Υπάρχουν πολλοί τρόποι να εκφραστείς με τη ζωγραφική. Ένας απ αυτούς το σκίτσο, που αγαπώ πολύ. Με το σκίτσο μπορείς να πεις πάρα πολλά πράγματα, να μιλήσεις χωρίς λόγια, να δημιουργήσεις φόρμες και καταστάσεις που μόνο μ αυτό τον τρόπο μπορείς. Νομίζω πως οι σκιτσογράφοι είναι ή πρέπει να είναι πανέξυπνα άτομα γιατί πέραν της τεχνικής, χρειάζεται η σκέψη, η νόηση βαθύτερων νοημάτων, σπουδαίων τσιτάτων γέλιου ή φιλοσοφίας και περιττό να πω πως ο χρόνος για να βρει ο σκιτσογράφος τις λίγες λέξεις που θα εμπεριέχει το κάθε σκίτσο είναι κατά πολύ περισσότερος απ αυτόν της σκιτσογρακής εργασίας. Η σύλληψη είναι σπουδαίο γεγονός, η εύρεση του θέματος, της ιδέας, επίσης που μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Σίγουρα το πιο βασανιστικό μέρος της εργασίας είναι να βρεθεί η ατάκα και οι διάλογοι.
Και
στα πλατάνια, βασίλευε ο Βελλεροφόντης
με τον Πήγασο, το νερό τελείωνε στο
πηγάδι, η μητέρα φώναζε που δεν την
βοηθούσα όσο έπρεπε κι εγώ έγραφα τον
κόσμο στα παλιά μου τα παπούτσια και
πήγα πέρα, μακριά σε κάποιον μυστηριώδη
παππού που κυβερνούσε ένα μεγάλο κοπάδι
από γίδια, ενώ γύρω του κι ολούθε έτρεχαν
σκυλιά, πολλά σκυλιά, που τα φοβόμουν
αλλά όταν έφτανε η ώρα να με δαγκώσουν
ημέρευα κι εγώ κι αυτά, ενώ ο μυστηριώδης
παππούς έβγαζε μια μεγάλη
φωνή:
-Εεεεεε.έεεεεειιιιιιιιιι! και
το κοπάδι άκουγε τις προσταγές του,
λούφαζε κάτω από τις γκορτζιές, έλιωναν
οι φτέρες κάτω από την φοβερή ζέστη του
ήλιου, κάτω από τις μουστάκες του Θωμά
Τάτση, αυτός ήταν ο μυστηριώδης παππούς,
αγράμματος, στουρνάρι απελέκητο, φορούσε
κάπες μάλλινες Χειμώνα - Καλοκαίρι, δεν
ίδρωνε, δεν σκεφτόταν τίποτε, δεν ήξερε
τίποτε, παρ ότι έμοιαζε ή νόμιζες πως
ήξερε.
-Αν βαρέθηκες κυρία φύγε ήσυχη
ξανά! Τραγουδούσα εγώ κι εκείνος με
κοίταζε, μέσα στη ντάλα του μεσημεριού.
-Ποιο
τραί σου αρέσει περισσότερο; Τον
ρώτησα.
-Το γκιοσέμι, μου απάντησε,
αυτός είναι ο αρχηγός, είναι ο
Κολοκοτρώνης.
-Αν βαρέθηκες κυρία
φύγε ήσυχη ξανά
τη μικρή μας ιστορία
δεν την είπα πουθενά.
Συνέχιζα το
λαϊκό άσμα. Και τον κοίταζα στα μάτια,
που ήταν πολύ ήρεμα, σα να μην έτρεχε
τίποτα, σαν ο κόσμος να ήταν μόνο το
κοπάδι του, τα πουρνάρια και το κλαρί
που έπρεπε να φάνε και πέταγε που και
που κανένα κομμάτι στα σκυλιά που
αλυχτούσαν ολούθε.
-Ο λύκος που είδες
στον κάμπο, δεν είναι δικός σου, μου
είπε.
-Ο άσπρος λύκος; Και που τον
ξέρεις εσύ; απόρεσα.
-Χρόνια κάνουμε
παρέα!
-Αλλά αυτός είναι νέος!
-Μου
έφαγε δέκα κατσίκια και μου τα χρωστάει,
θα του τα πάρω πίσω! Άκουσες; Και σήκωνε
την γκλίτσα.
-Ο άσπρος λύκος σου
χρωστάει δέκα κατσίκια! Ο άσπρος λύκος
είναι στον κάμπο! Αναφώνησα. Κι έφυγα.
Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν άνθρωπος.
Κατέβηκα στον κάμπο να συναντήσω τον
λύκο.
Τον βρήκα καθισμένον δίπλα στην
πηγή. Μόνος του να κοιτάζει με τα γκρίζα
μάτια του το γαλάζιο του ουρανού και το
άχρωμο του νερού.
