Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

ΔΕΝ ΑΓΑΠΟΎΣΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΜΟΥ.




 ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ –ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕ ΜΙΑ ΒΟΤΚΑ


Χτες δεν είχα καμιά διάθεση να κοιμηθώ.Πως είναι μερικές φορές που δε μας παίρνει ο ύπνος; Κουλουριάστηκα από νωρίς με τις κουβέρτες, προσπάθησα να μετρήσω προβατάκια, όπως έκανα όταν ήμουν παιδί, να θυμηθώ με πόσες γυναίκες πήγα, να ξεχαστώ μαζί τους σε ένα ζωντανό όνειρο, να διαβάσω ένα βιβλίο, του αγαπημένου Καμί, ξεσκάλισα και μια Ερση Σωτηροπούλου αλλά φευ! Ύπνος πουθενά να με κολλήσει. Πέταξα νευριασμένος τις κουβέρτες, σηκώθηκα στο σαλόνι, άνοιξα την τηλεόραση και την ξανάκλεισα. Αηδίες, όλο τα ίδια και τα ίδια. Έβαλα ένα ποτό. Μια βότκα ή τζιν, δε θυμάμαι. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα, το τσιγάρο μου ρούφηξε τα σωθικά, άνοιξα όλα τα φώτα. Ήθελα φως σαν και το ημίφως με τρόμαζε-τι ήθελα εγώ σ΄αυτό το σπίτι; Την έχω πατήσει πολλές φορές έτσι μα τούτη μου φαινόταν χειρότερη, δε θα τη γλίτωνα την ξαγρύπνια. Τίποτα δε μου άρεσε, δε με χωρούσε ο τόπος. Κατέβασα τη Βότκα ή το τζιν, δε θυμάμαι αν έβαλα άλλο. Ντύθηκα βιαστικά, έβαλα την ωραία μου καπαρντίνα, χρόνια την έχω στη ντουλάπα μου, δεν αγοράζεις εύκολα καμπαρντίνες κι ο κούκος χτύπησε δώδεκα. Κοίταξα τους δείχτες με υποψία μήπως μου λένε ψέμματα, πήγα στην τουαλέτα. Το ύφος μου στον καθρέφτη δεν έλεγε ψέμματα: δεν αγαπούσα τον εαυτό μου. Μερικές φορές μου έφταιγε πολύ. Τσαλάκωσα το προσωπείο μου, η μουσική του Βιβάλντι σκόρπισε τα ψέμματα μου στον αέρα. Που θα πήγαινα; Σκέφτηκα τους φίλους στο πιάνο μπαρ του Χαρώνδα αλλά αμέσως μετάνιωσα. Δεν ήθελα να δω τις φριχτές τους φάτσες, τις πεθαμένες καλησπέρες, τα ανούσια αντρικά φιλιά που γαντζώνουν τα γένια, πάλι αξύριστος ήμουν αλλά μου πήγαινε. Αντροπαρέες, νυχτερινές, ποτό, ξεφτίλα, χαμόγελα και υστερικές απόψεις γυναικείων φιγούρων στο διπλανό κι απέναντι τραπέζι. Όχι, δε θα πήγαινα εκεί. Ωραία θα ήταν να περπατήσω, κοίταξα τον καιρό, έτοιμος να βρέξει. Ξέσφιξα τη γραβάτα, παρα ήταν σφιγμένη αλλά μου πήγαινε. Πάντα φοράω γραβάτα, δεν μπορώ χωρίς αυτή, συνήθεια του επαγγέλματος, δικηγόρος γαρ, παρ΄Αρείω Πάγο. Ξεσκόνισα προσεκτικά τα παπούτσια μου, λουστρίνι πανάκριβο να γυαλίζεις το μάτι σου πάνω τους. Αυτό το αντανακλαστικό μαύρο δε με ενοχλούσε, μια ευχαρίστηση μου έδινε, δεν ξέρω πως. Τα ξανακοίταξα, εντάξει ήταν τα παπούτσια μου, το πανταλόνι όμως είχε μια ατέλεια στην τσάκιση. Σκέφτηκα να το αλλάξω αλλά μετάνιωσα. Ποιος έβγαζε παπούτσια, δυστυχώς έχουν κορδόνια, πάντα βαριόμουνα τα κορδόνια κι όλο μ΄αυτά έμπλεκα και δυσανασχέτησα με το μυαλό μου γι΄αυτές τις άδικες πράξεις. Έριξα μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη, πάλι ψέμματα μου έλεγε. Τον κοίταξα με μίσος, έτοιμος να τον σπάσω ήμουν αλλά την γλίτωσε. Αστραπιαία είχα σκεφτεί, τις συνέπειες. Σπασμένα κομματάκια γύρω-γύρω, ποιος θα τα μάζευε; Άρα, λοιπόν δε θα πήγαινα στο πιάνο μπαρ. Αυτή η μαύρη με την κιθάρα στο ψηλό σκαμπό, ωραία ήταν να την ξανακουγα, ψιλό μπερδεύτηκα αλλά πάλι οι σκουριασμένες φάτσες των ανικανοποίητων φίλων μου, σφράγισε την απόφαση. Όχι δε θα πήγαινα εκεί. Τόσα μέρη έχει η Αθήνα, τι διάολο. Με τη σκέψη αυτή, άφησα όλα τα φώτα αναμμένα, οι κλέφτες φοβούνται το φως και βγήκα διπλοκλειδώνοντας όλες τις πόρτες. Κατέβηκα με το ασανσέρ, αιώνας μου φάνηκε μέχρι να πιάσω πάτο. Αυτό το ασανσέρ είναι σπαστικό. Πάει τόσο αργά που μου θυμίζει σαλίγκαρο. Κοίταζα το ταβάνι του, τον καθρέφτη δεν ήθελα να τον αντιμετωπίσω-τι τους θέλουν τους καθρέφτες στα ασανσέρ; Μένω και στο ρετιρέ, τι το ήθελα αφού βαριέμαι τα ύψη; Άλλο και τούτο. Να φοβάσαι τα ύψη και να μένεις σε ρετιρέ στον όγδοο όροφο. Σαδομαζοχιστικό. Μόνος στο ασανσέρ, είναι μια υποψία θανάτου. Επιτέλους όμως κατέβηκα. Ψυχή. Όλοι κοιμούνται; Τα σκαρπίνια μου ήχησαν στο κενό του χώρου στα πολυτελή πλακάκια της εισόδου. Βγήκα στον αέρα. Ένα ψιλόβροχο, σιγανό, εκνευριστικό, με υποδέχτηκε. Μπροστά στο γκαράζ είχα παρκαρισμένη την γαλάζια σιτροέν μου, την λάτρευα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, την κοίταξα, όχι δε θα την έπαιρνα, θα ταξίδευα αλλιώς και στο νου μου ήρθε εκείνος ο νεαρός που είχα αναλάβει την υπόθεσή του. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα του την ώρα που την βρήκε αγκαλιά με τον εραστή της. Ξεκίνησα να περπατάω στον έρημο δρόμο, τι στο διάολο, γιατί σκοτώνονται οι άνθρωποι για τέτοια ηλίθια πράγματα; Βγήκα στην πλατεία Μεσολογγίου, το σπίτι μου είναι στο Παγκράτι. Είχε λίγο κόσμο που αραίωνε καθώς πλησίαζε μία. Μία βραδινή. Προλάβαινα το τελευταίο τρόλεϊ. Στο τσακ .  Στην είσοδο  κατάφερα να μη μου ξεσκιστεί η καπαρντίνα μου. Μπήκα μέσα στο τελευταίο τρόλεϊ, Παγκράτι-Κολιάτσου. Άρα, ήξερα που πήγαινα.
Μπήκα στο τρόλεϊ με συνοφρυωμένα μάτια. Πέντε-έξι Αλβανοί. Καμιά δεκαριά αραπάδες, τίποτε άλλο. Πόσο καιρό είχα να μπω σε τρόλεϊ; Δε θυμάμαι, κάθισα γυρισμένος προς τα πίσω, ενώ η ζωή μου πήγαινε μπροστά. Είναι μυστήριο να είσαι γυρισμένος προς τα πίσω, ποτέ δε μου άρεσε και τη νύχτα είναι ακόμα χειρότερα, τα φώτα στριφογυρίζουν στο μυαλό σου και είναι σαν να κάνεις ανασκαφές στο παρελθόν. Για να ξεφύγω απ΄τη μιζέρια του εαυτού μου, μέχρι να έφτανα σε εκείνο το σπίτι που είχε γίνει το φονικό, ξανασκέφτηκα την ιστορία και προσπάθησα να βγάλω, τρόπους να υπερασπιστώ τον κατηγορούμενο.Τι να υπερασπιστώ; έναν άνθρωπο που σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή πήγε με άλλον; Ελαφρυντικά, εκτός από τον έντιμο πρότερο βίο, δεν υπήρχαν. Ας πούμε και ο βρασμός ψυχής. Ο βρασμός ψυχής. Τι είναι η ψυχή; κάτι που βράζει μες στο σώμα που είναι η κατσαρόλα της; Τέλος πάντων ο φόνος δεν ήταν εκ προμελέτης και ο εραστής είχε καταφέρει να την σκαπουλάρει με μια σφαίρα φυτεμένη στον ώμο. Ήθελες να τον σκοτώσεις κι αυτόν; τον είχα ρωτήσει. Όχι,μου απάντησε. Αυτός δε μου φταιγε. Αυτή η σκύλα η γυναίκα μου ήταν λυσσάρα, το καταλάβαινα απ΄τον τρόπο που έκανε έρωτα μαζί μου. Ήταν αχόρταγη κυρ-Δικηγόρε, ριχνόταν σε όλους τους άντρες. Και αυτός ήταν λόγος να τη σκοτώσεις; γιατί δεν την παρατούσες; είχα απορήσει. Την αγαπούσα, μου απάντησε με στεγνά μάτια. Ήταν όλη η ζωή μου. Ναι, αλλά τώρα θα φας το λιγότερο δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια στη στενή, το κατάλαβες; του είπα με νεύρα. Την αγαπούσε και τη σκότωσε, σκέφτηκα και το χέρι μου έσφιγγε τη λαβή του πιστολιού μου στη δεξιά τσέπη της καπαρντίνα. Σπάνια το έπαιρνα μαζί μου, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί όταν έχεις σιδερικό στην τσέπη σου. Είχα πάρει άδεια οπλοφορίας, καθότι δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγο. Θυμάμαι πως όταν το είχα πρωτοπιάσει στα χέρια μου, κάποια ανατριχίλα κύλησε στη ραχοκοκκαλιά μου. Ποτέ δε μου άρεσαν τα όπλα. Η βία. Πρόσεξε Δικηγόρε, μου είχε πει ο Αστυνόμος, τα όπλα σκοτώνουν. Είχα αδιαφορήσει για την προειδοποίηση του και τώρα, ταξιδεύοντας μπρος και βλέποντας πίσω τη ζωή μου, η ίδια ανατριχίλα κύλησε σαν κρύο χέλι στη ραχοκοκκαλιά μου. Κοίταξα τους γύρω μου, σα να με εξέταζαν κι αυτοί, βέβαια ξεχώριζα με την καπαρντίνα μου και γενικά από αυτούς εκεί μέσα κι άφησα τη λαβή του περιστρόφου. Είχα ιδρώσει. Πάθατε κάτι; με ρώτησε ένας μαύρος. Τον κοίταξα απορημένος. Όχι, φίλε μου τι να παθα; Είστε κίτρινος και ιδρωμένος είπε σε άψογα Ελληνικά. Που τα είχε μάθει; Τον ρώτησα. Είμαι γεννημένος στην Ελλάδα, σπουδάζω γιατρός, απάντησε περήφανα. Κάνε τη δουλειά σου, του απάντησα σκοτισμένος.Γύρισα λοξά στη θέση μου, προσπαθώντας να καταλάβω που βρισκόμασταν. Τρέχαμε πάνω στην Πατησίων, κοντά  στην πλατεία Αμερικής. Κόντευα να φτάσω στον προορισμό μου, σε  δέκα λεπτά θα έφτανα στο τέρμα. Η ώρα είχε περάσει με τις σκέψεις μου πάνω στην υπεράσπιση του φονιά. Πράγματι, σε λίγο κατέβηκα παρέα με τον μαύρο γιατρό που με κοίταξε ακόμα μια φορά κουνώντας το κεφάλι του με συμπόνια. Γιατί με συμπονούσε; θέλησα να τον ρωτήσω αλλά το απέφυγα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, το σπαστικό ψιλόβροχο συνέχιζε αμείωτα τη δουλειά του. Περπάτησα προς την οδό Λήθης. Ήταν ένα στενό δρομάκι που πάντα με βαζε σε σκέψεις γιατί το ονόμασαν έτσι. Γιατί να υπάρχει ένας δρόμος με αυτό το όνομα; Οδός λησμονιάς δηλαδή. Μπορεί να το έβγαλαν έτσι οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τον θάνατο, σκέφτηκα βαδίζοντας κατά εκεί. Είχα νε έρθω εδώ δεκαπέντε χρόνια. Εδώ είναι το πατρικό μου σπίτι. Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα και παντρεύτηκα. Με συγκίνηση άνοιξα την εξώπορτα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία. Περπάτησα στην αυλή, έκλεισα την ομπρέλα, η βροχή δυνάμωσε αλλά δε με ένοιαζε. Χοντρές σταλαγματιές κύλισαν στο πρόσωπο, στα ρούχα, στα μαλλιά. Περίμενα λίγο, λες και ήθελα να βραχώ περισσότερο, ανακάτεψα τα μαλλιά μου, που είχαν ασπρίσει απ΄τα βάσανα. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, μετά από τόσα χρόνια θα άνοιγε; Το στριφογύρισα σπασμωδικά, έσπρωξα την πόρτα, μπήκα στο διάδρομο. Σκοτάδι. Έψαξα τον διακόπτη ν ανάψει φως, τρελός είσαι σκέφτηκα πως θα ανάψει το φως; Αφού το ρεύμα είναι κομμένο δεκαπέντε χρόνια; Ψηλάφισα προς το σαλόνι αριστερά- δεξιά, σκόνταψα σε μια καρέκλα ή κάτι τέτοιο. Ανασηκώθηκα, ήξερα τα μονοπάτια, σπίτι μου ήταν. Πήγα στο παράθυρο και με δυσκολία το άνοιξα. Άνοιξα και τα παντζούρια. Το φως μιας λάμπας του Δήμου που έκαιγε στην αυλή, όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεββάτι ήταν ακόμα άστρωτο, με τα αιματοκυλισμένα σεντόνια. Μόνο η σκοτωμένη γυναίκα μου έλειπε.
ΤΕΛΟς


