Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Ο ΤΕΛΏΝΗΣ

 

 



Με φόντο την Ακρόπολη και το Λυκαβηττό, ζούμε σε ένα κόσμο μαγικό- άλλοι πεινάνε, άλλοι δεν έχουνε να φάνε κι άλλοι το χαβά τους ξεπουλάνε. Με φόντο λοιπόν την Ακρόπολη φυλλογύρισα ένα περιοδικό ποκίλης ύλης που βρέθηκε στο τραπέζι της καφετέριας που έπινα τον καφέ μου. Αυτοί οι άνθρωποι, παρουσιαζόμενοι και παρουσιαστές, πρέπει να ζούνε σε άλλον κόσμο. Πήγε λέει για ψώνια η Μενεγάκη, η Βανδή έχει πάνω απ όλα τα παιδιά της, ο Μενιδιάτης θα γίνει κουμπάρος με τον Αργυρό- πως δεν έγραψαν πως εγώ χτες πήγα ραντεβού με την Βάνα Μπάρμπα! [Πήγα;]
Επίσης δεν μπορώ αυτούς που σημαδεύουν το σώμα τους με αυτά τα ηλίθια τατουάζ. Ποιανού είναι το διάσημο χέρι; δεν το αναγνωρίσατε; είσαστε άουτ!
-Ξέφυγες ποτέ από τον δρόμο που είχες χαράξει στο μυαλό σου; ρωτάει ο δημοσιογράφος.
-Όχι, ήταν πολύ βαθιές οι ρίζες! απαντάει η διάσημη ηθοποιός Ηρώ Μανέ.
Σιγά μην ήταν πλατονικές.[Εκ του πλατάνου, όχι εκ του Πλάτωνος.]
[Παλαιόθεν κι αυτό μου. Τα καινούργια περνά τώρα από τελωνείο. Ο τελώνης.]

 

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

ΠΑΝ-ΔΩΡΑ

 


 Όλα είναι μύθος-τίποτε πραγματικό, πόσο μάλλον η ελπίδα της Πανδώρας. Ώσπου να τελειώσει ο πίνακας και να γερνάει εγώ θα ξανανιώνω, θα γίνομαι πάλι παιδί.

 


Ένα μεγάλο έργο στηρίζεται σ ένα Επίσης μεγάλο ψέμα: πως υπάρχει κάτι γελοίο στα συναισθήματα των ανθρώπων που έχουμε σταματήσει ν αγαπούμε .. η φράση από το ερχόμενο-επόμενο μυθιστόρημα μου. 

 
 
 
 

 
Όλο ήμουνα σαν κάπου να με περιμένουν.
Όλο είμαι σαν να έχω να πάω κάπου.
Από παιδί.

 

Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

ΚΑΛΆ ΠΟΥΚΆΜΙΣΑ

 

 


ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

Κάποιος μου είχε κλέψει το πουκάμισο, 
την ώρα που εγώ πήγα στην τουαλέτα κι 
άφησα τη μπύρα μόνη της να καθιζάνει 

τον αφρό της, μπύρα χωρίς αφρό δεν 
πίνεται, που λέει κι ο ξανθός, ο ωραίος 
άντρας δίπλα μου,
αέρα! αέρα να φύγει 
η χολέρα
, του απαντάει, μια άσχημη μύτη
 ο φίλος του, κάπου μεταξύ Ναβαρίνου και
 Ζωοδόχου Πηγής αλλά το πουκάμισο μου 
είχε κάνει φτερά, ποιος χρειαζόταν ένα λευκό 
πουκάμισο, εκτός από μένα που τώρα ήμουν
 γυμνός και σκεφτόμουν αν θα ζήσουμε μια
 ευτυχισμένη ζωή
 ή θ αφήσουμε αυτόν εδώ
 τον κόσμο, το ίδιο
ανόητο και κακό, όπως

 τον είχαμε βρει όταν ήρθαμε-αυτό το λέει 
ο Βολταίρος, που μεταξύ μας δεν τον είχα και
 σε πολύ εκτίμηση πριν απ αυτό- και γιατί να
 ζήσουμε, αφού η ζωή στο μεγαλύτερο της μέρος είναι γεμάτη βάσανα και 
πόνους κι εγώ συνέχιζα να είμαι γυμνός απ τη μέση και πάνω, καλά που 

δεν μου πήραν και το παντελόνι, ξανασκέφτηκα σφίγγοντας την ζώνη μου, 
ενώ όλο το μαγαζί με κοίταζε περίεργα, οι γυναίκες θαύμαζαν τους ωραίους
 μου κοιλιακούς, όλα είναι ωραία επάνω μου και πιο ωραίος ο πούτσος μου,
 έτσι μου είπε η Φώφη, η πουτάνα που πήδαγα χτες,
έχεις τον πιο ωραίο 
πούτσο που έχω δει
ποτέ μου κι εγώ καμάρωνα, γιατί σκεφτόμουν πως τ
ο λεγε η Φώφη που είχε δει
 τις ψολές όλου του κόσμου και αγαλλίασα 
ψάχνοντας τους γύρω μου να δω, ποιος φορούσε το λευκό μου πουκάμισο. 
Κανείς. Κανείς δεν φορούσε ένα άσπρο, λευκό πουκάμισο που το είχα
 φορέσει επίτηδες για να ξεχωρίζω απ το πλήθος στην πορεία διαμαρτυρίας
 και όπως γύριζα το βλέμμα μου, ανακάλυψα μια γάτα κουλουριασμένη κι 
αδιάφορη στην ψάθινη καρέκλα, να γουργουρίζει, χωρίς να την νοιάζουν 
οι φωνές αγανάχτησης, οι φωνές των αγανακτισμένων πολιτών, δεν το
 πήρα εγώ, λέει ο άλλος με το μούσι και την μύτη, εγώ γαμούσα εκείνη την 
ώρα, όταν αυτός έβγαινε από την τουαλέτα και δίπλα, τρώγανε νερωμένες 
φρυγανιές κάτι γέροι χωρίς δόντια και πίνω μια γουλιά μπύρα χωρίς αφρό, 
σκατά είναι, αλήθεια δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα, ακόμα και η
 