Απ τη ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ
Μέρα, μεσημέρι. Εσωτερικό. Στην είσοδο ενός σουπερ μάρκετ, διαβαίνει ο Α. Είναι πεινασμένος αξιοθρήνητος. Στην δεξιά τσέπη του, σφίγγει ένα σαρανταπεντάρι. Με σταθερό βήμα κατευθύνεται στο ταμείο. Το σουπερ μάρκετ είναι σχεδόν άδειο κείνη την ώρα. Αυτό τον βολεύει. Στο ταμείο κάθεται η άγνωστη που συντρόφευε τον Β. Μόλις συναντιούνται τα μάτια τους, ξαφνιάζεται. "Τι θέλετε;" ψελλίζει. Αυτός της προτείνει το πιστόλι. " Βάλε τα λεφτά σε μια σακούλα!" την προστάζει σφυριχτά. Η άγνωστη διστάζει. " Κάνε αυτό που σου λέω! τα χρειάζομαι για τους φτωχούς. Γρήγορα!" ξαναδιατάζει. Η άγνωστη αδειάζει το ταμείο σε μια τσάντα. Νάιλον ή ότι έχει. Ωστόσο από το βάθος εμφανίζεται ένας σεκιουριτάς. Κρατάει πιστόλι και σημαδεύει τον πρωταγωνιστή που γυρίζει και τον αιφνιδιάζει. Πυροβολεί και το πιστόλι του σεκιουριτά, εκσφενδονίζεται πέρα. Πέφτει επάνω του και με δυο μπουνιές ξεκαθαρίζει την κατάσταση. Πάντα έτσι συμβαίνει. Η άγνωστη τον κοιτάζει με θαυμασμό. Αυτός της δίνει ένα φιλί κι εξαφανίζεται.
Πλατεία. Παγκάκια. Πεινασμένοι, Κούρδοι, Πακιστανοί, Έλληνες, ρακένδυτοι όλου του κόσμου, με σβησμένα μάτια, εκλιπαρούν ένα ξεροκόμματο. Ο Α καταφτάνει ανάμεσα τους. Από την σακούλα, βγάζει και μοιράζει τα λεφτά. Οι πεινασμένοι ορμάνε Παίρνει ο καθένας ότι μπορεί. Κάποιοι του ξεσχίζουν το πουκάμισο αφού δεν προλαβαίνουν να πάρουν λεφτά, άλλοι το παντελόνι. Το σλιπάκι. Τον αφήνουν εντελώς γυμνό κι ύστερα το βάζουν στα πόδια. Ένα τσούρμο μπάτσοι που παρακολουθούσε την σκηνή, έκπληκτοι ορμάνε κατά εκεί. Σβέλτα ο Α τρέχει προς ένα αυτοκίνητο, ξένο, πως τα βρίσκουν ανοιχτά τα αυτοκίνητα οι πρωταγωνιστές είναι άγνωστο και ως δια μαγείας μπαίνει μέσα, βάζει μπρος ως δια μαγείας, αναπτύσσει ταχύτητα..... συνεχίζεται.
ΠΟΤΗΣ
Καθόταν στη γωνιά του κι άναβε το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου. Μάλιστα επειδή δεν είχε φωτιά, σπίρτα, αναπτήρα, ίσκα και τα λοιπά, άναβε απ το τελευταίο, λίγο προτού κάψει την κιτρινισμένη του απ΄την νικοτίνη, ψυχή, λίγο προτού πάρουν φωτιά τα ωχριασμένα μουστάκια του. Έπινε μαύρη ρετσίνα, τράβαγε γeρές ρουφηξιές θανάτου, στόχευε την καρδιά του και δεν του καίγονταν καρφί, αν πέθαινε τώρα απ το φούμο, απ τον καρκίνο του.. πνεύματος, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο γιατρός. Θα πεθάνεις, κακομοίρη του είπε και κάπνιζε τον στριφτό μαύρο καπνό του κι αυτός. Κάποια στιγμή, το τσιγάρο έπεσε καταγής κι ο γέρος χώθηκε με μιας κάτω από το τραπέζι, κάτω απ τις καρέκλες, κάτω απ τον εαυτό του, βούτηξε τη γόπα και την ρούφηξε ενώ τα μάτια του τσουρουφλιζόταν απ την ξευτίλα του ποτού και του τσιγάρου. Όταν ανορθώθηκε, τραγουδούσε τα ποτά και τα τσιγάρα κι αμέσως, το καθισμένος στο απόμερο παγκάκι, το τσιγάρο έχει πέσει καταγής, χαμογελώντας, σαν να ήξερε πως όλος ο κόσμος ήταν δικός του, και μονολόγησε πως όποιος έχει υπάρξει καπνιστής και το κοψε, κάποια μέρα θα ξαναφουμάρει ο διάολος να σκάσει Στις Δημοκρατικές κοινωνίες, δεν επιτρέπονται οι ολικές απαγορεύσεις, έλεγε στην οθόνη, ο καθηγητής εγκληματολογίας, Γ.Πανούσης, μιλώντας για την απαγόρευση του τσιγάρου, κι ο γέρων περηφανεύτηκε, ανάβοντας με την στουρναρόπετρα, αυτή τη φορά το τελευταίο τσιγάρο, το τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό, μια ζωή θα σ αγαπώ, πως ακόμα και οι θεοί συμφωνούσαν μαζί του, άρα και ο καθηγητής, που ήξερε τόσα πράγματα, τι διάλο καθηγητής θα ήταν αλλιώς, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο του τσιγάρο στην πραγματικότητα, αφού σε λίγο είχε πεθάνει, είχε γείρει, με βλέμμα άδειο, πάνω στο τραπέζι, ενώ το τσιγάρο του έκαιγε το μυαλό, του έκαιγε τα σπάργανα του νου.
Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.
Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι [συνειδητοποιείς], με το που γεννιέσαι, είναι αν είσαι πλούσιος ή φτωχός στην ηλικία 3-4 χρονών. Ελάχ...