Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

ΣΑΔΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΆΛΗΨΗ

 


 

Δεν υπάρχει κάτι μοναδικό στην ανθρώπινη ζωή-όλα είναι μια σαδιστική επανάληψη. Σήμερα κερδίζω εγώ, αύριο χάνεις εσύ. Στην πραγματικότητα χαμένος πάντα μέσα σε μια δίνη καταστάσεων, η ιστορία αποδεικνύει την επαναλαμβανόμενη κίνηση του εκκρεμές, κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη μέγγενη. Το σφίξιμο είναι αργό, βασανιστικό, το καταλαβαίνεις αρκετά μεγάλος για να σοφιστείς πως να προλάβεις να ξεγελάσεις την ύπαρξη, για να ξεγελάσεις τον μεγάλο νικητή που είναι ο θάνατος μιας παράξενης ουτοπίας: πως είναι δυνατόν να ζεις για πάντα; ο τρόπος μιας καθημερινής πραγματικότητας που την μεγαλώνουν τα γεγονότα, ένας σκύλος έφαγε έναν άνθρωπο, μια κότα γέννησε ένα αυγό, ο Αντεντοκούμπο ανανέωσε το συμβόλαιο του έναντι πεντακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων, κάποιος φτωχός ποιητής αυτοκτόνησε. Βέβαια, όλα αυτά για να τα καταλάβεις είναι απεριόριστα δύσκολο, οι περισσότεροι των ανθρώπων αντιλαμβάνονται μόνο μια κίνηση: πως υπάρχουν για να βγάζουν χρήματα, να παράγουν δηλαδή μια ενέργεια εργοστασίου, ενός φουγάρου εργοταξίου που όταν κινδυνεύουν να πεθάνουν θυμούνται πως αυτό ρυπαίνει το περιβάλλον. Υποστηρίζω πως η ύπαρξη είναι τρομακτικά αδύναμη, μέσα σ έναν τόσο ανόητο κόσμο. 

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

εφ όπλου λόγχης

 

 


Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος είναι ο φονικότερος που έγινε πάνω στη γη. Πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς. Η Ελλάδα είχε περίπου 80.000 νεκρούς σε αντιστοιχία η Ρωσία πάνω από δέκα εκατομμύρια. Τριάντα χώρες ενεπλάκησαν με πρώτους τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες, τους Ρώσους, τους Άγγλους κι αργότερα τους Αμερικάνους.
Έχουν περάσει περίπου 80 χρόνια από την έναρξη αυτής της παγκόσμιας τραγωδίας κι εμείς, οι επόμενες γενιές που έζησαν μόνο τον απόηχο του, έληξε με την ρίψη των δυο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, με νικητές τους Αμερικάνους και τους Ρώσους με τους λεγόμενους συμμάχους. Φυσικά αν δεν είχαμε τη ρίψη των πυρινικών ίσως να πολεμούσαμε ακόμα. Έκανε δηλαδή κάποιο μεγάλο καλό μετά το μεγάλο κακό η ανακάλυψη της ατομικής βόμβας από τον Αινστάιν, τον Οπενχάιμερ και τον Μπράουν που βασικά ο πρώτος φοβόταν απόλυτα για αυτή του τη συμμετοχή.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Αυτό το ΟΧΙ που φέρεται να είπε ο Μεταξάς, κατ εμένα τον είπε δια μέσου των συμφερόντων της αποικιοκρατικής δύναμης που λέγεται Αγγλία αλλά και πάλι έχει την αξία του. Οι Έλληνες πολέμησαν με την πλευρά των συμμάχων, νίκησαν την Ιταλία, υπέκυψαν στην σιδερόφραχτη Γερμανία, πολέμησαν σαν ήρωες, είπε και ο Τσώρτσιλ αυτό το γνωστό οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, για να αποδώσει τιμή σε μας αλλά αμέσως μετά δημιούργησε τον Ελληνικό εμφύλιο με όλα τα κακά συνακόλουθα του.
Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ καλός. Οι άνθρωποι όμως συνεχίζουν να πολεμάνε αδιάκοπα και, όσο και αντιμιλιταριστικό να είναι αυτό το κείμενο, όσο αντιπολεμικά άρθρα κι αν έχουν γραφεί και συνεχίζουν να γράφονται, οι άνθρωποι θα πολεμάνε αδιάκοπα. Ποια είναι η βασικότερη αιτία ενός πολέμου; χρειάζεται μόνο ένας Χίτλερ για να ματοκυλήσει την ανθρωπότητα και γιατί η δύναμη των λαών δεν μπορεί ν αποτρέψει τα σχέδια ενός παράφρονα κατά πολλούς ή μιας ιδιοφυίας από άλλους; Νομίζω πως ο κόσμος είναι αδύναμος και η λεγόμενη μάζα συμπαρασύρεται από λίγους που διοικούν αυτόν τον κόσμο. Αν πας στρατιώτης κι αρνηθείς να πολεμήσεις θα σε σκοτώσουν οι συνστρατιώτες σου. Θα σε πουν δειλό επειδή δε θέλεις να σκοτώσεις! η τέλεια παραλογία. Κατά βάση δε θα πολεμούσα ποτέ. Αυτά τα χτισμένα ιδανικά των εκάστοτε αρχηγών δε με αφορούν. Υποστηρικτικά, λένε πως αφού ο άλλος έρχεται να σου πάρει το σπίτι, πρέπει ν αμυνθείς και αφού αμύνεσαι, έχει αρχίσει ο πόλεμος για σένα. Λογικά εκεί σηκώνεις τα όπλα. Για το σπίτι, την οικογένεια, την πατρίδα. Και αντε πάλι από την αρχή. Μπορεί όμως ένας πόλεμος να είναι δίκαιος; στην ουσία όσοι το λένε εξαπατούνται, όλοι οι πόλεμοι έχουν οικονομικό κίνητρο και ως εκ τούτου και ο Δεύτερος παγκόσμιος. Η μισαλοδοξία των ηγετών παίζει το ρόλο της αλλά όχι τον πρώτο αφού άμα δε συμφωνήσουν οι ακολουθοι τίποτε δεν πρόκειται να γίνει απ όσα ευελπιστεί ο κάθε ηγέτης.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Βέβαια, εμείς δεν ξέρουμε τι είναι ένας πόλεμος, τον γνωρίζουμε από τα βιβλία, από την τηλεόραση και δεν ξέρουμε ή δεν αισθανθήκαμε ποτέ τι είναι να σφυρίζουν οι σφαίρες γύρω σου, να πέφτουν οι χειροβομβίδες, να βουτάνε τ αεροπλάνα πάνω απ το κεφάλι σου, να βλέπεις τους συνάδελφους ακρωτηριασμένους, τους φίλους να πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί κι έτσι ομιλούμε εκ του ασφαλούς χωρίς να υπολογίζουμε την στυγνή πραγματικότητα ενός πολέμου, ενός όχι ή ενός ναι, στον εχθρό, σ αυτή την ανόητη έλευση του πολέμου, όπως όλοι παραδεχόμαστε αλλά αρνούμαστε να μη συμμετέχουμε, να μη συνεχίζουμε αυτή την μωρή πραγματικότητα ενός πολέμου.

 

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ ΎΨΟΥΣ

 

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά. 

ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΜΕ. [ΌΠΩς ΛΈΜΕ...ΔΟΞΆΣΤΕ ΜΕ]

 


 


 

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

μισόν αιώνα

 


 

Πέρναγε κάποιος που έπαιρνε
τα μέτρα για τους άστεγους
επειδή ο κόσμος τελείωνε για μερικούς
αυτός δήλωνε μαζί με τους απεργούς
πως τα μέτρα δεν επαρκούσαν
Επειδή όμως το έπακρον της νιότης
διαρκούσε μόνο μισόν αιώνα
ο πράσινος κώλος της διπλανης κυρίας
δεν αρκούσε στον επελαύνοντα νεανία

 

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

ΝΑ Σ ΈΛΕΓΑΝ ΜΑΡΊΑ

 

 


Καλύτερα να σ έλεγαν Μαρία
Στο πρωινό υπόγειο
Ξεπερνώντας τον καιρό
Στα ανθρώπινα όρια
Γιατί έτσι σου είπαν πως ήταν καλύτερα
Μη φοβάσαι οι άλλοι πέθαναν στη μάχη
με μια σφαίρα καρφωμένη στο μυαλό
-όχι δεν θα φύγουμε από εδώ έτσι τυχαία
Θα το παλέψουμε παρέα.
Καλύτερα να σ έλεγαν Βασίλη
Τις νύχτες να μην τριγύρναγες
Με σωθικά κλεμμένα
Έχει ένα όριο η ζωή δεν το καταλαβαίνεις;
έχει σημασία αν είναι βράδυ ή πρωί
Έτσι όρισαν οι άνθρωποι
Να το παλέψουμε πριν νικηθούμε
Ένα κομμάτι ψωμί κι θάνατος παρέα.
Καλύτερα να σ έλεγαν Ανθούλα
Πρέπει να φτιάξουμε τη ζωή απ την αρχή
Αν τύχει και στον πόλεμο βρεθούμε
τη σάρκα μας να κάψουν στην πυρά
άνθρωποι ευτραφείς, μην πούνε
λύγισε μοναχός του στη θλιβή.
Καλύτερα να σ έλεγαν Βασίλη
Θα χες του κόσμου όλες τις χαρές
μια γυναικούλα το πρωί στο παραθύρι
κι ένα παιδί να κλαίει που γένηκε χτες
Άσπρο πουλί, μικρό πουλί, της νιότης
το χατίρι.
Καλύτερα να σ έλεγαν Ανθούλα
θα ήσουν μάνα, φίλη κι αδερφός
Θα το παλέψουμε δε φεύγουμε τυχαία
έχει σημασία αν είναι βράδυ ή πρωί
ξεχνάς τον δρόμο που ήρθες να με βρεις
παρέα.
Καλύτερα να σ έλεγαν Μαρία
Στα σκοτεινά υπόγεια να τριγυρνάς
Έχει σημασία να μην νικηθούμε
Σ αυτές του ορίου τις φυλακές
γιατί, ο κόσμος τι θα πει για μας;
Ήταν ανόητοι και καλά έπαθαν όσα έπαθαν.
ΠΟΙΗΣΗ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

 

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

ΔΕΝ ΓΊΝΕΣΑΙ. ΓΕΝΝΙΈΣΑΙ

 

 

 
ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ..
 
 

...αλευροπίτουρες, τελειώσαν τα ψέμματα.Σήμερα δεν θα σας κατεβάσω από το τρένο. Απλά θα σας ρίξω στον Κορινθιακό. Θα πούμε μερικές αλήθειες και πολλά ψέμματα. Γιατι, η αλήθεια είναι σκληρή και πονάει. Τι σημαίνει αλήθεια;Η απόλυτη συμφωνία με την πραγματικότητα. Ότι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.Η λέξη αλήθεια, προέρχεται απο το Α-ΛΗΘΕΣ-ΕΙΑ. Στην ουσία σημαίνει αυτό που δεν κάνει λάθος.Όχι αυτό που δεν θυμάται [α-λήθη] αυτό που δεν κανει λάθος.ΚΙ ας πούμε τώρα μερικές αλήθειες, βατσιτζέλω-βατσιτζώ. Η πρώτη είναι αυτή που ξέρουμε.Η δεύτερη ,αυτή που λέμε και η τρίτη, αυτή που δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατι όμως η αλήθεια πονάει; γιατί οι άνθρωποι φοβούνται την αλήθεια;Οι πούστηδες οι Εγγλέζοι, λένε truth και είναι απ΄αυτούς που δεν πιστεύουν σε καμιά αλήθεια.Πλιάτσικας σπίκιγκ, τώρα μαλάκα.Υπάρχει άραγε η αντικειμενική αλήθεια; για σκέψου το...Βέβαια, εγώ πιστεύω πως υπάρχει, το δέντρο είναι δέντρο και τα λοιπά αλλά εσυ, ξανασκέψου το. Τι είναι το truth και απο που βγήκε;
Είναι πολύ ψεύτικος ο κόσμος μας.Πολύ lie,πολύ false. Aίφνης, μερικοι πιστεύουν πως δεν πήγαμε στη Σελήνη.Πως είναι το μεγαλύτερο ψέμμα. Είναι τόσο ηλίθιο ψέμμα αυτό; Ή μια μεγάλη αλήθεια; Το ψέμμα δεν ξέρω απο που βγαίνει αλλά είναι πιο γλυκό. Πιο παραμυθένιο. Αρχαία λέγεται ψεύσμα με περισπωμένη αλλά τώρα που να την βρείς. Λόγος όχι αληθινός λένε τα λεξικά.
Πήγαμε ή δεν πήγαμε στο φεγγάρι; Ο κόσμος χρειάζεται πολύ παραμύθι, η αλήθεια είναι πληκτική.
Ο Μπέρκλει, είπε πως τα πάντα είναι διπλή παράσταση στο μυαλό μας. Ξανασκεφτείτε το. Ο Μάρξ του απάντησε στο ΑΝΤΙΝΤΙΡΙΓΚ πως τότε δεν υπήρξε καθόλου αυτός. Δηλαδή ο Μπέρκλει. Και ο Μάξ Νορντάου[ωραίο όνομα] στα κατα συνθήκην ψεύδη, λέει πως δεν πρέπει να πούμε ποτέ στη γυναίκα μας ότι την απατήσαμε. Και στο πείραμα της Κοπεγχάγης, δεν ξέρουμε τελικά τι απέγινε η γάτα, αν δεν ανοίξουμε το κουτί. Πέθανε ή δεν πέθανε;

 

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΎΣ ΛΌΓΟΥΣ

 


 

ΑΝΤΙΗΡΩΕΣ... Οι τρελοί της γειτονιάς.....

Λένε πως η κακία είναι μόνο ανθρώπινη. Ότι τα ζώα σκοτώνουν
 μόνο από βιολογική ανάγκη. Ενώ οι άνθρωποι για ψύλλου
 πήδημα
  και για χίλιους άλλους λόγους.

Υπάρχουν όμως πάντα κάποιοι, "αγαθοί" άνθρωποι που τους
 λέμε, χαζούς και τους γνωρίζουν όλοι σε κάθε πόλη σε κάθε
 χωριό και σε κάθε γειτονιά. Αυτοί για μένα είναι οι αντιήρωες
 που τα μάτια τους λαμπυρίζουν σαν μικρών παιδιών που τους 
αγόρασες αυτοκινητάκι. Ο Πυθαγόρειος άνθρωπος κυνηγώντας 
τη λογική, έχασε
  τη χαρά. ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥς ΛΌΓΟΥΣΟ άνθρωπος που σκέφτεται, είναι 
στερημένο ζώο!" Ζαν Ζακ Ρουσώ. Απίστευτο.

