Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΕΝΉΝΤΑ ΤΡΕΙς ΦΟΥΣΚΆΛΕΣ

 


 

ΚΑΦΕΔΆΚΙ ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΤΗ Σ ΠΑΤΗΣΙΏΝ Ή ΠΑΛΙΆ ΜΕ ΛΈΓΑΝ ΤΆΣΟ.

 

Είχα αποφασίσει να το πάρω εκείνο το δώρο για τον εαυτό μου. Τόσα χρόνια έκανα δώρα στους άλλους, καιρός ήταν να κάνω ένα και σε μένα τώρα που έβγαινα στη σύνταξη. Τόσα χρόνια καφετζής, είχα δικό μου καφενείο κι έτσι είχα αποκτήσει πολλούς φίλους, καλούς ,κακούς και άσχημους-άσχημος ήμουν κι εγω αλλά όχι τόσο. Τα μαλλιά μου ήταν ακόμα μαύρα και τα χτένιζα χωρίστρα δεξιά, έβαζα και ζελέ. Καμιά φορά, άφηνα κι ένα περιποιημένο μουσάκι και γενικά ήμουν ένας μοντέρνος καφετζής παρά τα εξήντα μου χρόνια. Χρόνια που δεν κατάφερα να παντρευτώ, γιατί, γυναίκες γνώρισα πολλές, αλλά μια μου ξίνιζε και μια δεν ήθελε να πάρει καφετζή, ήθελε να πάρει ταξιδιώτη, νιο, ταξιδευτή, κι έτσι έμεινα στο ράφι. Μια χαρά περνούσα κι αφού το είχα αποφασίσει για εκείνο το δώρο, πήγα μια μέρα, μια Δευτέρα μια Τρίτη στο κατάστημα. Ήταν ένα ιδιόμορφο κατάστημα, με είδη δώρων για παράξενους πελάτες με ιδιαίτερα γούστα, κάπου στο Κολωνάκι, αν και πάντα αναρωτιόμουν γιατί δεν γράφεται με ωμέγα το πρώτο. Μπήκα μέσα ευγενικός και κύριος. Ζήτησα το βαλιτσάκι που είχα διαλέξει. Η κυρία μου το έβγαλε απ τη βιτρίνα, λέγοντας πως τα προϊόντα τους ήταν μοναδικά. Δεν υπήρχε δεύτερο για κανένα είδος τους. Πλήρωσα χίλια ευρώ αλλά τι με ένοιαζε, λεφτά είχα να φάνε και οι αρκούδες. Πήρα το βαλιτσάκι μου, χαρούμενος, με ένα στριφούτσικο γέλιο, πάντα μου άρεσε να γελάω έτσι. Βγήκα στην Σκουφά, κατηφόρισα στα Εξάρχεια και σκεφτόμουν τι καλά που είχα κάνει. Έφτασα στο σπίτι μου, τοποθέτησα το βαλιτσάκι σε περίοπτη θέση. Είπα να φτιάξω κάτι να φάω, μπήκα στην κουζίνα, που την είχα πάντα καθαρή, παρ΄ότι τόσα χρόνια εργένης. Α, ήμουν ένας περιποιημένος άνθρωπος με τάξη στη ζωή του. Δε μου άρεσαν οι τσαπατσουλιές. Τα πάντα έλαμπαν μέσα στο σπίτι μου, όπως και στη ζωή μου κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό. Το σήκωσα, ήταν η τελευταία γυναίκα μου η όμορφη Σούλα. Γύρισα στο σαλόνι, άναψα με τον πανάκριβο αναπτήρα μου ένα πούρο Αβάνας και βάλε. Κάθισα στον καναπέ να μιλήσω μαζί της, να την απολαύσω που είχε μια βελούδινη φωνή, όταν ήθελε να μου ζητήσει κάτι. Ευτυχώς αυτή τη φορά ήθελε μόνο να πάμε για φαγητό έξω. Κάπου στη Γλυφάδα θα προτιμούσε, συνέχισε κρυστάλλινα, στο διάφανο τύμπανο του αφτιού μου. Μεσημεράκι πλησίαζε, ωραία της είπα, πάμε εκεί για ψαράκι. Συμφωνήσαμε και σε λίγο, οδηγώντας την σπορ Μερσεντές, έπιασα την Συγγρού, ύστερα παραλιακή, με τον ήλιο να τσουρουφλίζει τις χρυσές ανταύγειες στα μαλλιά της Σούλας που άστραφτε κι αυτή μέσα σε μια μεγάλη ευτυχία, που ήταν μαζί μου κι εγώ μαζί της. Αράξαμε στη Λωξάνδρα, πάντα μας άρεσε αυτη η ταβέρνα. Παραγγείλαμε αστακό, ένα Γαλλικό, ροζέ κρασί κι όλα ήταν τόσο ωραία στην παράξενη ζωή μας.

