Κάποιος είπε πως μια θάλασσα περνά
η αγάπη μου συγνώμη δε ζητά
τα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό
πάντα εσένα ήθελα μα πίσω δε γυρνώ.
Μα εσύ είπες πως μια θάλασσα
νικάς
Αφού όλο το Φθινόπωρο θα μ αγαπάς
Τα φύλλα έπεσαν ξανά κάτω στη γη
κι εμείς μείναμε άφωνοι μες τη σιγή
Κάποιος είπε πως τα δέντρα
μας μισούν
ένας άνεμος που τον εφώναζαν σιμούν
Όλο το Φθινόπωρο είπα θα σ αγαπώ
δε φυτρώνουν όνειρα χωρίς νερό.
Η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, ήταν τόσο μικρή, ίσως, εφτά ή οχτώ χρονών, ένα κορίτσι της γειτονιάς με αχτένιστα μαλλιά, μεγάλα μάτια, απορημένα, πράσινα με λίγο κόκκινο στις άκρες, συνήθως μουντζούρικο πρόσωπο με εξογκωμένα τα μήλα, τις παρειές και μου λεγε τότε ο πατέρας, με άγριο, βλοσυρό ύφος, σαν να κρυβε κάποιο μυστικό αυτό του ύφος, πως, δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα, είσαι μόνο εννιά χρονών, ήμουν ένα χρόνο μεγαλύτερος από την Σταυρούλα αλλά εγώ ένιωθα έντονα την επιθυμία να είμαι μαζί της, στα στενά, πίσω από τις ακακίες, να της πιάνω το χέρι και να κοιταζόμαστε ώρες στα μάτια, δεν ξέραμε και τι άλλο να κάναμε, η Σταυρούλα δεν μιλούσε ή μιλούσε σπάνια, δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά κι όταν εγώ έπαιζα, γιατί εμένα μου άρεσαν όλα τα παιχνίδια, ερχόταν και καθόταν μόνη στο πεζούλι της αλάνας, κι έκλαιγε που ήταν μόνη κι εγώ από τότε σκεφτόμουν τι είναι η μοναξιά, η μοναξιά του καθενός είναι η μοίρα του, έγραψα τόσο μικρός και ζωγράφισα σε μια μικρούλα πέτρα, με μια άλλη πέτρα, την Σταυρούλα που της την χάρισα και την έχει ακόμα φαντάζομαι, και χαμογέλασε, χαμογελούσε, τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα, που άρχισε να γίνεται γυναίκα, το μικρό της στήθος μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε και μένα η απαυτή μου κι όποτε την συναντούσα, προσπαθούσα να κρύψω το φούσκωμα του παντελονιού αλλά είναι μερικά πράγματα που δεν κρύβονται, γι αυτό κοκκίνιζα αλλά ούτε ντρεπόμουν ούτε φοβόμουν αφού η επιθυμία γινόταν σφοδρή, τόσο που τις νύχτες, τις απέραντες νύχτες, ξυπνούσα μούσκεμα ανάμεσα στα σκέλια, με μια απίστευτη γλύκα αλλά και λίγο ντροπή που η μητέρα μου τα έβλεπε και μια μέρα με κοίταζε με χαραγμένο ένα χαμόγελο στο ωραίο της πρόσωπο, ήταν πολύ όμορφη η μητέρα, κρατώντας το λεριασμένο σωβρακάκι μου και δεν είπε τίποτε, τι να λεγε, κατάλαβε πως γινόμουν άντρας, έτσι ένιωθα κι εγώ μια μικρή περηφάνια, μέσα στη βροχή, μια ραγδαία καταιγίδα που μας έπιασε στον δρόμο που τρέχαμε με την Σταυρούλα, ώσπου σταματήσαμε σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, πίσω από τις ακακίες, μπήκαμε μέσα με τα νερά να τρέχουν πάνω μας, τα όνειρα να παιδεύονται, οι πρώτες λέξεις που θα πεις εκεί, δεν βγαίνουν, πόσο μάλλον όταν είσαι δεκατριών χρονών και θέλεις να κάνεις έρωτα, να δεις για πρώτη φορά το εφηβαίο και το γυμνό στήθος μιας γυναίκας, που ήταν τόσο κοντά μου και με ήθελε κι αυτή, όσο κι εγώ, η Σταυρούλα κι εγώ ο Αντόνιος, έτσι με φώναζαν όλοι και μου άρεσε, μόνοι μέσα σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, με την βροχή να σέρνεται, τώρα ήσυχα, τόσο που φοβήθηκα μήπως τώρα θα ήθελε να φύγουμε και χωρίς να το καταλάβω την φίλησα στο στόμα, έτσι που είχε μείνει μισάνοιχτο να με κοιτάζει και με φίλησε κι εκείνη είναι αλήθεια λίγο άτσαλα, αυτό το κατάλαβα μετά αλλά, τότε λίγο με