Χτες
έκανα δυο πράγματα μονάχα. Όπως περπατούσα
στον
πεζόδρομο, δε θυμάμαι σε ποιον
δρόμο-είχα πιεί ή δεν είχα πιει;
-κλώτσησα
μια μαρμάρινη σφαίρα που την πέρασα για
μπάλα
ποδοσφαίρου και το δεξί μου ποδάρι
πρήστηκε τόσο που δεν το
είχα ξαναδεί.
Ο γιατρός μου έβαλε επιδέσμους και μου
είπε μη σε
νοιάζει σε ένα μήνα θα μπορέσεις
να ξανακλωτσήσεις. Μετά,
κατέβηκα στην
Βαλτετσίου, ξέρετε εκεί που είναι τα
εστιατόρια.
Τι μου ήρθε στο μυαλό; Είδα
έναν που ήταν έτοιμος να φάει μια
τεράστια
μπουκιά και πρόλαβα να του αρπάξω το
πιάτο!
Δεν μπορείς να φανταστείς πως με
κοίταξε. Πεινάω ρε, του
είπα και κρατούσα
το πιάτο. Κι εγώ πεινάω, μου
απάντησε με
γουρλωμένα
μάτια και μου ρίχνει μια
μπουνιά στο αριστερό μάτι, αυτό που
βλέπετε μαυρισμένο σήμερα. Ο οφθαλμίατρος,
μου είπε πως σε
ένα μήνα δεν θα έχω
πρόβλημα. Θα ξαναβλέπω.
Κανείς
δε μας είπε σήμερα, τι ωραίο χαμόγελο
που έχετε!
Αστράφτει στον ήλιο καθώς
περνάς, το γαλάζιο σου φουστάνι
και κοιτάς τους περαστικούς στα μάτια. Τι
καλά που είναι
ευτυχισμένοι οι άνθρωποι
λες! Μια μεγάλη χαραμάδα γέλιου
ξεχύθηκε
στους δρόμους κι όλοι αυτοί που αγαπούσατε
με
τρόπο, που κάποτε θα κάνατε έρωτα, εσείς κι εμείς, ναι, γιατί
είμαστε ωραίοι
σήμερα. Και περπατάς στην άσφαλτο
θροίζοντας
το πουκάμισο το πρασινί, λες
και όλες οι γκόμενες, οι πανέμορφες
γυναίκες και οι γουστόζικοι άντρες,
λατρεύουν το άνοιγμα του
καλοσυνάτου Ιούλη. Πλιάτσικα μας δουλεύεις
πρωί-πρωί ή είσαι
ξενέρωτος μαλάκας θα
πούνε ρε αδερφέ αλλά κανείς δε μας είπε
τι γλυκείς που είστε, σαν ζάχαρη, σαν
παγωτό που λειώνει στο
κρεββάτι σου, η
γυναίκα με τα λευκά στήθη κι ο άντρας
με το
μεγάλο πέος. Τώρα, σίγουρα σήμερα
ο ουρανός είναι πιο γαλάζιος.
Ο ήλιος
καίει λιγότερο τα σπάργανα του χρόνου.
Κανείς δεν πονάει.
ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ;
Υπάρχει
μια ανοησία στην ύπαρξη. Όπως και στην
αιτία.
Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία.
Αιτία χωρίς αιτία. Αλλά ας το αντιστρέψουμε.
Γιατί να υπάρχει αιτία; δεν θα είναι πιο
καλά
τα πράγματα να είναι για πάντα
έτσι; Να μην γεννήθηκαν ποτέ;
Ένα από τα
μεγαλύτερα αξιώματα είναι πως καμιά
ύπαρξη αφού
πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω.
Εδώ δεν επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη
είναι παντοτινή. Κανείς δεν γυρίζει
πίσω. Κανείς δεν ανασταίνεται
και είναι
τουλάχιστον ηλίθιο να πιστεύουμε πως
μπορεί να γίνει
κάτι τέτοιο, γιατί τότε
δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν
αναστηθείς πρέπει να πεθάνεις.
Ν Εγγονόπουλος |
Κάνει
πολύ ζέστη. Κουφόβραση.
Οι άνθρωποι δεν κοιμούνται.
