Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ





ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙς ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ...
 Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού  όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση. 
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά  σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.
 Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς. 
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση. 
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ. 
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε
  ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.
Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι
Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.
Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:
"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*
Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε
  μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.
Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με
  δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.
Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα, έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*
Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.
 * Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.
 **Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.
ΤΕΛΟς



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΕ ΧΑΛΑΣ ΧΑΤΙΡΙ



Τις περισσότερες φορές,τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Απο παλιά ακόμη, αυτό το Σαββατοκύριακο, το είχα κανονίσει με την Βάσω την γυναίκα μου, να πάμε εκδρομή στο Πήλιο, αν δεν πάμε τώρα, δεν θα πάμε ποτέ, μου είπε κλαίγοντας κι εγώ που την αγαπούσα πολύ, αφού ήταν η γυναίκα μου, της το είχα υποσχεθεί αλλά εκείνη η δουλειά στο σπίτι της κυρίας Αποστολίδου, έπρεπε να γίνει, τα τελειώσει, τώρα που αυτή θα έλλειπε, έτσι μου είχε πει, Θανάση κοίταξε να τελειώσεις με τα υδραυλικά, οι βρύσες τρέχουν, το μπάνιο  πλημμυρίζει, το καζανάκι τρίζει, θέλω όταν γυρίσω να είναι όλα εντάξει, αλλιώς χρήματα θα πάρεις του Αι-Κούκου κι εγώ που το είχα μεγάλη ανάγκη αυτόν τον καιρό το ευέλικτο χρήμα της, αναγκάστηκα να πω στην Βάσω πως έπρεπε να αναβάλουμε την εκδρομή, το άλλο Σαββατοκύριακο της ορκιζόμουνα πως θα πηγαίναμε οπωσδήποτε, αλλά αυτή με φίλησε κλαίγοντας, όλο έκλαιγε η γυναίκα μου, τι να κανα, εγώ δεν ήθελα να κλαίει γι αυτό με πήραν και μένα κάτι δάκρυα συμπαράστασης αλλά η Βάσω παραξενεύτηκε, με ρώτησε γιατί κλαις εσύ κι εγώ απόρεσα, δεν ήξερα τι να της απαντήσω κι έτσι πήγα στο εργαστήριο απο δίπλα, να ετοιμάσω τα εργαλεία μου τανάλιες, κάβουρες, κατσαβίδια, αυτά με ζούσαν τόσα χρόνια που ήμουν υδραυλικός, καλός μάστορας έλεγαν όλοι, καλός ήμουν έλεγα κι εγώ αλλά μου άρεσε πολύ και η ιστορία, διάβαζα μετα μανίας χρόνια τώρα, και ξέχασα να σας πω πως η Βάσω είναι καθηγήτρια ιστορίας, οπότε πολύ συχνά είχαμε διαφωνίες πάνω σε διάφορα και καθώς σκεφτόμουν την χτεσινοβραδυνή διαφωνία μας για το αν οι Νεάντερταλ είχαν έρθει σε επιμειξία με τους χόμο σαπιενς, αποφάσισα να πάω να δουλέψω νυχτιάτικα την Παρασκευή, μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου και καπάκι να φεύγαμε για το Πήλιο, πράγμα που μόλις το είπα στην Βάσω, ρίχτηκε στην αγκαλιά μου ευτυχισμένη, στις γυναίκες δεν είναι να χαλάς χατήρι, αλλά της υπενθύμισα πως έπρεπε να παραδεχτεί την άποψη μου σχετικά με τους χόμο κι εκείνη χαμογέλασε, συγκαταβατικά.
Το σπίτι της κυρίας Αποστολίδου είναι λίγο πιο πάνω απ την πλατεία Κυψέλης. Παλιά αρχόντισσα, ξεπεσμένη τώρα, ήθελε τα πάντα να γίνονται στην ώρα τους, φορούσε ακόμα φουρώ και βέλο κι ευτυχώς αυτή την φορά δεν θα την είχα στο κεφάλι μου, μου είχε δώσει τα κλειδιά φεύγοντας λέγοντας να τελειώσεις οπωσδήποτε κι έτσι, παρκάρησα νυχτιάτικα, έξω απο το σπίτι της, πήρα τα εργαλεία κι ανέβηκα στο διώροφο, να αποκαταστήσω όλες τις βλάβες, δουλεύοντας πυτετωδώς μέχρι τις δώδεκα το πρωί του Σαββάτου, οπότε, αποκαμωμένος αλλά ευχαριστημένος, σκέφτηκα να πάω να πάρω κανένα σάντουιτς, με καμιά πορτοκαλάδα γιατί με είχε θερίσει η πείνα, πράγμα που έκανα αμέσως βγαίνοντας προς την πλατεία, είδα τον καφενέ και σκέφτηκα πως σίγουρα κάτι θα είχε, τι σοι καφενές θα ήταν και μου φιαξε ένα μεγάλο σάντουιτς, μου δωσε και μια μπύρα, μπύρα να πάρεις μου είπε με την πορτοκαλάδα δεν ξεδιψάς, θα κιτρινίσεις, κι εγώ που δεν ήθελα να κιτρινίσω, πήρα τη μπύρα , βγήκα στην πλατεία κι όπως προχωροιύσα προς την πλατεία, αναλογιζόμενος τι ωραία θα ήταν στο Πήλιο, δεν είχα ξαναπάει κι είχα ακούσει τόσα για την ομορφιά του, μου μπήκε μια σφήνα στο μυαλό πως είχα ξεχάσει όλες τις βρύσες ανοιχτές στο σπίτι της κυρίας Αποστολίδου αλλά αμέσως την έδιωξα, κάθισα στο παγκάκι κι απολάμβανα το φαγητό με την μπύρα, εγω ενας ευτυχισμένος υδραυλικός, όταν στο απέναντι παγκάκι, κάθισε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ο άντρας μου φάνηκε γνωστός, ναι, ναι, ήτανο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο ηθοποιός που τον εκτιμούσα πολύ και θέλησα λοιπόν να του μιλήσω, όμως ξαναήρθε στο νού πάλι εκείνη η σφήνα, πως είχαν σπάσει όλοι οι σωλήνες στο σπίτι της Αποστολίδου, γειά σου ρε μεγάλε πέταξα περνώντας δίπλα απο τον Κωνσταντίνου, γεια σου είπε κι αυτός και τον θυμήθηκα τότε που έπαιζε στο η δε γυνή να φοβείται τον άντρα, μα τώρα μεγάλωσα συνέχισε ευγενικά, αφαιρετικά, σκέφτηκα να τον ρωτήσω ποια ήταν η γνώμη του για την επιμειξία Νεάντερταλ με τους χόμο σάπιενς αλλά μετάνιωσα επειδή πολύ νερό έτρεχε στο κεφάλι μου, τώρα και πήρα δρόμο, που πας μου φώναξε ο Κωνσταντίνου, θα σου πω για την επιμειξία, άρα τον είχα ρωτήσει, μα έπρεπε να φύγω και περνώντας σαν σίφουνας πλαι τους, έτρεχα με την ψυχή στο στόμα να φτάσω στο σπίτι της Αποστολίδου, με το μυαλό μου να σκέφτεται πως τα πάντα θα είχαν καταστραφεί τώρα εκεί μέσα και ειδικά τα περίφημα περσικά χαλιά, τα πανάκριβα, που είχε ψωνίσει πριν απο παμπάλαια χρόνια στην Βαγδάτη και, φτάνοντας στην εξώπορτα, μπήκα φουριάζος έφτασα στην μέσα πόρτα ενώ το νερό έτρεχε απο παντού, εγω, μούσκεμα στο ιδρώτα, προσπάθησα ν ανοίξω την πόρτα αλλά δεν άνοιγε κι αμέσως θυμήθηκα το πορτάκι στην σοφίτα κι όρμησα στην εξωτερική σκάλα την στριφογυριστή κι είδα στα τζάμια η στάθμη του νερού ξεπερνούσε το ένα μέτρο, τρόμαξα ανέβηκα στην ταράτσα, έφτασα στην σοφίτα που επικοινωνούσε με τον όροφο απο μια καταπακτή, τοίχινη που μόλις την είδα ανοιχτή καταχάρηκα κι ανάμεσα σ αυτό το πρόσωπο της Βάσως, της γυναίκας μου που περίμενε με τις βαλίτσες στο χέρι, κι εγώ που κατέβηκα στο σκοτεινό δωματιάκι, άναψα τον φακό μου έψαξα για την είσοδο στον όροφο αλλά δυστυχώς ήταν κλειδωμένη, αυτή που την αφήνω πάντα ανοιχτή, δεν υπάρχει πρόβλημα του είχε πει η Αποστολίδουκι έβρισα την αναθεματισμένη τύχη μου, οπότε σκέφτηκα να βγω,τί έκανα εκεί μέσα και πήγα προς την καταπακτή, αλλά διαπίστωσα οικτρά πως δεν με χωρούσε να βγώ, πως έγινε αυτό, νευρίασα, αφού πριν απο λίγο είχα μπει και καθώς σγαρίστηκα στον σκληρό σοβά, μάτωσα και κατάλαβα πως οριστικά θα έμενα για πάντα εκεί.
ΤΕΛΟς




Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ



Πέταξα το κουκούτσι απ το παράθυρο στο δρόμο. Κύλησε κάμποσο καθώς το παρατηρούσα, ώσπου σταμάτησε. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσει. Ήθελα να πάει λίγο παρακάτω ή να κινείται συνέχεια, έτσι θα μου έδινε την εντύπωση πως κάτι γίνεται, πως κάτι υπάρχει  αυτό το ήσυχο πρωινό που όλα έμοιαζαν όμορφα και ευτυχισμένα. Ύστερα κοίταξα τη ζωή μου για λίγο. Για λίγο σκέφτηκα κάτι παράξενα πράγματα που έχω κάνει, μικρά ή μεγάλα. Τι ωραία θα ήταν να έπαιρνα τους δρόμους! Και γιατί όχι;. Κατέβηκα από το μπαλκόνι μου πιασμένος από τα φυτά του κήπου, ω ήταν εύκολο, άρα και οι κλέφτες μπορούν ν ανέβουν αλλά δε με ένοιαξε, ξανασκέφτηκα, ας υπάρχουν κι αυτοί, είπα κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο και έναν ήλιο που μόλις γεννιόταν και ήθελε να μου τυφλώσει τα μάτια. Βγήκα στο δρόμο, περπάτησα λίγο με τα χέρια στη μέση, είναι δύσκολο να περπατάς έτσι, δηλαδή χωρίς να κουνάς τα χέρια σου κανονικά-αριστερό χέρι, δεξί πόδι και όχι όπως είχα δει μερικούς παλιά, δεξί-χέρι, δεξί-πόδι. Στην άλλη γωνία που κοίταζα το σπασμένο πεζοδρόμιο ένας ποντικός πετάχτηκε όμορφος να κάνει κι αυτός τη βόλτα του, γιαλπ, γιαλπ- γιάλπ, του φώναξα κι εξαφανίστηκε κατατρομαγμένος ενώ δεν ήθελα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου είδα ένα ποδήλατο, κόκκινο, αστραφτερό και πήγα προς τα εκεί. Το είδα λυμένο, παραξενεύτηκα που δεν είχε κλειδαριές, κοίταξα γύρω μου με υποψία. Κανείς. Κανένας. Κανενέστατος. Έπιασα το τιμόνι, ανέβηκα στη σέλα, ω είχα να κάνω ποδήλατο από παιδί, τι ωραία! Πάτησα τα πετάλια, έφυγα στην κατηφόρα προσεκτικά, στην αρχή αλλά σιγά-σιγά πήρα φόρα κι έτρεξα σαν τον άνεμο. Α! τι ωραία, έλεγα κι ένιωθα μέσα μου κι από έξω μου. Κίνηση δεν είχε καθόλου, μόνος μου ήμουν αυτό το πρωινό και βάλθηκα να κάνω τα παλιά κόλπα μου. Σηκώθηκα ορθοπεταλιές στην κατηφόρα, γύρισα ανάποδα στη σέλα, έτρεξα ανάποδα, ο  δρόμος ίσιωσε, γύρισα μπροστά, άφησα τα χέρια να κάνω μαγκιές. Ναι, τα χέρια στην έκταση, είναι δύσκολο να το πετύχεις αλλά εγώ τα κατάφερνα και χαμογελούσα, ώσπου μου ήρθε ο τοίχος στη μάπα. Το πρόσωπο μου στράβωσε στον σκληρό σοβά, το τιμόνι έγινε τσακλακούδουνο, ο τροχός μπήκε μέσα, ξεφούσκωσε η αλυσίδα κι εγώ με ένα σπασμένο δόντι στο χέρι, σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα όταν ήμουν στο μπαλκόνι μου και κοίταζα το κουκούτσι που είχα πετάξει να κατρακυλάει στην άβυσσο.
Από τα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ μου.


