Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥΣ





Η Μάγδα ήταν δασκάλα.
Δασκάλα στα μικρά παιδιά.
Την είχε γνωρίσει μια Χειμωνιάτικη βραδιά, σε ένα πάρτι γενεθλίων που έκανε ο φίλος του ο Σπύρος.
Ο Σπύρος ήταν ένα μυστήριο πρόσωπο Καθηγητής Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο- είχε σπουδάσει στην Αμερική και υπερηφανευόταν για αυτό. Εδώ, εσείς είσαστε Παρίες, έλεγε με στόμφο. Στην Αμερική, υπάρχει ο ανώτερος χόμο σάπιενς, καμιά σχέση με την Ελλαδίτσα.
Ήταν διαβασμένος και ενήμερος επί πολλών. Ιδιαίτερα στην Ιστορία. Μερικές φορές, του άρεσε να συζητάει μαζί του. Άλλες τον βαριόταν, γιατί έλεγε πολλά.
Η προσφιλής του κουβέντα όμως, ήταν για τις γυναίκες.
-Τι γίνεται; Τον ρωτούσε συχνά.
-Τι να γίνει; Απορούσε στην αρχή.
-Αχ, ρε άτιμε τρως καλά εσύ, εγώ θα πάω αχόρταγος.
-Φάε και συ του απαντούσε ειρωνικά.
Έβλεπε πράγματι μια σεξουαλική πείνα στα μάτια του καθηγητή Ήταν άσχημος. Μετρίου αναστήματος με μύτη σουβλερή και φωνή ένρινη.Τα μάτια του μικρά, σχιστά, σχεδόν Κινέζικα. Οι παρειές του εξογκωμένες. Τα μαλλιά του κορακίσια,είχε αρχίσει να φαλακρώνει κιόλας από νωρίς. Παντρεμένος με μια επίσης καθηγήτρια, που, μάλλον τον λάτρευε κι αυτός την βαριόταν. Είναι απορίας άξιον πως συνδέονται μερικές φορές οι άνθρωποι, ποια Χημεία τους ενώνει και ποιος διάολος τους χωρίζει.
Εκείνο το βράδυ, στο πάρτι γενεθλίων, ο Αμερικανόφερτος καθηγητής, του σύστησε την Μάγδα, κλείνοντας το μάτι.Ήταν σγουρομάλλα, κοντούλα με ωραίο σώμα, αναλογικά και μαυριδερή σαν μιγάδα.
-Είμαι από την Ρόδο, του είπε. Γι’ αυτό και το χρώμα μου είναι μαυριδερό. Όλοι οι Ροδίτες έτσι είναι.
-Ωραίο νησί, το ξέρω για το χρώμα σας. Έχω πάει μια φορά, ένα Καλοκαίρι για διακοπές.
-Α, ωραία, έκανε.
-Ναι, ναι, ωραίο μέρος. Θυμάμαι πιο πολύ την παλιά πόλη με το Βενετσιάνικο φρούριο. Λιγότερο το Φαληράκι, την Λίνδο.
-Από εκεί είμαι, από την Λίνδο.
Και τον κοίταζε θελκτικά στα μάτια.
Χόρεψαν ένα –δυό χορούς, ήρθαν πιο κοντά.Ο καθηγητής όλο τους παρατηρούσε και με τρόπο του έκλεινε το μάτι.Αυτός το διασκέδαζε, είχε πλάκα ορισμένες φορές ο καθηγητής.
Όταν τέλειωσε το πάρτι και φεύγανε, κανόνισε με την Μάγδα να ξαναβρεθούνε. Αλλάξανε τηλέφωνα, διευθύνσεις αλλά, χωρίς να το καταλαβαίνει γιατί, δεν είχε και πολύ διάθεση να την ξαναδεί.Ίσως να μην του άρεσε και τόσο. Ίσως, επειδή σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν ήθελε να κάνει αγγαρεία. Αλλά, όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο, δεν είναι μόνο για την ερωτική πλευρά. Υπάρχουν κι άλλα ενδιαφέροντα σε μια γνωριμία, σκέφτηκε.
Η Μάγδα τον πήρε τηλέφωνο δυο μέρες μετά. Ήταν διακριτική, εύστροφη, αυτό της το αναγνώρισε. Μιλούσε ωραία, έξυπνα. Όχι εξυπνίστικα, έξυπνα, υπάρχει διαφορά.
-Πάμε κάπου; Να τα πούμε από κοντά; Της πρότεινε.
-Ναι, αμέ ; ενθουσιάστηκε.
-Θα έρθω να σε πάρω, που μένεις;
-Στο Παλιό Φάληρο. Κουντουριώτου 76.
Στον δρόμο, αναρωτιόταν γιατί πήγαινε να την συναντήσει αφού δεν του άρεσε. Ίσως για να τονώσει τον αντρικό του εγωισμό ή για να κάνει αυτό που του είπε ο καθηγητής: Έλα ρε, μια χαρά κοπέλα είναι. Επειδή είναι χωρισμένη; Πφ! Τι σε νοιάζει εσένα; Μήπως πρόκειται να την παντρευτείς; Να κάνεις αγκαλιές θα πας Άιντε τυχεράκια, βολεύτηκες πάλι, εγώ να δούμε πότε θα βολευτώ>
Βολεύτηκες..δεν του άρεσε η έκφραση, πολύ ευκολίστικη του φαινόταν και αργότερα, όταν είχαν καθίσει σε μια ωραία ταβέρνα και τρώγανε, ξαναθυμήθηκαν τον καθηγητή.
-Τι κάνει ο Σπύρος; Εσείς πρέπει να είσαστε πολύ φίλοι, αν κατάλαβα καλά, τον ρώτησε.
-Μια χαρά είναι. Δεν μπορώ να πω ότι είμαστε φίλοι, πιο πολύ γνωστοί που κάνουμε που και που παρέα.
-Α, νόμιζα πως είσαστε φίλοι, έκανε.
-Δεν είμαστε.
-Καλός είναι όμως, δεν είναι καλός;
-Καλός είναι, κούνησε το κεφάλι του.
-Έχει λίγο πλάκα, έτσι δεν είναι;
-Έχει.
Όπως την παρατηρούσε, άθελα του, σκέφτηκε πως θα έκανε για τον καθηγητή.
-Τι κοιτάς; Έκανε ναζιάρικα.
-Μου αρέσεις, προσποιήθηκε.
-Κι εμένα μου αρέσεις, του δωσε τα χέρια της.
Τα χάιδεψε. Του φάνηκαν λίγο σκληρά για χέρια γυναίκας και μάλιστα δασκάλας αλλά δεν είπε τίποτε. Τι να έλεγε;
Σε λίγο φιλήθηκαν. Το ίδιο του φάνηκε και το φιλί της. Άνοστο. Κι η σάρκα της κάπως ξινή ή κάπως που δεν μπορούσε να την περιγράψει. Τριανταπεντάρα θα ήταν τότε η Μάγδα. Φαινόταν γυναίκα με πολλούς ευκαιριακούς δεσμούς.
-Γιατί χώρισες; Την ρώτησε.
-Ασυμφωνία χαραχτήρων! Γέλασε.Δεν ταιριάζαμε, πώς να σου πω, σοβαρεύτηκε. Αυτό είναι. Αν και εγώ πιστεύω πως δυο άνθρωποι είναι σχεδόν ακατόρθωτο να ζούνε για πάντα μαζί.
-Ναι, έτσι πιστεύω κι εγώ, συμφώνησε.
-Εσύ; Ανύπαντρος ε;
-Πως το κατάλαβες;
-Φαίνεται.
Τέλειωσαν το φαγητό τους, ήπιαν λίγο κρασί ακόμα και κάποτε αποφάσισαν να φύγουν.
-Πάμε; Της είπε.
-Πάμε, του απάντησε και τον έπιασε αγκαζέ μέχρι το αυτοκίνητο.Προτού μπούνε, τον φίλησε.
Αυτή τη φορά, ήταν κάπως αλλιώτικα. Την χάιδεψε στο πλούσιο στήθος της κι ερεθίστηκε. Φιλήθηκαν κι άλλο, ακουμπισμένοι στα πλευρά του αυτοκινήτου. Ύστερα, καθώς είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, μόλις το αντιλήφτηκαν, γέλασαν και μπήκαν φουριόζοι.
-Θα μουσκεύαμε, έκανε η Μάγδα λαχανιασμένη από τα φιλάκι άρχισε να τον χαϊδεύει χαμηλά.
Αυτός, έσβησε την μηχανή και τα φώτα του αυτοκινήτου, έβαλε ασφάλειες. Σκοτάδι ήταν και την άφησε να κάνει αυτό που ήθελε. Η Μάγδα του έβγαλε το ξύλο και χωρίς περιστροφές, τον πήρε στο στόμα της. Ήταν μαστόρισσα σ αυτό που έκανε, ήξερε πότε να σταματάει και πότε να συνεχίζει γρήγορα. Έβρεξε στο πρόσωπο της κι ένιωσε μια μικρή αηδία. Τόσο που σκέφτηκε να την παρατήσει εκεί και να φύγει αλλά δεν το έκανε. Ήξερε πως αυτό το ένιωθε ακόμα και με την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου.
Άναψαν ένα τσιγάρο, αυτός δεν μιλούσε.
-Είσαι γλύκας, του είπε
-Είμαι; Αναρωτήθηκε σιβυλλικά.
-Είσαι! Επέμενε αυτή.
-Ε, πάμε τότε.
Έβαλε μπροστά και πήγανε στο σπίτι της.
-Είναι δικό μου, του είπε. Πατρική κληρονομιά.
-Είναι σπουδαίο να έχεις δικό σου σπίτι, γνωμάτευσε.
-Εσύ δεν έχεις;
-Όχι, μένω με ενοίκιο.
-Α, έκανε και φιλήθηκαν στον καναπέ.
Την χούφτωσε  και του ήρθε μια άγρια επιθυμία του σερνικού. Ξεντύθηκαν γρήγορα στον καναπέ, τα ρούχα σκόρπισαν εδώ κι εκεί. Σε λίγο κύλησαν στο δάπεδο. Μπήκε στο σγουρό, μουγκρίζοντας σαν ζώο. Όιιι! ΄έσκουξε χαιδεμένη κι άρχισε να βγάζουν καυτές κραυγές, και οι δυό ουρλιάζοντας στο άπειρο.              
 Πάντα αναρωτιόταν τι σκουπίδια είχε μέσα στο μυαλό του, αυτός ο γνωστός του καθηγητής Πανεπιστημίου. Ότι έχουν όλοι οι άντρες. Και σύμφωνα με τον Φρόιντ, έχουν το αιδοίο μιας γυναίκας. Όχι το μουνί μιας συγκεκριμένης γυναίκας, απλά το μουνί. Το αιδοίο. Αυτό έχω κι εγώ αγαπητέ μου ξυλουργέ, του έλεγε καμιά φορά που τον ρωτούσε, όχι βέβαια για το δικό του μυαλό αλλά για το μυαλό, όλων των αντρών.
-Εσύ, τι νομίζεις πως έχεις;
-Ροκανίδια! του απαντούσε.
-Κι από αυτά έχουμε όλοι: ροκανίδια και αιδοίο.
Πάλι τα ίδια. Που το πήγαινε, που το φερνε, πάντα η κουβέντα για τις γυναίκες. Τι να πούμε τώρα; ολοκλήρωνε. Δες τον Αδάμ…τι θα ήταν χωρίς την Εύα; Κι εμείς δίχως αυτές, είμαστε μηδέν..εδώ ο Αδάμ θυσίασε ολόκληρο πλευρό… τι να λέμε τώρα..
-Είσαι λάγνος, του είπε μια άλλη μέρα που έπιναν τον καφέ τους στο καφενείο. Λάγνος. Τόσον καιρό έψαχνα την λέξη. Αυτό είσαι.
-Μωρέ και λάγνος είμαι και ηδονιστής. Πες εσύ ότι θέλεις παλιοξυλουργέ. Μπορείς να μου πεις τι γίνεται με την Μάγδα;
Δεν ξαφνιάστηκε, την περίμενε την ερώτηση.Είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που την γνώρισε κι έκανε παρέα μαζί της. Τι παρέα δηλαδή, περισσότερο κρεβάτι, ξενύχτι και ξανά στο κρεβάτι. Τον είχε ξεθεώσει.
-Το κάνει καλά ε;  για πες μου; ξερογλείφτηκε ο καθηγητής.
Γύρισε και τον κοίταξε με κάποια αδιόρατη σημασία. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα του έξω από το τζάμι. Χειμώνας ήταν, έξω έβρεχε δυνατά. Οι χοντρές σταγόνες χτυπούσαν στο πεζοδρόμιο, τα δέντρα λυγούσαν από τον αγέρα, την καταιγίδα.
-Από εδώ και πέρα θα βρέχει συνέχεια, είπε. Μου αρέσει η βροχή στην Αθήνα.
-Τι μου λες για την βροχή; Εγώ σου μιλάω για …
-Για ποιο πράγμα κύριε καθηγητά; Τον έκοψε.
-Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!
-Σου αρέσει ;
- Η Μάγδα; Σάστισε λίγο. Ε, ναι..
Δεν ήξερε τι να του πει και τον κοίταξε πάλι εξεταστικά.
-Καλά, θα δούμε, είπε μετά, σχεδόν αδιάφορα.
Μελετούσε έναν τρόπο να την ξεφορτωθεί, δεν του έλεγε κάτι αυτή η σχέση. Μονότονη. Φαγητό, λίγο κρασί, μετά κρεβάτι, στο Παλιό Φάληρο συνήθως. Σπίτι του δεν την πήγαινε.
Κάποιο Σάββατο κανόνισε απ’ το τηλέφωνο να βρεθούνε με τον καθηγητή στο ξυλουργείο του. Να τα πούμε του, είπε. Και να πιούμε κανένα ποτηράκι κρασί. Μου έχει στείλει ένας φίλος από την Κρήτη, ένα διαμάντι. Αλήθεια; Σπινθήρισε ο καθηγητής που εκτός από τις γυναίκες, του άρεσε και το καλό κρασί, ιδιαίτερα αν ήταν τζάμπα.
Εκείνο το Σάββατο που τον περίμενε, ο καιρός ήταν πάλι συννεφιασμένος, μουντός. Βράδιαζε και σκοτείνιαζε νωρίς. Κι αυτός, είχε μια μικρή θλίψη στην καρδιά. Στην καρδιά και στον νου, συλλογίστηκε.
Βγήκε έξω στην αυλή όπου είχε μια μοναδική μανταρινιά.Έκοψε και ξεφλούδισε ένα μανταρίνι. Το έφαγε και πετούσε τις φλούδες του. Μερικές τις κλώτσησε στον αέρα. Έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι, σου ριχνα στα μάτια να πονάς. Σάββατο κι απόβραδο…  σιγανοτραγούδησε το γνωστό τραγούδι.
Δεν είχε τίποτε σπουδαίο, απλά βαριόταν. Και σε λίγο θα ερχόταν πρώτα ο Σπύρος και μετά η Μάγδα. Ή το αντίθετο. Πρώτα η τσούλα και μετά ο καθηγητής. Τσούλα! σκέφτηκε. Μπορεί. Γιατί, την είχε αποκαλέσει έτσι; Εύρισκε τον εαυτό του λίγο άδικο και δεν του άρεσε.
Άρχισε να βρέχει πάλι αλλά δεν τον ένοιαξε. Κάθισε κάτω από το υπόστεγο, άναψε τσιγάρο. Εκεί τον βρήκαν η Μάγδα και ο καθηγητής. Καμώθηκε τον χαρούμενο, τους καλωσόρισε, κάθισαν έξω στο τραπεζάκι κάτω από το υπόστεγο.
-Τι γίνεται ρε; Έτριψε τα χέρια του ο καθηγητής. Τι κάνεις εσύ; Αποτάθηκε στην Μάγδα.
-Καλά είμαι, καλά, χαμογέλασε αυτή.
-Δεν φέρνεις το κρασί από μέσα; Της είπε αυτός. Είναι πάνω στο τραπέζι, υπάρχουν και μεζέδες, φτιάξε κάτι και φέρτα εσύ σε παρακαλώ..
-Αν είναι να με παρακαλείς..πάω, γέλασε και κίνησε για μέσα.
Ήπιαν κάνα δυο ποτήρια, ζεστάθηκαν. Αυτός, παρατηρούσε τον τρόπο που κοίταζε την Μάγδα ο καθηγητής. Δεν την κοίταζε, την έτρωγε με τα μάτια. Και κείνη τον κοίταζε κάπως έτσι, σκέφτηκε.
-Η Ασπασία του Περικλή, συνέχισε την κουβέντα που είχαν αρχίσει για τις ιστορικές γυναίκες, ο καθηγητής, ήταν μεγάλη πόρνη.
-Γιατί, η Θεοδώρα του Ιουστινιανού, πήγαινε πίσω; Αναρωτήθηκε η Μάγδα.
-Ξέρετε, η Ασπασία ήταν η αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου, συνέχισε απτόητος ο καθηγητής. Επηρέαζε τόσο τον Περικλή που την ονόμασαν Ελένη των Αθηνών.
-Εγώ, συμφωνώ με την άποψη και δεν το θεωρώ κακό, είπε η Μάγδα. Γιατί να μην μετέχουν οι γυναίκες στην Ιστορία; Πείτε μου. Γιατί;
Ήταν φεμινίστρια.
-Δεν πας να φέρεις λίγο κρασί και λίγο μεζέ ακόμα; Είπε αυτός.Αφήστε τις σαχλαμάρες για την Ελένη και την Ασπασία.
-Θα πιούμε κι άλλο; Δεν θα βγούμε έξω;
Και καθώς αυτός την κοίταζε επιτιμητικά με προσμονή, πήγε μέσα να ετοιμάσει τους μεζέδες.
-Α, ρε τυχεράκια! Του είπε με νόημα ο καθηγητής και κοίταζε πίσω μην τους ακούσει. Τρως καλά, σε παραδέχομαι. Σε λίγο θα φας κι εσύ,  είπε σαρδόνια μέσα του κι απ έξω του τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
-Οι γυναίκες δεν είναι το παν στη ζωή κύριε καθηγητά, είπε.
-Το λες επειδή έχεις..
-Και συ έχεις την γυναίκα σου.
-Άλλο η γυναίκα μου , έκανε μουτρωμένα.
Ποτέ δεν ήθελε να μιλούν γι’ αυτήν.
Ωστόσο η Μάγδα , γύρισε. Έφερε το κρασί, κάθισε δίπλα του, τον έπιασε απ τους ώμους, του δωσε ένα φιλί,η προσπάθησε να του δώσει γιατί αυτός την απώθησε ελαφριά. Κοιτάχτηκαν. Σαν να είχαν καταλάβει το τέλος. Αυτός το ήξερε από καιρό. Η Μάγδα μόλις τώρα το ψυλλιάστηκε και δεν έδειξε να την πολυενδιαφέρει.
-Καλύτερα έτσι, είπε δυνατά, άιντε γεια μας.
Τσούγκρισαν τα ποτήρια χωρίς κανένα από του άλλους να του δώσει απάντηση.
-Που θα πάμε; Είπε μετά από λίγο ο καθηγητής.
-Εγώ δεν θα έρθω, τους ξάφνιασε.Αλλά πηγαίνετε εσείς, πηγαίνετε, είπε σχεδόν σαν διαταγή. Εγώ δεν έχω διάθεση, μη σας χαλάσω το κέφι. Μάγδα, συνόδεψε τον κύριο καθηγητή και του κλεισε το μάτι.
Ο καθηγητής άλλο που δεν περίμενε. Κατάλαβε το νόημα των λέξεων του φίλου του κι άδραξε την ευκαιρία.
-Φεύγουμε; Είπε στην Μάγδα.
-Φεύγουμε; αναρωτήθηκε διστακτικά η δασκάλα.
Πήρε την τσάντα της, πήγε κοντά του και τον φίλησε.
-Γεια, είπε απλά.
-Γεια, είπε κι αυτός.
Από τότε δεν τους ξαναείδε. Αργότερα, έμαθε πως παντρεύτηκαν.
ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

