μπροστά σε οποιαδήποτε γυναίκα;
Αυτός όμως, δεν είχε όρεξη πια, για τέτοια κουβέντα. Θεώρησε το θέμα λήξαν κι αφού τα είχε βρει με τον φίλο του, πίστευε πως τελικά η φιλία είναι πιο δυνατή απ την αγάπη για μια γυναίκα.
- Θέλω κόσμο, του είπε. Φασαρία, γεγονότα. Πάμε.
Αντάλλαξαν μια γρήγορη ματιά συμφωνίας και το έβαλαν στα πόδια. Τώρα ο δρόμος μέχρι το ταξίμι ήταν πολύ πιο μακριά και είχε ανηφόρα. Καταϊδρωμένοι, έφτασε στην είσοδο σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυό.
Μισά-μισά; Ρώτησε αυτός.
-Στη μέση φίλε, του απάντησε.
Μπήκαν μέσα, βρήκαν την παλιοπαρέα. Κάθισαν μαζί τους, άιντε γεια μας και πίνανε. Ήταν μια παρέα που γνωρίζοντα από χρόνια. Σχεδόν από παιδιά.
Ώσπου εμφανίστηκε εκείνη η . Πήγε προς το μέρος τους χαμογελαστή. Αυτός, έκανε να σηκωθεί, να την υποδεχτεί, μα αυτή του έγνεψε με το χέρι, κάτσε, κάτσε. Σήκωσε το ποτήρι της, είπε ένα στην υγειά σας, στην παρά κι έπειτα στράφηκε προς αυτόν.
-Είσαι πολύ μάγκας! Του είπε δυνατά να την ακούσουν όλοι.
Κι έφυγε. Η παρέα χαχάνισε, λέγοντας διάφορα. Πες του κι άλλα..ναι..ναι..τέτοιος είναι..πες του κι άλλα! Αυτός όμως, δεν το είδε καθόλου αστείο. Δεν του άρεσε να του συμπεριφέρονται έτσι. Πικράθηκε με τον εαυτό του, στριμώχτηκε στην γωνία και ήπιε ένα καζάνι βότκα.
ΤΕΛΟΣ


ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...