Καθόμουν
εκεί στη σκιά των βράχων, μέρα, μεσημέρι
ήταν που δεν είχα τι να κάνω, δεκαεξι-
δεκαεφτά χρονών παληκάρι. Ο ήλιος χτύπαγε
πάνω από σαράντα βαθμούς Κελσίου, ο
ιδρώς έσταζε από μόνος του στο στέρνο
μου. Από τότε την κουβαλούσα την απελπισία
των πραγμάτων κι ένα ποτάμι που έτρεχε
τα γαλάζια του νερά- το φοβόμουν το νερό-
ποτέ δεν ήθελα να πνιγώ, κάπως αλλιώς
ήθελα να πέθαινα, σε αντίθεση με τον
αδερφό μου μου έκοβε στην μέση το ποτάμι,
διάβαινε, πήγαινε πέρα, αντίπερα. Έλα
και εσύ, μου φώναζε αλλά εγώ καθόμουν
στα αβγά μου. Θυμάμαι όλα αυτά που έκανα
τότε κι ανατριχιάζω, λες και τα έκανε
κάποιος άλλος! Το χωριό ήταν μικρό, οι
γυναίκες λίγες κι εγώ είχα επιθυμίσει
σφόδρα μια θειά μου, όμορφη σαν τα κρύα
τα νερά. Ερχόταν πολλές φορές στο σπίτι
μας να κουβεντιάσει με τη μάνα και τότε
με φιλούσε, τάχα συγγενικά αλλά εγώ
καταλάβαινα αλλιώς τα χείλη της στα
μάγουλά μου. Η Αντιγόνη, ήταν ολόασπρη
σαν το κρίνο κι εγω την σκεφτόμουν γυμνη
στο κρεββάτι. Σα να ντρεπόμουν λίγο,
τότε που έκανα τέτοιε σκέψεις, ένιωθα
όμως μια κάψα γι αυτή τη γυναίκα, την
είχα ποθήσει από πιο μικρός μα δεν ήξερα
αν επρεπε να της φανερώσω τον ερωτα μου.
Φοβόμουν πως θα με απόπαιρνε και τότε
θα ρεζιλευόμουν στα μάτια της. Όποτε
έκανα αυτές τις σκέψεις, λιποψυχούσα.
Φανταζόμουν τον εαυτό μου σαν αποτυχημένο
εραστή και μου κόβονταν τα γόνατα.
Εκείνο
το μεσημέρι όμως που καθόμουν στη σκιά
των βράχων, το είχα πάρει απόφαση: Θα
της το λεγα. Και δε με ενοιαζε πως πως
θα το έπαιρνε αφού είχα καταλάβει πως
κι εκείνη με ήθελε. Τι θεία και ξεθεία,
σκέφτηκα, μια γυναίκα ήταν που την είχε
παντρευτεί ένας πρώτος ξάδερφος του
πατέρα και που τώρα ήταν μετανάστης
στην Αμερική και η Αντιγόνη έλειωνε,
περνούσε τα καλύτερα της χρόνια αγάμητη,
κρίμα δεν ήταν; Αλλά πάλι…αν δεν ήταν
έτσι τα πράγματα και το έλεγε στη μάνα
μου; Δε θα ρεζιλευόμουν σ όλο το χωριό;
Σε όλη την κοινωνία. Κι έπειτα τι γύρευα
εγω με μια γυναίκα σαράντα χρονών; Πω,
πω! κρύος ιδρώτας με έλουσε, μετάνιωσα
παρευθύς, κόλωσα. Έλα όμως που η Αντιγόνη
φάνηκε κείνη τη στιγμή στη βρύση στα
Τσερίτσανα τη βαρέλα να γεμίσει; Και
όλες οι αντιρρήσεις μου πήγανε περίπατο.
Με αγκάλιασε αυτή την αγκάλιασα κι εγω
κι έγινε ότι έγινε. Εκεί, ανάμεσα από
κάτι πουρνάρια και σχίνα κάψαμε πολλές
φορές τον έρωτα μας. Έναν έρωτα κρυφό.
Σαν κάτι που δεν έπρεπε να γίνει. Και το
κρατούσα μυστικό ως τα τώρα που η θεία
Αντιγόνη δεν υπάρχει πια.
Ο ΜΟΝΟς
Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα ες; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαπό. Μόνος μου.
ΚΑΘΕΤΑΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ.
Εντάξει ρε, άντρας είμαι τι να κάνω, μου σηκώνεται... η τρίχα.. Είπα μην μη πεις τίποτα άλλο, του λέω, είμαστε στον αέρα. Σιγά τον αέρα , που τον είδες; δεν φυσάει καθόλου. Φύσα ρε πούστη να σηκώσεις το φουστανάκι του ξέκωλου! Γιατί την λες έτσι; τον ρωτάω ενώ πράγματι το μισό μηλόκωλο της είναι έξω και άκρως εντυπωσιακό. Καυλωτικό θέλεις να πεις, δεν την βλέπεις πως κάθεται στα σκαλιά με ανοιχτά τα πόδια; Είναι μερικές καριόλες που το κάνουν επίτηδες. Τι κάνουν επίτηδες; τον ρωτάω. Τα δείχνουν όλα, να δες αυτό το ξέκωλο, μου δείχνει και τα μάτια του γίνονται μπόρμπολα. Άλλη αυτή; ανοίγω κι εγώ τα δικά μου. Όλες οι καριόλες έτσι είναι, συνεχίζει και μετά λένε πως φταίει ο φονιάς. Δεν φταίει; Όχι, φυσικά. Εγώ αν ήμουν πρόεδρος θα αθώωνα όλους τους υποτιθέμενους βιαστές. Τι να την κάνει ο άντρας άμα του σηκώνεται; Πρέπει να την βάλει κάπου. Ναι, αλλά πρέπει να συμφωνεί και το κάπου. Άσε με τώρα κι εσύ μου αγριεύει. Τι να συμφωνήσει;
Στον Δυτικό κόσμο κάνανε πανάκριβο το γαμίσι. Έχεις πάει στην Αφρική; Τους πετάνε τα μάτια απο δέκα χρονών. Κι έρχονται όλες κουνιστές να τον φάνε. Σε παρακαλάνε να τις γαμήσεις. Και στην Ελλάδα το κάθε ξέκωλο ψάχνει να βρει τον γαμιά με τα λεφτά και με την σπορ Μερτσέντες. Σώπα ρε! σου είπα είμαστε στον αέρα. Ρε δεν πα να είμαστε και στο δέντρο. Σε καυλώνει η μουνίτσα και μετά σε καταγγέλλει για σεξουαλική παρενόχληση, κατάλαβες μαλάκα; Αυτή τώρα απέναντι δε φοράει από μέσα βρακί, βλέπεις πως ξεχωρίζουν τα... Μην το πεις τον κόβω, εντάξει ξεχωρίζει το αιδοίο της.. Το ποιο; γυρνάει και με κοιτάει. Φίλε δεν πας καλά εσύ. Είναι δυνατό να καυλώσεις με το αιδοίο; Αν δεν το πεις μουνί να γεμίσει το στόμα σου δε γίνεται τίποτα. Να, δες την τώρα πως φεύγει. Α, φεύγει, του λέω και ησυχάζω. Θα ηρεμήσεις τώρα.
.
