Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ







ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ 
[ΔΥΤΙΚΟς ΑΝΕΜΟς;]

Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τι να  κάνεις την ελευθερία
φωνάζεις δεν έχω λύση
φωνάζεις δεν αγαπώ
η ελευθερία θέλει ψωμί
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα φιλί
Έλα μαζί μου σου λέω,
μη φωνάζεις τίποτα δεν έχεις λύσει
την αλήθεια δεν πρέπει να την γνωρίζουν όλοι!
όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δικό σου ψέμα
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις στο ψέμα
το αίμα, το αίμα, το αίμα
μα την αλήθεια δεν την ξέρεις
το αίμα, το αίμα
Κανείς δε θα μάθει την αλήθεια
το αίμα.
Αν πρέπει να γελάς απ τη χαρά σου
αν πρέπει να τρως απ τη λύπη σου
αν πρέπει να τρως το παραμύθι του λαού
το ψέμα, το ψέμα
πως η εξουσία είναι δικιά μας
επειδή κι εμείς είμαστε λαός
το ψέμα.
Κι επειδή αιώνες κύλισαν κάτω από τον ήλιο κι επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
και ακόμα οι άνθρωποι δεν αναγνώρισαν το δίκιο των φτωχών
κι επειδή ο φονιάς κρύβεται πάντα πίσω απ τα φυλλώματα, θέλω τώρα να σου πω να μην κάνεις πάλι αυτά που έκανες.
Δεν ωφελεί να φυλάγεις Θερμοπύλες γιατί έτσι που τη ζωή σου την κατάντησες σ αυτήν εδώ την πλάση, δεν αξίζει
να μεταναστεύεις απ το ένα μέρος στο άλλο, τρώγοντας την άσπρη σάρκα, αρπάζοντας.
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις έτσι!
όταν μπορούσα θα σε σκότωνα
κρύβοντας ακόμα και τον σαδισμό που τρέφω για σένα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
ένα σάπιο καράβι που ταξιδεύει.
Ιωλκός και παράξενο δράμα
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δράμα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
είσαι ένα γλυκό γουρούνι.
[Το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται
κι εσύ θέλεις το λευκό
φωνάζεις άμα δεν έχεις λύση
-όλα τα προβλήματα σου τα λύνω
εκτός απ το οικονομικό
το μαύρο δεν έχει πάτο, το χρώμα της ήττας είναι κόκκινο
έχασες ένα λιβάδι και δε θες να το καταλάβεις
οι Ρώσοι δεν ξεπέρασαν ποτέ τον εαυτό τους
οι Ιντιανς θα παρέμειναν Ιντιανς, το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται.]
Τι να την κάνεις την ελευθερία και τον ύμνο της;
να ξερες μονάχα πως πενθούν οι γύφτοι
πως γαμούν οι γύφτοι στο μαύρο σκοτάδι
στο σκοτάδι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι
επειδή το πρόσωπο της γυναίκας δε φαίνεται
το ασπράδι του ματιού έχει γυρίσει
-κανείς δεν ξέρει να πεθαίνει
κανείς δεν ξέρει το σκοτάδι, το σκοτάδι.
Να φωνάζεις δεν είναι άδικο κρυμμένος πίσω απ τις πέτρες, ταμπουρωμένος τη σιωπή των αμνών, επειδή τα πρόβατα δε μιλούν ποτέ ή βελάζουν, μα αυτή η α-κακία τους μοιάζει με τον ηλίθιο τρόπο που σκέπτεσαι ότι κατάκτησες τον πλανήτη γη σε λίγα δευτερόλεπτα υποκειμένου και κανείς απ αυτούς που έκαναν τα μεγαλύτερα λάθη δεν υπέκυψαν, ούτε ο Καίσαρ
-να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν  θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
[Ταξιδεύοντας ένα μεσημέρι
εκεί που οι θεοί δεν ακούουν
όπου υπάρχει μόνο η σκιά του δέντρου, το κελάρυσμα του νερού
στο κορμί μιας εξαίσιας γυναίκας- αυτός ο κόσμος χωρίς το σεξ θα ήτο ανούσιος
ταξιδεύοντας, λοιπόν, με τον αέρα
σχίζοντας όπως τα πουλιά τον αέρα
πουλώντας πάντα στους ανθρώπους αέρα
που αναπνέει ο Χο Τσι Μινγχ
βουλιάζοντας στην υπαίθρια θέληση του αέρα
ταξιδεύοντας ένα απόγευμα
έπρεπε να πούμε τη σκάφη-σκάφη και τα σύκα- σύκα.]
