Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΑΣΙ, ΔΕΜΕΝΟΙ.



ΨΥΧΙΚΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ
Αλκοολικοί καλλιτέχνες προβάλλονται παντού και θεωρούνται ινδάλματα. [Ε, δεν είναι παρά ψυχικά ράκη.] Οι φίλοι μου όλοι πίνουν. Γιατί να μην πίνω κι εγώ; Ο γνωστός δημοσιογράφος δεν γράφει αν δεν κατεβάσει μισό μπουκάλι ουίσκι, η διάσημη Χίλτον κυκλοφοράει με τα μπουκάλια στις μέσα τσέπες, όπου να πας τα βράδια γίνεται της τρελής από τις σαμπάνιες. Στα καφενεία, στα τσιπουράδικα, στις μπυραρίες το  αλκοόλ τρέχει ποτάμι. Τα ξέρω όλα αυτά. Όπως γνωρίζω και τι γίνεται γύρω μου. Παντού αλκοόλ, η εύκολη λύση των νέων για να ξεφύγουν από τον εαυτό τους και τον κόσμο, για να μην ασχοληθούν με τα προβλήματα. Περνάνε στους δρόμους με ένα μπουκάλι μπύρα ή ρετσίνα, αγόρια, κορίτσια ανεξέλεγκτα [ δε θυμάμαι την παλιά εποχή γυναίκες να πίνουν στο δρόμο αλλά και οι μπεκρήδες ήταν λίγοι, τους ξέραμε με το μικρό όνομα τους. Τώρα ξεχείλισε το κακό.] πίνουν, γίνονται κυνικοί, δυστυχισμένοι, χαμένοι στη σύγχυση.



ΦΤΩΧΕΙΑ
Μάλιστα έχουμε τη φτώχεια στο πετσί μας. Τουτέστιν είμαστε κακομοίρηδες και δεν λιθοβολούμε τους ανάξιους ξένους, γιατί περιμένουμε τα πάντα από δαύτους. Γι αυτό θα μείνουμε σ αυτή τη νεώτερη Ιστορία σαν χρεοκοπημένοι νταβατζήδες, μιας πόρνης που τα κάλλη της πια δεν πουλάνε. Κι ακόμα φταίνε οι τουρίστες. Και οι αριστοκράτες. Έπρεπε να είχαμε κλείσει τα σύνορα, τις πόρτες σε όλους αυτούς που βγάζουν το χρηματάκι τους σε ξένες τράπεζες. Ες αεί. Αλλά, φευ! Ιδανικοί και ανάξιοι εραστές από τον λαό μέχρι τον βασιλιά. Και το χειρότερο είναι πως ενώ γνωρίζουμε τους ζημιώνοντες μας, επιμένουμε να τους χαϊδεύουμε και να μας κυβερνούν ακόμα! Αυτό δηλαδή που το βάζεις; Είμαστε ή δεν είμαστε όλοι για το Εθνικό  ψυχιατρείο; Δε μας σώζει ούτε το Μετσόβιο, όλοι στο Καποδιστριακό μορφώθηκαν, κοιτάξτε τα πτυχία τους καρφωμένα με περηφάνια στους τοίχους, κοιτάξτε μούρες βουλευτών που κλάνονται πέρα δώθε στο κόμμα τους, μη φύγουν από τη μάντρα τα παλιοπρόβατα και τα φάει ο λύκος. Άβουλοι βουλευτές, χεσάκηδες, μονόχνοτοι βολεψάκηδες περιτρεχάμενοι, ένας κόσμος παχύσαρκος, αλλοτριωμένος, για ποιο λόγο να μην τυχαίνει της απαξίας ξένων τε και δικών που έχουν ολίγας τας φρένας;


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

γαμώτο





Αντιδιαισθητική συμμετρία.

Από τη στιγμή που δεχόμαστε τον όρο μη αναστρέψιμο, παραδεχόμαστε το απόλυτο. Πράγμα που δεν υπάρχει σύμφωνα με τα πάντα ρει που δεν έχει αμφισβητήσει κανένας μεγάλος ή μικρός φιλόσοφος. Παρεμβάλλεται μεταξύ μας ο άχρονος χρόνος!
Την αντιδιαισθητική συμμετρία την αναφέρω μόνο και μόνο σαν ένδειξη του ανόητου λόγου, του μη εξηγήσιμου-όποιος καταφέρει να μου εξηγήσει τι είναι ο όρος αυτός θα τον παραδεχτώ ως ανώτερο ον.
Σκοτεινό ποτάμι μέσα στο οποίο ταξιδεύει το σύμπαν είναι ο χρόνος σύμφωνα με το Πλάτωνα. Σύμφωνα με μένα ο χρόνος δεν είναι ποτάμι. Δεν είναι σκοτεινός. Ο χρόνος είναι το ένα, το δυο και το τρία. Είναι απόλυτα μετρήσιμο υλικό, μέχρι το δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου. Αλλά εγώ απέχω από τον Πλάτωνα αιώνες.
Τι θέλω να πω σήμερα; Ξεκίνησα με το γαμώτο κι έφτασα άμεσα στον Ηρόδοτο: "Ούτε γαρ άρχειν, ούτε άρχεσθαι εθέλω!" Έτσι είπε ο πατήρ της Ιστορίας πριν χιλιάδας χρόνων, ο έστι μεθερμηνευόμενο, πως δε θέλω κανέναν στο κεφάλι μου αλλά ούτε κι εγώ να είμαι στο κεφάλι κάποιου. Ωραίος ο Ηρόδοτος.
Αλλά ημείς έχομεν στο κεφάλι μας Βανδάλους βάρβαρους και παρ όλα αυτά δε θα πεθάνουμε. " Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνώτζιαιρη του κόσμου, η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψη!" είπε ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης εκ Κύπρου και δεν τον ξέρει ουδείς ενώ έπρεπε τα αγάλματα του να κοσμούν όλη την χώραν.
Μεταξύ ημών και υμών αυτό το συνώτζιαιρη δεν γνωρίζω τι εστί. Αλλού το εύρηκα συνόκαιρη, που μάλλον είναι το σωστότερο. Από τα συμφραζόμενα πείθομαι για την ανωτερότητα της εκλεκτής μας ράτσας.
Τι θέλω να πω σήμερα; δεν εξάγομεν συμπεράσματα δια την πρώτην! αριστερή κυβέρνηση της χώρας. Εγώ δεν νομίζω πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερή κυβέρνηση. Κατ όνομα λέω ότι θέλω, αφού και ουδείς στην πραγματικότητα θέλει αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα που δεν πεθαίνει.
Και γιατί να θέλει άραγε; Η Αριστερά αυτού του είδους τελείωσε με την πτώση της άλλοτε ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ συνεχίζει ανηλεώς να έχει το όπλο παραπόδας. [Εσαεί αυτοί που άρχουν του ΚΚΕ-πάλαι αυτό το άρχω!- οι ψεύτικοι εντολοδόχοι της Αριστεράς στην Ελλάδα οι εσαεί αριβίστες που καρπούνται της δόξης και της βουλευτικής συντάξεως.]
Τι θέλω να πω σήμερα; Ανακαλύπτω έκδηλα πως επλανήθημεν πλάνην μεγάλην ξανά. Αυ, έλεγον οι συνομήλικοι του Ηροδότου, λανθάνομεν και ως εκ τούτου, τα ωά στα οποία καθόμαστε δε θα αυγατίσουν.  Ο ενθουσιασμός, ολίγον κατ ολίγον, πίπτει.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

ΔΙΧΩΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ







Αν  η ζωή τελικά είναι δυο-τρία πραγματάκια που δεν τα απολαμβάνεις, αξίζει να ζεις; Και ποια είναι αυτά; Πρώτον ας πούμε ο έρωτας που δεν τον βρήκες ποτέ όπως ήθελες και κουράστηκες να τον ψάχνεις. Ύστερα οι απολαύσεις που είναι πλέον άπιαστες και δεν τις πιάνεις. Τρίτον που η αγάπη έγινε σκουπίδι στα χείλη όλων. Ύστερα η προσφορά και η αλληλεγγύη στο ανθρώπινο γένος που είναι εκμεταλεύσιμη. Ακόμη η καριέρα και τα ιδανικά, η ελευθερία, έννοιες εντελώς αφηρημένες, όταν δεν τις εξουσιάζεις. Χωρίς λοιπόν αυτά τα πέντε πραγματάκια αξίζει να ζει κανείς; και τι είναι το κέρδος από μια άρρωστη ζωή; πόση Ιώβεια υπομονή να κάνει κάποιος ζώντας μόνο μέσα στην απελπισία, τη φτώχεια τη μιζέρια, την ατσαλοσύνη; Όλη αυτή η ζοφερή πραγματικότητα αντικατοπτρίζει τη ζωή του 90 % των ανθρώπων κι ας φέρετε σεις χιλιάδες αντιρρήσεις.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΠΑΦΛΑΣΜΟς



ΑΡΓΌ, ΓΑΛΆΖΙΟ.