ένοιαξε αφού η ανάσα της, η ανάσα ενός κοριτσιού δεκατριών χρονών, ήταν, δεν ξέρω ακόμα να δώσω με κάποιες λέξεις, το άρωμα που μου έχει μείνει στο μυαλό πάντοτε όταν την φέρνω κοντά μου, ανασκαλεύοντας το παρελθόν μου, ψάχνοντας να καταλάβω, πως ήταν εκείνη η πρώτη αγκαλιά, μιας σμίξης που έγινε βιαστικά, σαν να μην έπρεπε, σαν να ήταν κάτι που δεν έπρεπε να κάνουμε, ήταν μια αμαρτία θα έλεγε ο παππάς αλλά η Σταυρούλα ένιωσε πολύ ευτυχισμένη, αμίλητη σε ένα χρόνο νεκρό, με ένα γελάκι να σκάει στα ωραία της χείλη, κι εμένα να μου αρέσει, να νιώθω απίστευτα γεμάτος, μια χαρά ξεπηδούσε από το στήθος, το στήθος ενός παιδιού που μεγάλωνε και γινόταν άντρας, ενώ το λίγο κόκκινο, πηχτό αίμα, αίμα κι επιθυμία, σκουπιζόταν, όπως σκουπιζόταν, κι έκαιγε, τσουρούφλιζε μια απίστευτη επιθυμία, πάλι η επιθυμία, τον νου να είμαστε πάντα μαζί, κι αφού το ξερα, δεν ξέρω πως, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, αφού γνώριζα από τότε την αιώνια πραγματικότητα μου.
ΤΕΛΟΣ
Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την κατάσταση που θα ζητηθεί να βιώσουμε εμείς, και οι αμέσως επόμενοι με πρώτους τα παιδιά μας, είναι αναντίρρητα ζοφερή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να άρχισε όταν γιγαντώθηκαν οι τεχνολογικές εταιρείες, facebook, Google, twiter, κλπ και είναι η πρώτη φορά με βάση παγκόσμιες εκτιμήσεις που επηρεάζουν από το καλύτερο στο χειρότερο τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Δυόμισι δισεκατομμύρια το facebook, για να πάρουμε ένα παράδειγμα που σύμφωνα, πάλι με διεθνείς μετρήσεις μας έκανε όλους-μα όλους! αλγοριθμικές μαριονέτες. Μας έκανε να νιώθουμε πιο μόνοι, αντί να μας φέρει πιο κοντά, αντίθετα μας απομονώνει, μας απομακρύνει και μεγαλώνει τη μοναξιά μας.
Όλα αυτά που νιώθω είναι φανερά η αβεβαιότητα μετά από δεκαπέντε χρόνια και πλέον χρήστης αυτών των συστημάτων, διαβάζοντας και μελετώντας, άρθρα, συζητήσεις, κείμενα, σοβαρών, σπουδαίων επιστημόνων, υπευθύνων, συγγραφέων, αλλά και του απλού κόσμου που η γνώμη του βαραίνει ουσιαστικά αλλά που δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί, μόλις τώρα μου καρφώθηκε η ιδέα, πως από εδώ και πέρα θα είναι ανέφικτη οποιαδήποτε συλλογική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ακόμα πως φαίνεται για πρώτη φορά στο παγκόσμιο στερέωμα μια τεράστια απειλή για τη δημοκρατία κι αυτή εκφράζεται -η απειλή- από ανθρώπους που ελέγχουν αυτούς τους γίγαντες, όπως ο Ζακενμπεργκ, ο Τζεφ Μπέζος που μερικοί θέλουν να τον κάνουν Έλληνα, λες και έχει καμιά σημασία πια αυτό, ανέκαθεν το χρήμα δεν έχει πατρίδα,- η Μακέντζι Σκοτ η συγγραφέας και φιλάνθρωπος και τέλος πάντων οι περίπου πεντακόσιοι πιο πλούσιοι άνθρωποι αυτού του καιρού έγιναν πιο πλούσιοι, δηλαδή αύξησαν την περιουσία τους εν μέσω πανδημίας, πάνω από ένα τρισεκατομμύριο. Και φυσικά όλοι αυτοί έγιναν μέσω του χρήματος και του τέρατος της τεχνολογίας, φασίστες παντός είδους και είναι όλοι πανομοιότυποι, λες και βγήκαν από κάποιο μαγικό καλούπι. Τα δε ΜΜΕ τους ανεβοκατεβάζουν συνέχεια, τους διαφημίζουν, γράφουν με στομφώδη λόγια την βιογραφία τους και πως απέκτησαν τα πλούτη με έναν θαυμασμό που προκαλεί και προσκαλεί τον κάθε επίδοξο ηλίθιο να προσπαθήσει ν ακολουθήσει αυτό το πρότυπο. Όλα τα μέσα τους λιβανίζουν. Λιβανίζουν με στόχο να εκμαιεύσουν και να καρπωθούν υλικά.