Υπάρχουν πολλοί αντιήρωες. Και ο Ηρόστρατος τέτοιος ήταν, 
ίσως ο πρώτος που αναφέρεται. Έβαλε φωτιά στον ναό της 
Εφέσου για να κλέψει τη δόξα του Αλκιβιάδη. Το ομολόγησε,
 αλλά δεν του έφτιαξαν
  ποτέ άγαλμα. Ωραίο θα ήταν ένα
 άγαλμα του αντιήρωα. Υπάρχει;

Τον κόσμο πάντα τον συγκινούν αυτές οι λαικές μορφές, 
οι " τρελοί" κάθε γειτονιάς. Ο Ράκης, ο Τάγκα-Τάγκας,
  
ο Φοράδας. Να σου λένε, αυτός είναι ο Φοράδας, τον ξέρουν
 όλοι. Και δεν ξέρουν ποιος
  είναι ο Δήμαρχος.

Η ανθρώπινη λογική σκοντάφτει. Ο άνθρωπος που σκέφτεται 
τετράγωνα, έβαλε κλειδάριθμους στα αισθήματα του. Έγινε ο ίδιος αντιήρωας των σκοτεινών συναισθημάτων του.



Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Ο ΠΑΛΑΙΟΠΏΛΗΣ 2

 


Στο ύψος της Λασκάρεως, στην αριστερή γωνία, όπως κατεβαίνουμε τον δρόμο του Ιπποκράτους, χρόνια τώρα διατηρούσα ένα παλαιοπωλείο. Ημιυπόγειος ήταν ο χώρος αλλά μεγάλος. Εκεί μέσα συμμάζευα ότι εύρισκα, ότι μου έφερναν και τα μεταπωλούσα. Αγόραζα φτηνά ή σχεδόν τσάμπα τις περισσότερες φορές, πράγματα που οι άλλοι τα θεωρούσαν για πέταμα. Έτσι ξαλάφρωνα εκείνους από το βάρος και γέμιζα τις δικές μου τσέπες με χρήσιμο βάρος: Τα χρήματα.
Ήταν μια δουλειά που την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. “Εσύ είσαι άχρηστος,” μου είχε πει στα δεκατέσσερα μου. “Δεν κάνεις για τίποτε άλλο. Γι αυτό μείνε εδώ κακομοίρη, Παύλο μήπως κάποτε ξεσταυρωθείς και καταλάβεις τη ζωή. Άσε το Νίκο, εκείνος θα πάει Πανεπιστήμιο, θα γίνει δάσκαλος.”
Ο Νίκος ήταν ο αδερφός μου που πράγματι έγινε δάσκαλος. Αλλά τι κέρδισε; Τρεις κι εξήντα τον μήνα, ενώ εγώ θησαύριζα σιγά-σιγά με το παλαιοπωλείο.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο πατέρας, ο Νίκος παντρεύτηκε μια δασκάλα, έκαναν παιδιά και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Εγώ έμενα ανύμφευτος. Κοντοστούπης καθώς ήμουν, ατσούμπαλος με λίγη καραφλίτσα, που να με πλησίαζαν οι γυναίκες. Έτσι την εύρισκα με ευκαιριακές γυναίκες που λιγόστευαν τις ηδονές μου. Μάλλον όμως, μου άρεσε κι εμένα έτσι, γιατί με τα λεφτά που απέκτησα, μπορούσα να ζητήσω όποια νύφη ήθελα. Αλλά πέρασαν τα χρόνια και τώρα που εξηνταρίζω πιάστη χελώνα και κούρευτη.
Το μαγαζί το είχα πολλές ώρες ανοιχτό, σχεδόν δεν έκλεινα καθόλου. Περνούσα λοιπόν, τον περισσότερο καιρό μου εκεί μέσα. Χειμώνα- Καλοκαίρι, συγύριζα, τοποθετούσα, ξεσκόνιζα, όλα τα αντικείμενα. Σπασμένες παλιοκαρέκλες, καναπέδες, ξεσχισμένα βιβλία, λάμπες πετρελαίου, σόμπες, μισιατηρια, ότι τζιμπράγκαλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Να δες όμως ότι τα είχα αγαπήσει αυτά τα τζιμπράγκαλα. Κι πως θα γινόταν αλλιώς αφού αυτά ήταν η ζωή μου; Αυτά ήταν το λιμάνι μου και οι απαντοχές μου.
Ένα βράδυ, αργά, σχεδόν μεσάνυχτα, ενώ ετοιμαζόμουν να κλείσω, μπήκε μέσα ένας κουστουμάτος. Άσπρο κουστούμι, άσπρη ρεπούμπλικα, άσπρα σκαρπίνια. ‘Όλα άσπρα ήταν επάνω του. Τα μαλλιά, τα γένια, τα χέρια, λες και είχαν βγει από το χιόνι.
Καθόμουν στο βάθος, στο μικρό γραφείο να τελειώσω τους λογαριασμούς και τον παρατηρούσα που έκανε βόλτες ψάχνοντας τα αντικείμενα, παίζοντας ένα ακριβό κομπολόι από κεχριμπάρι. Δεν είπε ούτε καλησπέρα αλλά αυτό δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι πελάτες.
Αφού περιεργάστηκε κάμποσο, όταν πλησίασε πιο κοντά μου, μυρίστηκα ψητό. Μου φάνηκε δηλαδή φραγκάτος. Αλλά δύσκολος πελάτης. Τόσα χρόνια εκεί μέσα είχα γνωρίσει λογιών-λογιών ανθρώπους. Όμως κάτι στο ύφος του με ξένιζε, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί.
-Ψάχνεται κάτι; Ρώτησα.
-Θεοδωρίδης Απόστολος. Εφοπλιστής, μου συστήθηκε.
-Παύλος Δαμπέρας….
-Δεν χρειάζεται, με σταμάτησε με το χέρι του.
-Τι δεν χρειάζεται; Απόρεσα.
-Μην κάνεις τον βλάκα! Οι φτωχοί δεν έχουν όνομα.
-Δεν είμαι φτωχός! Διαμαρτυρήθηκα.
-Κατάλαβα, μ’ έκοψε σιβυλλικά. Δεν έχει σημασία. Ξέρεις τι θέλω;
-Που να ξέρω, ψέλλισα. Εδώ έχουμε τόσα πράγματα κι έκανα να σηκωθώ να του δείξω.
-Κάτσε! Είπε σαν διαταγή. Αυτό που θέλω δεν το έχεις εδώ μέσα κι έδειξε ένα γύρο.
-Και τότε;
-Θα ψάξεις να μου το βρεις. Αυτή δεν είναι η δουλειά σου;
-Αυτή, κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
-Θέλω λοιπόν , εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Τι; Άνοιξα τα μάτια μου πελώρια.
-Εκατό γραμμάρια μυαλό, τόνισε μία-μία τις συλλαβές.
-Από τι να είναι το μυαλό; Αρνίσιο; Τόλμησα ν’ αστειευτώ, μα αμέσως συμμαζεύτηκα, καθώς το ύφος του είχε γίνει πέτρινο.
-Ανθρώπινο φυσικά, αποφάνθηκε. Επειδή το δικό μου δεν μου φτάνει και χρειάζομαι να το συμπληρώσω, σου δίνω προθεσμία δυο μέρες να μου το βρεις. Πληρώνω όσο-όσο, είπε και με αργά βήματα βγήκε αφήνοντας με σύξυλο.
«Αι στο διάολο» σκέφτηκα και σηκώθηκα. «Αι στο διάολο κύριε Θεοδωρίδη που θέλεις να αγοράσεις ανθρώπινο μυαλό από έναν παλαιοπώλη.»