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΝΎΧΤΑΣ






Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, Νωρίς ήταν, ακόμα δεν είχε πάει επτά. Φθινόπωρο. τέλειωνε ο Σεπτέμβρης, ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου.
Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα. Μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα.
Σαν είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε την μηχανή του κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω. «Πολύ νωρίς ακόμη» σκέφτηκε περνώντας  ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση. Γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφη. Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο. Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούρυναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου.
Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στην μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή, μπροστά στην είσοδο και μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Η σχεδόν άδεια. Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού, που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; Πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Κάθισε σε ένα σκαπώ. Όταν την έφερε, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια του στον καθρέφτη, πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν πολύ όμορφη όμως και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ. Διέκρινε, μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ’ ότι δεν είχε σηκωθεί για να την δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρισε. Την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; Τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; Τον ρώτησε με ενδιαφέρον.
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.
Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε. Στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις. Τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δεν γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες. Του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού , την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;
Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρησε.
-Πήγαινε με σπίτι, σε παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω,  είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν’ ανέβεις στην μηχανή;
Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν’ ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέκτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε, «μπορείς;»
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.
Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα ναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο…
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί…Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε τα πονεμένα οπίσθια της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις…
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί.
-Θα σου πω..
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου.
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν…
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! Επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! Βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα.
Πράγματι, είχε αρχίσει να ψιλοσυνέρχεται. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Είσαι πολύ όμορφη, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα ναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημποριά τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν.
-Έχεις δίκιο κι εγώ έτσι νιώθω. Αλλά και συ είσαι καλός. Καλός και όμορφος.
Την χάιδεψε στα μαλλιά, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα.
Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά το ξύλο με τη σάρκα. Ανακάτεψε τις τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας, την τρύπα να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε από μέσα της, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του έρωτα στα μάτια τους.
-Δεν το πιστεύω, της είπε.
-Ούτε εγώ, το πιστεύω, του απάντησε.
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις; Και σηκώθηκε ολόγυμνος.
Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο. Και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Του έδωσε  μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; Τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό. Από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
 -Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε δικιά του.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα.
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι…
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! Άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! Έκανε. Πολύ ωραία.Θα μου απαγγείλεις;
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας.
-Ότι θέλεις.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ. Την διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.
Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με την γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής.
 Η Μιράντα έτρεξε κοντά του. Τον τύλιξε απ τον λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η ανυπαρξία. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;
Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.
-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!
Παράτησε τον λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.Την σήκωσε προσεκτικά, σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει.Τόσο διάφανη ήταν. Την φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το πέος να εισχωρεί στο υγρό αιδοίο. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.
Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως, ήταν και εκείνη. Η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον, για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον, που την γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης.
Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι’ αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.
Αυτός, είχε μεθύσει από την ζωή και την Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.