ευδαιμονολογία του Σοπεγχάουερ, που επιμένει πως, η ατομικότητα του 

ανθρώπου, του έχει ορίσει απο πριν ως ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να
 φτάσει
αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή οι περισσότεροι αρκούνται σε 
μια μέτρια ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες απολαύσεις και χυδαίες 
διασκεδάσεις, σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το τελευταίο μου
 τσιγάρο, λέω και ξαναλέω και τουλάχιστον ν ανακάλυπτα ποιος πούστης 
μου πήρε το λευκό μου πουκάμισο, κανείς δεν ομολογεί,
 ενώ ο ντιτζέι παίζει 
το πουκάμισο το θαλασσί, με την εξαίσια φωνή της Μαρινέλλας, καθώς 
ο ωραίος ξανθός, λέει στον φίλο του, πιες τη ρε μαλάκα, Καλοκαίρι είναι, 

η ζωή θέλει ξεκούραση και ξεκούρασμα απ την κούραση, βράδυ μετά την 
εκδήλωση των αγανακτισμένων πολιτών, γαμίσι, ιδρώτας, η ξανθειά απέναντι, 
καυλωμένη, μουσκεμένη, φιλάει τον καραφλό εραστή της χωρις να την νοιάζει 
που την βλέπουμε, ποιος την γαμάει μωρέ, συνεχίζει η μύτη, χύσια, χύσια, 
χύσια, άμα την έχεις στο σπίτι την ξεσκίζεις, επειδή δεν σου φτάνει ο κόσμος, 
ο κόσμος είναι τρελός αλλά θέλεις να γίνεις και συ λίγο μαλάκας, να μιλήσεις 
στο κινητό, όπως μιλάνε όλοι, λένε για το άσπρο μου πουκάμισο, που το πήρε

 ο αέρας και το ριξε να κρέμεται σε ένα τεντωμένο σχοινί, ναι, το είδα κι 
έτρεξα με λαχτάρα να το βουτήξω, να βρω επιτέλους την χαμένη ευτυχία
 του Σοπενχάουερ αλλά μια μαύρη μούρη ή εικόνα, ή κάτι τέτοιο, μια άλλη 
πουριτανή με μεγάλη κλειτορίδα, ανοργασμική, παίδευε το μυαλό μου, όταν 
γύρισα ξανά στο τραπέζι μου, φόρεσα το πουκάμισο, μ ένα χαμόγελο 
υπεροχής,
 άδειασα την μπύρα στο ποτήρι να κολυμπάει στον αφρό της, ενώ ο ωραίος
 ξανθός, έλεγε στον διπλανό του με την μύτη,
είσαι για τον, η επανάσταση
 δεν έχει αρχίσει ακόμα.






Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Ο ΚΟΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΊΗΣΗΣ

 


Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη.
Ποια γνωρίζει;
Έχω ξεχωρίσει τον Σολωμό σε μια κορυφή ψηλότερη των άλλων ποιητών
που μελέτησα αν και παιδί προσπαθούσα να τον αντιμετωπίσω σαν ήρωα
της επανάστασης- και, κατ αυτή μου την άποψη είναι ήρωας.
Σε γνωρίζω από την κόψη. Εδώ αρχίζει η έμπνευση και οι λέξεις γίνονται κοφτερές
και σκληρές σαν γρανίτης αλλά ποια ήταν η σύλληψη, γιατί πρόκειται περί
μεγάλης σύλληψης, του ποιητή; Η κόψη του σπαθιού είναι πραγματικά
κοφτερή και δεν ξέρω αν είχε παρακολουθήσει κάποιες μάχες και πόσο
οι διηγήσεις των άλλων του προκάλεσαν τόση μεγάλη αναστάτωση,
ούτως ώστε να βγάλει αυτή την κραυγή που εμείς σήμερα έχουμε για Εθνικό ύμνο,
χωρίς ποτέ όμως να δώσουμε την απαιτούμενη σημασία και ο θαυμασμός μας είναι μάλλον επιδερμικός.
Σε γνωρίζω από την όψη, ακόμα και χάριν της ρίμας δε θα βρισκε πιο κατάλληλες
λέξεις αλλά η βια που μετράει τη γη ποια είναι; η όψη μετράει με βιασύνη τη γη
περπατώντας; τι εικόνα έρχεται στο νου; μια όψη, ένα κοίταγμα ή κάποιο παρουσιαστικό
και ο ποιητής κοιτάζει το χώμα που είναι σπαρμένο από πτώματα αγωνιστών
της ελευθερίας.
Η βία όμως είναι μέρος αυτού που θέλει να περιγράψει.
Η βία σαν καταναγκασμός, όχι τόσο εύκολα σαν βιασύνη που υποστηρίζεται σαν νόημα
της λέξης βία και όχι με αυτό που ήθελε να τονίσει ο ποιητής που δεν ήταν καλός!
γνώστης τη Ελληνικής γλώσσας. Φυσικά, ούτε με βιασύνη μετράει κανείς τη γη
αλλά με επιβολή της δικής του θέλησης-πράγμα που έχει να κάνει άμεσα
με τη λέξη ελευθερία και πόσο μάλλον αν ο ποιητής είχε προ επιλέξει τον τίτλο
ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ, τότε, σίγουρα χρειάζεται επιθετικότητα, τότε σίγουρα
χρειάζονται τα μαχαίρια και τα όπλα που χρησιμοποίησαν εκείνοι οι άνθρωποι για
να γίνουν ελεύθεροι και να χαρίσουν και σε μας αυτό το μεγάλο αγαθό που ελάχιστα
εκτιμούμε ή και του αποδίδουμε την ανάλογη τιμή.
Εμένα η εικόνα του ποιητή πριν βγάλει αυτά τα λόγια-αλήθεια ο Σολωμός σαν άνθρωπος
είχε υπάρξει καθόλου βίαιος;- είναι σαφώς μια ήρεμη εικόνα ενός ανθρώπου
που συλλογάται και όποιος συλλογάται κάνει καλά, νομίζω πως κάπως έτσι το τονίζει
και ο ίδιος καθώς βαδίζει σε μια παραλία, κάπου κοντά στη θάλασσα.
Βεβαίως μεγάλα λόγια, σπουδαιότατος στίχος. Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Σολωμός
δικαιούται τον τίτλο Εθνικός ποιητής που σε πολλούς αποδόθηκε, αφειδώς
και δε νομίζω πως τον άξιζαν αλλά στόχος μου δεν είναι αυτό το θέμα εδώ,
ποιος αποδίδει τον τίτλο Εθνικός ποιητής και σίγουρα μια τέτοια σύγκριση
θα βλάψει πολλούς νεώτερους. Πολλούς νεώτερους ποιητές που καταχράστηκαν
νοηματικά τον Ελληνικό λαό, πρόχειρα μου έρχεται εκείνο το βαρύγδουπο,
τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις! του κατά πολλά καλού ποιητή Γιάννη Ρίτσου που
εκμεταλεύτηκε μαζί με τον Θεοδωράκη αυτόν τον ρημαγμένο και λεηλατημένο χώρο
που κάποιοι σαν τον Σολωμό ήθελαν πραγματικά ελεύθερο και δεν εκμεταλεύτηκε,
τουλάχιστον με τη γραφή του, τίποτα από το στεφάνι, το καμωμένο από λίγα χορτάρια
που χαν μείνει στην έρημη γη.

σουρεαλισμός

 


Για ν ακολουθήσεις πιστά ένα μόνο είδος τέχνης στη ζωγραφική, πχ σουρρεαλισμό, ιμπρεσιονισμό, κ.α, έναν δηλαδή οποιονδήποτε -ισμό πρέπει να είσαι εντελώς μαζοχιστής. Για να φτάσεις να ζωγραφίζεις μόνο νούφαρα ή μόνο ποδηλάτες σίγουρα έχεις γίνει παρανοϊκός. Ή φιλάργυρος που είδε πως έχουν πέραση οι ποδηλάτες και τα φουλάρια του Φασιανού και τα δέντρα του Τσόκλη! [Ο Νταλί που ακολούθησε πιστα τον σουρρεαλισμό δεν λαμβάνεται υπ όψιν γιατί ήταν από γεννησιμιού παρανόας.] Η εμμονή να είναι κάποιος αναγνωρίσιμος από τα έργα του, να λέμε, αυτός είναι Πικάσο κι ο άλλος Μαγκριτ, έχει γίνει μπούμερανγκ ιδιαίτερα στους εκκολλαπτόμενους αστέρες του είδους και παλεύουν εναγωνίως να το βρουν. όπως οι ποιητές τη μαγική φράση! 

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

ΧΑΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ 2

 

 


Χαμένος χρόνος. Πόσες φορές έχω σκεφτεί αν πραγματικά έχω χάσει χρόνο, παλεύοντας με άσχετα πράγματα, με άσχετους ανθρώπους, σε λάθος τόπους, σε λάθος αγάπες. Έχασα το χρόνο μου μαζί σου, λέμε. Γιατί όμως λέμε πως είναι χαμένος χρόνος; και ποιος είναι αυτός; Υπάρχει πραγματικά ο χαμένος χρόνος;
Ο καθένας μας γνωρίζει πότε χάνει το χρόνο του άσχετο πάλι αν δε θέλει να το παραδεχτεί. Εγώ το έχω παραδεχτεί. Ακόμα όμως δεν μπορώ να του ξεφύγω και νευριάζω όταν αντιλαμβάνομαι πως χάλασα λίγη ώρα ανόητα.


 

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

ΑΙΓΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΠΡΟΒΆΤΩΝ

 


 Δογματικός, θρησκευόμενος και ανόητος. Απ τα χειιρότερα χαρακτηριστικά που μπορεί να συνυπάρχουν σε έναν άνθρωπο.

