Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 9



Κατέβηκε μαζί του κι αυτός και φαινόταν λίγο πιο βιαστικός τώρα. Δεν είχε ώρα να σκεφτεί τίποτε άλλο για το πλήθος, έφτασε στην έξοδο, βγήκε. Με τα μάτια έψαξε για κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο. Έφτασε σε έναν και στήθηκε περιμένοντας αυτόν που τηλεφωνούσε, να τελειώσει, να βγει. Ανυπομονούσε όπως όλοι οι άνθρωποι μπρος σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Κοίταξε καλύτερα αυτό που ήταν μέσα, του μοιασε με "αδερφή", μια αδερφή με γουρουνίσια μάτια, που σίγουρα θα τηλεφωνούσε σε κάποιο τεκνό. "Πούστης του κερατά!" μονολόγησε μέσα απ τα σφιγμένα δόντια του αλλά παρ όλα αυτά του χαμογέλασε γλυκά καθώς εκείνος του έκανε νεύμα με χαριτωμένο τρόπο, πως σε λίγο τελείωνε.
-Μισό λεπτό καλέ! του είπε βγαίνοντας. Πως κάνετε έτσι, εσείς θα φάτε όλον τον κόσμο και είσαστε και ωραίος!
Και τον παρακολουθούσε καθώς ο Καζάρμας μπήκε στο θάλαμο και σχημάτιζε έναν αριθμό. "Όλα εντάξει" είπε. "Μπορείτε να ειδοποιήσετε σε δέκα λεπτά από τώρα." Έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε. Η "αδερφή" με τα γουρουνίσια μάτια τον περίμενε.
-Μήπως έχετε ώρα; ρώτησε μελιστάλαχτα.
-Όχι, απάντησε αυτός σιβυλλικά. 
Δεν του άρεσαν οι άνθρωποι αυτού του τύπου και ήταν κάθετος σ αυτό χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει έφτυσε στο πεζοδρόμιο έτσι που να ακουστεί κι ύστερα χώθηκε στο πλήθος που διάβαινε, δεξιά-αριστερά. Πήγε στο περίπτερο, αγόρασε μια εφημερίδα, θυμήθηκε πως δεν είχε τσιγάρα, αγόρασε κι ένα πακέτο καρκίνο. Κουβαλώντας τα όλα μαζί, έφτασε κάπου στη Σταδίου. Χώθηκε σ ένα καφέ. Παράγγειλε τοστ, μια μπύρα και κάθισε ανοίγοντάς την εφημερίδα.
Διάβαζε την εφημερίδα μεσημέρι στην Ομόνοια. Περίμενε μέχρι ν ακούσει τον κρότο, μέχρι να θυμηθεί την "αδερφή" στον τηλεφωνικό θάλαμο και να μπλεχτεί στη μνήμη του μια άλλη τέτοια αδερφή, όταν ήταν δεκαεφτά χρονών και ντράπηκε για τον εαυτό του, σχεδόν κοκκίνισαν τα μάγουλα του και κοίταξε γύρω τους θαμώνες, μήπως και πρόσεχαν αυτή τη ντροπή του. "Όλα γίνονται συνειρμικά" σκέφτηκε. "Δεν έχουν αρχή, μέση, τέλος."
Μεσημέρι ήταν και τότε που κατηφόριζε τη λεωφόρο φορώντας καινούρια, ατσαλάκωτα ρούχα που του έδιναν μια ωραία αίσθηση. Χαρούμενος, παιδικός άνεμος τον κυβερνούσε και το μέλλον το δικό του σ αυτή την πολιτεία του φαινόταν ευοίωνο. Πίστευε ακράδαντα πως θα γίνει κάποιος, κάποτε. Ήταν σίγουρος, είχε αυτοπεποίθηση ακόμα κι όταν κατέβαινε σ εκείνο το υπόγειο που μύριζε χωματίλα και παχιά, μαλακισμένη ατμόσφαιρα. Του άνοιξε μια αδερφή κακομούτσουνη και στραβοκάνα. Φτωχός κι η μοίρα του, πούστης κι άσχημος, σκέφτηκε, παραμερίζοντας την και μπήκε. Μια άλλη αδερφή, αγόρι μου! του ρίχτηκε και τον φίλησε στο στόμα. Τρελάθηκε. Τι ήταν αυτό; γδάρθηκαν  μεταξύ τους τα γένια, τα μουστάκια, ανδρικά σκληρά μάγουλα. Ώστε έτσι ήταν οι αδερφές, νόμισε, έτσι φιλιούνται κι έτσι κάνουν.
Ήπιε ένα ποτό που έσπρωξαν μπροστά του στη βρώμικη μπάρα κι έκλεισε το μάτι στον φίλο του, Γιώργο που τον είχε προσκαλέσει εκεί κι αυτός είχε δεχτεί να πάει γεμάτος περιέργεια. Είδε τον φίλο του να φιλιέται με μια άλλη αδερφή και πήγαινε να του στρίψει. Ο Γιώργος που τον κυνηγούσαν οι γυναίκες μια ζωή, τώρα φιλιόταν με έναν άντρα. Ήπιε κι άλλο ποτό, κι άλλο, κι άλλο. Μέθυσε. Κουνιόταν το δάπεδο, η οροφή, το υπόγειο που μύριζε χωματίλα κι αδερφίστικο ιδρώτα.
Μεσάνυχτα αποφάσισαν αν πάνε για φαγητό, θα πλήρωναν οι αδερφές. Η δικιά του όλο τον κοίταζε λιγωμένη, τρελαμένη από τα δεκαεφτά του χρόνια, τι διάολο ήθελε; ο Νίκος δεν ήθελε τίποτε, η μάλλον ήθελε κάποια γυναίκα. Μια γυναίκα, μια οποιαδήποτε γυναίκα, δεκάρα δεν του καιγόταν τι έκαναν αυτοί, αν ήταν μια γυναίκα θα ήταν αλλιώς, έστω και πληρωμένη αλλά ήταν άφραγκος. Ο πατέρας του από τη Γερμανία που είχε πάει μετανάστης του στελνε με το ζόρι το ενοίκιο για να πληρώνει το δωματιάκι στα Κάτω Πατήσια, που έμενε. Δύσκολη κατάσταση, έπρεπε να δουλεύει τα Καλοκαίρια και όποτε άλλοτε μπορούσε, στην οικοδομή, σερβιτόρος και αλλού για να συμπληρώνει τα έξοδα του. Φυσικά δεν ήξερε ή δεν μπορούσε ν αξιολογήσει τη στάση του πατέρα του, του Φάνη Καζάρμα που είχε τα δικά του προβλήματα. Εργάτης στη φάμπρικα, μάζευε τα μάρκα, έκανε οικονομίες για ν αγοράσει το οικόπεδο στο Κορωπί, στριφνός, μονόχνωτος, μετανάστης. Ποτέ δεν τους χώνεψε τους μετανάστες, όχι ρατσιστικά, απλά τους λυπόταν, για την κακομοιριά, την αμάθεια, την τσιγκουνιά, απ τον πατέρα του με το ζόρι του παιρνε δεκάρα. Έτσι ήταν όλοι αυτοί που πήγαν εκεί και έκαναν το σκατό παξιμάδι, σαραντάρηδες της δεκαετίας του εξήντα, αμόρφωτα στειλιάρια της επαρχίας, τους έχωσαν για τα καλά στο ξεφτιλίκι της μπύρας και του σίδερου.
Ο πατέρας του δεν ήταν ακριβώς τέτοιος, ή περίπου τέτοιος. Ούτε ήξερε τι ήταν ο πατέρας του, μια μηχανή ίσως. Μια μηχανή ίσως, μια ακατέργαστη μάζα με διαρκώς συνοφρυωμένη όψη. Λες και πάντα σκεφτόταν κάτι πολύ σοβαρό-ενώ στην ουσία τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι, κάθε βράδυ έκανε έρωτα στη μάνα του είχε βαρεθεί χρόνια να τους ακούει, κάθε βράδυ έπιναν ρετσίνα με τους φίλους του. Οι περισσότεροι μετανάστες, φίλοι και γνωστοί του πατέρα του που είχε γνωρίσει, γίνονταν λιάδα, σταφίδα κάθε βράδυ κι ύστερα ξεσπούσαν στη γυναίκα τους. Πρώτα ξύλο κι ύστερα γαμίσι. Και τα δυο δεν ξεχνιούνται.
Το βράδυ ήταν δύσκολο. Μεσάνυχτα στην Κυψέλη, σκυλομάγαζο και έπιναν, Νύχτα τρισάθλια, φορτωμένη τσιγάρο, ξινίλα και ξεφτίλα. Δεν του άρεσαν τέτοια, δεν τα ήθελε, ένιωθε αηδιασμένος με τα πουτανίστικα φερσίματα τους. Γιατί έμενε όμως τι είχε να κερδίσει ή να χάσει από δαύτους; αργότερα κατάλαβε πως είχε μπλέξει-όλα αργότερα καταλαβαίνονται.
 Έφυγαν γύρω στις τρεις μεθυσμένοι, αυτός με έναν που του γινε κολιτσίδα όλο το βράδυ και ο Γιώργος με την "άλλη." Ούτε καν χαιρετήθηκαν.
Ο δικός του είχε μια σακαράκα παρκαρισμένη στην πλατεία. Μόλις κάθισαν και ξεκίνησε προσπάθησε να του χώσει το χέρι στα σκέλια. Ο Νίκος το σπρωξε πίσω.
-Που να σε πάω; ρώτησε πειραγμένος.
-Στα Πατήσια, απάντησε..
Σε όλη τη διαδρομή ο πούστης-τι άσχημη λέξη!- προσπαθούσε να τον χαιδέψει κι αυτός αναψοκοκκινισμένος δεν τον πάφηνε. Ένιωθε άσχημα κι ανόητα. Είχε ψιλοσυνέλθει και το μόνο που σκεφτόταν και ήθελε, ήταν πως να του παιρνε κανένα χιλιάρικο και να βρισκόταν στο κρεβάτι του.
Είχε αρχίσει μια νυχτερινή μπόρα, βροχή ασταμάτητη, όταν σταμάτησε  τη σακαράκα σε ένα σύδεντρο. Ο Νίκος τον παρατηρούσε που έστρωνε μια βρώμικη κουβέρτα κάτω από ένα πεύκο.
-Τι κάνεις εκεί; τον ρώτησε. Πάμε να φύγουμε!
-Έλα! του είπε, με λαγνεία.
Ούτε κατάλαβε πως πήγε αλλά πήγε κι αυτό ήταν το λάθος του. Βέβαια πίστευε πως θα του έκανε σεξ, ο άλλος θα του έδινε το χιλιάρικο κι ύστερα θα έφευγε, και θα ξεχνούσε για πάντα αυτή τη βραδιά, αυτό το ξεφτιλίκι θα το ξέγραφε από τη ζωή του. Κάτω απ την κουβέρτα, του φώναξε πως χρειαζόταν λεφτά. Θα σου δώσω, του απάντησε αλλά δεν τον πίστεψε και ξαφνικά, βρέθηκε να αντιμετωπίζει έναν γεροδεμένο άντρα που ήθελε να τον βάλει από κάτω. Άρχισαν να παλεύουν η αδερφή ήταν διεγερμένη ο Νίκος στην αρχή σάστισε, ύστερα θύμωσε, έβαλε όλη τη δύναμη τον πέταξε από πάνω του, ήρθαν όρθιοι αντιμέτωποι. Ο άλλος δεν κατάλαβε κι έκανε να τον αγκαλιάσει πάλι. Ο Νίκος του χωσε μια μπουνιά στη μούρη, τον γέμισε αίματα. Νευρίασε άγρια, δεν ήξερε τι έκανε, ήταν εκτός εαυτού. Τον άρπαξε από τα μαλλιά, του γύρισε πίσω το κεφάλι, του δωσε μια ακόμα σφαλιάρα. Ο άλλος άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει.
-Μη! σε παρακαλώ! ψέλλισε.
-Δώσε μου τα λεφτά ρε! τον αγριοκοίταξε ακόμα χειρότερα. Δεν τον λυπόταν. Μόνο σιχασιά ένιωθε.
-Όσα έχεις! δώστα! του φώναξε και πήρε από τα χέρια του μερικά χιλιάρικα.
Τα βαλε στην τσέπη του και χάθηκε στο σκοτάδι.

