Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΛΊΓΟ ΠΡΙΝ ΛΊΓΟ ΜΕΤΆ

 


 

Όλο απουσιάζεις
Όταν σε χρειάζομαι λείπεις
Στο όνειρο αποκτήσαμε προσβάσεις, ένα ταξίδι στον ουρανό
μα και οι φίλοι τι να σου κάνουν.
Ο γείτονας είπε πως θα φευγε το πρωί
κατασκευαστής οργάνων αυτός
οργανωτής κυμάτων εγώ, καλός άνθρωπος
μα τι να σου κάνουν και οι γείτονες;
Νομίζεις πως φεύγουν επειδή το θέλουν;
Ούτε συ ήθελες να φύγεις πραγματικά
αλλά σε ανάγκασαν οι φήμες για τον επικείμενο χαλασμό
Τώρα, βέβαια, ξέρω πως λυπάσαι ότι με άφησες μόνο
Ίσως περισσότερο για το όνειρο που αποκτήσαμε
-ένα γερό σχοινί στο βάθος ή στο ύψος του ουρανού.
Μα δε θέλω να μιλήσουμε μόνο για την αγάπη
ούτε για το ψωμί που είναι λιγοστό
Κάτι άλλο τρώει την καρδιά μου αυτό το μεσημέρι
στις δέκα τρίτου το δυο χιλιάδες δώδεκα
Ω! πότε πήγε τόσο; Πότε κύλησε αυτή η εικόνα στην άβυσσο;
Πέρασαν κιόλας δυο χιλιάδες χρόνια; Και δώδεκα ακόμη;
Να, αυτός ο κατασκευαστής οργάνων έφυγε πριν από λίγο
Και μένα τα κύματα με κουβάλησαν σε μια άλλη ακτή απόμερη. Σκιερή.
Κανένας δεν ήταν εκεί. Τι να έκανε;
Οι άνθρωποι δεν ψάχνουνε τη μοναξιά.
ΤΙ ΦΟΡΟΥΣΕς ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΕς...
Ναι, δεν ήταν η ώρα να περάσω από το σπίτι σας
Οι δρόμοι που κουβαλούσα στις πλάτες μου ήτανε άλλοι
και ούτε ήθελα να πω το μυστικό μου, πως είχα χωρίσει
πριν λίγο.
Εγώ πάντα αλλού ήθελα να πάω.
Μπήκα μέσα στην πολιτεία, φοβήθηκα για τα δυο μου πόδια
Ήταν γερά από πάντα, στις κνήμες πονούσαν αφάνταστα τα λόγια
που είπες την ημέρα που ήμασταν στο κέντρο του κόσμου
όταν καμιά επανάσταση δεν γινόταν φανερή.
Πάντα οι επαναστάτες κρύβονταν.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ολόγυρα από τον κόσμο σου ένα κίτρινο έφεγγε
Όχι, όχι δεν ήταν φωτοστέφανο, δεν ήσουν αγία εσύ
Και πως γίνεται να μη θυμάμαι;
Εγώ που πάντα φρόντιζα να ξέρω τι σκέφτεσαι επειδή σ αγαπούσα;
Όμως αυτή τη φορά με κορόιδεψες, ήξερες πως θα πονούσα και παρ όλα αυτά έφευγες.
Γιατί σου είχα πει, πριν πάρω τους δρόμους να φοβάσαι τον εαυτό σου στους πέντε ανέμους
Αλλά εσύ! ω εσύ, ήσουν πάντα άνεμος που ταξίδευες με όλα τα ποτάμια
δε σε νοιαζε ποτέ τι θ απογίνω μέσα σ αυτή την πολιτεία μονάχος
με όλους τους επαναστάτες γύρω μου να λιθοβολάνε το κενό.
Πάντα οι επαναστάτες κρύβονταν.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Το κόκκινο της νύχτας στα χείλη
Οι φωνές για τα περασμένα για όσα δεν έγιναν καλά
-γιατί τις ώρες των χωρισμών σκεφτόμαστε τα κακά;-
μα εσύ έφευγες ήταν οριστικό, όπως ότι υπάρχει ο ήλιος
όπως μέσα σ αυτή την πολιτεία χρόνια φορούσα το δικό σου παντελόνι και
δεν σκέφτηκα πως μια τέτοια νύχτα θα την έκανες για κάπου που δεν ήθελες να ξέρω.
Μόνον εγώ περπατούσα σ αυτούς τους δρόμους
Ναι, δεν ήταν η ώρα να περάσω από το σπίτι σας
φοβόμουν τους επαναστάτες, τα φοβόμουν όλα αλλά δεν ήξερα
Δεν ήξερα πως δε μ αγαπούσες λίγο, ούτε πως είχες πάρει την απόφαση
χρόνια κρυβόσουν έτσι που δεν το θεωρούσα εύκολο αλλά να, που ήταν
κάτι όμοιο με την ελπίδα του ανίατου άρρωστου- πως τάχα θα γίνει καλά.
Ή πως οι επαναστάτες θα έπαιρναν κάποτε τούτη την πόλη κρυμμένοι στα σκοτεινά
μαζί κι εμένα που τριγυρνούσα μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά σου.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ναι, καταλάβαινα από πριν πότε ανθίζουν τα χρυσάνθεμα. Λίγο πριν, λίγο μετά
Αλλά τι νόημα είχε αυτή μας η αγάπη; Εμείς δεν έπρεπε να συναντηθούμε
έτσι λέγαν τα σημεία, δυο άρρωστοι κι ο έρωτας τρίτος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΊΓΟ ΠΡΙΝ ΛΊΓΟ ΜΕΤΆ

    Όλο απουσιάζεις Όταν σε χρειάζομαι λείπεις Στο όνειρο αποκτήσαμε προσβάσεις, ένα ταξίδι στον ουρανό μα και οι φίλοι τι να σου κάνουν. Ο ...