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

ΚΑΤΟΥΡΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ



Κοίταζα προς τον τοίχο δεξιά και λίγο πιο πάνω από τον καθρέφτη.
Δεν είχε τίποτε, ούτε λευκός ήταν, ούτε άσπρος, μια μουντζουρωμένη σκιά έστεκε πιο δίπλα, εκτός πλάνου, δυο μυρμήγκια πήγαιναν την ανηφόρα, εκτός συναγωνισμού κι ο ήχος του κάτουρου συνόδευε κίτρινος αυτό το πρωινό  που δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα να φοβηθώ την ερημιά, την ησυχία, τον κόσμο που ήταν μέσα και έξω από μένα. Το μικρό παράθυρο ευθεία μπροστά μου ανοιχτό, άφηνε τον αέρα της ταράτσας να εισέρχεται στο χώρο, την ψύχρα του κενού της αναπάντητης ερώτησης αν είμαστε καλά-ποιος δεν ήθελε να είναι καλά αλλά αυτό ήταν μια παλιά ιστορία. Αριστερά μου ο άλλος τοίχος, έστριψα το κεφάλι ενώ συνέχιζα να κατουράω τον κόσμο, ανέβαινε μια σωλήνα απ όπου φαντάζομαι θα περνούσαν τα σκατά των από πάνω μας, μιας κι εμείς, εγώ και η γυναίκα μου δηλαδή, μέναμε στο υπόγειο. Αυτός ο άλλος τοίχος λοιπόν, ήταν γεμάτος γρατσουνιές, μολυβιές που σκεφτόμουν κάποτε να τις σβήσω- άιντε κάντο μια φορά κι ας πεθάνω φώναζε η Τούλα η γυναίκα μου που είμαστε χρόνια παντρεμένοι και με λατρεύει όπως κι εγώ αλλά που συνέχεια τσακωνόμαστε κιόλας, επειδή σπάνια έπαιρνα τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Και πως  να μην ήταν σημαντικές αφού εγώ τις είχα κάνει πριν από έναν αιώνα κι ότι είναι παλιό, καταλαβαίνετε παίρνει μια άλλη αξία, γίνεται μυστηριακό, ίσως και χρυσαφένιο- έτσι μου φαινόταν τώρα αυτές οι γρατσουνιές, ενώ συνέχιζα να κατουράω τον πρωινό κόσμο μας. Τζζζρρρρρ.
Βέβαια, στρίβοντας ακόμα πιο πολύ το κεφάλι μου προς τα πίσω, τόσο που κόντεψε να μου κοπεί ο σβέρκος, στην αριστερή γωνία ο γκρίζος σοβάς είχε σπάσει σε πολλές μεριές κι έδειχνε τα εντόσθια του τοίχου κατά το μήκος και το ύψος του χώρου. Έλειπε το πλάτος και ο χρόνος από τις διαστάσεις αν και κατ εμένα ο χρόνος δεν είναι πάντα παρών. Απουσιάζει.
Ένα τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσα από όταν σηκώθηκα στην παλάμη, μου θύμισε τα χρέη στην Εφορία, στον οδοντίατρο, στο μπακάλη, στο καφενείο, στα ενοίκια, στο ρεύμα, στο νερό. Μου το έβαλε εκεί η γυναίκα μου η Τούλα. Πάντα προσεκτική και φρόνιμη, πρέπει να τα πληρώσεις, μου είπε ενώ κεντούσε σαύρες με το μυαλό της .
Μικρά διηγήματα. Τέλος για σήμερα..
Κάτι ψάχνει στο καπέλο του αλλά αυτό είναι από άλλο... διήγημα.
Μερικές φορές είμαι ανεκδιήγητος. [Αλλά κι άλλοι άνθρωποι είναι δεν έχω μόνον εγώ αυτό το... προνόμιο!]


Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ;

Άμα γράφεις κάτι να χει και καμιά αξία, αλλιώς γιατί να το κάνεις; Από προσωπική ευχαρίστηση; τι νόημα έχει να σκοτώνεις και τις λέξεις;  και τι ευχαρίστηση είναι αυτός ο βασανισμός της έκφρασης; Ένα λιμάνι χωρίς να ξέρεις που βρίσκεται, τι σε νοιάζει αν σκοτώνονται κι εκεί οι άνθρωποι; αλλιώς το είπε ο άλλος και δεν πρόλαβες να το συγκρατήσεις, κάτι σαν, αφού δεν ξέρεις σε ποιο λιμάνι πηγαίνεις, τι σε νοιάζει ποιος άνεμος φυσάει; ναι, έτσι θα είναι και συ μπέρδεψες τους σκοτωμούς των ανθρωπων, είναι κι αυτό μια αξία, να το πιστεύεις πως οι άνθρωποι είναι τίμιοι, τι χρειάζεται η ηθική σε έναν ανήθικο κόσμο; όμως αυτά τα δυο πρέπει να συνεξελίσσονται, δεν υπάρχει πια μόνον Δαρβίνεια εξέλιξη και η ασταθής ισορροπία του σύμπαντος κυριαρχεί στις νεώτερες διαπιστώσεις των φιλοσόφων αλλά, ναι, αυτό το λιμάνι που δεν ξέρεις ποιος άνεμος φυσάει και άραγε δε σε ενδιαφέρει γιατί να υπάρχει στις άκρες του μυαλού σου; και δηλαδή θες να μας πεις πως αυτά που αραδιάζεις τώρα εδώ έχουν κάποια αξία και άρα χρειάζεται να γραφούν, να γίνει δηλαδή αυτός ο κόπος, να τα διαβάσουν κάποιοι και να βγάλουν ένα ρεζουμέ αλλιώς τι νόημα έχει αυτό το μπλογκ;



Άμα γράφεις κάτι, να έχει αξία αλλιώς γιατί να το κάνεις. Για να γεμίσεις το κενό, τον χρόνο της πλήξης κι ένα παράξενο φίλιωμα με τις γραμμένες λέξεις; λέξεις γραμμένες στη σειρά επιβεβαιώνουν κάποιο νόημα, είναι σίγουρο αυτό αλλά γιατί οι γυναίκες υπερέχουν συντριπτικά στο μπλογκινκ; ίσως αυτές έχουν μεγαλύτερη ανασφάλεια; ή την δείχνουν. Μάλλον έτσι θα είναι. Οι άντρες είναι πιο ισχυροί σ αυτό το σημείο, είναι πιο δυνατοί στην ανασφάλεια αυτού του κόσμου, πιο εγκρατείς, περισσότερο συγκροτημένοι-έτσι νιώθω σαν άντρας, αυτό σας μεταφέρω. Όμως, σίγουρα πιο δυνατοί είναι οι ερμαρφρόδιτοι, τι παλιολέξη κι αυτή! αν και την καταλαβαίνω ποτέ δεν της έδωσα την απαραίτητη προσοχή, κάτι σαν αρσενικοθήλυκο μου θυμίζει και αυτό πιστεύω πως θέλει να επεξηγήσει, πως δηλαδή θα είναι ο κοντινός στον μέλλον προς εμάς άνθρωπος, [τώρα δεν έβαλα και σε τόσο καλή σειρά τις λέξεις αλλά πάλι με λίγη προσπάθεια θα καταλάβετε τι θέλω να πω].