συνεχίζεται.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 8




Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αυτή που είχε παρουσιαστεί για την Αστυνομία αλλά του Καζάρμα δεν του αρκούσε ο ψυχοπαθής δολοφόνος. Κάτι άλλο ήταν στη μέση, σίγουρα. Αν οι αστυνομία γνώριζε πως η Λένα ήταν μέλος της οργάνωσης ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ, φυσικά θα αναθεωρούσε. Αυτός όμως που τη σκότωσε θα το γνώριζε και άρα θα πρέπει να είχε άμεση σχέση με την ομάδα αλλιώς δεν εξηγείται, αφού όλες οι ενέργειες των ανθρώπων της οργάνωσης ήταν τέλεια μελετημένες. Κανένας δεν έκανε του κεφαλιού του.
Έτσι και η Λένα. Πανέξυπνη καθώς ήταν και δυνατή, θα μπορούσε πανεύκολα να ξεφύγει από αυτόν τον βλάκα. Κι ένα ακόμα που τον παραξένευε ήταν πως, αφού πάλεψαν πρώτα και της σκίστηκε το πουκάμισο, δεν είχε κι άλλα χτυπήματα παρά μόνο αυτό το σχίσιμο στον δεξιό ώμο; Σαν σε όνειρο, είδε τη Λένα να περπατάει στην παραλία. Είχε απομείνει μόνη, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα και απολάμβανε τη χλωμή ζεστασιά των τελευταίων ημερών του Σεπτέμβρη και σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν κοντά της τουλάχιστον σε διακόσια μέτρα απόσταση απ αυτή, λούζονταν και κάποιοι λίγοι ακόμα ρομαντικοί, όταν ένας άντρας εμφανίζεται ξαφνικά δίπλα της και συνομιλούν, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν γνωστοί.
Στο νου του ήρθε και η ιατροδικαστική έκθεση που έλεγε πως το θύμα είχε δεχτεί μεγάλο ξάφνιασμα προτού πεθάνει. Πιθανολογούσε πως το ξάφνιασμα αυτό προήλθε από την εμφάνιση του όπλου στα χέρια του γνωστού της, σε ανύποπτο χρόνο κι έτσι όπως την κρατούσε φιλικά από τον ώμο, θα την τράβηξε δυνατά και την γύρισε προς το μέρος του. Η Λένα μετά το αρχικό ξάφνιασμα από την εμφάνιση του όπλου, προσπάθησε να ξεφύγει κι έτσι σχίστηκε το πουκάμισο που απέμεινε στο χέρι του δολοφόνου.
-Δεξιά; ρώτησε από τον καθρέφτη ο ταξιτζής και τον έφερε για λίγο στην πραγματικότητα των στιγμών.
-Ευθεία, απάντησε . Θα σου πω όταν είναι να στρίψουμε και ξαναγύρισε στην ιστορία του.
Πήγε πάλι τα πράγματα προς τα πίσω, προσπαθώντας να τα δει από το τέλος προς την αρχή. Στην οθόνη των ματιών του έρχεται η εικόνα της σύλληψης του νεαρού ψυχοπαθή από τους αστυνομικούς που τον ακινητοποιούν με χτυπήματα και λαβές. Οι αστυνομικοί ορμάνε τον αρπάζουν καθώς αυτός ουρλιάζει και κλαίει. Ο γέρων των ενενήντα δυο χρονών προβάλλει από τα δέντρα με το μπαστούνι του και τον δείχνει. ΟΜ ψυχοπαθής σηκώνεται και το βάζει στα πόδια με το σχισμένο πουκάμισο στο χέρι. Μόλις πάει να πιάσει τα γυμνά στήθη της Λένας βλέπει στο βάθος της παραλίας τους αστυνομικούς να τρέχουν προς το μέρος του. Ο γνωστός της Λένας φεύγει με γρήγορα βήματα λίγες στιγμές πριν.
Κανείς. Άδεια παραλία.
Ο γνωστός της Λένας βάζει το πιστόλι στην τσέπη του, ρίχνει μια ματιά γύρω του. Το πουκάμισο σχίζεται στα χέρια του ταυτόχρονα με τον πυροβολισμό. Η Λένα τραβιέται να ξεφύγει ξαφνιασμένη, δεν τα καταφέρνει ο άλλος έχει βγάλει το πιστόλι. Γυρίζει και χαιρετιούνται με τον γνωστό της που την έχει πιάσει φιλικά στην αρχή, από τον ώμο. Αντιλαμβάνεται την παρουσία του καθώς αυτός φτάνει στην παραλία όπου βάδιζε μόνη της. Ο γνωστός της, καπνίζει ένα τσιγάρο από μια μάρκα παλιά, Καρέλια ή Ματσάγκος. Σβήνει τη γόπα, την πατάει στην άμμο και προχωράει προς το μέρος της.
Έτσι πρέπει να είχαν γίνει τα πράγματα αλλά ποιος ήταν αυτός; ποιος να ήταν; δεν μπορούσε να φτιάξει μια εικόνα του αλλά σκέφτηκε σμίγοντας τα φρύδια του με θυμό πως θα έκανε ότι μπορούσε για να τον ανακαλύψει.
Άναψε τσιγάρο, ξερόβηξε και μέσα από αυτό άκουσε τον ταξιτζή πάλι να τον ρωτάει αν θα πάνε δεξιά.
-Δεξιά, εδώ, μίλησε. Έστριψαν και σε διακόσια μέτρα σταμάτησαν. Πήρε την νάιλον τσάντα που κουβαλούσε, πλήρωσε τον ταρίφα και προχώρησε στον έρημο δρόμο ψάχνοντας αυτό που είχε κατά νου. Αναζήτησε με το βλέμμα μια νεόχτιστη πολυκατοικία και μόλις τη βρήκε προχώρησε προς το μέρος της. Έφτασε στην είσοδο, σταμάτησε και ερεύνησε τα κουδούνια, χτύπησε ένα που δεν είχε όνομα. Η πόρτα άνοιξε σπρωγμένη από τα χέρια του. Μπήκε. Κανένας δεν ήταν στο ισόγειο. Πήγε προς το ασανσέρ, το κάλεσε, μπήκε και πάτησε το κουμπί του τετάρτου ορόφου.
Άνοιξε το ασανσέρ, στο βάθος του διαδρόμου ένας άντρας που φορούσε καλτσοδέτα στο πρόσωπο του, τον περίμενε πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα Έφτασε κοντά του. "Έρημος!" είπε σιγανά. "Όαση!" απάντησε ο άλλος και αντάλλαξαν τις δυο τσάντες.
Η πόρτα έκλεισε Ο Καζάρμας έμεινε για λίγο στο μισοσκόταδο καθώς το φως του διαδρόμου έσβησε. Γύρισε πίσω στο ασανσέρ, μπήκε και κατέβηκε.
Στην πλατεία στάθηκε για λίγο στο περίπτερο να ρίξει μια ματιά στους τίτλους των εφημερίδων. Οι περισσότερες αναφέρονταν με μεγάλα γράμματα στην απεργία των Τραπεζικών. ΑΠΌΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΆ ΑΠΌ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΖΌΜΕΝΗ ΑΠΕΡΓΊΑ. "Για τρεις μέρες ακόμα η απεργία." Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΝΙΚΑΝΗ ΝΑ ΚΆΝΕΙ ΚΆΤΙ. "Και απεργία και ΝΈΦΟΣ". "Αθήνα μια πόλη καραντίνα θανάτου." Κάτω, χαμηλά σε δυο-τρευς υπότιτλους αναφέρονταν πως ο υπουργός Δημοσίας Τάξης βρισκόταν σε καλό δρόμο για την ανακάλυψη μεγάλης ομάδας τρομοκρατών.
Αφού είδε ότι χρειαζόταν, κοίταξε το ρολόι του. Εντεκάμιση. Άφησε βιαστικά τις εφημερίδες και τον υπουργό Δημοσίας Τάξης να κυνηγάει τους τρομοκράτες. Πέρασε από την άλλη πλευρά της πλατείας, εκεί όπου έκαναν πιάτσα τα ταξί. Μπήκε σε ένα και κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης. 
Μετά από μισή ώρα βρισκόταν μπροστά από το πολυκατάστημα "Senior". Περιεργάστηκε τις βιτρίνες, χάζεψε λίγο ακόμα και αντάλλαξε ένα γεια, τι γίνεται; με κάποιον συμφοιτητή του στο Πανεπιστήμιο, που βρέθηκε εκεί τέτοια ώρα;
Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται στα πιο απίθανα μέρη τις πιο ακατάλληλες στιγμές, σκέφτηκε και προχώρησε προς τις κυλιόμενες σκάλες, μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος.
Το πλήθος δεν του δημιουργούσε κανένα συναίσθημα, καμιά εντύπωση. Ήταν ένα πλήθος φορτωμένο τσάντες, γεμάτες άχρηστα αντικείμενα, που του φόρτωνε καθημερινά στην πλάτη του η καταναλωτική κοινωνία. Ο καθένας από αυτό το μάταιο πλήθος, είχε μια ηλίθια θεωρία για το πως γίνονταν τα πράγματα ή για το πως έγιναν. Η άγνοια των περισσοτέρων, ήταν το μεγάλο στήριγμα για τους λίγους.
Στον δεύτερο όροφο που ανέβηκε, βγήκε από τις κυλιόμενες σκάλες και μπήκε στο τμήμα αντρικών ρούχων και περιεργάστηκε μερικά σακάκια. Χειμώνας πλησίαζε μπορεί να χρειαζόταν ένα.
Μια πωλήτρια που έφτασε κοντά του, τον εξέτασε ερευνητικά. Είδε το ωραίο κουστούμι που φορούσε, την κόκκινη γραβάτα στο σκούρο γκρι πουκάμισο, του χάρισε ένα από τα πιο ωραία χαμόγελα της και προσφέρθηκε να του δείξει μερικά ακόμη. Αυτός έδειξε κάποιο προσποιητό ενδιαφέρον και αφού της ανταπόδωσε το χαμόγελο, της είπε πως θα ήθελε λίγο χρόνο να το ψάξει μόνος του το θέμα και η πωλήτρια απομακρύνθηκε ευγενικά.
Εξετάζοντας τα κουστούμια έψαχνε με το μάτι του το μέρος όπου έπρεπε να τοποθετήσει την τσάντα με τη βόμβα. Με την άκρη του ματιού του είδε την πωλήτρια να προβάρει ένα κοστούμι σε κάποιον χωριάτη, σιγουρεύτηκε πως τα που έπρεπε να κινηθεί, βγήκε προς την έξοδο κινδύνου και έβγαλε από την τσάντα την άλλη τη μικρή που περιείχε τον μηχανισμό και την ακούμπησε πάνω από το σύστημα εξαερισμού.'Επέστρεψε γρήγορα κι αθόρυβα στα κουστούμια, έριξε μια τελευταία ματιά βγαίνοντας στις κυλιόμενες σκάλες όπου το πλήθος συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει.
συνεχίζεται

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 7





Η αστυνομία συνέλαβε τον κάτοχο της, που αν και είχε καθαρό ποινικό μητρώο, τον κράτησαν πέντε μέρες στο κελί. Αφού του έριξαν κάμποσο ξύλο, του ζήτησαν συγνώμη και του είπαν πως, αν ήθελε θα μπορούσε να κάνει μήνυση στην αστυνομία αλλά, καλά θα έκανε να το σκεφτεί πρώτα.
Οι μικροί μπάτσοι που τα έλεγαν συνήθως αυτά εν παρόδω, καμάρωναν και κορδώνονταν σε όποιον πίστευε ακόμα πως όλοι οι μπάτσοι είναι εξουσία, πως ήταν εκεί και είχαν συλλάβει τον δολοφόνο, που τελικά τον άφησαν ελεύθερο αλλά κάποια μέρα θα τον συλλάβουν ξανά, γιατί, αυτός ήταν σίγουρα ο δολοφόνος.
Στη σέλα της μηχανής ήταν περασμένη στον ιμάντα, μια σελίδα χαρτιού, δακτυλογραφημένη. Εξηγούσε τους λόγους που εκτελέστηκαν τα συγκεκριμένα άτομα. Επάνω με κεφαλαία υπήρχε η λέξη, ΠΡΟΚΥΡΗΞΗ, που γνωστοποιούσε επίσημα ποιος και γιατί έκανε τη συγκεκριμένη πράξη. Και ήταν σπουδαίο αυτό το χαρτί, επειδή θεωρούνταν έντιμη απόδειξη του θάρρους και την ανάληψη της ευθύνης από την συγκεκριμένη ομάδα που έφερνε τον τίτλο "ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ". Μέσα σε κύκλο υπήρχε το Ω, που ίσως να υποδήλωνε το τέλος μιας εποχής ή ενός τρόπου διακυβέρνησης του κράτους. Η ομάδα αυτή, ήταν από τις σημαντικότερες του είδους, με πολλή μεγάλη δράση, υποδειγματική οργάνωση, ως φαινόταν από την τέλεια μυστικότητα των κινήσεων της. Σε όλες τις ενέργειες της, τίποτε άλλο δεν είχε ανακαλύψει η Αστυνομία, παρά μόνο αυτό το χαρτί της προκήρυξης.

Ο ανακριτής που είχε διαβάσει πάμπολλες τέτοιες προκηρύξεις, είχαν εντυπωθεί κάποιες φράσεις, ίσως από αυτή την τελευταία:
ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. ΟΡΓΆΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ...αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκτέλεση των δυο αστυνομικών, συμβόλων ενός διεφθαρμένου κράτους. Η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να ορθώσει το ανάστημα της και να παρέμβει με την επαναστατική πρακτική της στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας. Με την πράξη αυτή προειδοποιεί τον πολιτικό και οικονομικό κόσμο.