Αλλά ποτέ δε βρήκαμε το θάρρος να ομολογήσουμε πως
οι άνθρωποι του Μεσολογγίου ήταν γενναιότεροι των ανθρώπων.
Θα πρέπει να σου ομολογήσω πως αυτός ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι και ο καλύτερος
να πεθαίνεις γιατί δε σε ενδιαφέρει είναι αδύνατον
βάζω εδώ το θάρρος ανώτερο του παιδιού
ανώτερο της γλώσσας, ηθικότερο του γίγνεσθαι
ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι είναι άγνωστος!
απίστευτη λέξη!
Άγνωστος!
Είναι ένα πουλί τεθωρακισμένο
που πετά στη θάλασσα, σκοτώνει τα πουλιά
σκοτώνει την άμμο, τη γυναίκα που κοιτάζει το πέλαγος
τον άντρα
τον άντρα, τον άντρα, τον άντρα.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι ο καλύτερος
μισείς τον άντρα και θα πρεπε μόνο γι αυτό να σκοτωθείς
ο ανήρ είναι το υπέρτατο ον αυτού του κόσμου
που τον ενδιαφέρει πάντα γιατί πεθαίνει.
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Γιατί θα το έκανε εσύ
Είναι τόσο απλό μα δεν το ξέρεις! σε νοιάζει μονάχα το γάλα των παιδιών σου
όχι των άλλων Βισιγότθων! ααααα!
είσαι το βούρλο των βόρειων λιμνών, είσαι ο μοναχικός Ιουδαίος, ο τάρανδος του Νότου
γιατί σου τα λέω όλα αυτά;
Είναι για τι είμαι καλύτερος από σένα
Έχω τιμή, έχω δάκρυ.
Ανάμεσα από το πράσινο αυτό που στη γη θεωρούμε όταν θα έρθουν οι εξωγήινοι, λευκό,
όταν  κάποτε θα έρθουν, γιατί θα έρθουν
 το καλύτερο δείγμα ζωής
το σεξ είναι ίσως το αντίδοτο του!
Χωρίς έρωτα πάνω σ αυτή τη γη δε ζεις, χωρίς μαλακίαν φτωχός τω πνεύματι
άραγε ουτιδενός, μάταιος των γήινων κατέστης.
Έχω τιμή, έχω δάκρυ
Τιμιώτερος των ανθρώπων ο ανεξίθρησκος

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΡΑΞΙΤΕΛΗς



ΝΟΣΤΙΜΟ ΝΕΡΟ
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης απολύθηκε μια μέρα πριν πέσουν οι δίδυμοι πύργοι, χαρούμενος με το απολυτήριο στο χέρι, όχι για τους πύργους, δεν τον ένοιαζε και πολύ, αυτός δεν είχε και ούτε θ αποκτούσε ποτέ πύργους και μάλιστα δίδυμους. Αφού δεν υπάρχει κάτι καινούργιο κάτω απ τον ουρανό, γιατί ω γλυκειά μου μικρή, ο κοσμος να μην είναι χαρούμενος;
Μπαίνοντας στο τρένο της επιστροφής στην Αυλώνα, κάθισε μ ένα ωραίο χαμόγελο στο κουπέ κι άνοιξε το τελευταίο μήνυμα της Μαίρης,
I wait for  ever you, I  am very happy! έγραφε στο τέλος. Ήταν ευτυχισμένη η Μαίρη κι ο Πραξιτέλης χαμογέλασε πλατιά φέρνοντας την εικόνα της μπροστά του, τόσο που ο διπλανός του αναρωτήθηκε αν ήταν χαζός που γελούσε μόνος του. Αυτός τον κοίταξε ήρεμος, τόσο που ο άλλος άλλαξε διεύθυνση των ματιών του. Πιθανόν έβλεπε μια κατσαρίδα, ένα πρόσωπο που υπήρχε στο βάθος, πίσω απ τη δροσιά που έρχεται. Όχι. Στάσου. Είναι περίεργο αλλά έπρεπε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Ο διπλανός τελικά δεν ήταν χαζός, του μίλησε για τον αντιπυρινικό πόλεμο που διεξάγουν οι ΗΠΑ, για τον αντικοφορμισμό που δείχνουν οι Γάλλοι πολίτες και περνούσε η ώρα μαζί με το τρένο που τον έφερνε πίσω, ω! είναι ωραίο να γυρνάς από εκεί που δε σου άρεσε, να είσαι δημαδή φαντάρος.
