Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

ΜΕΡΕς ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ.ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ. [Πλιάτσικας-Σπάρταλης]




Δεν μπορώ να πω πως δεν τον συνάντησα. Στην πραγματική ζωή όχι, μέσα από τις δημιουργίες του, τις ταινίες, κάποιες κουβέντες του που είχα ακούσει, με συνάρπαζε σαν σκηνοθέτης, σαν κάτι αόριστο, μαγικό, κάτι που είχε να πει κατά μυστηριώδη τρόπο επιβαλλόμενο. Με τον Δράκο του έκανα παρέα πολλές αξημέρωτες νύχτες, προβληματισμένος για το τι είναι ένας δημιουργός σαν τον Κούνδουρο, πόση μαεστρία χρειάζεται για το στήσιμο ενός αριστουργήματος- ο Δράκος είναι ένα αριστούργημα, ειδικά αν λάβουμε υπ όψιν την εποχή και με τα μέσα που δημιουργήθηκε- και γιατί όπου περισσεύει το ταλέντο περισσεύουν και οι δυσκολίες, για να θυμηθούμε πόσα ντράβαλα τράβηξε προσπαθώντας να δείξουν οι αίθουσες τον Δράκο. [Αυτό που πλήρωνε για να το προβάλλουν δεν το ξερα και με κανε να θαυμάσω τις ψυχικές αντοχές του τριαντάχρονου τότε Κούνδουρου αλλά και την πίστη του στην εργασία του.] Από τους ανθρώπους που τον έζησαν γνώρισα την τελευταία του "βοηθίνα" την Μαρία Περρή. Μου είπε πολλές φορές πως ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Αν κρίνω από την ομορφιά και την κουζουλάδα της Μαρίας, καταλαβαίνω πως διάλεγε τους συνεργάτες του. [Άνθρωποι δύσκολοι, αλλιώτικοι, επιμεριστικοί, τρελούτσικοι.]
1] Με την πρώτη ματιά δε μοιάζεις και για "βαρύς" δημιουργός, ο Κούνδουρος τι σου έλεγε επ αυτού; Κατ εμέ, ψυχογραφικά δείχνεις ανεμοστρόβιλος. Αυτό που έγραψε ο Στεφανίδης για το alter ego του Κούνδουρου, εσύ δηλαδή, δε στέκει. Τι διάολο! μπαστούνι του ήσουν όπως συνεχίζει να υποστηρίζει ο Στεφανίδης;
Ωραία ξεκινήσαμε! Λοιπόν, εσύ αποφάσισες να μου κάνεις κάποιες νόστιμες και προβοκατόρικες ερωτήσεις, προβοκάροντας τον προβοκάτορα, αλλά εγώ δεν έχω ανάγκη την υπερβολή αυτή, τσάμπα σπαταλάς το ταλέντο σου! Μια λέξη να μου πεις, θα πω χίλιες. Θα πω εξυπνάδες, θα πω χαζομάρες. Θα είμαι τρυφερός, θα είμαι και βίαιος. Από μόνος μου! Τέλος πάντων, «βαρύς» δε θέλω να είμαι, ούτε και το «μπαστούνι» το παίζω καλά. Σκέψου όμως, ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του,  ο Κούνδουρος αναζητούσε νέους ανθρώπους στην παρέα του, έστω και μόνο για την φυσική τους ρώμη, για να μετακινήσουν ένα καναπέ, ας πούμε, ή για να σπρώξουν έξω από την πόρτα έναν ενοχλητικό επισκέπτη. Ε, κι ένας από αυτούς τους νέους ήμουν κι εγώ. Αυτό ήταν όλο. Ήμουν και ξύπνιος, οπότε καταλαβαίνεις τι έγινε!
2] Φυσικά με τον Κούνδουρο συναντήθηκα από τα μικρά μου χρόνια, με τον Δράκο. Και τη Μαγική πόλη, ίσως και τις Μικρές Αφροδίτες αλλά ο Δράκος είναι το σήμα κατατεθέν του. Μάλιστα στη ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ το τελευταίο μου μυθιστόρημα που διάβασες κι εσύ, υπάρχει μια αντιστοιχία ηρώων όπου ο ένας ήρωας [σωσίας] αντικαθιστά τον πραγματικό με τα όποια αποτελέσματα της ιδέας που όλοι θέλουμε κάποτε να είμαστε κάποιοι άλλοι.
Αυτή δεν είναι ερώτηση, μιλάς για σένα. Καλά κάνεις! Κι εγώ στο βιβλίο μου το ίδιο κάνω, παριστάνω ότι θα μιλήσω για τον Κούνδουρο, αλλά στο τέλος μιλάω για μένα.

3] Ένα βιβλίο χρειάζεται να είναι κοφτερό μαχαίρι για να τυπωθεί. Οι «Μέρες με τον Νίκο» τι μαχαίρι είναι; θέλω να πω ποια είναι η αναγκαιότητα αυτού και γιατί θα το διαβάσει κάποιος νοήμων άνθρωπος;
Το βιβλίο ήταν μια δική μου ανάγκη, να ιστορήσω, να μην χαθούν οι στιγμές μας με τον Κούνδουρο. Δική μου ανάγκη περισσότερο. Αν έχει κάτι «κοφτερό», εγώ θα το έλεγα καλύτερα «πικάντικο», είναι ότι ιστορώ μια σπουδαία προσωπικότητα -έναν άρχοντα- από μέσα, όχι απ’ έξω. Μιλάω για τον «ανεπίσημο» Κούνδουρο που έζησα.
4] Έκανα φύλλο και φτερό το βιβλίο σου. Συγγραφέας είσαι επειδή διηγήθηκες τη ζωή σου; Έχει δηλαδή τόσο ενδιαφέρον για τον κόσμο να μάθει τις κουζουλάδες σου; Έκανα φύλλο και φτερό το βιβλίο σου που σημαίνει πως υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον. Ο υποφαινόμενος πετάει σαν σκούφια, με την πρώτη ματιά, με την ανάγνωση μιας αράδας, κάποιου βιβλίου, ξέροντας αν χρειάζεται να ασχοληθεί έστω κι ένα δευτερόλεπτο μαζί του. Από αυτή την άποψη κερδίζεις κάτι.
Ευχαριστώ πολύ. Το βιβλίο το έγραψα από «μέσα» ανάγκη –όχι για την κονόμα- και γι αυτό είναι φορέας αλήθειας.
5] Ο τίτλος δε μ αρέσει. Τι θα πει μέρες με τον Νίκο; Πατάτες. Στη δεύτερη έκδοση βρες άλλον. Πιο ελκυστικό, περισσότερο συναρπαστικό. Ένα βιβλίο δεν πρέπει να είναι παίξε-γέλασε.
Γράψε εσύ ένα βιβλίο ακόμα και βάλτου όποιον τίτλο θέλεις. Εγώ θα κάνω τα δικά μου. Αυτό το βρίσκω πιο τίμιο, από το να σχολιάζουμε ο ένας τους τίτλους του άλλου!
6]Τι σημασία έχει να γραφτεί κάτι παραπάνω για τον Κούνδουρο; [όσα θέλουμε να ξέρουμε γι αυτόν είναι γραμμένα στα λεξικά.] Και θ αρχίσω από τούτο: Οι μισοί Κρητικοί είναι κακοί και οι υπόλοιποι μισοί, καλοί. Δεν υπάρχεις μέσος όρος, δεν υπάρχει μέτριος Κρητικός, έτσι θέλετε να εμφανίζεστε. Μεγαλομανείς από τον Καζαντζάκη μέχρι τον Κούνδουρο που λίγο ή πολύ τον παρουσιάζεις σαν γίγαντα. Έλα ρε Σπάρταλη! για χαμήλωσε λίγο!
Δε χαμηλώνω Πλιάτσικα τον κώλο σου να χτυπάς! Τοπικιστής είναι αυτός που πιστεύει ότι ο τόπος του είναι καλύτερος από την Κρήτη! Πλάκα κάνω.
7] Η στίξη μοιάζε με την...στύση. Ή την έχεις ή δεν.. Υπερασπίζεσαι πως είναι διήγηση, σχεδόν προφορικός λόγος όσα μας γράφεις και το κατανοώ- και ο προφορικός λόγος όμως, όταν μεταφέρεται γραπτώς, έχει ανάγκη σωστής στίξης και η δικιά σας στύση και στίξη είναι κυριολεκτικά πεσμένη!
Δεν ξέρεις τι σου γίνεται! (Στο λέω με αγάπη)
8] Είπα πως δεν είναι ανιαρό βιβλίο σαν τέτοια που καταντούν συνήθως αυτά τα πονήματα που κολακεύουν ακόμα και τα ελαττώματα των ηρώων τους. Διαβάζεται. Στα προσωπικά σου, Σπάρταλη, στη σχέση σου με το ποτό είσαι ειλικρινής, όσο σε παίρνει. Μαζί έχουμε πιει κάμποσο. Κάμποσο-πολύ, μπορώ να πω. Δε μου κάνει εντύπωση που ο Κούνδουρος δεν έπινε. Μόνο γι αυτό, ήταν μεγάλος από τους μικρούς άντρες. [Συμπερασματικά, πάντως δε γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής στον αναγνώστη σου έτσι που τον παρουσιάζεις, εσύ σαν σαρκοαυτοβιογραφούμενος μέσα από όλο αυτό, μερικές φορές με εξέπληξες, διαφέρεις από την εν ζωή παράσταση σου.Γιατί;]
Με μπέρδεψες τώρα. Τέλος πάντων, οι άνθρωποι που ήξεραν πολύ καλά τον Κούνδουρο και οι άνθρωποι που ξέρουν πολύ καλά εμένα, δεν μου έχουν επισημάνει καμία αντίφαση ζωής-έργου μας. Το αντίθετο μάλιστα, όλοι λένε ότι το βιβλίο ζωντάνεψε μέσα στο νου τους τα θρυλικά μας κατορθώματα με τον Νίκο!
9] Οι άλλοι συντελεστές του βιβλίου λίγο ενοχλούν, ας πούμε η κυρία Μαζίρη και ο Στεφανίδης που διάκεινται φιλικά προς τον συγγραφέα, παραείναι μεγαλιότητες και καθόλου φειδωλοί στα κοσμητικά. [Χαριτωμένος! για σένα, μεγαλειώδης, μοναδικός για τον Κούνδουρο και άλλα που δεν χρειάζεται ν αριθμήσω και το ότι δε θα τολμούσες να γράψεις αυτό το βιβλίο αν ζούσε ο Κούνδουρος δε μ αρέσει, δείχνει δειλία.]
Ο Στεφανίδης με εξάρει και η Ματζίρη μου «τα χώνει» χοντρά –και καλά κάνει–,  δεν το διάβασες καλά το βιβλίο, μου φαίνεται, ή με προβοκάρεις και πάλι κατά τη συνήθεια σου! Λοιπόν, έχω μια σειρά από αντιφάσεις στο σακούλι μου, μάθημα του Κούνδουρου κι αυτό. Βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα κι έτσι στρέφομαι από τρυφερός σε βίαιο και από γενναίος σε δειλό. Δε θα είχα εκδώσει σε καμία περίπτωση αυτό το βιβλίο αν ζούσε ο Κούνδουρος, αυτό είναι αλήθεια και γι αυτό… είμαι δειλός. Ζει όμως η σύζυγος του Νίκου, ο γιος και η κόρη του, πολλοί ένδοξοι φίλοι του και γι αυτό… είμαι γενναίος! Διάλεξε μόνος σου.
10] Όσο αφορά τη συνολική επίδραση του Κούνδουρου- ένας άντρας όταν φεύγει δείχνεται το έργο του, όσο κι αν αυτό είναι σχήμα οξύμωρο- ο πολύς κόσμος μάλλον τον αγνοεί. Ένα μικρό γκάλοπ για την αναγνωρισιμότητα του θα σε πείσει για το λεγόμενο μου κι αυτό με θλίβει γιατί όντως αυτός ο άνθρωπος πρόσφερε αρκετά, σημαντικά πράγματα στον χώρο της τέχνης. [Για την ίδια τη ζωή δε νομίζω πως χρήζουν ιδιαίτερης μνείας, ει μη μόνο για τους οικείους του.]
Έργο και ζωή για τον Κούνδουρο ήταν ένα. Κι εγώ το ίδιο κάνω κι εσύ το ίδιο. Γι αυτό πίνουμε και συζητάμε μαζί τόσα χρόνια. Ο Κούνδουρος έγινε πρωτοπόρος σκηνοθέτης γιατί ήταν πρωτοπόρος άνθρωπος, ενώ ο Αγγελόπουλος έγινε πρωτοπόρος άνθρωπος γιατί ήταν πρωτοπόρος σκηνοθέτης. Καλό έτσι? Σε κούφανα τώρα Πλιάτσικα! Σ αγαπώ και σ’ ευχαριστώ. Φτάνει.
11] Προτού ... φτάσει, κάνε μια ερώτηση στον εαυτό σου και απάντησε.
Μου ζητάς να κάνω μια ερώτηση στον εαυτό μου. Τίμιο! Θα την κάνω. Με ρωτάω λοιπόν αν είμαι ευτυχισμένος. Και απαντάω μόνος μου. Ευτυχισμένος είναι ο ανόητος άνθρωπος ή ο μέθυσος, μέθυσος με οποιοδήποτε τρόπο. Εγώ ανόητος δεν είμαι, είμαι όμως "μέθυσος", με τη ρακή, το κρασί και τον έρωτα, τον κάθε έρωτα. Έζησα λοιπόν ευτυχισμένες στιγμές, πήγα μέχρι εκεί που πάει ο άνθρωπος. αυτό ήταν όλο. Η ευτυχία είναι στιγμές και είχα τέτοιες πολλές.
Ένας πίνει, δέκα μεθούν. Σπάρταλη. Το βιβλίο σου είναι καλό. Αυθεντικό πόρισμα.
Διαβάστε, λοιπόν φίλοι ένα καλό βιβλίο για μια αυθεντία: τον Νίκο Κούνδουρο.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗς ΚΑΤΕΡΙΝΗς συνέχεια