Ο Νίκος Καζάρμας είχε φύγει από νωρίς. Στην αρχή περπάτησε κάμποσο, μέχρι να βγει στη λεωφόρο για να πάρει ταξί. Καθώς περπατούσε κοίταζε τον ουρανό, που μέσα στο γαλάζιο του, ένα αεροπλάνο άφηνε την πορεία του σύννεφου-πάντα του προκαλούσε εντύπωση αυτή η λευκή γραμμή που άφηναν πίσω τους τα αεροπλάνα.
Ο καιρός ήταν ωραίος αλλά ο Καζάρμας ένιωθε κάτι βαρύ να τον περικυκλώνει. Μια αόριστη συνεχόμενη λύπη που γινόταν συγκεκριμένη όταν έφερνε την εικόνα της Λένας στην οθόνη των ματιών του. Πάντα κάτι του έλειπε αλλά σήμερα η σκέψη για τον θάνατο της, ήταν περισσότερο βαριές.
Όλες τις θλίψεις τις πέρναγε μόνος, δεν ήθελε να μοιράζεται τίποτε από τα προσωπικά του με κανέναν. Ποτέ δεν είχε φανταστεί όμως, πως υπήρχαν και πίκρες τόσο αβάσταχτες.
Το προηγούμενο βράδυ από τη δολοφονία της, είχαν κοιμηθεί μαζί στην Κηφισιά, στο σπίτι της Λένας. "Αύριο να πάμε στη θάλασσα!" του είχε προτείνει κρεμασμένη στο λαιμό του όταν είχαν τελειώσει τον έρωτα. "Είναι τόσο ωραίες οι τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη, πάμε!" "Ωραία θα ήταν αλλά δεν μπορώ να έρθω, έχω δουλειά, πήγαινε εσύ μόνη σου, να χαρείς τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη" της είχε απαντήσει.
Αν είχε πάει μαζί της ίσως να ζούσε τώρα, θα μπορούσε να την προστατέψει και ίσως δε θα τολμούσε εκείνος ο μανιακός ηδονοβλεψίας να την σκοτώσει. Ο Καζάρμας δεν ήταν από τους ανθρώπους που έχαβε εύκολα ότι του σέρβιραν. Έτσι και τώρα κάτι δεν του πήγαινε καθόλου καλά με τη δολοφονία της Λένας. Γιατί να ήταν ο ψυχοπαθής και μανιακός ο δολοφόνος; μήπως ήταν μέλος κάποιας άλλης οργάνωσης; ή ακόμα και της δικής τους; Η Λένα, η φοιτήτρια όπως την αποκαλούσε όλος σχεδόν ο τύπος, ήταν μια όμορφη γυναίκα, πλούσια και με ιδιαίτερη παιδεία. Γνωρίζονταν πέντε χρόνια και η σχέση τους είχε γίνει στενή τα δυο τελευταία. Η Λένα τον αγαπούσε όπως αυτός. "Ναι, αλλά δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος αυτό το παιχνίδι" του είχε πει το τελευταίο βράδυ. "Ποιο παιχνίδι;" τη ρώτησε."Να σ αγαπώ, να μ αγαπάς. Αξίζει όμως μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, αξίζει να ζει κανείς μόνο την προσωπική του ευτυχία; γι αυτό λέω πως δεν έχει τέλος αυτό το παιχνίδι."
Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου σκεφτόταν και κοίταξε γύρω του ανήσυχος. Γενικά δεν ήταν φοβισμένος αλλά μετά τον θάνατο της Λένας πίστευε πως έπρεπε να λαμβάνει περισσότερα μέτρα προφύλαξης. Τον ανησυχούσε η σκέψη μήπως ήξεραν κάτι και γι αυτόν αλλά πως θα μπορούσε και τι ήταν αυτό δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει, έτσι κάποιος αόριστος φόβος έπλεκε ιστό γύρο του. Αν υπήρχε κάποιος προδότης, τότε σίγουρα θα πήγαιναν πολλοί χαμένοι και ίσως να σήμαινε το τέλος της οργάνωσης. Πως όμως θα γινόταν προδότης κάποιος, αφού τις εντολές της οργάνωσης τις μάθαιναν την τελευταία στιγμή και το μόνο πρόσωπο που τις γνώριζε ήταν αυτό που θα έπαιρνε μέρος μόνο στη συγκεκριμένη αποστολή;
Η Λένα όμως είχε πεθάνει. Και ήταν από τους βασικούς κρίκους στην οργάνωση, με υψηλές διασυνδέσεις πιο πάνω απ αυτόν. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ήταν λάθος του που είχε συνδεθεί μαζί της και μήπως ήταν κι αυτός ο επόμενος στόχος γιατί δεν πίστευε πως ο ματάκιας την είχε σκοτώσει.
Σήκωσε το χέρι κι έκανε νόημα σε ένα ταξί που ρολάρισε στην άκρη του δρόμου. Μπήκε στο πίσω κάθισμα.
-Στην Κηφισιά, είπε.
Ο ταξιτζής έγνεψε εντάξει, από τον καθρέφτη. Ο Καζάρμας βολεύτηκε στη θέση του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο πρόσωπο του ταξιτζή κι ύστερα γύρισε το βλέμμα του στον πολύβουο δρόμο. Στο μυαλό του άρχισε να σχηματίζεται η ιδέα πως ο θάνατος της Λένας δεν ήταν τυχαίος όπως ήθελε ν αποδείξει η αστυνομία. Αυτός που είχε ομολογήσει πως την είχε σκοτώσει, δεν έπρεπε να ήταν ο δολοφόνος Ίσως μετά από μερικές μέρες να αναιρούσε και να έλεγε την αλήθεια: Ότι τον πίεσαν, ότι τον έδειραν και ότι κάτω από την έντονη ψυχολογική βία, τον ανάγκασαν να ομολογήσει πως αυτός ήταν ο δολοφόνος. Την αστυνομία δεν την ενδιέφεραν αυτές οι εικασίες. Της αρκούσε ένας δολοφόνος για κάθε θύμα. Θα έκλεινε λοιπόν τον φάκελλο δολοφονία της φοιτήτριας, με ισόβια φυλάκιση αυτού του κακομοίρη που έτσι κι αλλιώς ήταν για τα σίδερα.
συνεχίζεται

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 6





Έπαιξαν διπλό με τους άλλους και τους άρεσε πολύ γιατί έγινε όμορφο παιχνίδι, σχεδόν μέχρι να σουρουπώσει. Κουρασμένοι αλλά κεφάτοι, γύρισαν στο σπίτι, λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά. Έκαναν μπάνιο, ήπιαν καφέ στην αυλή.
-Εκείνη η γυναίκα δε μου φεύγει απ το μυαλό, κάπου την ξέρω, είπε ο ανακριτής.|
-Ωραία γυναίκα! Του γέλασε κατάφατσα ο Νίκος.
Δεν ήταν μόνο αυτό, θέλησε να απαντήσει αλλά δεν απάντησε, του φάνηκε πως έπρεπε να κρύψει τη σκέψη του, πολλές φορές χρειαζόταν να γίνεται αυτό. Εκείνο που έπρεπε επίσης να κάνει ήταν να ξύσει το μυαλό του να θυμηθεί αν την είχε γνωρίσει κάπου αλλού ή ήταν μόνο δημιούργημα της φαντασίας του.
-Ξύνω, είπε.
-Τι είπες; Παραξενεύτηκε ο Νίκος.
-Τίποτε! Γέλασε ο ανακριτής.
-Καλά, φεύγω, έκανε ο Νίκος θα τα πούμε το βραδυ στο μπαρ, θα έρθεις ε;
-Ναι, βέβαια… γύρω στις δέκα, εντάξει.
«Γεια» έκανε και έφυγε με εκείνη τη γρήγορη περπατησιά.
«Σαν τη γάτα» σκέφτηκε ο ανακριτής που απάντησε επίσης με ένα «γεια» κι ύστερα γύρισε πάλι σε εκείνη την ωραία γυναίκα. Που την είχε ξαναδεί; Στο σινεμά; Μήπως ήταν καμιά από αυτές τις εκκολαπτόμενες σταρ που εμφανίζονταν στις βιντεοταινίες και τα σήριαλς της τηλεόρασης; Μπορεί. Το χε πάθει μια φορά αυτό, είχε χαιρετήσει μια όμορφη γυναίκα σε κάποιο κατάστημα, περνώντας την για γνωστή του, μα εκείνη του είχε πει πως διαφήμιζε απορρυπαντικά στην τηλεόραση και σίγουρα εκεί θα την είχε δει. Να πάθαινε λοιπόν το ίδιο και τώρα; Αλλά όχι, δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα την πάθαινε δυο φορές.
Σηκώθηκε κι έκανε βόλτες στον κήπο. Μερικές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν. Κοίταξε τον ουρανό που βάραινε και κατάλαβε πως σε λίγο θα έβρεχε δυνατά. Αποξεχάστηκε με τη σκέψη της βροχής, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, συνεχίζοντας να βολτάρει στην αυλή, του άρεσαν τα σπίτια με αυλές κι ευτυχώς υπήρχαν ακόμα αυλές για τους ρομαντικούς.«Ωραία είναι η βροχή του Οκτώβρη» σκέφτηκε. Ο ίδιος δεν ήταν και τόσο ρομαντικός και ούτε περπατούσε κάτω από τέτοιους ουρανούς.
Γύρισε στην καρέκλα του κάτω από το στέγαστρο καθώς η βροχή δυνάμωνε. Πάνω στη σκεπή που ήταν τσίγκινη, χόρευαν δαιμονισμένα οι σταγόνες. Ωραίο κι αυτό, μονολόγησε. Λογοτεχνικό. «Πάνω στη σάλα που είπαμε, τρεις πολύφωτες κρυστάλλινες λάμπες άπλωναν πολύ ζωηρό φως. Τα δυο ξαδέρφια για μια στιγμή, δίστασαν να μπούνε. Πλήθος φαινόταν από τη μισόκλειστη γυάλινη πόρτα, απ άκρη σ άκρη στη σάλα, σάλος κεφαλιών άπαφτος. Όμως μπήκανε. Πέντε-έξι παρέες μιλούσανε ζωηρά, χειρονομούσαν και επέμεναν να αντιστέκονται στα σπρωξίματα. Οι άλλοι περπατούσαν με μικρές γραμμές, γυρίζοντας όταν έφταναν στο τέλος του περιπάτου τους, χτυπώντας τη φτέρνα στο κερωμένο πάτωμα.
Δεξιά κι αριστερά, ανάμεσα στους μαρμάρινους στύλους, τους χρωματιστούς, που πάνω τους στηριζόντουσαν διάφορες κάλπες, γυναίκες καθισμένες σε καθίσματα από κόκκινο βελούδο, παρατηρούσανε το κύμα του κόσμου, που περνοδιάβαινε, σαν κουρασμένες, σα να είχανε νευριάσει από την πολλή ζέστη πίσω τους, στους μεγάλους καθρέφτες, φαινόντανε το τέτοιο ή το αλλιώτικο χτένισμα τους.
Μια ψηλή, ξανθιά γελούσε πολύ, ενώ ένας κύριος της μιλούσε από τόσο κοντά που με την πνοή του κουνούσε τα μπουκλάκια των κροτάφων της. Στο βάθος μπροστά, εκεί που σερβίρανε τα γλυκά, κάποιος κοιλαράς ρουφούσε ένε ποτήρι σορόπι.»
Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν δαιμονισμένα στο τσίγκινο υπόστεγο, όταν ο ανακριτής καθόταν στην καρέκλα, αναμοχλεύοντας παλιές εικόνες και γέλασε με την λογοτεχνική του αφέλεια. Μπορεί όμως να ήταν κι έτσι τα πράγματα, λογοτεχνικά, ρομαντικά, όπως τα έβλεπε και τα έγραφε ο Ζολά στη Νανά. Η δική του όμως πραγματικότητα βρισκόνταν κάπου αλλού και ήταν τόσο χωμένος μέσα της που δεν γνώριζε αν θα έβγαινε ποτέ από αυτή. Ήταν αναγκασμένος να διαθέτει σωματική και ψυχική αντοχή, να είναι μεθοδικός, παρατηρητικός και οργανωτικός νους. Να έχει ευστροφία, συνθετική και δυνατή μνήμη, να ξαναγυρίζει στα γεγονότα, συνέχεια για να βρίσκει την καλύτερη δυνατή λύση.
Έτσι, ξαναγύρισε πάλι πίσω στα γεγονότα. Πρώτα είχαν σκοτώσει τους δυο αστυνομικούς στη λεωφόρο, μετά τη φοιτήτρια. Πριν από αυτά υπήρχε μια μεγάλη σειρά από δολοφονίες παρελθόντων χρόνων που είχαν μεν ξεχαστεί αλλά χρειαζόταν να επιστρέφει πάλι σ αυτούς για να συμπλέκει τα γεγονότα. Οι φάκελοι αυτοί στριμώχνονταν στα ντουλάπια της Ασφάλειας, κλεισμένοι σαν «ανεκπλήρωτοι»
Στους αστυνομικούς είχαν ρίξει κατάμουτρα, δυο κουκουλοφόροι που κινούνταν επίσης με μηχανή. Οι αστυνομικοί σφηνώθηκαν στα κάγκελα του γκαράζ, η μηχανή τους αφού χτύπησε πρώτα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, αναποδογύρισε. Ο πίσω τροχός γύριζε στριγγλίζοντας, το δεξιό φλας αναβόσβηνε και τα πρόσωπα των δυο αστυνομικών δεν υπήρχαν πια. Οι σφαίρες είχαν ριχτεί εκ του συστάδην, κατάμουτρα, όλες και τα χαρακτηριστικα τους είχαν αλλοιωθεί-τους αναγνώρισαν από τα χαρτιά των.
Κάτι περαστικοί, κατατρομαγμένοι στη θέα του αίματος και των σκαμμένων προσώπων, δεν μπορούσαν ν αρθρώσουν λέξη. Μια γυναίκα λυποθύμισε και κάποιοι πιο ψύχραιμοι, έλεγαν πως ήταν «αποτρόπαιο έγκλημα».
- Η μια μηχανή με τους κύριους αστυνομικούς ερχόταν, η άλλοι με τους ληστές, πήγαινε. Όταν αντάμωσαν στα πέντε μέτρα περίπου, ο ένας ληστής που καθόταν πίσω, έβγαλε ένα μεγάλο όπλο. Το στήριξε στον ώμο του μπροστινού και το άδειασε στα πρόσωπα των κυρίων αστυνομικών. Έπειτα οι ληστής έφυγαν.»
Έτσι τα περιέγραψε το παλικάρι που εργαζόταν στο γκαράζ, που φορούσε σκισμένα ρούχα, κατάμαυρα από τα λάδια και τα πετρέλαια. Τη μηχανή των κουκουλοφόρων την βρήκαν μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, παρατημένη με βιάση. Φυσικά ήταν κλεμμένη
συνεχίζεται


Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 5



Ξύπνησε απ τη φωνή του Νίκου που του έλεγε πως πέρασε η ώρα. Σηκώθηκε, έβαλε τη φόρμα, κι έφυγαν βιαστικά για το μικρό γήπεδο, που πήγαιναν σχεδόν κάθε φορά που πήγαινε να τον επισκεφτεί. Άκουσε τον Νίκο να συνομιλεί με κάποιον για την ομαδάρα τους αλλά δεν είχε βρει ακόμα το συνηθισμένο κέφι που είχε όταν πήγαιναν για να παίξουν μπάλα. Αυτό το φουσκωμένο πετσί και κείνο το μουσικό νταπ! ντουπ να ηχεί στ αυτιά του, τον γύριζε χρόνια πίσω. Τότε που ήταν ακόμα πιτσιρικάς και έπαιζε στις αλάνες, με εκείνα τα σφιχτοδεμένα κουρέλια που τα έκαναν μπάλα. 
-Μέχρι και σκαντζόχοιρους είχαμε χρησιμοποιήσει μερικές φορές, είπε στο Νίκο κι εκείνος άνοιξε με απορία τα μάτια του.
Ο ανακριτής θυμήθηκε πως είχε όνειρα να γίνει ποδοσφαιριστής όταν ήταν μικρός. Δεν είχε τα σωματικά προσόντα, το σώμα του ήταν μονοκόμματο κι ασούμπαλο αλλά ευέλικτος και έξυπνος καθώς ήταν, γινόταν με το τόπι στα πόδια, άλλος άνθρωπος απορούσε να τον βλέπει κανείς ακόμη και σήμερα. Το πραγματικό όμως εμπόδιο σ αυτή του την επιθυμία ήταν η βιοπάλη. Έπρεπε να εργάζεται και παράλληλα να σπουδάζει. Έτσι δεν έγινε τελικά ποδοσφαιριστής κι αυτό είχε μείνει κάτι σαν απωθημένο που του βγαινε τώρα στον Νίκο που ήθελε να του κάνει τον προπονητή. Από μικρό τον είχε μυήσει στα μυστικά της μπάλας. Έξι-επτά χρονών, δε θα ήταν παραπάνω, όταν άρχισε αυτή η ιστορία, σ αυτό το μικρό γήπεδο, ξεκινούσαν με τις καθιερωμένες ασκήσεις γυμναστικής, χωρίς μπάλα, αργότερα έπαιρναν από μια ο καθένας και αλώνιζαν το γήπεδο. Αμέσως μετά, πασίτσες, το ένα-δύο, διαγώνιες και κάθετες μπαλιές. Οι κάθετες και οι εβδομηντάρες, οι εκτελέσεις φάουλ και κόρνερ ήταν οι μεγάλες δεξιότητες του ανακριτή.
Καθώς έκαναν κύκλους με τις μεγάλες μπαλιές, ο Νίκος τον ρώτησε αν του άρεσε το γκολ που είχε πετύχει ο Φορτούνης στο ντέρμπι.
-Γκολάρα! εντάξει, αυτός είναι ωραίος παίκτης.
-Χαίρομαι που το παραδέχεσαι, χαμογέλασε ο Νίκος.
-Μόνο αυτόν έχετε, ενώ εμείς έχουμε σύνολο και γι αυτό θα σας πάρουμε το πρωτάθλημα.
-Μπορεί, να πάρετε κι εσεί ένα στα δεκαπέντε, σας το χαρίζουμε.
Ο ανακριτής δεν απάντησε, ήξερε πως σ αυτό είχε δίκιο ο ανιψιός του.
-Κάτω τη μπάλα! του φώναξε μόλις τον είδε να τη σηκώνει ψηλά. Ποτέ ψηλά, έλα προσπάθησε να με ντριπλάρεις.
Ο Νίκος όρμησε στρίβοντας πανέξυπνα το σώμα του αριστερά-διπλή προσποίηση-πετώντας τη μπάλα δεξιά για να ξεφύγει. Πιο γρήγορος ο ανακριτής τον έκοψε με το δεξί και του ξαναγύρισε τη μπάλα κάνοντας νεύμα να ξαναπροσπαθήσει. Πράγματι αυτός έκανε μια γρήγορη εναλλαγή της μπάλας στα δυο του πόδια, ύστερα πέρασε από πάνω της το αριστερό, σχεδόν χαιδεύοντας την και παίρνοντας την με το δεξί, ξέφυγε πάλι από αριστερά, ενώ ο ανακριτής τον έψαχνε από δεξιά.
Παρατηρώντας τον έτσι που τον είχε κάνει, σαν να τον είχε χαζέψει με τις ντρίπλες του, έσκασε στα γέλια. Αναψοκοκκινισμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα, ξελαχάνιασε.
-Σου άρεσε; τον κοίταξε που ξελαχάνιαζε κι αυτός δίπλα του και κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Ναι, καλός είσαι, αλλά ξεφουσκώνεις γρήγορα, τι τρέχει μικρέ;
-Το τσιγάρο, μίλησε ο Νίκος.
-να το κόψεις, σου το χω πει τόσες φορές αθλητισμός και τσιγάρο δε συνδυάζονται-άσε που το τσιγάρο για μένα δε συνδυάζεται με τίποτα..-Ναι, αλλά και συ καπνίζεις...
-Άλλο εγώ. Εγώ είμαι μεγάλος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά δεν του πήγαινε και το σταμάτησε. Τι κοιτάς; τον ρώτησε σαν είδε να απορροφάται με το βλέμμα του κάπου αλλού.
Πράγματι κοίταζε μια ωραία γυναίκα, όμορφη, ψηλή, πέρα και πίσω από τα κάγκελα του γηπέδου, λίκνιζε στο περπάτημα τους γοφούς της.
-Ωραία γυναίκα, θαύμασε.
-Καλή! συμφώνησε και ο ανακριτής που του άρεσαν κι αυτουνού οι γυναίκες.
Του άρεσαν αλλά ποτέ δεν είχε κατορθώσει να έχει εκείνη τη μια που ήθελε, τη μοναδική. Όλο κάποιες άλλες του τύχαιναν, γι αυτό δεν είχε παντρευτεί, ήθελε να βρει εκείνη τη μια αλλά στάθηκε αδύνατο. Έτσι, είχε απομείνει με τρεις-τέσσερις Μαρίες και Τασίες που είχε γνωρίσει στα νιάτα του και κάτι μυξοπάρθενες που τον τριγύριζαν τώρα τελευταία.
-Το βράδυ θα βγούμε με τα κορίτσια; ρώτησε ο Νίκος.
Ο ανακριτής συμφώνησε και σκέφτηκε τι διάλο ήθελε αυτός να γυρνάει με τα πιτσιρίκα στα μπαρ και μάλιστα κακόφημα.
-Αφού γουστάρεις ρε, τι το ψάχνεις...τον άκουσε δίπλα του.
Του άρεσε, ναι, ήταν η ηδονή στη μέση, η νεανικότητα, η σάρκα και ο κόσμος της, Σπουδαίο πράγμα η ηδονή, ένα μεγάλο κομμάτι στην ευτυχία κι ανακριτής δεν ήταν κανένας σαχλάκιας, γνώριζε καλά πόσο σπουδαίο ρόλο παίζουν στη ζωή αυτές οι καταστάσεις.
-Και εξ άλλου δεν είμαστε τόσο πιτσιρίκια όσο μας λες...έπιασε το σφυγμό του.
Πλησίαζαν όλοι αυτοί τα τριάντα. Του ανακριτή που σαρανταπεντάριζε του φαινόταν μικροί στην προσωπική του ζωή και τεράστιοι στη δημόσια κίνηση, ιδιαίτερα μέσα από την εργασία του. Εκεί διογκώνονταν όλα αυτά, σα να έπαιρναν άλλες διαστάσεις. Οι άντρες μέσα σε τεράστιες καμπαρντίνες, ημίψηλα καπέλα, φορούσαν γυάλινα προσωπεία, πολλά προσωπεία. Όλοι είχαν διάφορα προσωπεία, που αυτός προσπαθούσε να βρει εκείνο που φορούσαν κάποια συγκεκριμένη στιγμή.
Η ωραία γυναίκα που λίκνιζε τους γοφούς πίσω από τα κάγκελα πέρασε μπροστά τους αυτή φορά. Αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Νίκο που της χάρισε κάποιο αινιγματικό χαμόγελο, μαζί με ένα "Πως σε λένε;"
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και προχώρησε να φύγει, ύστερα σα να μετάνιωσε, γύρισε πίσω πήγε κοντά του και του ζήτησε τσιγάρο.
-Ένα τσιγάρο, είπε ακριβώς δίπλα στο πρόσωπο του.
Αυτός της έδωσε. Ο ανακριτής κοίταζε. Η γυναίκα άναψε το τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό στον ουρανό.
-Όλα είναι καπνός, είπε κι έφυγε. 
Οι άλλοι έμειναν να την κοιτούν που χανόταν. Ο Νίκος έμεινε με την ανάμνηση των ματιών της πάνω στα δικά του.
-Ωραίο κι αυτό, γύρισε στον ανακριτή.
-Ωραίο, κούνησε το κεφάλι του κι αυτός.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν ωραίο, ήταν παράξενο.  Και είχε μια μανία αυτός, όλα να τα ψαχουλεύει, όλα να τα ψάχνει, να βρει την αιτία, την αφορμή και το αποτέλεσμα, όλοι κρίνονται εκ του αποτελέσματος, μίλησε αλλά κανείς δεν τον άκουσε και ξαναγύρισε στο ωραίο και το παράξενο. Του ξέφευγε το παράξενο, το ωραίο ήταν γνωστό αλλά τι το παράξενο έβρισκε στο ωραίο βλέμμα μιας γυναίκας που περπατούσε γύρω από τα κάγκελα; Όλα τα κάγκελα μοιάζουν, σκέφτηκε. Του γηπέδου τα είδε τώρα σαν της φυλακής.
-Παντού κάγκελα, είπε ο Νίκος αδιόρατα.
Ο ανακριτής πετάχτηκε πάνω, ξαφνικά, για να την προφτάσει μα η γυναίκα είχε ήδη ανέβει σε μια μηχανή μεγάλων κυβικών και μαρσάρισε χαμογελώντας του-αυτό το χαμόγελο, κάπου το είχε ξαναδεί.
-Τι έπαθες; ρώτησε ανήσυχος ο Νίκος, τρέχοντας κι αυτός από κοντά του να τον προφτάσει.
Ο ανακριτής γύρισε και τον κοίταξε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, ίσια.
-Την ξέρεις αυτή; ρώτησε γυρνώντας αλλού το βλέμμα.
-Όχι, έγνεψε, που να την ξέρω, πρώτη φορά τη βλέπω. Γιατί;
Ο ανακριτής φόρεσε τη φόρμα του σκεφτικός. Δεν είπε τίποτε, κι ο άλλος τον ρώτησε γιατί φοράει τη φόρμα αφού σε λίγο θα έπαιζαν διπλό κι αυτός ξανα βγάζοντας την, σκέφτηκε πως του έλεγε κάποιο ψέμα. Τίποτε δεν ήταν τυχαίο ή τίποτε δε γινόταν τυχαία σύμφωνα με τη δική του θεώρηση των πραγμάτων. Αυτό το πίστευε ακράδαντα. Εκείνο που δε γνώριζε ήταν το πότε.

