Όλα είναι μύθος-τίποτε πραγματικό, πόσο μάλλον η ελπίδα της Πανδώρας. Ώσπου να τελειώσει ο πίνακας και να γερνάει εγώ θα ξανανιώνω, θα γίνομαι πάλι παιδί.
Ένα μεγάλο έργο στηρίζεται σ ένα Επίσης μεγάλο ψέμα: πως υπάρχει κάτι γελοίο στα συναισθήματα των ανθρώπων που έχουμε σταματήσει ν αγαπούμε .. η φράση από το ερχόμενο-επόμενο μυθιστόρημα μου.
ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
Κάποιος
μου είχε κλέψει το πουκάμισο,
την ώρα
που εγώ πήγα στην τουαλέτα κι
άφησα τη
μπύρα μόνη της να καθιζάνει
τον αφρό
της, μπύρα χωρίς αφρό δεν
πίνεται, που
λέει κι ο ξανθός, ο ωραίος
άντρας δίπλα
μου, αέρα!
αέρα να φύγει
η χολέρα,
του απαντάει, μια άσχημη μύτη
ο φίλος
του, κάπου μεταξύ Ναβαρίνου και
Ζωοδόχου
Πηγής αλλά το πουκάμισο μου
είχε κάνει
φτερά, ποιος χρειαζόταν ένα λευκό
πουκάμισο, εκτός από μένα που τώρα ήμουν
γυμνός και σκεφτόμουν αν θα ζήσουμε μια
ευτυχισμένη ζωή ή
θ
αφήσουμε αυτόν εδώ
τον κόσμο, το ίδιο
ανόητο
και κακό, όπως
τον είχαμε βρει όταν
ήρθαμε-αυτό
το λέει
ο Βολταίρος, που μεταξύ μας δεν
τον είχα και
σε πολύ εκτίμηση πριν απ
αυτό- και γιατί να
ζήσουμε, αφού η ζωή
στο μεγαλύτερο της μέρος είναι γεμάτη
βάσανα και
πόνους κι εγώ συνέχιζα να
είμαι γυμνός απ τη μέση και πάνω, καλά
που
δεν μου πήραν και το παντελόνι,
ξανασκέφτηκα σφίγγοντας την ζώνη μου,
ενώ όλο το μαγαζί με κοίταζε περίεργα,
οι γυναίκες θαύμαζαν τους ωραίους
μου
κοιλιακούς, όλα είναι ωραία επάνω μου
και πιο ωραίος ο πούτσος μου,
έτσι μου
είπε η Φώφη, η πουτάνα που πήδαγα χτες,
έχεις
τον πιο ωραίο
πούτσο που έχω δει
ποτέ μου κι εγώ καμάρωνα, γιατί σκεφτόμουν
πως τ
ο λεγε η Φώφη που είχε δει τις
ψολές όλου του κόσμου και αγαλλίασα
ψάχνοντας τους γύρω μου να δω, ποιος
φορούσε το λευκό μου πουκάμισο.
Κανείς.
Κανείς δεν φορούσε ένα άσπρο, λευκό
πουκάμισο που το είχα
φορέσει επίτηδες
για να ξεχωρίζω απ το πλήθος στην πορεία
διαμαρτυρίας
και όπως γύριζα το βλέμμα
μου, ανακάλυψα μια γάτα κουλουριασμένη
κι
αδιάφορη στην ψάθινη καρέκλα, να
γουργουρίζει, χωρίς να την νοιάζουν
οι
φωνές αγανάχτησης, οι φωνές των
αγανακτισμένων πολιτών, δεν το
πήρα
εγώ, λέει ο άλλος με το μούσι και την
μύτη, εγώ γαμούσα εκείνη την
ώρα, όταν
αυτός έβγαινε από την τουαλέτα και
δίπλα, τρώγανε νερωμένες
φρυγανιές κάτι
γέροι χωρίς δόντια και πίνω μια γουλιά
μπύρα χωρίς αφρό,
σκατά είναι, αλήθεια
δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα,
ακόμα και η
ευδαιμονολογία
του Σοπεγχάουερ,
που επιμένει πως, η ατομικότητα του
ανθρώπου, του έχει ορίσει απο πριν ως
ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να
φτάσει
αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή
οι περισσότεροι αρκούνται σε
μια μέτρια
ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες
απολαύσεις και χυδαίες
διασκεδάσεις,
σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το
τελευταίο μου
τσιγάρο, λέω και ξαναλέω
και τουλάχιστον ν ανακάλυπτα ποιος
πούστης
μου πήρε το λευκό μου πουκάμισο,
κανείς δεν ομολογεί, ενώ
ο ντιτζέι παίζει
το πουκάμισο το θαλασσί,
με την εξαίσια φωνή της Μαρινέλλας,
καθώς
ο ωραίος ξανθός, λέει στον φίλο
του, πιες τη ρε μαλάκα, Καλοκαίρι είναι,
η ζωή θέλει
ξεκούραση και ξεκούρασμα απ την κούραση,
βράδυ μετά την
εκδήλωση των αγανακτισμένων
πολιτών, γαμίσι, ιδρώτας, η ξανθειά
απέναντι,
καυλωμένη, μουσκεμένη, φιλάει
τον καραφλό εραστή της χωρις να την
νοιάζει
που την βλέπουμε, ποιος την
γαμάει μωρέ, συνεχίζει η μύτη, χύσια,
χύσια,
χύσια, άμα την έχεις στο σπίτι
την ξεσκίζεις, επειδή δεν σου φτάνει ο
κόσμος,
ο κόσμος είναι τρελός αλλά θέλεις
να γίνεις και συ λίγο μαλάκας, να μιλήσεις
στο κινητό, όπως μιλάνε όλοι, λένε για
το άσπρο μου πουκάμισο, που το πήρε
ο
αέρας και το ριξε να κρέμεται σε ένα
τεντωμένο σχοινί, ναι, το είδα κι
έτρεξα
με λαχτάρα να το βουτήξω, να βρω επιτέλους
την χαμένη ευτυχία
του Σοπενχάουερ αλλά
μια μαύρη μούρη ή εικόνα, ή κάτι τέτοιο,
μια άλλη
πουριτανή με μεγάλη κλειτορίδα,
ανοργασμική, παίδευε το μυαλό μου, όταν
γύρισα ξανά στο τραπέζι μου, φόρεσα το
πουκάμισο, μ ένα χαμόγελο
υπεροχής,
άδειασα την μπύρα στο ποτήρι να κολυμπάει
στον αφρό της, ενώ ο ωραίος
ξανθός, έλεγε
στον διπλανό του με την μύτη, είσαι
για τον, η επανάσταση
δεν έχει αρχίσει
ακόμα.
Για ν ακολουθήσεις πιστά ένα μόνο είδος τέχνης στη ζωγραφική, πχ σουρρεαλισμό, ιμπρεσιονισμό, κ.α, έναν δηλαδή οποιονδήποτε -ισμό πρέπει να είσαι εντελώς μαζοχιστής. Για να φτάσεις να ζωγραφίζεις μόνο νούφαρα ή μόνο ποδηλάτες σίγουρα έχεις γίνει παρανοϊκός. Ή φιλάργυρος που είδε πως έχουν πέραση οι ποδηλάτες και τα φουλάρια του Φασιανού και τα δέντρα του Τσόκλη! [Ο Νταλί που ακολούθησε πιστα τον σουρρεαλισμό δεν λαμβάνεται υπ όψιν γιατί ήταν από γεννησιμιού παρανόας.] Η εμμονή να είναι κάποιος αναγνωρίσιμος από τα έργα του, να λέμε, αυτός είναι Πικάσο κι ο άλλος Μαγκριτ, έχει γίνει μπούμερανγκ ιδιαίτερα στους εκκολλαπτόμενους αστέρες του είδους και παλεύουν εναγωνίως να το βρουν. όπως οι ποιητές τη μαγική φράση!
Δογματικός, θρησκευόμενος και ανόητος. Απ τα χειιρότερα χαρακτηριστικά που μπορεί να συνυπάρχουν σε έναν άνθρωπο.
