Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟ ΔΕΡΜΑ.

Το σπίτι μου ήταν σε μια άκρη του κόσμου, με αυλή, με δέντρα,
έναν σκύλο λυπημένο σαν εμένα, μια μικρή ελιά, στην μεριά του
 τοίχου που είχα χτίσει
 πριν από χρόνια, όπως και όλο αυτό που έλεγα σπίτι μου και
έμενα εκεί χρόνια
 με έναν παππού που τον έλεγαν Ρίζο και μια γυναίκα που την
έλεγαν Μάιρα
που ερχόταν εκεί σχεδόν κάθε μέρα και χαμογελούσε στον ήλιο
 κι εγώ σ εκείνη
 και στον ήλιο που την είχα και ήμουν πολύ περήφανος, αν και τι
σημασία έχουν
τα ονόματα σε έναν τόσο μεγάλο κόσμο που ζούμε, θα μπορούσαμε
να είμαστε
όλοι ανώνυμοι, ίσως με έναν αριθμό, ό ένας ,ο δυο και ο τρία,  που
στην περίπτωση μου
 ο ένας ήταν ο παππούς, εγώ το δύο, η Μάιρα το τρία, οπότε εκείνο
το πρωινό του Σεπτέμβρη
είχα ξυπνήσει με μαύρες σκέψεις, τι θα κάνεις σήμερα; με ρώτησε
 καπνίζοντας
 το αιώνιο τσιγάρο του κι εγώ κούνησα κάπως αόριστα το κεφάλι,
ενώ αυτός
με κάρφωνε με το επιτηδευμένο βλέμμα του, επιμένοντας πως
 κάτι έπρεπε να κάνω σήμερα,
ξέρεις εσύ! έσμιξε το βλέμμα, να πας να την βρεις, άκουσες;
 να πας να την βρεις!
σε θέλει, μην είσαι κουτός και νομίζεις άλλα, θα χωρίσει με
 τον άλλον και θα
την κρατήσεις εσύ, έτσι πρέπει, ακούς;  αυτά κάνουν οι άντρες,
κι άσε αυτά που
μου έλεγες χτες το βράδυ όταν πίναμε κρασί κι έκλαιγες,
αυτό να κάνεις! και πήρε
τα πόδια του αργά να πάει βόλτα αφήνοντας με μόνο,
στον τρισάθλιο κόσμο μου,
-να την σκέφτομαι αβάσταχτα, να μη μπορώ να τη
διώξω απ το μυαλό -όπως τον είχα καταντήσει τελευταία με την
απερισκεψία μου να την διώξω,
αν και ποτέ δε διώχνεται
ένας άνθρωπος μια γυναίκα, άλλωστε αν είναι
 έξυπνη φεύγει μόνη της,
άρα δε διώχνεται κανένας άνθρωπος και στην
περίπτωση μας, μάλλον
είχαμε συμφωνήσει βουβά, πως έπρεπε να ζήσει ο
καθένας μόνος του
ή τουλάχιστον αυτή με τον άντρα της κι αυτός μόνος του,
έτσι ήταν το ορθότερο
 να πω και να σκεφτώ, πόση ώρα άραγε από τη στιγμή που
 έφυγε ο παππούς;
σημασία δεν είχε ο χρόνος παρά η απόφαση μου να της πως
 να γυρίσει, μόνο αυτό
 ήθελα αλλά δεν το παραδεχόμουν, παράξενο πράγμα το δέρμα μας,
ούτε το καταλάβαινα,
επειδή το σπίτι μου ήταν σε μια άκρη του κόσμου, δίπλα σε
ένα δάσος που συχνά
 η πρωινή ησυχία σου τσάκιζε τα νεύρα,
λες και δεν υπήρχες, λες κι αυτός
 ο κόσμος ήταν εντελώς άηχος, γι αυτό, όταν χτύπησε η πόρτα
νόμισα πως
δε χτύπησε, εξ άλλου ήταν ένα διστακτικό χτύπημα, σιγανό,
κι εγώ έμενα να κοιτάζω
 το φθαρμένο ξύλο, οπότε ξαναχτύπησε πάλι διστακτικά,
μουδιασμένα, ποιος να ήταν άραγε;
και τι να ήθελε εδώ σ αυτό το σπίτι στην άκρη του κόσμου; απόρεσα
και σηκώθηκα να πάω ν ανοίξω με αίσθημα ανασφάλειας
 αλλά, όλα έγιναν γρήγορα
 σαν στο άνοιγμα διαγράφηκε η παρουσία της
γυναίκας που αγαπούσα
εδώ και τρία χρόνια και που είχαμε συμφωνήσει
να ζήσουμε χωριστά πριν από λίγους μήνες.
Χαμογελούσε στο άνοιγμα, πήγε να κάνει ένα
 βήμα μέσα, εγώ της έδειξα όχι
με το βλέμμα ενώ ήθελα να την αγκαλιάσω άλλα
έκανα, εκείνη λυπήθηκε αφάνταστα,
 δεν είπε τίποτε, δεν είπα τίποτε, κανένας ήχος φωνής δεν ακούστηκε,
απίστευτο αλλά έτσι έγινε και ποτέ δεν κατάλαβα
αν έγινε πραγματικά
αυτή η σκηνή ή την είχα στο νου μου σαν όνειρο,
ίσως επειδή την αγαπούσα πολύ
 εκείνη τη γυναίκα που άφησα να φύγει για δεύτερη
 και τελευταία φορά
που το δέρμα μου είχε τσιτωθεί, και το σπίτι στην άκρη του
 κόσμου με την ελιά στη μεριά
του τοίχου και τον σκύλο φαίνονταν ακούνητα πράγματα,
 όπως το πρόσωπο
 της γυναίκας μετέωρο στο κενό του μπλε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...