συνεχίζεται

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 4





Το μεσημέρι έφτασε νωρίς, πιο νωρίς από τις άλλες μέρες, ίσως γιατί είχε συννεφιάσει και η μέρα έπαιρνε να μικραίνει. Ήταν Παρασκευή, τελευταία μέρα εργασίας πράγμα που του άλλαζε το κέφι, τη διάθεση για άλλα πράγματα, έξω από τη φουρτούνα και την πίεση της ευθύνης για τη δύσκολη κατάσταση που δημιουργούσε το είδος της δουλειάς του.
Έτσι φόρεσε το σακάκι του και βγήκε από το γραφείο.
Τις περισσότερες Παρασκευές έφευγε από την Αθήνα, πήγαινε σε κάτι ξαδέρφια στο Κορωπί και έμενε εκεί μέχρι τη Δευτέρα.
Ανύπανδρος καθώς ήταν, τον περίμεναν, κι άμα αργούσε, οι πρώτες κουβέντες τους ήταν, «που χάθηκες τόσον καιρό», «μπράβο ξάδερφε, μας ξέχασες» και τέτοια. Αυτός χαμογελούσε κι έλεγε συγκαταβατικά. «όχι δε σας ξέχασα, έτυχε να έχω περισσότερη δουλειά στο γραφείο».
Συνήθως πήγαινε επειδή του άρεσε η παρέα με τον Νίκο. Τον Νίκο Καζάρμα που ήταν ο πιο μεγάλος γιος του ξαδέρφου από τη μάνα του, κι έτσι εξηγείται το διαφορετικό τους επίθετο. Αλήθεια ποιο ήταν το πραγματικό όνομα του ανακριτή; Πιθανώς Ιωάννης. Ιωάννης Εξαδάκτυλος.
«Εξαδάκτυλος! Γελούσε ο Νίκος. «Που το πέτυχες αυτό το όνομα; Παραγγελιά το χες;»
Πολλές φορές δεν του απαντούσε ούτε σ αυτό ούτε και σε άλλα που ρωτούσε. Μειδιούσε κι έδειχνε πως κάποια φορά θα του το εξηγούσε και αυτό.
Είχε κι άλλα δυο παιδιά μικρότερα ο ξάδερφος που πήγαιναν ακόμα στο γυμνάσιο, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αλλά ο ανακριτής είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Νίκο, που ήταν φοιτητής στο τελευταίο έτος, σπούδαζε φιλολογία, σε ένα χρόνο θα γινόταν καθηγητής.
Δεν είχε σκεφτεί γιατί του είχε αυτή την ιδιαίτερη αδυναμία αλλά πίστευε πως έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. Άλλοι σου είναι συμπαθείς, άλλοι είναι τελείως αδιάφοροι κι άλλοι να μην τους βλέπεις.
Ο Νίκος Καζάρμας ήταν ωραίος τύπος. Ψηλός, ξανθός με αετίσια μάτια, γαλαζοπράσινα, σκληρά σα γρανίτης, όταν τα σμιγε νόμιζες πως θα γκρεμισθεί το σύμπαν. Αθλητικός με επιτάχυνση στα πόδια και στον νου, του άρεσαν όλα τα αθλήματα με καλές επιδόσεις, έπαιζε τενις, ρακέτα θαλάσσης, μπόουλινγκ, σκάκι, τάβλι και ποδόσφαιρο. Ποδόσφαιρο έπαιζε και ο ανακριτής, συγκεκριμένα μ αυτό τρελαινόταν και όταν έπιαναν κουβέντα, σπάνια περίπτωση να μη ψιλοαρπαχτούν για τις ομάδες τους. Ακόμα και για το μπόι ή για την ηλικία κάποιου ποδοσφαιριστή. Ο ανακριτής ήταν με τους κίτρινους. ΑΕΚ. Αθλητικη, Ένωση, Κωνσταντιπολιτών. Ο Καζάρμας Ολυμπιακός. Κόκκινος στο αίμα-στην πραγματικότητα καρφάκι δεν του καιγόταν αλλά έτσι για να περνάει η ώρα ευχάριστα, μόνο έτσι του άρεσε ο αθλητισμός, κανένας φανατισμός, απλώς αντιρρήσεις είχα και δυο τους για πολλά πράγματα γύρω από το ποδόσφαιρο.
-Θα πάμε στο ματς αύριο; Τον ρώτησε σχεδόν προτού προλάβει να καθίσει.
Του ανακριτή του μοιασε κάπως νευρικός.
-Τι θα πιεις; Μπήκε στη μέση ο πατέρας, ρίχνοντας μια ματιά στο γυιο του. Ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα για το ποδόσφαιρο κι ούτε τον ένοιαζαν αυτά.
-Πορτοκαλάδα, είπε και γύρισε στον Νίκο. Θα πάμε, βέβαια αλλά πάλι θα χάσετε! Τον πείραξε.
-Σιγά μη χάσουμε απ τις χανούμισσες..
-Φέτος είναι η χρονιά μας, δε μας ξεφεύγει ο τίτλος! Ήταν η απάντηση του παρ ότι ήξερα πως έχαν τις περισσότερες φορές από τον Ολυμπιακό και γι αυτό δεν τον βόλευε να είναι η κουβέντα τους γύρω και μόνο από αυτό ματς.
-Αυτό θα το δούμε την Κυριακή; Δεν έχετε καμία τύχη ανακριτά.
Ο ανακριτής χαμογέλασε, του άρεσε που τον αποκαλούσε έτσι αυτός, όχι οι άλλοι, περίεργο πράγμα αλλά δεν έδωσε συνέχεια στην ποδοσφαιρική τους κουβέντα. Αργότερα που θα πήγαιναν να παίξουν στο γήπεδο της γειτονιάς, θα είχαν την ευκαιρία να τα πουν καλύτερα. Τώρα δεν ήθελε να στεναχωρήσει και τον ξάδερφο που έλεγε πως το παράκαναν οι δυο τους με τα αθλητικά.
-Τι νέα ξάδερφε;
-Τι νέα, ησυχία, όλα καλά.
Συνήθως έτσι άρχιζαν.
Η γυναίκα του συγύριζε, έστρωνε το τραπέζι, περιφερόταν ανάμεσα τους. Ήταν μια φρεσκοπλυμένη κυρία, με ανασηκωμένη, Γαλλική μυτούλα και φακίδες ακόμα στο πρόσωπο της, όμορφη παρουσία, συμπαθητική που συμφωνούσε με τον άντρα της.
-Τι σας αρέσει απ αυτό το ποδόσφαιρο; Δεν μπορώ να σας καταλάβω που βλέπετε εικοσιδύο άντρες να τρέχουν συνέχεια πίσω από μια μπάλα. Ανιαρό δεν είναι;
Ο ανακριτής είχε αρχίσει να το καταλαβαίνει αλλά παρ όλα αυτά δεν ήθελε να ξεκολλήσει από αυτή τη συνήθεια.
-Ανιαρό είναι για όσους δεν το καταλαβαίνουν, είπε.
-Μμμμ, έκανε η κυρία του σπιτιού, Πως δεν το καταλαβαίνουμε;
Ο ανακριτής δεν απάντησε καθώς τώρα η κυρία άρχισε να σερβίρει μια αχνιστή μακαρονάδα, σπιτίσια, καλομαγειρεμένη. Κι ο ανακριτής τρελαινόταν για τις μακαρονάδες. Έτσι η κυρία για να τον ευχαριστεί είχε μάθει να φτιάχνει πολλών ειδών μακαρονάδες.
«Μας έχεις ταράξει στις μακαρόνια, επειδή αρέσουν του ανακριτή!» της είχε πετάξει μια μέρα ο Νίκος με πρόσωπο σκληρό
Η μάνα του τον είχε κοιτάξει λίγο παράξενα τον χαιρόταν, τον αγαπούσε κι έτσι παράβλεψε το σκληρό του ύφος. Του χαμογέλασε, του χάιδεψε τα μαλλιά, μα εκείνος είχε αποτραβηχτεί ενοχλημένος.
Όταν τελείωσαν το φαγητό, ο ανακριτής άναψε τσιγάρο κι ο ξάδερφος τον ρώτησε να του πει τις τελευταίες εξελίξεις για το έγκλημα της δολοφονίας της φοιτήτριας-αυτά του άρεσαν του ξαδέρφου. Έπαιρνε τις εφημερίδες και τις ξεκοκάλιζε, διάβαζε όλες τις σελίδες των εγκλημάτων και τα αστυνομικά ρεπορτάζ. Ο ανακριτής αντάλλαξε μια ματιά με τον Νίκο που αποχωρούσε από το τραπέζι λέγοντας ένα σας αφήνω να τα πείτε, εμείς σε καμιά ώρα ε; συνεννοήθηκαν με τα μάτια για την ώρα που θα πήγαιναν στο γήπεδο και απάντησε στον ξάδερφο κάπως μασημένα, σαν να μην ήθελε να μιλήσει, πως δεν ήξερε τίποτα περισσότερο απ όσα έγραφαν οι εφημερίδες.
-Ε, πως, όσο να ναι αλλιώς τα ξέρεις εσύ που είσαι μέσα στα πράγματα, συνέχισε ο άλλος. Πιστεύεις αλήθεια πως τη σκότωσε αυτός ο νεαρός που ομολόγησε; Εμένα μου φαίνεται παραμύθι η ομολογία του..
-Θα δούμε, απαντούσε ο ανακριτής.
-Και ωραία κοπέλα αυτή η φοιτήτρια! Να πάει έτσι χαμένη; Τι λες και εσύ;
-Άστον τον άνθρωπο! Μπήκε στη μέση η γυναίκα του που μάζευε το τραπέζι. Δεν τον βλέπεις που είναι κουρασμένος; Θες να ξαπλώσεις; Γύρισε στον ανακριτή.
-Ναι, είπε αυτός. Ξάδερφε θα τα πούμε με καφέ το απόγευμα.
Πήγε να ξαπλώσει και στο νου του ήταν αυτή η φράση, «να πάει έτσι χαμένη». Πόσοι άνθρωποι δεν πήγαιναν χαμένοι; Πολλές φορές και για πολλούς ανθρώπους το σκεφτόταν αυτό Αλλά τι σημασία είχε πως πήγαιναν; Αυτά ήταν πράγματα καθημερινά, σχεδόν, αν αναλογιζόσουν πως στην Αμερική, κάθε λεπτό, αν θυμόταν καλά, γινόταν κι ένα έγκλημα. Όταν το άκουσε αυτό ο ξάδερφος δεν το πίστεψε. «Δεν το πιστεύω. Οι Αμερικάνοι είναι πολιτισμένοι άνθρωποι, δε γίνονται αυτά τα πράγματα» είπε.
Ο ανακριτής σηκώθηκε, Έσβησε το τσιγάρο και αμίλητος πήγε προς το δωμάτιο του που πάντα του ετοίμαζε με προσοχή η κυρία του σπιτιού. Έβγαλε τα ρούχα του, τα τοποθέτησε με υπομονή στη ντουλάπα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι γυμνός και κοιμήθηκε αμέσως. Τον πήρε ένας γλυκός μεσημεριάτικος ύπνος.

συνεχίζεται


Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 3




Δολοφόνος. Δολοφονημένος-δολοφόνος. Δύσκολη σύνθεση και ετυμολογία. Δόλος σημαίνει μπαμπεσιά, άδικος πράξις, χτύπημα από πίσω, όχι κατάστηθα, ίσως και να έχει σχέση με τη δειλία και υπάρχουν ο άμεσος, ο αναγκαίος και ο ενδεχόμενος. Ο φόνος προέρχεται από το ρήμα φονεύω που σημαίνει σκοτώνω, εκτελώ, ξεπαστρεύω.
Λογικά οι δολοφόνοι, όχι όλοι, δεν πρέπει να γνωρίζουν αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, ούτε και θα νοιάζονται καθόλου. Νοιάζονται όμως άλλοι γι αυτούς. Όχι πριν το φόνο αλλά μετά.
Είναι μερικές αλήθειες επικίνδυνες
Ο ανακριτής δεν τις φοβόταν όμως. Ήταν από τη φύση του θαρραλέος, αν και δεν ήξερε πως γίνεται ένας άνθρωπος θαρραλέος κι ένας άλλος δειλός κι αν ένας δολοφόνος μπορεί να ήταν δειλός ή ήταν μόνο πονηρός και δεν είχε καμιά σχέση με τη δειλία. Του άρεσε όμως να ανασκαλεύει τις λέξεις και να ψάχνει την πραγματική αλλά και την μεταφορική τους έννοια.
-Πρόσεξε καλά τι θα γράψεις! φώναξε στον ψηλό απ την απέναντι γωνία. Πάρε με τηλέφωνο προτού βγάλετε τον τίτλο!
Το τηλέφωνο χτύπησε πολλές φορές, μα δεν το σήκωσε ή δεν το άκουσε. Μπορεί να ήταν κι ο δολοφόνος ή ίσως κάποιος με σημαντικές μαρτυρίες. Παρ όλα αυτά, ο ανακριτής σκεφτόταν άλλα ή ονειροπωλούσε, το πάθαινε συχνά ιδιαίτερα όταν η κατάσταση δυσκόλευε και προσπαθούσε να ξεφύγει από τα αδιέξοδα. Στο μυαλό του ήρθε μια εικόνα από παλιά, ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, πριν από σαράντα πέντε, περίπου χρόνια. Στην κρεβατοκάμαρα, ένας άντρας έκανε βιαστικό έρωτα σε μια γυναίκα. Μια γυναίκα όμορφη κι αφράτη. Είχε λευκά μπράτσα σαν την Ελλάδα σε πίνακα του Ντελακρουά, είχε σγουρές πλεξούδες και θα ήταν μόνο δεκαοκτώ χρονών. Ο άντρας κοντά στα τριάντα, μελαχροινός με ιδρωμένο, δασύ στήθος. Πρόσωπο μουντζουρωμένο από την κάπνα του πολέμου, με την αγωνία γραμμένη στα μάτια του κι αφού τέλειωσε, έδεσε τα ρούχα του, άνοιξε το παράθυρο και χάθηκε στην αντάρα του πολέμου ενώ η όμορφη γυναίκα παρέμενε, ολόγυμνη στο άδειο, μισογκρεμισμένο σπίτι.
Ο ανακριτής κούνησε πέρα-δώθε την παλάμη του, μπροστά του κι έδιωξε την εικόνα που είχε ανοίξει μπροστά του. Άνοιξε και τον φάκελλο εκείνου που είχε σκοτώσει την φοιτήτρια ή μάλλον αυτού που είχε ομολογήσει πως την είχε σκοτώσει και δεν ήταν άλλος από τον νεαρό που του είχε φωνάξει εκείνο το, "δε γαμιέσαι κερατά!]
Διάβασε την κατάθεση που είχε κάνει στην Αστυνομία ένας γέρος ενενήντα δύο χρονών που έλεγε μεταξύ άλλων, πως είχε δει τον νεαρό, εκείνο το απόγευμα, να τρέχει στην παραλία κρατώντας ένα σχισμένο και ματωμένο πουκάμισο.
Γύρισε σελίδες στην κατάθεση του νεαρού, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει, γιατί παραδόθηκε τόσο εύκολα ενώ δεν υπήρχαν σοβαρές αποδείξεις κι όμως αυτός ομολόγησε πως ήταν ο δολοφόνος.
Αυτή όμως... η δολοφονημένη φοιτήτρια... ήταν ένα απόλυτο μυστήριο.
Έψαξε τα συρτάρια του να βρει φωτογραφίες της, τις εξέτασε για μια ακόμα φορά, πιο προσεκτικά. Όμορφη παράξενα, όχι ακριβώς ωραία, γερή, στητή γυναίκα με αθλητικό γυμνασμένο κορμί. Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε πως θα θελε να την είχε γνωρίσει, του άρεσαν τέτοια πρόσωπα, του άρεσαν οι γυναίκες και αμέσως ομολόγησε, πως δεν ήταν εύκολο να μένεις απ έξω. Να λείπεις δηλαδή από την ιστορία. Ήσουν κι εσύ εκεί, έστω κι αν δε θυμάσαι, χωρίς να έχεις ευθύνες ήσουν εκεί. Μ αυτή τη γυναίκα να τρέχει στην παραλία, με τα γερά της πέλματα να χώνονται στην άμμο, να τρέχει να ξεφύγει κρατώντας αυτή το σχισμένο πουκάμισο. Και τότε γιατί το βγαλε; ήταν δικό της το πουκάμισο ή του δολοφόνου; Αλλά ο γέρος είχε πει πως το κρατούσε ο νεαρός. Πόσο όμως μπορείς να πιστέψεις έναν γέρο ενενήντα δύο χρονών, χούφταλο;Τσαλάκωσε μερικά χαρτιά και τα πέταξε στο καλάθι, τον μάγευαν τα τσαλακωμένα χαρτιά, παλαιότερα, λίγο πριν φύγει το μεσημέρι από το γραφείο, στεκόταν πάνω από το καλάθι και τα κοιτούσε. Πολλές φορές έσκυβε, τα βγαζε ένα-ένα συναρμολογούσε τα κομμάτια τους όπως έκανε με τις ιστορίες που παρουσιάζονταν στη δουλειά του κάθε μέρα. Πολλές φορές ανακάλυπτε πως κάποιο δεν έπρεπε να πεταχτεί. Καθόταν τότε στο γραφείο, το ίσιωνε με τα χέρια του και το τακτοποιούσε πάλι στη θέση του.
Σήμερα όμως δεν είχε διάθεση για τέτοια. Έμεινε για λίγο με άδεια σκέψη πάνω από το καλάθι, έκανε δυο βήματα στον χώρο, ξανακάθισε στην καρέκλα, άναψε τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά κρύο καφέ κι ύστερα σηκώθηκε αποφασιστικά. Δεν είχε κανέναν ν ανακρίνει σήμερα, ο ανακριτής δεν κάνει μόνο αυτή τη δουλειά. Τις υπόλοιπες ώρες σκέφτεται. Είναι ένας άνθρωπος που σκέφτεται πολύ.
συνεχίζεται