Τελικά δεν ξέρω, μ αυτή την αδιάκοπη πολιτικολογία αν προλαβαίνουν οι Έλληνες να κάνουν έρωτα ή κατά πόσον επηρεάζει τις ορμές. Πάντως πολλές φίλες έχουν εκφράσει την δυσαρέσκεια τους! Μια το ποδόσφαιρο[ έχασε η ομάδα δεν κάνουμε σεξ!] μια η πολιτική και η οικονομική δυσπραγία και οι άντρες γυρνάνε πλευρό. Πόσο όμως στην πραγματικότητα αυτές οι καταστάσεις επενεργούν στα θέλω μας; Δεν ξέρω τι λέει ο Φρόιντ επ αυτού.
Είναι ελαφρώς περίεργα τα πράγματα.
Το πιο μεγάλο φεγγάρι μας κοιτάζει απορημένο που παλεύουμε να εκλέξουμε πάλι τους αρχηγούς. Πάντοτε το ανθρώπινο είδος χρειάζεται κάποιους μπροστάρηδες, όπως όλα τα κοπάδια. Αιγών τε και προβάτων μέγιστος οδηγός ο λύκος, τα οδηγεί εκστασιασμένα στη στρούγκα για ν αρχίσει η σφαγή των αθώων. Λένε πως τα πρόβατα μαγεύονται από τα μάτια του λύκου και μένουν ακίνητα. Δεν μπορούν ποτέ να προβάλλουν αντίσταση Τα κατσίκια που και που ρίχνουν καμιά κλωτσιά για την τιμή των εσχάτων, όπως και υμείς.
Απογοήτευση, απώλεια ελπίδας, λένε τα λεξικά. Διάψευση προσδοκιών, λέω εγώ. Μέχρις εσχάτων η απελπισία αλλά όχι! Ο χείριστος σύμβουλος είναι αυτός μικρέ μου εαυτέ, κανείς άλλος. Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι απογοητεύονται εύκολα και τα παρατούν σύξυλα κι ας υποτίθεται πως είναι γενναίοι. Στο βάθος πάντα υποσκάπτει το μηδέν. Χωρίς λόγο;
 

ΦΕΡΕ ΜΑ ΠΙΟΎΜΕ.

 

 


-Φέρε να πιούμε, της είπε σα διαταγή κι εκείνη έφερνε .Ώσπου έγινε δαυλί εκείνο το απόγευμα ο Ντάφλος. Η Μαγδαληνή τον κοίταζε αποσβολωμένη. Δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια της, τα σταύρωνε τα ξεσταύρωνε και η χοντρή μύτη της είχε τσουρουφλιστεί. Έμοιαζε να ντρέπεται έτσι που συμπεριφερόταν ο μέλλων σύζυγος της. Ο Ντάφλος την αγκάλιαζε κι όλο «έλα εδώ μωρή!» της φώναζε. «Έλα εδώ, μη φοβάσαι τίποτα, θα σε κάνω εγώ βασίλισσα, ε, μπάρμπα Φώτη; Πες κι εσύ τίποτα, δεν έχω δίκιο;» Η Μαγδαληνή αποτραβιόταν πέρα με συσπάσεις αηδίας στο πρόσωπο, δεν τον ήθελε, το έδειχνε σχεδόν από την αρχή . Σα να μην τον χώνευε. Σα να μην τον ήθελε καθόλου, ούτε να τον έβλεπε ποτέ στα μάτια της. Τέτοια ήταν τα κατάβαθα της ψυχής της κι αν είχες μάτια το έβλεπες. Αλλά όσο αποτραβιόταν, τόσο φούντωνε ο Ντάφλος. Το μάτι του κοκκίνιζε και γυάλιζε απ το ποτό.

Είναι ορισμένα πράγματα που μεγαλοποιούν τις πράξεις των ανθρώπων, σαν αυτή τώρα του Ντάφλου. Εγώ τότε διάβαζα μετά μανίας όλα τα κλασσικά βιβλία. Ότι εύρισκα μπροστά μου. «Θα κουτοβαρεθείς καημένε!» μου λεγε ο Ντάφλος. Άσε εκείνος ο Σταυρέας. «Δε βγάζουν ψωμί αυτά που κάνεις,» μου είπε μια μέρα που με βρήκε κατάχαμα να ζωγραφίζω και να διαβάζω. «Τι είναι αυτά;» λες και έβλεπε σίχαμα. Το είπε στον πατέρα μου. «Μην τον αφήνεις να ζωγραφίζει και να διαβάζει, θα πάθει το μυαλό του»
Τέτοιος ήταν ο Σταυρέας, χουντικός, γουρούνι του κερατά. Έτσι τον μελετούσα και το είπα στο Ντάφλο αλλά εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται για τέτοια πράγματα και τα πολιτικά, τουλάχιστον τότε.
Εν πάση περιπτώσει που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, έλεγα για τις πράξεις που μεγαλοποιούν την εικόνα ενός ανθρώπου. Αρνητικά ή θετικά. Σκηνή σαν αυτή που ξετυλίχτηκε εκείνο το απόγευμα στην αυλή-τι απόγευμα, είχε βραδιάσει για τα καλά- μου θύμισε εικόνες από άλλες εποχές, άλλα βιβλία, ξένους, μυστηριακούς τόπους και ήρωες.