Κανένας
ύπνος δεν είναι πια του καθενός. Περπατάω
στους
δρόμους και σκοντάφτω πάνω σε
άλλους, γίναμε πολλοί.
Πολλοί που ξέρουν
τα μυστικά μας και τότε τι θα κάνουμε
με
όλους αυτούς; Πως θα τους χωρέσουμε
στο μυαλό μας;
Δεν χωράνε στην τσέπη
μας, έχουν άλλους λόγους να υπάρχουν.
Η
τσέπη μου έγινε στενή
λωρίδα αίματος. Βάνω εκεί τα χέρια
μου
και γεμίζουν αίμα. Ψάχνω τα κέρματα
που μου έκλεψαν.
Γιατί; εγώ είμαι ένας
δικός σας άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για
να με δικάσετε, όμως μερικοί με κοιτάνε
με μάτι θολό. Που σε ξέρω ρε
φίλε; Έχουμε
να πούμε κάτι εμείς οι δύο; Τα λέγαμε
εμείς
κι από
παλιά; Και είναι έτοιμοι να σου
χιμήξουν. Γιατί
το έγραψα αυτό;
ίσως μια κρίση ευσυνειδησίας
με κατατρέχει από παλιά. Από τότε
που
ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω,
γιατί έβλεπα τι
πάθαιναν αυτοί που
μεγάλωναν
και ίσως
γιατί
κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω
τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να
σας
γεμίσω με ψεύτικες εικόνες,
να σας κοροϊδέψω, επειδή εγώ ήμουν
και
κανένας άλλος. Από τότε όμως, πάλι
φοβόμουν το ελάχιστο.
Αυτό που γίνεται
από το τίποτε. Εκεί που ξεκινάς ταξίδι
κι αντί
να πας στον προορισμός σου,
πηγαίνεις στο γκρεμό. Κι ύστερα
δεν
υπάρχει γυρισμός. Δεν υπάρχει τίποτα ΦΟΒΑΜΑΙ
ΤΟ
ΕΛΑΧΙΣΤΟ…τρέχει κάτι ρε φίλε;.
πίσω που να θυμίζει
τον
καλό εαυτό σου. Οι δρόμοι στενεύουν
επικίνδυνα,
δεν χωράμε να περάσουμε ένας
με έναν,
τα τσιμέντα πνίγουν τις ανάσες μας,
κάνε παρά πέρα ρε μαύρε,
με τα χέρια πάντα στις τσέπες με το
μυαλό καρφωμένο στο κάτι είναι τέλος
πάντων αυτή η ζωή
μας,
δεν είναι ένα τίποτα, δεν είναι αυτό
το μικρό φύλλο που
τσαλάκωσες το μεσημέρι,
ίσως ψάχνοντας σημειώσεις που όταν
τις
ξαναδιαβάσεις,
τις αναιρείς αυτόματα, λέγοντας πως δεν
έχουν
αξία
οι χθεσινές σου σκέψεις, σήμερα άλλα
γίνονται. Και παρ
όλα αυτά, φοβάμαι το
ανέλπιστο. Αυτό που γίνεται από το
τίποτα.
Τρέχει κάτι ρε φίλε; Σε ξέρω κι
από χτες;
Όλες οι
θρησκείες, οι θεοί, οι ημίθεοι
και οι
προφήτες, φτιάχτηκαν
από ανθρώπους που δεν είχαν φτάσει
σε
πλήρη ανάπτυξη των πνευματικών
τους
δυνατοτήτων.Από αυτό κι μόνο
εξάγουμε
το συμπέρασμα πως οι θεοί
είναι
φαντασιώσεις ανθρώπων
στηριγμένων
στην
άγνοια και την πίστη και γι αυτό
και
μόνο όπου βασιλεύει η
αμάθεια περισσεύει
η βλακεία. Το μεγαλύτερο μέρος της
σημερινής ανθρώπινης διανόησης δεν
πιστεύει στην ύπαρξη
των θεών.[στην
Αμερική το 98% των επιστημόνων αρνείται
την ύπαρξη
ανωτέρας δύναμης]
Ας
δούμε όμως εν ολίγοις τον Χριστιανισμό.
