Αν δεν πίστευα πως μπορώ ν αλλάξω κάτι σ αυτό τον κόσμο, δε θα ζωγράφιζα και δε θα έγραφα ποτέ. Μπορεί να μην το καταφέρω αλλά είναι το βασικό κίνητρο.
Όταν έχεις πολλά λεφτά, δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Είναι όπως όταν δεν έχεις καθόλου που δεν ξέρεις τι να κάνεις. [Μοιάζουν αυτά τα δύο;]
Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.
Μερικά ρήματα είναι υποβιβαστικά. Όπως το λατρεύω. Εγώ δε λατρεύω τίποτα και δεν πόθησα να με λατρέψουν. Ούτε τη ζωγραφική λάτρεψα, πόσο μάλλον τους θεούς. Άκου αφοσίωση, μεγάλη αγάπη σε πρόσωπο ή πράγμα!
Οι πιο εκνευριστικοί άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είναι αυτοί που προσπαθούν να σε μειώσουν. Και το κάνουν τόσο επιδεικτικά που σούρχεται να τους ρίξεις μια μπουνιά στο μάτι.
Τι αθλιότης! να συναντάς τη σοφία όταν γερνάς.
Για να αισιοδοξείς: να σκέφτεσαι πως υπάρχουν πιο βλάκες από σένα. Καλή βδομάδα. Πάω για τρέξιμο.
Όσο για το "ήθελε να είναι λέφτερος, σκοτώστε τον" δεν μπορεί να ειπωθεί για κανέναν θρησκευόμενο. Τι σόι ελευθερία ζητάει ένας που είναι δούλος του θεού;
Ξέχωρη ερώτηση: Πόσο πρόστυχο είναι να ζει κανείς ευτυχισμένα, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο δυστυχία;
Έχετε πετάξει ποτέ κάτι στα σκουπίδια και μετά να το ψάχνετε; εγώ είχα πετάξει το μυαλό μου.
Άμα ήταν να μιλάμε μόνο όταν έχουμε να πούμε κάτι σημαντικό, μάλλον μουγγοί θα έπρεπε να έχουμε γεννηθεί.
Μ αρέσει και το άσπρο και το μαύρο, είμαι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιθέσεις, μπορώ να υπερασπιστώ και το ένα και το άλλο. Μπορώ να σε πείσω πως ο γάιδαρος πετάει, αλλά και δεν πετάει. Πολλές φορές θα ισχυριστώ κάτι λάθος και την άλλη μέρα το ίδιο λάθος να είναι σωστό. Δεν παραδέχομαι εύκολα τίποτε. [Τώρα ποιος μου ζήτησε να τα πω αυτά; κανένας; μμ, μπορεί να υπάρχει και κάποιος ή κάποια που νομίζει πως πρέπει να είμαι ένας καθώς πρέπει άνθρωπος.]
Ζωγραφίζω παιδιά, γυναίκες, ανθρώπους για να ζήσω. Επί πληρωμή φτωχική, δεν είμαι κανένας διάσημος ζωγράφος. Ζωγραφίζω επί παραγγελία αλλά προλαβαίνω να φτιάχνω και ότι θέλω-μοιράζω το χρόνο της μιας και της άλλης τέχνης. Δεν είναι συμπόνια η τέχνη αλλά σκληρή αρένα αναμέτρησης με τα θηρία.
Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι.
Οι μόνοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ακόμα για την τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι τρελοί [εμένα μ αγαπάνε όλοι αυτοί, δεν ξέρω γιατί] και κάτι φτωχοί που λένε πως, αν είχαν λεφτά θα αγόραζαν όλα τα έργα μου.
Μη ρωτάς ποτέ άσχετους ανθρώπους γι αυτό που θέλεις να κάνεις.
Τρία μόνο κακά πράγματα μπορούν να σου συμβούν στη ζωή: Να γεννηθείς ο Σαλαβαντόρ Νταλί, να μην έχεις γυναίκα, και να πεθάνεις διά-άσημος σαν τον Κώστα Πλιάτσικα.
