Τέλος πάντων. Ας δεχτούμε πως και ο καθένας φταίει για την ηλιθιότητα των άλλων.
.πρόβλεψα το τέλος των θρησκειών στη δική μου γενιά αλλά μάλλον έπεσα έξω.
Τέλος πάντων. Ας δεχτούμε πως και ο καθένας φταίει για την ηλιθιότητα των άλλων.
.πρόβλεψα το τέλος των θρησκειών στη δική μου γενιά αλλά μάλλον έπεσα έξω.
Πήγα μια βόλτα. Όχι μακρινή, μέχρι το Θησείο. Κάθισα σε ένα παγκάκι, εκεί στο παζάρι, λιγόπρωο ήταν ακόμα, κάθισα να χαζεύω. Ενα πανηγύρι άρχισε να κλώθεται, γύρω μου κι έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους, όλων των ηλικιών να συνωστίζονται, να κάνουν αστεία μεταξύ τους, να τσακώνονται ποιος θα πάρει το καλύτερο πόστο στην αγορά. Άνθρωποι απ όλον τον κόσμο, παγκοσμιοποίση, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή με κέντρισαν πεντε-έξι τύποι, που έστησαν ένα χαροκούτι κι άρχισαν να παίζουν τον παππά. Το γνωστό παιχνίδι. Εδώ παππάς, εκεί παππάς, που΄ναι ο παππάς. Τα χαρτιά έπαιζε μια χοντρή τεραστίων διαστάσεων. Έλα βάλε πενήντα, κάτω εσύ, πάνω εσύ, έλα πάρε, κι εδιναν το πενηντάρικο ο ένας στον άλλον, οι αβανταδόροι μεταξύ τους, περιμένοντας το θύμα. Σε λίγο ο ενας τσιλιαδόρος που ηταν μπροστα μου έδωσε σύρμα. Ως δια μαγείας διαλύθηκαν όλοι, όλα έγιναν καπνός, το χαρτοκούτι έφαγε μια κλωτσιά, τα χαρτιά κρυφτηκαν στην ρόδα ενος αυτοκινήτου, οι αβανταδόροι βόλταραν αδιάφορα και είχε μια πλάκα να τους βλέπεις, σαν στην οθόνη ενος κινηματογράφου, τα πάντα γινόταν στην εντέλεια. Ένα μάθημα που το είχαν μάθει χρόνια. Μόλις έφυγε η Αστυνομία, το σκηνικό επαναλήφτηκε, εδω παππάς, εκεί παππάς, περιμένοντας το θύμα που κάποτε έσκασε μύτη και ήταν ένας μουγγός κακομοίρης, που του πήραν σχεδόν μαγικά διακόσια ευρώ, που να καταλάβει ο κακομοίρης, δεν μπορούσε και να μιλήσει, να διαμαρτυρηθεί και οι παπατζήδες εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας όπως δια μαγείας είχαν εμφανιστεί. Αυτή είναι η Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα, ένα ατέλειωτο παπαδιλίκι, εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι παππάς;
Κατάλαβα πως η ζωή είναι πολύ σκληρή και αδιαπραγμάτευτη σ αυτά που ορίζει. Δώδεκα με δεκατρία σου λέει πως θα μεγαλώσει το πέος, και μεγαλώνει χωρίς να σε ρωτήσει κανείς αν θέλεις ή δε θέλεις να γίνει αυτό. Ξαφνικά βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την ηδονή, όχι πως δεν σε είχε προειδοποιήσει αλλά δεν το περίμενες έτσι. Μικρό, μεγάλο, ευαίσθητο, αιχμηρό αντικείμενο, σάρκα ιδιότροπη για τον καθένα
Τελικά, σκέφτομαι γιατί να μου αρέσει αυτός ο παράλογος κόσμος που ζούμε. Ακόμα γιατί, αφού είναι τόσο σκατένιος να μη θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε; ίσως επειδή είμαι ακόμα ζωντανός κι αυτό με κάνει άτρομο. Ίσως επειδή ξέρουμε πως δε θα ξαναυπάρξουμε ποτέ εδώ. Ίσως.
κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Τα τσιγάρα, τα ποτά, οι αγάπες, τα ψέμματα και οι αλήθειες. Τα λεφτά. Την ώρα που τα έχεις ανάγκη σου λείπουν Μυστήριο πράγμα με μας. Λες και είναι τρύπιες οι παλάμες μας.