Τι είναι ο
χριστιανισμός; Πως δημιουργήθηκε
σαν θρησκεία και ποιες
είναι η βασικότερες
αλήθειες για τον φερόμενο ως αρχηγό του
τον
Ιησού τον Ναζωραίο; Ο χριστιανισμός
δημιουργείται σε μια
περίοδο που η
ανθρωπότητα διανύει την πλήρη Ρωμαϊκή
κυριαρχία
και ίσως είναι η πρώτη φορά
που ο ιμπεριαλισμός, εμφανίζεται
σε όλο
του το μεγαλείο.Ο σκοταδισμός και η
αγραμματοσύνη
κυριαρχεί σε όλες τις
κατακτημένες περιοχές. Οι υποδουλωμένοι
Ιουδαίοι προσπαθούν ν αποτινάξουν αυτόν
τον Ρωμαϊκό ζυγό.
Λαός δαιμονομανής και
ευφάνταστος περιμένει κάποιον προφήτη
να τον
σώσει. Προτού όμως προχωρήσω πιο
κάτω, θα πρέπει να
δεχτούμε
τρεις βασικές
εικασίες-αλήθειες για τον ιδρυτή του.
Πρώτη ότι
υπήρξε με την μεταφυσική του
έννοια, δεύτερη ότι ήταν ένας
επαναστάτης
και τρίτη πως δεν υπήρξε καθόλου.Θα
ξεκινήσουμε
από την τρίτη. Πως είναι δυνατόν να μην υπήρξε ιστορικά ο
Χριστός;
Κι όμως είναι. Είπαμε πως οι Εβραίοι
περιμένουν τον
Μεσσία, κάποιον που να
τους σώσει. Κάθε μέρα λοιπόν
εμφανίζεται
στη συναγωγή, στην αγορά, κάποιος
που παριστάνει τον
Μεσσία.
Φυσικά το
ιερατείο τον καταδίδει κι ακόμα πιο
φυσικά οι
Ρωμαίοι
τον σταυρώνουν.
[Λέγεται πως πριν την εμφάνιση του
συγκεκρι-
μένου Χριστού, οι Ρωμαίοι είχαν
σταυρώσει πάνω από 70.000
τέτοιους μεσσίες]
Οι Εσσαίοι, κάποιο επαναστατικό φύλο
συλλαμβάνει την ιδέα ενός αόρατου μεσσία,
κι ετσι κυκλοφορεί
την φήμη πως ήρθε,
πως κάνει θαύματα και θα εμφανιστεί και
ούτω καθεξής. Αυτή η εικασία απορρίπτεται αλλά μένει το
πόσους
Μεσσίες είχαν
σταυρώσει οι Ρωμαίοι. Η δεύτερη εικασία
περί
υπάρξεως του Χριστού σαν επαναστάτης-
ληστής, είναι η πιο
κοντινή στην αλήθεια
και υπάρχουν πολλά ιστορικά κείμενα
που
μπορούν ν αποδείξουν τούτο. Και η
πρώτη πως υπήρξε σαν
θεός,
είναι αυτή
που διαμόρφωσε ο απόστολος Παύλος κατά
κύριο
λόγο
και ο Μέγας Κωνσταντίνος-
που η Χριστιανική ιστορία
κατέταξε
μέγα για λόγους που η ίδια
γνωρίζει- κατά κυριότερο λόγο.
Αλλά
δεν
νομίζω πως πρέπει εδώ να υπενθυμίσω τον
τρόπο με
τον οποίο
η κάθε θρησκεία
αποκτηνώνει και διαφθείρει τους λαούς.
Ούτε
πρόθεσή μου είναι να επαναλάβω την
ιστορία των θρησκειών
και
των ηγετών
τους που εξ άλλου είναι γραμμένη από
πιο
ειδικούς.
Πρόθεση μου είναι να
υποστηρίξω με αποδείξεις την μη ύπαρξη
του ενός. Όποιος θέλει να πιστεύει στον
θεό και να τον λατρεύει
πρέπει αμέσως
ν απαρνηθεί ευθέως την ελευθερία του
και τον
ανθρωπισμό του λέει ο Μπακούνιν
για να συνεχίσει:Εαν ο θεός
υπάρχει, ο
άνθρωπος είναι σκλάβος αλλά ο άνθρωπος
μπορεί και
πρέπει να είναι ελεύθερος.
Άρα θεός δεν υπάρχει.