Και χωρίς να θέλω να επανέλθω στο λιμάνι, ο άνεμος με σπρώχνει πάλι κατα εκεί. Τί νόημα έχει να γράφουμε όλοι; και θα μου απαντήσεις γιατί όχι; όπως μιλάμε έτσι και γράφουμε! τι σε νοιάζει εσένα αν φυσάει ούριος η σιμούν; λίβας ή σορόκος; το λιμάνι ποτέ δε θα είναι το ίδιο και το ξέρεις, όπως πρέπει να ξέρεις πως οι άνθρωποι χρειάζεται να γράφουν, ένα σημείωμα, μια στροφή ενός ποιήματος, ένα σύγγραμμα, μια μελέτη, είδες που βρήκες άκρη στη μέση του ανέμου και στην άκρη του λιμανιού; άρα...

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

ΜΑΙΡΗ ΤΡΙΒΙΖΑ



                                     


Ο ζωγράφος πρέπει να μπορεί να υποστηρίξει το έργο του, άρα η θεωρητική του κατάρτιση χρειάζεται να είναι εφάμιλλη της πρακτικής του πάνω στον καμβά. Κατ αυτόν τον τρόπο η μελέτη Ιστορίας της Τέχνης είναι αναγκαιότατη, η σύγκριση και η σύγκρουση με τους μεγάλους επίσης προγραμματισμένη, άσχετο αν πολλοί ζωγραφίσκοι αλλά και ιστορικοί τέχνης, αναφωνούν πως είναι αυθάδεια να συγκρουόμαστε με τέρατα, σαν τον Βαν Γκογκ, τον Βελάσκεθ, τον Μπρακ και επίσης αναίδεια να αντιπαραβάλλουμε εαυτούς απέναντι σε ιερά τέρατα, τύπου Παρθένη, Εγγονόπουλου, Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Τα ονόματα είναι αναφερόμενα τυχαία όπως έρχονται στο νου, δίχως κανέναν ξεχωρισμό, και ούτε σκέφτομαι πως μπορεί ν αδικήσω άλλους που δεν ονόμασα ιερό τέρας. [Καραβάτζιο, Σεζάν, Τέρνερ] επειδή ο κατάλογος είναι τεράστιος και άρα κάποιοι σημερινοί Έλληνες Μόραλης, Τέτσης, Φασιανός, Τσαρούχης, μπορούν να πάρουν θέση και να γίνουν κι αυτοί... τέρατα.

Έχω την εντύπωση πως οι περισσότεροι ζωγράφοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν το έργο τους και στέκονται ανήμποροι ν απαντήσουν στα όσα κρίνουν, θαυμάζουν, κολακεύουν οι άλλοι για το πόσο καλό ή κακό είναι, συνήθως καλό! υπέροχο! φανταστικό! ένα μέτριο εως κακό αποτέλεσμα.

1) Ξεκινάμε- πάντα ξεκινάμε για να φτάσουμε κάπου. Ζωγραφίζεις , καλώς ή κακώς;
     Μπορείς να μου πεις γιατί ζωγραφίζεις (για να σε βοηθήσω εγώ ζωγραφίζω και για να
     ζήσω). Εσύ; [Να ξέρεις ότι η κουβέντα μας δεν έχει όρια, εκτός από ευπρέπεια, θέλω να
     πω , ότι μπορούμε να μιλήσουμε για τα πάντα].
Αρχικά, Κώστα να σε ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνεις και το βήμα να εκθέσω τις απόψεις μου, σ' αυτό το ονειρικό αλλά και δύσκολο ταξίδι αναζήτησης και κατάθεσης ψυχής.
Πάντα ξεκινάμε για να φτάσουμε κάπου κι όσο κοινότυπο κι αν ακουστεί, πέρα από τον καλώς εννοούμενο προορισμό, σημασία έχει το ταξίδι, θα συμπλήρωνα η ποιότητα του ταξιδιού.
Αυτό το ταξίδι για μένα προσωπικά, σηματοδοτεί τα πρώτα ευαίσθητα παιδικά χρόνια, εκεί που ξεκινάνε οι πρώτες καταγραφές μνήμης. Έτσι, οι πρώτες καρικατούρες έγιναν καλόσχημα σκιτσάκια και σχολικές ζωγραφιές και απόκτησαν τη δική τους δυναμική στα εφηβικά χρόνια. Μία καθ' ομολογίαν γονιδιακή συνέχεια, οδήγησε  τις ανησυχίες των χρόνων εκείνων σε καλλιτεχνική παρόρμηση που γέμιζε αβίαστα σελίδες με θεματογραφία προσαρμοσμένη στη νιότη. Συνεπώς αντιλαμβάνεσαι ότι εκ προοιμίου απορρίπτεται η έννοια του κακώς ζωγραφίζω.  Προσπαθώ μέσα από την τέχνη, -σταδιακά με μελέτη, πιο εντατική τα τελευταία χρόνια, με  μεγάλα αποθέματα υπομονής- να αποδώσω την αλήθεια μου, τα μηνύματα που εισπράττω από τον κόσμο, μέρος της ευαισθησίας μου ή και το όλον. Άλλωστε ένα έργο αποτελεί έναν αδιάψευστο μάρτυρα της αλήθειας του δημιουργού του. Το ψέμα δεν έχει θέση  σ' αυτό, ούτε καν η  ψευδαίσθηση.
Όχι, δεν ζωγραφίζω για να προσποριστώ. Όμως δεν μένω αδιάφορη σε μία ενδεχόμενη πώληση, θα με ικανοποιήσει πολλαπλώς , κυρίως λειτουργεί  σαν απόδειξη θετικής ανταπόκρισης της  ποιότητας της δουλειάς μου και γιατί όχι και ως αναγνώριση.
2)  Παρατηρώντας την εργασία σου σε σύνολο έργων που έχεις δημοσιεύσει αλλά και μερικών που έχω δει ζωντανά, έβγαλα το πρώτο συμπέρασμα πως είσαι ολίγον τεμπέλα;   Ειδικά στα κάρβουνα , λες και  τα παρατάς στην αρχή ούτε καν στη μέση. [Πολλοί ζωγράφοι έχουν παρατημένα έργα.]
Χαίρομαι για την παρατήρησή σου, γιατί μου δίνεται έτσι η ευκαιρία να εστιάσω σε προσωπικό επίπεδο στον τομέα εργασία. Αν κάτι με χαρακτηρίζει σαν άτομο και στάση ζωής είναι η σκληρή , πολυεπίπεδη δουλειά , τόσο στον τομέα των σπουδών όσο και στην μετέπειτα επαγγελματική μου πορεία. Υπερασπίζομαι  με σθένος την άποψη, ότι υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις και συνθήκες οιοσδήποτε μπορεί να αποδώσει τα ανάλογα.
Όσο για τα τεμπέλικα κάρβουνα, αποτελούν μέρος των εργαστηριακών μαθημάτων στο
ελεύθερο σχέδιο πριν από μία εικοσαετία .
  Έκτοτε έχει χυθεί πολύ μελάνι, όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα κι  ελπίζω να είναι εμφανής η διαφορά.
3)  Νομίζεις ότι μου αρέσει η ζωγραφική σου; για ποιο λόγο πιστεύεις πως θέλησα να κουβεντιάσω μαζί σου;  ( Φυσικά θα απαντήσω κι εγώ).