ΤΟ ΧΕΙΡΌΤΕΡΟ ΕΊΝΑΙ να ερωτευτείς το μυαλό του άλλου.


Άμα δεν έχεις ούτε μια ελπίδα πως νιώθεις;
Έχετε την εντύπωση πως σας συμπαθούν οι άνθρωποι; [Αφέλεια ενός συμπαθούς]
Όταν αρχίζω μια καινούργια θεματολογία στη ζωγραφική, χαίρομαι. Όπως εδώ που όλα θα γίνουν στο στιλ ποπ αρτ. Σχεδιάζοντας τον Τζονι Ντεπ, παρ ότι δεν μπορώ να πω πως με συναρπάζει και τόσο κινηματογραφικά, εδώ μου βγαίνει πολύ όμορφος, πολύ έξυπνος! [Είχε δίκιο κάποιος που είπε πως η μόνη χαρά στη ζωή είναι η αρχή.]

Υπάρχουν μερικές φορές που περιμένω κάτι κι άλλες φορές που δεν περιμένω τίποτε. Και οι δυο είναι τόσο δυνατές
που δεν ξέρω ποια να διαλέξω.
Ποτέ δεν ξέρεις όταν ανοίγεις μια πόρτα, τι συμβαίνει πίσω της.
Δε δέχομαι κουβέντα από ανθρώπους που δεν έχουν πιάσει πινέλο στα χέρια τους και κάνουν τους επιστήμονες περί των τεχνών όντας κακοσκεπτόμενοι και ανθρωπάκια, γλυφοκολάριοι, κακομούτσουνοι και μεσάζοντες για να βγάλουν κάποιο φράγκο από τους καλλιτέχνες αλλά και από τους ηλίθιους που υποτίθεται ότι διοικούν αυτά τα δρώμενα περί του πολιτισμού.
Μόνο οι μεγάλοι αντέχουν τις σκληρές και "κακές" κριτικές για το έργο τους.
Να σου χαρίσω ένα τρένο, θα γυρίσεις πίσω;
αλλά εγώ σημειώνω τις σκέψεις μου χωρίς να παίρνω το μέρος του ζωγράφου ή του συγγραφέα αποφεύγοντας τις λακκούβες της γλυκανάλατης κολακείας και του ανόητου τι μεγάλος, τι σπουδαίος, και τι υπέροχα είναι τα έργα σας κυρία, και, κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι το μέγεθος ενός καλού και ενός κακού ζωγράφου που επιζητεί επιμόνως την καταξίωση μέσω της τέχνης του και αυτό δεν είναι αντίνομο.
Το χειρότερο είναι να ερωτευτείς το μυαλό του άλλου; [εν ζωή φυσικά.]
Εντάξει, το δίκιο είναι με τους δυνατούς της Ιστορίας αλλά όχι και επαναστάτες των πούρων! [η καμπάνα χτυπάει για τους υπερεκτιμημένους Τσε.] Δε συμφωνώ με τους πολλούς τι να κάνουμε; θέλετε μια επανέκδοση του Τσε; εύκολο. Ο Φασούλας δεν απέχει πολύ. Για ξανακοιτάχτε τον!
Οι πιο απαιτητικοί είναι οι φίλοι που μας αγάπησαν και γιατί όχι.
ΚΡΑΤΑΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ.
Είμαστε δηλαδή υποχρεωμένοι να κάνουμε κάτι σ αυτή τη ζωή;
Κρατάω αυτό που μου λείπει. Το ένα και το άλλο. Τι είναι το ένα και τι το άλλο, αφού είναι να πάω, θα πηγαίνω. Το ένα είναι από αυτή τη στιγμή που αισθάνομαι πως ο χρόνος πρέπει να διορθωθεί, όχι μέσω του νοήματος αλλά μέσω των λέξεων. Άρα αν θα φωνάξω α, χωρίς δύναμη, δε λέει τίποτε στον κόσμο. Αν όμως πω ααααά; δεν είναι αλλιώτικα; Όπως ας πούμε πως αυτοί οι διακόπτες είναι Μπέκερ. Είναι όμως Μπέκερ; ή είναι ιμιτασιόν; Το καζανάκι είναι αυθεντικό Νιαγάρας; ε, τότε θα το κρατήσουμε και όσο αντέξει. Λογικά είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε κάτι, δεν ξέρω τι. Διαλέχτε. Δύσκολο αυτό το κωλορήμα. Πάντως, για την φιλοσοφία των ειδών, οι ηθοποιοί είναι ανώτερον τοις ανθρώποις.
Ουσιαστικά δε βλέπω καμιά ηθική επιταγή κανενός ανθρώπου χωρίς αυτό να δείχνει αμοραλισμό, παρά μόνο μια απολυτότητα των πραγμάτων και της ανάγκης.
Τι σόι μοναξιά προτιμάτε; με χρήμα ή άνευ, διαφέρουν οι μοναξιές...
Πσάχνω να βρω κάτι που δεν το έχω και δεν το βρίσκω. [Έφαγα και καυτερή πιπεριά.]
Γιατί έχω την εντύπωση πως συνεχώς ασχολούμαστε με άλλα, εκτός από αυτά που πρέπει;
Αν θέλεις να σε διαγράψουν οι φίλοι σου πες τους την αλήθεια για τη μούρη τους.
Εγώ απορώ μαζί σας που λέτε πως με καταλάβατε. Είμαι πιο ύπουλος και πιο έξυπνος από τον Άμλετ. [Εδώ, εννοώντας τον σύγχρονο άνθρωπο.]
Τι θέλεις να κάνουμε; να φάμε ή να κάνουμε έρωτα; ρωτά ο ανήρ.
-Ότι θέλεις εσύ, πάντως φαΐ δεν έχει, η γυνή.
Αν δεις στ όνειρο σου ότι κάνεις έρωτα με μελαχρινή είναι αμαρτία;
4 εκατό μύρια χρόνια οι ανθρωπίδαι προσπαθούν να επιβάλλουν ηθική στον πλανήτη Γη.
Οι πρώην εραστές είναι καλύτερα να διαγράφονται ή να συνυπάρχουν σαν γλάστρες;
Ότι υπάρχει στη ζωή, έτσι και στην τέχνη. Ζωγραφίζοντας παλιά,αυτό το γυμνό, κάποιοι είπαν, σίγουρα, πως είναι σεμνό και δεν προσβάλλει. Εγώ τους κοίταζα με μισό μάτι, το άλλο μισό είχε φύγει ταξίδι για τον κόσμο της ευτυχίας.
ΣΕ ΕΝΑΝ ΒΡΕΓΜΕΝΟ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΟΜΠΡΕΛΑ.
Φυσικά η πιο ηλίθια θρησκεία ο μωαμεθανισμός.
Γιατί δεν ζωγραφίζουν οι όμορφες γυναίκες; Φαντάζεστε την Μέριλιν με πινέλα;
Αν μου πεις πως είσαι έξυπνος και χριστιανός θα σε λυπηθώ.
Αν μια μέρα της ζωής σου δεν έχεις τι να κάνεις, έχεις αποτύχει.
Μερικές φορές θέλω να ζωγραφίσω χωρίς να λερωθώ, χωρίς να βάψω τα χέρια μου κόκκινα. Κι άλλες να κλαίω χωρίς να δάκρυα, δίχως να πρασινίσει το μάτι μου για όσα δεν μπόρεσα.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