Την άλλη μέρα  με το δεξί του μάτι μελανιασμένο να πονάει αφόρητα, τον κάλεσε ο διοικητής επιλαρχίας, είχε κατά νου πως η αιτία ήταν όσα είχαν συμβεί στο σκυλάδικο. Τον οδήγησε εκεί ο επιλοχίας που στάθηκε έξω από το γραφείο και περίμενε την εξέλιξη. Ο Γιάννης Μποφίλιος μπήκε σε ένα τέτοιο γραφείο για πρώτη φορά, χαιρέτησε, ανάφερε κατά τα στρατιωτικά και στάθηκε προσοχή, όχι και τόσο καλά, πράγμα που δεν έδειξε να ξεφεύγει της αντίληψης του άλλου.
-Κάτσε! Διέταξε ψυχρά.
Κάθισε, κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Υπάρχει μια μήνυση εδώ εναντίον σου για χειροδικία και τραυματισμό πολίτη, ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
-Όχι, απάντησε.
-Σπάσιμο κάτω σιαγόνας έδειξαν οι ιατρικές εξετάσεις, το λιγότερο ένα χρόνο φυλάκισης από το στρατοδικείο! Κατάλαβες;
-Μα..αυτοί μας επιτέθηκαν…πήγε ν αρθρώσει.
-Δεν έχει καμιά σημασία! Σκάσε! Ο στρατιώτης οφείλει να είναι υπόδειγμα απέναντι στους πολίτες και όχι να χειροδικεί μαζί τους!  Σε άκουσαν κιόλας να απειλείς πως θα τους σκοτώσεις! Κατάλαβες;
-Ποιος είναι ο μηνυτής; Ρώτησε  μετά από λίγη σιωπή, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει την κατάσταση όπως διαμορφωνόταν.
-Νίκος Βαρλαούτης, ο γιος του βιομηχάνου Βαρλαούτη. Επιλοχία! Φώναξε μετά από μια επίμονη ματιά στο παράστημα του Μποφίλιου.
Ο επιλοχίας εισέβαλε σαν αστραπή.
-Πάρτε τον. Είκοσι μέρες αυστηρά φυλάκιση στην απομόνωση.
Και πρόσθεσε συνωμοτικά στο αυτί του επιλοχία για να μην ακούσει ο Μποφίλιος. «Είναι επικίνδυνος. Να έχετε το νου σας»
Στην απομόνωση, εκεί στο αδυσώπητο σκοτάδι, παρέα με τις κατσαρίδες, ίσως κι έναν ποντικό που εμφανιζόταν όταν του  έφερναν κάτω απ την πόρτα φαγητό, βρήκε το χρόνο να συμπεράνει πως αυτός ο κόσμος δεν ήταν καλός. Για πρώτη φορά το συνειδητοποιούσε έμπρακτα. Ήξερε πως ήταν αθώος αλλά αυτό δεν έφτανε. Θυμήθηκε πως η γροθιά του είχε χτυπήσει εκείνον που  είπαν πως ήταν ο Βαρλαούτης, αλλά αυτοί θα τους σκότωναν αν δεν αμύνονταν και προσπάθησε να βρει μια αιτία που τους είχαν επιτεθεί, να συνδυάσει με κάποιο άλλο γεγονός την κακία που έδειξε ο Βαρλαούτης εναντίον τους αλλά δεν έβρισκε κανέναν συνδυασμό. Ο Θάνος δεν είχε πάθει τίποτε εκτός από κάποιες αμυχές και γδαρσίματα και ο κόσμος έξω δεν έδειχνε να νοιάζεται για το τι τραβούσε ο στρατιώτης Γιάννης Μποφίλιος.
Πέρασαν οι μέρες βγήκε από την απομόνωση, τυφλώθηκε από το Χειμωνιάτικο φως του ήλιου βαδίζοντας δίπλα στον Ενιππέα, όταν εμφανίστηκε η Τασία.
-Αυτόν βρήκες να χτυπήσεις ρε! Το καλύτερο παιδί της Κατερίνης; Τι σου κανε ρε; Στάθηκε μακριά του άκρως επιθετική- καμία σχέση με την Τασία που πριν λίγες μέρες ήθελε να τον παντρευτεί.
-Μα, τι σχέση έχεις εσύ μ αυτόν; έκανε.
-Να μη σε νοιάζει! Αδερφός μου είναι,  ο καλύτερος φίλος μου είναι..
-Σε πηδούσε; άλλαξε το ύφος του.
-Να μη σε νοιάζει, ότι ήθελε έκανε! Καλά να πάθεις, να σκουριάσεις στη φυλακή τώρα! και χάθηκε πίσω από τα δέντρα.
Ο Μποφίλιος έτριψε τα μάτια του να καταλάβει πως όλα αυτά συνέβαιναν και δεν ήταν όνειρο.
-Δεν είναι όνειρο Γιάννη, είναι η πραγματικότητα, μίλησε δίπλα του ο Θάνος. Φταις και πρέπει να πληρώσεις. Τι σε έπιασε και τον χτύπησες τον άνθρωπο; Εσύ δεν έκανες τέτοια φίλε! Τι να σου πω..συγνώμη αλλά δεν μπορώ να καταθέσω σαν μάρτυρας υπεράσπισης. Θα πω την αλήθεια: έφταιγες φίλε!
Θα πρέπει να ζούσε σε άλλον κόσμο, δε φαινόταν κάτι διαφορετικό αλλά αυτός χαμογέλασε στο φως του Χειμώνα. Όχι δε θα τους περνούσε τόσο εύκολα, δε γνώριζαν με ποιον τα είχαν βάλει. Καιρός ήταν να το καταλάβουν. Ήξερε πως είχε λίγες πιθανότητες να γλιτώσει και ιδιαίτερα να πείσει τους στρατοδίκες πως ήταν αμυνόμενος, πως φοβήθηκε για τη σωματική του ακεραιότητα, αλλά θα έκανε τα πάντα για να μη πάει φυλακή.
Ενδιάμεσα προείχαν οι πανστρατιωτικοί αγώνες στίβου που ήταν υποχρεωμένος να πάρει μέρος!
-Αυτό που άκουσες! Τον προειδοποίησε ο ίλαρχος-προπονητής. Θα τρέξεις θες δε θες και θα νικήσεις! Άκουσες Μποφίλιο: εδώ είναι στρατός δεν είναι παίξε-γέλασε!
Θα έτρεχε. Θα έτρεχε μέχρι να ξεφύγει από την ανοησία που τον κυνηγούσε από παιδί. Τι να έκανε άλλο;Του ρχοταν να γελάσει και να κλάψει. Τι παράλογος κόσμος μάνα; Της μίλησε στο τηλέφωνο κι εκείνη έκλαιγε. Μέσα από το κλάμα της κατάλαβε πως θα ερχόταν στο στάδιο να τον καμαρώσει. Θα έπαιρνε και την Ελένη μαζί της.
Το στάδιο ήταν γεμάτο ασφυκτικά. Πάνω από δέκα χιλιάδες κόσμου στις κερκίδες φώναζε, χειροκροτούσε, εκδήλωνε την παιδική χαρά του για τα κατορθώματα των αθλητών. Ανάμεσα τους η μάνα του με την Ελένη αγωνιούσαν.
Ο Μποφίλιος το απόγευμα είχε περάσει σαν πρώτος στον τελικό των εκατό μέτρων που θα έκλεινε τους αγώνες. Ήταν προετοιμασμένος γερά, ψυχικά και σωματικά. «Ο κόσμος είναι και καλός,»ψιθύρισε κι ο Θάνος δίπλα του, στα αποδυτήρια, τον κοίταζε αποσβολωμένος. «Θα τα χει χαμένα, δεν εξηγείται διαφορετικά» ψιθύρισε κι αυτός.
-Και να κερδίσεις στον τελικό δε θα κερδίσεις τίποτε στη ζωή, το στρατοδικείο δεν χαρίζεται σε κανέναν! του είπε στην πραγματικότητα.
-Το ξέρω! μίλησε αυτός.
-Ε, τότε; Γιατί να κερδίσεις; Άσε να κερδίσω εγώ που θα πάρω και τιμητική άδεια.
-Δεν κάνω τέτοιες χάρες φίλε, απάντησε.
Όταν ξεκίνησε ο αγώνας της μιας ανάσας, έτσι λέγεται δρόμος ταχύτητας των εκατό μέτρων, ένιωθε πως ήταν ένας αιώνας. Ένας αιώνας που έπρεπε να διανύσει το πολύ σε τριάντα βήματα αν ήθελε να νικήσει, να νικήσει και τον άνεμο που ήταν κόντρα αλλά και για να δώσει χαρά στους ανθρώπους  που ήταν μαζί του στις κερκίδες, που φώναζαν ρυθμικά τα όνομα του. Μπο-φι-λιος! Μπο-φι-λιος!
Έκοψε το νήμα πρώτος, σωριάστηκε στο έδαφος, νόμισε πως θα πέθαινε, μούσκεμα στον ιδρώτα, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στους ανθρώπους, ανάποδα σε όλα όσα φαίνονταν αληθινά και δεν ήταν, ανάμεσα στις εικόνες του πλήθους ξεχώριζε η μάνα του και η Ελένη που έρχονταν να τον αγκαλιάσουν, ναι, την Ελένη θα παντρευόταν, αλλά και ο Βαρλαούτης με την Τασία! Τι δουλειά είχαν αυτοί εκεί; Γιατί είχαν έρθει στη χαρά του; Στη νίκη του; Ακόμα δίπλα και ο Διοικητής επιλαρχίας, παρέα με τον Ίλαρχο χαμογελούσαν με νόημα, τον συνέχαιραν, ναι, ήταν ο πρώτος και πρώτος ο Βαρλαούτης του είπε πως είχε αποσύρει τη μήνυση εναντίον του και ο διοικητής πως δε θα γινόταν κανένα στρατοδικείο κι έτσι ο στρατιώτης Μποφίλιος Γιάννης σηκώνοντας το χέρι φώναξε προς το πλήθος που τον αποθέωνε:
-Μία και μία! Στραβάδια, απολύομαι!
ΤΕΛΟΣ

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗς ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ



ΤΟ ΤΡΕΝΟ Της ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Έξω από το μπαρ του Αρμόδιου, ο στρατιώτης  Γιάννης Μποφίλιος, στο μισοσκόταδο αγκαλιάζει την Ελένη. Είναι η κοπέλα του. Ωραία σκηνή, αυτός φοράει στρατιωτικά ρούχα, εκείνη γαλάζιο φόρεμα, δεν κάνει πολύ κρύο, παρ ότι είναι προς τα τέλη του Νοέμβρη, φιλιούνται σα να είναι η τελευταία φορά που θα βρεθούνε, η Ελένη κλαίει, αυτός της σκουπίζει τα δάκρυα.
-Έλα, μην κλαις, της λέει, δεν θα πάω στη Σιγκαπούρη, στην Κατερίνη πάω, έλα κι σε ένα μήνα που απολύομαι θα παντρευτούμε!
Κρατώντας πάντα στο χέρι το μπερέ των μαυροσκούφηδων  και φορώντας το, όταν ένιωθε άβολα, μπήκε στο μπαρ. Απ το βάθος τα κορίτσια χαχάνισαν κι ο Αρμόδιος πήγε προς το μέρος του.
-Κικάο; Του κλεισε το μάτι κι έσπρωξε τη μπύρα όπως στα καουμπόικα σαλούν.
-Πάντα! του χαμογέλασε.
Ρούφηξε μια γερή γουλιά, ανάσανε.
-Τριάντα και μία; Του γέλασε στα μάτια ο Αρμόδιος. Ήταν χρόνια φίλοι.
-Τριάντα και μία, Αρμόδιε!
-Τι μου θυμίζεις τώρα! Εγώ έχω δέκα χρόνια που απολύθηκα. Ξέρεις ήμουνα πεζοναύτης, πήγα στην Κύπρο να πολεμήσω για την πατρίδα, τι νομίζεις..
-Δε νομίζω..
-..πως σου λέω ψέμματα; Δε λέει ψέμματα ο Αρμόδιος. Λοιπόν φίλε θα σου δώσω μια συμβουλή: μην κοροϊδεύεις το Ελενάκι, εντάξει, είσαι ωραίος, περιζήτητος, σε γουστάρουν όλες αλλά φυλάξου, από κάποια θα τη βρεις! Τι έγινε μ αυτή που τα χεις εκεί στο Λιτόχωρο; Πως τη λένε;
-Την Τασία λες; Ωχ, μωρ αδερφάκι μου, όλο βαβούρα είσαι! Τι να πάθω; Γυναίκες είναι, περνάω τον καιρό μου, πιάσε μια Κικάο ακόμα, έλα! Προχώρα! Κι ήπιε μια θάλασσα.
Την άλλη μέρα το πρωί ήταν μισοσκοτωμένος από το βραδινό μεθύσι, που περίμενε το τρένο, ο καιρός είχε αλλάξει φυσούσε άγρια, πάγωνε το καλοξυρισμένο του μάγουλο. Στο σταθμό της Λαρίσης ,στις αποβάθρες του τρένου τον συνόδευε η μάνα του κι όλο του μιλούσε, και τον συμβούλευε, να προσέχεις παιδί μου, να προσέχεις, λίγο σου έμεινε ακόμη, άειντε ν απολυθείς με το καλό, να γυρίσεις κοντά μας, εγώ φοβάμαι που είσαι ακόμα εκεί με τα όπλα, γιατί δεν βάζουν άλλους; όλους εσύ πρέπει να τους εκπαιδεύσεις;
Την κοίταζε αγαπημένα που τον νοιάζονταν. Φιλήθηκαν σταυρωτά και χώρισαν. Εκείνη περίμενε μέχρι να χαθεί το τρένο στο βάθος κι ύστερα πήρε το δρόμο για την έξοδο από το σταθμό, ενώ ο Γιάννης κάθισε στο κουπέ, δίπλα στο τζάμι κι έβλεπε τα κτήρια να φεύγουν πίσω του.
«Θα προσέχω ρε μάνα, θα προσέχω. Στρατός είναι, δικαιολογούν και κάποιες απώλειες!» μονολόγησε στο σκοτάδι και θυμήθηκε έναν συνάδελφο εκπαιδευτή που είχε χάσει τη ζωή προσπαθώντας να απασφαλίσει μια νάρκη εδάφους.
 Ήξερε πως όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου αλλά δε φοβόταν, πίστευε πως ήταν αθάνατος ή δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα, ποτέ δε σκεφτόταν πως θα μπορούσε να πεθάνει νέος. Ύστερα, κατέβασε το μπερέ να του σκεπάζει τα μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί μέχρι να φτάσουν στο σταθμό του Λιτόχωρου.
Εν-δύο, εν δυο, ένα δυο-ένα δυο, βάδιζε στη σειρά του στον ουλαμό και σκεφτόταν πως ο στρατός είναι άγριο πράγμα, σκεφτόταν πως τους προετοίμαζαν να είναι έτοιμοι όταν έρθει η ώρα να πολεμήσουν. Ύστερα καθάριζε τις πατάτες στα μαγειρεία, παρέα με τους άλλους. Μέχρι ν απολυθείς αγγαρεία και σκοπιά είσαι στους μαυροσκούφηδες, ένα κομμάτι που όταν έρθει η ώρα πρέπει να πεθάνει για την πατρίδα ή για τους στρατηγούς. Ο Μποφίλιος εκτός από όμορφος ήταν και έξυπνος και θα προσπαθούσε να επιζήσει μέσα σ αυτή την άγρια φάρα των πολεμιστών που άμα τους δίνονταν η ευκαιρία σκοτώνονταν και μεταξύ τους.
Μετά την αγγαρεία παίξανε μπάλα, όταν τέλειωσαν ένα άγριο ματς σφούγγισε τον ιδρώτα παράμερα κι άναψε τσιγάρο παρέα με τον Θάνο τον φίλο του.
-Κωλόφαρδοι! Γρύλισε ο Θάνος. Χάσαμε απ αυτούς!
-Θα χάνουμε και καμιά φορά, σκούπισε λίγο αίμα στην κνήμη.
-Χτύπησες ρε; Έκανε ανήσυχα ο άλλος.
-Σιγά, δεν είναι τίποτα. Τι να θέλει ο ίλαρχος; Ρώτησε απορημένος βλέποντας τον πράγματι να έρχεται προς το μέρος τους κι ο Θάνος δεν πρόλαβε ν απαντήσει. Σηκώθηκαν και χαιρέτησαν, στάθηκαν προσοχή. Ο Ίλαρχος τους έγνεψε ανάπαυση.
-Μποφίλιο αύριο το πρωί θα έρθετε και οι δυο για προπόνηση, δε θα πάτε στην κλάση. Οι δυο σας θα τρέξετε εκατό μέτρα στους πανστρατιωτικούς. Έχουμε δέκα μέρες να προπονηθείτε μέχρι τότε. Εντάξει; Συνεννοηθήκαμε;
-Μα κύριε ίλαρχε εμείς δεν έχουμε τρέξει στίβο..πήγαν να πουν.
-Δεν έχει μα και μου, είναι διαταγή! Εμπρός, πηγαίνετε να ξεκουραστείτε κι αύριο στο στίβο! Διέταξε ο ίλαρχος που εκτελούσε και χρέη προπονητή μια και ήταν παλιά δόξα του ποδοσφαίρου.
Οι διαταγές στο στρατό είναι άμεσες και εκτελούνται δίχως αντίρρηση, αυτό το είχε νιώσει καλά ο Μποφίλιος που είχε κάνει αρκετές μέρες φυλακή ακόμα και στην απομόνωση. Απομόνωση, τρομερό πράγμα! Σε κλείνουν σε ένα στρόγγυλο κελί μερόνυχτα, χωρίς τίποτε μαζί σου, σου δίνουν να φας φακές με τα χέρια μια φορά στις τρεις μέρες, το σκοτάδι είναι τόσο απέραντο που δεν ξέρεις πότε είναι μέρα και πότε νύχτα και κάποιες φορές πιστεύεις πως έχεις πεθάνει.

Ξεκίνησαν τις προπονήσεις και έκαναν εκπληκτικούς χρόνους. Ο Μποφίλιος νόμιζε πως δε χρονομετρούσε σωστά ο Ίλαρχος αλλά μετά από συνεχείς χρονομετρήσεις πείστηκε πως μπορεί να έμπαινε στο τελικό και όχι μόνο αλλά να πάρει το χρυσό μετάλλιο.
-Αν δε βγεις πρώτος θα σε χώσω είκοσι μέρες στην απομόνωση! του σφύριξε με χοντρό στρατιωτικό χιούμορ.
-Τι λέει μωρέ ο μαλάκας; Ψιθύρισε δίπλα του ο Θάνος. Αλλά εσύ θα βγεις πρώτος κι έτσι δεν έχεις πρόβλημα.
-Άσε ρε Θάνο είμαι πτώμα και το βράδυ είμαι Γερμανικό νούμερο στη βόρεια σκοπιά, στον Ενιππέα.
Πράγματι ακριβώς στις δύο τα μεσάνυχτα η περίπολος  τον άφησε στη σκοπιά. Μόλις έσβησαν τα βήματα τους άναψε τσιγάρο, κι απέθεσε το Τόμσον στον τοίχο. Έκανε ψύχρα, ο ουρανός ήταν μουντός, τα σύννεφα προς το γκρίζο, σημάδι πως ερχόταν χιονιάς.
Οι ώρες, τα λεπτά, ο χρόνος γενικά περνάει πολύ βασανιστικά στη σκοπιά. Αργά-αργά λες και είναι τσαντισμένο μουλάρι που δε θέλει να κάνει το χατήρι κανενός. Τι-τακ, τικ-τακ οι λεπτοδείκτες ν ακούγονται σα μαχαιριές!
Κάποια στιγμή, θα χε περάσει κάνα τέταρτο άκουσε  θόρυβο στους θάμνους. Άρπαξε το Τόμσον, όπλισε και το στρεψε κατά κει.
-Αλτ! Τις ει; Φώναξε.
Στο αχνόφωτο φάνηκε η σκιά της Τασίας.
-Εδώ είναι η καρδιά, που σημαδεύεις; Εδώ σημάδεψε και πυροβόλησε! Του δειξε το μέρος της καρδιάς της και το μεγάλο στήθος της ανεβοκατέβαινε. Η ανάσα της έβγαινε ζεστή, το φιλί της στο στόμα του υγρό.
-Τι θέλεις εδώ; Θέλεις να με κάψεις; Φύγε γρήγορα! Της σφύριξε στο αφτί.
-Όχι, δε φεύγω! Αν δε μου υποσχεθείς πως θα παντρευτούμε σε ένα μήνα που απολύεσαι δε φεύγω. Ή θα πέσω στον Ενιππέα να πνιγώ ή θα έρθω να τα πω όλα στον ίλαρχο!
-Εντάξει! Εντάξει, φύγε τώρα θα τα πούνε αύριο που έχω έξοδο. Φύγε και θα βρεθούμε στην Κατερίνη και στο μυαλό του ήρθε η μορφή της Ελένης που και σ αυτήν είχε τάξει γάμο μόλις απολυόταν.
Η Τασία αφού τον φίλησε μια φορά ακόμα πιο παθιασμένα, έφυγε, χάθηκε στο σκοτάδι και για μια στιγμή νόμισε πως δεν είχε γίνει αυτή η σκηνή αλλά σαν ηρέμησε σκέφτηκε πως είχε μπλέξει άσχημα με δυο γυναίκες που τον πίεζαν ασφυκτικά για τον ίδιο σκοπό κι έπρεπε να δώσει άμεσες λύσεις. Άμεσες.
Στο δωμάτιο  μικρού ξενοδοχείου στην Κατερίνη.
 Τα ξύλινα σκαλοπάτια τρίζουν κάτω από τις αρβύλες του καθώς ανεβαίνει για να συναντήσει την Τασία. Ανοίγει την πόρτα εκείνη τον περιμένει γυμνή. Ολόγυμνο κορίτσι. Χωρίς να γυμνωθεί αυτός, της κάνει έρωτα. Εμείς βλέπουμε τις σόλες από τις αρβύλες και λίγες λάσπες ξεραμένες που χουν απομείνει εκεί.
Η Κατερίνη είναι όπως όλες οι Ελληνικές κωμοπόλεις της επαρχίας. Πολύβουες αλλά αργοκούνητες. Την ημέρα νομίζεις πως δε συμβαίνει τίποτε κι όλα βαίνουν καλώς. Το βράδυ γεμίζουν οι καφετέριες, τα καφενεία και τα κωλόμπαρα με κόσμο. Στρατιώτες πολλοί, μια και υπάρχουν παντού μαυροσκούφηδες, λοκατζήδες, πεζικάριοι, όλα τα σώματα του στρατού.Οι δυο φίλοι μπήκαν στο σκυλάδικο με κέφι. Έτοιμοι να σαρώσουν τα πάντα. Κάθισαν σε τραπέζι κοντά στην πίστα, παράγγειλαν ένα μπουκάλι ουίσκι.Γεια μας! Σήκωσε το ποτήρι ο ΘάνοςΒίβα! Ακολούθησε ο Γιάννης Μποφίλιος και σηκώθηκε στην πίστα.Το μπουζούκι έπαιζε το είμαι αητός χωρίς φτερά κι ο Θάνος χτυπούσε παλαμάκια στον φίλο του.Είκοσι και μία ρε! Στραβάδια απολύομαι! γελούσε ο Μποφίλιος κι όλα έμοιαζαν ή ήταν ευτυχισμένα. Τίποτε δεν μπορούσε να τους χαλάσει αυτές τις χαρές.Σ αγαπάω ρε εσένα, σ αγαπάω! Είσαι ο καλύτερος φίλος μου! μίλησε όταν κάθισαν στο τραπέζι τους, ο Θάνος.Κι εγώ σ αγαπάω ρε! Κι εσύ είσαι ο καλύτερος φίλος μου! απάντησε.Απέναντι σε μια παρέα χωριάτιδων πολιτών δεν άρεσε αυτό-πάντα υπάρχει μια κόντρα μεταξύ των. Φαντάροι και πολίτες δε χωνεύονται σ όλον τον κόσμο. Δεν άρεσε η ευτυχία που ένιωθαν οι δυο φίλοι. Έτσι είναι, κάποιοι θέλουν να σου την χαλάσουν. Σηκώθηκαν, περικύκλωσαν τους δυο φίλους φαντάρους και το σκυλάδικο μεταμορφώθηκε σε σαλούν του Τέξας. Γροθιές, κλωτσιές, ποτήρια, πιάτα, λουλούδια ξεσφεντονίζονταν κατά παντός. Κανείς δεν καταλάβαινε ποιος χτύπαγε ποιον και για ποια αιτία, ώσπου κάποια στιγμή οι δυο φίλοι μέτραγαν τα σπασμένα κόκαλα τους έξω από το σκυλάδικο που τους είχαν πετάξει.-Θα τους σκοτώσω! Μια μέρα θα τους σκοτώσω! Φώναξε αιμόφυρτος ο Μποφίλιος κι ο Θάνος προσπαθούσε να του κλείσει το στόμα με το ματωμένο του χέρι.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ [αύριο]







Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΜΑΓΚΑ.