Αν κρίνω από το ύφος των παρατηρήσεων σου θα έλεγα ότι υπάρχει μεγάλος ανήφορος ακόμη κι έτσι πρέπει να είναι. Εκτιμώ και ασπάζομαι την κρίση σου, θεωρώ ότι μόνο με συνεχή μελέτη και άσκηση πλησιάζεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πόσο μάλλον στην Τέχνη!
Πιθανόν οι εντάσεις των χρωμάτων ή κάποια μορφή ή ακόμη το συγκινησιακό φορτίο μου να κατάφερε να προσεγγίσει κάποιες δικές σου ευαίσθητες χορδές ή ακόμη και να συνταυτίστηκες σε κάποιες  απεικονίσεις.....
Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι κάθε έργο αντανακλά κάποιους κώδικες επικοινωνίας με το κοινό.
4) Όχι δεν συνταυτίστηκα, μηδέ είμαι "κοινό"-δε μ αρέσει αυτή η λέξη για τον κόσμο, πόσο μάλλον για τον εαυτό μου. Κάτι στην φαινομενικά; απροσποίητη κοινωνική σου συμπεριφορά με κέντρισε, σίγουρα μου αρέσει αρκετά η δουλειά σου. [Αυτά για την απάντηση μου στην προηγούμενη ερώτηση.]  Και για να συνεχίσουμε, υπάρχει μία έκρηξη χρώματος στα περισσότερα έργα σου που οδηγεί σε ένα εικαστικό αποτέλεσμα, πως το επιτυγχάνεις αυτό;  Μοιάζει  λίγο αληθινό πως θέλεις να φαίνεσαι τίμια με το έργο σου.
Είσαι έμπειρος τον χώρο της Τέχνης και γνωρίζεις ότι η επίδραση του χρώματος είναι σχεδόν καταλυτική, προκαλεί διαφορετικά οπτικά συναισθήματα. Λατρεύω και με συνεπαίρνει η διαδικασία του "παιχνιδιού" παντρέματος των χρωμάτων και της εξέλιξής τους και αυτή η δημιουργική φόρτιση δεν σταματά,  εάν δεν ικανοποιεί το δικό μου οπτικό  και ψυχικό πεδίο.
Η διεργασία επεξεργασίας  θερμών και ψυχρών χρωμάτων, άρα η συνένωση του ενθουσιασμού, της εξωστρέφειας καθώς και της οικειότητας των πρώτων, με την γαλήνη, μελαγχολία και απογοήτευση των δεύτερων, οδηγεί σε απίστευτα εικαστικά μονοπάτια.
Αυτή την εσωτερική ένταση στην προσωπική μου πινελιά , προσπαθώ κι ελπίζω να την αποτυπώνω στα έργα μου με συνέπεια και να τα κάνω όσο λιγότερο άψυχα γίνεται.
Κι όπως έλεγε κι ο  Picasso : "Δεν κάνω  ότι θέλω αλλά ό,τι μπορώ".
5) Σωστό, αυτό για τον Πικάσο. Κάνεις προεπιλογή θέματος ; Κρατάς σημειώσεις όταν αρχίζεις; η ανοίγεις την παλέτα και όπου σε βγάλει ; [πάντως επιμένω ότι πρέπει να δουλεύεις παραπάνω τα έργα σου]
"Το θέμα έχει σημασία γι' αυτούς που έχουν τα μάτια να δουν κι αίσθηση για να το αισθανθούν", έλεγε ο Γ. Τσαρούχης,
Σχεδόν πάντα μελετώ καλά και σχεδιάζω το προς επεξεργασία έργο. Ιδιαίτερα τις θεματικές ενότητες στις οποίες καλείσαι να ανταποκριθείς. Όμως, δεν είναι λίγες οι φορές, κυρίως στα αφαιρετικά έργα, που αβίαστα μία πινελιά, μία πάστα, μία δυναμική κίνηση με σπάτουλα, να αποτελέσουν το έναυσμα για να σε καθοδηγήσουν σε σαγηνευτικούς ατραπούς και σου ομολογώ, ότι απολαμβάνω αυτό το ξεδίπλωμα του άγνωστου.
Άλλωστε η τέχνη είναι ένα μυστήριο....!