                                ΤΕΛΟΣ

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΜΑΎΡΟ




Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο 

κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς 

υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό, δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, 

προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

ΤΑ ΒΥΖΙΆ ΤΗΣ ΛΊΤΣΑΣ




ΣΕ ΑΓΡΙΑ ΚΙΝΗΣΗ
Τη Λίτσα τη γνώριζα λίγο καιρό, ίσως κάποιους μήνες. Δε θυμάμαι ποιος ή ποια μου την είχε συστήσει, αλλά θυμάμαι πως μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, ένα κλικ που λέμε στη γλώσσα του έρωτα. Μιλήσαμε κάμποσο εκείνο το βράδυ, κοιταζόμασταν στα μάτια, κάτι νόμιζα πως έπιανε κι αυτή μα το απέφευγε επιμελώς να γίνει ένα κομμάτι του εαυτού μου, δε θα ήταν εύκολη υπόθεση για μένα και την ονειρεύτηκα στο κρεβάτι μου, πίστευα πως μόνο γι αυτό έκανε η Λίτσα με αυτό το φοβερό πρόσωπο, τα μεγάλα μάτια προς το μπλε, σκούρο μπλε, όχι ανοιχτό, ξεβαμμένο, όπως των βορείων προαστιών, αυτό το μάτι δεν το είχα ξαναδεί, όπως και τα εξογκωμένα ζυγωματικά, όπου συχνά κυλούσε ένα δάκρυ, για να υποδηλώσει την αδύνατη πλευρά μιας γυναίκας, φτωχής μεν, πλην, δε τιμίας.
Εγώ δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου την εικόνα και την τιμιότητα μιας γυναίκας να είναι καρφωμένη στο μαύρο της, ούτε υπολόγιζα  πως θα μπορούσα να παντρευτώ μια γυναίκα σαν τη Λίτσα, εξόχως κατηγορούμενη από το σινάφι, σαν ελευθερίων ηθών, πράγμα που καθόλου δεν ήταν, αφού η Λίτσα ήταν ένα σκληρά εργαζόμενο κορίτσι, βοηθός λογιστή σε άλφα-έψιλον και τι σχέση θα μπορούσε ν αναπτύξει με μένα που ναι, ήμουν ξυλουργός σε φθίνουσα κατάσταση, έτσι γέλασε μόλις με ρώτησε τι δουλειά κάνεις, χαχαχα, μαραγκός ήταν και ο Χριστός με αποσβόλωσε με το μπλε της μάτι σε αργή κίνηση προς ότι ωραίο υπήρχε  πάνω σ αυτόν τον ηλίθιο κόσμο που ζούμε, όπως σωστά παρατήρησε ο φίλος μου ο Γιάννης που, αφού δεν μπόρεσε να τα φορέσει στη Λίτσα, έλεγε, απλά πως δεν κάνει για τίποτα αυτό το κορίτσι και έτσι συμφωνούσαν οι περισσότεροι της παρέας που δεν είχαν μπορέσει να δαγκώσουν αυτό το υπέροχο μήλο στο λαιμό της ή να χαϊδέψουν τα φοβερά της στήθη. Για πιο κάτω δεν το συζητάμε, επειδή ακόμα και οι κολασμοί του άγιου Αντώνιου δε θα έφταναν να ξεπλύνουν τις αμαρτίες μας αν βλέπαμε γυμνό το εφηβαίο της Λίτσας.  Την πρώτη βραδιά που άπλωσε το δεξί της πόδι προς εμένα, αγκαλιάζοντας κάπως ή αγγίζοντας τον μηρο μου, είπα πως πραγματικά δεν είχα νιώσει ποτέ τέτοια μικρή ηδονή. Εσύ, μου είπε, δεν είσαι σαν τους άλλους, όμως τι να σε κάνω, είσαι φτωχός. Δεν πειράζει, απάντησα εγώ και δεν ενοχλήθηκα καθόλου, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που θα εκβίαζε ποτέ μια κατάσταση. Έτσι νόμιζα, πως ήξερα καλά τον εαυτό μου, σαραντάρης πια, όχι κανένα αμούστακο  παιδί, η Λίτσα ήταν περίπου στα εικοσιοκτώ κι ένα βράδυ, άλλο από τόσα που τη λάτρευα αλλά ποτέ δεν είχα τολμήσει να της το πω αφού υπολόγιζα την άρνηση της, αυτή, βέβαια το γνώριζε, πήγαμε οι δυο μας για ένα ποτό σε βραδινό πιάνο μπαρ, όπως πρότεινε εκείνη κι εγώ συμφώνησα, τι ωραία που θα ήταν! Και ήταν πράγματι εγώ κι εκείνη  σε έναν τόσο ειδυλλιακό χώρο, που ο κόσμος ήταν λιγοστός αλλά ήταν κόσμος όπως και να το κάνουμε κι έτσι, σίγουρα εκεί μέσα δε θα μπορούσε να γίνει αυτό που φανταζόμουν με όλο το κορμί, με όλο το πρόσωπο της Λίτσας, που χαμογελούσε διαρκώς, που είχε στο στόμα ένα αιώνιο τσιγάρο, να ποια ήταν μια μεγάλη διαφορά μας, εγώ δεν κάπνιζα, σιχαινόμουν το τσιγάρο, εκείνη το λάτρευε, όπως εγώ τα κοντινά σημεία στα μπούτια, δίπλα από τις ξανθές ή μαύρες τρίχες του αιώνιου μαύρου και όλα ήταν υπέροχα, η μουσική από το πιάνο του μαύρου σολίστα, η εξαίσια φωνή του, μπάσα και τολμηρή με ένα χαμόγελο αστραφτερό.
Όλα είναι εξαίσια, άκουσα τη φωνή της όταν με κοίταζε στα μάτια αλλά εγώ δεν έχω να συμπληρώσω τα μισά χρήματα της αποψινής μας εξόδου, ο πιανίστας έπαιζε το τιβόλιο μπένε, πέσαμε μούτσο, κι  αυτή συνέχισε πως μπορούσε να πληρώσει σε είδος το μερίδιο των χρημάτων, λέγοντας πως μπορούσα να της πιάσω τα βυζιά για ένα πεντάλεπτο!
-Εδώ μέσα;
-Εδώ μέσα, αλλά κάντο κάπως, σα να μη μας βλέπουν, δεν έχω λεφτά, τι να κάνουμε τώρα;
-Όχι, είπα εγώ, θα το κάνω ανοιχτά να το δούνε όλοι. Αν συμφωνείς έτσι, τότε μπορείς να εξισώσεις το χρέος σου.
-Δηλαδή, μου ζητάς να μου πιάνεις τα βυζιά δημόσια; Άνοιξε τα σκούρα μπλε μάτια της.
-Φυσικά, είπα εγώ, αθώα.
Η Λίτσα άνοιξε το στήθος της, λευκό, κατάλευκο, νεανικό, λαχταριστό ψωμί χωρίς αίμα κι όλος ο κόσμος μας είδε εκεί με τα χοντρά μου χέρια, χέρια ενός ξυλουργού, τυλιγμένα στην άσπρη σάρκα, αν μπορούσα θα έμπαινα μέσα της, τι αξία έχουν λίγα λεφτά παραπάνω και της το είπα αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, εμένα για να με γαμήσεις πρέπει να πηδήξεις πρώτα το ουράνιο τόξο και ο σαρκασμός της ήταν κάτι παραπάνω από εφικτός, καθώς ο κόσμος, το πλήθος, ούρλιαζε από ηδονή και ευχαρίστηση, μερικοί έτριβαν ηδονικά τις παλάμες τους,  άλλων τους είχε σηκωθεί, πολλές γυναίκες γνώρισαν έναν αυτούσιο οργασμό, σα να έπιανα τα δικά τους βυζιά επί πέντε λεπτά.
-Τέλειωσε ο χρόνο σου, είπε σε αργή κίνηση η Λίτσα προσπαθώντας να κρύψει το στήθος της.
Το πλήθος ούρλιαζε κι άλλο, κι άλλο, μα δεν τους έκανε τη χάρη. Βγήκε από το πλάνο της σεξουαλικής τους επιθυμίας, είπε πως θα πήγαινε απλά στο μέρος κι ύστερα να την περίμενα στην έξοδο. Η βραδιά μας είχε λήξει.
Βγήκα κι εγώ στην πνιχτή ατμόσφαιρα της νύχτας, κοίταξα το μικρό φεγγάρι, μια φέτα υποκίτρινου μίσους, καταγάλιαζε σε αυτόν τουν Αττικό ουρανό που όλα τα περίμενες να γίνουν. Ο χρόνος που μετρούσα δε θα ήταν παραπάνω από μια σημαντική ανυπομονησία, σα να περιμένεις τη γυναίκα σου να βγει από την τουαλέτα, όπως πραγματικα ήταν η κατάσταση, μα όμως μου φάνηκε ισχυρότατος κλονισμός  κι αναρωτήθηκα δυνατά, που πήγες; Γιατί αργείς τόσο; Όμως η Λίτσα δε φαινόταν πουθενά. Το σκοτάδι συνέχιζε να μου δείχνει απαίσια ώρα. Κινήθηκα προς το χαλίκι. Προς τα χαλίκια που υπάρχουν άσπρα σαν τα στήθη της Λίτσας σε όλους τους εξόδους αυτών των καταστημάτων παροχής απόλαυσης. Στην άκρη της γωνίας, πίσω από μια γλάστρα με σκαιώδη χρώματα, είδα πρώτα το λευκό στήθος της . Δεν ανέπνεε. Τράβηξα με δύναμη τη γλάστρα, το κεφάλι της κίνησε αχνά στα χαλίκια, τα σκούρα μπλε μάτια της  είχαν γυρίσει προς το λευκό, το χρώμα του θανάτου.
ΤΕΛΟΣ