Η βασικότερη όμως κατ εμέ θεώρηση για την
μη ύπαρξη του
ενός
είναι αυτή που
υποστηρίχτηκε από τον Αϊνστάιν. Λέει
λοιπόν ο
Αϊνστάιν πως σ αυτόν τον κόσμο
τα πάντα κατέχουν μια θέση.
Εδώ ένα άτομο
οξυγόνου εκεί μια πέτρα και ούτω καθεξής.
Είναι
δηλαδή κατανοητό πως κάθε πράγμα
κατέχει μια θέση. Ο θεός
ποια
θέση
κατέχει; Καμία εντός του κόσμου. Άρα
βρίσκεται εκτός του
κύκλου του σύμπαντος.
Είναι δηλαδή μια κουκκίδα έξω από το
σύμπαν και από μόνο του αυτό δεν στέκει. Αυτή όμως την
κουκκίδα κάποιος πρέπει
να την δημιούργησε άρα εμπίπτει
ένας
άλλος κύκλος σύμπαντος και μια άλλη κουκκίδα πάλι έξω
από αυτόν. 'Όπως
καταλαβαίνετε ο κύκλος αυτός είναι
ατελείωτος.
Αλλά και στο
κάτω της γραφής γιατί σώνει και καλά να μας δημιούργησε
κάποιος;
Τι νόημα έχει δηλαδή η ύπαρξη
του θεού; Τα πράγματα
υπάρχουν
από μόνα
τους εσαεί. Η ύλη μεταμορφώνεται σε
ενέργεια και
τανάπαλιν. Ο σημερινός
άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από
κανέναν
θεό και πόσο μάλιστα από τους υπάρχοντες.
Μετά από μια ωραία βροχή που ξέπλυνε την εικόνα μας- μια βροχή μας έσωζε παλαιότερα, τώρα δε μας σώζουν ούτε οι καταιγίδες- μερικοί υποστηρίζουν πως χάλασε ο... καιρός επειδή βρέχει! ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι που τονίζουν συνέχεια αυτή την ανοησία. Αντί να πουν πως έφτιαξε ο καιρός, πως η θερμοκρασία είναι σε πολύ καλούς βαθμούς, μασουλάνε αυτή την παπαριά. [Άσε εκείνο το περίφημο ¨"σε περίπου"! αντί του ευκόλως κατανοητού περίπου σε.] Και μετά περιμένεις από τους απλούς ανθρώπους να μιλά σωστά Ελληνικά, όταν ακούνε καθημερινά τόσες ανοησίες.
Βέβαια δεν ξεκίνησα να γράψω κάτι για τους δημοσιογράφους, ούτε να γκρινιάζω Κυριακάτικα, πίνοντας τον καφέ μου και διαβάζοντας μια εφημερίδα. Θα μου πεις, διαβάζεις ακόμα εφημερίδα; και θ απαντήσω πως ναι, διαβάζω αλλά πλέον μόνο τις Κυριακές, γιατί θέλω ακόμα την επαφή με το χαρτί, με το φύλλο, μια συνήθεια που δεν είναι εύκολο ν αλλάξει. [φανταστείτε τα πολύ μικρά παιδιά να τους κόψουν την επαφή με το κινητό! και τα μεγάλα!] Πάντως η χειρότερη εικόνα που μου μένει και σήμερα στο καφέ, είναι αυτή όλων [κυριολεκτικά όλων] των ανθρώπων που ασχολούνται είτε στο λαπ τοπ είτε στο κινητό. Κι έτσι δεν έχει νόημα να συναντηθούν.