6)  Ανάφερε δύο τρεις σύγχρονους ζωγράφους που που αρέσουν και άλλους τόσους που δεν σου αρέσουν και πως άδικα έφτιαξαν το όνομα που έχουν στην αγορά και τον πολιτισμό μας.
Εξαιρετικά δύσκολη η επιλογή, εάν αναλογιστούμε τις ανυπέρβλητες αξίες των ιερών τεράτων στο Πάνθεον της Τέχνης.
Προσωπικά ένας ζωγράφος που αγάπησα στη νιότη μου και επηρέασε την πρώτη γραφή μου ήταν ο Γιώργος Γουναρόπουλος κι αυτή αέρινη μυστηριακή αχλή στα διάφανα έργα του. Μ' αρέσει η τεχνική πολλών σύγχρονων ζωγράφων, ενδεικτικά να αναφέρω  τον Δημοσθένη Κοκκινίδη, τον Στέφανο Δασκαλάκη καθώς και μία σειρά άλλων υπέροχων δημιουργών, ων ουκ εστι αριθμός....
Δεν θα μπορούσα  να μην αναφέρω τις αλλεπάλληλες επισκέψεις μου στο Ζόρζ Πομπιντού, στο Παρίσι, στα αφιερώματα που έκανε προ διετίας στον Rene Magritte και τον Paul Klee. Συναρπαστικά εικαστικά ταξίδια.
Τώρα στον αντίποδα, πάντα κατά την προσωπική μου άποψη, είναι η υπερεκτιμημένη δουλειά και η επίμονη προσπάθεια παρέμβασης στο εικαστικό τοπίο των Jeff Koons, του Ζάν Μισέλ Μπασκιά και του Damien Hirst.
7) Ti νόημα έχουν οι τίτλοι  στα έργα σου; είδα πως χρησιμοποιείς κάποιες πομπώδεις λέξεις, χρειάζεται δηλαδή να βάζουμε τίτλους ; και που να τους βρούμε όταν έχουμε ζωγραφίσει ....χιλιάδες έργα;
Έχεις απόλυτο δίκιο, χρησιμοποιώ κατά κόρον βαρύγδουπους τίτλους, όχι για εντυπωσιασμό. Το τελικό αποτέλεσμα κάθε έργου, υπαγορεύει τον τίτλο του, είναι σαν μία άτυπη συνομιλία ανάμεσα σε δημιουργό και στο έργο. Βέβαια, υπάρχουν και οι προκαθορισμένοι τίτλοι, συνήθως σε θεματικές εκθέσεις, που λειτουργούν ενίοτε σαν τροχοπέδη, παρ όλα αυτά γίνονται συχνά το εφαλτήριο για να απαντήσεις στην πρόκληση.
Φανατική υπέρμαχος του μη απόλυτου, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, δεν θεωρώ θέσφατο τον τίτλο σε ένα έργο. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε, ότι δημιουργός, έργο τέχνης και θεατής βρίσκονται σε έναν ατέρμονο διάλογο.

8)Μ άρεσε αυτό το μη υπέρμαχος του απόλυτου... Ένας ζωγράφος πόσα έργα λες ότι πρέπει να ζωγραφίσει στη ζωή του; είσαι υπέρ του πολύ (Πικάσο) ή του λίγου (Μαλέας);
Η ζωγραφική διαδικασία Κώστα, είναι εξαιρετικά δύσκολη και το γνωρίζεις πολύ καλά από την πολύχρονη εμπειρία σου. Η ώρα της δημιουργίας είναι ιερή, η αίσθηση ότι διακτινίζεσαι σε μέρη όπου ο χωροχρόνος καταργείται είναι κανόνας. Μόνο σε απόλυτη ηρεμία και προσήλωση δημιουργείς, αλλιώς απλά φλυαρείς. Έτσι πολύ απλά εάν έχει διασφαλίσει τις ιδανικές συνθήκες ένας δημιουργός, φυσικά εάν σ' αυτή την ενασχόληση έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, εκ των πραγμάτων θα έχει και μία μεγάλη παρακαταθήκη πίσω του.
Εκ των ουκ άνευ η εστίαση στην ποιοτική και όχι  ποσοτική παραγωγή.
9)  Κολακεύεσαι όταν σε επαινούν και νευριάζεις , μουτρώνεις κατά το κοινώς λεγόμενο, όταν σου κριτικάρουν την δουλειά σου;
Έχω μάθει να μην κολακεύομαι  γενικά, πόσο μάλλον στον τομέα της  Τέχνης, που δεν διατείνομαι ότι έχω κατακτήσει και το Έβερεστ!  Αντιπαθώ τις ακρότητες και τις υπερβολές, από ένστικτο αντιλαμβάνομαι τις βαθύτερες διαθέσεις σε πολλές των περιπτώσεων .
Έχω μάθει να λειτουργώ με υπευθυνότητα και συνειδητό επαγγελματισμό στην μέχρι σήμερα ευρύτερη επαγγελματική μου πορεία, κυρίως να είμαι ειλικρινής σε ότι καταθέτω. Δεν αρνούμαι την ανακούφιση και ευχαρίστηση, κυρίως εάν προέρχεται από χείλη καταξιωμένων στον χώρο ανθρώπων, όπως και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον εισπράττω και το απαιτώ και τα αρνητικά σχόλια,  αυτά άλλωστε σε πεισμώνουν και σε εξελίσσουν.
10) Έχεις δουλέψει επί παραγγελία ; κι αν ναι, πως σου φαίνεται αυτό; πρέπει ο ζωγράφος να εργάζεται επί παραγγελία; Ας πούμε η Γκέρνικα ήταν παραγγελία....
Ασφαλώς, μερικές φορές έτυχε να δουλέψω κατόπιν παραγγελίας. Δεν θα έλεγα ότι αποτελεί μία αρνητική παράμετρο στην όλη διαδικασία. Αρκεί να οριοθετεί τις χρονικές και ποιοτικές συντεταγμένες ο καλλιτέχνης.
11)  Δεν  βλέπω τίτλους σπουδών στο βιογραφικό σου, εννοώ το ζωγραφικό, Για πες μου, πως σου φαίνεται αυτή η διαμάχη μεταξύ καλοτεχνητών και αυτοδίδακτων;
Γεγονός ότι δεν  έχω να παραθέσω ένα πλούσιο ζωγραφικό βιογραφικό. Αν εξαιρέσεις ότι προ εικοσαετίας και για μία διετία παρακολούθησα κοντά σε υπέροχους δασκάλους ελεύθερο σχέδιο και Ιστορία της Τέχνης, με τον καθηλωτικό Παντελή Τσάβαλο, Ιστορικό και Θεωρητικό της Τέχνης, Καθηγητή και Κοσμήτορα στο Κολέγιο ΒΑΚΑΛΟ.
Όμως δεν  έπαψα να μελετώ και  να σχεδιάζω, αφού είχα την τύχη να ασχοληθώ ενεργά με την αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, διακόσμηση και σχεδιασμό επίπλων. Εξαιρετική εμπειρία, με ιδιαίτερες απαιτήσεις και αριστουργηματικά αποτελέσματα.
Θα σου εξομολογηθώ ότι δεν ορρωδώ μπροστά στην έλλειψη τίτλων στον τομέα της Τέχνης  και με αφορμή τον τίτλο της συνέντευξης που με εξιτάρει θα σου  παραθέσω, φυσικά περιπτώσεις που γνωρίζεις, όπως αυτή του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που στα πρώτα του ανασφαλή βήματα, προσπαθούσε με μεγάλη δυσκολία να αντιγράψει μεγάλους ζωγράφους κι όμως πέτυχε. Ο Φράνσις Μπέικον, αυτοδίδακτος ζωγράφος, διακοσμητής, σχεδιαστής επίπλων, είναι σήμερα στην κορυφή της χρηματικής αξίας στους μεγάλους οίκους δημοπρασιών πινάκων ζωγραφικής. Ο Πολ Σεζάν, αυτοδίδακτος, αφού η μοναδική του επαφή με την συστηματική διδασκαλία ζωγραφικής ήταν τα βραδινά μαθήματα σε σχολή της πόλης του. Με δύο αποτυχημένες προσπάθειες στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, κατάφερε να αναπτύξει εν τέλει την δική του τεχνοτροπία κι έσπασε τα στερεότυπα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής.
Ο Π. Τέτσης έλεγε :  " Όσο ανίδεος κι αν είναι κανείς περί τέχνης - και καλό είναι να είναι ανίδεος- τόσο καταλαβαίνει περισσότερα. Γιατί αυτός που ξέρει βάζει τη λογική και λέει το έργο πρέπει να έχει αυτά τα συστατικά".
Όσο για την  περίφημη διαμάχη μεταξύ καλοτεχνητών και αυτοδίδακτων καλά κρατεί, είναι σαφές ότι πριν και μετά την επαφή με το πινέλο υπάρχει πολλή βαρβαρότητα.
Οι καλλιτέχνες είναι πολυσύνθετοι άνθρωποι. Κι αυτό είναι θετικό για την Τέχνη, γιατί όσο πιο πολλά είσαι, τόσο πιο πολλά δίνεις στην Τέχνη. Όμως αυτό, οδηγεί ενίοτε και σε επικίνδυνους ατραπούς Ιδιαίτερα όταν κάποιος αντιμετωπίζει την τέχνη του ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΚΆ.
Όλοι μας έχουμε θεάσει εξαιρετικά έργα αυτοδίδακτων κι αυτό γιατί δεν ακολουθούν κάποιες  συγκεκριμένες μανιέρες, που σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργούν σαν τροχοπέδη.
Η αντιπαλότητα ας μην ξεχνάμε ότι σαν φαινόμενο αναπτύχθηκε και μέσα στους κόλπους της ΑΣΚΤ, ανάμεσα σε Καθηγητές ή σε μαθητές και Καθηγητές. π.χ. Ο Μόραλης είχε φανατικούς υποστηρικτές αλλά και πολέμιους. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να βγάλει σπουδαίους μαθητές, κορυφαίους μετέπειτα ζωγράφους.