ΟΥΤΕ ΗΞΕΡΑ


Λυπάμαι που θα φύγω ένα πρωί
σαν φύλλο στον άνεμο,
χωρίς ν΄αφήσω τίποτα πίσω μου
Η προσπάθεια μου κενό χαρτί
δίχως νόημα.
Η ζωή μου πικρό κρασί στα χείλη
όσων αγάπησα.
Πιο πολύ, δε μίσησα τίποτα
Ούτε ήξερα γιατί έζησα
σε έναν κόσμο χωρίς καρδιά.

[Πρώιμη-ανέκδοτη ποίηση μου.]


Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

2018


ΕΠΙΣΚΟΠΙΣΗ 2018

Αν δεν πίστευα πως μπορώ ν αλλάξω κάτι σ αυτό τον κόσμο, δε θα ζωγράφιζα και δε θα έγραφα ποτέ. Μπορεί να μην το καταφέρω αλλά είναι το βασικό κίνητρο.

Όταν έχεις πολλά λεφτά, δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Είναι όπως όταν δεν έχεις καθόλου που δεν ξέρεις τι να κάνεις. [Μοιάζουν αυτά τα δύο;]
Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.
Μερικά ρήματα είναι υποβιβαστικά. Όπως το λατρεύω. Εγώ δε λατρεύω τίποτα και δεν πόθησα να με λατρέψουν. Ούτε τη ζωγραφική λάτρεψα, πόσο μάλλον τους θεούς. Άκου αφοσίωση, μεγάλη αγάπη σε πρόσωπο ή πράγμα!
Οι πιο εκνευριστικοί άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είναι αυτοί που προσπαθούν να σε μειώσουν. Και το κάνουν τόσο επιδεικτικά που σούρχεται να τους ρίξεις μια μπουνιά στο μάτι.
Τι αθλιότης! να συναντάς τη σοφία όταν γερνάς.
Για να αισιοδοξείς: να σκέφτεσαι πως υπάρχουν πιο βλάκες από σένα. Καλή βδομάδα. Πάω για τρέξιμο.
Όσο για το "ήθελε να είναι λέφτερος, σκοτώστε τον" δεν μπορεί να ειπωθεί για κανέναν θρησκευόμενο. Τι σόι ελευθερία ζητάει ένας που είναι δούλος του θεού;
Ξέχωρη ερώτηση: Πόσο πρόστυχο είναι να ζει κανείς ευτυχισμένα, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο δυστυχία;
Έχετε πετάξει ποτέ κάτι στα σκουπίδια και μετά να το ψάχνετε; εγώ είχα πετάξει το μυαλό μου.
Άμα ήταν να μιλάμε μόνο όταν έχουμε να πούμε κάτι σημαντικό, μάλλον μουγγοί θα έπρεπε να έχουμε γεννηθεί.
Μ αρέσει και το άσπρο και το μαύρο, είμαι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιθέσεις, μπορώ να υπερασπιστώ και το ένα και το άλλο. Μπορώ να σε πείσω πως ο γάιδαρος πετάει, αλλά και δεν πετάει. Πολλές φορές θα ισχυριστώ κάτι λάθος και την άλλη μέρα το ίδιο λάθος να είναι σωστό. Δεν παραδέχομαι εύκολα τίποτε. [Τώρα ποιος μου ζήτησε να τα πω αυτά; κανένας; μμ, μπορεί να υπάρχει και κάποιος ή κάποια που νομίζει πως πρέπει να είμαι ένας καθώς πρέπει άνθρωπος.]
Ζωγραφίζω παιδιά, γυναίκες, ανθρώπους για να ζήσω. Επί πληρωμή φτωχική, δεν είμαι κανένας διάσημος ζωγράφος. Ζωγραφίζω επί παραγγελία αλλά προλαβαίνω να φτιάχνω και ότι θέλω-μοιράζω το χρόνο της μιας και της άλλης τέχνης. Δεν είναι συμπόνια η τέχνη αλλά σκληρή αρένα αναμέτρησης με τα θηρία.
Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι.
Οι μόνοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ακόμα για την τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι τρελοί [εμένα μ αγαπάνε όλοι αυτοί, δεν ξέρω γιατί] και κάτι φτωχοί που λένε πως, αν είχαν λεφτά θα αγόραζαν όλα τα έργα μου.
Μη ρωτάς ποτέ άσχετους ανθρώπους γι αυτό που θέλεις να κάνεις.
Τρία μόνο κακά πράγματα μπορούν να σου συμβούν στη ζωή: Να γεννηθείς ο Σαλαβαντόρ Νταλί, να μην έχεις γυναίκα, και να πεθάνεις διά-άσημος σαν τον Κώστα Πλιάτσικα.
Το παράξενο της ύπαρξης είναι πως κανένας δεν μπορεί ν αλλάξει το χαρακτήρα του. Φοβερό.
Από τους όλους που γνωρίσαμεν οι μισοί μας μισούν-θλιβερή συνείδηση. Το εννενήντα τοις εκατό κάνει συμβατική πορεία μαζί μας και περιμένει να κάνουμε το λάθος για να μας στήσει στη γωνία. Σύμφωνα με το νόμο της αστάθειας κάποτε θα το κάνουμε. Και τότε θα πέσουμε χωρίς κρότο από το θρόνο που είχαμε στήσει για τον εαυτό μας.
Μερικοί νομίζουν πως κλαίγοντας την αλήθεια τους, θα τους συμπαθήσουν οι άλλοι. Στην κυρολεξία πέφτουν έξω. [Οίκτος υπάρχει αλλά τι να τον κάνουν;] Βαρύ το αυναίσθημα της λύπησης.
Αν αλλάξεις άσχημες, ακραίες κουβέντες με κάποιους ανθρώπους, ξέχασε τους -ποτέ δε θα επανέλθετε στην πρότερη σχέση. Γι αυτό, σκέψου πολύ πριν το κάνεις.
Δεν έχει σημασία τι λες. Αλλά ποιος το λέει. Είναι μια αλήθεια αυτό;
Καλύτερον να ξέρεις κάτι, από το να μη το ξέρεις καθόλου.
Το χειρότερο γι αυτόν που νομίζει πως τα ξέρει όλα, είναι η τιμωρία να μη μαθαίνει τίποτε πια. [Σάββατο μεσημέρι με φοβερή κουφόβραση, θα μου πεις τι μας λες τώρα ρε Πλιάτσικα!]
Απίστευτο πόσο πουλάει η δυστυχία! [Το ανθρώπινο γένος είναι αλληλέγγυο μόνο όταν γκρεμιστείς.]
Άμα ταίζεις γάτες θα γεμίσουμε ποντίκια.
Απορώ που ένας βλάκας μπορεί να κάνει λεφτά αλλά δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει πως δεν υπάρχει θεός.
Με μερικούς ανθρώπους δεν μπορείς να συνεννοηθείς ποτέ. [Μάλιστα, αρκετοί εξ αυτών κατέχουν υψηλά αξιώματα αλλά προέρχονται απ όλες τις κοινωνικές τάξεις: αστική, μεσαία, κατωτέρα.]
Τα αρχαία ρητά, είναι πομπώδη και δυσνόητα- δεν ευνοούν τους φτωχούς να καταλάβουν περισσότερα, επειδή πάντα, έτσι κι αλλιώς, μένουν αδιάβαστοι.
Σκέφτομαι να γίνω κατασκευαστής συνθημάτων. Τι το σκέφτομαι, που έγινα κιόλας. Να, το πρώτο: Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτά τα βλήματα! κι ακολουθεί ένα πιο ελαστικής μορφής: Σιγά μη βρέξει!
Με τη γυναίκα που αγαπάς δεν πρέπει να μπλέκεσαι σε μεγάλες πνευματικές αναζητήσεις.
Άμα σου βγει μάπα το καρπούζι το πασπαλίζεις με..ζάχαρη και το τρως ή το πετάς στο κεφάλι του μανάβη;
Δεν είναι και εύκολο να μας καταλάβουν όλοι. Αν και θα το θέλαμε.
Ένας άντρας για να είναι ευτυχισμένος, πρέπει να έχει μια γυναίκα, πέντε γκόμενες και έναν υπηρέτη.
Λέω να πάρω ένα τρένο. Αυτό ή το επόμενο;
Όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και τα ρεμάλια, έχουν κάποιον να τους περιμένει. Εκτός από μένα.
Δείξε ποιος είσαι. Ίσως εγωϊστική φράση. Μπορεί όμως και παρότρυνση. Ανέβασμα ψυχολογικό σε έναν κόσμο που περισσεύει η κακία; Ο δάσκαλος στο σχολείο πάντα ήθελε να δείχνουμε ποιοι είμαστε και τότε και τώρα. Έτσι για να συνεννοούμαστε καμιά φορά εμείς οι δυο. Εσύ που είσαι μετριόφρων κι εγώ που πετάω στα σύννεφα.
Οι θεοί δε βοηθάνε τους αδύνατους κι αυτούς που όταν συναντούν ντουβάρια επιστρέφουν σ αυτούς. Οι θεοί αν και ηλίθιοι ['οχι εντελώς λένε κάποιοι] είναι πάντα με τους δυνατούς επειδή αυτοί τους έφτιαξαν. Πείτε μου έναν φτωχό που έφτιαξε έναν θεό. Φτωχός εδώ και με την έννοια της φτώχειας του μυαλού.
Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος-δεν υποτάσσω τη ζωή μου σε φτηνές δικαιολογίες για όσα απέτυχα. Οι αρνήσεις μου, είναι πιο ισχυρές από τις καταφάσεις. Ένα όχι, αντιστοιχεί με χίλια ναι.
Όλο ήμουνα σαν κάπου να με περιμένουν.
Όλο είμαι σαν να έχω να πάω κάπου.
Από παιδί.
Έκανα μια βόλτα μικρή
στον κόσμο των παραισθήσεων,
παρέκαμψα επιμόνως να σε συναντήσω
-γιατί, εν παση περιπτώσει
μια παραίσθηση είσαι κι εσύ.
Φαντάζεσαι να συναντιόμαστε και εκεί;

Δεν έπρεπε να σ αφήσω να το κάνεις αυτό
Α, είμαι απαράδεκτος που σ άφησα να μ αγαπήσεις.