Τόσα χρόνια εκεί μέσα, ποτέ δεν μου είχε τύχει κάτι παρόμοιο. Τι να μου τύχαινε δηλαδή, να μου ζητήσουν μυαλό; Απίστευτο μέχρι βλακείας μου φάνηκε στην αρχή, αλλά, ύστερα, όταν πήγα στο σπίτι μου και ξάπλωσα να κοιμηθώ, ξανάφερα στον νου την σκηνή και ανατρίχιασα. Κάτι μου έλεγε πως ο εφοπλιστής δεν έκανε πλάκα.
Το επόμενο βράδυ επισκέφτηκα τον αδερφό μου τον Νίκο. Έφτασα νωρίς, χτύπησα το κουδούνι, με καλοδέχτηκε. Πάντα με καλοδεχόταν ο Νίκος.
-Τι έγινε Παύλο; Πως μας θυμήθηκες;
Με πέρασε στο σαλόνι, καθίσαμε κι η δασκάλα έφερε τσίπουρα. Ήπιαμε λέγοντας τα συνηθισμένα αλλά εγώ που με έκαιγε, ήθελα να φέρω την κουβέντα στον εφοπλιστή και την αγορά του μυαλού αλλά δεν ήξερα πως. Εν τέλει, ξεκίνησα κάπως αστεία.
-Ξέρεις τι μου ζήτησε κάποιος χτες το βράδυ; Χαχάνισα. Δεν θα το πιστέψεις!
-Τι σου ζήτησε;
-Μυαλό. Εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Πανέ; Ακολούθησε το ύφος μου. Ύστερα ξαφνικά σοβαρεύτηκε. Για πες μου, τι έγινε;
Του διηγήθηκα με λεπτομέρειες το γεγονός. Κι όση ώρα μιλούσα, ο Νίκος σιγά-σιγά σκυθρώπιαζε.
-Την έβαψες, μου είπε όταν τελείωσα.
-Δηλαδή; Αναπήδησα.
-Αν είναι αυτό που υποπτεύομαι, είσαι χαμένος. Υπάρχει μια πανάρχαια οργάνωση πριν από τον χομο-σάπιενς που τρέφεται με ανθρώπινα μυαλά.
-Ποιος είναι ο χόμο-σάπιενς;
-Δεν έχει σημασία αυτό. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι τρέφονται με ανθρώπινα μυαλά.
-Μα εμένα μου ζήτησε εκατό γραμμάρια για να συμπληρώσει το δικό του…
-Ε, αυτό ακριβώς. Σκοτώνουν κάποιους ανθρώπους και τους παίρνουν το μυαλό.
-Και γιατί εμένα;
-Αυτό δεν το ξέρω. Δεν ξέρω πως γίνεται η επιλογή.
-Και τι να κάνω τώρα εγώ; Ρώτησα με κομμένα τα γόνατα. Να πάω στην Αστυνομία;
-Δεν μπορούν να σε βοηθήσουν. Θα πας στην δουλειά σου κι ότι είναι να γίνει θα γίνει.
-Ωραίος αδερφός είσαι! Δεν το περίμενα από σένα Νίκο..
-Τι θες να σου κάνω; Σου είπα την αλήθεια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορώ να σου προσφέρω.
Σηκώθηκα κι έφυγα συντετριμμένος. Κουρέλι. Κοίτα ποια τύχη μου επιφύλασσε η μοίρα, σκέφτηκα. Να γίνω βορά των ανθρώπων. Εγώ, ένας φιλήσυχος άνθρωπος.
Μια-δυο, τρεις μέρες, δεν πάτησα στο μαγαζί, ούτε στο σπίτι. Σκέφτηκα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεχαστώ αλλά μετάνιωσα. Το επόμενο βράδυ που επέστρεφα σπίτι μου σα να είδα κάποιες σκιές να με περιτριγυρίζουν. Φοβήθηκα- η μια σκιά έμοιαζε με τον εφοπλιστή, τι να έκανα; Καλύτερα να πήγαινα σε κάποιο ξενοδοχείο. Ψάχνοντας, βρήκα ένα σκοτεινό στην πλατεία Βάθης. Κοιμόμουν, σηκωνόμουν, μέρα-νύχτα εκεί. Ούτε να φάω ήθελα ούτε να πιω. Είχα ρέψει από την αγωνία μου. Την τέταρτη μέρα κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τρόμαξα. Εγώ που ήμουν υγιέστατος, παρά τα εξήντα μου χρόνια, φαινόμουν τώρα γέρος, εκατόν εξήντα και βάλε. Αξύριστος, άπλυτος, ντυμένος με τα ίδια ρούχα τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, φλόμωσα με τον φόβο μου και το πήρα απόφαση να βγω από το καβούκι μου. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει σκέφτηκα και πήγα στο σπίτι μου. Πλύθηκα, ξυρίστηκα, ντύθηκα σαν ένας καθώς πρέπει άνθρωπος και πήρα τους δρόμους.
Ότι είναι να γίνει, θα γίνει ξανασκέφτηκα.
Κατηφόρισα στα Εξάρχεια, πεινούσα πολύ. Έφτασα στην ΚΛΗΜΑΤΑΡΓΙΑ την γνωστή ταβέρνα στην Μαυρομιχάλη και κάθισα σε ένα τραπέζι. Παράγγειλα μπριζόλα, σαλάτα, κρασί κόκκινο, τζατζίκι, πατάτες κι έτρωγα με λαιμαργία. Καθώς ρούφαγα ένα ποτήρι κρασί ευχαριστημένος, πήρε το μάτι μου τον Μιχάλη, έναν παλιό, καλό φίλο.
-Έλα, του είπα.
-Γεια σου ρε Παύλο, μου απάντησε καθίζοντας στο τραπέζι. Τι γίνεται;
-Όλα καλά. Θα πιεις κρασί;
-Θα πιω, όπως πάντα, αφού το ξέρεις, μ’ αρέσει το κρασί. Αλλά για στάσου.. εσύ δεν έπινες.. έκανε απορημένος.
-Τώρα θα πίνω, φέρε ποτήρι μαχαιροπήρουνα και τα σχετικά, είπα στο γκαρσόνι.
Ήρθε το ποτήρι, τσουγκρίσαμε.
-Στην υγειά σου, είπε ο Μιχάλης.
-Στην υγειά σου και σένα, ρούφηξα όλο το ποτήρι.
-Σιγά! Έκανε ο Μιχάλης, θα μεθύσεις.
-Αυτό θέλω κι εγώ. Να μεθύσω.
Πίνοντας, με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση κάτι άσπρο να περνάει σαν αστραπή. Ήταν ο Θεοδωρίδης Απόστολος. Ο εφοπλιστής. Ταράχτηκα.
-Τον ξέρεις αυτόν; Ρώτησα με αγωνία τον Μιχάλη.
-Τον εφοπλιστή; Τραντάχτηκε στα γέλια.
-Γιατί γελάς;
-Ποιος δεν τον ξέρει; Είναι το καινούριο νούμερο της γειτονιάς. Γνωστός πλακατζής που παριστάνει τον εφοπλιστή. Δεν τον βλέπεις; Ποιος ντύνεται έτσι, στα άσπρα…
-Μιλάς σοβαρά;
-Σοβαρότατα. Άιντε γεια μας
-Γεια μας.
Δεν ήξερα τι να κάμω. Να γελάσω, να κλάψω ή να ρίξω μια μπουνιά ανάμεσα στα φρύδια του εφοπλιστή.
ΤΕΛΟΣ
απ τα ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ ΜΟΥ