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

ΜΟΥΝΌΠΕΤΡΑ





ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟς ΒΙΑΣΜΟΣ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟς ΕΡΩΤΑς
Πιο μικρόν, τον πείραζε η έννοια της απιστίας.  Ο Στίβεν δεν είχε καμιά αμφιβολία πως οι νόμοι των ανθρώπων μπορούσαν να ξεπεραστούν εύκολα αν και
νόμιζε πως οι εραστές, έπρεπε να δηλώνουν αιώνια πίστη. Περισσότερο φυσικά, οι γυναίκες, αυτό ήταν κατάλοιπο της ανδροκρατικής κατάστασης σαράντα χιλιάδες χρόνια πριν που πίστευαν ακόμα πως ένας άνδρας πρέπει να πηγαίνει με μια γυνή μόνο. Στους άντρες έβρισκε μερικές δικαιολογίες, πίστευε λόγου χάριν  πως, σαν άντρες  μπορούσαν να κάνουν καμιά κουτσικέλα. Κουτσικέλα με την άποψη πως θα έμεναν ατιμώρητοι, ενώ για τη γυναίκα, ίσχυε, το αν, της καθίσουν ξένα μάτια, πάει, χάθηκε, έφυγε. Ο Στίβεν ήταν ένα ς αξιότιμος κύριος αυτής της σύγχρονης  μηδενικότητας
Όλα αυτά, ήταν ή πραγματικές ή φιλολογικές έννοιες.
Είχε η γυναίκα του Στίβεν,  μια φίλη, πραγματικό θωρηκτό. Δίμετρη, τριαντάρα, μελαχρινή με πράσινα μάτια, στην εποχή μας εξέλειπεν ο ρομαντισμός, η λογοτεχνία δε μας γλιτώνει από την τιμωρία, πράσινα, σκούρα, με ανταύγειες, τιρκουάζ,  ευγάμητη φαινόταν η Αθηνά. Πως ταίριαζαν με τη γυναίκα του, μερικές φορές του έμοιαζε απίστευτο κι άλλες φορές, νόμιζε πως μπορεί να είχαν Λεσβιακές σχέσεις. Δεν τον ένοιαζε βέβαια, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος-παρ΄ότι δεν το είχε ξεκαθαρίσει- πως, έστω κάποια φορά, κάτι θα είχαν δοκιμάσει. Η Αθηνά άναβε την φαντασία του κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι τους ή πήγαιναν εκείνοι στο δικό της-τόσο άβαθη είναι πολλές φορές η γλώσσα της αλήθειας κι όλο αυτό το διάστημα ήταν ξέμπαρκη, χωρίς άντρα, τουλάχιστον φανερό. Έναν ανεπαρκή χοντρό φίλο της  που τον είχε παρουσιάσει κάποια βράδια, δεν έδειχνε ικανός να ικανοποιήσει τις ορέξεις της και ο Στίβεν το θεωρούσε πιθανό ν απιστήσει μια φορά στη ζωή του. Πάρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα κοντρολαρισμένη, δεν ξέφευγε, δεν έκανε ατασθαλίες, έδειχνε απροσπέλαστη, από μυαλό βέβαια, κουκούτσι-χειρότερα από ξανθιά, αλλά, φαίνεται πως η Αθηνά  κατά λάθος θα είχε γεννηθεί μελαχρινή. [Αυτός, απορούσε με μερικούς που έμοιαζαν άλλο και ήταν εντελώς διαφορετικοί]
 Ένα απόγευμα Σαββάτου καθόντουσαν στην βεράντα του δικού τους σπιτιού. Απολάμβαναν τον καθιερωμένο φραπέ με πολλά τσιγάρα.
-Που θα πάμε απόψε; ρώτησε η γυναίκα του.
-Όπου θέλετε, σήκωσε τους ώμους.
-Πάμε σε ένα ωραίο πιάνο-μπαρ, στον Χαρώνδα; πρότεινε η Αθηνά.
-Που είναι αυτό; ρώτησε.
-Πίσω από το Στάδιο. Στο Μετς. Πολύ ωραίο. Έχει έναν μαύρο που παίζει καταπληκτικό πιάνο. Σχεδόν πηδάει πάνω στο πιάνο! Έχετε δει μαύρο να παίζει Λίστ;
-Ωραία, συμφώνησαν ομόφωνα. Πάμε εκεί.
Ο Στιβεν σκέφτηκε πως κανένας μαύρος δεν μπορούσε να παίξει Λίστ.
Όταν έχεις βάλει κάτι στο μυαλό σου που πρέπει να πραγματοποιήσεις, δε σε σταματάει ούτε ο Κυναίλουρος, ούτε ο Κουναβίσιος, αστείο πράγμα να προσπαθείς να σταματήσεις τον διάβολο να μην κάνει αυτό που θέλει και η εντύπωση ήταν αρχική σαν εκτίμηση πως ο Στίβεν κάτι θα έκανε με την Αθηνά. Το βράδυ κυλούσε στους ίδιους ρυθμούς, ανάμεσα στα ίδια βλέμματα που αντάλλασσαν οι τρεις τους. Η γυναίκα του, που  ποτέ δεν φανταζόταν τίποτε- έτσι νόμιζε αυτός, ο Στίβεν ήθελε να πει πολλά γι αυτό αλλά του έλλειπε η αυτοπεποίθηση.
Τα χαμόγελά τους, ήταν αθώα, φιλικά, κανένας δεν έδινε λαβή για επεισόδια. Άκουγαν τον καταπληκτικό μαύρο στο πιάνο-είχε ένα ελεεινό μελαψό χρώμα, υπέροχο σώμα και πρόσωπο- έπιναν τεκίλα με σκουλήκι και ευημερούσαν. Ή ευηνυχτούσαν. Φαινόταν μια απίστευτη  Ιουλιανή νύχτα στην Αθήνα του. Στην Αθήνα του Στίβεν που ποτέ δεν ήξερε ή δεν ήθελε να παραδεχτεί πως όσα συνέβαιναν ήταν απόρροια μιας λογικής πράξης ανθρώπων. Έτσι ήταν ο Στίβεν, έξω από τη σάρκα δεν αναγνώριζε τίποτα.
 Η παρέα χάλασε, όταν χτύπησε το κινητό της γυναίκας του, φτηνή δικαιολογία για σενάριο τέτοιας μορφής αλλά τι να κάνουμε; Ήταν η άρρωστη αδερφή της κι έπρεπε να πάει την υπόλοιπη νύχτα να της συμπαρασταθεί. Δεν ήταν τίποτε σπουδαίο αλλά λεχώνα με Καισαρική, χρειαζόταν κουράγιο. Κουράγιο για να βρούμε κάτι άλλο μαν, όμως η γυναίκα του Στίβεν είχε δίκιο.
-Δεν καταλαβαίνεις εσύ, του είπε, λες και αυτός ήταν από τα γκράβαρα. Πήγαινε με τώρα εκεί, κι έλα την Δευτέρα να με πάρεις. Τα γκράβαρα απέχουν από το Λονδίνο δεκάξι ώρες, σαρκαστικός με τις λέξεις και τις έννοιες, αν και τίποτε δεν προδιέθετε την εξέλιξη μιας τόσο ενδιαφέρουσας νύχτας
-Θα έρθω κι εγώ μαζί. Στον γυρισμό με αφήνεις στο σπίτι μου. Να μην τρέχω τώρα με ταξί, είπε η Αθηνά.
Τα πράγματα έγιναν έτσι. Πήγε την γυναίκα του στην αδερφή της και επέστρεφαν με την Αθηνά. Πρώτη φορά έμεναν μόνοι οι δυο τους. Αυτός και η Αθηνά, τρεις η ώρα μεσάνυχτα και κάτι, το σκοτάδι να σου πνίγει το λαιμό, η σάρκα να καίει το τίποτα, δεν προλάβαινες να σκεφτείς, ο χρόνος ήταν λίγος και η Αθηνά συνέχιζε να υπάρχει δίπλα του στο μπροστινό κάθισμα.