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης ήταν ένας μέτριος άντρας, ούτε ψηλός μήτε κοντός με χαρακτηριστικά ήπιου χαρακτήρα, με όνειρα για τη ζωή, θα παντρευόταν με τη Μαίρη το είχαν αποφασίσει καιρό πριν γι αυτό και η μέρα που απολύθηκε έμοιαζε με το άγγιγμα μιας νεράιδας στον ώμο του. Ίσως αν έβαζε εκεί μια γάτα ή ένα γαλάζιο πουλί η ένα χελιδόνι και τον εαυτό του σε μια κορνίζα με πηλίχιο και παλάσκες να ταίριαζε πιο πολύ μ αυτόν που του χαμογελούσε ανόητα όταν κατέβηκαν στο τέλος της διαδρομής.
Έφτασε στο σπίτι του, οι γονείς του τον περίμεναν στην εξώθυρα καθώς και ο μεγάλος αδερφός του. Ήταν μια ωραία οικογένεια που δεν της έλλειπε τίποτε και σε λίγο κατέφτασε και η Μαίρη που έπεσε στην αγκαλιά του. [Έπεσε; Άγγιγμα χεριού αλλά γιατί έπεσε; Τι έπεσε χάμω και δεν το είδαμε;] Φορούσε ένα πανωφόρι στο χρώμα του σάπιου μήλου και φαινόταν σαν αστείο ζωάκι, η Μαίρη που την αγαπούσε τότε πιο πάνω από τον εαυτό του.
Η ζωή κυλούσε σαν ένα άσπρο λιθάρι, οι μέρες φώτιζαν και οι νύχτες που κοιμόταν με τη Μαίρη ατέλειωτες, η εργασία του στο μαγαζί κυνηγητικών όπλων που διατηρούσε η οικογένεια από πάππου προς πάππου, πήγαινε μια χαρά. Ρολόι. Ρολόι στον τοίχο. Κούκος. Κούκος, ώσπου εκείνο το απόγευμα που στεκόταν πίσω απ την κουρτίνα την είδε στην απέναντι ταράτσα να φοράει λευκά εσώρουχα και να μη νοιάζεται ποιος την έβλεπε. Η απόσταση απ τη μπαλκονόπορτα του μέχρι την ταράτσα της ήταν κοντινή, μια χάπα δρόμος με το μάτι κι αυτή η εικόνα τον σημάδεψε σαν κυνηγητικό όπλο που ήταν έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει.
-Να έρθω εκεί; Τη ρώτησε από απέναντι και η ηχώ της φωνής του ταξίδεψε μέσα της.
-Και δεν έρχεσαι; Απάντησε με το χαμόγελο του ξαφνικού έρωτα.
-Πως σε λένε; Τη ρώτησε από κοντά, πίσω απ τα κρεμασμένα σεντόνια, μέσα από τα λευκά της εσώρουχα.
-Αλίνα.
-Πραξιτέλης.
-Του Διομήδους; Ψιθύρισε στ αυτί του σαν αγέρας που περνά και χάνεται και μένει η ηχώ. Πάλι η ηχώ, μέχρι να χαθεί τελείως στο βάθος του διαδρόμου, στο βάθος του απέραστου, και τότε τι γίνεται;
Οι μεγάλες γλάστρες με τα περίφημα λουλούδια, μετακινήθηκαν, το ευρύχωρο, παλιό κλασικό σπίτι ανατρίχιασε, το σπίτι; Κάτω απ τις γλάστρες υπήρχε λίγο χώμα που έβγαινε από τις πήλινες τρύπες, μαζί με λίγη υγρασία, όπως αυτή που κυλούσε στα ιδρωμένα κορμιά τους.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησε μετά από πολλές νύχτες.
-Είμαι αντιπρόσωπος σε μια εταιρία καλλυντικών, είπε με σημασία. Αντιπρόσωπος στην επαρχία. Ταξιδεύω πολύ. Σε νοιάζει;
-Και βγάζεις πολλά; Τόσα πολλά απ αυτή τη δουλειά; Κι έδειξε τον περίφημο πλούτο του σπιτιού.
-Πολλά. Πάρα πολλά, έκανε με στόμφο. Είμαι πλούσια. Δε θέλω να πεθάνω φτωχή.
-Σ αρέσουν τα πλούτη;
Η μεγάλη ζωή;
-Ναι.
Εσύ; Τι κάνεις; εννοώ στην τωρινή σου ζωή…φαντάζομαι να μη σου αρέσουν τα πλούτη!
-Όχι… αλλά ναι…ξέρεις, ετοιμάζομαι να παντρευτώ!
- Η μέλλουσα το ξέρει για μας;
-Όχι! έκανε εμβρόντητος.
-Ε, τότε να της το πεις. Φεύγω αύριο για τον Βόλο, όταν θα επιστρέψω, σε μια βδομάδα, θέλω να το ξέρει.