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

ΑΛΑΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ

 


 

Με παίρνει μια στο τηλέφωνο.
-Είστε συγγραφέας; με ρωτάει.
-Μάλιστα, απαντώ.
-Τι γράφετε;
-Διάφορα. Διηγήματα, μυθιστορήματα...
-Γράφετε και σεξουαλικά; με διακόπτει.
-Γράφω! ξαφνιάζομαι. Γιατί;
-Ξέρετε εγώ είμαι παντρεμένη, μου λέει.
-Και τι φταίω εγώ;
-Θέλω να μου πείτε τι να κάνω για να μη μυρίζει το ψυγείο μου πεπονίλα!
-Να μη βάζετε το πεπόνι στο ψυγείο! και της το κλεισα.
Μετά από λίγο ξαναχτυπάει το τηλέφωνο. Το κοιτάζω σκωπτικά και το σηκώνω.
-Λέγετε.
-Ξέρετε, είμαι εγώ με το πεπόνι, μου λέει κλαίγοντας γοερά.
-Σιγά κυρία μου! τι έγινε και κλαίτε;
-Με χτύπησε ο άντρας μου, σας είπα είμαι παντρεμένη...
-Και γιατί σας χτύπησε;
-Πέταξα τα πεπόνια...
-Πόσα πεπόνια;
-Πέντε-έξι!
-Και γι αυτό σας χτύπησε; επιμένω.
Ξέρετε κάνει πεπονοθεραπεία! και μου το κλεισε.

 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

ΟΤΙ ΕΎΡΙΣΚΑ

 



 
Είχα διαβάσει πρώτα ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ. ΄Υστερα έπιασα τον ΟΔΥΣΣΕΑ. Τον παράτησα μετά από κάποιο βαθμό δυσχέρειας. Ήμουν μικρός και ο σουρρεαλισμός μου φαινόταν δύσκολος, ακαταλαβίστικος. Προτιμούσα τα ρεαλιστικά - κλασσικά κείμενα. Ουγκώ, Σαίξπηρ. Μπαλζάκ, Μικρό ήρωα, Μάσκα, ότι εύρισκα μπροστά μου αλλά από σουρρεαλισμό, νόμιζα πως με κοροιδεύουν αυτοί οι συγγραφείς. Ύστερα από λίγα χρόνια κι αφού είχα σχεδόν ξεμπερδέψει με όλη τη λεγόμενη κλασσική λογοτεχνία, ξαναγύρισα στον μαγευτικό κόσμο των ονείρων του υπερρεαλισμού. Άνοιξα τον ΟΔΥΣΣΕΑ του Τζόυς αυτού του μαγευτικού συγγραφέα και τρελάθηκα.
Μπα, ποιος είναι ο τύπος με το αδιάβροχο; Κοίτα ντύσιμο, ωραία πράματα! Τι ετοιμάζεται να φάει; Μη λες τίποτα. Είναι δυναμωτικός ζωμός, στο ορκίζομαι. Πράγματι το έχει μεγάλη ανάγκη. Γνωρίζεις τα Ρούσσικα τσαρούχια; Το γέρο σκουληκιάρη του Ρίτσμοντ; Όλο φούρκα! Νόμιζε ότι είχε ένα καντάρι μολύβι στην ξερή του. Απατηλή παραφροσύνη....
...Έπ! βουλώστε τον καταπιώνα σας, πλαάφ! πλαάφ! Πήρε φωτιά. Νατους που έρχονται. Οι πυροσβέστες! Στρίβουμε. Απ την οδό Μάουντ. Εσύ δε θάρθεις; Τρέχουμε, τριποδισμός, καλπασμός. Πφφάφ! [Απ τον Οδυσσέα, τυχαία αποσπάσματα]
Στις αρχές του 1900 να γράφει τέτοια πράγματα; Βέβαια η μεγάλη άνθιση του σουρρεαλισμού τότε αρχίζει. Η Οδύσσεια του κυρίου Μπλούμ αρχίζει μια μέρα- την 16η Ιουνίου 1904- είναι ο μυθιστορηματικός χρόνος του Οδυσσέα κατα τον Τζόυς. 800σελίδες για ένα εικοσιτετράωρο. Ο Τζόυς που είχε άλλα εννέα αδέρφια γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882. Πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει γιατρός αλλά σε ένα χρόνο τα παράτησε και γύρισε στο Δουβλίνο. Έκτοτε άρχισε μια πορεία αυτοεξορίας που θα διαρκέσει μέχρι το θάνατο του. Κάνει διάφορες δουλειές βιοποριστικές και για να δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο συναντά τεράστιες δυσκολίες. Πάνω από σαράντα εκδοτικοί οίκοι τον είχαν απορρίψει. Ναι, παντού σε όλο τον κόσμο οι εκδότες την ίδια μούρη έχουν. Ο Τζόυς πέθανε στη Ζυρίχη το 1941. Σήμερα τα βιβλία του εκδίδονται σε όλον τον κόσμο. Συνήθης μοίρα των μεγάλων συγγραφέων.
Τι μου ήρθε σήμερα με τον Μπλούμ; Με τον Τζόυς ήθελα να πω, ή τον Στήβεν, που τελικά κατεβαίνει και στον΄Άδη, συναντάει την Κίρκη ταις Λαιστρυγόναις και ταις Κύκλωπαις; Τίποτε σπουδαίο, βρέχει ασταμάτητα και ο σκύλος μου αρρώστησε. Το άτομο που κάθισε απέναντι μου ήτο ένας μεμψίμοιρος κόλαξ, κοκαλιάρης, με ένα τεράστιο μυτερό πηγούνι, πελώριο στόμα, στρογγύλους οφθαλμούς, βελονωτά μαλλιά και γένεια μαύρα, κατάμαυρα, μπλάκ, πολύ μπλάκ, Αφρικάνος δεν ήταν, μάλλον Ευρωπαίος χλιδέστατος, κοκκινισμένος στα μούτρα από τη μπύρα, το ουίσκυ ή ότι άλλο εύρισκε μπροστά του. Ο σκύλος μου τελικά ψόφησε, Τα κακάρωσε δεν έχω άλλον σκύλο, ούτε θα αγοράσω, αφού ο Αζώρ πέθανε χτες το πρωί και δεν ξέρω πότε θα τελειώσω την ανάγνωση του Οδυσσέα. Μα δεν τελειώνει ποτέ αυτή η ανάγνωση με πληροφόρησε ένας αναγνώστης του ιδίου θέματος με μένα. Είναι ένα ατέλειωτο βιβλίο, συνέχισε κι εγώ τον παράτησα στην άκρη του γκρεμού να σπαρταράει κάτω και πίσω από τις σελίδες του Οδυσσέα. Καλημέρα σας.


Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

η συνείδηση του άλλου

 


 

Αυτοί πιστεύουν πως ο κόσμος δεν μπορεί ν αλλάξει αν σκοτώνουμε κάποιες από τις κεφαλές του συστήματος. Η δική μας άποψη διαφέρει. Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο. Κόβοντας κάποια τέτοια κεφάλια θα κάνουμε τους υπόλοιπους να φοβούνται, να τρέμουν για τη ζωή τους ανά πάσα στιγμή. Είμαστε λίγοι εναντίον πολλών.
Κάποια λόγια συγκρατούνται πιο εύκολα στο νου όταν λέγονται από σημαντικά άτομα και όταν πρεσβεύουν αυτόν που τα ακούει.
Ο Νίκος Καζάρμας είχε ακούσει αυτά τα λόγια  στις συγκεντρώσεις της ομάδας, πολλές φορές, από τότε που οι εκτελέσεις αυτών των προσώπων, έγιναν πράξη. Στην ομάδα ΚΆΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ δεν υπήρχε αρχηγός, όλοι δρούσαν ανάλογα με τα προσόντα και τις ικανότητες, μετά από συνδυασμένες ενέργειες όλων των μελών και συνήθως μόνο αυτών που εμπλέκονταν στην κάθε υπόθεση. Οι εκτελεστές της ομάδας ήταν τέσσερις, με τον θάνατο του Μπέρη, έμειναν τρεις και μετά την ανακάλυψη της γιάφκας, η ομάδα έλαβε εντολές για πλήρη αποχή από τα γεγονότα μέχρι νεωτέρας.
Σχεδόν στρατιωτικό ανακοινωθέν που αποφάσισαν όλοι μαζί δι ανατάσεως του χεριού.
Ο Καζάρμας στην ουσία δεν γνώριζε προσωπικά, κανέναν απ αυτούς που είχε συντρόφους στην ομάδα. Και ούτε τον ενδιέφερε.
Γνώριζε πως ήταν μπλεγμένος σε ένα τεράστιο παιχνίδι που αφορούσε κυριολεκτικά όλο του το είναι κι αυτό που τον ένοιαζε μόνο, ήταν η απόδοση δικαιοσύνης. Και αφού έβλεπε πως η δικαστικές αρχές ήταν δούλες της αστυνομίας και η αστυνομίες όλου του κόσμου υποταγμένες στους εισαγγελείς, ο μόνος τρόπος να αποδοθεί δικαιοσύνη ήταν η αυτοδικία. Επίσης σκεφτόταν πως κάποια στιγμή, ίσως πολύ σύντομα, να τον συνελάμβαναν ή να σκοτωνόταν σε κάποια συμπλοκή.
Το σκίτσο που του είχαν φιλοτεχνήσει οι ζωγράφοι της αστυνομίας δεν ήταν και τόσο κοντινό, στην ουσία δεν έμοιαζε καθόλου μ αυτόν και μόνο κάποιο άτομο που τον γνώριζε καλά θα μπορούσε να υποψιαστεί πως μπορεί να ήταν ο ίδιος ένα και το αυτό πρόσωπο με τον εκτελεστή.
Αυτό το άτομο ήταν ο ανακριτής Ιωάννης Εξαδάκτυλος. Ο Νίκος ήξερε πως κάποτε θα έρχονταν αντιμέτωποι οι δυο τους, αλλά αυτό φαινόταν αρκετά μακρινό, έτσι πίστευε ταξιδεύοντας γι άλλη μια φορά προς την Κηφισιά, έχοντας κατά νου να μπορέσει να εξακριβώσει τι ήταν εκείνη η νεαρή γυναίκα που είχε συναντήσει ο πατέρας του.
Είχε έρθει το Καλοκαίρι, ο ήλιος βασάνιζε τα μυαλά και το δέρμα των ανθρώπων, λίγο πριν την άφιξη της ηλεκτρονικής εποχής, των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών που θα άλλαζαν εντελώς τη φυσιογνωμία του καινούργιου κόσμου.  Είχε προμηθευτεί και ο ίδιος ένα από τα πρώτα και προσπαθούσε να εξοικειωθεί με τη νέα τεχνολογία, όπως και με το διαδίκτυο. Το ιντερνέτ αυτή την φοβερή ανακάλυψη των Εγγλέζων που έβαλε τον κόσμο σε μια εντελώς άλλη πραγματικότητα που ναι με αναμενόταν αλλά είχε εμφανιστεί πιο γρήγορα κι αυτό δημιουργούσε πρόβλημα και στις κυβερνήσεις των κρατών που έπρεπε να προσαρμοστούν τάχιστα.
Φτάνοντας εκείνο το βράδυ, έξω από το σπίτι που διέμενε η Πέτρα Σμίθ, πάρκαρε το αυτοκίνητο και κατέβηκε. Ήταν ντυμένος στο τσακ. Ξυρισμένος. Κοντό, κουρεμένο μαλλί, άνετο στυλ. Διάβαινε και τον κοιτούσαν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ανεξαρτήτου ηλικίας. ήταν ένας τύπος που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Είχε συνηθίσει σ αυτό, δεν τον πείραζε, ίσα-ίσα μερικές φορές το διασκέδαζε κιόλας.
Είδε την Πέτρα να διαβαίνει ανάμεσα από το πλήθος κι αυτή δεν περνούσε απαρατήρητη, και να κατευθύνεται προς ένα από τα καλύτερα μπαρ της Κηφισιάς. Την ακολούθησε. Στα σκαλιά προς την είσοδο γύρισε και τα μάτια τους ανταμώθηκαν. Της χαμογέλασε. Εκείνη του ανταπέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τότε που την είχε παρακολουθήσει για ν ανακαλύψει τι κρυβόταν πίσω από τη σχέση της με τον πατέρα του που πραγματικά δεν μπορούσε να εξακριβώσει και ούτε να φανταστεί τι ακριβώς συνέβαινε. Απόψε πίστευε να εξακρίβωνε μερικά προσπαθώντας να την γνωρίσει.
Πήγε στη μπάρα, παράγγειλε το ποτό του, η Πέτρα στην άλλη πλευρά έκαμε το ίδιο. Ξανακοιτάχτηκαν σα να ήταν μόνοι σ αυτό το μπαρ, σ αυτόν τον κόσμο. Χωρίς χρονοτριβή ο Καζάρμας έφτασε κοντά της.
-Γειάσου, της είπε ανάμεσα από τον θόρυβο της μουσικής και κάθησε απέναντι της. Είμαι ο Νίκος.
-Γειάσου κι εσένα! του χαμογέλασε και της άρεσε αυτός ο άντρας που την είχε πλησιάσει τόσο αυθόρμητα. Είμαι η Πέτρα.
συνεχίζεται