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ





Την έβαλε ξανά στην αριστερή τσέπη, κοιτάζοντας απέναντι την πινακίδα που έγραφε  "NO SMOKINGK" γιατί στη δεξιά είχε πάντα ένα πιστόλι που μπερδεύτηκε κι αυτό στο μυαλό του με το "NO SMOKINGK".
Βγαίνοντας από το ασανσέρ ξανάβγαλε την ταμπακιέρα. Την άνοιξε-είχε δυο επίπεδα. Στο ένα υπήρχαν τσιγάρα άφιλτρα, κουλτουριάρικα. Στο δεύτερο έναν μηχανισμό παρακολούθησης από απόσταση. Άκουγε μ αυτόν περίπου στα χίλια μέτρα, μα δεν τον χρησιμοποιούσε συχνά. Ίσως γιατί άκουγε όλες τις μπερδεμένες σκέψεις των ανθρώπων, ενώ αυτός ήταν ένας ξεκάθαρος άνθρωπος, με σοβαρές αντιλήψεις για τη ζωή και λίγα γκρίζα μαλλιά. Καλοξυρισμένος, φρεσκοχτενισμένος, φορούσε πάντα κουστούμι και γραβάτα, κανονικά δεμένη στο λαιμό του. Ποτέ δε θυμήθηκε τον εαυτό του χωρίς γραβάτα, σα να είχε γεννηθεί μ αυτήν, δεμένη σφιχτά γύρω από έναν άσπρο γιακά πουκαμίσου, αγορασμένο όπως όλα του τα ρούχα, από τα καλύτερα και ακριβότερα καταστήματα. Είχε γίνει κοσμοπολίτης ο ανακριτής, του άρεσε το λούσο, το ακριβό.
Εκείνο το "γαμιέσαι κερατά" ηχούσε ακόμα άσχημα στ αυτιά του, αυτός ήταν ένας άνθρωπος που δεν τα σήκωνε κάτι τέτοια και καθώς έκλεινε την πόρτα του γραφείου, θυμήθηκε πως η καθαρίστρια τον είχε κοιτάξει με μια δόση ειρωνείας-σα να του λεγε πως ήταν πίσω από την πόρτα και κρυφάκουγε όταν είχε ξεφουρνηθεί εκείνο το "Γαμιέσαι κερατά". [Οπωσδήποτε εδώ χρειαζόταν θαυμαστικά αλλά ο ανακριτής δε θαύμαζε ποτέ τίποτε.]
Κάθισε στο γραφείο ανασκαλεύοντας μερικά χαρτιά κι άναψε επιτέλους το τσιγάρο, ώρα επτάμισι, ακριβώς το πρωί. Δεν ήξερε αν πήγαιναν επτάμισι το πρωί στο γραφείο τους οι ανακριτές, αν ήταν τακτικός ή άτακτος, αυτός, ο δέκατος τρίτος τακτικός ανακριτής Αθηνών.
Ο Καζάρμας τώρα θα κοιμόταν ακόμα και ούτε στ όνειρο του δε θα θελε να βλεπε τέτοια φάτσα να τον μελετάει-εξ άλλου ήταν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον. Τι σχέση  μπορούσε να έχει αυτός με έναν τακτικό ανακριτή και μάλιστα τόσο διάσημο και πολυδιαφημισμένο πρόσωπο!
Αποκόμματα από πολλές εφημερίδες και περιοδικά βρίσκονταν πάνω στο γραφείο. Έπιασε, τυχαία ένα που τον έδειχνε να μιλάει στους δημοσιογράφους, μ ένα ύφος λεπτό, μετρημένο. Τίποτε το εμφατικό στο πρόσωπο του, μια φιγούρα σχεδόν τυποποιημένη του είδους των ανθρώπων που εκπροσωπούσε.
Η ελαφριά ανασηκωμένη μύτη του, καθώς μάλιστα η λήψη είχε γίνει από χαμηλά, έκανε τα ρουθούνια ν ανοίξουν και να φαίνονται πιο στρογγυλά. Την έπιασε ανασηκώνοντας το πρόσωπο όπως, περίπου, στη φωτογραφία και ύστερα κουνώντας το κεφάλι, είπε πως δεν μπορεί να ήταν τόσο στρογγυλά, ούτε και το κεφάλι του θα μπορούσε να ήταν τόσο στρογγυλό.
Η φαλακρίτσα και το κοντό μαλλί, τον παίδεψαν να θυμηθεί αν κάποτε είχε αφήσει μακριά μαλλιά. Όχι δεν είχε αφήσει ποτέ μακριά μαλλιά. Ακόμη και τότε, στην εποχή των επαναστατημένων παιδιών των λουλουδιών. αυτός είχε πάντα ένα καθαρό, φρεσκοκουρεμένο κεφάλι.
Βέβαια σ αυτή τη φωτογραφία με τους δημοσιογράφους, το ύφος του έμοιαζε σα να είχε ανακαλύψει δικαστική πλάνη. Ταυτόχρονα το μικρό μειδίαμα, πρόδιδε το είδος της ειρωνείας που χρησιμοποιούσε. Ίσως γιατί ήξερε πως οι δικαστές θ αρνιόταν όλες τις κατηγορίες. Ήταν σίγουρο αυτό, δικαστές ήταν κι αυτοί, μόνο που δεν του άρεσαν καθόλου, του φαίνονταν αστείοι και μαραμένοι σα μαρούλια ενώ σε αντίθεση του άρεσαν οι δημοσιογράφοι και ειδικά εκείνος ο ψηλός της απογευματινής κωλοφυλλάδας που ξημεροβραδιαζόταν κάτω απ το μπαλκόνι του.
"Τι σημαίνει για σένα η πατημένη γόπα στον χώρο του εγκλήματος;" τον είχε ρωτήσει τα μεσάνυχτα έξω απ τα κάγκελα. Και καθώς ο ανακριτής δεν απάντησε, ο ψηλός επανέλαβε την ερώτηση την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο ανακριτής σκεφτόταν τον σαλίγκαρο και το "γαμιέσαι κερατά".
-Τι μπορεί να σημαίνει  μια πατημένη γόπα στο χώρο του εγκλήματος; ήταν του θύματος ή του δολοφόνου;....
-Ο δολοφόνος δεν καπνίζει, του απάντησε.
-Άρα ήταν του θύματος.
Ο ανακριτής έκανε να γελάσει. Αντ αυτού, στραβομουτσούνιασε. "Με δουλεύει" σκέφτηκε.
-Μάλλον, του απάντησε
-Και πως γνωρίζετε ότι ο δολοφόνος δεν καπνίζει;
-Επειδή η μάρκα της γόπας ήταν φτηνή. Μια φτηνή γόπα από Καρέλια ή Ματσάγκος. Τα θυμάσαι τα Ματσάγκος;
Ο ψηλός μπερδεύτηκε, τι τον ρωτούσε τώρα; ο ανακριτής σκέφτηκε πως, ίσως την άλλη μέρα ο τίτλος της κωλοφυλλάσδας να ήταν περίπου έτσι: " Ο δολοφόνος δεν κάπνιζε" ή " Ο δολοφόνος κάπνιζε Ματσάγκος."
συνεχίζεται

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ




Μυθιστόρημα

Τρομοκράτης δεν ήταν η σωστή λέξη. Κι ο ανακριτής έψαχνε πάντα με μανία για το σωστό. Σωστά γινόταν αυτό που του έμαθαν. Σωστό, όμως, ήταν και κείνο που δε γνώριζε. Τρομοκράτης, επέμενε, δεν ήταν η σωστή απόδοση. Τρόμο-κρατεί.
Ιδεοκράτης θα ήταν καλύτερα.
Ο τρόμος έχει μια άλλη σημασία. Προέρχεται από τον φόβο, που δεν ήταν αποτυπωμένος στο πρόσωπο κανενός τρομοκράτη. 
Ιδέα του ήταν και την πίστευε. Ιδέες όμως υπήρχαν πολλές.

Η Ελλάδα έσκαγε το πρόσωπο της στο μισό φεγγάρι του πρωινού, όταν τα βήματα του αγουροξυπνημένου ανακριτή, ακολουθούσαν τον ρυθμό μιας ζεστής μέρας του Οκτώβρη.
Την Ελλάδα που αγαπούσε "μοιρολατρικά" ο ανακριτής, μπορεί και παθολογικά, του την είχαν μάθει σαν μια όμορφη κόρη, απ όταν ήταν μικρός. Όλα τα πράγματα όταν είμαστε μικροί μοιάζουν όμορφα. Είναι όμορφα! Είναι ωραία!
Την έδειχναν, πάντα μ εκείνο το κοντάρι με τη γαλανόλευκη, τα λευκά μπράτσα που γύρω τους τυλιγόταν το μυστηριώδες πέπλο της λευκότητας και το στιβαρό, αγέρωχο βλέμμα που έδειχνε την αποφασιστικότητα, ίσως όλων εκείνων που υπήρχαν πίσω απ αυτήν.
Θα ήταν μια ωραία αρχή. Αν, κι έτσι τα πράγματα γίνονται πιο γρήγορα, θα ήταν μια ωραία αρχή. Η άλλη θα ήταν να ξεκινήσουμε με τον Νίκο Καζάρμα. Αλλά εκείνος τούτη την ώρα θα κοιμόταν βαθιά. Τι έχουν να πουν οι άνθρωποι που κοιμούνται; Τίποτε. Μόνο όνειρα. Και τα όνειρα δεν είναι ποτέ αληθινά.
Το όνειρο που έβλεπε ο Καζάρμας ήταν χαμογελαστό. Βρισκόταν, λέει, μέσα σε ένα ραφείο, αν και σήμερα δεν πηγαίνουν οι άνδρες σ ένα ραφείο, αυτός προβάριζε εκεί, ένα γυαλιστερό μαύρο ή μπλε κουστούμι, που θα του χρειαζόταν για κάποιες επίσημες βραδιές. Όμως, αμέσως μετά, το κουστούμι γινόταν πάνω του, φόρμα αθλητική. Μια καινούργια φόρμα, κόκκινη και άσπρη. Ήταν τα χρώματα του. Τώρα το ραφείο είχε γίνει γήπεδο, καταπράσινο, κερκίδες δεν υπήρχαν αλλά κόσμος ήταν αρκετός έξω από τα κάγκελα, σα να περίμενε μόνον αυτόν, που ακολουθώντας τους συμπαίχτες του, βγήκε από την καταπακτή των αποδυτηρίων, χαμογελαστός.
Του άρεσε αυτή η ώρα. Όπως του άρεσε και το ποδόσφαιρο. Έπαιζε με μανία, από μικρός ήθελε να γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής και τώρα του δινόταν αυτή η ευκαιρία να κάνει τα πρώτα βήματα. Έβγαινε  με μια ομάδα από τα αποδυτήρια, φορώντας στην πλάτη του το νούμερο δέκα που ήταν και το αγαπημένο του.
Και το παιχνίδι άρχισε ξαφνικά-αυτός όμως δεν μπορούσε ν ακουμπήσει τη μπάλα. Όλο ερχόταν κοντά του με καλοζυγισμένες πάσες  που θα μπορούσε εύκολα να τις κοντρολάρει και ν αρχίσει τις περίτεχνες ντρίπλες του αλλά, τίποτε. Μόλις προσπαθούσε να την αγγίξει, εκείνη έφευγε σα να την παρέσερνε ο αγέρας. Την πήγαινε σε άλλους, συμπαίχτες ή αντιπάλους.
Δεν ήξερε τι να κάνει κι ένιωθε σα μικρό παιδί έτοιμο να βάλει τα κλάματα, όμως δεν το κανε. Απλά συνέχιζε να τρέχει πίσω από τη μπάλα που την πήγαινε όπου ήθελε ο άνεμος.
Τα όνειρα όμως δεν τελειώνουν πουθενά κι ο Νίκος Καζάρμας, γύρισε ανάσκελα, προχωρώντας γοργά για το καινούργιο.
Κι ο ανακριτής παρ όλα αυτά, προχωρούσε αργά. Σαν τον σαλίγκαρο που γυρίζει πίσω, μόλις τα κέρατα του συναντήσουν ένα εμπόδιο, σκέφτηκε και θυμήθηκε τον νεαρό. "Γαμιέσαι κερατά!" του είχε πει κατάμουτρα την περασμένη βδομάδα, την πρώτη στιγμή που τον έφεραν στο γραφείο του και τον κοίταξε κατ ευθείαν στα μάτια. Κι αυτός πετάχτηκε πάνω. Αγρίεψε, έσμιξε τα φρύδια, ύστερα κάθισε πάλι, ηρέμησε. Είχε προλάβει να σκεφτεί, πως ήταν, μονάχα, ένας ηλίθιος νεαρός, με γαλάζια, πιο ηλίθια μάτια.
Τον είχαν φέρει εκεί, γιατί έκανε μάτι στη σκοτωμένη φοιτήτρια. Κι αργότερα, είπαν πως αυτός την είχε σκοτώσει. Μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν. "Όμως δε φαινόταν εύκολο πράγμα" μονολόγησε προχωρώντας ακόμα πιο βαθιά στο στενό σοκάκι σε μικρή απόσταση από τον ουρανοξύστη, εκεί, όπου στον δέκατο τρίτο όροφο και στο δέκατο τρίτο γραφείο, τον περίμενε η πρωινή καρέκλα [την αγαπούσε την καρέκλα του] και ο γλυκός-πολύ γλυκός, πρωινός τούρκικος καφές.
Προληπτικός δεν ήταν με τα νούμερα, μόνο τις μαύρες γάτες φοβόταν. Αν τύχαινε και του κοβε καμιά τον δρόμο, ήταν ικανός να γυρίσει σπίτι του και να μείνει άρρωστος, μισή βδομάδα.
Στο ασανσέρ έκανε ν ανάψει τσιγάρο. Έπιασε την ταμπακιέρα, μάλλον χρυσή-ποιος ήξερε πόσα πράγματα ήταν αληθινά. 