-Φέρε να πιούμε, της είπε σα διαταγή κι εκείνη έφερνε .Ώσπου έγινε δαυλί εκείνο το απόγευμα ο Ντάφλος. Η Μαγδαληνή τον κοίταζε αποσβολωμένη. Δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια της, τα σταύρωνε τα ξεσταύρωνε και η χοντρή μύτη της είχε τσουρουφλιστεί. Έμοιαζε να ντρέπεται έτσι που συμπεριφερόταν ο μέλλων σύζυγος της. Ο Ντάφλος την αγκάλιαζε κι όλο «έλα εδώ μωρή!» της φώναζε. «Έλα εδώ, μη φοβάσαι τίποτα, θα σε κάνω εγώ βασίλισσα, ε, μπάρμπα Φώτη; Πες κι εσύ τίποτα, δεν έχω δίκιο;» Η Μαγδαληνή αποτραβιόταν πέρα με συσπάσεις αηδίας στο πρόσωπο, δεν τον ήθελε, το έδειχνε σχεδόν από την αρχή . Σα να μην τον χώνευε. Σα να μην τον ήθελε καθόλου, ούτε να τον έβλεπε ποτέ στα μάτια της. Τέτοια ήταν τα κατάβαθα της ψυχής της κι αν είχες μάτια το έβλεπες. Αλλά όσο αποτραβιόταν, τόσο φούντωνε ο Ντάφλος. Το μάτι του κοκκίνιζε και γυάλιζε απ το ποτό.
Είναι
ορισμένα πράγματα που μεγαλοποιούν τις
πράξεις των ανθρώπων, σαν αυτή τώρα του
Ντάφλου. Εγώ τότε διάβαζα μετά μανίας
όλα τα κλασσικά βιβλία. Ότι εύρισκα
μπροστά μου. «Θα κουτοβαρεθείς καημένε!»
μου λεγε ο Ντάφλος. Άσε εκείνος ο Σταυρέας.
«Δε βγάζουν ψωμί αυτά που κάνεις,» μου
είπε μια μέρα που με βρήκε κατάχαμα να
ζωγραφίζω και να διαβάζω. «Τι είναι
αυτά;» λες και έβλεπε σίχαμα. Το είπε
στον πατέρα μου. «Μην τον αφήνεις να
ζωγραφίζει και να διαβάζει, θα πάθει το
μυαλό του»
Τέτοιος ήταν ο Σταυρέας,
χουντικός, γουρούνι του κερατά. Έτσι
τον μελετούσα και το είπα στο Ντάφλο
αλλά εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται
για τέτοια πράγματα και τα πολιτικά,
τουλάχιστον τότε.
Εν πάση περιπτώσει
που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας
μου, έλεγα για τις πράξεις που μεγαλοποιούν
την εικόνα ενός ανθρώπου. Αρνητικά ή
θετικά. Σκηνή σαν αυτή που ξετυλίχτηκε
εκείνο το απόγευμα στην αυλή-τι απόγευμα,
είχε βραδιάσει για τα καλά- μου θύμισε
εικόνες από άλλες εποχές, άλλα βιβλία,
ξένους, μυστηριακούς τόπους και ήρωες.
Ο Ντάφλος είπαμε, είχε γίνει δαυλί. Η Μαγδαληνή στεκόταν ανήμπορη κι απορημένη στην πόρτα κι ο πατέρας μου άκουγε το παραμιλητό του Ντάφλου. Τι του έλεγε; Πως καλά έκανε που παντρευόταν και θα νοικοκυρευτεί, πως έπαιρνε την καλύτερη γυναίκα και πως τώρα θα δεις μπάρμπα-Φώτη, θ αλλάξουν όλα. Κι ύστερα πάλι το γυρνούσε. Τι τα θέλεις μπάρμπα-Φώτη, να σου πω κάτι; Πες έγνεφε ο πατέρας μου. Να σου πω κάτι; Τι τα θέλεις; Ο γάμος είναι σκλαβιά και οι γυναίκες για σκότωμα. Όλες, να! έτσι τσίτωμα με το πιρούνι θέλουν! Και το κάρφωνε στο τραπέζι.
Ώσπου
δεν άντεξε άλλο η Μαγδαληνή. Σηκώθηκε
πάνω μπαρουτιασμένη, του πέταξε πέρα
το χέρι κι έκανε να φύγει. Αλλά αυτός
την πρόλαβε. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και
τη σβούρισε. Την έφερε απέναντι του και
της έσκασε ένα τρανταχτό σκαμπίλι.
Ύστερα δεύτερο και τρίτο. Εκείνη ούρλιαζε
με το πρόσωπο στα γόνατα κουκουβισμένη.
Σηκώθηκε
η γειτονιά στο πόδι. Άντρες, γέροι,
γυναίκες, παιδιά, κρεμάστηκαν σα
μελισσολόι στα κάγκελα της αυλής να
κοιτάζουν απορημένοι κι ο Ντάφλος να
φωνάζει
-Σήκω πάνω μωρή! Σήκω πάνω μη
σου γαμήσω τον κερατά που σε πέταγε.