Κι έφυγε.
Φαινομενικά ήσυχος κόσμος, πίσω απ το παράθυρο τον παρακολουθούσε ο πατέρας του, με βλοσυρό ύφος, όπως συμβαίνει σ αυτές τις περιπτώσεις αλλά δεν του είπε τίποτε ακόμη. Ακόμη. Μια δύσκολη λέξη γιατί χρειάζεται υπομονή, γιατί χρειάζεται να συμμαζέψεις το μυαλό σου για το τι θα πεις.
-Αυτή την ιστορία θέλω να τη σταματήσεις, του είπε τελικά. Δεν αρμόζει στο ήθος της οικογένειας μας. Τι είναι αυτά;
Σε λίγο ετοιμάζεσαι να παντρευτείς, ξέχασε τις περιπέτειες.
Αμήχανος δεν ήξερε τι να του απαντήσει, τον ενοχλούσε που κάποιος έμπαινε στις υποθέσεις του, έστω κι αν αυτός ήταν ο πατέρας του, ακόμα χειρότερα. Τι να του λεγε; Πως δε θα παντρευόταν τη Μαίρη; Το άφησε για μετά. Για μετά που κύλισε ο χρόνος, ξαναήρθε η ηχώ, το Φθινόπωρο σκούριασε τον κόσμο, η Αλίνα πηγαινοερχόταν στις επαρχίες φορτωμένη με χρήμα, η Μαίρη επέμενε πως έπρεπε να ορίσουν την ημερομηνία του γάμου κι αυτός πήρε την απόφαση μια μέρα, μέρα ήταν ή νύχτα; να παρακολουθήσει την Αλίνα σε ένα ταξίδι στην επαρχία. Κάτι του λεγε πως αυτός ο κόσμος ήταν ψεύτικος. Γυάλινος. Τσακισμένος σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια που χρειαζόταν να επανασυνδεθούν.
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης ένα χρόνο μετά την απόλυση του χρειάστηκε να εφαρμόσει ορισμένα από τα κόλπα που είχε μάθει στο στρατό. Μεταμφιέστηκε, φόρεσε μουστάκι, έβαλε μια κόκκινη, φθαρμένη χλαίνη, έδεσε βαριές αλυσίδες στις μπότες, έγινε αγνώριστος. Ποιος νοιάζεται για μια τέτοια φυσιογνωμία; Κανείς.
Έφτασε στη Θεσσαλονίκη, παρκάρισε απέναντι από την Ελίνα, στο σκοτεινό μέρος του εγκεφάλου της, έξυσε τη μνήμη του να θυμηθεί τι έκανε και γιατί, έξω από το μεγάλο σούπερ μάρκετ.
Η Ελίνα βγήκε από το μικροσκοπικό σμαρτ, φορώντας μια κάλτσα στο πρόσωπο της. Όρμησε στο σούπερ μάρκετ, έβαλε το όπλο στη μούρη του ταμία, γέμισε τη νάιλον τσάντα με χρήματα και βγήκε ταχύτατα, ενώ οι σειρήνες ούρλιαζαν, τα φρένα στρίγγλιζαν, ο κόσμος έχασκε, ληστεία, είπαν έγινε, όμως η Αλίνα έγινε καπνός, πίσω από τον κόσμο, πίσω από μια άλλη πραγματικότητα, ενώ ο Πραξιτέλης δοκίμασε να την ακολουθήσει αλλά δεν την πρόλαβε.
Μια προστατευτική ησυχία που δεν την περίμεναν είχε απλωθεί στο σαλόνι, στο σπίτι της Βερνάντας Άλμπα, ή το σπίτι της Αλίνας ώσπου άνοιξε την τηλεόραση ν ακούσουν τις ειδήσεις.
-Μ αγαπάς; Του φώναξε σαν δυναμίτης.
-Πιο πολύ απ τα άστρα! Της απάντησε παρακολουθώντας το τιγρίσιο γυμνό της σώμα.
-Άφαντη παραμένει ακόμα η γυναίκα που κάνει τις ληστείες στα σούπερ μάρκετ, έλεγε ο εκφωνητής. Η αστυνομία δεν έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια και έχει βάσιμες ελπίδες πως σε μια από τις επόμενες επελάσεις της θα την συλλάβει.
-Εσύ τις λες γι αυτές τις ληστείες;
Θα την πιάσουν λες αυτή; Έχει κάνει δέκα-δεκαπέντε ληστείες… είπε αινιγματικά κοιτάζοντας ευθεία τον τοίχο του αμφιβληστροειδούς της.