Το σχιστό της φόρεμα, όλο κι άνοιγε περισσότερο, εδώ ο Στίβεν έριξε μια γρήγορη ματιά εκεί, σκέφτηκε να έχωνε το χέρι του στα μπούτια της αλλά, αν αρνιόταν; Πως μπορείς ν αγγίξεις έναν άνθρωπο; Για ποιο λόγο να της έπιανε τα μπούτια; Είχε κι ένα ύφος αμίλητο, λίγο απόμακρο, λες και δεν την ένοιαζε τίποτε κι ύστερα, μπορεί να μην της άρεσε, εξ άλλου γιατί να σου αρέσει αν κάποιος χώνει το χέρι του κάπου; Ούτε αυτός μίλησε, ο σεξουαλικός οδηγός έλεγε πως αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο κι έτσι οδηγούσε ασυναίσθητα και χωρίς να το καταλάβει, σταμάτησε έξω από το δικό του σπίτι.
-Γιατί σταμάτησες εδώ; ρώτησε ανυποψίαστη.
-Δεν έχω ύπνο, παραπονέθηκε. Μου κάνεις λίγη παρέα να πιούμε ένα ποτό; [Αστείο πράγμα για τον Στίβεν μια τέτοια φτηνή δικαιολογία για να την παρασύρει στο κρεβάτι.]
-Πάμε, κούνησε το κεφάλι της με κάποια αμφιβολία.
Μόλις μπήκανε στο σπίτι, κλείδωσε την πόρτα πίσω του.
-Γιατί κλείδωσες; τρεμούλιασε εκείνη.
-Βάλε δυο ποτά και γδύσου! της είπε εξαφανίζοντας τα κλειδιά.
-Μα…
-Κάνε ότι λέω! είπε σκληρά, επιτακτικά.
Η Αθηνά έτρεξε προς την  μπαλκονόπορτα. Κατάκλειστη. Τα παντζούρια το ίδιο. Πήγε στο ανοιχτό παράθυρο, κοίταξε έξω. Ανοιχτό αλλά στον έκτο όροφο, τι να έκανε; Δεν ήθελε ν αυτοκτονήσει.
-Θα με βιάσεις; γύρισε στο κέντρο του σαλονιού.
-Θα σε βιάσω! σάρκασε. Απλώς, θα γαμηθούμε. [ Δύσκολη λέξη αν λέγεται εκτός προγράμματος. Ο Στίβεν θέλει απλά να κάνει έρωτα μαζί της.]
-Δεν θέλω!
-Θα δεις που θα σου αρέσει, προσπάθησε να την χαϊδέψει.
Κι άρχισαν μια πάλη. Η Αθηνά αντιστεκόταν σθεναρά, αυτός που και που της κατέβαζε κανένα ρούχο- στην ουσία το ξέσκιζε, δεν χτυπιόντουσαν, απλά αυτός προσπαθούσε να την ξεγυμνώσει κι αυτή συγκρατούσε όσα από τα ρούχα της μπορούσε, ενώ ταυτόχρονα καύλωνε κιόλας. [Δύσκολο ρήμα για τους ανερέθιστους.] Τότε ήταν που εύρισκε ευκαιρία και την άρπαζε στα βυζιά, στο μαύρο, έξω από την κιλότα. Προσπάθησε να την βγάλει αλλά σφιγγόταν και την συγκρατούσε πάνω της σα στρείδι, οι γυναίκες αμύνονται με όλα τα μέσα, όταν νομίζουν πως έχουν δίκιο.
Τα δικά του ρούχα τα είχε σχεδόν πετάξει από πάνω του και έμενε μόνο με το σλιπάκι και ο πούτσος του έβγαινε ως τον αφαλό. Μούσκεψαν τα σώματά τους από την πάλη, κόλλησε ο ιδρώτας ανάμεσα τους όταν επιτέλους, κατάφερε να της σκίσει την κυλόττα και να δει το μουνί της.
-Μη! έκανε η Αθηνά και προσπαθούσε να κρυφτεί.
-Μην το κρύβεις, είναι υπέροχο και πήγε κοντά της κρατώντας τον.
Η Αθηνά κοίταζε το ξύλο του και κατέβασε τα χέρια, σαν παραδομένη. Οι γυναίκες έχουνε ένα ύφος ασυναγώνιστο τέτοιες ώρες, λες και κρατάνε κανένα ξύλο που το κουνάνε πέρα-δώθε με αμηχανία σα να μη ξέρουν τι θα κάνουν μ αυτό.
Αυτός στάθηκε να θαυμάζει το ωραίο της σώμα.
-Μείνε εκεί, δεν θα σε γαμήσω. Θα τραβήξω μια μαλακία, αυτή η πράξη είναι μεγάλη φιλοσοφία των αντρών, της είπε. Ένα από τα μεγαλύτερα μυστικά αυτού του κόσμου: όλοι το πράττουν αλλά τον μαλάκα ουδείς ηγάπησε, τη πράξη αυτή, όλοι.. [Δύσκολο κείμενο, δεν είναι θέμα ντροπής αλλά να πεις τα πράγματα με τα όνομα τους δεν αρκεί. Γιατί θα είχε αξία μια τέτοια τέχνη; Ο ξυλουργός σαν ήρωας είναι λεπτεπίλεπτος, ευγενής, ραφινάτος, πως γίνεται να κάνει τέτοια πράγματα;]
Μόλις τον είδε να φουντώνει το πέος του, ένας άλλος το κουβαλούσε μέσα σε ένα σακί, δεν άντεξε, έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε κοντά του. Τον πήρε στο στόμα της κλαίγοντας.
-Μην κλαις της είπε, ο κόσμος είναι αυτός που βλέπουμε, πολύ.
Του γύρισε την πυγή και τον έχωσε βαθιά, στο μαύρο πρώτα, ενώ συνέχιζε να κλαίει και αυτό τον ερέθιζε περισσότερο-πρέπει να πούμε πως η τέχνη αυτή είναι υψηλής περιεκτικότητας. Ύστερα την έβαλε στον καναπέ, της σήκωσε ψηλά τα πόδια στους ώμους του και  έπαιξε με την άλλη μαύρη τρύπα του σύμπαντος. Η Αθηνά βόγκηξε πιο πολύ, κατάλαβε πως της άρεσε, που δεν ήθελε να το κάνει, τάχα,  έτσι μπαινόβγαινε στην τρυπίτσα της,  ώσπου την έκανε καρύδα. Οι άντρες παινεύονται πολύ γι αυτό, νομίζουν πως είναι ο άξονας της γης και ίσως μόνο ο Στίβεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο, δηλαδή, πως χωρούσε όλος μέσα της; Και γιατί έκανε πως δεν ήθελε; Αυτός ποτέ δεν κατάλαβε πως την βίαζε. Έπειτα έχυσε το νερό, όπως μια χύτρα που βράζει σε μεγάλους βαθμούς, στο άσπρο της σάρκας, την γέμισε σπέρμα. Το σπέρμα τελικά δεν είναι μόνο για την αναπαραγωγή των ειδών, η φυσική επιλογή του Δαρβίνου, ή τα αστήρικτα όνειρα του Φρόιντ για την απελευθέρωση του σεξουαλικού λίμπιντο, εκείνες τις ώρες πάνε περίπατο σε έναν κάμπο με λεύκες.
-Φοβάμαι, του είπε και τον κοίταζε με τα τιρκουάζ μάτια της κρατώντας του το ξύλο της λεύκας.
-Τι φοβάσαι;