συνεχίζεται

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΙΆ





ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΙΑ
Ποτέ δεν του άρεσαν τα μπλεξίματα, από μικρό παιδί, πέντε ή έξι χρονών δεν ήθελε να μπλέκεται στα πόδια των άλλων. Ιδιαίτερα για τις ερωτικές του σχέσεις ήταν πολύ προσεκτικός. Δεν πήγαινε με παντρεμένες, δε χαϊδευόταν με τις ξαδέρφες, δεν κοίταζε στα μάτια τις συντρόφισσες των φίλων.
Και τώρα που είχε μεγαλώσει, πλησίαζε τα τριάντα, ακόμα περισσότερο τηρούσε αυτούς τους δικούς του ηθικούς κανόνες και ήταν ήσυχος από αυτή την πλευρά γιατί έβλεπε τι μπλεξίματα τράβαγαν όσοι μπερδεύονταν στα μπούτια των διπλανών τους.
Τελευταία μέρα του Ιουνίου ήταν, Κυριακή, τριάντα του μηνός. Την προηγούμενη είχε κλείσει το ξυλουργείο του- φέτος θα έκανε διακοπές όλον τον Ιούλιο, σε αντίθεση με τα περισσότερα χρόνια που πήγαινε τον Αύγουστο. Αλλά είχε βαρεθεί πια τον Αύγουστο. Όλο Αύγουστο, Αύγουστο, έλεγε μέσα του. Φέτος θα πάω ή Ιούλιο ή Σεπτέμβριο. Και επειδή οι δουλειές του είχαν πάει περίφημα, αποφάσισε να το κλείσει τον Ιούλιο.
Σφάλισε τις πόρτες, κατέβασε τα ρολά, έγραψε στο χαρτάκι: Γειά σας φίλοι μου. Πάω διακοπές. Ο ξυλουργός θα είναι κοντά σας από την πρώτη Αυγούστου. Το κόλλησε στο τζάμι από μέσα για να μη το σχίσουν οι ζηλόφθονοι.
Μόλις ξύπνησε την Κυριακή το πρωί, έφτιαξε έναν ευτυχισμένο καφέ, βγήκε στο μπαλκόνι να τον πιει με την ησυχία του. Ξένοιαστος από τη βαβούρα της δουλειάς, λέφτερος από γυναίκα, μόνος με τον εαυτό του, ένιωθε υπέροχα στα τριάντα του χρόνια. Κι άρχισε να σκέφτεται που θα πήγαινε, ποιος να ήταν ο προορισμός του για τις διακοπές.
Στο νου του ήρθαν τα νησιά, η Ρόδος, η Σύρος, η Κέρκυρα κι άλλα. Είχε πάει όμως στα περισσότερα απ αυτά, κάτι άλλο σκεφτόταν να έκανε τούτες τις διακοπές. Στο νου του έφερε να πήγαινε στο χωριό του, είχε να πατήσει πέντε χρόνια, να έβλεπε και τους γέρους του γονείς. Το γυρόφερε λίγο ακόμη στο μυαλό του και είπε πως δεν ήταν άσχημη ιδέα. Εξ άλλου το χωριό του η Ασίνη στην Αργολίδα, δεν ήταν κανένα απομονωμένο χωριουδάκι. Δίπλα του το Τολό, η Ερμιόνη, απέναντι τα νησιά του Αργοσαρωνικού, θα έκανε ότι ήθελε, ναι εκεί θα πήγαινε, με βάση την Ασίνη θα έκανε το γύρω της Αργολίδας, το γύρω της Πελοποννήσου, με τη μηχανή του. Δε θα έπαιρνε αυτοκίνητο, άμα χρειαζόταν θα χρησιμοποιούσε τη σακαράκα του γέρου του.
Έφτασε στο χωριό το επόμενο βράδυ που είχαν πανηγύρι. Δεν το θυμόταν, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τις γιορτές και τα πανηγύρια. Τους βρήκε όλους εκεί. Τους γονείς του, φίλους και ξαδέρφια. Ξαφνιάστηκαν όλοι που είχαν χρόνια να τον δουν. Άραξε τη σκονισμένη χάρλει Ντάβινσον, έβγαλε το κράνος, είδε την παρέα του πατέρα του, κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν. Δάκρυσε κι ο ξυλουργός λίγο, κοιτάζοντας ένα γύρω, κι ακούγοντας τη λαϊκή ορχήστρα με τα κλαρίνα να βουίζουν τον τόπο, τα κορμιά να λικνίζονται στο χορό. Ένα μεγάλο κύκλο όλοι, νέοι και νέες, γέροι και γριές απολάμβαναν αυτό που τους χάριζε η ζωή.
Έφερε στο νου του αστραπιαία τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Δεν είχαν αλλάξει και πολύ τα πράγματα, σχεδόν ίδια, ίδιες φάτσες έβλεπε, απλά όλοι είχαν μεγαλώσει κατά τι.
Δίπλα ο πατέρας του τον σκούντηξε να τσουγκρίσουν τα ποτήρια με το κρασί. Τη στιγμή που τσούγκριζε και έκανε να φέρει το ποτήρι στα χείλη, ένιωσε δυο γυναικεία χέρια να του κλείνουν τα μάτια. Το μισό κρασί χύθηκε, πρόλαβε να πιει λίγο.
-Ποιος είναι! Ρώτησε αιφνιδιασμένος.
Κανείς δε μίλησε. Το σκοτάδι κύλησε μέσα στη βροντώδη μουσική αλλά αυτός ένιωσε σαν να ήταν μόνος μ αυτά τα χέρια που του έκρυβαν το φως. Πέρασε ένα λεπτό. Δυσανασχέτησε, δεν του άρεσε το άγνωστο.
-Ποιος είναι; Ξαναρώτησε κάπως νευρικά.
-Βρέστην, άκουσε τον πατέρα του να του λέει από δίπλα, ενώ τα χέρια του χάιδευαν τα μάτια. Ναι, του χάιδευαν. Ένιωσε τα υγρά δάχτυλα ν απλώνονται στο μέτωπο του, ώσπου κάποια στιγμή, τον άφησαν.
Γύρισε και την είδε. Ήταν η ξαδέρφη του η Νίκη. Όμορφη, ξανθιά, γαλανομάτα. Αγκαλιάστηκαν και την θυμήθηκε αστραπιαία. Όλα αστραπιαία τα έκανε ο ξυλουργός.
Ήταν πέντε η έξι χρόνια μικρότερη του, χυμώδης, επιθετική. Τον φίλησε στο στόμα κατευθείαν ερωτικά. Με το ζόρι την ξεκόλλησε από πάνω του, ενώ είχαν έρθει τα σώματα τους σε επαφή κι ένιωσε ντροπιασμένος που κάτι φούσκωσε στο παντελόνι του. Προτού καθίσουν, αναψοκοκκινισμένοι, διόρθωσε το παντελόνι του και σ αυτή του την προσπάθεια, άγγιξε λίγο δίπλα από το μουνί της.
-Τη θυμάσαι τη Νίκη; Ρώτησε η μάνα του.
-Πως δεν την θυμάται; Είπε κάπως ενοχλημένος ο πατέρας του. Ποιος την ξεχνάει τη Νίκη.
-Ναι, βέβαια, πως, έκανε ο ξυλουργός. Δεύτερα ή τρίτα ξαδέρφια είμαστε; Τη ρώτησε κοιτάζοντας την βαθιά στα μάτια με κάποια νεύρα.
-Πρώτα, του απάντησε με νάζι, με σιγουριά.
Συνέχισαν να μιλάνε διάφορα, όλοι μαζί. Ήρθαν στο τραπέζι κι άλλοι, φίλοι, γνωστοί να τον χαιρετήσουν. Τον σήκωσαν στο χορό, χόρεψε μαζί τους, με την Νίκη να είναι πάντα δίπλα, να τον κοιτάζει, κι αυτός να προσπαθεί να την αποφύγει, χωρίς να δημιουργήσει επεισόδιο. Αναγκαστικά την κράτησε να χορέψει πρώτη, ήταν απίστευτη χορεύτρια, το κορμί της γλιστρούσε σα φίδι, σα λυγερό δέντρο στον άνεμο. Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί πως ήταν πανέμορφη, πως δεν έπρεπε να ήταν ξαδέρφη του κι έσκυβε τα μάτια στην πλακόστρωτη πίστα της πλατείας του χωριού όπου γινόταν το γλέντι.
Ξανακάθισαν στο τραπέζι τους, οι γονείς του είπαν πως είχαν κουραστεί κι έπρεπε να πάνε για ύπνο.
Έφυγαν.
Έμειναν οι δυο τους στο τραπέζι.
- Θα με πας στο σπίτι; Τον ρώτησε μετά από κάμποση σιωπή.
-Θα σε πάω, φύγαμε;
Έφυγαν κι αυτοί. Έμεινε η βουή του κλαρίνου να τους ακολουθεί καθώς έτρεχαν στο χωματόδρομο για το σπίτι της.
Κατέβηκαν. Χωρίς να πουν τίποτα προχώρησαν στο σκοτάδι. Δίχως να συνεννοηθούν μπήκαν στην αποθήκη σανού που είχαν οι γονείς της για τα ζωντανά. Του ξυλουργού του μύρισε ο σανός,του μύρισε μουνί, ένιωσε σαν άλογο, παρ ολίγο να χλιμιντρίσει. Η Νίκη ανάσαινε χαμηλά, πιάστηκαν αγκαλιά, έπεσαν στο σανό, λύθηκαν τα κουμπιά, έσπασαν τα φερμουάρ, τα κορμιά έγιναν ένα. Μπήκε μέσα της δυνατά, έσχισε τη σάρκα που έτριζε, η Νίκη ούρλιαζε σιγανά, τύλιγε τα πόδια της στη μέση του, στο στέρνο, στο λαιμό, αυτός ορμητικά, πιο βαθιά, μέχρι την άκρη του πάτου της ηδονής, μέχρι το στόμα της, ώσπου όλα να γίνουν κατακόκκινα, κατακίτρινα, ολόασπρα, όταν τα κορμιά τελειώνουν, όταν ξαναγυρνάνε ανάσκελα και τα μάτια κλείνουν ευτυχισμένα.