Δε μ αρέσει η θάλασσα πια. Μπορεί να είναι και ψέμα, ίσως επειδή τώρα πια η πρόσβαση στις ακτές είναι πανάκριβη. Παλαιότερα ήμασταν στις θάλασσες Δευτέρα, Τετάρτη, Σαββατοκύριακα. Ανελλιπώς Χειμώνα Καλοκαίρια, το σώμα μαυριδερό, σκληραγωγημένο. Πάντα συνδύαζα τη θάλασσα με γυμναστική, ρακέτα, τένις, ποδόσφαιρο, βόλεϊ, θαλασσόμπαλα! εκεί να δεις τι γινόταν. Δυο ώρες μες στο νερό να καρφώνουμε, να βουτάμε, ν αποκρούομε, άντρες, γυναίκες, κορίτσια, παιδιά γινόμασταν όλοι ένα. Τώρα, βέβαια δεν φταίει που μεγάλωσα, δυο χρόνια με την πανδημία άλλαξαν σχεδόν τα πάντα, μας παρέσυρε το ρεύμα μιας άλλης ζωής, μιας ζωής που δεν έχει καμιά σχέση με την προηγούμενη. Το χρήμα είναι δυσεύρετο, οι πιο πολλοί ζούμε με πενιχρές αμοιβές, οι καλλιτέχνες ιδιαίτερα δεν έχουν καμιά κρατική συνδρομή, οι συγγραφείς ακόμα χειρότερα, για να μιλήσω για επαγγέλματα που έχω άμεση επαφή αλλά και φυσικά για όλους τους φτωχούς που ζούνε κάτω από το όριο της φτώχειας με επιδόματα και μισθούς που δε φτάνουν να καλύψουν ούτε τις μισές από τις σύγχρονες υποχρεώσεις ενός σπιτιού, μιας οικογένειας, ενός ανθρώπου που ζει μόνος του.
Δεν είναι που δε μ αρέσει η θάλασσα και τα μεζεδάκια στ ακρογιάλι όταν ξαρμυρισμένοι, ολόφρεσκοι από το ιώδιο αναζωογονημένοι από τον ήλιο, αράζαμε να πιούμε ένα ούζο, ένα ποτήρι κρασί και όλοι ήμασταν ευτυχισμένα παιδιά. Όχι, δεν είναι αυτό, ποτέ δε θα σταματήσω ν αγαπώ τ αλμυρό νερό της, το πάφλασμα των κυμάτων, τον ίσκιο των δέντρων την απόλαυση του αφρού της καθώς θα απλώνω τα πόδια μέσα της, Γιατί αυτό είναι η θάλασσα: κάτι που θέλει να μπεις μέσα του σαν θηρίο, να βουλιάξεις στο κύμα, να παλέψεις με τον καρχαρία και να τον νικήσεις, Αλλά αυτό που μας βρήκε τα τελευταία χρόνια πως να το νικήσεις; αρρώστιες, προβλήματα, αδιέξοδα του νου, πραγματικά αδιέξοδα, το οικονομικό που σφίγγει σα δαγκάνα το λαιμό των περισσότερων ανθρώπων.
Η ζωή είναι αμείλικτη, δε σου δίνει τίποτε πίσω από τα πιο βασικά και κυλάει πάντα εμπρός: ποτέ πίσω, άρα ρέουμε μεν αλλά πάντα μπροστά-δε μιλώ για την οπισθοδρόμηση ενός πολιτισμού και την παρακμή μιας φατρίας, όχι. Μιλώ για την προσωπική ζωή του καθενός μας που τελικά γίνεται ολονών μας μοίρα και, βέβαια η αφαίρεση της δυνατότητας έστω και στιγμιαία στο παρελθόν, καταντάει μονότονη και ανόητα μονόπλευρη όσο μεγάλη κι αν είναι η ζήση μας, πιθανώς εβδομήντα-ογδόντα χρόνια που μόλις φτάνει κάποιος στα εξήντα αιωρείται μεταξύ είμαι καλά σήμερα κι αύριο ποιος ξέρει. Κι αυτή η συνειδητοποίηση έρχεται ξαφνικά, εκεί που νομίζεις πως είσαι ακόμα νέος και πως μπορείς να παίξεις, να πιεις, να κάνεις έρωτα, αντιλαμβάνεσαι εν ριπή οφθαλμού πως τίποτα απ όσα έκανες πριν από ένα λεπτό δεν μπορείς να το κάνεις τώρα