Πολύ μ αρέσουν τα σκυλιά που τα φωνάζουν τ αφεντικά τους κι αυτά δεν ακούνε.

Χρυσαφικά του ήλιου, καινούργια ανάσα, μεγάλη απόφαση για κάποιον που αγαπούσε τη ζωή, σαν εμένα που δεν έδινα ποτέ λογαριασμό σε κανέναν, να κυνηγήσω ένα άλλο όνειρο.
Ο Στεφάν περνούσε τον καιρό του με κάτι κυρίες. Πλούσιος, αριστοκράτης, γλεντζές, ασχημάντρας. Ήταν παντρεμένος αλλά δε μιλούσε ποτέ γι αυτό. Τα εν οίκω μη εν δήμω, έλεγε και εκλεινε το θέμα.
-Είναι μια πολύ περήφανη, μου είπε ξαφνικά μια μέρα. Ακατάδεκτη. Χρύσα τη λένε. Να της δώσω το τηλέφωνο σου; με ρώτησε και με κοίταζε ερευνητικά.
-Γιατί το δικό μου; γέλασα. Και είσαι σίγουρος πως θα μου τηλεφωνήσει;
-Ναι, άμα της περιγράψω πόσο όμορφος είσαι θα σε πάρει σίγουρα, είναι η γυναικεία περιέργεια.
Το ύφος του δεν έκρυβε καμιά ειρωνεία.
-Μόνο εσύ μπορείς να της σπάσεις τα μούτρα! επειδή είναι όμορφη εμάς δε μας καταδέχεται! Εξ άλλου δεν κάνουν όλες οι γυναίκες για όλους τους άντρες.
Χαμογέλασα με κάποια αυταρέσκεια αν και δεν είχα ποτέ αμφιβολίες για το ποιος ήμουν-ένα σκυλί που δεν άκουγε κανέναν. Ο Στεφάν κατά βάθος δε φαινόταν να με ζηλεύει. Απλά ήταν ελαφρώς περιπαιχτικός γύρω από τους όμορφους.
-Δεν έχει καμιά σημασία η ομορφιά, έλεγα εγώ ψεύτικα.
-Έχει πολύ μεγάλη σημασία μάγκα! είναι σπουδαίο να είσαι όμορφος, ωραίος! κι εσύ είσαι! κρίμα που δεν είμαι κι εγώ! Να δώσω το τηλέφωνο σου της ακατάδεχτης;
-Εντάξει, είπα. Δος το και δεν ήξερα τι μπορούσε να συμβεί με αυτή μου την κίνηση.

Το βράδυ ήρθε αργό. Ντύθηκα κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, καλός είσαι μη κοιτάζεσαι! με είχε συμβουλεύσει η τελευταία γυναίκα που έζησα μαζί της τρία χρόνια. Με ζήλευε, όχι πολύ αλλά καμιά φορά η λίγη ζήλια τονώνει το αίσθημα ανωτερότητας που υπάρχει σε όλους τους ωραίους άντρες σαν εμένα. Έφυγε όμως, με παράτησε και ήταν η μοναδική που το είχε κάνει αυτό. Είσαι πολύ όμορφος! δεν αντέχεσαι, γι αυτό φεύγω. Καλή τύχη μάγκα! Έτσι μ αποχαιρέτησε ένα πρωινό στην άσφαλτο.
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη δεν έλεγε όλη την αλήθεια, πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα πυκνά, ρούσα μαλλιά και βγήκα. Που θα πήγαινα; κανένας δε με περίμενε απόψε και μάλλον θα κατέληγα στη γνωστή παρέα στο μπαρ του Αρμόδιου. Χρόνια πήγαινα εκεί, ωραία ήταν. Πειράγματα με τους φίλους αντροπαρέα αλλά και πολλές γυναίκες. Όμορφες, πουτάνες. Μεθυσμένες, μερικές μαστουρωμένες, τις είχα βαρεθεί.
Μηχανικά κατευθύνθηκα προς τα εκεί, που να πήγαινα; πολλά χρήματα δεν κυκλοφορούσα τελευταία, άρα ήταν μια βολική λύση ο Αρμόδιος, που μόλις με είδε να κάθομαι στη μπάρα, έσπρωξε προς το μέρος μου μια Κικάο, την αγαπημένη μου μπύρα. Ανταλλάξαμε μια φιλική ματιά, με συμπαθούσε ο Αρμόδιος που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης αλλά ένεκα της ονομασίας του μαγαζιού σχεδόν κανείς δεν τον ήξερε με το πραγματικό του. Από την  άκρη της μπάρας με χαιρέτησε η Ντόνα, γυναίκα μιας βραδιάς. Της χαμογέλασα. Είχαμε κοιμηθεί μια βραδιά μαζί.
Δεν είχα προλάβει να κατεβάσω μια γουλιά από τη μπύρα όταν χτύπησε το κινητό. Το άνοιξα, άγνωστος αριθμός.
-Ποιος είναι; ρώτησα.
-Είμαι η Χρύσα, άκουσα μια ωραία φωνή.
Αστραπιαία θυμήθηκα τον φίλο μου Στεφάν.
-Έλα στο μπαρ του Αρμόδιου, είπα κι έκλεισα.
-Τι σόι άνθρωπος είσαι; σούφρωσε τα χείλια του ο Αρμόδιος από μέσα. Είναι αναγκαίο να ξέρει η κοπέλα το μπαρ μου;
Γάτος ήταν,  πως κατάλαβε πως ήταν κοπέλα;
Δεν του απάντησα, τι να του λεγα, τα πιανε όλα στον αέρα. Κατέβασα μια γουλιά Κικάο, η Ντόνα ήρθε κοντά μου.
-Τι κάνεις όμορφε;
Την κοίταξα λοξά. Έφυγε.
Όταν έφτασε η Χρύσα έμεινα εμβρόντητος αλλά προσπάθησα να μη το δείξω. Πανέμορφη, δεν υπάρχουν λόγια για να την περιγράψω.
-Είμαι η Χρύσα, είπε και με κοίταζε στα μάτια.
-Πως με αναγνώρισες; ρώτησα.
-Μου είπε ο Στεφάν πως είσαι ο πιο ωραίος της παρέας, γι αυτό ήρθα, αλλιώς δε θα με έβλεπες ποτέ.

Σμίκρυνε ο κόσμος μου, έγινε μια σταλιά, αυτή η γυναίκα θα είναι η καταστροφή σου, μουρμούρισε πίσω μου ο Αρμόδιος την ώρα που φεύγαμε αλλά εγώ τον κοίταξε επιτιμητικά, δεν έδωσα και πολύ σημασία στα λόγια του, εξ άλλου δεν ήμουν πολύ εύκαιρος στα προφητικά λόγια. Απλά τον ρώτησα αν την ήξερε.
-Όχι, δεν την ξέρω. Κανείς δεν την ξέρει αλλά εσύ καλά θα κάνεις να την αποφεύγεις, μοιάζει επικίνδυνη, άκου και μένα κάτι ξέρω κι εγώ από γυναίκες. Και μάλλον παντρεμένη.
Παντρεμένη; πως του ήρθε και ρώτησα τη Χρύσα γι αυτό.
-Όχι, βέβαια! είπε γελαστά και μ έπεισε.
Όλοι οι άντρες παινεύονται πως ξέρουν πολλά για τις γυναίκες κι εγώ κάτι παραπάνω, έλεγα κι ύστερα από μια μέρα συναντήθηκα με τη Χρύσα, δεν άντεχα μακριά της, ούτε κι αυτή και ήρθε στο δωμάτιο φορώντας ένα πέπλο λευκό, νεράιδα σωστή, κινήθηκε με χάρη, απέθεσε όλες τις αλήθειες της στο δικό μου γυμνό κορμί κι εγώ την αγάπησα, πως γίνεται αυτό; από την πρώτη στιγμή κι εκείνη δεν ήξερε ν απαντήσει.
-Θα σ αγαπώ πάντα! φώναξε.
-Κι εγώ! φώναζα στο άδειο δωμάτιο όταν έλειπε κι αντηχούσαν οι τοίχοι.
Πέρασαν δυο βδομάδες, όλη η χαρά του κόσμου πάνω μας.
Με τον Στεφάν δεν είχαμε συναντηθεί, σα να μη βιαζόμουν να βρεθούμε, να τα πούμε, δεν τον ήξερα και τόσο καλά, τελευταία κάναμε παρέα. Τον πήρα τηλέφωνο ήρθε κεφάτος στου Αρμόδιου. Χωρίς να του πω τίποτε, το κατάλαβε.
-Έλα ρε! μη μου πεις πως την έρριξες; πω,πω! είσαι πρώτος μάγκας, το βλέπω στο πρόσωπο σου, μου είπε γελώντας. Περνάς καλά ε, τυχερέ! κερνάς απόψε, όλα δικά σου..όμως βοήθησα κι εγώ, για πες μου; πες μου λεπτομέρειες ρε μπαγάσα πως την κατάφερες.. δε θα τη φέρεις στην παρέα..να της κάνω καζούρα..
-Έτυχε, είπα. Όχι ακόμα, τα πράγματα είναι σοβαρά..
-Δηλαδή; μ έκοψε με αλλιώτικο ύφος.
-Τίποτε, ξέχνα το είναι νωρίς ακόμα, θα δούμε στο μέλλον. Μπορεί να την παντρευτώ..
Ο Στεφάν έσκασε στα γέλια.
-Γιατί γελάς; τον ρώτησα. Που βλέπεις το αστείο;
Κάτι είχε αρχίσει να μη μ αρέσει στο ύφος του, χωρίς να φαίνεται ικανή αιτία να χαλάσει τη φιλία μας αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Ποτέ δεν ξέρεις όπως επαναλάμβανε συχνά η Χρύσα.
-Τι εννοείς μ αυτό; τη ρωτούσα.
Τρεμόπαιζε τα βλέφαρα. Σκοτείνιαζε.
Καθόμασταν τότε στη βεράντα του σπιτιού μου, πίναμε ένα ποτό μετά από τον έρωτα, καπνίζαμε τσιγάρο,ήμασταν δυο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Και είχε περάσει ένας μήνας μόνο. Ένας μήνας που φαινόταν χρόνος.
-Είδες πως χάνεται ο χρόνος όταν αγαπάς; ω! σε λατρεύω! φώναξε δίπλα μου.
-Ναι! απάντησα. Έτσι είναι, όταν αγαπάς δεν υπάρχει χρόνος.
Και την άλλη μέρα πήγα και αγόρασα ένα δαχτυλίδι. Το ίδιο βράδυ της έκανα πρόταση γάμου στο μπαρ του Αρμόδιου. Η Χρύσα ξέσπασε στα γέλια. Γελούσε απίστευτα, και πιάνοντας το μέτωπο  οπισθοχώρισε προς την έξοδο, έφυγε. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή την εικόνα και το γέλιο της.
-Είδες; το είδες αυτό; έγινε αλήθεια; με ρωτούσε ο Αρμόδιος και όλοι οι πελάτες είχαν νεκρώσει σε μια στιγμή ακίνητη. Τίποτε δεν κινιόταν κι εγώ με το δαχτυλίδι στο χέρι, μετέωρος, αδύνατο να εξηγήσω, βγήκα έξω, πήρα τους δρόμους στο σκοτάδι της νύχτας αλλά και της ανθρώπινης παράνοιας. Από τότε δεν την ξαναείδα..