-Εσένα, είσαι άγριος..
-Αφού σου αρέσει..
-Δεν μου αρέσει! και στάθηκε αντιμέτωπή του. [Το πρόβλημα με τις γυναίκες είναι που ποτέ δεν ξέρεις τι θέλουν στην ουσία, μόνο οι νέοι εραστές μετράνε, στο σεξ δεν αξίζουν οι συναισθηματισμοί, αλλά σεξ, τι σκατολέξη είναι αυτή;]
-Πως σου αρέσει; Σάρκασε. Θέλεις βότκα;
-Βάλε.
Το βάλε υπονοεί άλλα.
Κάθισαν στον καναπέ και πίνανε.
-Να ξέρεις όμως ότι με βίασες! Του είπε και του ξαναγύρισε την πυγή.
Την πήδηξε απ το παράθυρο πάλι. Μιλάμε για δύσκολες λέξεις που κιτρινίζεις να τις πεις, ίσως, μια μέσα  μια έξω-έξω-μέσα γλιστρούσε σαν χέλι στην ψυχή και το σώμα της. Η Αθηνά βογκούσε ξετρελαμένη, του τράβαγε τα μαλλιά, γύριζε και του φώναζε.
-Τι κάνεις.. δεν πρέπει.. έλα, βάλε.. αχ, τι κάνεις.. μη… μη..  βάλε κι άλλο, κι άλλο..πιο βαθιά, μη σταματάς!
Ήταν μια νύχτα αξημέρωτη, μιλάμε για απόρρητα πράγματα και οι ήρωες μας, κάποια στιγμή βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Κοιμήθηκαν για λίγο αγκαλιά σαν δυο ωραίοι άνθρωποι που συναντήθηκαν στο κενό και να το ξεχνούσαν κάποτε θα τους το θύμιζε η πραγματικότητα, παρ ότι έκαναν κάτι που το απαγόρευε η σύγχρονη ή και παντοτινή ηθική. Κατά τις εφτά το πρωί, μισοκοιμισμένοι,  ξανακύλησαν. Έκαναν μια πράξη που πιθανώς ήταν μοναδική και στο πίσω μέρος του μυαλού τους γνώριζαν πως δε θα το ξανάκαναν.
-Δεν θέλω! έκανε η Αθηνά.
Του την έδινε η ψεύτικη άρνηση της και την σβέρκωσε, της έριξε μερικές μπάτσες στο λευκό της σάρκας, σ αυτό που ξεχωρίζει, σα να έχεις μια έννοια από κάτι που ξεχωρίζει, σα να σκέφτεσαι μια απεριόριστη μπουνιά στο κεφάλι και προσπάθησε να την ξυπνήσει.
Ξύπνησε.
Έκλαιγε πάλι και γαμιότανε, ενώ ο ίδιος  της ξέσκιζε την απατηλή ονειροσύνη της
-Πάρτο μωρή σκύλα! της είπε, σκεφτόμενος πως όλοι άνθρωποι έχουν ζήσει τέτοιες στιγμές
Κλαίγοντας κι αυτός, έσχισε στα τιρκουάζ μάτια της.
-Θα μετανιώσεις γι αυτό που έκανες απόψε, τον κοίταξε κάποια στιγμή στα μάτια. Ξέρεις οι άνθρωποι απειλούν ευθέως.
-Θες να σε ξαναχτίσω; Δεν χόρτασες μωρή ;
-Όχι, όχι του κλαψούρισε και γύριζε σαν αόριστη .
Όρμησε πάλι πάνω της αφού πρώτα  φίλησε τον ωκεανό κάνοντας την να σπαρταράει σαν ψάρι όπου δεν υπάρχει γυρισμός. Η αντίδρασή της μεγάλωνε το σφίξιμο των χειλιών της, έσφιγγε σαν κλοιός τον ποταμό.
-Άστον μέσα, του είπε. Μην τον βγάζεις ποτέ.
Κι έμεινε μακροσκελής, ακίνητος  στο ανεκτίμητο κέλυφος της.
-Είσαι πούστης, του είπε κάποτε.
-Γιατί; απόρεσε
-Είχες τέτοιο ποτάμι και το έκρυβες!
Την έστησε πάλι όρθια απέναντί του, να τη δικάσει ήθελε
-Κάτσε εκεί της είπε. Θέλω να τραβήξω εκείνη την μαλακία..
-Αυτό θεωρείται, πρόστυχο του απάντησε, εγώ δεν ήθελα τίποτε απ’ όλα αυτά.
Μόλις του είπε έτσι, τα πήρε στο κρανίο, λογικά δεν υπάρχει τέτοια ύφανση, ο Στίβεν θα έλεγε εδώ πως δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τον βιασμό της μικρής Ελένης που κάθεται και κλαίει και την άρχισε στις μπουνιές  και στις κλωτσιές-η πραγματικότητα είναι πιο οικτρή απ την αλήθεια, δεν είναι τίμιο να δέρνεις μια γυναίκα αλλά έλα που έτσι συμβαίνει ακόμα και στα καλύτερα της ανθρώπινης διανόησης; Η Αθηνά αντιστάθηκε. Έριξε κι αυτή μερικές αλλά έφαγε το ξύλο της χρονιά της. Της μαύρισε τα μάτια, τα μπούτια, το λευκό της σάρκας παρθένας.
-Μη! τον παρακάλεσε γονατιστή. Εγώ ήμουν κάποτε παρθένα, όλα αυτά μου τα μάθατε εσείς.
Την έσπρωξε να γείρει κατάχαμα στο καταχθόνιο δάπεδο με όλο το βάρος μιας βάναυσης ηδονής, ενώ αυτή έκλανε από τη ναυτία. Τόση ναυτία.
 Ύστερα την πήγε στο σπίτι της. Όταν βγήκε από το αυτοκίνητο και την παρακολουθούσε να ξεμακραίνει, του φώναξε πως θα του έκανε μήνυση. Θα τον έστελνε στο διάβολο γιατί σ αυτή τη ζωή όλα πληρώνονται. Είναι απίστευτο πως μια μικρή λαβή μπορεί να γίνει στέρνα και πως θα πλήρωνε τώρα μια βραδιά τέτοια με όλη του τη ζωή, ίσως να πήγαινε φυλακή, ίσως να έχανε και τη γυναίκα του που την αγαπούσε, ξέρεις Στίβεν η άβυσσος είναι πολύ κοντά, δεν είναι τίποτα, ένας άνθρωπος που τρώει το λευκό της φάλαινας, ένα βράδυ ολκής θα έλεγαν οι τυραννισμένοι αλλά γιατί θα τον βασάνιζε  υποχόνδρια η σκέψη πως έκανε κάτι κακό; Μεγαλουργούμε πίσω απ τον υπόκωφο κρότο μιας κοινωνίας στηριγμένης στο δίκαιο που δεν αποδεικνύεται, ε Στίβεν;
Πέρασαν κάνα δυο μέρες και δεν φάνηκε κανείς. Ποιος να φαινόταν, άλλωστε ή άραγε, η πραγματικότητα ήταν άρρωστη επειδή έτσι το ήθελαν οι νόμοι, κανένας δεν μπορεί να σου περάσει αλυσίδα στο πόδι αν δεν του το δώσεις  κι ύστερα όλα μπορεί να είναι ένα τίποτα, αυτός δεν ένιωθε ένοχος επειδή αγάπησε μια γυναίκα ξένη.
Η γυναίκα του ανυποψίαστη, ρώτησε αν έγινε κάτι.
-Τι να γινόταν; απόρεσε φυσιολογικά.
-Ξέρω εγώ; τίποτα περίεργο, πως δεν εμφανίστηκε η Αθηνά..
-Αφού τα κουβεντιάζετε στο τηλέφωνο, δεν τα λέτε; [ρηχό είναι να μιλάς έτσι για μια τόσο βρώμικη ιστορία]
-Τα λέμε, είπε πως θα έρθει το Σαββατοκύριακο, είχε δουλειές.