Κανένας δεν ξέρει τι κρύβεται μες στη συνείδηση του άλλου. Τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων βγαίνουν πολύ εύκολα στη  φόρα. Εκείνων όμως που άρχουν, που θέλουν να διοικούν αυτούς τους ανθρώπους, είναι αναγκαστικά κρυμμένα.
Έχοντας απέναντι του την Πέτρα Σμιθ ο Νίκος Καζάρμας, προσπαθούσε να ξεψαχνίσει τη συνείδηση της. Απ την αρχή δεν είχε πιστέψει πως μπορεί να ήταν ερωμένη του πατέρα του αλλά ποια ήταν η πραγματική τους σχέση δεν μπορούσε να την φανταστεί. Αυτό που περνούσε από το μυαλό του πλησίαζε στην αλήθεια αλλά χρειαζόταν να το εξακριβώσει.
-Δε μιλάς; κάτι ψάχνεις εσύ; την άκουσε να του μιλάει και γύρισε στα μάτια της.
Φαινόταν έξυπνη και οι έξυπνοι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνοι από τους άλλους. Γι αυτό και, ξαφνικά με βάση αυτή την αντίληψη, αποφάσισε να της μιλήσει στα ίσα, με ανοιχτά χαρτιά, προτού πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα. Φοβόταν αδιόρατα τον κίνδυνο να τον ερωτευτεί η Πέτρα, πράγμα που για πολλούς λόγους δεν ήθελε να συμβεί.
-Πάμε έξω; της πρότεινε. Είναι πιο ήσυχα, πάμε σε ένα τραπεζάκι να καθίσουμε.
Πήρε το ποτό του και προχώρησε προς την αυλή. Η Πέτρα τον ακολούθησε χωρίς καμιά αντίρρηση, ένιωσε βολικά και ασυναίσθητα απέκτησε μια εμπιστοσύνη σ αυτόν τον άγνωστο άντρα που την είχε πλευρίσει τόσο αναπάντεχα. 
Κάθισαν σ ένα τραπέζι, μακριά από τον θόρυβο της μουσικής που ερχόταν απαλά να τους συντροφεύει.
-Λοιπόν; αγαπητέ άγνωστε, για πες μου τον λόγο που θέλησες να με γνωρίσεις; μίλησε με σαφήνεια και χωρίς καμιά ανησυχία.
-Το όνομα μου είναι Νίκος Καζάρμας, απάντησε κοιτάζοντας την έντονα.
Η Πέτρα ξαφνιάστηκε, έπιασε το πηγούνι της, άνοιξε τα μάτια , πελώρια.
-Νίκος Καζάρμας! μίλησε σαν ηχώ. Ο θεέ μου, μη μου πεις πως είσαι...
-Ναι, αυτός είμαι, την έκοψε. Εσύ ξέρεις τώρα ποιος είμαι. Πες μου κι εσύ ποια είσαι για να ξέρω με ποια έχω την τιμή να συνομιλώ.
Η Πέτρα το σκέφτηκε καλά για μια στιγμή να του κρυφτεί, αφού ο πατέρας τους είχε κρατήσει τόσα χρόνια κρυφή την ύπαρξή της. Ώστε αυτός ο άντρας που είχε απέναντι της και έπιναν το ποτό τους σαν γνώριμοι από καιρό ήταν αδερφός της! Γνώριζε πως υπήρχε ένας τέτοιος αλλά ποτέ δεν την είχε αφήσει ο πατέρας της να τον γνωρίσει. Τον ξανακοίταξε, πρόσεξε καλύτερα τα χαρακτηριστικά του.
-Δε μοιάζεις με τον πατέρα σου, είπε. Δε μοιάζετε καθόλου μπορώ να πω.
-Το ξέρω πως γνωρίζεις τον πατέρα μου. Όχι δεν του μοιάζω, μοιάζω στη μητέρα.

 Από τον ΘΕΌ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ

 

επιθεώρηση

 




 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ


Στο καφενείο. Ο Βενιζέλος όρθιος με γραβάτα κ.λ. Ο τρελοθόδωρος καθιστός, τρισάθλιος, ερειπωμένος, με μια μπύρα στο χέρι.


ΤΡΕΛΟΘΟΔΩΡΟΣ: Έχεις ένα ευρώ;.ένα εύρο έχεις;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ:[ψάχνεται] Κάπου είχα ένα..για να δω..τι το θέλεις;

ΤΡΕΛ.: Να πιω μια μπύρα. Τι σε νοιάζει εσένα; Δός το μου εσύ κι αύριο την ίδια ώρα να είσαι εδώ, να σου το δώσω πίσω..

ΒΕΝ.:[γουρλώνει] Λες αλήθεια;

ΤΡΕΛ.:Ε, τι ψέματα; Λέω ψέματα εγώ; Εμείς είμαστε παλικάρια..

ΒΕΝ.;[δύσπιστα] Κι αν δεν έρθεις; Πως θα είμαι σίγουρος ότι δεν θα με γελάσεις;

ΤΡΕΛ.; Να, ορκίζομαι! Ορκίζομαι στην ψυχή της μάνας μου.

ΒΕΝ.: Ε, στην ψυχή τα μάνα σου!

ΤΡΕΛ.:Ορκίζομαι στο ΠΑΣΟΚ!

ΒΕΝ.: Καλούτσικο μου φαίνεται.Τέλος πάντων θα δω τι θα κάνω.Δεν ξέρω αν πρέπει να σου το δώσω.

ΤΡΕΛ.:[πετάγεται] Τι να δεις μωρέ! Της μάνα σου να δεις! Υπουργός είσαι εσύ! Και δεν μπορείς να μου δώσεις ένα ευρώ;

ΒΕΝ.:…………….

ΤΡΕΛ.:Γαμώ όλους τα υπουργεία..τους Νομάρχες,..τους Δημάρχους..

ΒΕΝ.:[προσπαθεί να του κλείσει το στόμα] Σςςς…καλά μην κάνεις έτσι, μην κάνεις έτσι, μας ακούνε..

ΤΡΕΛ.: Αυτό θέλω κι εγώ. Να μας ακούσουν όλοι. Αφού δεν μου δίνεις ένα ευρώ, εγώ δεν ψηφίζω ΠΑΣΟΚ!

ΒΕΝ.: Για ένα δανεικό ευρώ δεν θα ψηφίσεις ΠΑΣΟΚ;

ΤΡΕΛ.:[γυαλίζει το μάτι του] Αν μου το δώσουν οι άλλοι, θα πάω μ’ αυτούς.

ΒΕΝ.: Με ποιους;

ΤΡΕΛ.: Ξέρεις εσύ. Και για έναν ψήφο θα χάσετε τις εκλογές.

ΒΕΝ.: [γελάει] Ο Βενιζέλος δεν χάνει εκλογές. Κι έπειτα τι ξέρεις εσύ; Τι ξέρεις εσύ από εκλογές; Εσύ είσαι ένας τρελομπεκρής…

ΤΡΕΛ.: Εγώ είμαι τρελός; Εσείς είσαστε τρελοί. Αν δεν ξέρω εγώ τότε ποιος ξέρει;Μμμ, για πες μου θέλεις ένα ευρώ; Εγώ έχω ένα ευρώ.

Βγάζει ένα κέρμα και το πετάει ψηλά.Ο Βενιζέλος κάνει να το αρπάξει, ο Τρελοθόδωρας τον προλαβαίνει.

ΤΡΕΛ.: [παιχνιδίζοντας] Θέλεις να σου δώσω εγώ ένα ευρώ; Να σου δώσω; Να πιεις μια μπύρα; Ε, καφετζή, πιάσε μια μπύρα για τον υπουργό

ΒΕΝ.: [αλληθωρίζει, γλείφεται] Θα με κεράσεις αλήθεια μπύρα; Ε, θα με κεράσεις;

ΤΡΕΛ.: Αν μου πεις πως έφτιαξες την βίλα…

ΒΕΝ.: Σκάσε ρε ! θα μα ακούσουν.

ΤΡΕΛ.: [χοροπηδάει] Αυτό θέλω κι εγώ! Να μας ακούσουν.Να το μάθουν όλοι πως έφτιαξες την βίλα με ξένα λεφτά..