Όταν συναντήθηκα με τον Στεφάν στο δρόμο, μου χαμογέλασε περιπαιχτικά. Περπατήσαμε λίγο στο πάρκο.
-Κανονικά έπρεπε να σου κάνω μήνυση για μοιχεία! είπε στρυφνά. Για να καταλάβεις πως δεν είναι όλες οι γυναίκες για σένα επειδή είσαι όμορφος. Να πληρώσω και δυο μπράβους να σου στραπατσάρουν εσαεί την ωραία σου φάτσα αλλά σε συμπαθώ ρε μάγκα, μη νομίζεις, ας πήγες με τη γυναίκα μου...αλλά, ξέρεις τι τους έκαναν τους μοιχούς στην Αρχαία Ελλάδα; Επί Δράκοντος του εκτελούσαν σαν δέντρα., αργότερα τους έχωναν από ένα καρότο ξέρεις που, ύστερα τους κούρευαν, τη μοιχαλίδα μπορούσε να την προσβάλλει ο καθένας, της έσκιζαν τα ρούχα, την έβριζαν, την ξευτέλιζαν! Στην εποχή μας καταργήθηκαν όλα αυτά αλλά παραμένει όμως μια σοβαρή αιτία διαζυγίου κι εγώ έπρεπε να χωρίσω με τη Χρύσα που μου είχε κάνει το βίο αβίωτο. Σ ευχαριστώ μάγκα για τη βόηθεια σου.
-Και γιατί διάλεξες εμένα; ρώτησα. Πως ήξερες πως θα ενδώσω και πόσο μάλλον ότι η Χρύσα θα με ερωτευόταν;
-Ε, το ήξερα πως θα γίνει έτσι, το ήξερα. Είστε και οι δυο μεγάλα ψώνια, κατάλαβες; Καλή τύχη μάγκα, είσαι από αυτούς που ερωτεύονται οι γυναίκες, γι αυτό.

ΤΕΛΟΣ



Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΠΑΛΙΑ ΜΕ ΕΛΕΓΑΝ ΤΑΣΟ



Είχα αποφασίσει να το πάρω εκείνο το δώρο για τον εαυτό μου. Τόσα χρόνια έκανα δώρα στους άλλους, καιρός ήταν να κάνω ένα και σε μένα τώρα που έβγαινα στη σύνταξη. Τόσα χρόνια καφετζής, είχα δικό μου καφενείο κι έτσι είχα αποκτήσει πολλούς φίλους, καλούς ,κακούς και άσχημους-άσχημος ήμουν κι εγω αλλά όχι τόσο. Τα μαλλιά μου ήταν ακόμα μαύρα και τα χτένιζα χωρίστρα δεξιά, έβαζα και ζελέ. Καμιά φορά, άφηνα κι ένα περιποιημένο μουσάκι και γενικά ήμουν ένας μοντέρνος καφετζής παρά τα εξήντα μου χρόνια. Χρόνια που δεν κατάφερα να παντρευτώ, γιατί, γυναίκες γνώρισα πολλές, αλλά μια μου ξίνιζε και μια δεν ήθελε να πάρει καφετζή, ήθελε να πάρει ταξιδιώτη, νιο, ταξιδευτή, κι έτσι εμεινα στο ράφι. Μια χαρά περνούσα κι αφού το είχα αποφασίσει για εκείνο το δώρο, πήγα μια μέρα, μια Δευτέρα μια Τρίτη στο κατάστημα. Ήταν ένα ιδιόμορφο κατάστημα, με είδη δώρων για παράξενους πελάτες με ιδιαίτερα γούστα, κάπου στο Κολωνάκι, αν και πάντα αναρωτιόμουν γιατι δεν γράφεται με ωμέγα το πρώτο. Μπήκα μέσα ευγενικός και κύριος. Ζήτησα το βαλιτσάκι που είχα διαλέξει. Η κυρία μου το έβγαλε απ τη βιτρίνα, λέγοντας πως τα προιόντα τους ήταν μοναδικά. Δεν υπήρχε δεύτερο για κανένα είδος τους. Πλήρωσα χίλια ευρώ αλλά τι με ένοιαζε, λεφτά είχα να φάνε και οι αρκούδες. Πήρα το βαλιτσάκι μου, χαρούμενος, με ένα στριφούτσικο γέλιο, πάντα μου άρεσε να γελάω έτσι. Βγήκα στην Σκουφά, κατηφόρισα στα Εξάρχεια και σκεφτόμουν τι καλά που είχα κάνει. Έφτασα στο σπίτι μου, τοποθέτησα το βαλιτσάκι σε περίοπτη θέση. Είπα να φτιάξω κάτι να φάω, μπήκα στην κουζίνα, που την είχα πάντα καθαρή, παρ΄ότι τόσα χρόνια εργένης. Α, ήμουν ένας περιποιημένος άνθρωπος με τάξη στη ζωή του. Δε μου άρεσαν οι τσαπατσουλιές. Τα πάντα έλαμπαν μέσα στο σπίτι μου, όπως και στη ζωή μου κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό. Το σήκωσα, ήταν η τελευταία γυναίκα μου η όμορφη Σούλα. Γύρισα στο σαλόνι, άναψα με τον πανάκριβο αναπτήρα μου ένα πούρο Αβάνας και βάλε. Κάθισα στον καναπέ να μιλήσω μαζί της, να την απολαύσω που είχε μια βελούδινη φωνή, όταν ήθελε να μου ζητήσει κάτι. Ευτυχώς αυτη τη φορά ήθελε μόνο να πάμε για φαγητό έξω. Κάπου στη Γλυφάδα θα προτιμούσε, συνέχισε κρυστάλλινα, στο διάφανο τύμπανο του αφτιού μου. Μεσημεράκι πλησίαζε, ωραία της είπα, πάμε εκεί για ψαράκι. Συμφωνήσαμε και σε λίγο, οδηγώντας την σπορ Μερσεντές, έπιασα την Συγγρού, ύστερα παραλιακή, με τον ήλιο να τσουρουφλίζει τις χρυσές ανταύγειες στα μαλλιά της Σούλας που άστραφτε κι αυτή μέσα σε μια μεγάλη ευτυχία, που ήταν μαζί μου κι εγώ μαζί της. Αράξαμε στη Λωξάνδρα, πάντα μας άρεσε αυτη η ταβέρνα. Παραγγείλαμε αστακό, ένα Γαλλικό, ροζέ κρασί κι όλα ήταν τόσο ωραία στην παράξενη ζωή μας.
 Απο εκείνη τη μέρα, πέρασαν άλλες τόσες, ώσπου να θελήσω να χρησιμοποιήσω το δώρο μου. Θυμάμαι ήταν Σάββατο πρωί, όχι πολύ νωρίς, γύρω στις δέκα και περιποιόμουν το μούσι μου. Ήταν μια δουλειά που την βαριόμουν και συνήθως πήγαινα στον μπαρμπέρη μου αλλά εκείνο το πρωί δεν πήγα. Σκεφτόμουν να πήγαινα κανένα ταξιδάκι αναψυχής ή όχι, γιατί τα ταξίδια αναψυχής που έμοιαζαν αγύριστα αλλά κι αυτό ήταν μια ιδέα. Τέλειωσα με το ξύρισμα, ντύθικα το καλύτερο κουστούμι μου, πήρα το βαλιτσάκι, βγήκα. Περπάτησα, δεν ήθελα να πάρω τη μερσεντές, εξάλλου κοντα θα πήγαινα. Έφτασα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, κατηφόρησα προς την Πατησίων. Εκεί στην συνδρομή, πέρασα τα φανάρια και παρατήρησα το τοπίο να διαλέξω το μέρος που ήθελα. Εκεί στη μέση, ανάμεσα στις λουρίδες ήταν καλά, ομολόγησα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα εκεί κι άνοιξα το βαλιτσάκι. Το είχα βέβαια ξαναανοίξει και ήξερα τη χρήση του. Εξάλλου γι αυτό τον σκοπό το είχα πληρώσει ένα χιλιάρικο. Έβγαλα με προσοχή, πρώτα το μικρό βελούδινο με επίχρυσα ποδαράκια, καθισματάκι, το άνοιξα και το στησα στην άσφαλτο. Κάθισα πάνω του με το βαλιτσάκι στα γόνατα κι άρχισα να βγάζω τα υπόλοιπα σύνεργα. Ένα τραπεζάκι με επίσης επίχρυσα πόδια που τοποθέτησα μπρος μου. Ύστερα, ξετύλιξα τον πιο ακριβό τζιβέ που είχα χρησιμοποιήσει ποτέ μου, είπαμε σαράντα χρόνια καφετζής ήμουν. Ένα γκαζάκι με αυτόματο άναμα, ,ενα χρυσό κουταλάκι, καφε Μεξικάνικο, απο τα βάθη της Γκουανταλαχάρας, ζάχαρη Μαδαγασκάρης, τα βαλα με προσοχή στο τραπέζι, ενώ ο κόσμος, και τα αυτοκίνητα άρχισαν ήδη να με περιεργάζονται. Αδιάφορος, εγώ, συνέχιζα τη δουλειά μου. Άναψα το αυτόματο γκαζάκι, έρριξα το νερό,τον καφέ, τη ζάχαρη. Ανακάτευα ευχαριστημένος κι ώσπου να γίνει ο καφές, ξετύλιξα του πούρο Αβάνας που λέγαμε, να το ανάψω μόλις πιω την πρώτη γουλιά. Πράγμα που έγινε σε τρία λεπτά. Άδειασα τον αχνιστό καφέ στο χρυσό φλυτζάνι απο ψηλά, για να κάνει πενήντα τρεις φουσκάλες,πάντα έτσι μου άρεσε  κι άναψα επιτέλους το πούρο Αβάνας, βάζοντας το πόδι μου πανητό. Περίμενα να κρυώσει λίγο ο καφες, τράβηξα μια προσεγμένη γουλιά να μην καώ, ρούφηξα και μια γερη τζούρα απο το πούρο Αβάνας και κοίταξα πέρα στον ουρανό σαν ευτυχισμένος μπέμπης. Γύρω μου, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί κι έλεγαν διάφορα. Μπράβο ρε μεγάλε,έλεγε κάποιος, φτιάξε μου κι έναν βαρύ γλυκό ρε Τάσο-παλιά με λέγαν Τάσο- έλεγε ο άλλος. Τα αυτοκίνητα κορνάριζαν, γυναίκες τσίριζαν, τα παιδιά γέλαγαν, τα ζώα έκλαιγαν, γινόταν γενικά πανικός και στην παραζάλη, ένας φώναξε φύγε Τάσο, έρχονται οι μπάτσοι αλλά εμένα δε με ένοιαζε. Σταυροπόδι, με τη χρυσή αλυσσίδα να λάμπει στο πλάι του παντελονιού μου, απολάμβανα τον πιο ωραίο καφέ της ζωής μου. Τι ωραία ζωή! Σας έχω γραμμένους στ΄αρχίδια μου, σκέφτηκα μια στιγμή και δεν μετάνιωσα. Ώσπου σε λίγο ακούστηκε η σειρήνα του περιπολικού, να χαλάει το ωραίο σκηνικό, ουρλιάζοντας δαιμονισμένα, πάντα οι σειρήνες, ηχούν δαιμονισμένα όταν πρόκειται να συλλάβουν έναν παράνομο σαν εμένα, που παλιά με λέγαν Τάσο και που η εξουσία φτάνοντας, εισαγγελέας, μπάτσος, παππάς και τα λοιπά, με ήθελε ζωντανό για να απολογηθώ γι αυτήν μου την κακούργα πράξη και όχι μόνο αλλά και για όλα όσα είχα κάνει πριν, όσα θα έκανα αργότερα, όσα είχαν κάνει άλλοι, να τα φορτώσουν σε μένα τον αθώο καφετζή της πάνω γειτονιάς, που μέ πήραν παραμάσχαλα, με πέταξαν με όλα τα τζιμπράγκαλα μου στο πίσω κάθισμα, μου έβαλαν χειροπέδες, κατάσχεσαν το μοναδικό δώρο που είχα κάνει στον εαυτό μου, με τύλιξαν σε μια μαύρη κόλλα ,άσπρο χαρτί, μαύρισαν και το λευκό ποινικό μου μητρώο και απο τότε τυρραγνιέμαι στα σκοτάδια της ανθρώπινης εξουσίας.
ΤΕΛΟΣ


Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΕΙΠΕ Η ... ΒΙΚΥΠΕΝΤΙΑ!