Στον δρόμο, το βραδάκι, κι ενώ είχε πιστέψει πως το γεγονός θεωρήθηκε λήξαν, του επιτέθηκε ο χοντρός της Αθηνάς.
-Τι θέλεις ρε!  του έγρουξε στην αλάνα κι έπιασε το ματωμένο του μάγουλο. Η γροθιά του ήταν γερή, η βία είναι αναπάντεχη, φοβήθηκε πως θα πέθαινε εκείνο το απόγευμα. Είναι πολύ εύκολο να πεθάνεις για μια τόσο απλή υπόθεση.
Νευρίασε, τον αντιχτύπησε. Ο χοντρός σκύλιασε.
-Θα πεθάνεις κάθαρμα! σφύριξε. Η Αθηνά είναι σαν αδερφή μου, τι της έκανες ρε;
Είχε μπλέξει άσχημα. Αφού κουράστηκαν από τα απανωτά χτυπήματα, κουλουριάστηκαν, σταμάτησαν αντιμέτωποι, λαχανιασμένοι, κανένας ήρωας δεν πεθαίνει τόσο εύκολα Στίβεν, πίσω από αυτές τις ομολογίες, η στάχτη έκαιγε μια μικρή αλυσίδα καταστάσεων κι αυτός, ο Στίβεν δεν ήταν διατεθειμένος να παραδεχτεί το λάθος, το λάθος που έκανε εκείνο το βράδυ και που τώρα καλούνταν να ξεπληρώσει απέναντι στην αδυσώπητη κοινωνία.
-Κανείς δε γλυτώνει αφού δεν σεβάστηκε την αθωότητα μιας γυναίκας! Φώναξε ο χοντρός κι ο Στίβεν φαινόταν ανυπεράσπιστος
-Η Αθηνά ήθελε να πάει στον εισαγγελέα, με το ζόρι την κράτησα… τι έκανες ρε; Αφού δεν ήθελε ρε!
Το ρε είναι μια άσχημη προσφώνηση σε έναν ευγενή επιβήτορα, όταν σε αποκαλύπτουν πέφτουν τα τσίνορα, ποτέ δεν ήθελε τα πράσα και τώρα ο χοντρός τον είχε στριμώξει στα σχοινιά, δεν άντεχε τη ρετσινιά του βιαστή. Γύρισε και τον κοίταξε καταματωμένος με σιχασιά, ήταν δυο μέτρα άνθρωποι χωρίς  έλεος, δίχως ιστορία, χωρίς μέλλον σ αυτή την ιστορία. Του έριξε μια τελευταία μπουνιά, ο χοντρός κύλησε στο χώμα, μπορεί να είχε δίκιο αλλά που να το βρισκε;
-Αυτή ήταν, για ότι δεν ήθελε, γρύλισε. Πες της ακόμα, πως άμα την συναντήσω θα τη σκοτώσω.