Ο Ντάφλος είπαμε, είχε γίνει δαυλί. Η Μαγδαληνή στεκόταν ανήμπορη κι απορημένη στην πόρτα κι ο πατέρας μου άκουγε το παραμιλητό του Ντάφλου. Τι του έλεγε; Πως καλά έκανε που παντρευόταν και θα νοικοκυρευτεί, πως έπαιρνε την καλύτερη γυναίκα και πως τώρα θα δεις μπάρμπα-Φώτη, θ αλλάξουν όλα. Κι ύστερα πάλι το γυρνούσε. Τι τα θέλεις μπάρμπα-Φώτη, να σου πω κάτι; Πες έγνεφε ο πατέρας μου. Να σου πω κάτι; Τι τα θέλεις; Ο γάμος είναι σκλαβιά και οι γυναίκες για σκότωμα. Όλες, να! έτσι τσίτωμα με το πιρούνι θέλουν! Και το κάρφωνε στο τραπέζι.

Ώσπου δεν άντεξε άλλο η Μαγδαληνή. Σηκώθηκε πάνω μπαρουτιασμένη, του πέταξε πέρα το χέρι κι έκανε να φύγει. Αλλά αυτός την πρόλαβε. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και τη σβούρισε. Την έφερε απέναντι του και της έσκασε ένα τρανταχτό σκαμπίλι. Ύστερα δεύτερο και τρίτο. Εκείνη ούρλιαζε με το πρόσωπο στα γόνατα κουκουβισμένη.
Σηκώθηκε η γειτονιά στο πόδι. Άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά, κρεμάστηκαν σα μελισσολόι στα κάγκελα της αυλής να κοιτάζουν απορημένοι κι ο Ντάφλος να φωνάζει
-Σήκω πάνω μωρή! Σήκω πάνω μη σου γαμήσω τον κερατά που σε πέταγε. Σήκω πάνω μωρή! Κι εκείνη να κλαίει.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε. Ο Ντάφλος κοίταζε όλους τους άλλους αγριεμένος. Ύστερα την πήρε αγκαλιά, της σκούπισε τα μάτια και φύγανε τρεκλίζοντας.
Έτσι, χωρίς μια καληνύχτα.

Από το μυθιστόρημα μου ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 

 

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

βιογραφικά

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌ "Ήρθα μια νύχτα κάποιου
 

 

 


Αυγούστου στην Αθήνα, μ΄ ένα σακ βουαγιάζ
στην πλάτη για εφόδια κι έκτοτε περιπλανιέμαι
στην Αττική γη. Δούλεψα γκαρσόνι,οικοδομή,
λαθρέμπορας, επιγραφέας Μέγας. Έφτιαξα
σενάρια που δεν έγιναν ταινίες, εκτός από ένα,
έγραψα θεατρικά που δεν παίχτηκαν, εκτός από ένα.
Τα μυθιστορήματα μου είναι έξι, δυο βγήκαν στα
βιβλιοπωλεία. Ίσως καμιά εκατοστή κομμάτια,
διηγήματα, περιμένουν τον εκδότη τους.
Έφτιαξα δυο περιοδικά Τεχνών και Γραμμάτων.
Τον ΔΡΟΜΟ πρώτα και το ΔΙΑΣΧΙΖΩ μετά.
Ζωγράφισα πάνω-κάτω χίλιους πίνακες, πολλές
τοιχογραφίες εδώ και αλλού. Εργάστηκα σε εφημερίδες
, σκίτσο, γελοιογραφία,εδώ κι εκεί.
Το μόνο που θυμάμαι γύρω μου, μια ζωή, παντού βιβλία.

" Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ είναι ζωγράφος και συγγραφέας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι αυτοδίδακτος κι αυτό το θεωρεί μεγάλο προσόν επειδή τώρα που διδάσκει ζωγραφική γνωρίζει καλύτερα τι σημαίνει να μην έχεις δάσκαλο. Έχει κάνει αρκετές ατομικές εκθέσεις ,αν αυτό λέει κάτι, και αρκετά έργα του κοσμούν τα σπίτια και τους δρόμους ανά την Ελλάδα. Κατά καιρούς εξέδωσε δυο περιοδικά.Τον ΔΡΟΜΟ και τελευταία το ΔΙΑΣΧΙΖΩ το οποίο θα εκδοθεί και ηλεκτρονικά.Έχει ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα είδη του λόγου, σενάριο, μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση, θέατρο, δοκίμιο. Κατά καιρούς εργάστηκε σε εφημερίδες στο σκίτσο και την γελοιογραφία. Διατηρεί εργαστήρι ζωγραφικής στην Μαυρομιχάλη 102, στα Εξάρχεια. Έχoυν εκδοθεί τέσσερα έργα του: Ικέτες της Αλήθειας (Μυθιστόρημα, 1981) Όλα μοιάζουν καλά (Θεατρικό, 1982) Νέον Έργον: Η Ιστορία ενός Τρομοκράτη (Μυθιστόρημα, 1989) Δεκάτη Τρίτη ώρα. Μυθιστόρημα 2013 Εξέδιδε και διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Δρόμος, όπως και αργότερα το ΔΙΑΣΧΙΖΩ που συνεχίζει την πορεία του ηλεκτρονικά. Άρθρα του, διηγήματα και γελοιογραφίες έχουν φιλοξενηθεί, κατά καιρούς, σε εφημερίδες και περιοδικ

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

ΣΤΗΝ ΠΈΤΡΑ

 


 

ΤΟ ΒΡΆΔΥ
Το σκοτάδι του απογεύματος εκείνου
την ώρα που οι ζωντανοί πενθούν
το αέρι μιας θάλασσας ξένης
έρχεται στο νου
Κάτω στην πλευρά αυτή του κόσμου
το βράδυ που οι άνθρωποι σιγούν
στην άμμο μιας άκρης ξένης
δίπλα απ την πέτρα του γιαλού.