 Από εκείνη τη μέρα, πέρασαν άλλες τόσες, ώσπου να θελήσω να χρησιμοποιήσω το δώρο μου. Θυμάμαι ήταν Σάββατο πρωί, όχι πολύ νωρίς, γύρω στις δέκα και περιποιόμουν το μούσι μου. Ήταν μια δουλειά που την βαριόμουν και συνήθως πήγαινα στον μπαρμπέρη μου αλλά εκείνο το πρωί δεν πήγα. Σκεφτόμουν να πήγαινα κανένα ταξιδάκι αναψυχής ή όχι, γιατί τα ταξίδια αναψυχής που έμοιαζαν αγύριστα αλλά κι αυτό ήταν μια ιδέα. Τέλειωσα με το ξύρισμα, ντύθηκα το καλύτερο κουστούμι μου, πήρα το βαλιτσάκι, βγήκα. Περπάτησα, δεν ήθελα να πάρω τη μερσεντές, εξάλλου κοντά θα πήγαινα. Έφτασα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, κατηφόρισα προς την Πατησίων. Εκεί στην συνδρομή, πέρασα τα φανάρια και παρατήρησα το τοπίο να διαλέξω το μέρος που ήθελα. Εκεί στη μέση, ανάμεσα στις λουρίδες ήταν καλά, ομολόγησα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα εκεί κι άνοιξα το βαλιτσάκι. Το είχα βέβαια ξαναανοίξει και ήξερα τη χρήση του. Εξάλλου γι αυτό τον σκοπό το είχα πληρώσει ένα χιλιάρικο. Έβγαλα με προσοχή, πρώτα το μικρό βελούδινο με επίχρυσα ποδαράκια, καθισματάκι, το άνοιξα και το στησα στην άσφαλτο. Κάθισα πάνω του με το βαλιτσάκι στα γόνατα κι άρχισα να βγάζω τα υπόλοιπα σύνεργα. Ένα τραπεζάκι με επίσης επίχρυσα πόδια που τοποθέτησα μπρος μου. Ύστερα, ξετύλιξα τον πιο ακριβό τζιβέ που είχα χρησιμοποιήσει ποτέ μου, είπαμε σαράντα χρόνια καφετζής ήμουν. Ένα γκαζάκι με αυτόματο άναμμα, ,ένα χρυσό κουταλάκι, καφέ Μεξικάνικο, από τα βάθη της Γκουανταλαχάρας, ζάχαρη Μαδαγασκάρης, τα βαλα με προσοχή στο τραπέζι, ενώ ο κόσμος, και τα αυτοκίνητα άρχισαν ήδη να με περιεργάζονται. Αδιάφορος, εγώ, συνέχιζα τη δουλειά μου. Άναψα το αυτόματο γκαζάκι, έριξα το νερό,τον καφέ, τη ζάχαρη. Ανακάτευα ευχαριστημένος κι ώσπου να γίνει ο καφές, ξετύλιξα του πούρο Αβάνας που λέγαμε, να το ανάψω μόλις πιω την πρώτη γουλιά. Πράγμα που έγινε σε τρία λεπτά. Άδειασα τον αχνιστό καφέ στο χρυσό φλιτζάνι από ψηλά, για να κάνει πενήντα τρεις φουσκάλες,πάντα έτσι μου άρεσε  κι άναψα επιτέλους το πούρο Αβάνας, βάζοντας το πόδι μου απανωτό. Περίμενα να κρυώσει λίγο ο καφες, τράβηξα μια προσεγμένη γουλιά να μην καώ, ρούφηξα και μια γερή τζούρα από το πούρο Αβάνας και κοίταξα πέρα στον ουρανό σαν ευτυχισμένος μπέμπης. Γύρω μου, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί κι έλεγαν διάφορα. Μπράβο ρε μεγάλε,έλεγε κάποιος, φτιάξε μου κι έναν βαρύ γλυκό ρε Τάσο-παλιά με λέγαν Τάσο- έλεγε ο άλλος. Τα αυτοκίνητα κορνάριζαν, γυναίκες τσίριζαν, τα παιδιά γέλαγαν, τα ζώα έκλαιγαν, γινόταν γενικά πανικός και στην παραζάλη, ένας φώναξε φύγε Τάσο, έρχονται οι μπάτσοι αλλά εμένα δε με ένοιαζε. Σταυροπόδι, με τη χρυσή αλυσίδα να λάμπει στο πλάι του παντελονιού μου, απολάμβανα τον πιο ωραίο καφέ της ζωής μου. Τι ωραία ζωή! Σας έχω γραμμένους στ΄αρχίδια μου, σκέφτηκα μια στιγμή και δεν μετάνιωσα. Ώσπου σε λίγο ακούστηκε η σειρήνα του περιπολικού, να χαλάει το ωραίο σκηνικό, ουρλιάζοντας δαιμονισμένα, πάντα οι σειρήνες, ηχούν δαιμονισμένα όταν πρόκειται να συλλάβουν έναν παράνομο σαν εμένα, που παλιά με λέγαν Τάσο και που η εξουσία φτάνοντας, εισαγγελέας, μπάτσος, παππάς και τα λοιπά, με ήθελε ζωντανό για να απολογηθώ γι αυτήν μου την κακούργα πράξη και όχι μόνο αλλά και για όλα όσα είχα κάνει πριν, όσα θα έκανα αργότερα, όσα είχαν κάνει άλλοι, να τα φορτώσουν σε μένα τον αθώο καφετζή της πάνω γειτονιάς, που με πήραν παραμάσχαλα, με πέταξαν με όλα τα συμπράγκαλα μου στο πίσω κάθισμα, μου έβαλαν χειροπέδες, κατάσχεσαν το μοναδικό δώρο που είχα κάνει στον εαυτό μου, με τύλιξαν σε μια μαύρη κόλλα ,άσπρο χαρτί, μαύρισαν και το λευκό ποινικό μου μητρώο και από τότε τυραννιέμαι στα σκοτάδια της ανθρώπινης εξουσίας.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΙΚΡΆΓΓΟΥΡΟ