Έπεσε πρώτα μια σταγόνα. Μια σταγόνα στη θάλασσα. Άνοιξε τον κύκλο της, μικρό στην αρχή, μεγάλωνε σύντομα έσβηνε όπως ακριβώς σβήνει ένας κύκλος της ζωής. Όπως τελειώνει ένα Καλοκαίρι κι έρχεται το Φθινόπωρο, η πιο γλυκιά εποχή του χρόνου.
Αυτή τη μοναχική σταγόνα πάνω στο βαθυγάλαζο, στο σκούρο χρώμα μιας θάλασσας σχεδόν παραπονεμένης, την παρατηρούσα καθισμένος στα βράχια της χθεσινής παραλίας. Είχε αρχίσει, σχεδόν το σούρουπο και οι μοβ ανταύγειες στο βάθος της Δύσης γλύκαιναν την όψη ενός κόσμου που ήθελε να ζήσει έτσι αλλά δεν τον άφηναν. Ν΄απολαύσει τις μικρές στιγμές της σταγόνας, τον παφλασμό, το ανασήκωμα του νερού, πλίτς! το συντρόφευμα μιας κόρης στην αγάπη, ενός παιδιού στην άκρη να παίζει με το τόπι, να μια ζωή ευτυχισμένη για όσους ήξεραν να την απολαύσουν για όσους γνώριζαν πως η σταγόνα διαρκεί όσο μια ζωή.
Η βροχή έπεσε απαλά, πράγμα παράξενο γι αρχές Φθινοπώρου, ένα πολύ μακρινό μπουμπουνητό, υποχθόνιο, μου υπενθύμισε τις σκληρές και καλά κρυμμένες υποσχέσεις της φύσης για τιμωρίες. Οι αστραπές τύφλωναν τον ορίζοντα με ένα φως που έλεγες δε θα έρθει ποτέ εδώ.
Όταν άρχισε η βροχή έλυσα τα μαλλιά μου να βραχούν καλύτερα. Οι σταγόνες που έγιναν πολλές τώρα, κύλισαν στο πρόσωπο μου, στο κορμί μου καθώς ήμουν γυμνός, ολόγυμνος στην άδεια πλέον παραλία. Δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος, μόνο το πυκνό σκοτάδι και η βροχή μου έλεγαν πως υπάρχω. Αυτή η απείθαρχη μοναξιά και η γνώση πως ένα αντρικό κορμί περπατούσε μόνο του στη βρεγμένη άμμο, μου έδινε τη χαρά πως έκανα κάτι σπουδαίο. Κάτι που δεν μπορούν ή δε θέλουν να κάμουν οι άλλοι.
Οι σταγόνες δυνάμωσαν αρκετά, πάνω στην επιφάνεια του μαύρου της θάλασσας πιτσιλούσαν σαν μικροί καλικάντζαροι, όμοια με μικρούς ήρωες των κόμικς όταν βούτηξα στο νερό της βροχής και της θάλασσας.
Θα έφευγα πολύ μακριά μαζί τους.
* Κείμενο που έγραψα, μικρός, ίσως 16-17 προσπαθώντας να "κάνω" Λογοτεχνία.


Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΡΟΙΔΟ



ΠΟΙΟς ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
-Ρε συ, κάτσε να κουβεντιάσουμε λίγο σοβαρά..
-Άιντε λέγε.
-Πιστεύεις πως αυτός ο Τραμπ κυβερνάει τον κόσμο;
-Την αλήθεια;
-Ε, ναι ρε μάπα! Την αλήθεια.
-Όχι.
-Και τότε τι γίνεται;
-Τίποτα ρε φίλε. Η Αμερική δε χρειάζεται πρόεδρο. Ο Τραμπ είναι κάτι σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είναι εκεί για να λέει αυτά που του υποδείχνουν οι πολυεθνικές. Μην είσαι κορόιδο!
-Γιατί με υποτιμάς ρε!
-Γιατί είσαι κορόιδο, γι αυτό. Εδώ ο κόσμος χάνεται εσύ δεν έχεις να φας, κι αυτός ο Μερντοκ χώρισε με κάποια Κινέζα.
-Τι λες μωρέ! Ποιος είναι ο Μέρντοκ;
-Αφού είσαι αδιάβαστος ρε νούμερο. Δεν ξέρεις τον Μέρντοκ και μου κάνεις τον έξυπνο. Ογδόντα φεύγα μεγιστάνας του τύπου και η Κινέζα Γουέντι σαραντάχρονη περίπου, χώρισαν.
-Ε και τι με νοιάζει εμένα;
-Καλά. Εσένα δε σε νοιάζει τίποτε, κάνει μουτρωμένος. Ε, γιατί θέλεις να κουβεντιάσουμε;
-Τον Αλέξανδρο Ρήγα τον ξέρεις;
-Τι με ρωτάς; Πρέπει να τον ξέρω κι αυτόν;
-Όχι, είχε μια συνέντευξη και είπε πως η επανάσταση θα έρθει μόνο μετά την απόλυτη εξαθλίωση.
-Άρα δεν είναι τώρα; με αγωνία.
-Όχι, δεν είναι τώρα. Προς το παρόν φαίνεται πως κερδίζει αυτός ο χοντροκέφαλος, ο Μητσοτάκης..
-Τι λες ρε μούργο; [του χώνω μια μπουνιά, διπλώνεται χάμω.] Θα ζήσουμε πάλι με τους  αποστάτες;
-Τι βαράς ρε; Επειδή σου είπα την αλήθεια, [σηκώνεται, κλαίει, τον λυπάμαι.]
-Εγώ πάντως είμαι με την ΕΡΤ ...[τον εξετάζω περίεργα]
-Ρε δεν πρόκειται να βάλεις μυαλό, του λέω. Ποια ΕΡΤ; Προχτές δε μου λεγες πως εκεί γίνεται της πουτάνας; πως πέφτει μεγάλη ρεμούλα, πως διασπαθίζεται το χρήμα του Ελληνικού λαού; Τώρα τι μου το αλλάζεις;
-Ναι, αλλά δυόμισι χιλιάδες άνεργοι..
-Ποιοι άνεργοι βρε μαλάκα; Δε θα πάρουν την αποζημίωση τους; Δε θα τους ξαναπάρουν στις δουλειές τους; Ποιον θα πάρουν εμένα; Αυτοί που έκαναν την κατάληψη του μεγάρου είναι τα λίγα κορόιδα, τους υπόλοιπους καρφί δεν τους καίγεται. Έχουν κάνει τη μπάζα τους. Ξέρεις κανέναν δημοσιογράφο χαζό;
-Όχι αλλά..
-Τι αλλά βρε νούμερο; Ξέρεις ότι ο Μαυροκεφαλίδης παίρνει πεντακόσιες χιλιάδες ευρό το χρόνο και δεν του φτάνουν;
-Τι λες μωρέ; Ποιος είναι πάλι αυτός; Μου επιτίθεται. Εγώ δεν θα πάρω μια ολόκληρη ζωή τόσα λεφτά ....
-Μπασκετμπολίστας, του λέω ήρεμα.
-Θα πάω να γίνω κι εγώ, μου απαντάει κλαίγοντας. Και φεύγει.
Μ αφήνει μόνο μου να σκέφτομαι γιατί υπάρχω σε έναν κόσμο τόσο όμορφο. Μ αφήνει μόνο μου να σκέφτομαι γιατί υπήρξα τόσο μεγάλο κορόιδο. Και το χειρότερο; να μην μπορώ ν αλλάξω τίποτε μόνος μου. Χρειάζομαι κι εσάς μαζί μου αλλά εσείς αλλού βόσκετε και άρα αφού είμαι μειονότητα έχω άδικο.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΚΟΙΤΑΣ;




Όταν έφτασα στο ποτάμι, περπάτησα δίπλα στην καινούργια γέφυρα που είχε μισογκρεμιστεί, πάλι. Έτσι δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι. Πλησίασα κάποιον εργάτη και τον ρώτησα από πού θα διάβαινα, και, αφού γέλασε, μου είπε πως σε αυτό το σημείο μόνο κολυμπώντας θα περνούσα. «Αλλά τα νερά είναι ορμητικά,» του είπα, «δεν ξέρω κολύμπι… «Τι να σου κάνω; πήγαινε παραπάνω στον πόρο» είπε βαριεστημένα και γύρισε στη δουλειά του.
Βάδισα πλάι στην όχθη μέχρι πέρα την παλιά γέφυρα κι ανέβηκα πάνω της. Πήγα μέχρι τη μέση, στο ύψος που είχε κοπεί, στάθηκα κοιτάζοντας το απέναντι κομμάτι. Σκέφτηκα να πηδήξω, μέτρησα τις δυνάμεις μου. Πήρα φόρα να κάμω μια δοκιμή, κώλωσα, παρά λίγο να τσακιστώ στο κενό- την τελευταία στιγμή κρατήθηκα πισωγυρίζοντας. Φοβισμένος, κάθισα και κοίταζα το βάθος του νερού. «Πω, πω! Τι πήγα να πάθω!» σκέφτηκα. Παρατήρησα πόσο μεγάλο πήδημα έπρεπε να κάνω και ομολόγησα αφού ησύχασα κάπως, πως φτηνά την γλίτωσα και πως ήταν αδύνατο να γίνει αυτό. Κανένας άνθρωπος δε θα το κατάφερνε, ακόμα και ο καλύτερος άλτης του κόσμου. Να, λοιπόν γιατί οι άνθρωποι έφτιαχναν γέφυρες. Τις έφτιαχναν για να ενώσουν τις τύχες τους, να ανταμώνουν για αγάπη ή για πόλεμο. Για πόλεμο, το πιθανότερο- εγώ, γιατί πήγαινα; Γιατί ήθελα να περάσω αυτό το ποτάμι; Τι ήταν απέναντι; Μήπως θα ήταν καλύτερα;
Προσπάθησα να ερευνήσω με το μάτι, όσο μπορούσα τον τόπο και είδα τα ίδια πράγματα που ήταν κι από εδώ. Ε, τότε καλύτερα να μείνω! Αναπόδιασα. Τι δουλειά είχα απέναντι αφού κι εκεί δε θα άλλαζε τίποτε; Αλά αμέσως μετάνιωσα. Έπρεπε να πάω γιατί με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κάπου, λίγο πιο πάνω από την παλιά γέφυρα, είναι το αγρόκτημα, που έμενε, μου είχε πει και έβγαλα ένα παλιό, τριμμένο χαρτί που μου είχε κάνει το σχεδιάγραμμα για να μελετήσω τον τόπο.. Δεν κατάλαβα και πολλά, συμπέρασμα δεν έβγαινε, μπερδεμένο ήταν κι αυτό, όπως το κεφάλι του Ντάφλου αλλά θα το έβρισκα. Αρκεί να είχα μια γέφυρα. Να έστηνα εγώ μια γέφυρα με χορτόσκοινα και κρεμασμένος να διάβαινα αντίπερα. Φαντάστηκα κιόλας τον εαυτό μου κρεμασμένο στο κενό, πάνω από το νερό, πάνω από τον κόσμο και τα χέρια μου λύγισαν. Δε θα μπορούσα να κρατηθώ άλλο, θα έπεφτα με παφλασμό στα κύματα και δεν θα ξανάβγαινα.
Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάμω, έπρεπε να βρω άλλον τρόπο- κοίτα πόσο άξιζε μια γέφυρα! Όλος ο κόσμος γεμάτος τέτοιες ήταν και εδώ που χρειαζόταν μια, δεν υπήρχε.» Δε βαριέσαι, θα πάω παραπάνω, στον πόρο, Έτσι δεν είπε εκείνος ο εργάτης; Θα πάω»
Πήρα την άκρη-άκρη κι αυτό μου θύμισε ένα τραγουδάκι, ένα παλιό μοιρολόι κι άρχισα να το τραγουδάω. «Την άκρη- άκρη πήγαινα, τη άκρη το ποτάμι. Βρίσκω του Νάσου τα μαλλιά, του Νάσου τις πλεξούδες, μαλλιά που είν το κεφάλι σας» και τα λοιπά. Όλο το ίδιο έλεγα, δεν το θυμόμουν παρακάτω αλλά πρέπει να έλεγε κάτι σαν μαλλιά που είναι το κεφάλι σας, κορμί που η κεφαλή σας. Κάτι τέτοιο θα έλεγε και θυμόμουν που το τραγουδούσε η μάνα μου αλλά δεν έσκασα και πολύ. Τα τραγούδια που αγαπούσα τα είχα ξεχάσει προ πολλού και τα καινούργια, ήταν δύσκολο να τα μάθεις αν δεν τα αγαπούσες.
Το μονοπάτι ανέβαινε φιδίσιο, χωματερό, ανάμεσα από πλατάνια και ιτιές. Η φωνή μου αντιβούιζε ανάμεσα από πολλούς ήχους. Όπως το κελάιδισμα των πουλιών, το κελάρυσμα του νερού, το θρόισμα των φύλλων. Μέχρι να φτάσω στο διάσελο, τραγουδούσα. Εκεί σταμάτησα. Έτρεξα όλο το ίσιωμα με δύναμη να φτάσω στην όχθη του ποταμού και να κοιτάξω με λαχτάρα το ύψος του νερού. Πράγματι ήταν ρηχό, μέχρι το γόνατο θα έφτανε και αυτό ήταν σε λίγα σημεία. Στα περισσότερα μέχρι το κότσι.
Ευχαριστημένος κάθισα στην όχθη, έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μάζεψα το παντελόνι μέχρι τα γόνατα και με τα παπούτσια στο χέρι-αυτό είναι που λένε μας έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι- μπήκα στο νερό. Κάποια χαραμάδα χαράς που δεν ξέρω από πού ερχόταν, διάβηκε μέσα μου. «Ίσως αυτό να είναι το ποτάμι που έλεγε ο πατέρας μου» είπα και στάθηκα λίγο πριν από τη μέση να κοιτάζω στο βάθος, στη στροφή, ώσπου έφτανε το μάτι. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Εκείνος έλεγε πως είναι ευθεία, χωρίς ιτιές και πλατάνια στις όχθες του, μόνο σκόνη και γυαλιστερές πέτρες. Όχι δεν ήταν αυτό και ίσως να μην υπήρχε τελικά εκείνο το ποτάμι του πατέρα μου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και ξαναπροχωρώντας εκεί που βάθαινε, λίγο πάνω από το γόνατο, δεν πρόσεξα. Γλίστρησα κι έπεσα. Βούλιαξα, μου έφυγαν τα παπούτσια με τις κάλτσες από τα χέρια, πάει, τα πήρε το ρέμα. Χωρίς να σκεφτώ όρμησα, αφού ανασηκώθηκα να τα πιάσω προτού φτάσουν στο βαθύ. Δεν το κατόρθωσα αν και το χέρι μου τα πλησίασε στον πόντο. Μέχρι να το αντιληφθώ, είδα με τρόμο πως είχα μπει για τα καλά στο βαθύ. Κολυμπούσα ενώ με παρέσερνε το ορμητικό ρεύμα, τα παπούτσια είχαν χαθεί από τα μάτια μου αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι αυτά; Εδώ κινδύνευε η ζωή μου, η ζωή ολάκερη αυτό μου έλειπε να σκέφτομαι τα παπούτσια! Με άρπαξε μια δίνη, μια σοίρα με κατέβασε στο βάθος, πάει, τέλειωσα, σκέφτηκα. Ήταν γραφτό να πεθάνω, να πνιγώ. Αυτή ήταν η μοίρα μου για μένα που δεν πίστευα τέτοια πράγματα αλλά με ξανάβγαλε λίγο παρακάτω στην επιφάνεια αφού όμως είχα πιει κάμποσο νερό. Γιατί να μη γίνει έτσι; Πρόλαβα να σκεφτώ. Το υπαρξιακό μου πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο, άρα καλύτερα να μην κάνω καμιά προσπάθεια να σωθώ. Θα ήταν κι αυτό κάτι σαν μια ιδανική αυτοχειρία γιατί τώρα το έβλεπα πως μπορούσα να σωθώ καθώς είχα γαντζωθεί σε έναν κορμό δέντρου και πήγαινα ιλιγγιωδώς όμως ανάλογα με τις κινήσεις του νερού. Όχι, θα τον άφηνα. Θα τον άφηνα τον κορμό, καλύτερα να πνιγώ, καλύτερα να πεθάνω και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα είχα μια δικαιολογία πως δεν αυτοκτόνησα αλλά με πήρε το ποτάμι. Έτσι όλοι θα έλεγαν την άλλη μέρα και θα πρόσθεταν πως κρίμα το παλληκάρι, κρίμα στον άνθρωπο που πνίγηκε, νέος ήταν ακόμα στα σαράντα πέντε του. Θα έκλαιγαν και λίγοι, αν με βρίσκανε, αν έβρισκαν το κουφάρι μου στη θάλασσα όπου σίγουρα θα με ξερνούσε το ποτάμι. «Δεν έχει νόημα να ζεις έτσι!» βούιξε πάλι στο κεφάλι μου πιο ορμητική από το νερό η σκέψη μου. «Εκτός κι αν θέλεις ν αλλάξεις αλά δεν έχεις τα κότσια να το παραδεχτείς. Ο θάνατος είναι η ιδανικότερη λύση αλλά τώρα εσύ τρέμεις. Παλιά έλεγες καλύτερα ένα πιστόλι στον κρόταφο, ναι, αυτό φαινόταν πιο ανώδυνο αλλά τώρα εδώ μέσα γιατί να πνιγείς;»
 Πως είναι όταν πνίγεται κανείς; Εκείνη τη στιγμή του κρακ ήθελα να καταλάβω που δίνεις μια και φεύγεις μαζί με τον άνεμο, μαζί με το νερό, τις χαρές που ήθελες και δε θα τις ξανάβρισκες ποτέ τώρα πια, όπως τον κορμό του δέντρου που ήταν η σωτηρία μου κι εγώ το είχα παρατήσει στη δική του μοίρα.
Με ξαναπήραν οι δίνες, με έχωσαν κατάβαθα, πιάστηκε το πόδι μου σε ένα ριζάρι πλατάνου, εκεί θα έμενα. Να, το τέλος ερχόταν, ένας πόνος στο στήθος, στο κλειστό στόμα που σε λίγο θα ορμούσε μέσα του ο ποταμός. Θα γέμιζε το στόμα μου, στο λαιμό θα κατηφόριζε σα χείμαρρος που φτάνει σε καταρράκτη, νερό, ακατάσχετο νερό. Νερό… νερό… νερό… μα ναι… να, η μνήμη τεράστια, το πόδι μου ξεφεύγει από το ριζάρι μια δύναμη άλλη με ξαναβγάζει στην επιφάνεια, ανάσκελα, ημιθανάτιο στην αντίπερα όχθη. Κάπου ήθελα να πιαστώ, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, δεν είναι κάποιος εδώ; Να μου δώσει ένα χέρι θεέ μου, εγώ που δεν πίστευα σε θεούς, να σωθώ, να γλιτώσω. Ένα χέρι να με τραβήξει στη στεριά σε ένα ποτάμι ξερό, χωρίς νερό, μόνο χαλίκια και γυαλιστερή σκόνη!
Και τότε το ένιωσα.
Κάποιος με έπιασε από τον ώμο, από την πλάτη, από τα μαλλιά. Με έσυρε να με σώσει, άκουγα τις φωνές του, την αγωνία του έτσι που με είχε ξαπλώσει μπρούμυτα κι εκείνος από πάνω μου με το κεφάλι του να έχει γεμίσει αίματα, τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες- και χάθηκα. Έσβησα μ αυτή την τελευταία σκέψη. Ένας γλυκός ύπνος με πήρε σε μια απέραντη κοιλάδα. Φωτεινή.
Μια ευτυχισμένη πολιτεία, καταπράσινη, λουλουδιασμένη φάνηκε σε έναν παράξενο τόπο, μυστηριακό με ένα σπίτι στην μια άκρη της περιποιημένο με κηπάρι, φυτεμένο από μια γυναίκα που έσκυβε και μάζευε λαχανικά, ενώ εγώ στεκόμουν στην εξώθυρα με ένα παιδί στα χέρια να χαμογελάμε στον ήλιο.
Αλλά κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ίδιος ήλιος χαμογελούσε. Η γλύκα από το παράξενο όνειρο στο παράξενο σπίτι και τη γιαγιά απέναντι να παρακολουθεί τους σταλακτίτες, εμένα που κρυβόμουν αργότερα γυμνός στην αγκαλιά μιας επίσης γυμνής κοπέλας και κάποιοι ήθελαν να μας βάλουν φωτιά. Φωτιά σαν αυτή που όταν είχα κλειστά τα μάτια με έριχνε ο ήλιος μέσα σε ένα πορτοκαλί απέραντο, ώσπου άκουσα τη φωνή κάποιου, σαν γνώριμου από παλιά. «Ξύπνησες; Ξύπνα!» μου έλεγε. «Ξύπνα, δεν κάνει να κοιμάσαι, εγώ σε γλίτωσα, σε γλίτωσα είσαι φίλος μου, εγώ σε γλίτωσα δε με θυμάσαι;»
Μου ήρθε να γελάσω ή να κλάψω με τον τρόπο που μιλούσε η τσιριχτή φωνή αλλά νόμιζα πως κάποιος με κορόιδευε κι όταν, επί τέλους άνοιξα κάποτε τα μάτια μου, ξέφυγα από το πορτοκαλί που με τύφλωνε και είδα τον Φοράδα σκυμμένο επάνω μου χλομό και κίτρινο από το φόβο του.
Μόλις είδε που ανασηκώθηκα και συναντήθηκαν τα μάτια μας, τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, πήδηξε επάνω φωνάζοντας:
-Ζει! Εγώ τον έσωσα… ζει!
Πήγα κοντά του, τον αγκάλιασα κι αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του.
-Γιατί με έσωσες; Τον ρώτησα σοβαρά μισοκλείνοντας τα μάτια. Ποιος σου είπε ότι ήθελα να γλιτώσω;


Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ





ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙς ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ...
 Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού  όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση. 
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά  σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.
 Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς. 
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση. 
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ. 
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε
  ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.
Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι
Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.
Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:
"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*
Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε
  μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.
Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με
  δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.
Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα, έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*
Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.
 * Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.
 **Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.
ΤΕΛΟς



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΕ ΧΑΛΑΣ ΧΑΤΙΡΙ



Τις περισσότερες φορές,τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Απο παλιά ακόμη, αυτό το Σαββατοκύριακο, το είχα κανονίσει με την Βάσω την γυναίκα μου, να πάμε εκδρομή στο Πήλιο, αν δεν πάμε τώρα, δεν θα πάμε ποτέ, μου είπε κλαίγοντας κι εγώ που την αγαπούσα πολύ, αφού ήταν η γυναίκα μου, της το είχα υποσχεθεί αλλά εκείνη η δουλειά στο σπίτι της κυρίας Αποστολίδου, έπρεπε να γίνει, τα τελειώσει, τώρα που αυτή θα έλλειπε, έτσι μου είχε πει, Θανάση κοίταξε να τελειώσεις με τα υδραυλικά, οι βρύσες τρέχουν, το μπάνιο  πλημμυρίζει, το καζανάκι τρίζει, θέλω όταν γυρίσω να είναι όλα εντάξει, αλλιώς χρήματα θα πάρεις του Αι-Κούκου κι εγώ που το είχα μεγάλη ανάγκη αυτόν τον καιρό το ευέλικτο χρήμα της, αναγκάστηκα να πω στην Βάσω πως έπρεπε να αναβάλουμε την εκδρομή, το άλλο Σαββατοκύριακο της ορκιζόμουνα πως θα πηγαίναμε οπωσδήποτε, αλλά αυτή με φίλησε κλαίγοντας, όλο έκλαιγε η γυναίκα μου, τι να κανα, εγώ δεν ήθελα να κλαίει γι αυτό με πήραν και μένα κάτι δάκρυα συμπαράστασης αλλά η Βάσω παραξενεύτηκε, με ρώτησε γιατί κλαις εσύ κι εγώ απόρεσα, δεν ήξερα τι να της απαντήσω κι έτσι πήγα στο εργαστήριο απο δίπλα, να ετοιμάσω τα εργαλεία μου τανάλιες, κάβουρες, κατσαβίδια, αυτά με ζούσαν τόσα χρόνια που ήμουν υδραυλικός, καλός μάστορας έλεγαν όλοι, καλός ήμουν έλεγα κι εγώ αλλά μου άρεσε πολύ και η ιστορία, διάβαζα μετα μανίας χρόνια τώρα, και ξέχασα να σας πω πως η Βάσω είναι καθηγήτρια ιστορίας, οπότε πολύ συχνά είχαμε διαφωνίες πάνω σε διάφορα και καθώς σκεφτόμουν την χτεσινοβραδυνή διαφωνία μας για το αν οι Νεάντερταλ είχαν έρθει σε επιμειξία με τους χόμο σαπιενς, αποφάσισα να πάω να δουλέψω νυχτιάτικα την Παρασκευή, μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου και καπάκι να φεύγαμε για το Πήλιο, πράγμα που μόλις το είπα στην Βάσω, ρίχτηκε στην αγκαλιά μου ευτυχισμένη, στις γυναίκες δεν είναι να χαλάς χατήρι, αλλά της υπενθύμισα πως έπρεπε να παραδεχτεί την άποψη μου σχετικά με τους χόμο κι εκείνη χαμογέλασε, συγκαταβατικά.
Το σπίτι της κυρίας Αποστολίδου είναι λίγο πιο πάνω απ την πλατεία Κυψέλης. Παλιά αρχόντισσα, ξεπεσμένη τώρα, ήθελε τα πάντα να γίνονται στην ώρα τους, φορούσε ακόμα φουρώ και βέλο κι ευτυχώς αυτή την φορά δεν θα την είχα στο κεφάλι μου, μου είχε δώσει τα κλειδιά φεύγοντας λέγοντας να τελειώσεις οπωσδήποτε κι έτσι, παρκάρησα νυχτιάτικα, έξω απο το σπίτι της, πήρα τα εργαλεία κι ανέβηκα στο διώροφο, να αποκαταστήσω όλες τις βλάβες, δουλεύοντας πυτετωδώς μέχρι τις δώδεκα το πρωί του Σαββάτου, οπότε, αποκαμωμένος αλλά ευχαριστημένος, σκέφτηκα να πάω να πάρω κανένα σάντουιτς, με καμιά πορτοκαλάδα γιατί με είχε θερίσει η πείνα, πράγμα που έκανα αμέσως βγαίνοντας προς την πλατεία, είδα τον καφενέ και σκέφτηκα πως σίγουρα κάτι θα είχε, τι σοι καφενές θα ήταν και μου φιαξε ένα μεγάλο σάντουιτς, μου δωσε και μια μπύρα, μπύρα να πάρεις μου είπε με την πορτοκαλάδα δεν ξεδιψάς, θα κιτρινίσεις, κι εγώ που δεν ήθελα να κιτρινίσω, πήρα τη μπύρα , βγήκα στην πλατεία κι όπως προχωροιύσα προς την πλατεία, αναλογιζόμενος τι ωραία θα ήταν στο Πήλιο, δεν είχα ξαναπάει κι είχα ακούσει τόσα για την ομορφιά του, μου μπήκε μια σφήνα στο μυαλό πως είχα ξεχάσει όλες τις βρύσες ανοιχτές στο σπίτι της κυρίας Αποστολίδου αλλά αμέσως την έδιωξα, κάθισα στο παγκάκι κι απολάμβανα το φαγητό με την μπύρα, εγω ενας ευτυχισμένος υδραυλικός, όταν στο απέναντι παγκάκι, κάθισε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ο άντρας μου φάνηκε γνωστός, ναι, ναι, ήτανο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο ηθοποιός που τον εκτιμούσα πολύ και θέλησα λοιπόν να του μιλήσω, όμως ξαναήρθε στο νού πάλι εκείνη η σφήνα, πως είχαν σπάσει όλοι οι σωλήνες στο σπίτι της Αποστολίδου, γειά σου ρε μεγάλε πέταξα περνώντας δίπλα απο τον Κωνσταντίνου, γεια σου είπε κι αυτός και τον θυμήθηκα τότε που έπαιζε στο η δε γυνή να φοβείται τον άντρα, μα τώρα μεγάλωσα συνέχισε ευγενικά, αφαιρετικά, σκέφτηκα να τον ρωτήσω ποια ήταν η γνώμη του για την επιμειξία Νεάντερταλ με τους χόμο σάπιενς αλλά μετάνιωσα επειδή πολύ νερό έτρεχε στο κεφάλι μου, τώρα και πήρα δρόμο, που πας μου φώναξε ο Κωνσταντίνου, θα σου πω για την επιμειξία, άρα τον είχα ρωτήσει, μα έπρεπε να φύγω και περνώντας σαν σίφουνας πλαι τους, έτρεχα με την ψυχή στο στόμα να φτάσω στο σπίτι της Αποστολίδου, με το μυαλό μου να σκέφτεται πως τα πάντα θα είχαν καταστραφεί τώρα εκεί μέσα και ειδικά τα περίφημα περσικά χαλιά, τα πανάκριβα, που είχε ψωνίσει πριν απο παμπάλαια χρόνια στην Βαγδάτη και, φτάνοντας στην εξώπορτα, μπήκα φουριάζος έφτασα στην μέσα πόρτα ενώ το νερό έτρεχε απο παντού, εγω, μούσκεμα στο ιδρώτα, προσπάθησα ν ανοίξω την πόρτα αλλά δεν άνοιγε κι αμέσως θυμήθηκα το πορτάκι στην σοφίτα κι όρμησα στην εξωτερική σκάλα την στριφογυριστή κι είδα στα τζάμια η στάθμη του νερού ξεπερνούσε το ένα μέτρο, τρόμαξα ανέβηκα στην ταράτσα, έφτασα στην σοφίτα που επικοινωνούσε με τον όροφο απο μια καταπακτή, τοίχινη που μόλις την είδα ανοιχτή καταχάρηκα κι ανάμεσα σ αυτό το πρόσωπο της Βάσως, της γυναίκας μου που περίμενε με τις βαλίτσες στο χέρι, κι εγώ που κατέβηκα στο σκοτεινό δωματιάκι, άναψα τον φακό μου έψαξα για την είσοδο στον όροφο αλλά δυστυχώς ήταν κλειδωμένη, αυτή που την αφήνω πάντα ανοιχτή, δεν υπάρχει πρόβλημα του είχε πει η Αποστολίδουκι έβρισα την αναθεματισμένη τύχη μου, οπότε σκέφτηκα να βγω,τί έκανα εκεί μέσα και πήγα προς την καταπακτή, αλλά διαπίστωσα οικτρά πως δεν με χωρούσε να βγώ, πως έγινε αυτό, νευρίασα, αφού πριν απο λίγο είχα μπει και καθώς σγαρίστηκα στον σκληρό σοβά, μάτωσα και κατάλαβα πως οριστικά θα έμενα για πάντα εκεί.
ΤΕΛΟς




Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ



Πέταξα το κουκούτσι απ το παράθυρο στο δρόμο. Κύλησε κάμποσο καθώς το παρατηρούσα, ώσπου σταμάτησε. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσει. Ήθελα να πάει λίγο παρακάτω ή να κινείται συνέχεια, έτσι θα μου έδινε την εντύπωση πως κάτι γίνεται, πως κάτι υπάρχει  αυτό το ήσυχο πρωινό που όλα έμοιαζαν όμορφα και ευτυχισμένα. Ύστερα κοίταξα τη ζωή μου για λίγο. Για λίγο σκέφτηκα κάτι παράξενα πράγματα που έχω κάνει, μικρά ή μεγάλα. Τι ωραία θα ήταν να έπαιρνα τους δρόμους! Και γιατί όχι;. Κατέβηκα από το μπαλκόνι μου πιασμένος από τα φυτά του κήπου, ω ήταν εύκολο, άρα και οι κλέφτες μπορούν ν ανέβουν αλλά δε με ένοιαξε, ξανασκέφτηκα, ας υπάρχουν κι αυτοί, είπα κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο και έναν ήλιο που μόλις γεννιόταν και ήθελε να μου τυφλώσει τα μάτια. Βγήκα στο δρόμο, περπάτησα λίγο με τα χέρια στη μέση, είναι δύσκολο να περπατάς έτσι, δηλαδή χωρίς να κουνάς τα χέρια σου κανονικά-αριστερό χέρι, δεξί πόδι και όχι όπως είχα δει μερικούς παλιά, δεξί-χέρι, δεξί-πόδι. Στην άλλη γωνία που κοίταζα το σπασμένο πεζοδρόμιο ένας ποντικός πετάχτηκε όμορφος να κάνει κι αυτός τη βόλτα του, γιαλπ, γιαλπ- γιάλπ, του φώναξα κι εξαφανίστηκε κατατρομαγμένος ενώ δεν ήθελα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου είδα ένα ποδήλατο, κόκκινο, αστραφτερό και πήγα προς τα εκεί. Το είδα λυμένο, παραξενεύτηκα που δεν είχε κλειδαριές, κοίταξα γύρω μου με υποψία. Κανείς. Κανένας. Κανενέστατος. Έπιασα το τιμόνι, ανέβηκα στη σέλα, ω είχα να κάνω ποδήλατο από παιδί, τι ωραία! Πάτησα τα πετάλια, έφυγα στην κατηφόρα προσεκτικά, στην αρχή αλλά σιγά-σιγά πήρα φόρα κι έτρεξα σαν τον άνεμο. Α! τι ωραία, έλεγα κι ένιωθα μέσα μου κι από έξω μου. Κίνηση δεν είχε καθόλου, μόνος μου ήμουν αυτό το πρωινό και βάλθηκα να κάνω τα παλιά κόλπα μου. Σηκώθηκα ορθοπεταλιές στην κατηφόρα, γύρισα ανάποδα στη σέλα, έτρεξα ανάποδα, ο  δρόμος ίσιωσε, γύρισα μπροστά, άφησα τα χέρια να κάνω μαγκιές. Ναι, τα χέρια στην έκταση, είναι δύσκολο να το πετύχεις αλλά εγώ τα κατάφερνα και χαμογελούσα, ώσπου μου ήρθε ο τοίχος στη μάπα. Το πρόσωπο μου στράβωσε στον σκληρό σοβά, το τιμόνι έγινε τσακλακούδουνο, ο τροχός μπήκε μέσα, ξεφούσκωσε η αλυσίδα κι εγώ με ένα σπασμένο δόντι στο χέρι, σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα όταν ήμουν στο μπαλκόνι μου και κοίταζα το κουκούτσι που είχα πετάξει να κατρακυλάει στην άβυσσο.
Από τα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ μου.


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

ΚΑΤΟΥΡΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ



Κοίταζα προς τον τοίχο δεξιά και λίγο πιο πάνω από τον καθρέφτη.
Δεν είχε τίποτε, ούτε λευκός ήταν, ούτε άσπρος, μια μουντζουρωμένη σκιά έστεκε πιο δίπλα, εκτός πλάνου, δυο μυρμήγκια πήγαιναν την ανηφόρα, εκτός συναγωνισμού κι ο ήχος του κάτουρου συνόδευε κίτρινος αυτό το πρωινό  που δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα να φοβηθώ την ερημιά, την ησυχία, τον κόσμο που ήταν μέσα και έξω από μένα. Το μικρό παράθυρο ευθεία μπροστά μου ανοιχτό, άφηνε τον αέρα της ταράτσας να εισέρχεται στο χώρο, την ψύχρα του κενού της αναπάντητης ερώτησης αν είμαστε καλά-ποιος δεν ήθελε να είναι καλά αλλά αυτό ήταν μια παλιά ιστορία. Αριστερά μου ο άλλος τοίχος, έστριψα το κεφάλι ενώ συνέχιζα να κατουράω τον κόσμο, ανέβαινε μια σωλήνα απ όπου φαντάζομαι θα περνούσαν τα σκατά των από πάνω μας, μιας κι εμείς, εγώ και η γυναίκα μου δηλαδή, μέναμε στο υπόγειο. Αυτός ο άλλος τοίχος λοιπόν, ήταν γεμάτος γρατσουνιές, μολυβιές που σκεφτόμουν κάποτε να τις σβήσω- άιντε κάντο μια φορά κι ας πεθάνω φώναζε η Τούλα η γυναίκα μου που είμαστε χρόνια παντρεμένοι και με λατρεύει όπως κι εγώ αλλά που συνέχεια τσακωνόμαστε κιόλας, επειδή σπάνια έπαιρνα τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Και πως  να μην ήταν σημαντικές αφού εγώ τις είχα κάνει πριν από έναν αιώνα κι ότι είναι παλιό, καταλαβαίνετε παίρνει μια άλλη αξία, γίνεται μυστηριακό, ίσως και χρυσαφένιο- έτσι μου φαινόταν τώρα αυτές οι γρατσουνιές, ενώ συνέχιζα να κατουράω τον πρωινό κόσμο μας. Τζζζρρρρρ.
Βέβαια, στρίβοντας ακόμα πιο πολύ το κεφάλι μου προς τα πίσω, τόσο που κόντεψε να μου κοπεί ο σβέρκος, στην αριστερή γωνία ο γκρίζος σοβάς είχε σπάσει σε πολλές μεριές κι έδειχνε τα εντόσθια του τοίχου κατά το μήκος και το ύψος του χώρου. Έλειπε το πλάτος και ο χρόνος από τις διαστάσεις αν και κατ εμένα ο χρόνος δεν είναι πάντα παρών. Απουσιάζει.
Ένα τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσα από όταν σηκώθηκα στην παλάμη, μου θύμισε τα χρέη στην Εφορία, στον οδοντίατρο, στο μπακάλη, στο καφενείο, στα ενοίκια, στο ρεύμα, στο νερό. Μου το έβαλε εκεί η γυναίκα μου η Τούλα. Πάντα προσεκτική και φρόνιμη, πρέπει να τα πληρώσεις, μου είπε ενώ κεντούσε σαύρες με το μυαλό της .
Μικρά διηγήματα. Τέλος για σήμερα..
Κάτι ψάχνει στο καπέλο του αλλά αυτό είναι από άλλο... διήγημα.
Μερικές φορές είμαι ανεκδιήγητος. [Αλλά κι άλλοι άνθρωποι είναι δεν έχω μόνον εγώ αυτό το... προνόμιο!]


Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ;

Άμα γράφεις κάτι να χει και καμιά αξία, αλλιώς γιατί να το κάνεις; Από προσωπική ευχαρίστηση; τι νόημα έχει να σκοτώνεις και τις λέξεις;  και τι ευχαρίστηση είναι αυτός ο βασανισμός της έκφρασης; Ένα λιμάνι χωρίς να ξέρεις που βρίσκεται, τι σε νοιάζει αν σκοτώνονται κι εκεί οι άνθρωποι; αλλιώς το είπε ο άλλος και δεν πρόλαβες να το συγκρατήσεις, κάτι σαν, αφού δεν ξέρεις σε ποιο λιμάνι πηγαίνεις, τι σε νοιάζει ποιος άνεμος φυσάει; ναι, έτσι θα είναι και συ μπέρδεψες τους σκοτωμούς των ανθρωπων, είναι κι αυτό μια αξία, να το πιστεύεις πως οι άνθρωποι είναι τίμιοι, τι χρειάζεται η ηθική σε έναν ανήθικο κόσμο; όμως αυτά τα δυο πρέπει να συνεξελίσσονται, δεν υπάρχει πια μόνον Δαρβίνεια εξέλιξη και η ασταθής ισορροπία του σύμπαντος κυριαρχεί στις νεώτερες διαπιστώσεις των φιλοσόφων αλλά, ναι, αυτό το λιμάνι που δεν ξέρεις ποιος άνεμος φυσάει και άραγε δε σε ενδιαφέρει γιατί να υπάρχει στις άκρες του μυαλού σου; και δηλαδή θες να μας πεις πως αυτά που αραδιάζεις τώρα εδώ έχουν κάποια αξία και άρα χρειάζεται να γραφούν, να γίνει δηλαδή αυτός ο κόπος, να τα διαβάσουν κάποιοι και να βγάλουν ένα ρεζουμέ αλλιώς τι νόημα έχει αυτό το μπλογκ;



Άμα γράφεις κάτι, να έχει αξία αλλιώς γιατί να το κάνεις. Για να γεμίσεις το κενό, τον χρόνο της πλήξης κι ένα παράξενο φίλιωμα με τις γραμμένες λέξεις; λέξεις γραμμένες στη σειρά επιβεβαιώνουν κάποιο νόημα, είναι σίγουρο αυτό αλλά γιατί οι γυναίκες υπερέχουν συντριπτικά στο μπλογκινκ; ίσως αυτές έχουν μεγαλύτερη ανασφάλεια; ή την δείχνουν. Μάλλον έτσι θα είναι. Οι άντρες είναι πιο ισχυροί σ αυτό το σημείο, είναι πιο δυνατοί στην ανασφάλεια αυτού του κόσμου, πιο εγκρατείς, περισσότερο συγκροτημένοι-έτσι νιώθω σαν άντρας, αυτό σας μεταφέρω. Όμως, σίγουρα πιο δυνατοί είναι οι ερμαρφρόδιτοι, τι παλιολέξη κι αυτή! αν και την καταλαβαίνω ποτέ δεν της έδωσα την απαραίτητη προσοχή, κάτι σαν αρσενικοθήλυκο μου θυμίζει και αυτό πιστεύω πως θέλει να επεξηγήσει, πως δηλαδή θα είναι ο κοντινός στον μέλλον προς εμάς άνθρωπος, [τώρα δεν έβαλα και σε τόσο καλή σειρά τις λέξεις αλλά πάλι με λίγη προσπάθεια θα καταλάβετε τι θέλω να πω].

Και χωρίς να θέλω να επανέλθω στο λιμάνι, ο άνεμος με σπρώχνει πάλι κατα εκεί. Τί νόημα έχει να γράφουμε όλοι; και θα μου απαντήσεις γιατί όχι; όπως μιλάμε έτσι και γράφουμε! τι σε νοιάζει εσένα αν φυσάει ούριος η σιμούν; λίβας ή σορόκος; το λιμάνι ποτέ δε θα είναι το ίδιο και το ξέρεις, όπως πρέπει να ξέρεις πως οι άνθρωποι χρειάζεται να γράφουν, ένα σημείωμα, μια στροφή ενός ποιήματος, ένα σύγγραμμα, μια μελέτη, είδες που βρήκες άκρη στη μέση του ανέμου και στην άκρη του λιμανιού; άρα...

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

ΜΑΙΡΗ ΤΡΙΒΙΖΑ



                                     


Ο ζωγράφος πρέπει να μπορεί να υποστηρίξει το έργο του, άρα η θεωρητική του κατάρτιση χρειάζεται να είναι εφάμιλλη της πρακτικής του πάνω στον καμβά. Κατ αυτόν τον τρόπο η μελέτη Ιστορίας της Τέχνης είναι αναγκαιότατη, η σύγκριση και η σύγκρουση με τους μεγάλους επίσης προγραμματισμένη, άσχετο αν πολλοί ζωγραφίσκοι αλλά και ιστορικοί τέχνης, αναφωνούν πως είναι αυθάδεια να συγκρουόμαστε με τέρατα, σαν τον Βαν Γκογκ, τον Βελάσκεθ, τον Μπρακ και επίσης αναίδεια να αντιπαραβάλλουμε εαυτούς απέναντι σε ιερά τέρατα, τύπου Παρθένη, Εγγονόπουλου, Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Τα ονόματα είναι αναφερόμενα τυχαία όπως έρχονται στο νου, δίχως κανέναν ξεχωρισμό, και ούτε σκέφτομαι πως μπορεί ν αδικήσω άλλους που δεν ονόμασα ιερό τέρας. [Καραβάτζιο, Σεζάν, Τέρνερ] επειδή ο κατάλογος είναι τεράστιος και άρα κάποιοι σημερινοί Έλληνες Μόραλης, Τέτσης, Φασιανός, Τσαρούχης, μπορούν να πάρουν θέση και να γίνουν κι αυτοί... τέρατα.

Έχω την εντύπωση πως οι περισσότεροι ζωγράφοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν το έργο τους και στέκονται ανήμποροι ν απαντήσουν στα όσα κρίνουν, θαυμάζουν, κολακεύουν οι άλλοι για το πόσο καλό ή κακό είναι, συνήθως καλό! υπέροχο! φανταστικό! ένα μέτριο εως κακό αποτέλεσμα.