 

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

ΑΠΡΟΣΠΈΛΑΣΤΟΣ

 


Είχα φύγει πολύ μακριά, απροσπέλαστος από τις φωνές των φίλων και δικών, ενώ τους ήθελα όλους, σ αυτό το ταξίδι, τελικά δεν ήρθε κανένας και το έκανα μόνος μου. Είναι σπουδαίο να μπορεί να μένει κανείς μόνος του στην ερημιά. Δοκιμάζει τις δυνάμεις του, συγκρούεται με το καλό και το κακό, τρώει, μυρμήγκια, καμιά σαύρα που κυνηγάει την ουρά της, αυτή απομένει στο χέρι, έχετε φάει ποτέ σαύρα; εγώ ποτέ, εκτός από την τελευταία πρασινοκίτρινη που δεν έλεγε να φύγει από το σκηνικό μου, οπότε την έβρασα σε ένα τσουκάλι, σαν μοναχικός τυχοδιώκτης, να πιω το ζουμί της, να πάρω δύναμη, αφού πια δεν είχε τι άλλο να φάω, εκτός κι αν έτρωγα τον Μπίλλυ, τον Εγγλέζο, μια χούφτα άνθρωπο και το βλεπα στα μάτια του που τρεμόπαιζαν πως φοβόταν ότι θα τον έτρωγα, τελικά και είπε πως μετάνιωσε που είχε έρθει μαζί μου, μ εμένα δηλαδή, σ αυτή την κόλαση, παρέα με έναν άνθρωπο σαν εμένα, δασύτριχο και σκιερό, με ορέξεις πεινασμένου θηρίου, έτοιμο να εκραγεί, έτοιμο να πεθάνει, που πεινούσε, που πείναγε για όλα, για τροφή, για σκέψη, για νωτιαίο ανθρώπινο μυελό, σαν αυτό που έχουν τα κόκαλα μικρού ζαρκαδιού, που σε κάνουν να γλείφεις το μεδούλι, να γλείφεις τις άκρες απο τα μάτια της μικρής γυναίκας, με τις μεγάλες ρόγες στην αμμουδιά και τις πατούσες ενός μαύρου που είχε είκοσι και πλέον χρόνια να πλυθεί, επειδή το νερό παντού είναι ακριβό τώρα κι ο θεός της μοναξιάς δεν είχε ακόμα ανακαλύψει το αντίδοτο στο τσίμπημα ενός σκορπιού στο νου, γιατί ο θεός στην μοναξιά δεν υπάρχει, άρα τι μπορεί να φοβηθεί ο σκορπιός, χωρίς ανθρώπους ο θεός είναι άχρηστος, τα ζώα δεν έχουν φτιάξει θρησκείες και περνάνε καλύτερα απο τους ανθρώπους, καλά το έγραψε ο Όργουελ, ο Τζόρτζ, ναι αυτός ο πούστης, που βρήκε και τον μεγάλο αδερφό για να μας καταδιώκει, εσαεί, τι είναι αυτό που μας καταδιώκει-ακόμα και στην ερημιά χρειάζεσαι χρήμα για να φας,- κι επειδή ο Μπίλης ο Εγγλέζος το κουνούσε το παραδάκι, μου αγόρασε ένα τρένο, πάρτο μου είπε για να ταξιδεύεις σ όλον τον κόσμο, σε όποια γης έχει φαί να φας αλλά μην με τρως σε παρακαλώ πάρε το τρένο, ναι, να το πάρω είπα εγώ αλλά οι σιδηροτροχιές δεν τρώγονται, μα σου είπα, επέμενε εκείνος, θα βρεις φαί σε άλλες χώρες και το καλοσκέφτηκα, έπιασα οδηγός στο τρένο, με ταχύτητες μαγνητικές, να πάω σε άλλον πλανήτη, όπου τα όντα σαν εμένα, δεν θα είχαν ανάγκη να τρώνε φαί νόστιμο κι έτσι, φτάνοντας εκεί, έφαα όλες, ναι, έφαα, όλες τις ράγες του τρένου ούτως ώστε να μην μπορώ να γυρίσω πίσω, να μην μπορέσω να σας ξαναδώ ποτέ μου. 