 


ΓΙΑΤΙ Ο ΕΡΩΤΑς ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΟς ΣΤΗ ΔΥΣΗ;..

Να ρίχνεις πριονίδι στη μπανιέρα για να μην βλέπεις το αιδοίο σου όταν κάνεις μπάνιο.
Και συ να μην κοιτιέσαι στον καθρέφτη να βλέπεις τ αχαμνά σου γυμνός.
Χριστιανικές παραινέσεις.

Τι είναι λοιπόν, φυσικό και αξιοπρεπές στον έρωτα και τι αφύσικο και ανώμαλο;

Ένας φίλος που γύρισε από σαφάρι στην Αφρική, μεγάλος, σοβαρός άνθρωπος,
όταν τον ρώτησα τι του έκανε την μεγαλύτερη
  εντύπωση, μου απάντησε:
Η ελευθερία στο σεξ. Εκεί οι άνθρωποι συνουσιάζονται όπως τα ζώα.
Κι έτσι γίνονται πιο απλοί, σου μιλάω
 για τα βάθη, εκεί που δεν έχει εισχωρήσει
ο "πολιτισμός μας".

 Η καταπίεση της σεξουαλικότητας, αυξάνει ασύνειδα το μίσος, την πολεμική και
την επιθετική μανία. Σε κοινωνίες με λιγότερη καταπίεση, οι ψυχικές αρρώστιες,
είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός, γίνεται κακός και ο γάμος
σαν σεξουαλική κοινότητα γίνεται για χάρη της ηδονής του άντρα. Η γυναίκα ήταν
[είναι;] σκέτο σεξουαλικό αντικείμενο. Ο χριστιανισμός απ όλες τις μεγάλες θρησκείες
ήταν και είναι ο χειρότερος εχθρός της ελευθερίας του έρωτα. Αντίθετα ο
Κομφουκιανισμός εκθειάζει περίτεχνα την συνουσία με αγάπη σε όλες τις στάσεις
με λεπτομέρειες.