ΒΕΝ.: Τι λες μωρέ; Εγώ έφτιαξα την βίλα με ξένα λεφτά; Εγώ δούλεψα, εγώ είμαι τίμιος..τόσα χρόνια ΠΑΣΟΚ..μπορείς να δεις το πόθεν έσχες μου…

ΤΡΕΛ.: [παραξενεύεται] Σ’ έπιασε τώρα; Δεν προλαβαίνεις; Θα τα κάνεις εδώ στο καφενείο;βρομάει που βρομάει από τους βόθρους, άμα χέσεις κι εσύ, θα κάνουμε εκατό χρόνια να ξεβρομίσουμε…

ΒΕΝ.: [προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει, βγάζοντας ένα έγγραφο] Ρε, το πόθεν έσχες μου σου λένε!

ΤΡΕΛ.: Έτσι το λένε στην καθαρεύουσα; Βόθρεν χέσε; Μπα, δεν το ήξερα.[γελάει] Ε, Αθηναίοι, Γκάγκαροι, κολωνακιώτες, και λοιποί, ακούστε: Ο υπουργός θέλει να χέσει δημόσια στην Αθήνα! Μήπως θέλεις να σου φέρουμε και χαρτί;

ΒΕΝ.: [πιάνει το μέτωπό του] Πάει! Θα με κάνει ρεζίλι ο τρελός. Καλύτερα να του δώσω το ένα ευρώ, μήπως και γλιτώσω από δαύτον. Έλα, [του κλείνει το μάτι, ο τρελός κάνει πως δεν καταλαβαίνει]

ΤΡΕΛ.: Τι, θα μου αγοράσεις τον ψήφο με ένα ευρώ; πριτς! Δε σφάξανε, δεν το θέλω το παλιοευρώ σου

Ο Βενιζέλος τον εξετάζει, προσπαθεί να καταλάβει που το πάει.

ΤΡΕΛ.: Δεν θα χέσεις;

ΒΕΝ.: [κοιτάζει γύρω] Πάει, θα μου στρίψει..τι να κάνω; Τα χω χαμένα…

Σιωπή. Στο καφενείο εισβάλλουν δυο γκόμενες. Η μια αγκαλιάζει τον τρελό, η άλλη πιάνει τον χορό με τον Βενιζέλο.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ [Βενιζέλος, γκόμενα]

Σε τούτη την πόλη που ήρθαμε

Γραμμένα μα-βρε μάτια μου

Να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε



Να φάμε και να πιούμε

Και να χορέψουμε

Γραμμένα μα-βρε μάτια μου, στη θάλασσα θα χέσουμε!

Χορεύοντας, βγαίνουν.

Ο Τρελοθόδωρας με την άλλη αρχίζουν τον δικό τους χορό τραγουδώντας.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ


Για ένα ευρώ πεθαίνουμε

Για ένα ευρώ πεινάμε

Έλα-έλα για ένα ευρώ πεινάμε


Εδώ κανένας δε μας θέλ’

Κανείς δε μας ακούει

Έλα-έλα, κανείς δε μα ακούει


Πασόκοι και αριστεροί

Μας έχουνε πεθάνει

Έλα-έλα, μας έχουνε πεθάνει.


Εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε

Κι αυτοί αλλού μας πάνε

Έλα-έλα όλα θε να τα φάνε.



ΑΥΛΑΙΑ








ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ



Πλατεία. Έδρανο ομιλίας. Ο Κακλαμάνης, Δήμαρχος Αθηναίων μιλάει στο λαό. Στα θρανία όλοι . Ο ΚΏΤΣΙΟΣ , Βλάχος δεξιός, ο Μήτσιος αρβανίτης πασοκτζής, ο Τρελοθόδωρας, η Βροχοπούλου, η Φάνη-Πάλη, η Φρόσω, μια παλιά πουτάνα.



ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ: Αγαπητοί μου συμπολίτες!

ΤΡΕΛ.: Χέστηκα εγώ!

ΚΩΤΣΙΟΣ: Σκάσε ρε!

ΚΑΚ.: Αγαπητοί μου συμπολίτες και συμπολίτισσες, καλησπέρα.

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟ :[δυνατά] Καλησπέρα!

ΚΑΚ.: [απορημένος] Ποιος σου μίλησε εσένα ρε;.. [παύση] Απόψε ήρθαμε εδώ για να σας αναγγείλω πως παραλάβαμε μόνο χρέη.

ΜΗΤΣΙΟΣ: Διαμαρτύρομαι κύριε Δήμαρχε!

ΚΑΚ.: Πες ότι θέλεις. Εγώ θα πω αυτά που πρέπει. Λοιπόν, θα μπούνε όλα σε μια καινούρια αρχή.

ΚΩΤΣΙΟΣ: Μπράβο Δήμαρχε! [χειροκρότημα]

ΚΑΚ.: [τον κοιτάζει] Άλλος ετούτος…Ποιος είσαι πάλι εσύ;

ΚΩΤΣΙΟΣ: Ο Κώτσιος.

ΚΑΚ.: Ο Κώτσιος;


ΚΩΤΣΙΟΣ: Ναι , ο Κώτσιος.[αμήχανα]

ΚΑΚ.: Δεν πιστεύω να θέλεις τίποτα…

ΚΩΤΣΙΟΣ: [μαζεμένα] Όχι κύριε Δήμαρχε…τι να θέλω..να εκείνος ο γιος μου…

ΚΑΚ.: Τι ο γιος σου;

ΚΩΤΣΙΟΣ: Να τον βάλουμε σε μια θέση..Θέση…θεσούλα, θέλω να πω, να βολευτεί κι αυτός…

ΚΑΚ.:[σκεφτικά] Α, να βολευτεί. Καλά, θα δούμε. Άσε τα στοιχεία του στην γραμματέα.

ΚΩΤΣΙΟΣ:[αμήχανα] Δεν έχει στοιχεία κύριε Δήμαρχε.

ΚΑΚ.: [έκπληκτος] Δεν έχει στοιχεία; Αστοιχείωτος είναι;

ΚΩΤΣΙΟΣ: Όπως ξέρεις κύριε Δήμαρχε, εγώ δεν έχω παιδί..

ΚΑΚ.: [χαμένα] Δεν έχεις παιδί;

ΚΩΤΣΙΟΣ: Ε, ναι κύριε Δήμαρχε, δεν έχω. Ο θεός δεν μας έδωσε…βλέπεις η Μαλάμω..

ΚΑΚ.: Ποια είναι αυτή;

ΚΩΤΣΙΟΣ: Ε, κύριε Δήμαρχε! Δεν θυμάσαι τίποτε! Δεν θυμάσαι που προεκλογικά ήρθαμε στο γραφείο;

ΚΑΚ.: Με την Μαλάμω; Δεν την θυμάμαι.

ΚΩΤΣΙΟΣ: [λυπημένα] Κρίμα κύριε Δήμαρχε…κρίμα.

ΚΑΚ.: Κι αφού δεν έχεις γιο, τότε τι ζητάς;

ΚΩΤΣΙΟΣ: Δεν έχω αλλά σκέφτομαι να κάνω έναν…

ΚΑΚ.: [άναυδος] Κάτσε κάτω ρε! Κάτω! [παύση] Λοιπόν αγαπητοί μου συμπολίτες, όπως σας έλεγα παραλάβαμε χάος. Ξέρετε τι θα πει χάος;

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Χάος! [βροντερά] Χάος!

 

ΣΑΔΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΆΛΗΨΗ

    Δεν υπάρχει κάτι μοναδικό στην ανθρώπινη ζωή-όλα είναι μια σαδιστική επανάληψη. Σήμερα κερδίζω εγώ, αύριο χάνεις εσύ. Στην πραγματικό...