Άκουσε
τώρα μάγκα να σου πω σημαντικά πράγματα κι άμα θέλεις τα σημειώνεις,
γιατί είσαι μπούφος και δεν θέλω μα μείνεις εκεί από ιδιοτροπία, όχι πως
σ΄ αγαπάω ή σε συλλογιέμαι επειδή είσαι βλάκας αλλά από ιδιοτροπία και
μια έξη προς την αλήθεια. Θα σου πω μαντάμ, πως κανένα Ελληνικό κράτος
δεν υπήρξε ποτέ μετά την υποταγή των Αρχαίων Ελλήνων στου Ρωμαίους το
146 π.χ. Από τότε, κυβερνούν αυτόν τον τόπο κατή σειρά μετά τους
Ρωμαίους, οι Βυζαντινοί, οι Τούρκοι, οι Άγγλοι και σήμερα
οι Αμερικάνοι. Αυτοί σε κυβερνούν αιώνες τώρα και μην έχεις
αντιρρήσεις, μην πιστεύεις πως σήμερα κυβερνάει εδώ κάποιος Γιώργος
Παπανδρέου, απόγονος του Γεώργιου Παπανδρέου ο οποίος ήταν πράκτορας των
Εγγλέζων, ενώ ο Γιωργάκης είναι των Αμερικάνων. Αυτός ο τόπος μάγκα
είναι γεμάτος ανομοιομορφία στο βιοτικό επίπεδο. Οι βιομήχανοι, οι
έμποροι και οι κερδοσκόποι, ζούνε μέσα στον πλούτο και στην χλίδα. ΚΑΜΙΑ
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ. Εν
τω μεταξύ, αιώνες τώρα, οι λαϊκές μάζες, υποφέρουν μια τρισάθλια ζωή
και τους εξοργίζει ο πολυτελής τρόπος ζωής εν μέσω φτώχειας, των
εκάστοτε τοποτηρητών. Αυτό δείχνει ακόμα πιο έντονα την δυστυχία των
φτωχών. Κανένα μέτρο δεν έχει παρθεί ποτέ, για να δοθεί χρήσιμη εργασία
στους δυνάμενους Έλληνες, από το ευρύ στρώμα του πληθυσμού. Για να
πάρεις ένα μικρό παράδειγμα πως αυτά που σου λέω είναι σωστά, άκου τι
γράφει ο Πωλ Ποτερ το 1947 στην έκθεσή του προς τους ανωτέρους του
Αμερικανούς που μόλις έχουν πάρει την θέση του κηδεμόνα της Ελλάδας στη
θέση της ανήμπορης πια Αγγλίας. " Η κλίκα αυτή, είναι αποφασισμένη να
υπερασπίσει με κάθε τρόπο τα οικονομικά της συμφέροντα και δεν
ενδιαφέρεται καθόλου, για το τι μπορεί να κοστίσει αυτό στην οικονομία
της χώρας. Τα μέλη αυτής της κλίκας, επιθυμούν να διατηρήσουν άθικτο το
φορολογικό σύστημα που τους ευνοεί, με αληθινά σκανδαλώδη τρόπο.
Αντιτίθενται στον έλεγχο συναλλάγματος, γιατί αυτό θα τους εμποδίζει να
βγάζουν τα κέρδη τους, στις τράπεζες του Καϊρου και της Αργεντινής. Δε
διανοήθηκαν ποτέ να επενδύσουν τα κέρδη τους στη δική τους χώρα, για να
βοηθήσουν στην αναστήλωση της Εθνικής οικονομίας." Αυτά γράφει μαντάμ ο
κύριος Πότερ, ο τοποτηρητής και στην ουσία ο κυβερνήτης της Ελλάδας στις
αρχές του δεύτερου εμφυλίου. Αυτός ο Πότερ που είχε δώσει σφαλιάρα στον
Στέφανο Στεφανόπουλο, υπουργό συντονισμού παρακαλώ μάγκα μου και συ μου
λες πως σε κυβερνάει ο Παπανδρέου με τον Σαμαρα και τον Τσίπρα! Αλλά
για να μείνω λίγο ακόμα εκεί, θα σου και το άλλο. Τί έγινε τότε με το
δόγμα Τρούμαν; Μας έδωσαν λεφτά με την σέσουλα οι Αμερικάνοι από τον
φόβο της Κομουνιστικοποίησης της περιοχής. Έδωσαν όμως και στους
Γερμανούς, σημερινούς κυρίαρχους στο παγκόσμιο παιχνίδι. Τα ελληνικά
αυτά χρήματα που πήγαν; όπου πηγαίνουν και τα σημερινά από τα δάνεια της
Ευρωπαϊκής ένωσης: στους επιτήδειους, στους κλέφτες μιας αιώνιας
φατρίας, που δεν τους ενδιαφέρει, δεν τους καίγεται καρφάκι για το τι θα
γίνει στην Ελλάδα. Και συ φτωχόμαγκα χάφτεις όλα τα παραμύθια της
εκάστοτε κλίκας. Μηδενός εξαιρουμένου πρωθυπουργού, μηδενός εξαιρουμένου
κυβερνήτη αυτής της χώρας, κανείς δεν υπήρξε πατριώτης. Δεν υπήρξε
Έλληνας. Γιατί Έλληνες δεν υπάρχουν πια.
Αν άκουγα αυτούς που με συμβούλευαν θα είχα βουλιάξει περισσότερο απ ότι έχω βουλιάξει, κάνοντας του κεφαλιού μου. Δέκα και είκοσι ώρα για μ...