Η ζωή είναι αμείλικτη, το πίσω μέρος του χρόνου ανύπαρκτο, η αδυναμία να νικήσουμε τον χρόνο, την ώρα, μας κάνει πιο ευάλωτους και φυσικά η άρνηση του σώματος ν ακολουθήσει τους πίσω ρυθμούς αναγκαστικά η προσγείωση είναι ανώμαλη, τόσο που ν αναρωτιέσαι, μα μόλις χτες δεν ήμουν νέος; μόλις χτες δεν έκανα έρωτα σαν τρελός; μέχρι χτες δε χόρευα, δεν έπινα κι όλα αυτά πρέπει να τα ξεχάσω οριστικά; προσπαθώ να εξηγήσω το αιώνιο αναπάντητο ερώτημα της θνησιμότητας, όπως και το αν μπορεί να βγει ένα χρήσιμο συμπέρασμα, όσον αφορά την ατομική ζωή τους καθενός από εμάς; και το χειρότερο είναι πως ενώ βλέπεις τι συμβαίνει γύρω σου, εσύ νομίζεις πως δε θα μεγαλώσεις ποτέ! μιλάμε τώρα για μια παράνοια της ύλης, έναν σπάνιο αντικατοπτρισμό της αποφυγής να συγκρουστείς με την πραγματικότητα [συνεχίζεται]
ΛΟΥΣΙΑΝ ΦΡΟΙΝΤ |
Ο Τζόις έγραψε πως " πουθενά δεν είναι χειρότερα από εδώ." Περίπου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Εκατό χρόνια μετά, συνεχίζουμε να λέμε πως πράγματι δεν υπάρχει χειρότερο μέρος για να κατοικήσεις από τη γη. Κι όμως εμείς δεν έχουμε καμιά άλλη επιλογή. Είμαστε γήινοι.
Πάντων δε των ωραίων πραγμάτων, έπεται η θλίψη.
Αλλά τώρα, ετοιμάζω ένα σπέσιαλ ουζάκι για να διασκεδάσω, επειδή με πρόδωσε η κουφάλα! [Είναι όντως άσχημο να νιώθεις προδομένος.] Θα βάλω τους πιο εκλεχτούς μεζέδες! καβουράκια που έχω στο ψυγείο μου, ντοματούλα, αγγουράκι, λίγο καραβίδα από προχτές..Λοιπόν, μάγγες μη μασάτε η ζωή είναι πολύ λίγη για να τη σπαταλάτε σε μαλακίες.
ΔΕΝ πάω εγώ σε κήπους που δε με θέλουν..Παρέα με κηπουρούς που δεν ξέρουν να κλαδεύουν...
Δεν μπορούμε να ζωγραφίσουμε καλύτερα από τον Πικάσσο.. Μάλιστα. Το είπα κι αυτό
Τα χρόνια που είσαι νέος αφήνουν τη μεγάλη σφραγίδα τους επάνω σου σαν άνθρωπος. Αυτό ισχύει για όλους πόσο δε μάλλον για τους καλλιτέχνες και δη τους μεγάλους. Ο Πικάσο φρόντισε περισσότερο απ όλους την υστεροφημία του που διαγραφόταν από τα παιδικά του χρόνια σαν κάτι πολύ σημαντικό
Ένα μεγάλο ενδιαφέρον στην άκρη του μυαλού του, ήταν πως θα κατόρθωνε να έχει τον έλεγχο της ζωής του. Άνοιγε και έκλεινε την παλάμη του δεξιού χεριού και υπέθετε πως θα μπορούσε να την κρατάει εκεί μέσα σαν μια πεταλούδα. Μόνο που η ζωή δεν ήταν πεταλούδα.
Θα πρέπει να περάσουν, τουλάχιστον εκατό χρόνια απο το θάνατο μας για να
μιλήσουν για μας και τα έργα μας.
Φτάσαμε στην άκρα του τάφου σιωπή. Κανείς δε μιλάει. Και τι να πει; Μερικοί εδω μέσα εμφανίζονται σαν κομήτες, αμολάνε την ουρά τους και φεύγουν. Δεν εχουν κάτι να προσθέσουν σ΄αυτή τη ζωή. Μου αρέσουν αυτοί, ζητάνε τη φιλία και ούτε που ξαναεμφανίζονται και λεω εγω γιατί ήρθαν; Περίεργη μου φαίνεται η στάση τους, είναι κάποιοι που δεν έχω μιλήσει ποτε μαζί τους.
Αν είσαι κλεισμένος στα σκοτάδια
έξω νομίζεις πως είναι πάντα νύχτα.