-Α, δε με ενδιαφέρουν αυτές οι ειδήσεις, δεν ασχολούμαι, κοιτάζω τον κόσμο μου. Νομίζω πως είναι δεκαεπτά, είπε παγερά.
-Πάντως πρέπει να είναι πολύ θαραλέα αυτή η γυναίκα, έκανε με θαυμασμό ο Πραξιτέλης.
-Αυτός ο κόσμος θέλει άλλαγμα καλέ μου. Γιατί να υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι; Όλα αυτά δε θα γινόταν αν είχαμε ισονομία. Η ισονομία ου ποιεί πόλεμον, ποιος το είπε αυτό; Και σκάλιζε την τσάντα της, να βρει τον αναπτήρα, να βρει ένα έγχορδο μουσικό όργανο, να ανακαλύψει τη μουσική των φαντασμάτων, να βρει κάτι τέλος πάντων που θα άλλαζε αυτόν τον κόσμο, ίσως τη λίμα της να ξύσει μια παρανυχίδα. Μια καθαρή αναπνοή, ένα ίσως κέρινο ομοίωμα της πραγματικότητας.
-Ναι, αλλά εγώ προστατεύω έναν κόσμο όπως είναι!
-Δικαίωμα σου. Είμαστε αντίθετοι!
-Ναι, αλλά μοιάζουμε κιόλας.
-Πάμε έξω; ρώτησε αργά, θλιμμένα.
-Τι έπαθες; Γιατί αυτή η θλίψη ξαφνικά;
-Πάμε σε παρακαλώ, έχω ανάγκη μιας άλλης ανάσας. Κι έκλεισε την τηλεόραση.
Βγήκαν έξω. Ο κόσμος είναι το έξω. Και το μέσα. Κάθισαν σε κάποιο μπαρ, η ανάσα δεν άλλαζε, ο κόσμος ήταν ίδιος. Νέοι με αλογοουρές, γυναίκες με κοτσίδες, παλιόγεροι που ζήλευαν τους νέους και κάτω απ το τραπέζι έπαιζε μια γάτα, που βρέθηκε εκεί; δίπλα στο χυμένο ποτό, που είχε χυθεί απρόβλεπτα από το ποτήρι της Αλίνας;
-Στην υγειά σου! Φώναξε δυνατά να την ακούσουν όλοι.
-Στην υγειά σου! συνοφρυώθηκε ο Πραξιτέλης.
-Το είπες στη μέλλουσα για μας;
-Τρελή είσαι;
-Όχι αλλά πάω να γίνω. Διάλεξε, ή εμένα ή εκείνη.
-Μαχαίρι στο μηρό ε; Εσένα. Αλλά τα ξέρω όλα!
-Ω! πόσο σ αγαπώ! Είμαι πολύ καλά! Όλα; συνέχισε με αγωνία.
-Ναι, όλα. Σε παρακολούθησα τη Θεσσαλονίκη, αν και το ήξερα από πριν. Ξέρω το πριν και το παρόν.
-Πως το ήξερες; Και τώρα τι θα κάνεις;
-Θα καταθέσω στην Αστυνομία.
Μια θήκη άνοιξε και έκλεισε μια άλλη. Ο στρατιώτης Πραξιτέλης είχε αποφασίσει. Είχε αποφασίσει μιαν αυτοδικία. Μια προδοσία. Ήξερε ένα θανάσιμο μυστικό, η γυναίκα που αγαπούσε ήταν μια λησταρχίνα κι αυτός ένας νομοταγής πολίτης. Νόμος και πράξη. Λόγος και αντίλογος, κοχύλια και σαλιγκάρια πίσω από τη λύπη αλλά δεν του άρμοζε, όπως του τόνιζε συνέχεια ο πατέρας του, η μάνα του και ο αδερφός του. Ω! αυτά τα αδέρφια! Σου παίρνουν την τανάλια από τα χέρια, σκουπίζουν την επανάληψη, μια καθώς πρέπει ζωής, λες και αυτοί την είχαν.
 Αλλά και του ίδιου δεν του άρμοζε να παντρευτεί τη Μαίρη. Τον έτσουζε το μάτι, είχε κοκκινίσει σαν τριαντάφυλλο όταν
συναντήθηκε για τελευταία φορά μαζί της και είπε πως ο γάμος τους ήταν ένα γλυκό όνειρο. Αλίμονο! Υπάρχουν κι άλλοι άντρες για σένα, εγώ θα ζήσω στη μοναξιά μου, προσποιήθηκε. Κι έφυγε για πάντα από τη ζωή της. Αυτής που θα τον περίμενε
for ever, όπως έγραφε σε εκείνο το τελευταίο μήνυμα της.