1) Ξεκινάμε- πάντα ξεκινάμε για να φτάσουμε κάπου. Ζωγραφίζεις , καλώς ή κακώς;
     Μπορείς να μου πεις γιατί ζωγραφίζεις (για να σε βοηθήσω εγώ ζωγραφίζω και για να
     ζήσω). Εσύ; [Να ξέρεις ότι η κουβέντα μας δεν έχει όρια, εκτός από ευπρέπεια, θέλω να
     πω , ότι μπορούμε να μιλήσουμε για τα πάντα].
Αρχικά, Κώστα να σε ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνεις και το βήμα να εκθέσω τις απόψεις μου, σ' αυτό το ονειρικό αλλά και δύσκολο ταξίδι αναζήτησης και κατάθεσης ψυχής.
Πάντα ξεκινάμε για να φτάσουμε κάπου κι όσο κοινότυπο κι αν ακουστεί, πέρα από τον καλώς εννοούμενο προορισμό, σημασία έχει το ταξίδι, θα συμπλήρωνα η ποιότητα του ταξιδιού.
Αυτό το ταξίδι για μένα προσωπικά, σηματοδοτεί τα πρώτα ευαίσθητα παιδικά χρόνια, εκεί που ξεκινάνε οι πρώτες καταγραφές μνήμης. Έτσι, οι πρώτες καρικατούρες έγιναν καλόσχημα σκιτσάκια και σχολικές ζωγραφιές και απόκτησαν τη δική τους δυναμική στα εφηβικά χρόνια. Μία καθ' ομολογίαν γονιδιακή συνέχεια, οδήγησε  τις ανησυχίες των χρόνων εκείνων σε καλλιτεχνική παρόρμηση που γέμιζε αβίαστα σελίδες με θεματογραφία προσαρμοσμένη στη νιότη. Συνεπώς αντιλαμβάνεσαι ότι εκ προοιμίου απορρίπτεται η έννοια του κακώς ζωγραφίζω.  Προσπαθώ μέσα από την τέχνη, -σταδιακά με μελέτη, πιο εντατική τα τελευταία χρόνια, με  μεγάλα αποθέματα υπομονής- να αποδώσω την αλήθεια μου, τα μηνύματα που εισπράττω από τον κόσμο, μέρος της ευαισθησίας μου ή και το όλον. Άλλωστε ένα έργο αποτελεί έναν αδιάψευστο μάρτυρα της αλήθειας του δημιουργού του. Το ψέμα δεν έχει θέση  σ' αυτό, ούτε καν η  ψευδαίσθηση.
Όχι, δεν ζωγραφίζω για να προσποριστώ. Όμως δεν μένω αδιάφορη σε μία ενδεχόμενη πώληση, θα με ικανοποιήσει πολλαπλώς , κυρίως λειτουργεί  σαν απόδειξη θετικής ανταπόκρισης της  ποιότητας της δουλειάς μου και γιατί όχι και ως αναγνώριση.
2)  Παρατηρώντας την εργασία σου σε σύνολο έργων που έχεις δημοσιεύσει αλλά και μερικών που έχω δει ζωντανά, έβγαλα το πρώτο συμπέρασμα πως είσαι ολίγον τεμπέλα;   Ειδικά στα κάρβουνα , λες και  τα παρατάς στην αρχή ούτε καν στη μέση. [Πολλοί ζωγράφοι έχουν παρατημένα έργα.]
Χαίρομαι για την παρατήρησή σου, γιατί μου δίνεται έτσι η ευκαιρία να εστιάσω σε προσωπικό επίπεδο στον τομέα εργασία. Αν κάτι με χαρακτηρίζει σαν άτομο και στάση ζωής είναι η σκληρή , πολυεπίπεδη δουλειά , τόσο στον τομέα των σπουδών όσο και στην μετέπειτα επαγγελματική μου πορεία. Υπερασπίζομαι  με σθένος την άποψη, ότι υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις και συνθήκες οιοσδήποτε μπορεί να αποδώσει τα ανάλογα.
Όσο για τα τεμπέλικα κάρβουνα, αποτελούν μέρος των εργαστηριακών μαθημάτων στο
ελεύθερο σχέδιο πριν από μία εικοσαετία .
  Έκτοτε έχει χυθεί πολύ μελάνι, όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα κι  ελπίζω να είναι εμφανής η διαφορά.
3)  Νομίζεις ότι μου αρέσει η ζωγραφική σου; για ποιο λόγο πιστεύεις πως θέλησα να κουβεντιάσω μαζί σου;  ( Φυσικά θα απαντήσω κι εγώ).

Αν κρίνω από το ύφος των παρατηρήσεων σου θα έλεγα ότι υπάρχει μεγάλος ανήφορος ακόμη κι έτσι πρέπει να είναι. Εκτιμώ και ασπάζομαι την κρίση σου, θεωρώ ότι μόνο με συνεχή μελέτη και άσκηση πλησιάζεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πόσο μάλλον στην Τέχνη!
Πιθανόν οι εντάσεις των χρωμάτων ή κάποια μορφή ή ακόμη το συγκινησιακό φορτίο μου να κατάφερε να προσεγγίσει κάποιες δικές σου ευαίσθητες χορδές ή ακόμη και να συνταυτίστηκες σε κάποιες  απεικονίσεις.....
Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι κάθε έργο αντανακλά κάποιους κώδικες επικοινωνίας με το κοινό.
4) Όχι δεν συνταυτίστηκα, μηδέ είμαι "κοινό"-δε μ αρέσει αυτή η λέξη για τον κόσμο, πόσο μάλλον για τον εαυτό μου. Κάτι στην φαινομενικά; απροσποίητη κοινωνική σου συμπεριφορά με κέντρισε, σίγουρα μου αρέσει αρκετά η δουλειά σου. [Αυτά για την απάντηση μου στην προηγούμενη ερώτηση.]  Και για να συνεχίσουμε, υπάρχει μία έκρηξη χρώματος στα περισσότερα έργα σου που οδηγεί σε ένα εικαστικό αποτέλεσμα, πως το επιτυγχάνεις αυτό;  Μοιάζει  λίγο αληθινό πως θέλεις να φαίνεσαι τίμια με το έργο σου.
Είσαι έμπειρος τον χώρο της Τέχνης και γνωρίζεις ότι η επίδραση του χρώματος είναι σχεδόν καταλυτική, προκαλεί διαφορετικά οπτικά συναισθήματα. Λατρεύω και με συνεπαίρνει η διαδικασία του "παιχνιδιού" παντρέματος των χρωμάτων και της εξέλιξής τους και αυτή η δημιουργική φόρτιση δεν σταματά,  εάν δεν ικανοποιεί το δικό μου οπτικό  και ψυχικό πεδίο.
Η διεργασία επεξεργασίας  θερμών και ψυχρών χρωμάτων, άρα η συνένωση του ενθουσιασμού, της εξωστρέφειας καθώς και της οικειότητας των πρώτων, με την γαλήνη, μελαγχολία και απογοήτευση των δεύτερων, οδηγεί σε απίστευτα εικαστικά μονοπάτια.
Αυτή την εσωτερική ένταση στην προσωπική μου πινελιά , προσπαθώ κι ελπίζω να την αποτυπώνω στα έργα μου με συνέπεια και να τα κάνω όσο λιγότερο άψυχα γίνεται.
Κι όπως έλεγε κι ο  Picasso : "Δεν κάνω  ότι θέλω αλλά ό,τι μπορώ".
5) Σωστό, αυτό για τον Πικάσο. Κάνεις προεπιλογή θέματος ; Κρατάς σημειώσεις όταν αρχίζεις; η ανοίγεις την παλέτα και όπου σε βγάλει ; [πάντως επιμένω ότι πρέπει να δουλεύεις παραπάνω τα έργα σου]
"Το θέμα έχει σημασία γι' αυτούς που έχουν τα μάτια να δουν κι αίσθηση για να το αισθανθούν", έλεγε ο Γ. Τσαρούχης,
Σχεδόν πάντα μελετώ καλά και σχεδιάζω το προς επεξεργασία έργο. Ιδιαίτερα τις θεματικές ενότητες στις οποίες καλείσαι να ανταποκριθείς. Όμως, δεν είναι λίγες οι φορές, κυρίως στα αφαιρετικά έργα, που αβίαστα μία πινελιά, μία πάστα, μία δυναμική κίνηση με σπάτουλα, να αποτελέσουν το έναυσμα για να σε καθοδηγήσουν σε σαγηνευτικούς ατραπούς και σου ομολογώ, ότι απολαμβάνω αυτό το ξεδίπλωμα του άγνωστου.
Άλλωστε η τέχνη είναι ένα μυστήριο....!

6)  Ανάφερε δύο τρεις σύγχρονους ζωγράφους που που αρέσουν και άλλους τόσους που δεν σου αρέσουν και πως άδικα έφτιαξαν το όνομα που έχουν στην αγορά και τον πολιτισμό μας.
Εξαιρετικά δύσκολη η επιλογή, εάν αναλογιστούμε τις ανυπέρβλητες αξίες των ιερών τεράτων στο Πάνθεον της Τέχνης.
Προσωπικά ένας ζωγράφος που αγάπησα στη νιότη μου και επηρέασε την πρώτη γραφή μου ήταν ο Γιώργος Γουναρόπουλος κι αυτή αέρινη μυστηριακή αχλή στα διάφανα έργα του. Μ' αρέσει η τεχνική πολλών σύγχρονων ζωγράφων, ενδεικτικά να αναφέρω  τον Δημοσθένη Κοκκινίδη, τον Στέφανο Δασκαλάκη καθώς και μία σειρά άλλων υπέροχων δημιουργών, ων ουκ εστι αριθμός....
Δεν θα μπορούσα  να μην αναφέρω τις αλλεπάλληλες επισκέψεις μου στο Ζόρζ Πομπιντού, στο Παρίσι, στα αφιερώματα που έκανε προ διετίας στον Rene Magritte και τον Paul Klee. Συναρπαστικά εικαστικά ταξίδια.
Τώρα στον αντίποδα, πάντα κατά την προσωπική μου άποψη, είναι η υπερεκτιμημένη δουλειά και η επίμονη προσπάθεια παρέμβασης στο εικαστικό τοπίο των Jeff Koons, του Ζάν Μισέλ Μπασκιά και του Damien Hirst.
7) Ti νόημα έχουν οι τίτλοι  στα έργα σου; είδα πως χρησιμοποιείς κάποιες πομπώδεις λέξεις, χρειάζεται δηλαδή να βάζουμε τίτλους ; και που να τους βρούμε όταν έχουμε ζωγραφίσει ....χιλιάδες έργα;
Έχεις απόλυτο δίκιο, χρησιμοποιώ κατά κόρον βαρύγδουπους τίτλους, όχι για εντυπωσιασμό. Το τελικό αποτέλεσμα κάθε έργου, υπαγορεύει τον τίτλο του, είναι σαν μία άτυπη συνομιλία ανάμεσα σε δημιουργό και στο έργο. Βέβαια, υπάρχουν και οι προκαθορισμένοι τίτλοι, συνήθως σε θεματικές εκθέσεις, που λειτουργούν ενίοτε σαν τροχοπέδη, παρ όλα αυτά γίνονται συχνά το εφαλτήριο για να απαντήσεις στην πρόκληση.
Φανατική υπέρμαχος του μη απόλυτου, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, δεν θεωρώ θέσφατο τον τίτλο σε ένα έργο. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε, ότι δημιουργός, έργο τέχνης και θεατής βρίσκονται σε έναν ατέρμονο διάλογο.