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΟΤΙ ΠΕΙΣ

 


-Λοιπόν το αποφάσισα! μου ανακοινώνει.
-Τι είναι ρε μαλάκα; ρωτώ με αγωνία. Παντρεύεσαι την καλή σου;
-Όχι, μουδιάζει, σφίγγεται. Δεν βγαίνουν τα έξοδα.
-Ε, τότε τι αποφάσισες ρε βλήμα; ερωτώ απορημένος.
-Θα ταξιδέψω στο Τορίνο! μου λέει σιγανά, κοιτάζοντας γύρω.
-Τι φοβάσαι ρε! του φωνάζω. Ωραία, θα πας στο Τορίνο, ωραία πόλη είναι, θα κάνεις διακοπές, δε θυμάμαι, έχει θάλασσα το Τορίνο..
-Δεν ξέρω! δε με νοιάζει! μου σφυρίζει, κλείνοντας μου το στόμα, έτσι που να μουγκρίζω αντί να βγάζω λέξεις... Έχω ένα σκοπό αλλά μη μας ακούσει η δικιά μου!
-Γιατί ρε; κάνω συνομωτικά κι εγώ στ αυτί του. Τι πρόκειται να κάνεις κανένα έγκλημα;
-Όχι...αλλά..είναι κάποια έξοδα, καταλαβαίνεις. Χρειάζομαι μόνο για την αγορά εκατόν δέκα ευρώ;
-Τι θ αγοράσεις ρε; καμιά πολυκατοικία στο Τορίνο; γελάω.
-Όχι ρε μαλάκα, μια φανέλα πάω να πάρω!
-Τι φανέλα ρε μαλάκα; ξαφνιάζομαι...[δεν τον είχα και για τόσο μαλάκα.]
'Ελα, μαλάκα, τη φανέλα του Τριστάνο πάω να πάρω, τι με πέρασες...Ρονάλντο είναι αυτός..
-Του Τριστάνο; αυτού με την Ιζόλδη; απορώ.
-Ποια Ιζόλα..τι μου λες! Ρο-να-λντο! δεν τον ξέρεις;
-Ααα! τον ξέρω, αυτόν που χτενίζεται όταν βάζει γκολ.. αυτόν δε λες; α ναι, να πας ρε μαλάκα, να πας και να δώσεις διακόσια, τριακόσια ευρώ, μην είσαι μαλάκας έχει ανάγκη η Γιουβέντους από τα ευρώ σου! πρέπει να συμπληρώσει τα χρήματα που έδωσε για να τον αγοράσει..
-'Εχει μαζέψει από τις πωλήσεις των φανελών πενήντα εκατομμύρια ευρώ, μου λέει ηλίθια.
-Και με τα δικά σου θα φτάσει τα πενήντα εκατομμύρια και εκατόν δέκα ευρώ, του λέω πιο ηλίθια και δεν αντέχω άλλο.
Του χώνω δέκα μπουνιές στο αδιόρθωτο κεφάλι του- έτσι που να μείνει χωρίς κεφάλι, τι το θέλει αφού έτσι κι αλλιώς δεν το βάζει να εργάζεται.

Η ΑΙ μας παρηγορεί!

 

 


 

Μας έχει στριμώξει η AI . Μας στριμώχνει κι η Αμερική με συνεχείς πολέμους, η ακρίβεια στα ύψη, τι να σου κάνει κι η τεχνική νοημοσύνη, τη ρώτησα και μου απάντησε πως πρέπει ν αυξήσω τα...εισοδήματα μου! ευχαριστώ AI, εγώ είμαι ένας φτωχός και μόνος ζωγράφος, οι άνθρωποι δεν αγοράζουν πια πίνακες τι να κάμω; ν αλλάξεις επάγγελμα, μου είπε κι εγώ έβαλα τα κλάματα και να δεις που με συμμερίστηκε: μην κλαις! όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι στην ψάθα πέθαναν. 


 

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

μπουρδελοποιεία

 


Κάτι κακό συμβαίνει σ αυτή την πολιτεία
και κλείσαν όλα τα τρελοκομεία
Κάτι συμβαίνει σ αυτή την πολιτεία
Ώρα λοιπόν να χορέψουμε στο ταψί
όσους μας αγαπάνε.
 
Κάτι με πληγώνει σ αυτή την πολιτεία που ξεπέφτει η οικονομία
δεν είμαι εγώ, δεν είσαι εσύ, είμαστε όλοι μαζί στο καψιμί
είμαι εγώ μονάχος μου που κατρακυλώ στο άστα να πάνε
Κάτι μου συμβαίνει σ αυτή την πολιτεία
κλείσανε όλα τα βρεφοκομεία
 κι αλήθεια δεν έχω που να πάω
σβήσανε και όλα όλα τα σ αγαπάω
όλα όλα τα κα- τα καφενεία.
 
Κάτι κακό συμβαίνει σ αυτή την ερημία
και κλείσαν όλα τα μπουρδελοποιεία.
Μέρα λοιπόν που ναχεις το νου σου
να μην ξεχάσεις το χαρτί να μην ξεχάσεις την παρόλα
να πάμε βόλτα στην ακρογιαλιά με ματογυάλια
ίσως περάσει ο ταβατζής σου Ελλάδα
 
Κάτι μου συμβαίνει σ αυτή την πολιτεία

 

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

ΠΡΏΤΗ ΑΓΆΠΗ

 