Το παράξενο της ύπαρξης είναι πως κανένας δεν μπορεί ν αλλάξει το χαρακτήρα του. Φοβερό.
Από τους όλους που γνωρίσαμεν οι μισοί μας μισούν-θλιβερή συνείδηση. Το εννενήντα τοις εκατό κάνει συμβατική πορεία μαζί μας και περιμένει να κάνουμε το λάθος για να μας στήσει στη γωνία. Σύμφωνα με το νόμο της αστάθειας κάποτε θα το κάνουμε. Και τότε θα πέσουμε χωρίς κρότο από το θρόνο που είχαμε στήσει για τον εαυτό μας.
Μερικοί νομίζουν πως κλαίγοντας την αλήθεια τους, θα τους συμπαθήσουν οι άλλοι. Στην κυρολεξία πέφτουν έξω. [Οίκτος υπάρχει αλλά τι να τον κάνουν;] Βαρύ το αυναίσθημα της λύπησης.
Αν αλλάξεις άσχημες, ακραίες κουβέντες με κάποιους ανθρώπους, ξέχασε τους -ποτέ δε θα επανέλθετε στην πρότερη σχέση. Γι αυτό, σκέψου πολύ πριν το κάνεις.
Δεν έχει σημασία τι λες. Αλλά ποιος το λέει. Είναι μια αλήθεια αυτό;
Καλύτερον να ξέρεις κάτι, από το να μη το ξέρεις καθόλου.
Το χειρότερο γι αυτόν που νομίζει πως τα ξέρει όλα, είναι η τιμωρία να μη μαθαίνει τίποτε πια. [Σάββατο μεσημέρι με φοβερή κουφόβραση, θα μου πεις τι μας λες τώρα ρε Πλιάτσικα!]
Απίστευτο πόσο πουλάει η δυστυχία! [Το ανθρώπινο γένος είναι αλληλέγγυο μόνο όταν γκρεμιστείς.]
Άμα ταίζεις γάτες θα γεμίσουμε ποντίκια.
Απορώ που ένας βλάκας μπορεί να κάνει λεφτά αλλά δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει πως δεν υπάρχει θεός.
Με μερικούς ανθρώπους δεν μπορείς να συνεννοηθείς ποτέ. [Μάλιστα, αρκετοί εξ αυτών κατέχουν υψηλά αξιώματα αλλά προέρχονται απ όλες τις κοινωνικές τάξεις: αστική, μεσαία, κατωτέρα.]
Τα αρχαία ρητά, είναι πομπώδη και δυσνόητα- δεν ευνοούν τους φτωχούς να καταλάβουν περισσότερα, επειδή πάντα, έτσι κι αλλιώς, μένουν αδιάβαστοι.
Σκέφτομαι να γίνω κατασκευαστής συνθημάτων. Τι το σκέφτομαι, που έγινα κιόλας. Να, το πρώτο: Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτά τα βλήματα! κι ακολουθεί ένα πιο ελαστικής μορφής: Σιγά μη βρέξει!
ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Για σκέψου, πόσα πράγματα δεν ξεχάσαμε από το όνειρο;
Μα εγώ, πήρα ένα καράβι πρωινό και ψάχνω να σε βρω
Δεν άκουγα τους άλλους που έλεγαν πως για πάντα σε χάσαμε.