ΣΚΟΤΕΙΝΌ ΦΙΛΊ
Ζωή δίχως κίνητρο πως να τη ζήσεις;
μαρτυρώντας ψεύτικα λόγια;
η τέχνη δε με σώζει, η γνώση,
οι λέξεις έχουν κάποια εύνοια
πηγαίνω προς μια ολοσχερή καταδίκη
αλλά για να μη φοβίζεις τους γύρω σου
λες πως είσαι αισιόδοξος
[για να μη γίνεσαι γελοιοδέστατος
των καταστάσεων]
Ζωή χωρίς αξίες πως να τη ζήσεις;
Δίχως ντροπή έχτισαν γύρω μου τείχη
κάτι μου θυμίζει αυτό ποιητή
το σκοτεινό φιλί μιας μάταιας Αλεξάνδρειας
πρέπει να πω τα πράγματα με τ όνομα τους;
Τα όρια της τέχνης
Κάποιοι πλούσιοι βάζουνε σύνορα
-μπορεί να έχουν δίκιο, δικό τους το χωράφι γη
-δε λες τίποτε σπουδαίο τα είπαν άλλοι
και τους έκαψαν στην πυρά
φοβάσαι όμως να κλάψεις μη σε πουν δειλό οι αφέντες
το σκοτεινό φιλί μιας ανόητης παράστασης
είναι η ζωή σου ποιητή
κότινος που δεν σου αξίζει γι αυτό
βγες έξω! να μην υπάρχεις στη συνωμοσία τους
Αυτός ο κόσμος είναι δικός τους
μαχαίρι και φωτιά σε μια λέξη: ελευθερία!
Κανένας φτωχός δε θα επιβιώσει
τα μέτρα ενός κόσμου μεθυσμένου
Αυτός είναι ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας
Κι αυτό κάτι μου θυμίζει ποιητή του Νόμπελ
πικρά κλαίει ο Ρωμιός την βλάσφημη ιστορία του
Σκαρίμπα το θείο τραγί
πως να μην κλάψεις για έναν λαό τόσο χαμένο;
Λαός είναι όλοι οι άνθρωποι της γης
μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, ιντιανς
μα δεν αρκεί γιατί αφέντες είναι οι λευκοί
ζωή χωρίς ιδανικά πως να τη ζήσεις;
σκοτεινό φιλί.
Όλα είναι μύθος-τίποτε πραγματικό, πόσο μάλλον η ελπίδα της Πανδώρας. Ώσπου να τελειώσει ο πίνακας και να γερνάει εγώ θα ξανανιώνω, θα γίνομαι πάλι παιδί.
Ένα μεγάλο έργο στηρίζεται σ ένα Επίσης μεγάλο ψέμα: πως υπάρχει κάτι γελοίο στα συναισθήματα των ανθρώπων που έχουμε σταματήσει ν αγαπούμε .. η φράση από το ερχόμενο-επόμενο μυθιστόρημα μου.
ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
Κάποιος
μου είχε κλέψει το πουκάμισο,
την ώρα
που εγώ πήγα στην τουαλέτα κι
άφησα τη
μπύρα μόνη της να καθιζάνει
τον αφρό
της, μπύρα χωρίς αφρό δεν
πίνεται, που
λέει κι ο ξανθός, ο ωραίος
άντρας δίπλα
μου, αέρα!
αέρα να φύγει
η χολέρα,
του απαντάει, μια άσχημη μύτη
ο φίλος
του, κάπου μεταξύ Ναβαρίνου και
Ζωοδόχου
Πηγής αλλά το πουκάμισο μου
είχε κάνει
φτερά, ποιος χρειαζόταν ένα λευκό
πουκάμισο, εκτός από μένα που τώρα ήμουν
γυμνός και σκεφτόμουν αν θα ζήσουμε μια
ευτυχισμένη ζωή ή
θ
αφήσουμε αυτόν εδώ
τον κόσμο, το ίδιο
ανόητο
και κακό, όπως
τον είχαμε βρει όταν
ήρθαμε-αυτό
το λέει
ο Βολταίρος, που μεταξύ μας δεν
τον είχα και
σε πολύ εκτίμηση πριν απ
αυτό- και γιατί να
ζήσουμε, αφού η ζωή
στο μεγαλύτερο της μέρος είναι γεμάτη
βάσανα και
πόνους κι εγώ συνέχιζα να
είμαι γυμνός απ τη μέση και πάνω, καλά
που
δεν μου πήραν και το παντελόνι,
ξανασκέφτηκα σφίγγοντας την ζώνη μου,
ενώ όλο το μαγαζί με κοίταζε περίεργα,
οι γυναίκες θαύμαζαν τους ωραίους
μου
κοιλιακούς, όλα είναι ωραία επάνω μου
και πιο ωραίος ο πούτσος μου,
έτσι μου
είπε η Φώφη, η πουτάνα που πήδαγα χτες,
έχεις
τον πιο ωραίο
πούτσο που έχω δει
ποτέ μου κι εγώ καμάρωνα, γιατί σκεφτόμουν
πως τ
ο λεγε η Φώφη που είχε δει τις
ψολές όλου του κόσμου και αγαλλίασα
ψάχνοντας τους γύρω μου να δω, ποιος
φορούσε το λευκό μου πουκάμισο.