Απόσπασμα από το ποίημα μου ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΓΑΠΕΣ.
Από τα πιο σπουδαία πράγματα στη ζωή είναι μάλλον η σύνεση. Είναι όμως πολύ δύσκολο να είσαι συνετός, γιατί θα είσαι συνέχεια συντροφιά με τη μετριότητα.
Ο καθένας γνωρίζει ποιος είναι.
Έκτοτε, μήτηρ τε, και όμαιμο θήλυ τοις εμοίς, ουκ εκπορνεύονται.
Οι άντρες λατρεύουν το γυναικείο σώμα. Οι ομοφυλόφιλοι το γυναικείο μυαλό.
Έχει σημασία τι είπαν ορισμένοι άνθρωποι κάποτε. Τα σχόλια, οι σκέψεις, οι συλλογισμοί, τα συναισθήματα που προκάλεσαν κάποιες γραφές, σκέψεις, ο θυμός, η οργή, ο φθόνος, η κακία, η κολακεία. Νομίζω πως περισσότερη αξία έχουν εκείνα που γίνονται εν βρασμώ γιατί δείχνουν το ποιόν και τον χαραχτήρα εκείνου που τα εξσφενδονίζει...
Πολύ μ αρέσουν αυτοί που δηλώνουν επάγγελμα, ποιητής.
Πάντως οι γυναίκες χρησιμοποιούν πιο έξυπνα τη φράση, "Μη βιάζεσαι."
Είναι ολέθριο να είσαι έξυπνος-αυτόματα ανήκεις σε μια μειονότητα.
Δεν υπάρχει ο τέλειος ζωγράφος, ο τέλειος συγγραφέας, ο τέλειος άνθρωπος. Ούτε θα υπάρξει. Αντίκειται στους νόμους αυτής της ζωής που η ίδια είναι ατελής.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

ΕΝΝΈΑ ΧΡΌΝΙΑ ΔΙΑΣΧΊΖΩ! ΌΤΑΝ ΧΡΕΙΑΖΌΜΑΣΤΕ ΆΛΛΟΝ ΈΝΑΝ.




Δύσκολο να πεις αυτό που σκέφτεσαι, είπε η Μαριλένα, καθώς ο Τζον την κοίταζε από το φεγγάρι, νέος ήταν μπορούσε να πηδήξει από κει πάνω αλλά ο κόσμος ήταν το σκοτάδι που έκρυβε μέσα της η Μαριλένα και η ανοησία του Ντικ, ή του Παναγιώτη και του Βασίλη, ίσως και η Αντωνία, καλοβαλμένη να πλησιάζει έναν-έναν τους εραστές του Τζον, δεν έχω έρεισμα, είπε και ο κρότος των λόγων έκανε στροφές για να περάσει από αυτό το ποτάμι, είναι αδύνατος ο μύθος, εγώ δεν είμαι για έτσι, στέγνωσε ένα πικρό ύφος, για να με κερδίσεις χρειάζεται να φας πολύ μέλι. Εγώ δεν είμαι για έτσι, υπονοούσε μια ιδιαιτερότηα ύπαρξης, πως δεν άξιζε να της συμπεριφέρονται ούτως οι άντρες ή και οι γυναίκες, αν την θεωρούσαν υποδεέστερη αλλά δεν μπορούσε ν αλλάξει την εικόνα, η εικόνα είναι αυτό που βλέπουμε, τίποτε άλλο και πάρα πέρα.
Ο Μπεν και ο Τζωρζ ήταν από το Μπέρμιγχαμ ο ένας χοντρός και ο άλλος υπόχοντρος, αδυσώπητοι χτυπούσαν ρυθμικά τα δάχτυλα τος στο ξύλο περιμένοντας με αδημονία το επόμενο. Το κεφάλι τους μετρούσε τον ρυθμό.
Βββ Κι αμέσως η Μαριλένα τους έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στο στήθος που ο Τζον το κατάλαβε σαν ερωτικό αντίκρισμα και θα ήταν καλύτερα ν αποχωρήσει απ τη σκηνή, ενώ ο ουρανός σκοτείνιαζε. Σκοτείνιαζε οικειοθελώς. Πολλοί είμαστε μόνοι. Μόνοι, όταν χρειαζόμαστε άλλον έναν.
Τι κάνεις εκεί;
Ήταν μια δύσκολη ερώτηση, κοιτάω τον ουρανό που σκοτεινιάζει ή πλέκω με τον άνεμο λόγια που δεν έχουν ειπωθεί, αισθάνομαι μόνος σε έναν κόσμο που υπάρχουν πολλοί, είπε ο Ντικ και κανείς δεν του απάντησε και μόνο η Μαριλένα στεκόταν ακόμα γυμνή στο σκοτάδι που έπεφτε ραγδαία στους ώμους, στα χέρια και λίγο πιο κάτω από εκεί που ήθελε να μην υπάρχει η ντροπή, ίσως και η αγάπη, να είπες μια δύσκολη λέξη και είναι καλύτερα να μην πάει παρα πέρα ένας - ένας με μια ελεύθερη γυναίκα. Ενώ ο Μπεν και ο Τζωρτζ σταμάτησαν να χτυπούν τα δάχτυλα τους στο ξύλο και μουσικομανείς άνοιξαν τα αφτιά τους ν ακούσουν όσα ήθελαν να πουν, πάντα σε φόρμα. Ο Τζον και η Μαριλένα, άφησαν έναν πνιχτό ουρλιαχτό για την πεποίθηση τους πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς αυτοί οι δυο να ενωθούν ποτέ, Γιάννη, είπε η Μαριλένα, καλύτερα να μείνουμε φίλοι, δεν πειράζει που με είδες γυμνή, εγώ δε σε είδα, αλλά μ αρέσεις, είσαι όμορφος, λάμπεις σ ένα σκοτάδι που υπάρχω εγώ, εγώ και οι άλλοι, που ορκίζονται στην τιμή τους, εγώ δεν έχω τιμή, αξίζω πολλά, δεν είμαι για έτσι.
Στο μισοσκόταδο, ο Γιάννης, ρουφούσε τις ρόγες ενός σταφυλιού, σάλπιζε την τρυφεράδα, πως κάποτε θα ήταν για πάντα δικιά του, όχι η τρυφεράδα, νέος ήταν εκ γενετής ηλίθιος, έπρεπε, οπωσδήποτε να ενηλικιωθεί, να γίνει πιότερο έξυπνος, φορώντας μια κουκούλα μέχρι επάνω, δεν έλεγε και τίποτε μια Μαριλένα στο σκοτάδι, α, μια πουτάνα του σοκακιού, ζζζ, άκουγε ακόμα τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα σε κορμούς πεύκων με γυαλιστερά μάτια, αλλά ένιωθε τόσο μόνος και θαρραλέοι άνθρωποι δεν υπάρχουν παρά μόνο όταν είναι νέοι, αψίκοροι και βγήκε απ το μικρό πορτάκι, το τόσο δα, αναψοκοκκινισμένος που παράβλεψε τους νόμους της οικειότητας, βλέποντας ολόγυμνη την Μαριλένα, που παρ όλα αυτά, είπε πως ποτέ δεν ήταν καλύτερα.
Γγγγ.
Τρία τσίπουρα! Παράγγειλε ο Τζον ή ο Γιάννης κι όλοι έμειναν κάγκελο κι άναψαν τσιγάρο με ευχαρίστηση, αγαλλιάζοντας σαν άγγελοι, ήσσονες με μικρά γόνατα, χαλύβδινοι, σιδερένιοι με μυώδεις γάμπες, ο μύθος συνεχίζει να μην υπάρχει, τι πιο πολύ αξίζει στη ζωή, εξόν από μια γυμνή γυναίκα που την είδες στο σκοτάδι ν ανεβάζει τα εσώρουχα της, ακόμα και ο θεός κολάζεται μ αυτό το άσπρο και το μαύρο των θηλυκών αισθημάτων, άρα πάμε καλά! Πάμε καλά!Για να πάρεις όμως πρέπει να ζητήσεις κι άμα ζητήσεις δεν ξέρεις αν θα σου το δώσουν, εκεί που το ποτό είναι φτηνό κι εκεί που η σάρκα είναι τρίφτηνη, έξω βρέχει και ποια είναι η γνώμη σου για τους εραστές είπε ο ένας από τους δυο χοντρούς, εμένα δε μου λένε τίποτε αυτοί που ερωτεύονται σφόδρα και ξεχνούν τα προβλήματα, ξεχνούν τα πάντα και νομίζουν πως ο κόσμος ανήκει μόνο σ αυτούς, έτσι είναι όσοι ερωτεύονται, έξω συνέχιζε να βρέχει, χωρίς λόγο, πάντα βρέχει χωρίς λόγο και οι άνθρωποι κρύβονται απ τη βροχή κι απ το χιόνι, έχοντας λίγη χαρά επειδή είναι μόνοι, έτσι ολοκλήρωσε μια άποψη για τη βροχή, τίποτε δε σκέφτομαι, απάντησε ο Ντικ που ήταν ξεχασμένος σε μια γωνιά περιπτέρου κι ανάλογου ύφους, αυτό ακριβώς ήταν το έναυσμα ν ανάψει μια φωτιά, χωρίς λόγο, έτσι επειδή μας άρεσε αυτό. Τίποτε άλλο. Αυτό. Η Μαριλένα και ο Τζον δεν έζησαν ποτέ μαζί, εκτός από αυτές τις πρόσκαιρες εικασίες του ενός για το σώμα του άλλου, για να μην ειπωθούν περισσότερα χυδαία για τα γόνατα μιας γυναίκας και τους ώμους ενός άντρα ή για τα μαλλιά της που έπεφταν σαν στάχυα στους λιγνούς και σαρκώδεις λόφους, ευρυμαθείς όπως τους αποκαλούσαν μερικοί, ένα γοητευτικό μέρος αυτών, ήταν, να φύγουν μακριά ο ένας από τον άλλον λες και δεν άντεξαν να ήταν μαζί, ευρυμαθείς και εγκρατείς, για να δεις πως αλλάζει η ιστορία, ένα βλέμμα αρκεί για ν αλλάξει το παν, αυτό ήταν εκείνο που επόθουν, τίποτε δε σκέφτομαι, είπε ο Τζον και η Μαριλένα έμεινε για πάντα γυμνή, μετέωρη σε έναν κόσμο όπως τον φανταζόμαστε όλοι.
ΤΕΛΟΣ

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

ΕΓΩ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ

Από τότε που ήμουν παιδί, δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν και ίσως, επειδή κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες, να σας κοροϊδέψω, επειδή ήμουν εγώ και κανένας άλλος. Από τότε όμως, φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτε και εκεί που ξεκινάς το ταξίδι, αντί να πας στον προορισμό σου, πηγαίνεις στο γκρεμό.






Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ




Δεν είχε άλλον στον κόσμο ο Ντάφλος. Ούτε αδέρφια, ούτε θείους, ούτε αδερφές. Μόνο αυτός και η μάνα του. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο της Αλβανίας αλλά σύνταξη δεν έπαιρνε. Ήταν από εκείνους που περνούσαν στα άγραφα.
Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα, απογευματάκι του Ιούνη θα ήταν, κατέληξαν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ούτε και που έδινε σημασία στη Μαγδαληνή, που πράγμα περίεργο ήταν χαμογελαστή και εξηγούσε στον ξενοδόχο πως έκαναν ταξίδι του μέλιτος. Είχε τα νεύρα του.
Αφού ταχτοποίησαν τα πράγματα τους, βγήκανε βόλτα στην πόλη, περιδιάβαιναν. Η Μαγδαληνή του έλεγε να καθίσουν σε ένα καθώς πρέπει μαγαζί να πάρουν τον καφέ τους και ο Ντάφλος έψαχνε γύρω-γύρω κανένα κουτουκάκι, καμιά τρύπα, ουζερί, να παλουκωθεί, να πιει τα ούζα του.
-Εδώ! Της είπε κι άραξε σε δυο καρέκλες.
Παρήγγειλαν απ όλα. Ότι είχε το μαγαζί. Και τα πιναν οι δυο τους, δεν είχαν άλλον. Ένιωσε και η Μαγδαληνή  πως κάτι ήταν στη ζωή. Ευχαριστήθηκε άλλον αέρα, άλλη φάση. Μακριά από τον αδερφό της τον Σταυρέα, την οικογένεια. Τους αγαπούσε βέβαια και πιο πολύ τον Σταυρέα, που μπορεί να ήταν αυταρχικός, μονόχνοτος, γεροντοκόρος αλλά τον σεβόταν γιατί βοηθούσε όλη την οικογένεια.
Το Ντάφλο τον ένιωθε, τον κοίταζε, τον εξέταζε πιο πολύ όταν αυτός έβλεπε αλλού, αλλά την πείραζε που έπινε. Τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε τα πάντα και του έβγαιναν τα απωθημένα εναντίον της κοινωνίας και των ανθρώπων. Έτσι και τώρα που τον έβλεπε να κατεβάζει το ένα καραφάκι μετά το άλλο, μούτρωνε. Μούτρωνε και φοβόταν. Σιγά-σιγά, η χαρά της γινόταν θλίψη Δεν ήταν αυτή για τέτοια πράγματα, για τέτοια ζωή. Του το είπε και κατάλαβε πως η νύχτα που θα ακολουθούσε θα ήταν βαριά, δύσκολη παρ ότι ήταν Καλοκαιράκι και το ελαφρύ αέρι θρόιζε την ομορφιά της ζωής.
Το μυαλό του Ντάφλου βρισκόταν συνέχεια στην πουστιά που του έκανε ο Σταυρέας. Είχε κολλήσει εκεί. Που να ήξερε ότι τους είχαν βγάλει από το σπίτι …ότι η μάνα του ήταν ήδη στην παράγκα του κυρ-Βασίλη.
Κάθισαν εκεί στο ουζερί κάμποσο. Όταν σηκώθηκαν να πάνε στο ξενοδοχείο- η Μαγδαληνή τον κρατούσε αγκαζέ- ο Ντάφλος, φαίνεται πως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα έφευγε τη νύχτα. Θα την παρατούσε εκεί σύξυλη και ούτε θα γύριζε να την ξανακοιτάξει. Να ξανακοιτάξει τη χοντρή μύτη της και ν ακούσει τις αιώνιες χοντράδες της. Δεν ένιωθε τίποτε γι αυτήν. Ούτε λύπη, ούτε πόνο, πόσο μάλλον αγάπη. Αργότερα θα την συμπονούσε. Προς το παρόν, την παρέσυρε όλο το βράδυ σε ένα ερωτικό ξεφάντωμα. Όλη τη νύχτα την κανόνιζε κι εκείνη βογκούσε σαν αγελάδα. Συμμαζεμένη καθώς ήταν, δεν άφηνε τις ερωτικές της κραυγές να βγαίνουν ελεύθερα. Μούγκριζε και σε λίγο άρχισε να βαριέται με όλα αυτά που της  έλεγε και της έκανε ο άντρας της.
Κατά τις πέντε το πρωί, μεθυσμένος ακόμα, άρχισε να της φωνάζει και να τη βρίζει. Έτσι στα καλά καθούμενα. Πουτάνα την ανέβαζε, βλαμμένη την κατέβαζε. Σκρόφα. Περίμενε να του αντιμιλήσει, να του δώσει την ευκαιρία για να κάνει αυτό που ήθελε. Και δεν άργησε.
Η Μαγδαληνή σηκώθηκε πάνω περισσότερο πικραμένη παρά νευριασμένη. Του είπε πως θα έφευγε κι έκανε να βάλει το νυχτικό της.
Ο Ντάφλος πετάχτηκε στη στιγμή επάνω.
-Που θα πας μωρή! Έβαλε άγρια φωνή, τον άκουσε όλο το ξενοδοχείο.
Και την άρχισε στο ξύλο. Μπουνιές, κλωτσιές, ανάποδε, την έκανε μαύρη. Μαζεύτηκε όλο το ξενοδοχείο. Κάποιος είπε να φωνάξουν την Αστυνομία. Ο Ντάφλος τον έπιασε από το λαιμό- τόσος δα ήταν αλλά ψυχή Αστραπόγιαννου.
-Δε θα φωνάξεις καμιά αστυνομία, του είπε. Άιντε τράβα στο σπίτι σου να κάνεις κουμάντο. Τι κοιτάτε εσείς ρε! Ούρλιαξε στο πλήθος που στριμώχνονταν στην πόρτα. Άιντε στο σπίτι σας! Δρόμο!


[Απόσπασμα από τους ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΥΣ μου. Μυθιστόρημα που το γραφα σχεδόν νέος.]

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ




 Απόγευμα Πέμπτης ήταν και δεν είχα καμιά διάθεση να ζωγραφίσω. Έτσι πήρα τους δρόμους και γύριζα άσκοπα. Ανέβηκα την Σκουφά, προς το Κολωνάκι, ενώ κόσμος πολύς διάβαινε, πέρα-δώθε αλλά εγώ δεν τους έβλεπα. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά, δεν είναι τίποτε, απλώς δεν χρειάζεται να τους βλέπεις ιδιαίτερα εγώ, που είχα κατά ου χιλιάδες πρόσωπα που ζωγράφιζα τόσα χρόνια.
Ο ζωγράφος είπα μέσα μου, δεν είναι πάντα χρώματα, σχέδια και πινέλα. Είναι πάνω απ όλα σκέψη. Είναι ιδέα. Κι εγώ που πλησίαζα τώρα τα πενήντα, όλο πιο συχνά έκανα απολογισμό, τι έκανα , τι θα κάνω  για την προσφορά μου στο ανθρώπινο είδος. Απογοητευμένος δεν έπρεπε να ήμουν, ίσα-ίσα η φύση με προίκισε με αυτό το χάρισμα αλλά ούτε και μπορούσα να της το ανταποδώσω. Ένιωθα ελαφρά ανήμπορος γι’ αυτό. Όσο για την ίδια μου την εφήμερη ζωή, λεφτά δεν είχα κάνει πολλά, ούτε καμιά σπουδαία καριέρα αλλά ζούσα καλά εγώ και η οικογένεια μου, η γυναίκα μου, η Στέλλα, τα δυο μου παιδιά μεγάλα τώρα πια, ταχτοποιημένα.
Φτάνοντας στην πλατεία Κολωνακίου σκέφτηκα να καθίσω κάπου , να πιω μια μπύρα ή έναν καφέ. ΤΟ αλκοόλ το απέφευγα συνήθως επειδή κάνει κακό στην διαύγεια της σκέψης ιδιαίτερα εν ώρα εργασίας αλλά  μια μπυρίτσα που και που την  έπινα. Έτσι αποφάσισα να πιω μια μπύρα, λίγο  παραπάνω απ’ την πλατεία  σε ένα σνακ-μπαρ. Κάθισα λοιπόν ,παράγγειλα την μπύρα μου και την έπινα συνεχίζοντας να σκέφτομαι σκόρπια για την ζωή μου.
Απέναντί μου, μετά από λίγο ήρθε και κάθισε ένας νεαρός. Ή καλύτερα, ένας ωραίος νεανίας. Βολεύτηκε με σίγουρες κινήσεις στο τραπέζι του, έριξε μια ματιά ανωτερότητας στο γύρο. Παράγγειλε ουίσκι ή βότκα. Δεν θυμάμαι. Πάντως φαινόταν να απολαμβάνει το ποτό του και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν ξέρω γιατί αλλά το μέσα τους δεν μου άρεσε. Μάλλον , για να λέω αλήθειες ένιωσα κάποιον αόριστο φόβο. Έναν παράξενο φόβο χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος.
Στην πρώτη ανταλλαγή της ματιάς, διέκρινα κάτι υποτιμητικό και ενοχλημένος γύρισα πίσω  απ’ την πλάτη μου, μήπως κοιτάζει κάποιον άλλον. Πίσω μου όμως δεν ήταν κανείς. Άρα, εμένα κοίταζε έτσι. «Δε βαριέσαι» συλλογίστηκα. «Ποιος ξέρει τι προβλήματα να έχει» και δεν έδωσα συνέχεια. Εγώ, έτσι κι αλλιώς δεν τον ήξερα. Τι μπορεί να ζητούσε από μένα ένας άγνωστος νεανίας; Και μάλιστα τόσο ωραίος;
Ήμουν λίγο σκόρπιος αλλά δεν ξέρω γιατί, μου άρεσε η ώρα και σαν είδα να αδειάζει η μπύρα, παράγγειλα μια δεύτερη και πίνοντας ξέχασα για λίγο τον νεαρό. Όχι όμως για περισσότερο από δυο-τρία λεπτά. Τα μάτια μας συναντήθηκαν πάλι όσο κι αν προσπάθησα να το αποφύγω. Δεν γινόταν. Ήταν ακριβώς απέναντί μου και το βλέμμα του, συνέχιζε να είναι υποτιμητικό και ταυτόχρονα ειρωνικό. Πάλι εγώ είπα να μην δώσω σημασία, ούτε ιδιαιτερότητα. Σκεφτόμουν βέβαια, τι διάολο να ήθελε, εγώ ομοφυλόφιλος δεν ήμουν, ούτε έμοιαζα αλλά ούτε κι αυτός, παρ’ ότι ήταν ένας πανέμορφος νεανίας.
-Τι θέλεις; Του έγνεψα με το βλέμμα, δεν μίλησα, ούτε αυτός. «Θα σου πω σε λίγο» έγνεψε με ανάλογο βλέμμα και το ύφος του είχε αρχίσει να γίνεται σκοτεινό.
Κανονικά έπρεπε να φοβηθώ. Έπρεπε να σηκωθώ να φύγω και το σκέφτηκα… αλλά, τι διάολο, έτσι θα το έβαζα στα πόδια; Εγώ δεν θυμάμαι να είχα βλάψει κανέναν  γι αυτό ούτε και φοβόμουν. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας με το σκοτεινό βλέμμα, παράγγειλε ένα ποτό ακόμα. Ουίσκι ή βότκα, δεν θυμάμαι. Ύστερα, κρατώντας το ποτήρι στο χέρι του, ήρθε στο τραπέζι μου.
-Στην υγειά σου, μου είπε τείνοντας το ποτήρι.
Αμήχανος, τσούγκρισα.
-Εσύ δεν είσαι ο Τσιβγήρας;. Ο Βασίλης Τσιβγήρας ο ζωγράφος;;
-Εσύ ποιος είσαι; Αντιρώτησα γνέφοντας ναι.
-Καραβατζίδης Αντώνιο.
-Χαίρω πολύ, ακολούθησα το σκοτεινό του ύφος. Και τι θέλεις ;
-Χρειάζεται να θέλω κάτι; Με περιέπαιξε, μισογελώντας ψεύτικα.
-Είναι σίγουρο ότι κάτι θέλεις αλλά τι;
-Λοιπόν, έκανε με απειλητικό ύφος τώρα, θέλω να ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα.
-Γιατί θα πεθάνω;
-…θα ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα με το αίμα μου, συνέχισε απτόητος. Θα έρθω στο εργαστήριο σου αύριο το βράδυ. Θα ανοίξω τις φλέβες μου, έχω καλό αίμα και με αυτό θα φτιάξεις ότι θα σου πω. Ύστερα θα σε σκοτώσω.
-Ελπίζω να μην μιλάς σοβαρά, προσπάθησα να ελαφρύνω την κατάσταση.
-Μιλάω πολύ σοβαρά. Αύριο το βράδυ θα είμαι στο εργαστήρι σου να με περιμένεις.
Κοίταξα γύρω μου ψιλοαναστατωμένος. Κόσμος αρκετός υπήρχε, δεν ήμουν μόνος, κάποιος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας είχε σηκωθεί.
-Σύμφωνοι; Με ρώτησε κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια και καθώς εγώ δεν απαντούσα, αποχώρησε με στητά, όρθια βήματα.
 Τον παρακολούθησα με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε στην γωνία. Εξαφανίστηκε. «Άλλο και τούτο..» μονολόγησα και τσιμπήθηκα λίγο να δω αν ήμουν ξύπνιος, πετάζοντας μπρος και έξω το κάτω χείλος απορημένος.
-Να σου πω… πήγα να μιλήσω στο γκαρσόνι.
-Παρακαλώ.. ρώτησε ευγενικά.
Τι να του έλεγα;
-Μου φέρνεις μια μπύρα ακόμα, ψέλλισα πραγματικά σαν να μην άκουγα ούτε εγώ την φωνή μου.
-Αμέσως, απάντησε.
Μου έφερε την μπύρα, την ήπια και ψιλοσυνήλθα. Δεν γαμιέται, σκέφτηκα. Ένας τρελός νεανίας ήταν και τίποτα παραπάνω. Σιγά μην ερχόταν αύριο στο εργαστήρι. Ποιος ξέρει πόσοι ανόητοι κυκλοφορούν και μάλιστα Καραβατζίδηδες.
-Καραβατζίδης; αναρωτήθηκα δυνατά
-Τι είπατε; Πετάχτηκε το γκαρσόν, ενώ μερικοί θαμώνες με κοίταζαν παράξενα.
-Τίποτα, ψέλλισα ωχρός. Τι σας χρωστάω, συνέχισα σύγκριος και αφού πλήρωσα κατηφόρισα την Σκουφά, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. «Ώστε Καραβατζίδης» μονολόγησα φτάνοντας έξω από το σπίτι μου στα Εξάρχεια. «Από τον Καραβάτζιο. Τον υποχθόνιο συνάδελφο της Αναγέννησης, που είχε διαπράξει και φόνο»! Ανοίγοντας την πόρτα, σκέφτηκα πως μπορεί να έλεγε αλήθεια. Άρα, έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, να προφυλαχτώ.
Η επόμενη μέρα, ήταν Παρασκευή. Μαύρη Παρασκευή. Μοιρολάτρης δεν ήμουν ούτε προκαταλήψεις έχω αλλά σκοτεινός ο νους του ανθρώπου, σκοτεινό το παρελθόν και το μέλλον. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι έπρεπε να κάνω. Να πήγαινα στην Αστυνομία; Είχα έναν φίλο, μικρομπάτσο δηλαδή στο τμήμα των Εξαρχείων αλλά τι να τους έλεγα; Μάλλον θα γελούσαν μαζί μου. Θα με έπαιρναν για ασόβαρο. Πως ζυγιάζω από την ελαφριά.
Ο Καραβατζίδης το πανέμορφο τέρας, είχε πει πως θα ερχόταν το βράδυ. Και εντάξει, σκέφτηκα, πες πως ήρθε  Θ άνοιγε τις φλέβες του κι εγώ θα ανακάτωνα την παλέτα μου με αίμα και χρώμα. Τι θα ζωγράφιζα; Κι έπειτα ένας πίνακας θέλει μέρες ,μήνες και χρόνια για να τελειώσει…αυτός πότε θα με σκότωνε; Εγώ μπορούσα να μην τελειώσω ποτέ τον πίνακα, άσε που αυτός μπορούσε να πεθάνει από αιμορραγία!
Με αυτή την σκέψη έφτασα κατά τις δώδεκα-δωδεκάμισι στο εργαστήρι. Έφτιαξα καφέ, άναψα την πίπα μου, φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς. Κάθισα μπροστά στο καβαλέτο όπου είχα μισοτελειωμένο το πορτρέτο ενός Δημάρχου. Πεθαμένος ήταν αλλά η παραγγελία είχε δοθεί από εναπομείναντες συγγενείς.. Ήταν μια καλοπληρωμένη δουλειά.
Πήρα τα σωληνάρια με τα χρώματα, τοποθέτησα τα βασικά στην παλέτα, κόκκινο, κίτρινο μπλε, δίπλα-δίπλα. Παραδίπλα, ώχρα και λευκό. Ανακάτεψα κόκκινο ώχρα λίγο κίτρινο και λευκό. Τα χρώματα της σάρκας. Αυτά ολοκληρώνουν την σάρκα. Εγώ συνήθως, πρόσθετα λίγο μπλε. Ελάχιστο. Στην ουσία πράσινο αλλά αφού υπήρχε το κίτρινο το χρώμα της σάρκας γινόταν όπως ήθελες αλλά όταν ζωγραφίζεις, το δύσκολο είναι στην αρχή, μέχρι να πιάσεις τον ρυθμό, το νόημα  γιατί ζωγραφίζεις και για ποιον, τις ελαχιστότατες αποχρώσεις. Κάθε μια πινελιά πρέπει να είναι προσεκτική. Αλλιώτικα θα διορθώνεις συνέχεια. Κι αυτό δεν μου άρεσε ποτέ, πόσο μάλλον τώρα. Ασυγκέντρωτος καθώς ήμουν ακόμα,μια τέτοια αδέξια πινελιά, μου ξέφυγε στην αριστερή παρειά του Δημάρχου. Μισοβλαστήμησα προσθέτοντας λίγο άσπρο για να δώσω τον τόνο του εξογκώματος. Τραβήχτηκα λίγο πίσω, μισόκλεισα το μάτι να δω το αποτέλεσμα. Μου φάνηκε πως το δεξιό ζυγωματικό ήταν έτοιμο να πεταχτεί έξω. «Θα το διορθώσω» ηρέμησα ανακατεύοντας πάλι τα χρώματα της σάρκας στην παλέτα μου. Έτσι, σιγά-σιγά, ίνα την ίνα διόρθωνα την φάτσα του Δημάρχου, σύμφωνα με την φωτογραφία που είχα τσιτωμένη πάνω στον καμβά. Η ώρα περνούσε κι εγώ καρφωμένος στη δουλειά και στα πινέλα μου, έπιασα τον ρυθμό που ήθελα.
Τώρα οι αποχρώσεις του φωτός πάνω στον καμβά, στο πρόσωπο του Δημάρχου, έτρεχαν ασταμάτητα. Δούλευα πυρετωδώς. Τραβιόμουν πίσω, διόρθωνα τις λεπτομέρειες, αφουγκραζόμουν την οσμή ενός πεθαμένου ανθρώπου, καταλάβαινα ποιος ήταν τι είχε κάμει, είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα πορτρέτο, όχι με αφέλεια, στα θολά, στο πρόσωπο πρέπει να διαφαίνεται το μέσα, η ψίχα, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Κάποια στιγμή, κουρασμένος τα παράτησα για λίγο.
Στο εργαστήρι φρόντιζα να υπάρχουν πάντα φρούτα. Πάνω στον πάγκο μια φρουτιέρα δέσποζε του χώρου, για τις νεκρές φύσεις, κορόιδευα τον εαυτό μου, γεμάτη από δαμάσκηνα, σταφύλια της οργής, σύκα της Ιουδαίας, μήλα του Αδάμ, πορτοκάλια, ανάλογα την εποχή. Στα μεσοδιαστήματα της δουλειάς, έπαιρνα ένα φρούτο και το έτρωγα για ν αλλάξει η γεύση από το κωλοτσιμπούκι που το έκανε φαρμάκι.
Έτσι και σήμερα.
Πήρα ένα μήλο και το μαχαίρι να το καθαρίσω, ενώ εξέταζα το πορτρέτο με μάτι μισό όπως κάνουμε εμείς οι ζωγράφοι. Απρόσεχτος καθώς ήμουν μου ξέφυγε μια μαχαιριά, κάτω από την φλούδα του μήλου κι έσκαψε βαθιά τον αριστερό δείχτη. Το αίμα μου πετάχτηκε, πιτσίλισε το πορτρέτο, το δάπεδο. Νευριασμένος ακούμπησα το μήλο και το μαχαίρι στο γραφείο. Πήρα μια χαρτοπετσέτα, την τύλιξα γύρω από τον δείχτη να σταματήσει το αίμα. Και κοίταζα μια το αίμα μια τα πινέλα. Ξαφνικά, ασυλλόγιστα, βούτηξα τα πινέλα κι άρχισα να δουλεύω τις πιτσιλιές του φρέσκου αίματος πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, μπέρδεψα την ώχρα, το κίτρινο, το λίγο μπλε με το πραγματικό κόκκινο, το κόκκινο του αίματος το κόκκινο της  φωτιάς, το κόκκινο του ήλιου όταν βασιλεύει πίσω από τα μπλε απογευματινά βουνά, δε φαινόταν τίποτε, δεν άλλαζε τίποτε, κανείς δεν θα καταλάβαινε το αίμα μου πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, πάνω στο πρόσωπο μιας εξουσίας, που βρισκόταν απέναντι σε μια άλλη εξουσία, αίμακυλούσε, αίμα έτρεχε από τον δείχτη η σχισμή ήταν βαθιά, κι εγώ με το πινέλο στο δεξί αντίχειρα και δείχτη μάζευα λίγο-λίγο το αίμα που στέρευε, σκούπιζα το ιδρωμένο μου πρόσωπο, κοίταζα τις ανταύγειες του αιμάτου και μαρμάρωνα, σκότωνα τις μικρές θελήσεις των ανθρώπων., τίποτα δεν άλλαζε ζωγραφίζοντας τον κόσμο με το αίμα, ίσα-ίσα το πρόσωπο του Δημάρχου, το πρόσωπο το δικό μου και το πρόσωπο του Καραβατζίδη, έμπλεκαν σε μια ωραία συμφωνία, ίσως Εαρινή, μπορεί και Καλοκαιρινή, πάντως πάνω στον καμβά, το αίμα δεν φαινόταν, μόνον οι Χημικοί και οι αναλυτές πινάκων μπορεί να το καταλάβαιναν αλλά αυτό θα γινόταν αργότερα. Πολύ αργότερα. Όταν εγώ θα είχα πεθάνει.
ΤΕΛΟΣ


Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΑΣΙ, ΔΕΜΕΝΟΙ.



ΨΥΧΙΚΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ
Αλκοολικοί καλλιτέχνες προβάλλονται παντού και θεωρούνται ινδάλματα. [Ε, δεν είναι παρά ψυχικά ράκη.] Οι φίλοι μου όλοι πίνουν. Γιατί να μην πίνω κι εγώ; Ο γνωστός δημοσιογράφος δεν γράφει αν δεν κατεβάσει μισό μπουκάλι ουίσκι, η διάσημη Χίλτον κυκλοφοράει με τα μπουκάλια στις μέσα τσέπες, όπου να πας τα βράδια γίνεται της τρελής από τις σαμπάνιες. Στα καφενεία, στα τσιπουράδικα, στις μπυραρίες το  αλκοόλ τρέχει ποτάμι. Τα ξέρω όλα αυτά. Όπως γνωρίζω και τι γίνεται γύρω μου. Παντού αλκοόλ, η εύκολη λύση των νέων για να ξεφύγουν από τον εαυτό τους και τον κόσμο, για να μην ασχοληθούν με τα προβλήματα. Περνάνε στους δρόμους με ένα μπουκάλι μπύρα ή ρετσίνα, αγόρια, κορίτσια ανεξέλεγκτα [ δε θυμάμαι την παλιά εποχή γυναίκες να πίνουν στο δρόμο αλλά και οι μπεκρήδες ήταν λίγοι, τους ξέραμε με το μικρό όνομα τους. Τώρα ξεχείλισε το κακό.] πίνουν, γίνονται κυνικοί, δυστυχισμένοι, χαμένοι στη σύγχυση.



ΦΤΩΧΕΙΑ
Μάλιστα έχουμε τη φτώχεια στο πετσί μας. Τουτέστιν είμαστε κακομοίρηδες και δεν λιθοβολούμε τους ανάξιους ξένους, γιατί περιμένουμε τα πάντα από δαύτους. Γι αυτό θα μείνουμε σ αυτή τη νεώτερη Ιστορία σαν χρεοκοπημένοι νταβατζήδες, μιας πόρνης που τα κάλλη της πια δεν πουλάνε. Κι ακόμα φταίνε οι τουρίστες. Και οι αριστοκράτες. Έπρεπε να είχαμε κλείσει τα σύνορα, τις πόρτες σε όλους αυτούς που βγάζουν το χρηματάκι τους σε ξένες τράπεζες. Ες αεί. Αλλά, φευ! Ιδανικοί και ανάξιοι εραστές από τον λαό μέχρι τον βασιλιά. Και το χειρότερο είναι πως ενώ γνωρίζουμε τους ζημιώνοντες μας, επιμένουμε να τους χαϊδεύουμε και να μας κυβερνούν ακόμα! Αυτό δηλαδή που το βάζεις; Είμαστε ή δεν είμαστε όλοι για το Εθνικό  ψυχιατρείο; Δε μας σώζει ούτε το Μετσόβιο, όλοι στο Καποδιστριακό μορφώθηκαν, κοιτάξτε τα πτυχία τους καρφωμένα με περηφάνια στους τοίχους, κοιτάξτε μούρες βουλευτών που κλάνονται πέρα δώθε στο κόμμα τους, μη φύγουν από τη μάντρα τα παλιοπρόβατα και τα φάει ο λύκος. Άβουλοι βουλευτές, χεσάκηδες, μονόχνοτοι βολεψάκηδες περιτρεχάμενοι, ένας κόσμος παχύσαρκος, αλλοτριωμένος, για ποιο λόγο να μην τυχαίνει της απαξίας ξένων τε και δικών που έχουν ολίγας τας φρένας;


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

γαμώτο





Αντιδιαισθητική συμμετρία.