8)Μ άρεσε αυτό το μη υπέρμαχος του απόλυτου... Ένας ζωγράφος πόσα έργα λες ότι πρέπει να ζωγραφίσει στη ζωή του; είσαι υπέρ του πολύ (Πικάσο) ή του λίγου (Μαλέας);
Η ζωγραφική διαδικασία Κώστα, είναι εξαιρετικά δύσκολη και το γνωρίζεις πολύ καλά από την πολύχρονη εμπειρία σου. Η ώρα της δημιουργίας είναι ιερή, η αίσθηση ότι διακτινίζεσαι σε μέρη όπου ο χωροχρόνος καταργείται είναι κανόνας. Μόνο σε απόλυτη ηρεμία και προσήλωση δημιουργείς, αλλιώς απλά φλυαρείς. Έτσι πολύ απλά εάν έχει διασφαλίσει τις ιδανικές συνθήκες ένας δημιουργός, φυσικά εάν σ' αυτή την ενασχόληση έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, εκ των πραγμάτων θα έχει και μία μεγάλη παρακαταθήκη πίσω του.
Εκ των ουκ άνευ η εστίαση στην ποιοτική και όχι  ποσοτική παραγωγή.
9)  Κολακεύεσαι όταν σε επαινούν και νευριάζεις , μουτρώνεις κατά το κοινώς λεγόμενο, όταν σου κριτικάρουν την δουλειά σου;
Έχω μάθει να μην κολακεύομαι  γενικά, πόσο μάλλον στον τομέα της  Τέχνης, που δεν διατείνομαι ότι έχω κατακτήσει και το Έβερεστ!  Αντιπαθώ τις ακρότητες και τις υπερβολές, από ένστικτο αντιλαμβάνομαι τις βαθύτερες διαθέσεις σε πολλές των περιπτώσεων .
Έχω μάθει να λειτουργώ με υπευθυνότητα και συνειδητό επαγγελματισμό στην μέχρι σήμερα ευρύτερη επαγγελματική μου πορεία, κυρίως να είμαι ειλικρινής σε ότι καταθέτω. Δεν αρνούμαι την ανακούφιση και ευχαρίστηση, κυρίως εάν προέρχεται από χείλη καταξιωμένων στον χώρο ανθρώπων, όπως και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον εισπράττω και το απαιτώ και τα αρνητικά σχόλια,  αυτά άλλωστε σε πεισμώνουν και σε εξελίσσουν.
10) Έχεις δουλέψει επί παραγγελία ; κι αν ναι, πως σου φαίνεται αυτό; πρέπει ο ζωγράφος να εργάζεται επί παραγγελία; Ας πούμε η Γκέρνικα ήταν παραγγελία....
Ασφαλώς, μερικές φορές έτυχε να δουλέψω κατόπιν παραγγελίας. Δεν θα έλεγα ότι αποτελεί μία αρνητική παράμετρο στην όλη διαδικασία. Αρκεί να οριοθετεί τις χρονικές και ποιοτικές συντεταγμένες ο καλλιτέχνης.
11)  Δεν  βλέπω τίτλους σπουδών στο βιογραφικό σου, εννοώ το ζωγραφικό, Για πες μου, πως σου φαίνεται αυτή η διαμάχη μεταξύ καλοτεχνητών και αυτοδίδακτων;
Γεγονός ότι δεν  έχω να παραθέσω ένα πλούσιο ζωγραφικό βιογραφικό. Αν εξαιρέσεις ότι προ εικοσαετίας και για μία διετία παρακολούθησα κοντά σε υπέροχους δασκάλους ελεύθερο σχέδιο και Ιστορία της Τέχνης, με τον καθηλωτικό Παντελή Τσάβαλο, Ιστορικό και Θεωρητικό της Τέχνης, Καθηγητή και Κοσμήτορα στο Κολέγιο ΒΑΚΑΛΟ.
Όμως δεν  έπαψα να μελετώ και  να σχεδιάζω, αφού είχα την τύχη να ασχοληθώ ενεργά με την αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, διακόσμηση και σχεδιασμό επίπλων. Εξαιρετική εμπειρία, με ιδιαίτερες απαιτήσεις και αριστουργηματικά αποτελέσματα.
Θα σου εξομολογηθώ ότι δεν ορρωδώ μπροστά στην έλλειψη τίτλων στον τομέα της Τέχνης  και με αφορμή τον τίτλο της συνέντευξης που με εξιτάρει θα σου  παραθέσω, φυσικά περιπτώσεις που γνωρίζεις, όπως αυτή του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που στα πρώτα του ανασφαλή βήματα, προσπαθούσε με μεγάλη δυσκολία να αντιγράψει μεγάλους ζωγράφους κι όμως πέτυχε. Ο Φράνσις Μπέικον, αυτοδίδακτος ζωγράφος, διακοσμητής, σχεδιαστής επίπλων, είναι σήμερα στην κορυφή της χρηματικής αξίας στους μεγάλους οίκους δημοπρασιών πινάκων ζωγραφικής. Ο Πολ Σεζάν, αυτοδίδακτος, αφού η μοναδική του επαφή με την συστηματική διδασκαλία ζωγραφικής ήταν τα βραδινά μαθήματα σε σχολή της πόλης του. Με δύο αποτυχημένες προσπάθειες στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, κατάφερε να αναπτύξει εν τέλει την δική του τεχνοτροπία κι έσπασε τα στερεότυπα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής.
Ο Π. Τέτσης έλεγε :  " Όσο ανίδεος κι αν είναι κανείς περί τέχνης - και καλό είναι να είναι ανίδεος- τόσο καταλαβαίνει περισσότερα. Γιατί αυτός που ξέρει βάζει τη λογική και λέει το έργο πρέπει να έχει αυτά τα συστατικά".
Όσο για την  περίφημη διαμάχη μεταξύ καλοτεχνητών και αυτοδίδακτων καλά κρατεί, είναι σαφές ότι πριν και μετά την επαφή με το πινέλο υπάρχει πολλή βαρβαρότητα.
Οι καλλιτέχνες είναι πολυσύνθετοι άνθρωποι. Κι αυτό είναι θετικό για την Τέχνη, γιατί όσο πιο πολλά είσαι, τόσο πιο πολλά δίνεις στην Τέχνη. Όμως αυτό, οδηγεί ενίοτε και σε επικίνδυνους ατραπούς Ιδιαίτερα όταν κάποιος αντιμετωπίζει την τέχνη του ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΚΆ.
Όλοι μας έχουμε θεάσει εξαιρετικά έργα αυτοδίδακτων κι αυτό γιατί δεν ακολουθούν κάποιες  συγκεκριμένες μανιέρες, που σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργούν σαν τροχοπέδη.
Η αντιπαλότητα ας μην ξεχνάμε ότι σαν φαινόμενο αναπτύχθηκε και μέσα στους κόλπους της ΑΣΚΤ, ανάμεσα σε Καθηγητές ή σε μαθητές και Καθηγητές. π.χ. Ο Μόραλης είχε φανατικούς υποστηρικτές αλλά και πολέμιους. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να βγάλει σπουδαίους μαθητές, κορυφαίους μετέπειτα ζωγράφους.



12)   Κάνε μία ερώτηση στον εαυτό σου και απάντησε. [ Για να δεις πως δεν είναι εύκολο να ρωτάς].
[Με προκαλείς ευχάριστα με την τελευταία σου ερώτηση κι αυτό γιατί στη σύντομη δημοσιογραφική μου καριέρα σε αγγλόφωνο οικονομικοπολιτικό περιοδικό, οι συνεντεύξεις αποτελούσαν πάντα μία σπουδαία πρόκληση.]
Ερώτηση.
Έχει τύχει να σου ζητήσουν να περιγράψεις τα έργα σου;
Απάντηση.
Φυσικά, πολλές φορές. Πιστεύω ότι  η πιο περιττή και άχαρη, σχεδόν δυσάρεστη διαδικασία, είναι να προσπαθείς να εξηγείς με λόγια, για το τι ακριβώς προσπαθείς να πεις με τα έργα σου. Υποτίθεται ότι η ζωγραφική σου κατάθεση είναι η αλήθεια σου. Η προσέγγιση γίνεται μέσα από μία συνεχή εσωτερική πάλη, άμεσα συνυφασμένη και επηρεασμένη και την  ζωή και τα βιώματα του εκάστοτε καλλιτέχνη. Αυτό δεν επιδέχεται μετάφρασης.
[Ευχαριστώ τη Μαίρη Τριβιζά για την αμεσότητα και ειλικρινή στάση της.]

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...