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ΟΣΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ




Ο ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ
Στο ύψος της Λασκάρεως, στην αριστερή γωνία, όπως κατεβαίνουμε τον δρόμο του Ιπποκράτους, χρόνια τώρα διατηρούσα ένα παλαιοπωλείο. Ημιυπόγειος ήταν ο χώρος αλλά μεγάλος. Εκεί μέσα συμμάζευα ότι εύρισκα, ότι μου έφερναν και τα μεταπωλούσα. Αγόραζα φτηνά ή σχεδόν τσάμπα τις περισσότερες φορές, πράγματα που οι άλλοι τα θεωρούσαν για πέταμα. Έτσι ξαλάφρωνα εκείνους από το βάρος και γέμιζα τις δικές μου τσέπες με χρήσιμο βάρος: Τα χρήματα.
Ήταν μια δουλειά που την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. “Εσύ είσαι άχρηστος,” μου είχε πει στα δεκατέσσερα μου. “Δεν κάνεις για τίποτε άλλο. Γι αυτό μείνε εδώ κακομοίρη, Παύλο μήπως κάποτε ξεσταυρωθείς και καταλάβεις τη ζωή. Άσε το Νίκο, εκείνος θα πάει Πανεπιστήμιο, θα γίνει δάσκαλος.”
Ο Νίκος ήταν ο αδερφός μου που πράγματι έγινε δάσκαλος. Αλλά τι κέρδισε; Τρεις κι εξήντα τον μήνα, ενώ εγώ θησαύριζα σιγά-σιγά με το παλαιοπωλείο.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο πατέρας, ο Νίκος παντρεύτηκε μια δασκάλα, έκαναν παιδιά και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Εγώ έμενα ανύμφευτος. Κοντοστούπης καθώς ήμουν, ατσούμπαλος με λίγη καραφλίτσα, που να με πλησίαζαν οι γυναίκες. Έτσι την εύρισκα με ευκαιριακές γυναίκες που λιγόστευαν τις ηδονές μου. Μάλλον όμως, μου άρεσε κι εμένα έτσι, γιατί με τα λεφτά που απέκτησα, μπορούσα να ζητήσω όποια νύφη ήθελα. Αλλά πέρασαν τα χρόνια και τώρα που εξηνταρίζω πιάστη χελώνα και κούρευτη.
Το μαγαζί το είχα πολλές ώρες ανοιχτό, σχεδόν δεν έκλεινα καθόλου. Περνούσα λοιπόν, τον περισσότερο καιρό μου εκεί μέσα. Χειμώνα- Καλοκαίρι, συγύριζα, τοποθετούσα, ξεσκόνιζα, όλα τα αντικείμενα. Σπασμένες παλιοκαρέκλες, καναπέδες, ξεσχισμένα βιβλία, λάμπες πετρελαίου, σόμπες, μισιατηρια, ότι τζιμπράγκαλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Να δες όμως ότι τα είχα αγαπήσει αυτά τα τζιμπράγκαλα. Κι πως θα γινόταν αλλιώς αφού αυτά ήταν η ζωή μου; Αυτά ήταν το λιμάνι μου και οι απαντοχές μου.
Ένα βράδυ, αργά, σχεδόν μεσάνυχτα, ενώ ετοιμαζόμουν να κλείσω, μπήκε μέσα ένας κουστουμάτος. Άσπρο κουστούμι, άσπρη ρεπούμπλικα, άσπρα σκαρπίνια. ‘Όλα άσπρα ήταν επάνω του. Τα μαλλιά, τα γένια, τα χέρια, λες και είχαν βγει από το χιόνι.
Καθόμουν στο βάθος, στο μικρό γραφείο να τελειώσω τους λογαριασμούς και τον παρατηρούσα που έκανε βόλτες ψάχνοντας τα αντικείμενα, παίζοντας ένα ακριβό κομπολόι από κεχριμπάρι. Δεν είπε ούτε καλησπέρα αλλά αυτό δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι πελάτες.
Αφού περιεργάστηκε κάμποσο, όταν πλησίασε πιο κοντά μου, μυρίστηκα ψητό. Μου φάνηκε δηλαδή φραγκάτος. Αλλά δύσκολος πελάτης. Τόσα χρόνια εκεί μέσα είχα γνωρίσει λογιών-λογιών ανθρώπους. Όμως κάτι στο ύφος του με ξένιζε, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί.
-Ψάχνεται κάτι; Ρώτησα.
-Θεοδωρίδης Απόστολος. Εφοπλιστής, μου συστήθηκε.
-Παύλος Δαμπέρας….
-Δεν χρειάζεται, με σταμάτησε με το χέρι του.
-Τι δεν χρειάζεται; Απόρησα.
-Μην κάνεις τον βλάκα! Οι φτωχοί δεν έχουν όνομα.
-Δεν είμαι φτωχός! Διαμαρτυρήθηκα.
-Κατάλαβα, μ’ έκοψε σιβυλλικά. Δεν έχει σημασία. Ξέρεις τι θέλω;
-Που να ξέρω, ψέλλισα. Εδώ έχουμε τόσα πράγματα κι έκανα να σηκωθώ να του δείξω.
-Κάτσε! Είπε σαν διαταγή. Αυτό που θέλω δεν το έχεις εδώ μέσα κι έδειξε ένα γύρο.
-Και τότε;
-Θα ψάξεις να μου το βρεις. Αυτή δεν είναι η δουλειά σου;
-Αυτή, κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
-Θέλω λοιπόν , εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Τι; Άνοιξα τα μάτια μου πελώρια.
-Εκατό γραμμάρια μυαλό, τόνισε μία-μία τις συλλαβές.
-Από τι να είναι το μυαλό; Αρνίσιο; Τόλμησα ν’ αστειευτώ, μα αμέσως συμμαζεύτηκα, καθώς το ύφος του είχε γίνει πέτρινο.
-Ανθρώπινο φυσικά, αποφάνθηκε. Επειδή το δικό μου δεν μου φτάνει και χρειάζομαι να το συμπληρώσω, σου δίνω προθεσμία δυο μέρες να μου το βρεις. Πληρώνω όσο-όσο, είπε και με αργά βήματα βγήκε αφήνοντας με σύξυλο.
«Άι στο διάολο» σκέφτηκα και σηκώθηκα. «Άι στο διάολο κύριε Θεοδωρίδη που θέλεις να αγοράσεις ανθρώπινο μυαλό από έναν παλαιοπώλη.»
Τόσα χρόνια εκεί μέσα, ποτέ δεν μου είχε τύχει κάτι παρόμοιο. Τι να μου τύχαινε δηλαδή, να μου ζητήσουν μυαλό; Απίστευτο μέχρι βλακείας μου φάνηκε στην αρχή, αλλά, ύστερα, όταν πήγα στο σπίτι μου και ξάπλωσα να κοιμηθώ, ξανάφερα στον νου την σκηνή και ανατρίχιασα. Κάτι μου έλεγε πως ο εφοπλιστής δεν έκανε πλάκα.
Το επόμενο βράδυ επισκέφτηκα τον αδερφό μου τον Νίκο. Έφτασα νωρίς, χτύπησα το κουδούνι, με καλοδέχτηκε. Πάντα με καλοδεχόταν ο Νίκος.
-Τι έγινε Παύλο; Πως μας θυμήθηκες;
Με πέρασε στο σαλόνι, καθίσαμε κι η δασκάλα έφερε τσίπουρα. Ήπιαμε λέγοντας τα συνηθισμένα αλλά εγώ που με έκαιγε, ήθελα να φέρω την κουβέντα στον εφοπλιστή και την αγορά του μυαλού αλλά δεν ήξερα πως. Εν τέλει, ξεκίνησα κάπως αστεία.
-Ξέρεις τι μου ζήτησε κάποιος χτες το βράδυ; Χαχάνισα. Δεν θα το πιστέψεις!
-Τι σου ζήτησε;
-Μυαλό. Εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Πανέ; Ακολούθησε το ύφος μου. Ύστερα ξαφνικά σοβαρεύτηκε. Για πες μου, τι έγινε;
Του διηγήθηκα με λεπτομέρειες το γεγονός. Κι όση ώρα μιλούσα, ο Νίκος σιγά-σιγά σκυθρώπιαζε.
-Την έβαψες, μου είπε όταν τελείωσα.
-Δηλαδή; Αναπήδησα.
-Αν είναι αυτό που υποπτεύομαι, είσαι χαμένος. Υπάρχει μια πανάρχαια οργάνωση πριν από τον χομο-σάπιενς που τρέφεται με ανθρώπινα μυαλά.
-Ποιος είναι ο χόμο-σάπιενς;
-Δεν έχει σημασία αυτό. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι τρέφονται με ανθρώπινα μυαλά.
-Μα εμένα μου ζήτησε εκατό γραμμάρια για να συμπληρώσει το δικό του…
-Ε, αυτό ακριβώς. Σκοτώνουν κάποιους ανθρώπους και τους παίρνουν το μυαλό.
-Και γιατί εμένα;
-Αυτό δεν το ξέρω. Δεν ξέρω πως γίνεται η επιλογή.
-Και τι να κάνω τώρα εγώ; Ρώτησα με κομμένα τα γόνατα. Να πάω στην Αστυνομία;
-Δεν μπορούν να σε βοηθήσουν. Θα πας στην δουλειά σου κι ότι είναι να γίνει θα γίνει.
-Ωραίος αδερφός είσαι! Δεν το περίμενα από σένα Νίκο..
-Τι θες να σου κάνω; Σου είπα την αλήθεια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορώ να σου προσφέρω.
Σηκώθηκα κι έφυγα συντετριμμένος. Κουρέλι. Κοίτα ποια τύχη μου επιφύλασσε η μοίρα, σκέφτηκα. Να γίνω  βορά των ανθρώπων. Εγώ, ένας φιλήσυχος άνθρωπος.
Μια-δυο, τρεις μέρες, δεν πάτησα στο μαγαζί, ούτε στο σπίτι. Σκέφτηκα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεχαστώ αλλά μετάνιωσα. Το επόμενο βράδυ που επέστρεφα σπίτι μου σα να είδα κάποιες σκιές να με περιτριγυρίζουν. Φοβήθηκα- η μια σκιά έμοιαζε με τον εφοπλιστή, τι να έκανα; Καλύτερα να πήγαινα σε κάποιο ξενοδοχείο. Ψάχνοντας, βρήκα ένα σκοτεινό στην πλατεία Βάθης. Κοιμόμουν, σηκωνόμουν, μέρα-νύχτα εκεί. Ούτε να φάω ήθελα ούτε να πιω. Είχα ρέψει από την αγωνία μου. Την τέταρτη μέρα κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τρόμαξα. Εγώ που ήμουν υγιέστατος, παρά τα εξήντα μου χρόνια, φαινόμουν τώρα γέρος, εκατόν εξήντα και βάλε. Αξύριστος, άπλυτος, ντυμένος με τα ίδια ρούχα τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, φλόμωσα με τον φόβο μου και το πήρα απόφαση να βγω από το καβούκι μου. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει σκέφτηκα και πήγα στο σπίτι μου. Πλύθηκα, ξυρίστηκα, ντύθηκα σαν ένας καθώς πρέπει άνθρωπος και πήρα τους δρόμους.
Ότι είναι να γίνει, θα γίνει ξανασκέφτηκα.
Κατηφόρισα στα Εξάρχεια, πεινούσα πολύ. Έφτασα στην ΚΛΗΜΑΤΑΡΓΙΑ την γνωστή ταβέρνα στη Μαυρομιχάλη και κάθισα σε ένα τραπέζι. Παράγγειλα μπριζόλα, σαλάτα, κρασί κόκκινο, τζατζίκι, πατάτες κι έτρωγα με λαιμαργία. Καθώς ρούφαγα ένα ποτήρι κρασί ευχαριστημένος, πήρε το μάτι μου τον Μιχάλη, έναν παλιό, καλό φίλο.
-Έλα, του είπα.
-Γεια σου ρε Παύλο, μου απάντησε καθίζοντας στο τραπέζι. Τι γίνεται;
-Όλα καλά. Θα πιεις κρασί;
-Θα πιω, όπως πάντα, αφού το ξέρεις, μ’ αρέσει το κρασί. Αλλά για στάσου.. εσύ δεν έπινες.. έκανε απορημένος.
-Τώρα θα πίνω, φέρε ποτήρι μαχαιροπήρουνα και τα σχετικά, είπα στο γκαρσόνι.
Ήρθε το ποτήρι, τσουγκρίσαμε.
-Στην υγειά σου, είπε ο Μιχάλης.
-Στην υγειά σου και σένα, ρούφηξα όλο το ποτήρι.
-Σιγά! Έκανε ο Μιχάλης, θα μεθύσεις.
-Αυτό θέλω κι εγώ. Να μεθύσω.
Πίνοντας, με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση κάτι άσπρο να περνάει σαν αστραπή. Ήταν ο Θεοδωρίδης Απόστολος. Ο εφοπλιστής. Ταράχτηκα.
-Τον ξέρεις αυτόν; Ρώτησα με αγωνία τον Μιχάλη.
-Τον εφοπλιστή; Τραντάχτηκε στα γέλια.
-Γιατί γελάς;
-Ποιος δεν τον ξέρει; Είναι το καινούριο νούμερο της γειτονιάς. Γνωστός πλακατζής που παριστάνει τον εφοπλιστή. Δεν τον βλέπεις; Ποιος ντύνεται έτσι, στα άσπρα…
-Μιλάς σοβαρά;
-Σοβαρότατα. Άιντε γεια μας
 -Γεια μας.
Δεν ήξερα τι να κάμω. Να γελάσω, να κλάψω ή να ρίξω μια μπουνιά ανάμεσα στα φρύδια του εφοπλιστή.
ΤΕΛΟΣ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...