Πίσω από τα κάγκελα ο κόσμος μεγαλώνει. Η Αλίνα σκέφτηκε πως είχε άδικο να κλέβει τους πλούσιους. Η υποψία πως το παλιό, γλυκό τραγούδι, η μελωδία της ευτυχίας, χρόνια μετά που το νερό κύλησε νόστιμο, ο ένας έξω κι ο άλλος μέσα, μέσα η Αλίνα, απ έξω ο στρατιώτης Πραξιτέλης, ώσπου ένα χτυποκάρδι, ένα μπαλόνι, που είναι δύσκολο να κρίνεις αλλά για να έχει ένα ωραίο
happy ent ent αυτή η ιστορία, δέκα χρόνια μετά, την περίμενε στην έξοδο των φυλακών.
Τι ωραία εικόνα!
ΤΕΛΟΣ

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ




Ο Λόρκα δεν ήταν ένα μικρό παιδί, ήταν ολόκληρος άντρας δεκαοχτώ χρονών. Η Έλντα Φέργκιουσον είχε έρθει από τη Νότια  Καλιφόρνια του 1964. Ο Λόρκα υπολόγισε τα χρόνια που πέρασαν μέχρι το 2015 και τα βρήκε λειψά. Πάντα του έλλειπε ο χρόνος, ποτέ δεν τα προλάβαινε όλα.  Ωστόσο
το γράμμα το έλεγε ρητά: I living Sunday morning and I don t go buck.
Το βράδυ ήταν δυσκίνητο καθώς αργοπήγαινε το μαύρο γύρω από το πρόσωπο της. Ένα πρόσωπο λείο με φακίδες στα Αμερικάνικα μάγουλα της. Το λινό φόρεμα κάλυπτε ελάχιστα τα λιγνά πόδια της που έδειχναν την καταγωγή της. Το χρώμα με τα πουά αχνοπράσινα στο λευκό, οι υπερβολικά ψιλοτάκουνες μπότες, τίποτε δεν ήταν άσχετο πάνω σ αυτό το αρχέτυπο μοντέλο. Το γέλιο της ίδιο με την απέραντη έρημο της Καλιφόρνια όπου είχε γεννηθεί πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Τόσο ήταν τώρα η Έλντα Φέργκιουσον απόγονος της βαθύπλουτης οικογένειας από τους περασμένους αιώνες, από τρίτες γενεές που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος δεν είναι νεόπλουτος, άρα βλάχος. Άρα αμόρφωτος, χωριάτης.
Η βραδιά κυλούσε ανόητα κι αν δεν ήταν ο Λόρκα που όλο την κοίταζε σχεδόν αποσβολωμένος πίνοντας μια μαύρη βότκα του προπερασμένου αιώνα, θα είχε φύγει. Βέβαια κάτι της έλεγε αυτό το χαμόγελο αλλά δεν ήξερε ούτε τα όνομα του. Ποιος να ήταν αυτός;  είχε σημασία τα όνομα του; είχε σημασία αν περνούσε ένα από τα τελευταία βράδια της στην Ελλάδα με έναν ακόμα εραστή; Η Έλντα δεν ήταν αγνή ούτε είχε φορέσει ποτέ ζώνη αγνότητας-αλήθεια φορούσαν κάποτε οι γυναίκες τέτοιο πράγμα;  Γέλασε που το σκέφτηκε αν και θα προτιμούσε κάποια φορά να το δοκιμάσει! Έριξε ένα ακόμα περίτεχνο χαμόγελο στον Λόρκα που έλιωνε στον ιδρώτα. Φαινόταν και ήταν άμαθος, αμούστακος γαρ ακόμα στο παιχνίδι αυτό και πόσο μάλλον της ακολασίας που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια της.  Ύστερα όμως το πρόσωπο της γινόταν άδειο, δεν μπορούσες να γράψεις κάτι πάνω της. Άφηνε την ελεύθερη έκφραση παρθένας να κυλιέται στο πάτωμα, άφηνε τα χείλη να σαλεύουν σε ρυθμούς αλλά και στο πρόσωπο του άλλου το θράσος σαν δώρο της φύσης έμοιαζε να κυριαρχεί πάνω στη ζωώδη φύση του μεγαλύτερου ελιξίριου πάνω στην ανθρώπινη μοίρα που ήταν το ερωτικό συνένωμα.