12)   Κάνε μία ερώτηση στον εαυτό σου και απάντησε. [ Για να δεις πως δεν είναι εύκολο να ρωτάς].
[Με προκαλείς ευχάριστα με την τελευταία σου ερώτηση κι αυτό γιατί στη σύντομη δημοσιογραφική μου καριέρα σε αγγλόφωνο οικονομικοπολιτικό περιοδικό, οι συνεντεύξεις αποτελούσαν πάντα μία σπουδαία πρόκληση.]
Ερώτηση.
Έχει τύχει να σου ζητήσουν να περιγράψεις τα έργα σου;
Απάντηση.
Φυσικά, πολλές φορές. Πιστεύω ότι  η πιο περιττή και άχαρη, σχεδόν δυσάρεστη διαδικασία, είναι να προσπαθείς να εξηγείς με λόγια, για το τι ακριβώς προσπαθείς να πεις με τα έργα σου. Υποτίθεται ότι η ζωγραφική σου κατάθεση είναι η αλήθεια σου. Η προσέγγιση γίνεται μέσα από μία συνεχή εσωτερική πάλη, άμεσα συνυφασμένη και επηρεασμένη και την  ζωή και τα βιώματα του εκάστοτε καλλιτέχνη. Αυτό δεν επιδέχεται μετάφρασης.
[Ευχαριστώ τη Μαίρη Τριβιζά για την αμεσότητα και ειλικρινή στάση της.]

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.



Σχεδόν σαράντα χρόνια πίσω! Τότε που εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο ΙΚΕΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Λοιπόν αυτό το βιβλίο έχω να το πιάσω στα χέρια μου από τότε, από το 1980. Δεν είχα κρατήσει ούτε ένα αντίτυπο και χτες η φίλη μου Πόπη Παντελάκη το ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη της και μου το έφερε. Δεν είναι ακριβώς θέμα χαράς, ή συναισθηματικής φόρτισης αλλά ένιωσα κάπως!
Το ξαναδιαβάζω και ανακαλύπτω πως  δεν έχουν αλλάξει και πολλά στον τρόπο γραφής μου. Σίγουρα έχουν αλλάξει αλλά όχι τόσα όσα θα νόμιζα εγώ τότε για το πως θα έγραφα στα εξήντα μου χρόνια.
Κώστας Αυγερινός. Θυμάμαι πως με παίδευε πολύ η επιλογή ενός ψευδώνυμου και μέχρι τώρα αρκετοί παλιόφιλοι με φωνάζουν Αυγερινό! Δεν μπορώ να πω πως τώρα με αντιπροσωπεύει, αν ήταν να κάνω τώρα την επιλογή θα κρατούσα αναμφίβολα το πραγματικό μου, πράγμα που έκανα μετά το 2000
Έγραφα, λοιπόν τότε: Ω! τι υπέροχα!
Εσύ που τώρα διαβάζεις για τα κορμιά των χαμένων ωρών, είσαι ένας φιλήσυχος πολίτης.
Σαν εσένα.
Σαν όλους εσάς κι εγώ που έρχομαι στην πόλη που έδωσε τα φώτα του πολιτισμού.
Έρχομαι και κανένας δε με περιμένει.
Ε, δεν είναι λιγάκι αστείο αυτό μικρέ μου πίθηκε;
Αυτό το βιβλίο οι Ικέτες της αλήθειας και ο τίτλος να μην παραπέμπει σχεδόν καθόλου στο περιεχόμενο, είναι ένα μεγάλο αφήγημα, μια μεγάλη νουβέλα για τη στρατιωτική θητεία και έχει συμπεριληφθεί στο είδος αυτής της λογοτεχνίας από διάφορα έντυπα και κριτικούς της εποχής-μπορώ να πω επαινετικά. "Οι ικέτες της αλήθειας του Κώστα Αυγερινού είναι ένα μεγάλο αφήγημα, όπου συγγραφέας παρουσιάζει με τη σειρά όλες τις δύσκολες καταστάσεις της θητείας, από την αρχή που πρωτομπαίνουν στην πύλη μέχρι το απολυτήριο. Ο Αυγερινός εκφράζει τη διαμαρτυρία του όχι με νευρώδες και οργισμένο ύφος αλλά με παράπονο σε λυπημένο και στοχαστικό τόνο, διακόπτοντας συχνά τον πεζό λόγον μετατρέποντας τον σε λυρικό, ποιητικό." σημειώνει, μεταξύ άλλων, στο αφιέρωμα του ΔΙΑΒΑΖΩ, Στρατός και Λογοτεχνία, ο Κώστας Αθανασόπουλος, αντιπαραθέτοντας το  με τους Κεκαρμένους του Κάσδαγλη, ο Τυφεκιοφόρος του εχθρού του Μάριου Χάκα, 525 τάγμα πεζικού του Χαριτόπουλου και διαφόρων άλλων που ακολούθησαν μετά να γράφουν για τον στρατό.
Είναι παράξενο να ξαναδιαβάζεις τις σκέψεις που έκανες τότε:
Αβέβαιοι κυματισμοί στους νοητούς, θαλάσσιους δρόμους
και πάνω στο βαιστό κατάρτι, συγοτρέμει το χθες
καθηλωμένο στις ανεμοδαρμένες παλάμες
μάταιων στίχων.
Νίκησα τον εαυτό μου. Νίκησα τον χρόνο!