Υπάρχουν άνθρωποι- Έλληνες που για να επιβεβαιωθούν σε κάποια λεγόμενα τους επικαλούνται τη wikipedia ως μπούσουλα αγνοώντας πως η ίδια ζητάει στα περισσότερα λήμματα της τη βοήθεια των αναγνωστών; για να ολοκληρώσει το καθένα από αυτά.
Με αφορμή μια διαμάχη με μια φίλη για το πως γράφεται και πως πρέπει να γράφεται το ευρο, αυτή η φίλη ανήκει σ αυτούς που επικαλούνται τη βικυπεδια κλπ για να επιβεβαιωθεί και μάλιστα με ισχυρογνωμοσύνη ...αρβανίτη, που σημαίνει αγύριστο κεφάλι, και επειδή εγώ επέμενα και επιμένω πως πρέπει να γράφεται ευρο, χωρίς τόνο και ουδέποτε ευρώ με τόνο και ωμέγα, σκέφτηκα μερικά περισσότερα πράγματα γύρω από αυτό. Λοιπόν, κατά πρώτον όλες οι εισαγόμενες λέξεις στην Ελληνική πρέπει να γράφουν όλα τα ι με ι, όλα τα ο, ο-δεν υπάρχει ωμέγα στα Λατινικά απ όπου προέκυψε η ονομασία του συγκεκριμένου νομίσματος. Το πως μας προέκυψε το ευρώ, ανήκει  στα σαΐνια που διοικούν αυτή τη Γερμανογαλλική επαρχία που ονομάζουν Γκρεκία και όχι Ελλάδα. Η λέξη euro-EURO, είναι άκλιτη και άτονη. Αναγράφεται δε Λατινικά στο νόμισμα που προέκυψε και που αρχικά προτάθηκε να πάρει το όνομα της δραχμής, ως αρχαιότερου Ευρωπαϊκού νομίσματος αλλά απορρίφτηκε-πιθανώς για κάποιους ωφελιμιστικούς όρους που θα κέρδιζε η χώρα μας. Το νόμισμα, από τους νόμους και το νομίζω κατά τον Αριστοτέλη, είναι το όργανο που χρησιμεύει κυρίως για την ανταλλαγή, είναι μετά τη φωτιά και τον τροχό, η τρίτη σπουδαιότερη ανακάλυψη του ανθρώπου- δεν το είχα σκεφτεί ακριβώς έτσι αλλά φαίνεται πως είναι μια αναγκαία παραδοχή. Η δραχμή που παράγεται από το δράττομαι- ότι πιάνω σφιχτά στην παλάμη μου, ήταν ένα νόμισμα που μου άρεσε περισσότερο από το ευρο, το οποίο είναι ένα σκληρό νόμισμα που δεν ωφελεί τον πολύ κόσμο αλλά ευνοεί την ολιγαρχία και είναι το μοναδικό νόμισμα μετά το Ρωμαικό δηνάριο, αν θυμάμαι καλά που επικράτησε σε όλη την Ευρωπαική ήπειρο για πρώτη φορά. [Εξ αυτού ανάγονται τα όποια συμπεράσματα για το πόσα τράβηξε η ανθρωπότητα από τον λεγόμενο Ρωμαικό ιμπεριαλισμό.]
Ανήκω σε κείνους τους Έλληνες που διαβάζουν και μελετούν χρόνια, παιδιόθεν, με πάθος, τη γλώσσα μας και φυσικά έχω κάθε λόγο να εναντιώνομαι στις όποιες βλακείες ισχυρίζεται ο κάθε Μπαμπινιώτης, [το όνομα αυτό αναφέρω προς χάριν αναγνωρισιμότητας, όπως παλιά έλεγαν το σλόγκαν, έτσι μού ρχεται να το γράψω με ω το σλώγκαν, ποιος είσαι ρε! η Δομή είσαι!]ο κάθε ισχυρογνώμων ανόητος που δέχεται ευκόλως ότι του σερβίρουν. Και το λέω αυτό, επειδή το πλείστον του Ελληνικού λαού επιμένει πως αυτό είναι σωστό γιατί το άκουσε στην.. τηλεόραση!

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

ΛΑΚΗς ΛΑΖΟΠΟΥΛΟς,ΣΙΑΠΕΡΑ-ΣΙΑΔΙΠΛΑ

Μ έχει απασχολήσει κατά καιρούς, ο Λάκις, μάλιστα κυρία μου, η αγαπημένη του ατάκα και πιάνει αμέσως τόπο. Σου μιλάει σα να σε ξέρει χρόνια, σα να παίζατε μπίλιες μαζί και δε μοιάζει να φοβάται τίποτε, γράφει, λέει τα κείμενα στο μαξιλάρι, δεν έχει υπολογιστή ή δεν τον δουλεύει, τον υπολογιστή, όχι εμάς και βέβαια έχει κάνει πολλά... αβγά και θα κάνει κι άλλα, ένας άνθρωπος σαν αυτόν δε σταματάει αλλά και δεν σταματάει να φθονείτε, όπως κάθε επιτυχημένος στην Ελλάδα, του ρε γαμώτο, στην Ελλάδα που δεν χωρεί πολλούς Λαζόπουλους, σας πρόλαβε ο Λάκις, μάλιστα κυρία μου τι γελάτε, θα σας πειράξει το αλάτι, βάλτε και λίγη ζάχαρη, ναι, ζάχαρη με μέλι, τι να πεις, σάτιρα επαρκής, ραφινάτη, η γλώττα του μειλίχια, μελιστάλαχτη, κουδουνοπιπεράτη-κουβαλάει ακόμα κουδούνια από τη Θετταλία ...εεεεέι! μπρρρ! ενώ σαν μορφή δεν είναι δύσκολη, εννοώ να τον σκιτσάρω, βγαίνει μάλλον εύκολα, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τι είπα ο άντρας, γιατί οι άλλοι τι έχουν αλλά δεν πειράζει γιατί, ζωγραφίζοντας τον προσπάθησα να καταλάβω τι κρύβει πίσω απ το χαμόγελο και το μισοκατεβασμένο φρύδι ανακάλυψα λεπτές ευαισθησίες, νήματα δύσκολα για τον κοινό νου, εσάς κυρία μου, κι όλους όσους νομίζουν ότι τα έχουν, τα νήματα, αλλά δεν...τα έχουν κι επειδή όλη τη μέρα ανακατώνει τον χαλβά και πιστεύει πως είναι πανέξυπνος, το λέει και σε μένα που είμαι ένας άλλος πανέξυπνος που έχοντας ζωγραφίσει εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες ανθρώπους προσωπικότητες και έχω βγάλει πολλά συμπεράσματα από αυτή τη διαδικασία κι ένα από αυτά είναι να διακρίνω μέσα από τη φωτογραφία που μελετώ για σκίτσο, τα προτερήματα και τα ελαττώματα του εκάστοτε σαν τον Λάκις που προσωπικά δεν τον ξέρω, δεν τον έχω δει από κοντά, παρά μόνο στην τηλεόραση και έχω διαβάσει αρκετά απ αυτά που λέει, άλλα στη σκηνή εντελώς άλλα στη ζωή; την πραγματική, όπου διακατέχεται από ακατάσχετη... συχνουρία, αφού δε θυμάται πόσες φορές πηγαίνει σε μια μέρα στην τουαλέτα αλλά θα πηγαίνει, δε θα πηγαίνει; πάνω από εκατό και ξεχνάει να κλείσει την πόρτα πίσω του, χέζοντας με ανοιχτή πόρτα, έτσι που να μυρίζουν όλοι τις κουράδες του κι αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, να είναι φανερός, να λέει, να, εδώ είμαι εγώ, βαράτε όλοι ρε πούστηδες, να δούμε ποιος θα φάει τις περισσότερες, εγώ κουκουές είμαι, στούρνος, στουρνάρι, πέτρα ασούμπαλη, κοφτερή, στιλπνάτη, τριγυρίζει εκεί σιαδίπλα από την Αριστερά, σιαπέρα απ τον Συνασπισμό, τα χώνει πάντως, δε μασάει άχυρα αλλά του καταμαρτυρούν πως λέει πολλά και βγάζει πολλά, εσύ δε βγάζεις κυρία μου; το γυρίζει εύκολα, δε βγάζεις; και πως ζεις; ε; δε βγάζεις την κιλότα, σιγά μη προσβάλλεσαι, δεν την βγάζεις όταν πας να κοιμηθείς; αυτό ήθελα να πω μη πάει ο νους σου αλλού...και αυτά...αυτά και τ άλλα, γιατί ένας Λαζόπουλος δεν κλίνεται σε πέντε αράδες, εγώ λέω δεν κλίνεται ποτέ, δεν έχει πληθυντικό, γι αυτό κλείνω εδώ αυτό το μικρό σημείωμα για τον άντρα τον πολύτροπο. Γεια σας.



Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

ΣΚΕΦΤΟΜΕΝΟς ΧΡΟΝΟΣ



Ανήσυχος χρόνος
δάχτυλα στη σιωπή του κόσμου Ούτε λουλούδια μηδέ ο ήλιος στη γιορτή Ξεκλειδώνοντας το φως πήρα μαζί μου τα όπλα του χρόνου Το χρώμα των λουλουδιών δεν πολεμιέται άφησα πίσω μου ένα ίχνος στο άσπρο κελί Δεν ήταν όμορφη η ζωή μας έτσι μηδέ ο ήλιος ανέτειλε για όλους Όσο πικρό κι αν φαίνεται αυτό.
Αυτό το μικρό ποίημα έγραψα μια μέρα που ήμουν λυπημένος, μια μέρα που σκεφτόμουν, πως ο κόσμος μας δεν είναι καλός. Τότε ζωγράφισα κι αυτή τη μοναχική γυναίκα, αφημένη στη νύχτα της. Κατά βάση, είμαι τραγωδιακός άνθρωπος, άσχετο που στη ζωή μου προσπαθώ να γελώ, να φαίνομαι και να είμαι χαρούμενος, πίσω υπάρχει αυτή
η αδιόρατη τραγωδιακή μου υφή, να βρίσκομαι συνέχεια μεταξύ δυο συνθλιβομένων βράχων, να ψάχνω αενάως τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Και φυσικά δεν το κατορθώνω.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΟΝΕΙΡΩΝ




Την μουσική αγάπησε,
φώναξε στα άδεια δωμάτια
-πληρωμένος αοιδός δεν έγινε ποτέ.
Χορευτής ονείρων, ταξίδευε στην οδόν της αποχέτευσης,
γλυκιά του αγαπημένη μια κιθάρα
Μπορεί να είστε κι εσείς εδώ, το βράδυ
στο αδειανό δωμάτιο
αργά, να κατανοείτε τον ήχο.


[Απόσπασμα, Ποίηση Κώστα Πλιάτσικα.]

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

ΚΑΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ Εγκώμιον



...κι αυτοί που παραγγέλνουν έναν πίνακα που
 να ταιριάζει με το σαλόνι τους έχουν δίκιο και οι 
άλλοι που γελούν ειρωνικά με αυτή την άποψη 
έχουν άλλο δίκιο.
Η ζωγραφική ταιριάζει στα σπήλαια αλλά και στους
 τοίχους του σπιτιού μας.
 Είναι η χαρά του μυαλού ενάντια στους εχθρούς της ανθρωπότητας.