Ένα άγανο γυρόφερνε στα χείλη του, κιτρινωπό, προς την ώχρα καμένο απ του ήλιου τη φωτιά. Η γεύση του ξυλώδης, δεν μπορούσες να χορτάσεις μ αυτό, όσο κι αν το μασούσες. Το μάσησε λίγο ακόμη στα γερά του δόντια κι ύστερα το έφτυσε δίπλα.
Ήταν το απομεσήμερο της άλλης μέρας που είχε πάρει τους δρόμους αρκετά συννεφιασμένος από τις πράξεις του την περασμένη νύχτα. Αφού έκανε ένα μακρινό γύρω στον Αργολικό κάμπο, σταμάτησε στην Αρχαία Ασίνη να πιει ένα καφέ. Άραξε τη μηχανή, έβγαλε το κράνος, πήρε το άγανο, κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα. Παράγγειλε τον καφέ του και περίμενε. Απέναντι τα αρχαία ερείπια της Ασίνης. Πέτρες μεγάλες, πέτρες που θα χρειάζονταν γίγαντες για να τις χτίσουν, πέτρες Ελληνικές με μεγάλη Ιστορία. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα για τον τόπο του, θυμόταν μόνο που ο δάσκαλος στο σχολείο τους έλεγε πως έπρεπε να είναι περήφανοι που γεννήθηκαν σ αυτό τον πανάρχαιο τόπο. Εντύπωση του είχε κάνει το γεγονός ότι οι Αργείοι κατέστρεψαν ολοσχερώς την Ασίνη -που ήταν μεγάλη πόλη και σύμμαχος τους- επειδή στράφηκαν εναντίον τους και τους πολέμησαν μαζί με τους Σπαρτιάτες. Τι περίμεναν; γέλασε πικρά από μέσα του. Είχαν κάνει μια προδοσία και οι προδοσία στη ζωή πληρώνεται. Ότι απόμεινε από την αρχαία Ασίνη ήταν αυτές οι λιγοστές σκόρπιες πέτρες, που τις έδερνε αλύπητα ο Καλοκαιρινός ήλιος.
Ήρθε ο καφές του, ρούφηξε την πίκρα του φραπέ, άναψε τσιγάρο. Είχε μετανιώσει γι αυτό που έκανε. Είχε πατήσει μια από τις πιο ουσιώδης αρχές του προσωπικού του κανόνα. Έδιωξε με το ζόρι της εικόνες από το μυαλό του, τις εικόνες της ηδονής που ήταν όντως καταπληκτικές όπως παραδέχτηκε για εκατοστή φορά αλλά που έπρεπε να τις ξεχάσει. Τις εικόνες που κυλίστηκε στο σκοτάδι με τη Νίκη, που ήταν πρώτη του ξαδέρφη. Δεν έπρεπε να το κάνει αλλά τώρα είχε γίνει και χρειαζόταν να επανορθώσει αλλιώς θα γινόταν σκάνδαλο στο χωριό. Πως θα κοιτούσε στα μάτια τον πατέρα του που μέχρι τότε τον είχε καμάρι για τις αρχές του και γενικότερα τη στάση του στη ζωή; Ή τη μάνα του που θα έβαζε τα κλάματα; Όχι, έπρεπε να προλάβει το κακό. Χωρίς να το καταλάβει γιατί, είχε μια έντονη ανησυχία που προερχόταν από τον χαρακτήρα της Νίκης που φαινόταν αυθόρμητη, γκροτέσκα, χωρίς φραγμούς ηθικούς, χωρίς τέτοιες ηθικολογίες.
Τέλειωσε τον καφέ βιαστικά. Ανέβηκε στη μηχανή. Σα σίφουνας έφτασε στο χωριό, πήγε κατευθείαν στο σπίτι της. Δεν ήταν εκεί. Τον καλοδέχτηκε ο θείος του ο Νίκανδρος, αδερφός του πατέρα του.
-Έλα, κάθισε, να πιούμε καφέ, του είπε. Η Νίκη κάπου εδώ γύρω θα είναι, άργησε να ξυπνήσει μετά από το χτεσινό γλέντι. Τα ήπιατε γερά,έμαθα.
-Ναι, τα ήπιαμε, απάντησε καθίζοντας.
Ή θεία του έφερε τους καφέδες, κάθισε κι αυτή μαζί τους, κουβέντιαζαν διάφορα.
-Ξέρεις που πάντα σ αγαπάμε ε; του λεγε συχνά ο θειος.
-Σαν παιδί μας σε έχουμε, συμπλήρωνε η θεία, αλλά έφυγες μακριά, πότε θα γυρίσεις πίσω;
-Δε θα γυρίσω θεία, της είπε απλά. Που είναι η Νίκη; Θα έρθει;
-Θα έρθει, μην ανησυχείς, θα μείνεις μέρες δε θα μείνεις; Έχετε καιρό να τα πείτε, κάτσε να σε δούμε κι εμείς λίγο.
Τι να καθόταν που ένιωθε πως βρισκόταν πάνω στη φωτιά; Αν δεν σιγουρευόταν για την εχεμύθεια της δε θα ηρεμούσε. Φοβόταν. Φοβόταν πολύ. Τα ήθη και τα έθιμα εκεί στο χωριό ήταν παλιά, δε χωρούσαν τέτοιες αναλγησίες, τις θεωρούσαν έγκλημα, μέχρι που είχαν λιθοβολήσει μια πόρνη τη Σοφία, που είχε ξελογιάσει μερικούς νέους του χωριού. Τη θυμόταν αυτή την κακομοίρα που τελικά δεν τη γλίτωσε την τρέλα. Μετά το λιθοβολισμό,στο τσάκ την πρόλαβαν να μη πεθάνει, την έστειλαν στο ψυχιατρείο.Ένας από τους νέους που είχε «ξελογιάσει» ήταν κι αυτός.
-Τι απέγινε η Σοφία; ρώτησε ξαφνικά.
-Που τη θυμήθηκες; άνοιξε τα μάτια του ο θείος. Εδώ είναι, τη βγάλανε, δεν κάνει τίποτε τώρα πια, μεγάλωσε, γέρασε. Θα την δεις να τριγυρίζει ζητιανεύοντας.
-Μάλιστα, έκανε ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο.
Κάποια στιγμή μπήκε η Νίκη, όπως πάντα ορμητική. Κοιτάχτηκαν. Το δικό του βλέμμα ήτα σοβαρό, το δικό της παιχνιδιάρικο. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Δεν έκανε τίποτε να την αποφύγει, έπραξε φυσιολογικά.
-Πάμε μια βόλτα; Της πρότεινε.
-Φύγαμε! Έκανε ενθουσιασμένη.
Δεν την πήγε μακριά, λίγο πιο πέρα, έξω απ το χωριό σε μια καφετέρια.Άραξαν σε δυο καρέκλες.
-Πρέπει να σου πω, της είπε.
-Τι;
-Αυτό που κάναμε δεν πρέπει να επαναληφθεί, δεν έπρεπε να γίνει. Για μένα είναι σα να μην έγινε, έτσι θέλω να το πάρεις κι εσύ, είπε κοιτάζοντας το χώμα.
Η Νίκη του σήκωσε το πρόσωπο κατάφατσα. Το ύφος της ήταν σκληρό, πέτρινο.
-Όχι, φίλε μου. Έγινε και δε θα το ξεχάσω ποτέ. Θάρθεις το βράδυ; Εκεί μπορούμε να το κουβεντιάσουμε καλύτερα. Εγώ θέλω να παντρευτούμε.
-Τι; έκανε κέρινος.
-Γιατί; τι έγινε δηλαδή; Οι πρώτοι θα είμαστε ή οι τελευταίοι συγγενείς που παντρεύονται; Αφού το ξέρω πως με λατρεύεις! Πάντα με λάτρευες.
-Τι είναι αυτά που λες; αγρίεψε. Άκουσες τι σου είπα: να τα ξεχάσεις. Δε θα γίνω εγώ ρεζίλι για σένα. Εντάξει; Και πάμε να φύγουμε. Θα επιστρέψω αύριο το πρωί στην Αθήνα.
Τη βούτηξε απ το χέρι, ανέβηκαν στη μηχανή, έφτασαν έξω από το σπίτι της.
-Να έρθεις το βράδυ, να τα πούμε του ψιθύρισε στο αφτί.
-Δε θάρθω, της απάντησε, μη περιμένεις.
-Να έρθεις θα είναι η τελευταία μας φορά. Αν δεν έρθεις θα δημιουργήσω σκάνδαλο, θα τα πω όλα στον πατέρα σου. Εσύ έφταιγες, εσύ με πήδηξες!
Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Παρ όλα αυτά προσπάθησε να ηρεμήσει. Δεν έβγαινε πουθενά με τα νεύρα.
-Αν έρθω, μου υπόσχεσαι πως θα τα ξεχάσουμε; Σε παρακαλώ…
-Εντάξει, του χάιδεψε τα μαλλιά. Εντάξει, θα σου κάνω τη χάρη, έλα το βράδυ και τα λέμε, εντάξει;
-Εντάξει, είπε και μαρσάρισε δυνατά στο χωματόδρομο.
Το βράδυ έφτασε νωρίς. Είχε κοιμηθεί, να ξεκουραστεί. Ύστερα έφαγε με τους γονείς του που ήταν τρισευτυχισμένοι που τον είχαν μαζί τους. Αυτός βέβαια ήταν ασυνήθιστα νευρικός.
-Αύριο θα πάμε στο Ναύπλιο για κάτι δουλειές, θα έρθεις μαζί μας; Τον ρώτησε ο πατέρας του.
Τον βεβαίωσε πως θα πήγαινε παρέα τους αλλά για λίγο και συμφώνησαν.
Όταν εκείνοι έπεσαν για ύπνο, καμώθηκε πως θα ξάπλωνε κι αυτός και σε λίγο βγήκε σαν τη νυχτερίδα, σα σκιά στους έρημους δρόμους του χωριού.
Η ώρα θα πλησίαζε δυο. Το σκοτάδι τύλιγε τον κόσμο του και την ψυχή του. Είχε μπλέξει. Είχε μπλέξει άγρια και ήταν ανάγκη να ξεμπλέξει. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να μην πάει. Να έφευγε την άλλη μέρα για όπου στο διάολο ήθελε. Να πήγαινε διακοπές στη Γκουανταλαχάρα. Θα έβρισκε μια δικαιολογία στους γονείς του και πάει τέλειωσε αλλά… Ας έκανε μια τελευταία προσπάθεια να πείσει την τρελή, γιατί δε υπήρχε περίπτωση να μην ήταν τρελή, τρελή ήταν, συμφώνησε με τον εαυτό του. Όπως κι αυτός που έμπλεξε για χάρη του μουνιού σε μια τέτοια παλιοκατάσταση. Ναι, για χάρη του μουνιού.
Έφτασε έξω από την παράγκα, το φεγγάρι έσκαγε κείνη την ώρα πάνω από το βορρά, μισοφαγωμένο. Τρύπωσε μέσα στην παράγκα, μέσα στο σανό, την είδε να κάθεται σοβαρή, γυμνή κόντρα σε κάποια αχτίδα φωτός που έλουζε το άσπρο κορμί της. Πήγε κοντά της, κάθισε απέναντι της.
-Ώστε θέλεις να μ αφήσεις, μίλησε ακούνητη.
-Έλα, της είπε, τι ν αφήσω, μια φορά κάναμε έρωτα, δεν έγινε τίποτε σπουδαίο…
-Δεν έγινε τίποτε σπουδαίο; Πετάχτηκε πάνω. Τον άρπαξε από το λαιμό με τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες. Εγώ σε αγαπώ και συ λες πως δεν έγινε τίποτε σπουδαίο!
Προσπάθησε ν απαλλαγή από το σφίξιμο στο λαιμό και το αγκάλιασμα της, δεν ήταν εύκολο, ήταν γερή σαν τίγρη και η απελπισία της την έκανε ακόμα πιο δυνατή. Κυλίστηκαν στα άχυρα, εκείνο το άγανο ξαναμπήκε στο στόμα του, αυτή τη φορά με λίγο αίμα που έτρεξε ανάμεσα στα χείλη τους. Η Νίκη τον φίλησε στο στόμα, τον φιλούσε καθώς πάλευε να απελευτερωθεί από τα χέρια της.
-Θέλω να μου κάνεις έρωτα! του σφύριξε. Πήδηξε με μια φορά ακόμα και φύγε! άκουσες τι σου είπα; φώναξε γεμάτη κλάματα,
Αυτός πρόλαβε να της κλείσει το στόμα με την παλάμη, μασώντας πάντα εκείνο το άγανο, ανάμεσα στο αίμα του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα και λογικά. Και τα δυο μαζί ήταν δύσκολο αλλά αστραπιαία πίστεψε πως αν της έκανε έρωτα τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Αυτό έλεγε η λογική, άρα έπρεπε να φύγει τώρα. Τώρα αμέσως.
-Θα φύγω, της είπε και κεινης τα μάτια άστραψαν.
Έβαλε όλη τη δύναμη του, έφτυσε αίμα και άγανο, η Νίκη αντιστεκόταν πολύ δυνατά. Αυτή γυμνή εκείνος ντυμένος. Αυτή τρελή, εκείνος θεότρελος έτσι που είχε μπλέξει. Τον γρατσούνισε άσχημα στα μάγουλα, το μάτι του άστραψε κι αυτουνού. Σκόνταψαν σε κάτι γεωργικά εργαλεία που ήταν στηριγμένα στα τοιχώματα της παράγκας, έπεσαν δίπλα τους. Ανάσαιναν βαριά, τίποτε δεν υπήρχε ανάμεσα τους, μόνο ένας κόσμος ολόκληρος που χώριζε τους κόσμους τους. Γιατί πάλευαν; Ήταν αδύνατο να το καταλάβει, το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει μακριά, να ξεφύγει από αυτόν τον διάβολο που τον είχε φέρει στην άκρη του γκρεμού. Θα μου πεις ήταν τεράστιο το έγκλημα τους; Όχι αλλά είπαμε. Τι θα έλεγε ο κόσμος, η δημόσια κατακραυγή, η αιμομιξία, δε θυμάται πόσες φορές είχε χύσει μέσα της το περασμένο βράδυ κι αν έμενε έγκυος η τρελή; Όλα μαζεμένα στο μυαλό του ξυλουργού. Στο μυαλό της Νίκης, ένα άδειο νόημα, ένα κενό, τόσο χαμένη ήταν; αυτή μια πανέμορφη γυναίκα, ένα εξαίσιο πλάσμα; Αλλά τι σχέση έχει η μορφή με το μυαλό; Αν ήταν έτσι όλες οι ωραίες θα ήταν πανέξυπνες, αν συμβάδιζε δηλαδή η ομορφιά με την εξυπνάδα. Αλλά τώρα; Τώρα που είχε φύγει για τις ωραίες διακοπές του κι αντ αυτού βρισκόταν να παλεύει με μια τρελή γυναίκα, τρεις-τέσσερις η ώρα το πρωί μέσα σε μια παράγκα που δεν την ήξερε ούτε ο θεός; Την κρατούσε με τη βια από τους ώμους να μη του ορμήσει ξανά. Είχαν σηκωθεί όρθιοι τώρα. Κοίταξε γύρω, έψαχνε τρόπο να το βάλει στα πόδια χωρίς να της κάνει κακό αλλά ούτε κι εκείνη σ αυτόν. Φοβόταν πως μπορούσε να τον χτυπήσει με ότι έβρισκε μπροστά της.
Πράγματι, του ξέφυγε και άρπαξε από δίπλα ένα αγροτικό μαχαίρι. Στάθηκαν απέναντι Κοιτάχτηκαν στα μάτια σα δυο μονομάχοι που ο ένας έπρεπε να πεθάνει. Τρόμαξε. Η Νίκη του όρμησε. Αυτός πρόλαβε και της έπιασε τον καρπό του χεριού που κρατούσε το μαχαίρι. Το γύρισε αργά πάνω στο πρόσωπο της, της άγγιξε με την άκρη τη λεπίδα το καρύδι στο λαιμό. Θα τη σκότωνε. Θα τη σκότωνε, δεν άξιζε να ζει.
Το άγανο ξαναήρθε στο στόμα του. Μάσησε την ξυλώδη ουσία που ανάδινε ο κόσμος μας, με το ξεραμένο αίμα, να ξανατρέχει από την άκρη των χειλιών του. Αίμα ζεστό, δικό του και δικό της. Αυτό το αίμα είναι δικό τους και δικό μας, σκέφτηκε, δεν μπορούσε κανείς να το πάρει. Μόνο εμείς μπορούσαμε να το κάνουμε ότι θέλουμε. Κοίταξε μια στιγμή το σκοτάδι κι ύστερα ξανά τη λεπίδα που έξυνε το λευκό δέρμα της. Της είχε στραβώσει το μούτρο με το άλλο του χέρι, έτσι που να μη μπορεί ούτε να στρίψει ούτε να φωνάξει μια και η παλάμη του της έκλεινε το στόμα. Με το σώμα του, είχε ακινητοποιήσει το δικό της, η Νίκη έμενε ακούνητη για λίγο. Λες και δεν υπήρχε. Η ανάσα της ελαφριά παραδομένη. Αν την άφηνε θα ήταν καλύτερα και ήρεμος να πήγαινε στο καλό. Το σκέφτηκε. Πίεσε λίγο ακόμη τη λεπίδα στο λαιμό. Η Νίκη κουνήθηκε, άνοιξε τα μάτια, τον κοίταξε.
Την κοίταζε κι αυτός με το άγανο πάντα στο στόμα του, με την ξυλώδη οσμή του ανάμεσα από το αίμα που έτρεχε στο πονεμένο σαγόνι του.
ΤΕΛΟς


ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...