Τι έγραφα;
Είμαστε κάτι αρουραίοι
εγκλωβισμένοι στα έγκατα της γης
είμαστε κάτι απίστευτες αγχόνες
στημένες στης οργής
τα ουράνια νεφελώματα με μίσος
Έγραφα και ποιήματα ανάμεσα στο πεζό.
"Πιο δίπλα, ένα μανάβικο με τα καφάσια του αραδιασμένα μπροστά, γεμάτα φρούτα, λαχανικά και τέτοια. Άρπαξε δυο μήλα και το βαλε στα πόδια. Σταμάτησε πίσω από ένα χαμόσπιτο έξω από την πόλη, λαχανιασμένος. Δυο μήλα! τα κοίταξε με λύπηση θαρρείς, τα σκούπισε στο παντελόνι του κι έκοψε μια τεράστια μπουκιά, το μισό μήλο κι έβλεπε με τη φαντασία του τον μανάβη να καταφτάνει αγριωπός και βιαζόταν να κρύψει την ενοχή του. "Σκέψου τώρα να με τρέχουνε στις αστυνομίες τους για δυο μήλα- μ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Ένας λιποτάκτης και μια κλοπή, συγκλονιστικό ρεπορτάζ για τις εφημερίδες. Ευκαιρία κι αυτή τη φορά, να γεμίσουν με συγκλονιστικά νέα τις στήλες τους."
Και αλλού:
"Περπατώ κι ακούω τον θόρυβο των βημάτων μου. Τη σιγουριά τους διακόπτουν, που και που, οι ξαφνικές νότες των κοτσυφιών και τα γαυγίσματα των σκύλων απ το ερημικό χειμάδι του τσοπάνη, τριγυρισμένο στους φράχτες του και τις κοπριές των προβάτων. Θλιμμένες ολότελα οι γκριμάδες στη χειμωνιά τους, με τα χαμόκλαδα γερμένα κατά τη γη, σκιαγμένα από τη φοβέρα του τόπου που γεννήθηκαν"
Έχει ενδιαφέρον μια μικρή ανάλυση ας πούμε τυχαία, αυτή η παράγραφο για να δω τον τρόπο που έγραφα τότε και τα νοήματα που συνελάμβανα, το στιλ, τον λογοτεχνικό χρωστήρα και πως συμπλέκονται οι σκέψεις, οι σκέψεις του πραγματικού με το αφηρημένο κι ας σκεφτούμε τι σχέση έχουν τα γερμένα χαμόκλαδα με τη φοβέρα ενός τόπου!
Κριτικάροντας τον εαυτό μου για αυτό το βιβλίο, γραμμένο περίπου πριν σαράντα χρόνια, είκοσι χρονών το έγραφα και όταν έγινα εικοσι έξι εκδόθηκε, διαβλέπω την όποια εξέλιξη είχα στον τρόπο γραφής μου κι αντικειμενικά, θα λεγα πως προχώρησα, όπως προχώρησα, γιατί:
"Τόση φοβέρα δεν την βρίσκεις πουθενά. Ανοίγεις τη χάπα σου και λες έφτασα, πήδηξα στο γκρεμό κι είμαι κοντά σου!"

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

ΕΙΣΑΙ ΚΙ ΕΣΥ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΑΥΤΟ.






Αφίσα, παρεξηγημένο έντυπο διαφήμισης, προπαγάνδας, μεγάλο εργαλείο για τη μετάδοση ιδεών και πολιτικών μηνυμάτων, όπως κι αν σταθώ απέναντι της νιώθω κάτι ιδιαίτερο, εκτός από όλα τα παραπάνω, λες και μια αόρατη δύναμη με συνδέει με τα έντυπα αυτά, ίσως μια αδιόρατη απειλή, ίσως ένας φόβος πως μπορεί μια αφίσα να μου κάνει κακό, ίσως και μεγάλο καλό αλλά όπως και να το σκεφτώ, γυρνώ στις καλλιτεχνικές αφίσες, όπως αυτές που είδα χτες στο Κολωνάκι, στη γκαλερί Ζουμπουλάκη που φυσικά γέμισε ασφυκτικά από γκλάμουρ και μη κυρίες φιλότεχνες και κύριους καλοντυμένους, ρεπόρτερ και δημοσιογράφους, το ίδιο είναι; για να απολαύσουν οπτικά και όχι μόνο, αφίσες που με γύρισαν στο μακρινό παρελθόν, αφίσες του Γουόρχολ, το Μαξ Ερνστ, του Πικάσο, Ντε Κίρικο, Μαν Ρει, αλλά και Τσαρούχη, Μόραλη, Ψυχοπαίδη και άλλων επιφανών τε αντρών, Χρύσας! να και μια γυναίκα! και όπως και να το κάνεις όταν γυρνάς πίσω πάντα υπάρχει μια νοσταλγία, μια αγάπη παράξενη για ότι έζησε τότε και ήσουν κι εσύ λίγο από αυτό, το πληροφοριακό μέσο που όσο πάει και χάνει την ανάλογη δύναμη του εξ αιτίας της ηλεκτρονικής πληροφόρησης και, ψαχουλεύοντας ανάμεσα στο πραγματικά μεγάλο πλήθος ανθρώπων που κατέφταναν να δουν την έκθεση, σκέφτηκα πόσο ενδιαφέρον προξενούν ακόμα και συγκινούν οι αφίσες! [συγκρινοντας την κοσμοσυρροή με άλλα σχετικά γεγονότα, εγκαίνια εκθέσεων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, ποίησης, θεάτρου, βρήκα πως ήταν συντριπτικά μεγαλύτερο το κοινό που θέλησε να δει τις παλιές αφίσες.]




  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...