Σήκω πάνω μωρή! Κι εκείνη να κλαίει.
Κάποια
στιγμή σηκώθηκε. Ο Ντάφλος κοίταζε όλους
τους άλλους αγριεμένος. Ύστερα την πήρε
αγκαλιά, της σκούπισε τα μάτια και φύγανε
τρεκλίζοντας.
Έτσι, χωρίς μια καληνύχτα.
Από το μυθιστόρημα μου ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌ
"Ήρθα μια νύχτα κάποιου
Αυγούστου στην Αθήνα, μ΄ ένα σακ βουαγιάζ
στην
πλάτη για εφόδια κι έκτοτε περιπλανιέμαι
στην Αττική γη. Δούλεψα
γκαρσόνι,οικοδομή,
λαθρέμπορας, επιγραφέας Μέγας. Έφτιαξα
σενάρια που
δεν έγιναν ταινίες, εκτός από ένα,
έγραψα θεατρικά που δεν παίχτηκαν,
εκτός από ένα.
Τα μυθιστορήματα μου είναι έξι, δυο βγήκαν στα
βιβλιοπωλεία. Ίσως καμιά εκατοστή κομμάτια,
διηγήματα, περιμένουν τον
εκδότη τους.
Έφτιαξα δυο περιοδικά Τεχνών και Γραμμάτων.
Τον ΔΡΟΜΟ πρώτα
και το ΔΙΑΣΧΙΖΩ μετά.
Ζωγράφισα πάνω-κάτω χίλιους πίνακες, πολλές
τοιχογραφίες εδώ και αλλού. Εργάστηκα σε εφημερίδες
, σκίτσο,
γελοιογραφία,εδώ κι εκεί.
Το μόνο που θυμάμαι γύρω μου, μια ζωή, παντού
βιβλία.
"
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ είναι ζωγράφος και συγγραφέας. Ζει και
εργάζεται στην Αθήνα. Είναι αυτοδίδακτος κι αυτό το θεωρεί μεγάλο προσόν
επειδή τώρα που διδάσκει ζωγραφική γνωρίζει καλύτερα τι σημαίνει να μην
έχεις δάσκαλο. Έχει κάνει αρκετές ατομικές εκθέσεις ,αν αυτό λέει κάτι,
και αρκετά έργα του κοσμούν τα σπίτια και τους δρόμους ανά την Ελλάδα.
Κατά καιρούς εξέδωσε δυο περιοδικά.Τον ΔΡΟΜΟ και τελευταία το ΔΙΑΣΧΙΖΩ
το οποίο θα εκδοθεί και ηλεκτρονικά.Έχει ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα είδη
του λόγου, σενάριο, μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση, θέατρο, δοκίμιο. Κατά
καιρούς εργάστηκε σε εφημερίδες στο σκίτσο και την γελοιογραφία.
Διατηρεί εργαστήρι ζωγραφικής στην Μαυρομιχάλη 102, στα Εξάρχεια.
Έχoυν εκδοθεί τέσσερα έργα του:
Ικέτες της Αλήθειας (Μυθιστόρημα, 1981)
Όλα μοιάζουν καλά (Θεατρικό, 1982)
Νέον Έργον: Η Ιστορία ενός Τρομοκράτη (Μυθιστόρημα, 1989)
Δεκάτη Τρίτη ώρα. Μυθιστόρημα 2013
Εξέδιδε και διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Δρόμος, όπως και αργότερα
το ΔΙΑΣΧΙΖΩ που συνεχίζει την πορεία του ηλεκτρονικά.