Σε βρήκα ένα σούρουπο πνιγμένη στην αλμύρα
Μιας θάλασσας που τόσο πολύ αγαπήσαμε
Κι άκουσα την ίδια να σου λέει το σ΄αγαπώ
Και ζήλεψα που δεν μ’ άφησε πρώτος να σου το πω
Ήσουν το παράθυρο που άνοιξε
Μια βραδιά Καλοκαιριού
Όνειρο που αχνά με τύλιξε
Στο κόκκινο που αγαπώ
Ρόδο του θεού που κύλησε
Στην πόρτα του μικρού σπιτιού
ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Εγώ μετράω της αυγής τα χρώματα
Κι ας λέτε πως το εγώ δεν σας αρέσει
Καθένας έχει όμως ένα από αυτό
Και πίσω απ’ την ουρά του σιγοτρέχει
Παράτησε λοιπόν και συ τα ψέματα
Πάρε μια πέτρα ρίχτη στο φεγγάρι
Άλλαξε της ζωή μας τα κυκλώματα
Κι ας μένει ίδιο το παλιό τροπάρι
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο τα χρώματα
Και δεν λυπάμαι που είναι όλοι φευγάτοι
Χτίζω άλλον κόσμο σε ψηλά πατώματα
Προτού με πιάσουν οι δικοί σας γάτοι
Κοιτάζω την αλήθεια για να βρω
Και σεις το χώμα ρίχνετε στη μούρη
Δεν ξέρω άλλα λόγια να μιλώ
Δεν παίζω εγώ στην πλάτη του καμπούρη
Αν δεν σας αρέσει αυτός ο δρόμος
Πάρτε άλλον για να δούμε που θα βγάλει
Εγώ θα συνεχίσω στον παλιό
Αυτόν που εσείς έχετε ξαναχάσει
Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο,
διψασμένος, κατάκοπος, με ένα δισάκι στον ώμο
περπατούσα μέρες μέχρι να
συναντήσω μια Ευτυχία
που με περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που
πλάθαμε
όνειρα να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα
λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά
ήταν γήπεδο-λέγανε
πως το χε κάνει δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι
είπα ν
ανέβω την ανηφόρα. Πιάστηκα από τις ασφάκες,
τα βράχια, το μονοπάτι είχε
κλείσει αλλά κατάφερα να
σκαρφαλώσω και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος
απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί. Οι ομάδες
χωρίστηκαν, η μπάλα πήγε στη
σέντρα κι άρχισε ο
σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η μπάλα,
έπιασα
ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο Σταύρος ο
τερματοφύλακας δεν μπόρεσε ν αποκρούσει.
Ο ιδρώτας,
η τσατίλα, τα νεύρα, πέφταν μπουνιές και κλωτσιές, τα
πρόσωπα μας
είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε
και
κατηφόρισα πάλι το μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια το
πρωινό αυτής της Κυριακής
που η μάνα μου έφτιαχνε
το φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας. Πεινούσα
και διψούσα. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, δεκαπέντε
χρονών παλληκάρι, οι φίλοι
μου που παίζαμε μπάλα είχαν
χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη
βρύση
που έφτασα σε λίγο. Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά
στο περιβόλι μας.
Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος
που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω
τον
πελώριο κορμό του. Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την
Ευτυχία να χορεύει,
περιμένοντας να γεμίσει τη βαρέλα,
ένα ξύλινο δοχείο που το φάσκιωναν στην
πλάτη τους σαν
μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν! όπως τώρα η Ευτυχία.
Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα, και είχε τα μαλλιά της
κότσο, Τα έλυσε σαν
νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα
τραγούδι:
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
κι εγώ θα περιμένω μια ζωή
να ρθει από μακριά, να με πάρει
να με πάρει από εδώ
Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό
κυλάει μου πνίγει τον καημό
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
που είναι ο νιος που αγαπώ;
Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς
ανθρώπους
κι εγω αποφάσισα να βγω πίσω απ τον
πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να σηκώσει
τη βαρέλα
και δε με βλεπε. Έφτασα κοντά
της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα! το κορμί της
τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη
ξέρουμε πως να ενώσουμε
τα χείλη μας, κοιταχτήκαμε στα
μάτια, τη βοήθησα να
ζαλώσει τη βαρέλα και πήραμε το
δρόμο για το σπίτι. Η μάνα σου, μου είπε, τώρα
θα έχει
έτοιμο το φαί.
Αν άκουγα αυτούς που με συμβούλευαν θα είχα βουλιάξει περισσότερο απ ότι έχω βουλιάξει, κάνοντας του κεφαλιού μου. Δέκα και είκοσι ώρα για μ...