Βρωμοιστορία. Όμως έπρεπε. Έπρεπε ή να φύγει τώρα γιατί και των άλλων τα μάτια, γύρω του λαμπύριζαν ίδια κι ακόμα χειρότερα από τα δικά του. Αντί αυτού πήγε κοντά της και την ακούμπησε ελαφρά στο αφράτο χέρι της. Η Έλντα ανατρίχιασε όπως συμβαίνει αυτές τις ώρες και τις στιγμές. Γύρισε χώνοντας τα μάτια της στα δικά του, είδε την επανάσταση γεμάτη οίκτο, αν και δεν την ενοχλούσε καθόλου αυτό. Εκείνο το αγόρι όφειλε να είναι επαναστάτης, αυτή όχι. Απόγονος των Φέργκιουσον έπρεπε να βλέπει τον κόσμο από υψηλά με κάποια υπεροψία που την είχε.
Την είχε; Αναρωτήθηκε και ο Λόρκα προσπαθώντας να δει τον βολβό του ματιού της, πίσω από τον φράχτη των τσίνορων, ανάμεσα από ένα υγρό μήτρας που κύλισε σαν ποταμός κι αργά ανέβαινε από τα πόδια στο στήθος της που φούσκωνε όπως της Μέριλιν Μονρόε στους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Δε μίλησαν στην αρχή, ούτε κι αργότερα μιλούσαν πολύ. Απλά γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλον γεμάτοι οίκτο για όσα συνέβαιναν. Γιατί οίκτο; Αναρωτήθηκε ο Λόρκα. Γιατί ο οίκτος είναι συναίσθημα ανωτέρων όντων επιβεβαίωσε η Έλντα κάνοντας τη νεανική κόμη της να τρέμει.
-Πάμε στο σκοτάδι; Της ψιθύρισε όταν τα πράγματα φαίνονταν πως δυσκόλευαν.
-Πάμε! φώναξε δυνατά αυτή και οι άλλοι απόρεσαν.
Βγήκαν σαν σκιές και χάθηκαν στο σκοτάδι. Κανείς δεν τους ακολούθησε κι όμως όλοι ήξεραν τι έκαναν όλη τη νύχτα. Δεν είναι παράξενο που μας αρέσουν οι ακολασίες και των άλλων; Αγόρι μου καλά έκανες και με πήρες μαζί σου. Καλά έκανες και ήρθες απόψε μαζί μου. Έχεις ακόμα μια ώρα ζωής, μπορεί να ναι η τελευταία σου.
Ο Λόρκα δεν πίστευε σε τόση ευτυχία. Ή δεν πίστευε ποτέ σε τέτοιες ευτυχίες και δεν του άρεσαν οι μαντεύοντες τα μέλλοντα. Ήταν πιο πραγματιστής αλλά γιατί του είπε πως είχε ακόμα μια ώρα ζωής; Αυτός ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών ...
Η Έλντα Φέργκιουσον προσευχήθηκε γυμνή πλάι στο χαϊδευτικό χέρι του Λόρκα. Ύστερα σηκώθηκε και χόρεψε στο σκοτάδι αν και αυτός ήθελε το φως εκείνη το αρνήθηκε, δεν έχω ωραίο σώμα, του δικαιολογήθηκε κι αυτός απόρεσε με την υποχόνδρια σκέψη της. Αυτή δεν είχε ωραίο σώμα; Τότε ποιος είχε; Στο μυαλό του όμως κυριάρχησαν και οι φιγούρες των άλλων. Ήταν απειλητικές μάσκες αλλά ο Λόρκα δε φοβόταν όσοι κι αν έρχονταν αρκεί να υπερασπιζόταν την ΄Ελντα κι αυτή εκείνον.
-Μπορώ να πεθάνω για σένα, της είπε.
-Δε χρειάζεται να πεθάνεις! Να ζήσεις πρέπει! φώναξε αυτή.
Το τελευταίο βράδυ του Καλοκαιριού περνούσε  ανάμεσα από την παλάμη της σαν ένα φύλλο. Πράσινο φύλλο γεμάτο ζωή και φόρεσε το μεσοφόρι της. Τα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη και σηκώθηκε κι αυτός ολόγυμνος. Η Έλντα τον θαύμασε. Που ήταν γυμνός και δε ντρεπόταν. Ούτε αυτός ούτε εκείνη που τον έβλεπε.
Ύστερα αφού ντύθηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι βρέθηκαν στο υπόγειο. Μακριοί διάδρομοι, άσπροι σοβάδες, χάμω το μωσαϊκό, ατέλειωτοι δρόμοι. Στο βάθος εκείνοι οι άνθρωποι με τις απειλητικές μάσκες για πρόσωπα, ένας-δυο, τρεις εμφανίστηκαν από το πουθενά. Κανείς δεν εμφανίζεται από το πουθενά. Κάπου πρέπει να υπάρχεις για εμφανιστείς μετά από τον οίκτο. Μην κοιμάστε! Καμιά πόρτα δεν άνοιξε αν και υπήρχαν πολλές όπου έμεναν διάφοροι άνθρωποι, να κοιτάξουν να δουν αν υπάρχει ένα ακόμα δράμα έξω από την πόρτα τους. Ο καθένας έχει ένα διαφορετικό τρόπο ν αντιμετωπίζει τη ζωή. Τη ζωή και τον θάνατο. Μπορεί όμως να ήταν μόνο η ζωή, γιατί δεν υποψιάζεσαι στα δεκαοχτώ σου να πεθάνεις.