Οι άνθρωποι κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια του Χριστιανισμού, ζούσαν όλοι μαζί,
σε μια μεγάλη αίθουσα. Κοιμόνταν γυμνοί, κυκλοφορούσαν γυμνοί και κανένας
δεν ενοχλούνταν, αν κάποιοι συνουσιάζονταν. Τα παιδιά μεγάλωναν σε ένα τέτοιο
περιβάλλον. Οι πόρνες δεν ήταν "κοινωνικά περιφρονημένες" και οι Δήμαρχοι,
οι Επίσκοποι, άνοιγαν πορνεία. Στα λουτρά συναντιόταν άντρες, γυναίκες, παιδιά,
ολόγυμνοι. Η σεξουαλική αποχή θεωρούνταν επιβλαβής για την υγεία. Πως έγινε και
όλα αυτά άλλαξαν; Κάτω από την πίεση της Χριστιανικής θρησκείας, εμφανίστηκαν
όλες οι μαζικές μανίες, οι δεισιδαιμονίες, οι θρησκευτικές υστερίες, και οι μανίες
καταστροφής. Κάποιοι "βάρβαροι λαοί" απαγόρευαν το σεξ πριν τις επιδρομές.
[κάτι ανάλογο πράττουν κάποιοι σημερινοί προπονητές ποδοσφαίρου]. Ο άνθρωπος
κάτω από την καταπίεση, οποιασδήποτε μορφής αγριεύει. Όλες αυτές οι σκέψεις και οι
μνήμες μου ήρθαν στο μυαλό από την φράση του ηλικιωμένου φίλου μου. Και την πήγα
παρακάτω: ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος είναι απελπιστικά καταπιεσμένος-ιδιαίτερα
ο Δυτικός άνθρωπος- είναι σεξουαλικά πεινασμένος. Ακόμα και σήμερα οι περισσότερες
γυναίκες είναι σκλάβες. Ακόμα και σήμερα τα περισσότερα αντρόγυνα κάνουν έρωτα
στο σκοτάδι, κρυφά κάτω από τα ρούχα για να μην βλέπουν τα όργανα του καθενός.
Νιώθουν ντροπή, γιατί έτσι τους δίδαξε ο Χριστιανισμός.

 

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΒΡΑΣΕ ΧΟΡΤΑ.

 


ΜΕΤΑΞΥ ΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΜΟΥ

-Ξέσπασε, σου λέω και κοιτάς πέρα.
-Καταιγίδα; γυρνάς το κεφάλι
-Όχι, ρε μαλάκα, δεν είναι καταιγίδα, είναι μπόρα

-Και γιατί με βρίζεις; Έχει διαφορά;

-Ε, ναι ρε, άλλο καταιγίδα άλλο μπόρα

-Για να το λες εσύ..

-Να σου πω κάτι ρε μάγκα; Να πουμε...

-Τι να μου πεις; όλο κάτι θέλεις να μου πεις και δεν το λες! Εξ άλλου δεν έχουμε

να πούμε τίποτα εμείς οι δυό..

-Βρε ήθελα να σου πω πως ξέσπασε φωτιά..

-Ξεσπάει η φωτιά; Η φωτιά, πιάνει, ανάβει καίει..

-Εντάξει, είναι σε πλήρη εξέλιξη η πυρκαγιά...

-Χου, χου! ξεσπάει σε γέλια. Σε πλήρη εξέλιξη η πυρκαγιά! Τι είναι ρε και
εξελίσσεται η πυρκαγιά. Στις ειδήσεις το άκουσες και το εξελίσσεις ρε μάπα;
Ξέρεις τι σημαίνει εξελίσσω;

-Ναι, αναπτύσσω, μεταμορφώνω, ξετυλίγω.

-Μπράβο ρε... και σε τι μεταμορφώνεται η φωτιά;

-Σε καρούλι, λέω σιγανά

-Άσε ρε και με νευριάζεις πρωί- πρωί και με πιάνει κε..κε..κε..