Βγάζω κάποιον ή κάτι σ ένα σημείο ώστε να το δουν οι άλλοι,
 στην προκειμένη περίπτωση έργα ζωγραφικής.
Πως νιώθει ο ζωγράφος όταν εκτίθεται;
[Οι ζωγράφοι είναι παράξενοι άνθρωποι-εγώ δεν είμαι παράξενος,
 άρα συνεπάγεται πως δεν είμαι ζωγράφος.] Συνήθως, μάλλον περήφανος,
συλλέγει εγκωμιαστικά σχόλια, αν γνωρίζει πως έχει φτιάξει έργα που
θα τ αγαπούν εχθροί και φίλοι. Στην ουσία απόμακρος από αυτό το νταβατούρι,
νταβατούρι γι αυτόν ήταν όταν ζωγράφιζε αυτά τα έργα που οι άλλοι θαυμάζουν
τώρα, στην πραγματικότητα κοκκινίζει σαν παιδί όταν του πλέκουν επαίνους
 και κολακείες, είναι ένας τρόπος άμυνας αυτός απέναντι σε πραγματικά
 ανοιχτά στόματα αλλά και σε ψεύτικα χαμόγελα, υποκριτικούς θαυμασμούς.
Όταν εκτίθεσαι είσαι μια πόρνη που σουλατσάρει στο πεζοδρόμιο δείχνοντας
 τα κάλλη της. Στην πραγματικότητα η μεγάλη ζωγραφική γίνεται με βάση
τις παραγγελίες. Και η Γκέρνικα μια τέτοια ήταν
Γιατί φτιάξατε αυτά τα σχεδόν παιδικά ζωγραφίσματα;
Ξέρω γιατί αλλά και να το εξηγήσω θα φανεί απλοϊκό.
Πάντως, νομίζω πως το φχαριστήθηκα πάρα πολύ γιατί ένιωσα
ελεύτερος να κάνω ότι και όπως γουστάρω!
Έχεις γνωρίσει πραγματικά Μεγάλους ζωγράφους;
Ναι, τον Άγγελο Σπάρταλη, τον Βασίλη Αράπη, τον Σπύρο Γκεώργα, τον Τσαρούχη,
 τον Σωτήρη Σόρογκα, τον Μιχάλη Κόκκινο. Με τον Τσαρούχη έκανα λίγο παρέα.
Ήταν σοβαρός, φιλοσοφημένος άνθρωπος.
Τι γίνεται με την αμοιβή;
Νηστικός ζωγράφος δε δουλεύει. Τα περί αντίθετης άποψης είναι για τα παραμύθια-εννοείται πως οι αμοιβές μπορεί να είναι και πενιχρές αλλά είναι κάποια λεφτά.
Γιατί ζωγραφίζεις;
Αυτό κι αν είναι ερώτημα! φυσικά μου αρέσει, από παιδί μου φαινόταν
ευχάριστο και ...εύκολο. Είναι μια ερώτηση που απευθύνεται σε όλους
όσους ζωγραφίζουν- ζωγράφους και μη.
Υπάρχουν και μη ζωγράφοι που ζωγραφίζουν;
Οοου! πολλοί, οι περισσότεροι δηλαδή. Οι πραγματικοί ζωγράφοι είναι ελάχιστοι.
 Και μάλλον πεθαμένοι-ίσως εκείνοι της Αναγέννησης ο Λεονάρντο 
ο Καραβάτζιο, ο Ραφαήλ και οι συν αυτοίς, να ήταν κάτι διαφορετικό.
Είχαν σπουδάσει "άλλη" ζωγραφική.
Σου αρέσουν οι γυναίκες;
Και οι άντρες.

Τι σε ενοχλεί περισσότερο;
Οι ανοησία κι αυτοί που κάνουν τους έξυπνους. Η φτώχεια και του μυαλού και
η πραγματική ένδεια-να μην έχεις δηλαδή τα προς το ζην. Ο πόλεμος και η αγαμία.
Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ερωτευμένοι, ο Χριστιανόπουλος που το παίζει
... Καβάφης!  ο Κωνσταντίνος Τζούμας που δεν ξέρω γιατί παρευρίσκεται παντού,
η Καρυοφυλλιά επειδή μεγάλωσε, οι Έλληνες που παραμένουν αδιάβαστοι.
Μετάνιωσες που δεν πήγες Καλών τεχνών;
Μα δε θα έμπαινα! θα με απέρριπταν.
Είσαι αλαζόνας; υπερόπτης;
Όχι. Λίγο περήφανος σε μικρές εξομολογήσεις καμιά φορά κι αυτό μου κοστίζει.
 Σαρκαστικός μερικές φορές, με κάποια πικρή ειρωνεία. Ο καυχηματίας και ο
κομπαστής  είναι μικροί άνθρωποι.
Τι είναι η φήμη; νομίζεις πως αξίζει σ αυτούς που την έχουν; θα σου άρεσε
να ήσουν ξακουστός; διάσημος;
Νομίζω πως από μικρός μου άρεσε, μου άρεσαν οι ξακουστοί,
οι γενναίοι, οι ξεχωριστοί άνθρωποι και προσπαθούσα να τους γνωρίζω, να μαθαίνω
 τα πάντα γι αυτούς, όχι δεν προσπαθούσα να τους μοιάσω, σίγουρα
επηρεαζόμουν απ κάποιους, απλά ακόμα και τώρα
 μου αρέσουν οι σπουδαίοι άνθρωποι. Προσωπικά δε θα μ άρεσε να ήμουν
 διάσημος, νομίζω πως δεν αντέχω αυτή τη φασαρία γύρω μου-έχω νιώσει
κάποιες τέτοιες καταστάσεις και βρέθηκα σε κάποια αμηχανία. Αμηχανία με
τον τρόπο που αντιδρά το κοινό, ο πολύς κόσμος απέναντι στο είδωλο.
Εγώ θέλω να διασχίζω το δρόμο ελεύτερος, να μη φοβάμαι, να είμαι δίπλα
και μέσα στον κόσμο και όχι να έχω φύλακες και μπράβους γύρω μου
που θα προστατεύουν τη σωματική μου ακεραιότητα.
Κι ας επανέλθουμε στη ζωγραφική και πιο πολύ σ αυτό που έφτιαξες
και παρουσιάζεις τώρα. Τι θα πει, Αν η ζωή ήταν ακίνητη εικόνα;
γιατί αυτός ο τίτλος; εγώ βλέπω κίνηση, χρώμα, πολύ χρώμα, πρόσωπα,
ψηλά κτήρια, ουρανοξύστες είναι; και πάντα ένα δέντρο
υπάρχει σε όλους τους πίνακες.
Αν η ζωή ήταν ακίνητη εικόνα είναι μια φράση που βγήκε στη πορεία
 αυτής της εργασίας, κατ εξοχήν γιατί τη στιγμή που ορίζονται οι εικόνες,
είναι σα να σταματάει ο χρόνος, αυτό ήθελα να πετύχω και δεν
ξέρω αν το κατάφερα. Η ζωή όμως δεν είναι ακούνητη,
εμένα θα μου άρεσε να είναι κάποιες 
φορές κι αυτό γιατί γνωρίζω πως αυτό ακριβώς, είναι ακατόρθωτο!
[Πάντα μου άρεσαν τα ακατόρθωτα.] Κίνηση δεν έχουν αυτά τα έργα,
τα κτήρια είναι πανύψηλα, κάτι σαν ουρανοξύστες και το δέντρο είναι
μια αγάπη που έχω από μικρό παιδί για τα δέντρα, γενικά το δάσος αλλά πιο
πολύ τα απομονωμένα δέντρα-εγώ μεγάλωσα με τις ελιές, τις οξιές,
τα πλατάνια και τις αχλαδιές. Κάποτε έγραψα πως μερικές φορές
νιώθω πιο ψηλός από τα δέντρα αλλά δεν είμαι.
Ο Τσόκλης είπε πως δεν κατάφερε να φτιάξει το αριστούργημα του, εσύ νομίζεις
πως έχεις φτιάξει το δικό σου;
Χαχαχα! όχι, δεν έχω φτιάξει ούτε την Κραυγή, μηδέ τη Τζοκόντα, ούτε τη
 Γέννηση της Αφροδίτης και τόσα άλλα που χαρακτηρίζονται ως αριστουργήματα
 και ούτε ξέρω αν θα το φτιάξω ποτέ. Νομίζω πως αρκετά από αυτά είναι
υπερτιμημένα και πως ούτε ο Νταβίντσι θα θεωρούσε τη Τζοκόντα το
αριστούργημα του, ποσώς ο Μούνκ την Κραυγή του.
Δε θαυμάζεις δηλαδή ένα σπουδαίο έργο τέχνης;
Θαυμάζω αλλά δεν νιώθω κανένα αίσθημα λατρείας προς κανένα έργο τέχνης.
Απλά, παραδέχομαι πως είναι σπουδαία εργασία, πως να σου πω,
δεν είμαι εγώ από τους ανθρώπους που εκδηλώνεται με τέτοιους ορισμούς:
αριστούργημα, τέλειο, φανταστικό, μεγαλούργημα. Μόνο μου αρέσει η σωστή
εργασία του καθενός.
Ζηλεύεις κύριε Πλιάτσικα;
Τίποτε.
Δεν είπες ποτέ πως αυτόν τον πίνακα ήθελα να τον είχα φτιάξει εγώ;
Όχι, γιατί έχω φτιάξει άλλους που θα ήθελαν να ζωγραφίσουν άλλοι.


                     

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

ΡΙΤΣΟΣ. Μια συνάντηση.

Ποτέ δε μετάνοιωσα γι αυτή τη στιγμή, μου είπε. Ολόκληρος ο κόσμος περιμένει κάτι από σένα και, δεν ήθελε να φύγει.





Ευλύγιστη στιγμή. Ωραίος άνθρωπος. Ωραίος ποιητής. Μόνο δυο κουβέντες και μια χειραψία αντάλλαξα μαζί του. Ήταν τότε που εξέδιδα το περιοδικό ΔΡΟΜΟΣ. Ένα μικρό περιοδικάκι στις αρχές του ογδόντα.Το γράφαμε με τον Στέλιο Κατσίκα. Είχα κάνει ένα σκίτσο των Διοσκούρων της Ελληνικής ποίησης-Ελύτης, Ρίτσος. Με κοίταξε με κάποια πολύ γλυκειά έκφραση, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση από τότε και μετά. Πιστεύω, πως ήταν ωραίος άνθρωπος κι έτσι τον απεικόνισα σ αυτή την τοιχογραφία, ξεχασμένη στα Εξάρχεια. Η πραγματική επαφή -θυμάμαι ήταν -ή Έκπληξη, γιατί σχολίασε το σκίτσο που είχα φτιάξει,..εγώ ένας απειράριθμος νεανίας και ο Ρίτσος ένας παγκόσμιος θεός τη ποίησης..Μελετώντας τον στη συνέχεια και μετά και σήμερα, μου μένει η εικόνα του λαδωμενου μαλλιού, κατσαρού, να κρέμεται βουστροφηδόν και στις άκρες των χειλιών του ένα περίφημο χαμόγελο, αποτυπωμένο, πιθανώς για την έκφραση ικανοποίησης ή κάποιου κρυμμένου μυστικού που εγώ δεν ήξερα ούτως ή άλλως. Γενναία στάση. Εγώ συμπάθησα την τεχνοτροπία των ματιών του, το στιγμιαίο παιχνίδισμα των βλεφάρων, ένα κάτι, πως ο Κόσμος ήταν και δεν ήταν αυτό που φαίνεται.Ναι. Ο Ρίτσος αυτό μου έδειξε με ένα χαμόγελο μόνο την συνάντηση ανθρώπων που έχουν τι να πουν. Ποτέ δεν μετάνιωσα γι αυτή την στιγμή, μου είπε, ολόκληρος ο κόσμος περιμένει κάτι από σένα, και δεν ήθελε να φύγει. [Με το εσένα θα εννοούσε όλους εμάς.]
Λιγόστεψα από την βούληση του να κάνει ανήμπορα πράγματα...[επεξηγώντας την εμμονή του στον κομμουνισμό που αδίκησε καταφανώς την πένα και την οξυδέρκεια του.]

Και οι λέξεις φλέβες είναι, μέσα τους κυλάει αίμα.

Αρχοντική καταγωγή, εκατό ποιητικές συλλογές, εννέα μυθιστορήματα, η Σονάτα του σεληνόφωτος, Εαρινή συμφωνία, Επιτάφιος, δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές, ο πολυγραφότερος μαζί με τον Παλαμά, γεννημένος εκεί στη γη της Μονεμβασίας, σε εκείνα τα κόκκινα λιθάρια της απόκρημνης ακτής, πειρατής, ίσως πολλές φορές σαρκαστικός ως Καρυωτάκης, κι άλλοτε με μεγάλη έπαρση λέγει και στέργει πράγματα και καυμούς.







Δεν γράφω τη βιογραφία του Ρίτσου, απλά σημειώνω μερικές συγκυρίες και πράγματα που μου μένουν απ αυτόν τον μεγάλο ποιητή-αυτός τουλάχιστον αξίζει να φέρνει τον τίτλο του ποιητή, μαζί με καμιά δεκαριά ακόμη στην Ελλάδα- και ν αναμοχλεύω στίχους και να ξαναδιαβάζω τα λεγόμενα του. Κάποτε λοιπόν που πήγα στη Μονεμβασιά έγραψα και τούτο το ποίημα με αφορμή τον Ρίτσο.