ΠΡΏΤΗ ΑΓΆΠΗ
Η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, ήταν τόσο μικρή, ίσως, εφτά ή οχτώ χρονών, ένα κορίτσι της γειτονιάς με αχτένιστα μαλλιά, μεγάλα μάτια, απορημένα, πράσινα με λίγο κόκκινο στις άκρες, συνήθως μουντζούρικο πρόσωπο με εξογκωμένα τα μήλα, τις παρειές και μου λεγε τότε ο πατέρας, με άγριο, βλοσυρό ύφος, σαν να κρυβε κάποιο μυστικό αυτό του ύφος, πως, δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα, είσαι μόνο εννιά χρονών, ήμουν ένα χρόνο μεγαλύτερος από την Σταυρούλα αλλά εγώ ένιωθα έντονα την επιθυμία να είμαι μαζί της, στα στενά, πίσω από τις ακακίες, να της πιάνω το χέρι και να κοιταζόμαστε ώρες στα μάτια, δεν ξέραμε και τι άλλο να κάναμε, η Σταυρούλα δεν μιλούσε ή μιλούσε σπάνια, δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά κι όταν εγώ έπαιζα, γιατί εμένα μου άρεσαν όλα τα παιχνίδια, ερχόταν και καθόταν μόνη στο πεζούλι της αλάνας, κι έκλαιγε που ήταν μόνη κι εγώ από τότε σκεφτόμουν τι είναι η μοναξιά, η μοναξιά του καθενός είναι η μοίρα του, έγραψα τόσο μικρός και ζωγράφισα σε μια μικρούλα πέτρα, με μια άλλη πέτρα, την Σταυρούλα που της την χάρισα και την έχει ακόμα φαντάζομαι, και χαμογέλασε, χαμογελούσε, τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα, που άρχισε να γίνεται γυναίκα, το μικρό της στήθος μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε και μένα η απαυτή μου κι όποτε την συναντούσα, προσπαθούσα να κρύψω το φούσκωμα του παντελονιού αλλά είναι μερικά πράγματα που δεν κρύβονται, γι αυτό κοκκίνιζα αλλά ούτε ντρεπόμουν ούτε φοβόμουν αφού η επιθυμία γινόταν σφοδρή, τόσο που τις νύχτες, τις απέραντες νύχτες, ξυπνούσα μούσκεμα ανάμεσα στα σκέλια, με μια απίστευτη γλύκα αλλά και λίγο ντροπή που η μητέρα μου τα έβλεπε και μια μέρα με κοίταζε με χαραγμένο ένα χαμόγελο στο ωραίο της πρόσωπο, ήταν πολύ όμορφη η μητέρα, κρατώντας το λεριασμένο σωβρακάκι μου και δεν είπε τίποτε, τι να λεγε, κατάλαβε πως γινόμουν άντρας, έτσι ένιωθα κι εγώ μια μικρή περηφάνια, μέσα στη βροχή, μια ραγδαία καταιγίδα που μας έπιασε στον δρόμο που τρέχαμε με την Σταυρούλα, ώσπου σταματήσαμε σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, πίσω από τις ακακίες, μπήκαμε μέσα με τα νερά να τρέχουν πάνω μας, τα όνειρα να παιδεύονται, οι πρώτες λέξεις που θα πεις εκεί, δεν βγαίνουν, πόσο μάλλον όταν είσαι δεκατριών χρονών και θέλεις να κάνεις έρωτα, να δεις για πρώτη φορά το εφηβαίο και το γυμνό στήθος μιας γυναίκας, που ήταν τόσο κοντά μου και με ήθελε κι αυτή, όσο κι εγώ, η Σταυρούλα κι εγώ ο Αντόνιος, έτσι με φώναζαν όλοι και μου άρεσε, μόνοι μέσα σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, με την βροχή να σέρνεται, τώρα ήσυχα, τόσο που φοβήθηκα μήπως τώρα θα ήθελε να φύγουμε και χωρίς να το καταλάβω την φίλησα στο στόμα, έτσι που είχε μείνει μισάνοιχτο να με κοιτάζει και με φίλησε κι εκείνη είναι αλήθεια λίγο άτσαλα, αυτό το κατάλαβα μετά αλλά, τότε λίγο με ένοιαξε αφού η ανάσα της, η ανάσα ενός κοριτσιού δεκατριών χρονών, ήταν, δεν ξέρω ακόμα να δώσω με κάποιες λέξεις, το άρωμα που μου έχει μείνει στο μυαλό πάντοτε όταν την φέρνω κοντά μου, ανασκαλεύοντας το παρελθόν μου, ψάχνοντας να καταλάβω, πως ήταν εκείνη η πρώτη αγκαλιά, μιας σμίξης που έγινε βιαστικά, σαν να μην έπρεπε, σαν να ήταν κάτι που δεν έπρεπε να κάνουμε, ήταν μια αμαρτία θα έλεγε ο παππάς αλλά η Σταυρούλα ένιωσε πολύ ευτυχισμένη, αμίλητη σε ένα χρόνο νεκρό, με ένα γελάκι να σκάει στα ωραία της χείλη, κι εμένα να μου αρέσει, να νιώθω απίστευτα γεμάτος, μια χαρά ξεπηδούσε από το στήθος, το στήθος ενός παιδιού που μεγάλωνε και γινόταν άντρας, ενώ το λίγο κόκκινο, πηχτό αίμα, αίμα κι επιθυμία, σκουπιζόταν, όπως σκουπιζόταν, κι έκαιγε, τσουρούφλιζε μια απίστευτη επιθυμία, πάλι η επιθυμία, τον νου να είμαστε πάντα μαζί, κι αφού το ξερα, δεν ξέρω πως, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, αφού γνώριζα από τότε την αιώνια πραγματικότητα μου.

σκοτεινό φιλί

    ΣΚΟΤΕΙΝΌ ΦΙΛΊ  Ζωή δίχως κίνητρο  πως να τη ζήσεις; μαρτυρώντας ψεύτικα λόγια; η τέχνη δε με σώζει, η γνώση, οι λέξεις έχουν κάποια εύνο...