Άρθρα του, διηγήματα και γελοιογραφίες έχουν φιλοξενηθεί, κατά καιρούς,
σε εφημερίδες και περιοδικ
Είχα φύγει πολύ μακριά, απροσπέλαστος από τις φωνές των φίλων και δικών, ενώ τους ήθελα όλους, σ αυτό το ταξίδι, τελικά δεν ήρθε κανένας και το έκανα μόνος μου. Είναι σπουδαίο να μπορεί να μένει κανείς μόνος του στην ερημιά. Δοκιμάζει τις δυνάμεις του, συγκρούεται με το καλό και το κακό, τρώει, μυρμήγκια, καμιά σαύρα που κυνηγάει την ουρά της, αυτή απομένει στο χέρι, έχετε φάει ποτέ σαύρα; εγώ ποτέ, εκτός από την τελευταία πρασινοκίτρινη που δεν έλεγε να φύγει από το σκηνικό μου, οπότε την έβρασα σε ένα τσουκάλι, σαν μοναχικός τυχοδιώκτης, να πιω το ζουμί της, να πάρω δύναμη, αφού πια δεν είχε τι άλλο να φάω, εκτός κι αν έτρωγα τον Μπίλλυ, τον Εγγλέζο, μια χούφτα άνθρωπο και το βλεπα στα μάτια του που τρεμόπαιζαν πως φοβόταν ότι θα τον έτρωγα, τελικά και είπε πως μετάνιωσε που είχε έρθει μαζί μου, μ εμένα δηλαδή, σ αυτή την κόλαση, παρέα με έναν άνθρωπο σαν εμένα, δασύτριχο και σκιερό, με ορέξεις πεινασμένου θηρίου, έτοιμο να εκραγεί, έτοιμο να πεθάνει, που πεινούσε, που πείναγε για όλα, για τροφή, για σκέψη, για νωτιαίο ανθρώπινο μυελό, σαν αυτό που έχουν τα κόκαλα μικρού ζαρκαδιού, που σε κάνουν να γλείφεις το μεδούλι, να γλείφεις τις άκρες απο τα μάτια της μικρής γυναίκας, με τις μεγάλες ρόγες στην αμμουδιά και τις πατούσες ενός μαύρου που είχε είκοσι και πλέον χρόνια να πλυθεί, επειδή το νερό παντού είναι ακριβό τώρα κι ο θεός της μοναξιάς δεν είχε ακόμα ανακαλύψει το αντίδοτο στο τσίμπημα ενός σκορπιού στο νου, γιατί ο θεός στην μοναξιά δεν υπάρχει, άρα τι μπορεί να φοβηθεί ο σκορπιός, χωρίς ανθρώπους ο θεός είναι άχρηστος, τα ζώα δεν έχουν φτιάξει θρησκείες και περνάνε καλύτερα απο τους ανθρώπους, καλά το έγραψε ο Όργουελ, ο Τζόρτζ, ναι αυτός ο πούστης, που βρήκε και τον μεγάλο αδερφό για να μας καταδιώκει, εσαεί, τι είναι αυτό που μας καταδιώκει-ακόμα και στην ερημιά χρειάζεσαι χρήμα για να φας,- κι επειδή ο Μπίλης ο Εγγλέζος το κουνούσε το παραδάκι, μου αγόρασε ένα τρένο, πάρτο μου είπε για να ταξιδεύεις σ όλον τον κόσμο, σε όποια γης έχει φαί να φας αλλά μην με τρως σε παρακαλώ πάρε το τρένο, ναι, να το πάρω είπα εγώ αλλά οι σιδηροτροχιές δεν τρώγονται, μα σου είπα, επέμενε εκείνος, θα βρεις φαί σε άλλες χώρες και το καλοσκέφτηκα, έπιασα οδηγός στο τρένο, με ταχύτητες μαγνητικές, να πάω σε άλλον πλανήτη, όπου τα όντα σαν εμένα, δεν θα είχαν ανάγκη να τρώνε φαί νόστιμο κι έτσι, φτάνοντας εκεί, έφαα όλες, ναι, έφαα, όλες τις ράγες του τρένου ούτως ώστε να μην μπορώ να γυρίσω πίσω, να μην μπορέσω να σας ξαναδώ ποτέ μου.
Μας έχει στριμώξει η AI . Μας στριμώχνει κι η Αμερική με συνεχείς πολέμους, η ακρίβεια στα ύψη, τι να σου κάνει κι η τεχνική νοημοσύνη, τη ρώτησα και μου απάντησε πως πρέπει ν αυξήσω τα...εισοδήματα μου! ευχαριστώ AI, εγώ είμαι ένας φτωχός και μόνος ζωγράφος, οι άνθρωποι δεν αγοράζουν πια πίνακες τι να κάμω; ν αλλάξεις επάγγελμα, μου είπε κι εγώ έβαλα τα κλάματα και να δεις που με συμμερίστηκε: μην κλαις! όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι στην ψάθα πέθαναν.
ΣΚΟΤΕΙΝΌ ΦΙΛΊ Ζωή δίχως κίνητρο πως να τη ζήσεις; μαρτυρώντας ψεύτικα λόγια; η τέχνη δε με σώζει, η γνώση, οι λέξεις έχουν κάποια εύνο...