Μας δίνουν δε, τόσο πολλή πληροφόρηση και μας οδηγούν στην παθητικότητα και τον εγωισμό, αυτά είναι δυο οικτρά συμπεράσματα που αποκαλύπτονται με βάση τα πεπραγμένα όλων των μεγάλων πλατφορμών, από το εντελώς φασιστικό facebook που ξεκίνησε από μια παρέα φίλων για να καταλήξει σ αυτό το έκτρωμα αγκίστρωσης και εθισμού δισεκατομμυρίων ανθρώπων, επειδή τους κολάκεψε, τους άνοιξε μια οθόνη, τους παραχώρησε έναν θώκο αποβλάκωσης, μέχρι το τελευταίο ιστολόγιο που προσπαθεί να τους μοιάσει. Υπάρχουν οι περισσότεροι απ τους ακολουθητές του fecebook που δεν μπορούν να ζήσουν δίχως like, η χαζογκόμενα και ο πανύβλακας που ανεβάζοντας κάθε μέρα φωτογραφίες και κάποιες εξυπνάδες νομίζει πως έγινε κάποιος και περηφανεύεται για τα τόσα like τους χιλιάδες φολόουερς, ενώ είναι σίγουρο πως έχει χάσει κάθε επαφή, κάθε πραγματική επικοινωνία με τη χαρά της ζωής, την ανταπόδοση, τη φιλία, την αγκαλιά.
Φυσικά μέσα σ αυτό το τεράστιο πλήθος, ανήκω κι εγώ που παραμένω αμέτοχος χρήστης. Παραμένω αδρανής ανάμεσα σας, ανάμεσα στους αδύναμους και εδώ είναι ο βασικός στόχος όλων αυτών των silikon Balei, όλων αυτών των τεχνολογικών εξελίξεων που θέλουν ν αποκρύψουν την αλήθεια κι ακόμα να σταματήσουν κάθε αντίδραση, κάθε ίχνος που θέλει να έχει διαφορετική γνώμη. Θυμάμαι πως παλιά, κατέβαιναν πεντακόσιες χιλιάδες οικοδόμοι στο κέντρο της Αθήνας και έτρεμαν οι κυβερνήσεις-θα μου πεις τι κατάφερναν κι αυτοί- αλλά σήμερα αν βγεις στο δρόμο μόνος και να φωνάξεις εναντίον του facebook να είσαι σίγουρος πως θα σε σκοτώσουν! θα σε σκοτώσει ο μεγάλος αδερφός, ο σιδερένιος υπολογιστής, το ανώνυμο πλήθος που δεν μπορεί πια να ζήσει δίχως Amazon, δίχως το χυδαίο, χωρίς το πορνό που επιτρέπεται αλλά δεν επιτρέπεται, με την Κατίνα που δημοσιεύει κάθε μέρα τι φαγητό μαγείρεψε, με τα άψυχα χρόνια πολλά.
Αυτοί, λοιπόν οι αποκαλούμενοι επενδυτές υψηλού ρίσκου αμβλύνουν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα, μολύνουν το τοπίο της πληροφορίας και κάνουν δυσκολότερη τη συνάντηση με διαφορετικούς ανθρώπους! Αυτό, νομίζω είναι και ο κύριος στόχος τους: η συνάντηση των διαφορετικών ανθρώπων, επειδή αυτοί είναι ανέκαθεν ιστορικά το μεγάλο πρόβλημα της εξουσίας.
Θα μου πεις, καλά ρε δεν υπάρχει ούτε ένας καλός λόγος για τα επιτεύγματα της τεχνολογίας; για την τεράστια εξέλιξη της ιατρικής, της κάθε επιστήμης γενικότερα; και θα απαντήσω όχι επειδή τα μειονεκτήματα υπερτερούν κατά κράτος ή πως υπάρχει καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος από το να προάγουμε τον κάθε Ζάκενμπεργκ σε σατραπίσκο, και από το να αποτελούμε μια φυλακισμένη κοινωνία, μια αποβλακωμένη απόλαυση.
Αν άκουγα αυτούς που με συμβούλευαν θα είχα βουλιάξει περισσότερο απ ότι έχω βουλιάξει, κάνοντας του κεφαλιού μου. Δέκα και είκοσι ώρα για μ...