Κανείς.
Κανείς δεν φορούσε ένα άσπρο, λευκό
πουκάμισο που το είχα
φορέσει επίτηδες
για να ξεχωρίζω απ το πλήθος στην πορεία
διαμαρτυρίας
και όπως γύριζα το βλέμμα
μου, ανακάλυψα μια γάτα κουλουριασμένη
κι
αδιάφορη στην ψάθινη καρέκλα, να
γουργουρίζει, χωρίς να την νοιάζουν
οι
φωνές αγανάχτησης, οι φωνές των
αγανακτισμένων πολιτών, δεν το
πήρα
εγώ, λέει ο άλλος με το μούσι και την
μύτη, εγώ γαμούσα εκείνη την
ώρα, όταν
αυτός έβγαινε από την τουαλέτα και
δίπλα, τρώγανε νερωμένες
φρυγανιές κάτι
γέροι χωρίς δόντια και πίνω μια γουλιά
μπύρα χωρίς αφρό,
σκατά είναι, αλήθεια
δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα,
ακόμα και η
ευδαιμονολογία
του Σοπεγχάουερ,
που επιμένει πως, η ατομικότητα του
ανθρώπου, του έχει ορίσει απο πριν ως
ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να
φτάσει
αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή
οι περισσότεροι αρκούνται σε
μια μέτρια
ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες
απολαύσεις και χυδαίες
διασκεδάσεις,
σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το
τελευταίο μου
τσιγάρο, λέω και ξαναλέω
και τουλάχιστον ν ανακάλυπτα ποιος
πούστης
μου πήρε το λευκό μου πουκάμισο,
κανείς δεν ομολογεί, ενώ
ο ντιτζέι παίζει
το πουκάμισο το θαλασσί,
με την εξαίσια φωνή της Μαρινέλλας,
καθώς
ο ωραίος ξανθός, λέει στον φίλο
του, πιες τη ρε μαλάκα, Καλοκαίρι είναι,
η ζωή θέλει
ξεκούραση και ξεκούρασμα απ την κούραση,
βράδυ μετά την
εκδήλωση των αγανακτισμένων
πολιτών, γαμίσι, ιδρώτας, η ξανθειά
απέναντι,
καυλωμένη, μουσκεμένη, φιλάει
τον καραφλό εραστή της χωρις να την
νοιάζει
που την βλέπουμε, ποιος την
γαμάει μωρέ, συνεχίζει η μύτη, χύσια,
χύσια,
χύσια, άμα την έχεις στο σπίτι
την ξεσκίζεις, επειδή δεν σου φτάνει ο
κόσμος,
ο κόσμος είναι τρελός αλλά θέλεις
να γίνεις και συ λίγο μαλάκας, να μιλήσεις
στο κινητό, όπως μιλάνε όλοι, λένε για
το άσπρο μου πουκάμισο, που το πήρε
ο
αέρας και το ριξε να κρέμεται σε ένα
τεντωμένο σχοινί, ναι, το είδα κι
έτρεξα
με λαχτάρα να το βουτήξω, να βρω επιτέλους
την χαμένη ευτυχία
του Σοπενχάουερ αλλά
μια μαύρη μούρη ή εικόνα, ή κάτι τέτοιο,
μια άλλη
πουριτανή με μεγάλη κλειτορίδα,
ανοργασμική, παίδευε το μυαλό μου, όταν
γύρισα ξανά στο τραπέζι μου, φόρεσα το
πουκάμισο, μ ένα χαμόγελο
υπεροχής,
άδειασα την μπύρα στο ποτήρι να κολυμπάει
στον αφρό της, ενώ ο ωραίος
ξανθός, έλεγε
στον διπλανό του με την μύτη, είσαι
για τον, η επανάσταση
δεν έχει αρχίσει
ακόμα.
Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι [συνειδητοποιείς], με το που γεννιέσαι, είναι αν είσαι πλούσιος ή φτωχός στην ηλικία 3-4 χρονών. Ελάχ...