Μια συγχορδία ύποπτης μουσικής που ξετίναξε ο χορδιστής, μερικές λέξεις που ξέφυγαν του ομιλητή, ένα όνειρο και οι πιο χαμηλές νότες, ακούστηκαν θλιβερές. Από κάπου έσταζε νερό στην πλάτη της Έλντας που γύρισε να τον κοιτάξει δίχως απορία. Δίχως έλεος. Το νερό κύλισε και στων άλλων τα πρόσωπα. Νερό μαύρο, κατάμαυρο λες και δεν ήταν νερό. Ο πρώτος από τους άλλους έφτασε κοντά στο πρόσωπο του Λόρκα. Δε φαινόταν να κρατάει τίποτε ή το είχε κρυμμένο. Οι άλλοι πίσω φώναξαν κάτι σαν ένοχος, αυτός ούτε που συλλογίστηκε πως το είπαν γι αυτόν. Εξ άλλου ούτε η Έλντα ούρλιαξε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια υπαιτιότητα για να συμβούν αυτά και να δικαιολογήσουν την πράξη έλα όμως που οι πράξεις των ανθρώπων δεν αιτιολογούνται πάντα.! Ανάμεσα από εκτυφλωτικό φως και σκοτάδι, πηχτό αίμα και ανοησία έχασε το δικό του φως.
Έφερε στα δάχτυλα του το κιτρινισμένο απ τον καιρό χαρτί. Ψαχούλεψε το μέσα του κι άκουσε την Έλντα να διαβάζει τα γραφόμενα της: I living Sunday morning and I'l don t go buck. How Can you  love mi. Ο Λόρκα υπολόγισε μετά από πενήντα ένα χρόνια τον οίκτο. Τον οίκτο και μια απορία γιατί τον ρωτούσε πως μπόρεσε και την αγάπησε αφού εκείνη θα έφευγε.Τον οίκτο και το σκοτάδι που τον έπνιξε από εκείνο το βράδυ που για χάρη της Έλντα Φέργκιουσον έχασε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον οίκτο κουκουλωμένος μέχρι πάνω τον χαλκό, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν την ξαναείδε, φάτσα με τον παράξενο θαυματοποιό, συντροφιά με το αιώνιο σκοτάδι, συντροφιά με τις απαίσιες μάσκες των προσώπων στον μακρινό διάδρομο της λήθη.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ.



Όμορφη Άνοιξη
Πράσινο, κίτρινο, κόκκινο
Χωνόμασταν τότε και υπήρχαμε
σα ζωύφια μες τα γαλάζια σπαρτά
που θρόιζαν τα γυναίκεια φουστάνια
τα ανοιχτά πουκάμισα των αντρών
λευκά.
Τι ωραία!
Στον κάμπο το αέρι κινούσε τις λεύκες
ένας σκύλος παιχνίδιζε πάντα στα πόδια μας
Χαμένο το μυαλό και το μάτι στο γαλάζιο στάχυ,
λίγο παράξενο μπλε, πιο πολύ προς το ραφ-ραφ ήταν και ο σκύλος μας.
 Χανόμασταν τότε και υπήρχαμε
νεανίες του Δυτικού Βορρά
με ξυπόλυτα πόδια, κρυμμένους πόθους
Αλλά τι ωραία μάτια!
Τα κεράσια κρέμονταν άγουρα στα χείλη των κοριτσιών
με ακμή στις ροζ παρειές
στων άγουρων γυναικών τα χείλη
αμέτρητα βερίκοκα και ζουμπούλια άσπρα
τι άσπρα καλέ μου!
[τόσο άσπρο δέρμα δεν είχα δει ποτέ άλλοτε]
όπως και τόση παρουσία λιγνού αισθήματος
Τι ωραία!
Στο στήθος των αντρών με τα λευκά πουκάμισα, στο έφηβο στέρνο,
μια φωνή στο δάσο, ένα τραγούδι μύριζε τόσο σπουδαία
όπως το στήθος της Τασίας, σαν το τριαντάφυλλο της Γιαννούλας.

[ποιηματα κ. πλιάτσικα]


ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...