Μονεμβασιά
 Μπορείς ν’ ανέβεις τα μονοπάτια της Μονεμβασιάς
και τον μεγάλο βράχο τους ανθρώπους που έχτισαν την πέτρα δεν ξεχνάς
Κι ας είναι ανυπάκουος ο νόμος της ζωής

Τα μονοπάτια που περπάτησαν οι Ενετοί
και οι Τούρκοι, πριν τους όλους οι Έλληνες!

Πριν τους όλους οι Έλληνες την πέτρα ζέσταναν
Πριν τους όλους ν’ ανέβεις το κάστρο και να δεις
το νότιο αγέρι ν’ απλώνει
Κάτι απ’ τη ζήση σου εδώ να τελειώνει

Στα μονοπάτια που νοστάλγησαν οι Σαρακηνοί
κι αργότερα οι Τούρκοι, δεν μπορείς
τον άγριο θάνατο να κλάψεις
περιμένοντας το τέλος μιας εικόνας του Πιέρ Ασλανιάν
που τελευταίος των ζωγράφων, Ελλήνων τε έκλεψε την δόξαν

Ν’ ανέβεις το βράχο της Μονεμβασιάς
Τους ανθρώπους που γέννησαν την πέτρα
-πριν τους όλους οι Έλληνες-
τα μονοπάτια τους μην ξεχνάς

Κι ας είναι ανυπάκουος ο νόμος της ζωής

Σε κάθε πέτρα, να σταματάς, να βλέπεις
Τι να μιλήσουμε άλλο;
Δεν έχουμε άλλο παρά να περπατάμε.
Το σπιτικό φαΐ, πλακόστρωτο μας περιμένει
Τι άλλο να πούμε;
«Αυτός που πέρασε ήτανε ξένος»*
 Στην πέτρα να βλέπεις
τον δρόμο της Μονεμβασιάς.

*στίχος του Γιάννη Ρίτσου






Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ.


ΠΑΛΙΕς ΑΓΑΠΕς

Περπατούσα χαμένος κάπου στον κήπο του Ζαππείου. Τι μέρα ήταν δεν είχε σημασία, ψιλόβρεχε αλλά δε με ένοιαζε. Ήταν μια βροχούλα από κείνες τις πολύ ψιλές, ήσυχη όχι κρύα, λες μου χάιδευε τα μεγάλα μαλλιά. Μου άρεσαν τα μεγάλα μαλλιά μου, σγουρά έπεφταν σαν σύννεφο στις πλάτες μου κι ανέμιζαν την ηλικία μου στον αέρα. Εικοσιπέντε χρονών ήμουν τότε κι όλα μου πήγαιναν καλά. Η δουλειά μου- έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου ένα ζαχαροπλαστείο στο κέντρο- μου άφηνε κέρδη, δεν είχα οικονομικό πρόβλημα. Εκτός από ένα: Δεν μπορούσα να σταυρώσω γυναίκα κι ενώ ήθελα, λαχταρούσα να έχω μια που να με αγαπά και να την αγαπώ. Η τελευταία γυναίκα με είχε εγκαταλείψει, φεύγοντας για το Λονδίνο. Όλες οι γυναίκες για το Λονδίνο φεύγουν, όταν φεύγουν.
 Καθώς περπατούσα-περπατούσα, στην πολύ ψιλή βροχή του Νοέμβρη, χώθηκα σε ένα μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα. Κάπου εκεί, κάτω από μια πέτρα, αφήναμε σημειώματα με τη Βάσω. Τη Βάσω που με πονάει ακόμα η θύμηση της. Θα είχε περάσει κανένας χρόνος που είχαμε χαθεί.Την είχα λατρέψει και έκλαψα πικρά που την έχασα. Σκιρτούσαμε να είμαστε μαζί, κάναμε όνειρα στη θάλασσα, στο δρόμο, παντού. Είχε γαλάζια μάτια, γεμάτα απορίες, μέτωπο ψηλό, περήφανο. Είχα κοπιάσει πολύ για να την κατακτήσω, άλλα χρόνια, άλλοι άνθρωποι οι δικοί της δε με ήθελαν. Μελό, Ελληνική ταινία, σκέφτηκα και πικρογέλασα πιστεύοντας πως θα έβρισκα ανάμεσα στους κισσούς, κάτω από μια πέτρα,  κάποιο ακόμα σημείωμα. Άλλο και τούτο, αναρωτήθηκα μήπως μου είχε σαλέψει από την αγάπη μου για κείνην κι ονειρευόμουν φαντάσματα. Λογικέψου Γιάννη, είπα στον εαυτό μου και στο κάτω της γραφής τι να έλεγε ένα ακόμα σημείωμα. Τότε ήταν αλλιώς, μου έγραφε σ αγαπώ, της έλεγα θα ζήσουμε μαζί, με ρωτούσε πόσα παιδιά θα κάνουμε, μου ζωγράφιζε καρδούλες. Τώρα τι να έγραφε; Κι αν υπήρχε σημείωμα, εξάλλου η Βάσω ήταν στο Λονδίνο αλλά, εμένα, κάτι μου έλεγε πως είχε γυρίσει. Έπιανα στον αέρα την οσμή της, τη φωνή της;, έλα, που είσαι; έτσι με ρωτούσε με αγωνία να με δει κι εγώ έφτανα με γρήγορα βήματα κοντά της τότε που ήμασταν ένα αίμα, μια ανάσα και τώρα δεν ήμασταν τίποτε.
Ανασήκωσα την πέτρα, δεν ήταν βαριά, το ψιλόβροχο συνέχιζε να μου λειαίνει τα μάγουλα, ο κισσός δεν θρόιζε τίποτε. Κάτω από την πέτρα, αυτή την πέτρα που είχαμε σημαδέψει εγώ και η Βάσω, υπήρχε ένα αχνοκίτρινο σκουριασμένο χαρτί, διπλωμένο με ενδελέχεια- πάντα ήταν προσεχτική η Βάσω, τα ήθελε όλα με τάξη. Το πήρα στα χέρια μου, άφησα την πέτρα να πέσει στο γκρεμό, κύλησε, κόντεψε να μου σακατέψει τα πόδια, αυτή η πέτρα που είχε σημαδέψει τη ζωή μας. Ξεδίπλωσα το χαρτί, μύριζε κάτι παλιό, μούχλα κι αναμνήσεις, όπως μυρίζουν αυτά τα παλιά γραμμένα σημειώματα. Διάβασα και ξαναδιαβάζω ακόμα και σήμερα τα λόγια της. "Δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Δεν έφυγα εγώ. Εσύ  τα κανόνισες έτσι, να φαίνονται πως έφταιγα εγώ." Κράτησα το χαρτάκι ανάμεσα από τα βρεγμένα δάχτυλά  κι ήθελα  να συντρίψω τον εαυτό μου.


Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟ ΔΕΡΜΑ.

Το σπίτι μου ήταν σε μια άκρη του κόσμου, με αυλή, με δέντρα,
έναν σκύλο λυπημένο σαν εμένα, μια μικρή ελιά, στην μεριά του
 τοίχου που είχα χτίσει
 πριν από χρόνια, όπως και όλο αυτό που έλεγα σπίτι μου και
έμενα εκεί χρόνια
 με έναν παππού που τον έλεγαν Ρίζο και μια γυναίκα που την
έλεγαν Μάιρα
που ερχόταν εκεί σχεδόν κάθε μέρα και χαμογελούσε στον ήλιο
 κι εγώ σ εκείνη
 και στον ήλιο που την είχα και ήμουν πολύ περήφανος, αν και τι
σημασία έχουν
τα ονόματα σε έναν τόσο μεγάλο κόσμο που ζούμε, θα μπορούσαμε
να είμαστε
όλοι ανώνυμοι, ίσως με έναν αριθμό, ό ένας ,ο δυο και ο τρία,  που
στην περίπτωση μου
 ο ένας ήταν ο παππούς, εγώ το δύο, η Μάιρα το τρία, οπότε εκείνο
το πρωινό του Σεπτέμβρη
είχα ξυπνήσει με μαύρες σκέψεις, τι θα κάνεις σήμερα; με ρώτησε
 καπνίζοντας
 το αιώνιο τσιγάρο του κι εγώ κούνησα κάπως αόριστα το κεφάλι,
ενώ αυτός
με κάρφωνε με το επιτηδευμένο βλέμμα του, επιμένοντας πως
 κάτι έπρεπε να κάνω σήμερα,
ξέρεις εσύ! έσμιξε το βλέμμα, να πας να την βρεις, άκουσες;
 να πας να την βρεις!
σε θέλει, μην είσαι κουτός και νομίζεις άλλα, θα χωρίσει με
 τον άλλον και θα
την κρατήσεις εσύ, έτσι πρέπει, ακούς;  αυτά κάνουν οι άντρες,
κι άσε αυτά που
μου έλεγες χτες το βράδυ όταν πίναμε κρασί κι έκλαιγες,
αυτό να κάνεις! και πήρε
τα πόδια του αργά να πάει βόλτα αφήνοντας με μόνο,
στον τρισάθλιο κόσμο μου,
-να την σκέφτομαι αβάσταχτα, να μη μπορώ να τη
διώξω απ το μυαλό -όπως τον είχα καταντήσει τελευταία με την
απερισκεψία μου να την διώξω,
αν και ποτέ δε διώχνεται
ένας άνθρωπος μια γυναίκα, άλλωστε αν είναι
 έξυπνη φεύγει μόνη της,
άρα δε διώχνεται κανένας άνθρωπος και στην
περίπτωση μας, μάλλον
είχαμε συμφωνήσει βουβά, πως έπρεπε να ζήσει ο
καθένας μόνος του
ή τουλάχιστον αυτή με τον άντρα της κι αυτός μόνος του,
έτσι ήταν το ορθότερο
 να πω και να σκεφτώ, πόση ώρα άραγε από τη στιγμή που
 έφυγε ο παππούς;
σημασία δεν είχε ο χρόνος παρά η απόφαση μου να της πως
 να γυρίσει, μόνο αυτό
 ήθελα αλλά δεν το παραδεχόμουν, παράξενο πράγμα το δέρμα μας,
ούτε το καταλάβαινα,
επειδή το σπίτι μου ήταν σε μια άκρη του κόσμου, δίπλα σε
ένα δάσος που συχνά
 η πρωινή ησυχία σου τσάκιζε τα νεύρα,
λες και δεν υπήρχες, λες κι αυτός
 ο κόσμος ήταν εντελώς άηχος, γι αυτό, όταν χτύπησε η πόρτα
νόμισα πως
δε χτύπησε, εξ άλλου ήταν ένα διστακτικό χτύπημα, σιγανό,
κι εγώ έμενα να κοιτάζω
 το φθαρμένο ξύλο, οπότε ξαναχτύπησε πάλι διστακτικά,
μουδιασμένα, ποιος να ήταν άραγε;
και τι να ήθελε εδώ σ αυτό το σπίτι στην άκρη του κόσμου; απόρεσα
και σηκώθηκα να πάω ν ανοίξω με αίσθημα ανασφάλειας
 αλλά, όλα έγιναν γρήγορα
 σαν στο άνοιγμα διαγράφηκε η παρουσία της
γυναίκας που αγαπούσα
εδώ και τρία χρόνια και που είχαμε συμφωνήσει
να ζήσουμε χωριστά πριν από λίγους μήνες.
Χαμογελούσε στο άνοιγμα, πήγε να κάνει ένα
 βήμα μέσα, εγώ της έδειξα όχι
με το βλέμμα ενώ ήθελα να την αγκαλιάσω άλλα
έκανα, εκείνη λυπήθηκε αφάνταστα,
 δεν είπε τίποτε, δεν είπα τίποτε, κανένας ήχος φωνής δεν ακούστηκε,
απίστευτο αλλά έτσι έγινε και ποτέ δεν κατάλαβα
αν έγινε πραγματικά
αυτή η σκηνή ή την είχα στο νου μου σαν όνειρο,
ίσως επειδή την αγαπούσα πολύ
 εκείνη τη γυναίκα που άφησα να φύγει για δεύτερη
 και τελευταία φορά
που το δέρμα μου είχε τσιτωθεί, και το σπίτι στην άκρη του
 κόσμου με την ελιά στη μεριά
του τοίχου και τον σκύλο φαίνονταν ακούνητα πράγματα,
 όπως το πρόσωπο
 της γυναίκας μετέωρο στο κενό του μπλε.

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...