-..δισμός, συμπληρώνω και τον χτυπάω στην πλάτη. Να μη νευριάζεις
-Δε.. δε... δε..
-..μπορείς; συμπληρώνω

-Ννννν... αί.. Άσε γιατί… βρα.. βρα.. βρα..

-Βρακί; του λέω

-Ό.. χι.

-Βράχος;

-Ό... χι

-Βραβείο! θριαμβεύω και μου ρίχνεις φάπα

-Ό.. χι... ρεεεε βου.... ρλο

--Βρα... δεν ξεκίνησες;

-Νννν... αι

-Βράζεις;

-Αυ... αυ... τό! Βραζω.

-Από τα νεύρα σου;

-Ό.. .χι

-Από πυρετό;

-Ό... χι...

-Τι βράζεις μωρέ πούστη! και τρέχω κατά πέρα..

-Βρά.. βρα... βρα.. ζω... χό... χό... ρτα! Τι ήθελες να βράσω, ρε αρχι.. μα.... μα.. .μα...

-Άστο, του λέω το βράζεις αύριο και το βάζω στα πόδια μην κολλήσω το

μι... μι.. μι... κρόβιο.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΡΝΗΤΙΚΉ ΆΡΝΗΣΗ

 

 


Οιονεί τα μάτια των φίλων να ρωτούν
Γιατί δεν πήγα μπροστά
εννοώντας γιατί δεν έκανα λεφτά

Κάτι σαν ξένοι εις το καφενείο μειδιούν ειρωνικώς
-οποία λύπη-
προκοπή θεωρούν μόνο το χρήμα
τίποτε άλλο δεν αξίζει γι αυτούς.


 

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟς ΧΑΜΟΥΡΑΜΠΙ

 


Η ζωή δεν είναι για λύπηση. Η ζωή είναι για τη χαρά, όχι για την αγωνία του αύριο-
αν θα έχουμε να φάμε. Τη ζωή, λοιπόν μερικοί άνθρωποι την κάνουν για κλάματα.
Συνέχεια τους βλέπεις μουτρωμένους, συνέχεια θέλουν ν αποθηκεύουν χρήμα.
Είναι να τους λυπάσαι τέτοιους ανθρώπους, ποτέ δε θα νιώσουν λέφτεροι,
θα πεθάνουν με το σάβανο γεμάτο λεφτά… και;  Δε μοιρολατρώ, σκέφτομαι άλλους
τρόπους που θα έκαναν τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Το χρήμα πάντως δεν τα
κατάφερε, ούτε και η γκλαμουριά, η υποτιθέμενη ανωτερότητα ορισμένων που το
παίζουν αφ υψηλού. Η ορισμένες που σε κοιτάνε από την πλευρά της χλίδας,
σαν να θέλουν να σε υποβιβάσουν πως τάχα είναι χλιδάτες, και σε κοιτάνε σαν
την μαντάμ Σουσού, σε βλέπουν παρακατιανό! Αυτές οι ξιπασμένες μούρες
που ο κώλος τους νομίζουν πως χέζει χρυσάφι κι έχουν έναν παπαγάλο τον
Χαμουραμπί- έτσι τον φωνάζουν τα ψώνια! Αλλά οι μισές δεν ξέρουν , ούτε
σκέφτηκαν να μάθουν τι ήταν ο Χαμουραμπί. Αυτοί οι άνθρωποι είναι για κλάματα,
δυστυχισμένοι από τη μανία της τάχα ανωτερότητας, κομπλεξαρισμένοι στα ψυχικά
σύνδρομα της μειονεξίας. Αυτούς δεν τους πάω με τίποτα και είναι πολλοί εδώ μέσα,
στο διαδίκτυο, στο δρόμο, στη γειτονιά. Μόνο το συμφέρον τους νοιάζει και πως θα
σε υποβιβάσουν. Πφ! Σε κοιτάνε σαν την ξιπασμένη κότα!
Λες και τους ξίνισε το ρύζι.

 

 

ΔΕΚΑ ΠΈΝΤΕ ΧΡΌΝΙΑ ΔΙΑΣΧΊΖΩ

  Καλημέρα σας. Δέκα πέντε χρόνια χρόνια εδώ μέσα έχουμε πει και έχουμε ζήσει πολλά πράγματα. Τα περισσότερα, ωραία, δε χαλάσαμε τις καρδιές...