Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

ΑΧΛΎ

 


Ήταν ένα ευτυχισμένο πρωινό. Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό που ο Μπέρτας ένιωθε πως τα είχε όλα. Αγάπη, υγεία, ομορφιά. Ο χρόνος μόνο, έμοιαζε να παίζει την μεγαλύτερη σημασία στην ζωή του. Τι ήταν ο χρόνος; Το πριν και το μετά, θυμόταν την καλύτερη ρήση των αρχαίων.
Το πριν το είχε αφήσει στην άκρη. Το μέλλον τον ενδιέφερε που ήταν όλο σχέδια και σκοπούς. Σχέδια που είχαν πάρει τον κατήφορο και έτρεχαν.
Μα δεν καιγόταν και πολύ. Αυτό που τον έκαιγε πιο πολύ ήταν η Αρετή. Η αγάπη του γι αυτήν. Ποτέ δεν περίμενε πως θα ένιωθε τέτοιο συναίσθημα για τίποτε. Ζωντανό ή άψυχο.
Το καταλάβαινε όμως. Το ζούσε. Κυλούσε σαν δροσερό κρασί στο λαρύγγι του.
Πέρασαν κάμποσες μέρες. Η σχέση του με την Αρετή είχε ήδη γίνει γνωστή. Όχι επίσημη, βρισκόντουσαν ακόμα κρυφά αλλά το σούσουρο έπαιρνε επικίνδυνες διαστάσεις Έτσι συμφώνησαν να πάει στη Λευκοθέα και να τη ζητήσει. Πράγμα που έγινε. Η Λευκοθέα έφερε στην αρχή λίγες αντιρρήσεις, αλλά σαν γνώρισε καλύτερα το Μπέρτα δέχτηκε με ενθουσιασμό. Το ίδιο και ο πατέρας της ο Μηνάς. Έτσι, μπορούσαν τώρα να βλέπονται ελεύθεροι να ξεφύγουν από τα υποκριτικά βλέμματα των συγγενών και φίλων. Αλλά και το πιο σπουδαίο να ετοιμάζονται για τον γάμο τους που θα γινόταν τον Αύγουστο.
Ο Μπέρτας μέσα σε όλη αυτή πυρετώδικη προετοιμασία εύρισκε και τον χρόνο να τρέχει και για τις άλλες δουλειές του.
Ένα Σάββατο πρωί, σκέφτηκε να πάει στον κάμπο. Στην αρχή έκανε να πάρει το αυτοκίνητο αλλά αμέσως μετάνιωσε. Με την Μέγκλα θα ήταν καλύτερα, θα είχε περισσότερη ευκολία κινήσεων. Έτσι αφού την σέλωσε κατηφόρισε χαρούμενος μέσα στην καλοκαιρινή αχλύ.
Έφτασε στο μεγάλο χτήμα που είχε πολλά χρόνια, από τότε που ήταν παιδί, να το δει. Ήταν ρημαγμένο έρημο και χέρσο πολύ καιρό. Για κάμποση ώρα περιεργάστηκε τον χώρο διαβαίνοντας κατά μήκος και κατά πλάτος το χτήμα. Η Μέγκλα έβοσκε αμέριμνη στην πλαγιά. Εδώ οι δουλειές έπρεπε να γίνουν με τα μηχανήματα και το πρώτο που σκέφτηκε, ήταν ότι χρειαζόταν να γίνει ξεχέρσωμα. Το καθάρισμα. Αύριο κιόλας θα έπαιρνε το τρακτέρ του μπάρμπα-Νικόλα για να ξεκινήσει.
Αφού δεν είχε προς το παρόν να κάνει κάτι άλλο εκεί, καβάλησε την Μέγκλα να ξαναγυρίσει στο χωριό. Μόλις ανέβηκε, κατάλαβε πως είχε όρεξη να τρέξει και της έκανε το χατίρι. Της άφησε τα χαλινάρια και εκείνη ξεχύθηκε στον κάμπο, σ ένα μονοπάτι ανάμεσα από καλαμιές, δίπλα στα σπαρμένα σιτάρια, καλαμπόκια, κομμένα τριφύλλια.
Σαν από το πουθενά άκουσε πρώτα γοργό καλπασμό πίσω του, έφτασε δίπλα του ο Τζαβάρας καβάλα σ έναν υπέροχο μαύρο. Ο Μπέρτας σταμάτησε, το ίδιο και ο Τζαβάρας που του χαμογελούσε.
-Τι έγινε ; πως βρέθηκες εδώ; ρώτησε
-Δεν έχεις μόνο εσύ το προνόμιο να καβαλάς άλογα, τον κέντρισε.
-Φυσικά όχι , του απάντησε, θαυμάζοντας το μαύρο άτι. Που το είχες αυτό;
-Είναι ο καλύτερος, απέφυγε να του απαντήσει σε μια εύλογη απάντηση. Είσαι για μια κόντρα;
-Θα χάσεις! παινεύτηκε. Η Μέγκλα είναι αστραπή!
-Ας δοκιμάσουμε, τον ειρωνεύτηκε με υπεροπτικό ύφος. Πάμε;
-Μέχρι πού;
-Μέχρι το άλλο χωριό. Ξέρεις τον δρόμο;
Έγνεψε ναι.
-Φύγαμε τότε! Και χούγιαξε τον μαύρο χτυπώντας δυο –τρεις φορές τα σπιρούνια στα πλευρά του.
Ο Μπέρτας τον άφησε να καλπάσει αρκετά. Ύστερα μίλησε στην Μέγκλα χαϊδεύοντας την χαίτη της. «Πάμε κορίτσι μου.Πάμε να τους δώσουμε ένα καλό μάθημα». Έσκυψε το σώμα πάνω της έγιναν ένα μαζί κι έσκισαν τον αγέρα και στην μεγάλη ευθεία τους είχαν πιάσει. Προσπερνώντας τους είδε το συσπασμένο από θυμό, πρόσωπο του Αντρέα Τζαβάρα που κέντρισε με μανία για πολλές φορές τα πλευρά του μαύρου.
Λίγο πριν το πιο κακοτράχαλο σημείο της διαδρομής, που ήταν αρκετά μεγάλη ο Μπέρτας, συγκράτησε τη Μέγκλα. Τώρα άρχιζαν τα δύσκολα, έπρεπε να οδηγήσει με μεγάλη προσοχή. Πίσω άκουγε το θορυβώδη καλπασμό του Τζαβάρα που πλησίαζε.
Ανεβαίνοντας στην κορυφογραμμή, ήξερε πως υπήρχε ένα επικίνδυνο πέρασμα που έπρεπε να προσέξει πολύ. Το άνοιγμα μεταξύ των βράχων ξεπερνούσε τα τέσσερα μέτρα και η Μέγκλα κώλωσε απότομα. Ο Μπέρτας έφυγε με ορμή με δύναμη μπροστά, έπεσε στον γκρεμό, ενώ η Μέγκλα ταυτόχρονα, πέρναγε το άνοιγμα. Αμέσως σταμάτησε χλιμιντρίζοντας κατά το κενό του γκρεμού όπου ο Μπέρτας είχε προλάβει να κρεμαστεί απ τα βράχια.
-Αντρέααα! Φώναξε καταπληγωμένος...
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το μυθιστόρημα ΝΑ ΖΕΙΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ του ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ που δημοσιεύεται σε συνέχειες στο diasxizo.gr

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...