Στην ουσία δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ακριβώς. Παρ όλα αυτά τα καταφέρνουμε στα βασικά. Στον έρωτα, παρ ότι θέλαμε να τον κάνουμε όπως θέλουμε ποτέ δε βρήκαμε την τέλεια λύση. Στην πολιτική είμαστε μια ζωή αντιμέτωποι- αυτή κι αν είναι συνεννόηση. Στην πραγματικότητα μόνο η εξέγερση μας ενώνει. Γι αυτό τώρα όλοι είμαστε μόνοι μας: επειδή δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε.
Τρίχες. Όλες οι δημοσιεύσεις σας είναι για τον κάδο ανακύκλωσης.
Τα πράγματα δεν είναι ούτε στην υπερβολή πόσο μάλλον στην ουσία. Η Κική Δημουλά, ποιήτρια και Ακαδημαικός, είπε κάποιες ωμές αλήθειες για τους μετανάστες. Τα λόγια της δεν είναι θέμα δικαίου ή άδικου, δεν είναι καν δικαιολογία ο τίτλος που της έχουν αποδώσει- μεγάλη ποιήτρια, ούτως ώστε να της αποδοθούν μεγαλύτερες ευθύνες από εκείνες της γυναικούλας της Κυψέλης που εκστομίζει καθημερινά ρατσιστικές εκφράσεις γι αυτή την κατάσταση που σίγουρα είναι πιθανώς η χειρότερη που έχει υπάρξει στη χώρα μας. Επί της ουσίας έχουμε δεχτεί τεράστιο πλήγμα στο πολιτιστικό και πολιτισμικό σκέλος, σαν λαός και δεν είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς κάποιον που καταφέρεται με βαριές λέξεις για το θέμα της μετανάστευσης, όταν αντικρίζει καθημερινά τη χαώδη κατάσταση, την απελπιστική θέση αυτών των ανθρώπων- ποτέ δε θυμάμαι τόσους ανθρώπους να ψάχνουν μανιωδώς στους κάδους απορριμμάτων- την ανημπόρια της πολιτείας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, οπότε φτάνουμε στο σημείο να εξαναγκάζουμε το σύνολο των ανθρώπων να καταφέρονται, Ιιδιωτικά τουλάχιστον, αν όχι δημόσια, εναντίον των μεταναστών. Και στο κάτω της γραφής, σε κανέναν δεν αρέσει, νομίζω, να έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με ανθρώπους που κοιμούνται στα παγκάκια, με ζώα που αφοδεύουν ασύστολα όπου μπορούν, με απερίγραπτη ζητιανιά, με κακόγουστα έως ανόητα μυνήματα από τους πολιτικούς παράγοντες και τέλος πάντων με όλα αυτά τα απαράδεχτα που συμβαίνουν στην Ελληνική κοινωνία.
Δεν έχω μελετήσει επαρκώς την Κική Δημουλά για να έχω μια εμπεριστατωμένη γνώση για τον ποιητικό της λόγο. Διάφορα αποσπάσματα που έχουν βρεθεί στο δρόμο μου, δεν μου δημιούργησαν συναισθηματικά κίνητρα για να τη διαβάσω. Κατά βάθος, πιστεύω πως είναι μια συνηθισμένη γυναικεία φωνή όπως πάμπολλες άλλες στη χώρα μας και πως υπερβάλλουν οι όποιες συγκρίσεις με αντίστοιχα μεγάλα αντρικά ποιητικά μεγέθη στη χώρα μας.
Η ζωή δεν είναι τένις που μπορείς να επιστρέφεις πολλές μπαλιές, δίχως νόημα,
προσπαθώντας να ξεπεράσεις τα όρια της αντοχής, της σκέψης πως όλα υπάρχουν,
έτσι, δίχως σκοπό, χωρίς ομολογία, τουλάχιστον στον εαυτό σου, πως κάτι δεν πάει
καθόλου καλά, αλλά, απλά πιστεύεις πως δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το αλλάξεις
κι αυτό είναι που τσιτώνει την αιτία της παραδοχής, ενδόμυχα, πως υπάρχεις ανίκανος
πίσω από μια σοβαρή πραγματικότητα αλλά και ευκολάκι να πεις, τι φταίω εγώ για τις
ανόητες μπαλιές-κι έτσι μοιράζεις την ευθύνη μεταξύ καμήλας και καμηλοπάρδαλης..
Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...