Από τη στιγμή που δεχόμαστε τον όρο μη αναστρέψιμο, παραδεχόμαστε το απόλυτο. Πράγμα που δεν υπάρχει σύμφωνα με τα πάντα ρει που δεν έχει αμφισβητήσει κανένας μεγάλος ή μικρός φιλόσοφος. Παρεμβάλλεται μεταξύ μας ο άχρονος χρόνος!
Την αντιδιαισθητική συμμετρία την αναφέρω μόνο και μόνο σαν ένδειξη του ανόητου λόγου, του μη εξηγήσιμου-όποιος καταφέρει να μου εξηγήσει τι είναι ο όρος αυτός θα τον παραδεχτώ ως ανώτερο ον.
Σκοτεινό ποτάμι μέσα στο οποίο ταξιδεύει το σύμπαν είναι ο χρόνος σύμφωνα με το Πλάτωνα. Σύμφωνα με μένα ο χρόνος δεν είναι ποτάμι. Δεν είναι σκοτεινός. Ο χρόνος είναι το ένα, το δυο και το τρία. Είναι απόλυτα μετρήσιμο υλικό, μέχρι το δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου. Αλλά εγώ απέχω από τον Πλάτωνα αιώνες.
Τι θέλω να πω σήμερα; Ξεκίνησα με το γαμώτο κι έφτασα άμεσα στον Ηρόδοτο: "Ούτε γαρ άρχειν, ούτε άρχεσθαι εθέλω!" Έτσι είπε ο πατήρ της Ιστορίας πριν χιλιάδας χρόνων, ο έστι μεθερμηνευόμενο, πως δε θέλω κανέναν στο κεφάλι μου αλλά ούτε κι εγώ να είμαι στο κεφάλι κάποιου. Ωραίος ο Ηρόδοτος.
Αλλά ημείς έχομεν στο κεφάλι μας Βανδάλους βάρβαρους και παρ όλα αυτά δε θα πεθάνουμε. " Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνώτζιαιρη του κόσμου, η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψη!" είπε ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης εκ Κύπρου και δεν τον ξέρει ουδείς ενώ έπρεπε τα αγάλματα του να κοσμούν όλη την χώραν.
Μεταξύ ημών και υμών αυτό το συνώτζιαιρη δεν γνωρίζω τι εστί. Αλλού το εύρηκα συνόκαιρη, που μάλλον είναι το σωστότερο. Από τα συμφραζόμενα πείθομαι για την ανωτερότητα της εκλεκτής μας ράτσας.
Τι θέλω να πω σήμερα; δεν εξάγομεν συμπεράσματα δια την πρώτην! αριστερή κυβέρνηση της χώρας. Εγώ δεν νομίζω πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερή κυβέρνηση. Κατ όνομα λέω ότι θέλω, αφού και ουδείς στην πραγματικότητα θέλει αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα που δεν πεθαίνει.
Και γιατί να θέλει άραγε; Η Αριστερά αυτού του είδους τελείωσε με την πτώση της άλλοτε ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ συνεχίζει ανηλεώς να έχει το όπλο παραπόδας. [Εσαεί αυτοί που άρχουν του ΚΚΕ-πάλαι αυτό το άρχω!- οι ψεύτικοι εντολοδόχοι της Αριστεράς στην Ελλάδα οι εσαεί αριβίστες που καρπούνται της δόξης και της βουλευτικής συντάξεως.]
Τι θέλω να πω σήμερα; Ανακαλύπτω έκδηλα πως επλανήθημεν πλάνην μεγάλην ξανά. Αυ, έλεγον οι συνομήλικοι του Ηροδότου, λανθάνομεν και ως εκ τούτου, τα ωά στα οποία καθόμαστε δε θα αυγατίσουν.  Ο ενθουσιασμός, ολίγον κατ ολίγον, πίπτει.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

ΔΙΧΩΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ







Αν  η ζωή τελικά είναι δυο-τρία πραγματάκια που δεν τα απολαμβάνεις, αξίζει να ζεις; Και ποια είναι αυτά; Πρώτον ας πούμε ο έρωτας που δεν τον βρήκες ποτέ όπως ήθελες και κουράστηκες να τον ψάχνεις. Ύστερα οι απολαύσεις που είναι πλέον άπιαστες και δεν τις πιάνεις. Τρίτον που η αγάπη έγινε σκουπίδι στα χείλη όλων. Ύστερα η προσφορά και η αλληλεγγύη στο ανθρώπινο γένος που είναι εκμεταλεύσιμη. Ακόμη η καριέρα και τα ιδανικά, η ελευθερία, έννοιες εντελώς αφηρημένες, όταν δεν τις εξουσιάζεις. Χωρίς λοιπόν αυτά τα πέντε πραγματάκια αξίζει να ζει κανείς; και τι είναι το κέρδος από μια άρρωστη ζωή; πόση Ιώβεια υπομονή να κάνει κάποιος ζώντας μόνο μέσα στην απελπισία, τη φτώχεια τη μιζέρια, την ατσαλοσύνη; Όλη αυτή η ζοφερή πραγματικότητα αντικατοπτρίζει τη ζωή του 90 % των ανθρώπων κι ας φέρετε σεις χιλιάδες αντιρρήσεις.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΠΑΦΛΑΣΜΟς



ΑΡΓΌ, ΓΑΛΆΖΙΟ.



Έπεσε πρώτα μια σταγόνα. Μια σταγόνα στη θάλασσα. Άνοιξε τον κύκλο της, μικρό στην αρχή, μεγάλωνε σύντομα έσβηνε όπως ακριβώς σβήνει ένας κύκλος της ζωής. Όπως τελειώνει ένα Καλοκαίρι κι έρχεται το Φθινόπωρο, η πιο γλυκιά εποχή του χρόνου.
Αυτή τη μοναχική σταγόνα πάνω στο βαθυγάλαζο, στο σκούρο χρώμα μιας θάλασσας σχεδόν παραπονεμένης, την παρατηρούσα καθισμένος στα βράχια της χθεσινής παραλίας. Είχε αρχίσει, σχεδόν το σούρουπο και οι μοβ ανταύγειες στο βάθος της Δύσης γλύκαιναν την όψη ενός κόσμου που ήθελε να ζήσει έτσι αλλά δεν τον άφηναν. Ν΄απολαύσει τις μικρές στιγμές της σταγόνας, τον παφλασμό, το ανασήκωμα του νερού, πλίτς! το συντρόφευμα μιας κόρης στην αγάπη, ενός παιδιού στην άκρη να παίζει με το τόπι, να μια ζωή ευτυχισμένη για όσους ήξεραν να την απολαύσουν για όσους γνώριζαν πως η σταγόνα διαρκεί όσο μια ζωή.
Η βροχή έπεσε απαλά, πράγμα παράξενο γι αρχές Φθινοπώρου, ένα πολύ μακρινό μπουμπουνητό, υποχθόνιο, μου υπενθύμισε τις σκληρές και καλά κρυμμένες υποσχέσεις της φύσης για τιμωρίες. Οι αστραπές τύφλωναν τον ορίζοντα με ένα φως που έλεγες δε θα έρθει ποτέ εδώ.
Όταν άρχισε η βροχή έλυσα τα μαλλιά μου να βραχούν καλύτερα. Οι σταγόνες που έγιναν πολλές τώρα, κύλισαν στο πρόσωπο μου, στο κορμί μου καθώς ήμουν γυμνός, ολόγυμνος στην άδεια πλέον παραλία. Δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος, μόνο το πυκνό σκοτάδι και η βροχή μου έλεγαν πως υπάρχω. Αυτή η απείθαρχη μοναξιά και η γνώση πως ένα αντρικό κορμί περπατούσε μόνο του στη βρεγμένη άμμο, μου έδινε τη χαρά πως έκανα κάτι σπουδαίο. Κάτι που δεν μπορούν ή δε θέλουν να κάμουν οι άλλοι.
Οι σταγόνες δυνάμωσαν αρκετά, πάνω στην επιφάνεια του μαύρου της θάλασσας πιτσιλούσαν σαν μικροί καλικάντζαροι, όμοια με μικρούς ήρωες των κόμικς όταν βούτηξα στο νερό της βροχής και της θάλασσας.
Θα έφευγα πολύ μακριά μαζί τους.
* Κείμενο που έγραψα, μικρός, ίσως 16-17 προσπαθώντας να "κάνω" Λογοτεχνία.


Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΡΟΙΔΟ



ΠΟΙΟς ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
-Ρε συ, κάτσε να κουβεντιάσουμε λίγο σοβαρά..
-Άιντε λέγε.
-Πιστεύεις πως αυτός ο Τραμπ κυβερνάει τον κόσμο;
-Την αλήθεια;
-Ε, ναι ρε μάπα! Την αλήθεια.
-Όχι.
-Και τότε τι γίνεται;
-Τίποτα ρε φίλε. Η Αμερική δε χρειάζεται πρόεδρο. Ο Τραμπ είναι κάτι σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είναι εκεί για να λέει αυτά που του υποδείχνουν οι πολυεθνικές. Μην είσαι κορόιδο!
-Γιατί με υποτιμάς ρε!
-Γιατί είσαι κορόιδο, γι αυτό. Εδώ ο κόσμος χάνεται εσύ δεν έχεις να φας, κι αυτός ο Μερντοκ χώρισε με κάποια Κινέζα.
-Τι λες μωρέ! Ποιος είναι ο Μέρντοκ;
-Αφού είσαι αδιάβαστος ρε νούμερο. Δεν ξέρεις τον Μέρντοκ και μου κάνεις τον έξυπνο. Ογδόντα φεύγα μεγιστάνας του τύπου και η Κινέζα Γουέντι σαραντάχρονη περίπου, χώρισαν.
-Ε και τι με νοιάζει εμένα;
-Καλά. Εσένα δε σε νοιάζει τίποτε, κάνει μουτρωμένος. Ε, γιατί θέλεις να κουβεντιάσουμε;
-Τον Αλέξανδρο Ρήγα τον ξέρεις;
-Τι με ρωτάς; Πρέπει να τον ξέρω κι αυτόν;
-Όχι, είχε μια συνέντευξη και είπε πως η επανάσταση θα έρθει μόνο μετά την απόλυτη εξαθλίωση.
-Άρα δεν είναι τώρα; με αγωνία.
-Όχι, δεν είναι τώρα. Προς το παρόν φαίνεται πως κερδίζει αυτός ο χοντροκέφαλος, ο Μητσοτάκης..
-Τι λες ρε μούργο; [του χώνω μια μπουνιά, διπλώνεται χάμω.] Θα ζήσουμε πάλι με τους  αποστάτες;
-Τι βαράς ρε; Επειδή σου είπα την αλήθεια, [σηκώνεται, κλαίει, τον λυπάμαι.]
-Εγώ πάντως είμαι με την ΕΡΤ ...[τον εξετάζω περίεργα]
-Ρε δεν πρόκειται να βάλεις μυαλό, του λέω. Ποια ΕΡΤ; Προχτές δε μου λεγες πως εκεί γίνεται της πουτάνας; πως πέφτει μεγάλη ρεμούλα, πως διασπαθίζεται το χρήμα του Ελληνικού λαού; Τώρα τι μου το αλλάζεις;
-Ναι, αλλά δυόμισι χιλιάδες άνεργοι..
-Ποιοι άνεργοι βρε μαλάκα; Δε θα πάρουν την αποζημίωση τους; Δε θα τους ξαναπάρουν στις δουλειές τους; Ποιον θα πάρουν εμένα; Αυτοί που έκαναν την κατάληψη του μεγάρου είναι τα λίγα κορόιδα, τους υπόλοιπους καρφί δεν τους καίγεται. Έχουν κάνει τη μπάζα τους. Ξέρεις κανέναν δημοσιογράφο χαζό;
-Όχι αλλά..
-Τι αλλά βρε νούμερο; Ξέρεις ότι ο Μαυροκεφαλίδης παίρνει πεντακόσιες χιλιάδες ευρό το χρόνο και δεν του φτάνουν;
-Τι λες μωρέ; Ποιος είναι πάλι αυτός; Μου επιτίθεται. Εγώ δεν θα πάρω μια ολόκληρη ζωή τόσα λεφτά ....
-Μπασκετμπολίστας, του λέω ήρεμα.
-Θα πάω να γίνω κι εγώ, μου απαντάει κλαίγοντας. Και φεύγει.
Μ αφήνει μόνο μου να σκέφτομαι γιατί υπάρχω σε έναν κόσμο τόσο όμορφο. Μ αφήνει μόνο μου να σκέφτομαι γιατί υπήρξα τόσο μεγάλο κορόιδο. Και το χειρότερο; να μην μπορώ ν αλλάξω τίποτε μόνος μου. Χρειάζομαι κι εσάς μαζί μου αλλά εσείς αλλού βόσκετε και άρα αφού είμαι μειονότητα έχω άδικο.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΚΟΙΤΑΣ;




Όταν έφτασα στο ποτάμι, περπάτησα δίπλα στην καινούργια γέφυρα που είχε μισογκρεμιστεί, πάλι. Έτσι δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι. Πλησίασα κάποιον εργάτη και τον ρώτησα από πού θα διάβαινα, και, αφού γέλασε, μου είπε πως σε αυτό το σημείο μόνο κολυμπώντας θα περνούσα. «Αλλά τα νερά είναι ορμητικά,» του είπα, «δεν ξέρω κολύμπι… «Τι να σου κάνω; πήγαινε παραπάνω στον πόρο» είπε βαριεστημένα και γύρισε στη δουλειά του.
Βάδισα πλάι στην όχθη μέχρι πέρα την παλιά γέφυρα κι ανέβηκα πάνω της. Πήγα μέχρι τη μέση, στο ύψος που είχε κοπεί, στάθηκα κοιτάζοντας το απέναντι κομμάτι. Σκέφτηκα να πηδήξω, μέτρησα τις δυνάμεις μου. Πήρα φόρα να κάμω μια δοκιμή, κώλωσα, παρά λίγο να τσακιστώ στο κενό- την τελευταία στιγμή κρατήθηκα πισωγυρίζοντας. Φοβισμένος, κάθισα και κοίταζα το βάθος του νερού. «Πω, πω! Τι πήγα να πάθω!» σκέφτηκα. Παρατήρησα πόσο μεγάλο πήδημα έπρεπε να κάνω και ομολόγησα αφού ησύχασα κάπως, πως φτηνά την γλίτωσα και πως ήταν αδύνατο να γίνει αυτό. Κανένας άνθρωπος δε θα το κατάφερνε, ακόμα και ο καλύτερος άλτης του κόσμου. Να, λοιπόν γιατί οι άνθρωποι έφτιαχναν γέφυρες. Τις έφτιαχναν για να ενώσουν τις τύχες τους, να ανταμώνουν για αγάπη ή για πόλεμο. Για πόλεμο, το πιθανότερο- εγώ, γιατί πήγαινα; Γιατί ήθελα να περάσω αυτό το ποτάμι; Τι ήταν απέναντι; Μήπως θα ήταν καλύτερα;
Προσπάθησα να ερευνήσω με το μάτι, όσο μπορούσα τον τόπο και είδα τα ίδια πράγματα που ήταν κι από εδώ. Ε, τότε καλύτερα να μείνω! Αναπόδιασα. Τι δουλειά είχα απέναντι αφού κι εκεί δε θα άλλαζε τίποτε; Αλά αμέσως μετάνιωσα. Έπρεπε να πάω γιατί με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κάπου, λίγο πιο πάνω από την παλιά γέφυρα, είναι το αγρόκτημα, που έμενε, μου είχε πει και έβγαλα ένα παλιό, τριμμένο χαρτί που μου είχε κάνει το σχεδιάγραμμα για να μελετήσω τον τόπο.. Δεν κατάλαβα και πολλά, συμπέρασμα δεν έβγαινε, μπερδεμένο ήταν κι αυτό, όπως το κεφάλι του Ντάφλου αλλά θα το έβρισκα. Αρκεί να είχα μια γέφυρα. Να έστηνα εγώ μια γέφυρα με χορτόσκοινα και κρεμασμένος να διάβαινα αντίπερα. Φαντάστηκα κιόλας τον εαυτό μου κρεμασμένο στο κενό, πάνω από το νερό, πάνω από τον κόσμο και τα χέρια μου λύγισαν. Δε θα μπορούσα να κρατηθώ άλλο, θα έπεφτα με παφλασμό στα κύματα και δεν θα ξανάβγαινα.
Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάμω, έπρεπε να βρω άλλον τρόπο- κοίτα πόσο άξιζε μια γέφυρα! Όλος ο κόσμος γεμάτος τέτοιες ήταν και εδώ που χρειαζόταν μια, δεν υπήρχε.» Δε βαριέσαι, θα πάω παραπάνω, στον πόρο, Έτσι δεν είπε εκείνος ο εργάτης; Θα πάω»
Πήρα την άκρη-άκρη κι αυτό μου θύμισε ένα τραγουδάκι, ένα παλιό μοιρολόι κι άρχισα να το τραγουδάω. «Την άκρη- άκρη πήγαινα, τη άκρη το ποτάμι. Βρίσκω του Νάσου τα μαλλιά, του Νάσου τις πλεξούδες, μαλλιά που είν το κεφάλι σας» και τα λοιπά. Όλο το ίδιο έλεγα, δεν το θυμόμουν παρακάτω αλλά πρέπει να έλεγε κάτι σαν μαλλιά που είναι το κεφάλι σας, κορμί που η κεφαλή σας. Κάτι τέτοιο θα έλεγε και θυμόμουν που το τραγουδούσε η μάνα μου αλλά δεν έσκασα και πολύ. Τα τραγούδια που αγαπούσα τα είχα ξεχάσει προ πολλού και τα καινούργια, ήταν δύσκολο να τα μάθεις αν δεν τα αγαπούσες.
Το μονοπάτι ανέβαινε φιδίσιο, χωματερό, ανάμεσα από πλατάνια και ιτιές. Η φωνή μου αντιβούιζε ανάμεσα από πολλούς ήχους. Όπως το κελάιδισμα των πουλιών, το κελάρυσμα του νερού, το θρόισμα των φύλλων. Μέχρι να φτάσω στο διάσελο, τραγουδούσα. Εκεί σταμάτησα. Έτρεξα όλο το ίσιωμα με δύναμη να φτάσω στην όχθη του ποταμού και να κοιτάξω με λαχτάρα το ύψος του νερού. Πράγματι ήταν ρηχό, μέχρι το γόνατο θα έφτανε και αυτό ήταν σε λίγα σημεία. Στα περισσότερα μέχρι το κότσι.
Ευχαριστημένος κάθισα στην όχθη, έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μάζεψα το παντελόνι μέχρι τα γόνατα και με τα παπούτσια στο χέρι-αυτό είναι που λένε μας έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι- μπήκα στο νερό. Κάποια χαραμάδα χαράς που δεν ξέρω από πού ερχόταν, διάβηκε μέσα μου. «Ίσως αυτό να είναι το ποτάμι που έλεγε ο πατέρας μου» είπα και στάθηκα λίγο πριν από τη μέση να κοιτάζω στο βάθος, στη στροφή, ώσπου έφτανε το μάτι. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Εκείνος έλεγε πως είναι ευθεία, χωρίς ιτιές και πλατάνια στις όχθες του, μόνο σκόνη και γυαλιστερές πέτρες. Όχι δεν ήταν αυτό και ίσως να μην υπήρχε τελικά εκείνο το ποτάμι του πατέρα μου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και ξαναπροχωρώντας εκεί που βάθαινε, λίγο πάνω από το γόνατο, δεν πρόσεξα. Γλίστρησα κι έπεσα. Βούλιαξα, μου έφυγαν τα παπούτσια με τις κάλτσες από τα χέρια, πάει, τα πήρε το ρέμα. Χωρίς να σκεφτώ όρμησα, αφού ανασηκώθηκα να τα πιάσω προτού φτάσουν στο βαθύ. Δεν το κατόρθωσα αν και το χέρι μου τα πλησίασε στον πόντο. Μέχρι να το αντιληφθώ, είδα με τρόμο πως είχα μπει για τα καλά στο βαθύ. Κολυμπούσα ενώ με παρέσερνε το ορμητικό ρεύμα, τα παπούτσια είχαν χαθεί από τα μάτια μου αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι αυτά; Εδώ κινδύνευε η ζωή μου, η ζωή ολάκερη αυτό μου έλειπε να σκέφτομαι τα παπούτσια! Με άρπαξε μια δίνη, μια σοίρα με κατέβασε στο βάθος, πάει, τέλειωσα, σκέφτηκα. Ήταν γραφτό να πεθάνω, να πνιγώ. Αυτή ήταν η μοίρα μου για μένα που δεν πίστευα τέτοια πράγματα αλλά με ξανάβγαλε λίγο παρακάτω στην επιφάνεια αφού όμως είχα πιει κάμποσο νερό. Γιατί να μη γίνει έτσι; Πρόλαβα να σκεφτώ. Το υπαρξιακό μου πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο, άρα καλύτερα να μην κάνω καμιά προσπάθεια να σωθώ. Θα ήταν κι αυτό κάτι σαν μια ιδανική αυτοχειρία γιατί τώρα το έβλεπα πως μπορούσα να σωθώ καθώς είχα γαντζωθεί σε έναν κορμό δέντρου και πήγαινα ιλιγγιωδώς όμως ανάλογα με τις κινήσεις του νερού. Όχι, θα τον άφηνα. Θα τον άφηνα τον κορμό, καλύτερα να πνιγώ, καλύτερα να πεθάνω και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα είχα μια δικαιολογία πως δεν αυτοκτόνησα αλλά με πήρε το ποτάμι. Έτσι όλοι θα έλεγαν την άλλη μέρα και θα πρόσθεταν πως κρίμα το παλληκάρι, κρίμα στον άνθρωπο που πνίγηκε, νέος ήταν ακόμα στα σαράντα πέντε του. Θα έκλαιγαν και λίγοι, αν με βρίσκανε, αν έβρισκαν το κουφάρι μου στη θάλασσα όπου σίγουρα θα με ξερνούσε το ποτάμι. «Δεν έχει νόημα να ζεις έτσι!» βούιξε πάλι στο κεφάλι μου πιο ορμητική από το νερό η σκέψη μου. «Εκτός κι αν θέλεις ν αλλάξεις αλά δεν έχεις τα κότσια να το παραδεχτείς. Ο θάνατος είναι η ιδανικότερη λύση αλλά τώρα εσύ τρέμεις. Παλιά έλεγες καλύτερα ένα πιστόλι στον κρόταφο, ναι, αυτό φαινόταν πιο ανώδυνο αλλά τώρα εδώ μέσα γιατί να πνιγείς;»
 Πως είναι όταν πνίγεται κανείς; Εκείνη τη στιγμή του κρακ ήθελα να καταλάβω που δίνεις μια και φεύγεις μαζί με τον άνεμο, μαζί με το νερό, τις χαρές που ήθελες και δε θα τις ξανάβρισκες ποτέ τώρα πια, όπως τον κορμό του δέντρου που ήταν η σωτηρία μου κι εγώ το είχα παρατήσει στη δική του μοίρα.
Με ξαναπήραν οι δίνες, με έχωσαν κατάβαθα, πιάστηκε το πόδι μου σε ένα ριζάρι πλατάνου, εκεί θα έμενα. Να, το τέλος ερχόταν, ένας πόνος στο στήθος, στο κλειστό στόμα που σε λίγο θα ορμούσε μέσα του ο ποταμός. Θα γέμιζε το στόμα μου, στο λαιμό θα κατηφόριζε σα χείμαρρος που φτάνει σε καταρράκτη, νερό, ακατάσχετο νερό. Νερό… νερό… νερό… μα ναι… να, η μνήμη τεράστια, το πόδι μου ξεφεύγει από το ριζάρι μια δύναμη άλλη με ξαναβγάζει στην επιφάνεια, ανάσκελα, ημιθανάτιο στην αντίπερα όχθη. Κάπου ήθελα να πιαστώ, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, δεν είναι κάποιος εδώ; Να μου δώσει ένα χέρι θεέ μου, εγώ που δεν πίστευα σε θεούς, να σωθώ, να γλιτώσω. Ένα χέρι να με τραβήξει στη στεριά σε ένα ποτάμι ξερό, χωρίς νερό, μόνο χαλίκια και γυαλιστερή σκόνη!
Και τότε το ένιωσα.
Κάποιος με έπιασε από τον ώμο, από την πλάτη, από τα μαλλιά. Με έσυρε να με σώσει, άκουγα τις φωνές του, την αγωνία του έτσι που με είχε ξαπλώσει μπρούμυτα κι εκείνος από πάνω μου με το κεφάλι του να έχει γεμίσει αίματα, τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες- και χάθηκα. Έσβησα μ αυτή την τελευταία σκέψη. Ένας γλυκός ύπνος με πήρε σε μια απέραντη κοιλάδα. Φωτεινή.
Μια ευτυχισμένη πολιτεία, καταπράσινη, λουλουδιασμένη φάνηκε σε έναν παράξενο τόπο, μυστηριακό με ένα σπίτι στην μια άκρη της περιποιημένο με κηπάρι, φυτεμένο από μια γυναίκα που έσκυβε και μάζευε λαχανικά, ενώ εγώ στεκόμουν στην εξώθυρα με ένα παιδί στα χέρια να χαμογελάμε στον ήλιο.
Αλλά κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ίδιος ήλιος χαμογελούσε. Η γλύκα από το παράξενο όνειρο στο παράξενο σπίτι και τη γιαγιά απέναντι να παρακολουθεί τους σταλακτίτες, εμένα που κρυβόμουν αργότερα γυμνός στην αγκαλιά μιας επίσης γυμνής κοπέλας και κάποιοι ήθελαν να μας βάλουν φωτιά. Φωτιά σαν αυτή που όταν είχα κλειστά τα μάτια με έριχνε ο ήλιος μέσα σε ένα πορτοκαλί απέραντο, ώσπου άκουσα τη φωνή κάποιου, σαν γνώριμου από παλιά. «Ξύπνησες; Ξύπνα!» μου έλεγε. «Ξύπνα, δεν κάνει να κοιμάσαι, εγώ σε γλίτωσα, σε γλίτωσα είσαι φίλος μου, εγώ σε γλίτωσα δε με θυμάσαι;»
Μου ήρθε να γελάσω ή να κλάψω με τον τρόπο που μιλούσε η τσιριχτή φωνή αλλά νόμιζα πως κάποιος με κορόιδευε κι όταν, επί τέλους άνοιξα κάποτε τα μάτια μου, ξέφυγα από το πορτοκαλί που με τύφλωνε και είδα τον Φοράδα σκυμμένο επάνω μου χλομό και κίτρινο από το φόβο του.
Μόλις είδε που ανασηκώθηκα και συναντήθηκαν τα μάτια μας, τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, πήδηξε επάνω φωνάζοντας:
-Ζει! Εγώ τον έσωσα… ζει!
Πήγα κοντά του, τον αγκάλιασα κι αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του.
-Γιατί με έσωσες; Τον ρώτησα σοβαρά μισοκλείνοντας τα μάτια. Ποιος σου είπε ότι ήθελα να γλιτώσω;


ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...